μένος
Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert
English (LSJ)
εος, τό,
A might, force, μή μ' ἀπογυιώσῃς μένεος, ἀλκῆς τε λάθωμαι Il.6.265; μένος χειρῶν 5.506 (more freq. μ. καὶ χεῖρες 6.502, al.); μένος καὶ γυῖα 6.27.
2 of animals, strength, fierceness, παρδάλιος, λέοντος, 17.20; of horses, spirit, ib.456, 476, etc.; ἵππος κατασθμαίνων μένει A.Th. 393; ὑπὸ χαρᾶς καὶ μένους, of dogs, X.Cyn.6.15.
3 of things, force, might, (ἔγχεος) Il.13.444; ἠελίοιο Od.10.160; πυρός Il.6.182, Ar.Ach. 665; ποταμῶν Il.12.18, cf. A.Pr.720; ἄστρων θερμὸν μ. Parm.11.3; ἀνέμων Emp.111.3; χειμῶνος E.Heracl.428; χαλινῶν ἀναύδῳ μένει A. Ag.238 (lyr.); ἄτης Id.Ch.1076 (anap.); τὸ ἀπὸ τοῦ οἴνου μένος Hp.Acut. 63, cf. VM9.
4 life, ἀπὸ γὰρ μ. εἵλετο χαλκός Il.3.294; λύθη ψυχή τε μ. τε 5.296; φυσῶσι μέλαν μένος the black life-blood, S.Aj.1412 (anap.), cf. A.Ag.1067.
II of the soul, spirit, passion, μένος ἀνδρῶν the battle-rage of men, Il.2.387; μ. Ἄρηος 18.264: less freq. in plural, mostly in phrase μένεα πνείοντες 2.536, al.; μένος καὶ θυμός 5.470, al., h.Cer. 361; μένος καὶ θάρσος Il.5.2, Od.1.321; μ. ἔλλαβε θυμόν Il.23.468; μένεος δ' ἐμπλήσατο θυμόν 22.312; μένεος δὲ μέγα φρένες ἀμφὶ μέλαιναι πίμπλαντο 1.103: also in Att., ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος Ar.V.424; ὅτε ζέσειεν τὸ τοῦ θυμοῦ μ. Pl.Ti.70b; μένους τὴν ψυχὴν πληρουμένην Alcid. ap. Arist.Rh.1406a2 (but νοῦς… πληρωθεὶς μένους filled with spiritual exaltation, Plot.5.5.8); θυμὸς ὁ κρατέων τῶ μένεος Theag. ap. Stob.3.1.117; προθυμία καὶ μένος, μένος καὶ θάρρος, X.Cyr.3.3.61, HG7.1.31; παντὶ μένει σπεύδων Hes.Sc.364.
2 intent, purpose, [Τρώων] μένος αἰὲν ἀτάσθαλον their bent is aye to folly, Il.13.634: in plural, intents, ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς 8.361: hence, temper, disposition, in compds., like εὐμενής, δυσμενής.
III in periphrasis, like βίη, etc., ἱερὸν μένος Ἀντινόοιο, for Antinous himself, Od.18.34; μένος Ἀτρεΐδαο Il.11.268; μένε' ἀνδρῶν 4.447, Od.4.363; καταφθιμένου μ. ἀνδρός Emp.111.9; αἴης λάσιον μένος Id.27.2; αἰθέριον μένος = αἰθήρ, Id.115.9. (Cf. Skt. mánas 'spirit', 'passion', Gr. μέμονα, μαίνομαι.)
German (Pape)
[Seite 133] τό (verwandt mit μένω, μαω), Kraft, Stärke, bes. insofern sie sich zu bethätigen strebt; bes. – a) kühner Muth, Ungestüm; oft mit θυμός verbunden, bes. in den Verbindungen ὤτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου, Il. 5, 470; καὶ λίην οὗτός γε μένος θυμόν τ' ὀλέσειεν, 8, 358 u. öfter, u. eben so mit χεῖρες, z. B. πολλὸν ἀφαυρότερος χεῖράς τε μένος τε, 7, 457. 13, 105 u. öfter; auch μῖξαι χεῖράς τε μένος τε, handgemein werden im mutigen Kampfe, 15, 510, u. μένος χειρῶν, 5, 306; auch τῷ δ' ἔμπνευσε μένος Ἀθήνη, sie hauchte ihm Muth ein, 10, 482, wie πλῆσεν μένεος κρατεροῖο, 13, 60; ἐνῆκε δέ οἱ μένος ἠΰ, 20, 80, Kraft u. Muth; μένος πολυθαρσὲς ἐνῆκεν, Il. 19, 37; auch μένος τε καὶ ἀλκή, 6, 265. 9, 706; καὶ θάρσος, 5, 2 Od. 1, 321; auch μένος ἔλλαβε θυμόν, Il. 23, 468; vgl. Pind. πατρὸς ἐνέπνευσεν μένος γήραος ἀντίπαλον, Ol. 8, 76; Hom. bezeichnet als den Sitz des μένος bald στήθεα, bald φρένες, Il. 1, 103. 17, 451. 19, 202. – Allgemeiner – b) Lebenskraft; τοῦ δ' αὖθι λύθη ψυχή τε μένος τε, Il. 5, 296; ἀπὸ γὰρ μένος εἵλετο χαλκός, 3, 294; καὶ μὲν τῶν ὑπέλυσε μένος καὶ φαίδιμα. γυῖα, 6, 27; σβέσσαι, 16, 621. – Auch von leblosen Dingen, Kraft, πυρός, Il. 23, 177 u. öfter, ἠελίοιο, 190, wie Hes. O. 416; ποταμῶν, Il. 12, 18; vom Wurfspieß, 16, 613. 17, 529; von Stürmen, 5, 524; vom Wein, Hippocr., wo mehr od. weniger auch diese leblosen Dinge als von einem innern Drange beseelt dargestellt werden; so auch Tragg.; ἔνθα ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος, Aesch. Prom. 722; κοίμα κελαινοῦ κύματος πικρὸν μένος, Eum. 796, vom Blute; ἔτι γὰρ θερμαὶ σύριγγες ἄνω φυσῶσι μέλαν μένος, Soph. Ai. 1392; vgl. Aesch. πρὶν αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι μένος, Ag. 1037, die Masse des Bluts; Sosipat. 2 (V, 55); χειμῶνος ἐκφυγόντες ἄγριον μένος, Eur. Heracl. 429; μένος πυρός auch Ar. Ach. 640; u. von Tieren, wie Pferden u. Maulthieren, Il. 17, 476. 742 u. sonst, vgl. Od. 3, 450. 7, 2. – c) Zornmuth, Zorn; μένεος δ' ἐμπλήσατο θυμὸν ἀγρίου, Il. 22, 312, wie μένεος δὲ μέγα φρένες ἀμφιμέλαιναι πίμπλαντο, 1, 103; μένεα πνείοντες, Wuth oder Muth schnaubend, 2, 536. 3, 8 u. öfter. – Uebh. Streben, Vorhaben, τῶν μένος αἰὲν ἀτάσθαλον, Il. 13, 634, ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς, 8, 361. – Neben κότος, Aesch. Eum. 804; ἀνιέρῳ μένει μεμαργωμένοι, Suppl. 757; vom heftigen Zorn, Soph. πρὸς ταῦτα μηδὲν δεινὸν ἐξάρῃς μένος, Ai. 1045; ὁρῶ μένος πνέουσαν, El. 600; ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος, Ar. Vesp. 424. – Wie βίη dient es bei Hom. zur Umschreibung, ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο, des Alkinous heilige Stärke, der starke Alkinous, Od., auch μένος Ἀτρείδαο, Ἕκτορος u. ä., Il., μένεα ἀνδρῶν, Il. 4, 447 Od. 4, 363. – In Prosa selten, Xen. Cyr. 3, 3, 61, ὑπὸ προθυμίας καὶ μένους, u. πολε μίοις μένος ἐμβαλεῖν, im Gegensatz von ἀνατρέψαι τὸ φρόνημα, Cyr. 5, 2, 34, καὶ θάρσος, Hell. 7, 1, 40; τὸ τοῦ θυμοῦ μένος, Plat. Tim. 70 b; Arist. Eth. 3, 8; sp. D. einzeln.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
âme, particul.
I. âme, principe de vie ; en ce sens souv. explétif, μένος Ἀτρείδαο, Ἓκτορος HOM l'âme du fils d'Atrée, d'Hector, càd le fils d'Atrée, Hector ; âme, principe de force physique ; force, vigueur ; fig. le malheur;
II. âme, principe de volonté;
III. âme, source des passions, càd :
1 âme, cœur, esprit, courage, ardeur;
2 en mauv. part colère, fureur ; violence.
Étymologie: R. Μεν, penser ; cf. skr. manas.
Russian (Dvoretsky)
μένος: εος τό
1 сила, мощь (μ. καὶ γυῖα, μ. τε καὶ ἀλκή Hom.): μ. χειρῶν и μ. καὶ χεῖρες Hom. мощные руки или мощь рук;
2 стремительность, неукротимость, ярость (λέοντος, ἵππων, ἔγχεος, ποταμῶν Hom.; πυρός Aesch.; χειμῶνος Eur.): χαλινῶν μ. Aesch. крепкая узда;
3 гнев, злоба, бешенство (Ἄρηος Hom.; ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος Arph.): μένεα πνείοντες Hom. исполненные боевого духа; μ. καὶ θάρσος Hom. неукротимая отвага;
4 жизненная сила, жизнь: ψυχή τε μ. τε Hom. жизненные силы, жизнь;
5 кровь (как источник силы и гнева) (μέλαν μ. Soph.): αἱματηρὸν μ. Aesch. струя крови;
6 намерения, мысль: (Τρῶες), τῶν μ. αἰὲν ἀτάσθαλον Hom. троянцы, чьи замыслы всегда преступны; ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς Hom. разрушитель моих замыслов;
7 описательно в знач. душа, суть, сущность не переводится: μ. Ἓκτορος Hom. = Ἓκτωρ; μένεα ἀνδρῶν Hom. = ἄνδρες; αἰθέριον μ. Emped. = αἰθήρ.
Greek (Liddell-Scott)
μένος: -εος, τό, (ἴδε *μάω) δύναμις, ἰσχύς, μάλιστα ὡς ἐμφαίνεται αὕτη ἐν ταχείᾳ κινήσει καὶ προσπαθείᾳ, συχν. παρ’ Ὁμ. ὅστις ἐνίοτε συνάπτει, μένος τε καὶ ἀλκὴ ὡς ἰσοδύναμα, Ἰλ. Ζ. 265· μ. χειρῶν Ε. 506, ἀνθ’ οὗ συνηθέστερον ἔχει μ. καὶ χεῖρες, Ζ. 502, κτλ.· ὡσαύτως, μένος καὶ γυῖα αὐτόθι 27. 2) ἐπὶ ζώων, ἰσχύς, ἀγριότης, ὡς ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἰλ. Ρ. 20· ἐπὶ ἵππων, τὸ θυμοειδὲς, τὸ θάρρος, αὐτόθι 456, 476, κτλ.· ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. (ἴδε ἐν τέλ.). 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἰσχύς, δύναμις, μ. ἔγχεος Ἰλ. Π. 613· ἠελίοιο Ὀδ. Κ. 160· πυρὸς Ἰλ. Ζ. 182, Ἀριστοφ. Ἀχ. 665· ποταμῶν Ἰλ. Μ. 18, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 721· χειμῶνος Εὐρ. Ἡρακλ. 428· - ὡσαύτως, χαλινῶν ἀναύδῳ μένει Αἰσχύλ. Ἀγ. 238· ἄτης ὁ αὐτ. ἐν Χ. 1076· οἴνου Ἱππ. 394. 51. 4) δύναμις, ἰσχύς, αἵτινες ἐμφαίνουσι ζωήν, ἑπομένως αὐτὴ ἡ ζωή, Ἰλ. Γ. 294· ψυχή τε μένος τε ὡς ἰσοδύναμα, Ε. 296· φυσῶσι μέλαν μάνος, τὸ μέλαν αἷμα τῆς ζωῆς, Σοφ. Αἴ. 1412, πρβλ. Αἰσχύλ Ἀγ. 1067.
ΙΙ. ἐπὶ τῆς ψυχῆς, πνεῦμα, ὁρμή, μανία, δύναμις, πάθος, ὀργή, μένος ἀνδρῶν, ἡ ἐν τῇ μάχῃ ἐξαγρίωσις καὶ μανία τῶν ἀνδρῶν, Ἰλ. Β. 387· μένος Ἄρηος Σ. 264· σπανιώτερον ἐν τῷ πληθ., καὶ τοῦτο ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει μένεα πνείοντες, «θυμοῦ καὶ δυνάμεως πνέοντες, τουτέστι, γέμοντες, θαρσαλέοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 536, κ. ἀλλ. (ἔνθα ἴσως ὁ ἀριθμὸς τοῦ μένεα ἐτέθη κατ’ ἀφομοίωσιν πρὸς τὸ πνείοντες)· - ὁ Ὅμ. συχνάκις συνάπτει μένος καὶ θυμὸς Ἰλ. Ε. 470, κ. ἀλλ., ἴδε Ἕρμ. ἐν Ὁμ. Ὕμνῳ εἰς Δήμ. 362· μένος καὶ θάρσος Ἰλ. Ε. 2, Ὀδ. Α. 321· μένος ἔλλαβε θυμὸν Ἰλ. Ψ. 468· μένος δ’ ἐμπλήσατο θυμὸν Χ. 312· μένεος δὲ μέγα φρένες ἀμφιμέλαιναι πέμπλαντο Α. 103· οὕτως, ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος Ἀριστοφ. Σφ. 427 (ἴδε ἐν τέλ.)· - μένει κατὰ δοτ., ὁρμητικῶς, μανιωδῶς, Αἰσχύλ. Θήβ. 393· παντὶ μένει Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 354. 2) ὀ ἐπίμονος σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου, σταθερὰ ἀπόφασις, Τρωσίν, τῶν μένος αἰὲν ἀτάσθαλον, ὧν ἡ προθυμία ἀεὶ εἶναι ἀνόητος, μωρά, Ἰλ. Ν. 634· οὕτως ἐν τῷ πληθ., σκοπός, πρόθεσις, ἐμῶν μενέων ἀπερωεὺς Θ. 361· ἐντεῦθεν, 3) καθόλου, φυσικὴ διάθεσις, φρόνημα, ὡς τὸ Λατιν. mens, ἰδίως ἐν συνθέτοις, οἷον εὐμενής, δυσμενής, κτλ.· ἀλλ’ οὐδέποτε ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς διανοίας. - Κατὰ τὰς πλείστας περιστάσεις ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ Λατ. impetus. ΙΙΙ. μένος κεῖται ὡσαύτως ἐν περιφράσει ὡς τὰ βίη, ἴς, σθένος, ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο, ἀντὶ αὐτοῦ τοῦ Ἀλκινόου, Ὀδ.· οὕτω καὶ μένος Ἀτρείδαο, Ἕκτορος, κτλ., Ἰλ.· ὡσαύτως, μένεα ἀνδρῶν Δ. 447, Ὀδ. Δ. 363· αἰθέριον μ. = αἰθήρ, Ἐμπεδ. 32. - Ἡ Ὁμ. αὕτη λέξις εἶναι ἐν χρήσει κατὰ τὸ πλεῖστον παρ’ Αἰσχύλ. ἐκ τῶν Ἀττικῶν ποιητῶν· σπανία δὲ παρὰ τοῖς κωμ. καὶ τοῖς πεζογράφοις τῶν Ἀττ., ἂν καὶ ὁ Ξεν. μεταχειρίζεται αὐτὴν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ὁρμή, σφοδρότης, προθυμία καὶ μ., θάρσος καὶ μ. Κύρ. 3. 3, 61, Ἑλλ. 7. 1, 31· ὑπὸ χαρᾶς καὶ μένους ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 6. 15.
English (Autenrieth)
εος: impulse, will, spirit, might, courage, martial fury, rage (noble or otherwise), pl. μένεα πνείοντες, ‘breathing might,’ Il. 2.536. A very characteristic Homeric word, with a wide range of application; joined w. θῦμός, ἀλκή, θάρσος, ψῦχή, χεῖρες, γυῖα, and w. gen. of names as periphrases for the person, Il. 14.418, Od. 7.167; said of things as well as men and animals, wind, fire, the sun, etc.
English (Slater)
μένος might πατρὶ δὲ πατρὸς ἐνέπνευσεν μένος γήραος ἀντίπαλον (O. 8.70) κασιγνήταν μένει θυίοισαν ἀμαιμακέτῳ (P. 3.32) ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων (sc. Ἀπόλλων) Πα.… τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου Θρ. 7. 1.
Greek Monolingual
το (Α μένος)
1. ακράτητη ψυχική ορμή, παραφορά, έξαψη φρονήματος, μανία, πάθος («ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος», Αριστοφ.)
2. φρ. «πνέω μένεα» — είμαι πολύ οργισμένος, ζητώ εκδίκηση
αρχ.
1. (για πράγματα) δύναμη, ισχύς (α. «οἱ δὲ μένος χειρῶν ἰθὺς φέρον», Ομ. Ιλ.
β. «ἄστρων θερμὸν μένος», Παρμ.)
2. (για ζώα) αγριότητα
3. ζωική δύναμη, η ζωή («ἔτι γὰρ θερμαὶ σύριγγες.ἄνω φυσῶσι μέλαν μένος»
Σοφ.)
4. φυσική ή ψυχική διάθεση, υψηλό φρόνημα κατά τη μάχη («Τρωσίν, τῶν μένος αἰὲν ἀτάσθαλον, οὐδὲ δύνανται φυλόπιδος κορέσασθαι ὁμοίου πολέμοιο», Ομ. Ιλ.)
5. φρ. «μένεα πνείοντες» — θαρραλέοι (Ομ. Ιλ.)
6. χρησιμοποιείται σε πολλές περιφράσεις, όπως: α) «μένος Ἀτρεΐδαο» — ο Ατρείδης
β) «ἱερὸν μένος Ἀντινόοιο» — ο Αντίνοος
γ) «αἰθέριον μένος» — ο αιθέρας
δ) «καταφθιμένου μένος ἀνδρός» — νεκρόν άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις μένος καθώς και ο αρχαϊκός τ. παρακμ. μέμονα, που απαντά στον Όμηρο και στη λυρική ποίηση (ο πληθ. μέ-μα-μεν και η μτχ. με-μα-ώς ανάγονται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας, ενώ ο τ. με-μᾱ-ότες οφείλεται σε μετρική έκταση του βραχέος -α-), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα men- «σκέπτομαι, φέρνω στον νου μου, σκοπεύω να κάνω κάτι». Στην ομάδα τών τύπων μέμονα και μένος η σημ. της ρίζας έχει εξελιχθεί σε «θερμότητα, ορμή, θέληση για μάχη», ενώ μια ακόμη πιο χαρακτηριστική σημασιολογική εξέλιξη της ίδιας ρίζας παρατηρείται στο ρ. μαίνομαι. Ο παρακμ. μέμονα ως προς τη μορφή αντιστοιχεί ακριβώς προς το λατ. memini «θυμάμαι». Επίσης συνδέεται με τα γοτθ. man «σκέπτομαι, πιστεύω» (χωρίς διπλασιασμό) και ga-man «θυμάμαι». Η συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας (μη > μα-) εμφανίζεται και στο γοτθ. mun-um, καθώς και στα ρηματ. επίθ. αυτό-μα-τος, ηλέ-μα-τος. Η λ. μένος είναι ένα σιγμόληκτο ουδέτερο < θ. μενεσ-), που αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. manas-, αβεστ. manah-. Επίσης το συνθ. δυσ-μενής συνδέεται με αρχ. ινδ. durmanus- «προβληματικός» και αβεστ. dušmanah- «εχθρικός» (για το αβεστ. ανθρωπωνύμιο Haxā-maniš πρβλ. Ἀχαιμένης). Υπάρχει, τέλος, μια παρεκτεταμένη μορφή της ρίζας men-,η ρίζα men-ti-, που στη λατ. παρήγαγε τύπους δηλωτικούς της σημ. «εξυπνάδα, μυαλό» (πρβλ. mens, mentis «νους», memini και mentio, που σημασιολογικά συνδέονται με το μιμνήσκω). Στην ίδια παρεκτεταμένη μορφή της ρίζας ανάγονται και τα αρχ. ινδ. mati-, λιθουαν. mintis «σκέψη», γοτθ. gamunds, αρχ. σλαβ. pameti «θύμηση». Η λ. μένος απαντά ως β' συνθετικό σε σύνθετα σε -μενής, καθώς και σε ανθρωπωνύμια σε -μένης (πρβλ. Ευ-μένης, Κλεομένης) ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή.
ΠΑΡ. αρχ. μενεαίνω, μενοινώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μενοεικής. (Β' συνθετικό) δυσμενής, ευμενής
αρχ.
αμενής, εμμενής, ευρυμενής, πραϋμενής, υπερμενής].
Greek Monotonic
μένος: -εος, τό (*μάω),·
1. ισχύς, δύναμη, σθένος, ανδρεία, θάρρος, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. σθένος, ενδεικτικό της ζωής, η ζωή η ίδια, σε Ομήρ. Ιλ.· ζωτική δύναμη, σε Σοφ.
3. οργή, πάθος (εμπάθεια), μένοςἔλαβε θυμόν, σε Ομήρ. Ιλ.· μένεος φρένες πίμπλαντο, στο ίδ.· μένεα πνείοντες, στο ίδ.· μένει (στη δοτ.), βίαια, λυσσαλέα, σε Αισχύλ.
4. κλίση, πρόθεση, ο σκοπός καθενός, Τρώων μένος αἰὲν ἀτάσθαλον, τα σχέδια των Τρώων είναι πάντοτε ανόητα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. το μένος χρησιμ. επίσης σε περιφράσεις, ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο, δηλ. ο ίδιος ο Αλκίνοος, σε Ομήρ. Οδ.· μένοςἈτρείδαο, Ἕκτορος, κ.λπ. σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: mind, courage, anger, strength, impulse (Il.).
Compounds: Compp., e.g. δυσ-μενής evilminded, hostile (Il.) with δυσμέν-εια, -ίη, -αίνω a. o.; metr. enlarged δυσμενέων, -έοντες (Od.; Leumann Hom Wörter 116 n. 83); ἀ-μενής forceless (E.); here the PN Ἀμενέας, Ἀμενίσκος and (with unexplained -νν-) Ἀμεννάμενος? (Bechtel, Namenst. 6 f.); on ἀμενηνός s. v.; PN like Κλεο-μένης; as 1. member in μενο-εικής suited to the desired, agreeable, richly (Hom.).
Derivatives: To μένος belong two verbs with remarkable formation: 1. μενεαίνω, -ῆναι desire strongly, rage (Il.); prob. with analog. -αίνω from uncontracted μένε-ος etc. (Fraenkel Nom. ag. 1, 54 n. 2 a. 2, 211, Schwyzer 440; cf. κτερε-ΐζω, μελε-ϊστί); diff. Solmsen Wortforsch. 51 n. 2, Chantraine Mél. Pedersen 205ff. (from *μενέ[σ]-ων; but δυσ-μενέων must be explained diff., s. above); cf. on βλεμεαίνω. --2. μενοινάω (-ώω), -ῆσαι have in mind, aim at, wish, desire (Il.) with μενοινή f. intention, desire (Call., A. R., AP; prob. backformation); origin unclear; quite uncertain hypothesis by Solmsen Wortforsch. 51 f. (from *μενώ f.; cf. Μενοίτης, -οίτιος, which however certainly belongs to οἶτος fate); not better Brugmann IF 29, 237f., 12, 152, Wiedemann BB 28, 51, Specht Ursprung 167.
Origin: IE [Indo-European] [726] *men- mind
Etymology: As old verbal noun identical with Skt. mánas- n., Av. manah- n. pirit, thought, will, IE *ménos n.; here OP Haxā-maniš m. PN prop. "who has the mind of a friend", friendly minded (Gr. Ἀχαιμένης; s. v.). Adj. δυσ-μενής = Av. duš-manah- evilminded, Skt. dur-manas- sorrowful; εὑ-μενής: Skt. su-mánas- wellminded. But Lith. mẽnas m. rememberance is innovation to menù remember (cf. Fraenkel s. v.). -- A perfect of situation belonging here is μέμονα (s.v.), cf. γένος: γέγονα; with deviating meaning the present μαίνομαι (s. v.). On μένος: μαίνομαι cf. Z 100f. (of Achilleus): ἀλλ' ὅδε λίην
Middle Liddell
μένος, εος, [*μάω]
I. might, force, strength, prowess, courage, Hom., etc.
2. strength, as implying life, life itself, Il.: life-blood, Soph.
3. rage, passion, μένος ἔλλαβε θυμόν Il.; μένεος φρένες πίμπλαντο Il.; μένεα πνείοντες Il.:— μένει in dat. violently, furiously, Aesch.
4. the bent, intent, purpose of any one, Τρώων μ. αἰὲν ἀτάσθαλον their bent is aye to folly, Il.
II. μένος is also used in periphrasis, ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο, i. e. Alcinous himself, Od.; μένος Ἀτρείδαο, Ἕκτορος, etc., Il.
Frisk Etymology German
μένος: {ménos}
Grammar: n.
Meaning: Geist, Mut, Wut, Kraft, Drang (seit Il.; vorw. poet.).
Composita: Kompp., z.B. δυσμενής übelgesinnt, feindselig (seit Il.) mit δυσμένεια, -ίη, -αίνω u. a.; metr. Erweiterung δυσμενέων, -έοντες (Od.; Leumann Hom Wörter 116 A. 83); ἀμενής kraftlos (E. in lyr.); dazu die PN Ἀμενέας, Ἀμενίσκος und (mit unerklärtem -νν-) Ἀμεννάμενος? (Bechtel, Namenst. 6 f.); zu ἀμενηνός s. bes.; PN wie Κλεομένης; als Vorderglied in μενοεικής dem Geist angemessen, herzerfreuend, reichlich (Hom.).
Derivative: Zu μένος gehören zwei Verba mit eigenartiger Bildung: 1. μενεαίνω, -ῆναι heftig verlangen, wüten (ep. seit Il.); wohl mit analog. -αίνω vom unkontrahierten μένεος usw. (Fraenkel Nom. ag. 1, 54 A. 2 u. 2, 211, Schwyzer 440; vgl. κτερεΐζω, μελεϊστί); anders Solmsen Wortforsch. 51 A. 2, Chantraine Mél. Pedersen 205ff. (von *μενέ[σ]-ων; aber δυσμενέων ist anders zu erklären, s. oben); vgl. zu βλεμεαίνω. —2. μενοινάω (ep. -ώω), -ῆσαι im Sinne haben, vorhaben, wünschen, begehren (vorw. ep. lyr. seit Il.) mit μενοινή f. Vorhaben, Begehren (Kall., A. R., AP; wohl Rückbildung); Entstehung dunkel; ganz unsichere Hypothese von Solmsen Wortforsch. 51 f. (von *μενώ f.; vgl. Μενοίτης, -οίτιος, die aber gewiß zu οἶτος Schicksal gehören); nicht besser Brugmann IF 29, 237f., 12, 152, Wiedemann BB 28, 51, Specht Ursprung 167.
Etymology: Als altes Verbalnomen mit aind. mánas- n., aw. manah- n. Geist, Gedanke, Wille, Streben identisch, idg. *ménos n.; dazu apers. Haxā-maniš m. PN eig. "der den Sinn eines Freundes hat", freundlich gesinnt (gr. Ἀχαιμένης; s. d.). Adj. δυσμενής = aw. duš-manah- übelgesinnt, aind. (ep. klass.) dur-manas- betrübt; εὐμενής: aind. su-mánas- wohlgesinnt. Aber lit. mẽnas m. Gedächtnis ist Neubildung zu menù sich erinnern (vgl. Fraenkel s. v.). — Ein zugehöriges Zustandsperfekt ist μέμονα (s.d.), vgl. γένος: γέγονα; dazu mit abweichender Bed. das Präsens μαίνομαι (s. d.). Zu μένος: μαίνομαι vgl. Z 100f. (von Achilleus): ἀλλ’ ὅδε λίην
Mantoulidis Etymological
(=δύναμη, ὁρμή, φρόνημα). Ἔχει σχέση μέ τό μάω (=ποθῶ), (ρίζα μεν), καί μέ το μέμονα (=ποθῶ).
Translations
force
Amharic: ኀይል; Arabic: قُوَّة; Argobba: ሀይል; Armenian: ուժ, զորություն; Asturian: fuercia, fuerza; Avar: гуч, къуват; Azerbaijani: güc, qüvvə; Bashkir: көс; Belarusian: сі́ла, моц; Bengali: জোর; Bulgarian: сила, мощ; Catalan: força; Chinese Mandarin: 武力; Corsican: forza; Czech: síla, moc; Danish: kraft; Dutch: kracht; Finnish: voima; French: force; Friulian: fuarce; Galician: forza; Ge'ez: ኀይል; Georgian: ძალა; German: Gewalt; Greek: δύναμη, ισχύς, σθένος; Ancient Greek: ἁδροσύνη, ἁδροτής, ἁδρότης, ἀλκή, βία, βίη, δύναμις, δύνασις, ἐνέργεια, ἐνεργείη, ἐπίτασις, ἐρωή, εὐτονία, ἴς, ἰσχύς, μένος, ῥώμη, σθένος, τάσις, τὸ ἐνδύναμον, τόνος, τόνωσις, φορά; Hebrew: כוח \ כֹּחַ; Hindi: ज़ोर, बल; Hungarian: erő; Ido: violento, koakto; Indonesian: kekuatan; Ingush: низ; Irish: fórsa; Istriot: forsa; Italian: forza; Japanese: 力; Korean: 힘; Ladin: forza; Latin: vis, potentia, fortitudo; Latvian: spēks, vara; Lezgi: гуж, къуват; Lithuanian: jėga, galia; Macedonian: сила, моќ; Malay: daya, kuasa; Malayalam: ബലം, ശക്തി; Maori: tūkeri; Marathi: जोर; Neapolitan: fuorza; Norwegian: kraft; Occitan: fòrça; Old Church Slavonic Cyrillic: сила, мощь; Old East Slavic: сила, мочь; Oromo: humna; Plautdietsch: Krauft; Polish: siła, moc; Portuguese: força; Romanian: forță; Romansch: forza; Russian: сила, мощь, дурь; Serbo-Croatian Cyrillic: си̏ла, мо̑ћ; Roman: sȉla, mȏć; Sicilian: forza; Slovak: sila, moc; Slovene: sila, moč; Somali: quwad; Spanish: fuerza; Swahili: mabavu; Swedish: kraft; Turkish: kuvvet; Ukrainian: сила, міць; Urdu: زور; Venetian: forsa, força; Walloon: foice
strength
Arabic: قُوَّة; Egyptian Arabic: قوة; Hijazi Arabic: قُوَّة; Armenian: ուժ; Azerbaijani: güc, quvvə, qüvvət; Bashkir: көс; Belarusian: сі́ла, моц; Bengali: বল, জোর; Bulgarian: сила, мощ; Catalan: força; Chinese Cantonese: 力量; Mandarin: 力氣/力气; Czech: síla, moc; Dutch: kracht, sterkte; Dzongkha: སྟོབས; Esperanto: forteco; Estonian: tugevus, jõud; Ewe: ŋusẽ; Faroese: styrki; Finnish: voimakkuus, voima, vahvuus; French: force, vigueur, effectif; Galician: forza; Georgian: სიძლიერე, ძალა, სიმტკიცე; German: Stärke, Kraft, Festigkeit, Mumm; Gothic: 𐍃𐍅𐌹𐌽𐌸𐌴𐌹; Greek: δύναμη; Ancient Greek: ἁδροσύνη, ἁδροτής, ἁδρότης, ἀλκή, ἀλκί, βία, βίη, βριαρότης, βρίμη, δρᾶσις, δύναμις, δύνασις, ἐρυμνότης, εὐσθένεια, εὐσωματία, ἐχυρότης, ἰναία, ἴς, ἰσχυρότης, ἰσχύς, κάρτος, κῖκυς, κραταιότης, κραταίωμα, κραταίωσις, κράτος, κρατυσμός, κρέτος, μένος, ῥῶσις, σθένος, σφρίγος, τὸ ἰσχυρόν; Haitian Creole: fòs; Hebrew: חוזק; Hindi: शक्ति, ताक़त, बल; Hungarian: erő; Ido: forteso; Ingrian: voima, voimakkuus; Interlingua: fortia; Irish: urrúntacht; Italian: forza, vigore, energia; Japanese: 力; Kazakh: күш, дәрмен; Khakas: кӱс; Khmer: កម្លាំង; Korean: 힘; Kurdish Central Kurdish: ھێز; Kyrgyz: күч; Latgalian: vare, spāks; Latin: firmitudo, firmitas, robur, fortitudo; Latvian: spēks, stiprums, spēcīgums; Lithuanian: jėga; Macedonian: сила, моќ; Malagasy: hery; Malay: kekuatan; Malayalam: ശക്തി; Manchu: ᡥᡡᠰᡠᠨ; Maori: whirikoka; Mirandese: fuorça; Miyako: たや; Mongolian: хүч; Mòcheno: kròft; Navajo: adziil; Nepali: बल, तागत; Old French: esfort; Old Javanese: bala; Old Turkic: 𐰚𐰇𐰲; Orok: кусу; Oromo: jabina; Ossetian: тых; Ottoman Turkish: گوج; Persian: زور, قوت; Polish: siła, moc; Portuguese: força, vigor; Quechua: kallpa; Romanian: putere, forță; Russian: сила, мощь; Sanskrit: शक्ति, बल; Scottish Gaelic: lùths, neart, brìgh; Serbo-Croatian Cyrillic: снага, моћ, сила, јачина; Roman: snaga, moć, sila, jačina; Shan: ပလႃႉ; Shor: кӱш; Sichuan Yi: ꊋ; Slovak: sila, moc; Slovene: moč, sila; Somali: quwad, xoog; Southern Altai: кӱч; Spanish: fuerza, ñeque; Swahili: nguvu; Swedish: styrka; Tagalog: lakas; Tajik: қувват, зӯр; Tamil: பலம், கிற்பு, ஷக்தி; Tatar: көч; Telugu: బలము; Thai: แรง, กำลัง, ความแข็งแรง; Tibetan: སྟོབས; Tocharian B: maiyyo, warkṣäl; Turkish: kuvvet, güç; Turkmen: güýç; Tuvan: күш; Ugaritic: 𐎓𐎇; Ukrainian: сила, міць; Urdu: شکتی, زور; Uyghur: كۈچ; Uzbek: kuch, quvvat; Vietnamese: sức mạnh; Vilamovian: kroft; Walloon: foice; West Frisian: animo; Xhosa: amandla; Yakut: күүс; Yiddish: שטאַרקײַט, כּוח; Zulu: amandla
anger
Afrikaans: drif, toorn, kwaadheid; Aghwan: 𐔼𐕔𐕒𐕡𐕎; Albanian: inat, zemërim, mëri, mnia; Amharic: ቁጣ; Arabic: غَضَب; Egyptian Arabic: نرفزه; Argobba: ቁሻ; Armenian: զայրույթ, բարկություն, ջղայինություն; Assamese: খং; Avar: цим; Azerbaijani: hirs, hiddət, qeyz, qəzəb; Bashkir: асыу; Basque: haserre; Belarusian: гнеў, злосць; Bengali: রাগ; Bikol Central: dagit; Bulgarian: гняв, яд; Catalan: ira, còlera, ràbia, enfat, enuig; Cebuano: kasuko, kapungot; Chinese Mandarin: 發怒/发怒, 忿怒, 火氣/火气, 怒氣/怒气; Cornish: anger, coler, sorr; Czech: vztek, hněv, zlost; Danish: vrede; Dutch: boosheid, woede; Esperanto: kolero; Estonian: viha; Ewe: dzibibi, dzikukpɔkpɔ; Finnish: viha, suuttumus; French: colère, ire, courroux, rage, fureur; Galician: cabuxo, oura, carraxe, asaño, refusía, rebinxe; Georgian: ბრაზი, წყრომა; German: Ärger, Zorn, Wut, Groll, Ingrimm, Grimm, Furor, Jähzorn; Greek: οργή, θυμός, τσαντίλα; Ancient Greek: ἀνυπερθεσία, ἀποθηρίωσις, δυσχερασμός, δυσχέρεια, ἐγκότησις, ἐνθύμιον, θυμός, κότος, μελαγχολία, μελαγχολίη, μένος, μηνίαμα, μήνιμα, μῆνις, μήνισμα, ὀργά, ὀργή, παροργισμός, σκυσμός, χολή, χόλος, ὠδυσίη; Haitian Creole: kòlè; Hebrew: כַּעַס; Hindi: क्रोध, ग़ुस्सा; Hittite: 𒋼𒀀𒁲𒈪𒅀𒊍; Hungarian: harag, düh; Icelandic: reiði; Ido: iraco; Indonesian: amarah; Irish: fearg; Old Irish: ferg; Italian: ira, rabbia, collera; Japanese: 怒り, 忿怒, 怒気; Kannada: ಕೋಪ; Kazakh: ашу, қаһар, зығырдан, зығыр; Khmer: កំហឹង; Korean: 성, 분노(憤怒); Kurdish Central Kurdish: تووڕەیی; Kyrgyz: ачуу, каар; Ladin: sënn; Latgalian: sirdeigums, sirdeiba, dusme, špetneiba; Latin: ira; Latvian: piktums, dusmas; Lithuanian: pyktis; Luxembourgish: Ierger; Macedonian: лутина, гнев; Malay: kemarahan; Malayalam: ദേഷ്യം, കോപം, ക്രോധം; Maori: whakatuma, hīnawanawa, hīkaka; Middle English: anger; Mongolian Cyrillic: уур хилэн; Neapolitan: raggia; Nepali: रिस; Norwegian: sinne; Occitan: ira, colèra, ràbia; Old Church Slavonic Cyrillic: гнѣвъ; Old English: ierre; Old French: ire; Oromo: aarii; Ottoman Turkish: اوفكه; Persian: خشم, غضب; Plautdietsch: Spiet; Polish: złość, gniew, wkurw; Portuguese: raiva, ira; Quechua: phiña; Romanian: furie, mânie, enervare; Russian: гнев, злость, злоба; Sanskrit: कोप, क्रोध, इरस्; Scots: angir; Scottish Gaelic: fearg, corraich; Serbo-Croatian Cyrillic: љутња, гне̑в, гње̑в, гнив; Latin: ljútnja, gnȇv, gnjȇv, gniv; Slovak: hnev, zlosť; Slovene: jeza, gnev; Spanish: ira, enfado, enojo, rabia, cólera; Swedish: ilska; Tagalog: galit; Tajik: хашм, ғазаб; Tamil: கோபம்; Telugu: కోపం; Thai: วิโรธ; Tocharian B: tremi; Turkish: öfke, kızgınlık, hiddet; Ukrainian: гнів, злість; Urdu: غصہ; Uyghur: غەزەپ; Uzbek: gʻazab; Vietnamese: mối giận, sự tức giận; Welsh: bâr; West Frisian: grime; Yiddish: רוגז, רוגזה, ירגזון
intent
Arabic: نِيَّة; Bulgarian: цел, намерение; Chinese Mandarin: 意图; Czech: záměr, úmysl, cíl; Dutch: bedoeling; Esperanto: celo; Finnish: tarkoitus; French: intention; German: Absicht; Greek: πρόθεση, επιδίωξη, σκοπός; Ancient Greek: ἀξίωμα, βούλευμα, βούλημα, βούλησις, γνώμη, διάνοια, ἔννοια, ἐπίνοια, μένος, φρόνησις; Hungarian: szándék; Italian: intento; Kurdish Central Kurdish: ئامانج; Norwegian Bokmål: akt; Persian: نیت; Plautdietsch: Väanämen; Portuguese: intenção; Russian: намерение; Slovak: zámer, úmysel, ciel; Spanish: intención, intento, propósito; Swedish: avsikt, intention; Turkish: amaç; Ukrainian: намір
intention
Albanian: qëllim, synim; Arabic: قَصْد, إِرَادَة, نِيَّة; Egyptian Arabic: قصد; Armenian: մտադրություն, միտում; Azerbaijani: niyyət; Bashkir: ниәт; Basque: asmo; Belarusian: намер, замер; Bengali: ইরাদা, নিয়ত, মকসদ; Bulgarian: намерение; Burmese: အကြံ; Catalan: intenció; Chechen: ойла; Chinese Mandarin: 意向, 意圖/意图; Czech: úmysl, záměr; Danish: hensigt; Dutch: voornemen, opzet, oogmerk, intentie; Esperanto: intenco; Estonian: kavatsus; Faroese: ætlan, ætling, ættingur; Finnish: aie; French: intention; Georgian: განზრახვა; German: Absicht; Ancient Greek: πρόθεση; ἀξίωμα, βούλευμα, βούλημα, βούλησις, γνώμη, διάνοια, διανοίη, διανοιΐα, ἔννοια, ἐπίνοια, μένος, πρόνοια, προνοίη, σκοπός, ὑπόθεσις, φρήν, φρόνησις; Hebrew: כַּווָּנָה; Hindi: इरादा; Hungarian: szándék; Icelandic: ætlun; Indonesian: niat; Italian: intenzione; Japanese: 意図, 意向; Kazakh: ниет, діт; Khmer: ចេតនា; Korean: 의도(意圖), 의향(意向); Kurdish Central Kurdish: مەبەس, نِیاز; Kyrgyz: ниет; Ladino: entision, intision; Latvian: nodoms; Lithuanian: ketinimas; Macedonian: намера; Magahi: 𑂧𑂁𑂬𑂰; Malay: niat; Maori: koronga; Mongolian Cyrillic: зорилт; Norwegian Bokmål: intensjon; Nynorsk: intensjon; Persian: قصد, منظور, اراده; Plautdietsch: Wellen, Väanämen; Polish: intencja, zamiar; Portuguese: intenção, intuito; Romanian: intenție; Russian: намерение, замысел; Scottish Gaelic: rùn, dùil; Serbo-Croatian Cyrillic: на̑мера, на̑мјера; Roman: nȃmera, nȃmjera; Slovak: úmysel, zámer; Slovene: namen; Spanish: intención; Swahili: nia, azma, gharadhi; Swedish: avsikt, syfte; Tajik: қасд, ният; Tamil: எண்ணம்; Thai: ความตั้งใจ; Turkish: niyet; Turkmen: niýet; Ukrainian: намір; Urdu: ارادہ, نیت; Uzbek: niyat; Vietnamese: ý định; Yiddish: כּוונה
passion
Albanian: pasion; Arabic: عَاطِفَة, شَغْف; Aramaic Syriac: ܚܫܐ; Armenian: կիրք; Azerbaijani: nəfs, ehtiras; Belarusian: страсць, запал; Bulgarian: страст; Catalan: passió; Chinese Mandarin: 激情, 热情, 热心; Czech: vášeň; Danish: lidenskab, passion; Dutch: passie, hartstocht; Esperanto: pasio; Finnish: intohimo; French: passion; Galician: paixón; Georgian: ვნება, ჟინი, გზნება, გატაცება; German: Leidenschaft, Passion; Greek: πάθος; Ancient Greek: βράσμα, ἐμπάθεια, ζᾶλος, ζῆλος, ἦτορ, θυμός, μανία, μανίη, μένος, ὀργά, ὀργή, πάθημα, πάθος, πόθος, πόσος, σφυγμός, τὸ ἔνθερμον, φλέγμανσις, φλεγμασία, φλεγμασίη, φλεγμονή; Haitian Creole: pasyon; Hindi: जुनून; Hungarian: szenvedély, indulat; Icelandic: ástríða; Ido: pasiono; Irish: ainmhian; Italian: passione; Japanese: 激情; Korean: 열정; Kurdish Central Kurdish: ڤیان; Latin: perturbatio; Latvian: kaislība; Lithuanian: aistrà; Macedonian: страст; Maltese: passjoni; Maori: korou, awata, koharatanga; Middle English: passioun; Norwegian Bokmål: lidenskap, pasjon; Nynorsk: lidenskap, pasjon; Old English: þolung, weamet, ontendnes, mihtmod, bryne; Persian: شوق; Polish: pasja; Portuguese: paixão; Romanian: pasiune; Russian: страсть, аффект, запал; Scottish Gaelic: dìoghras, dèine, sonas, fearg; Serbo-Croatian Cyrillic: страст; Roman: strast; Slovak: vášeň; Slovene: strast; Spanish: pasión; Swedish: passion, lust, lidelse, kärlek, glöd, hänförelse, affekt; Tocharian B: eṅkäl; Ukrainian: страсть, пристрасть; Urdu: جذبہ; Vietnamese: đam mê
courage
Abkhaz: агәымшәара; Afrikaans: moed, dapperheid; Albanian: guxim, trimëri; Arabic: شَجَاعَة, جَسَارَة; Egyptian Arabic: جسارة; Hijazi Arabic: شجاعة; South Levantine Arabic: شجاعة; Aragonese: corache; Armenian: քաջություն, արիություն, խիզախություն; Assamese: সাহ, সাহস; Asturian: coraxe, bravura, braveza; Azerbaijani: cəsarət; Bashkir: батырлыҡ, ҡыйыулыҡ, тәүәккәллек, баҙнатлыҡ; Basque: kemen; Belarusian: смеласць, храбрасць, адвага, мужнасць; Bengali: সাহস; Breton: nerz-kalon; Bulgarian: смелост, храброст, кураж; Burmese: သူရသတ္တိ; Catalan: coratge, valor; Cherokee: ᎠᎵᎦᎵᏴᎯ; Chinese Mandarin: 勇氣/勇气, 膽量/胆量; Czech: odvaha, kuráž, statečnost; Danish: mod, tapperhed; Dutch: moed, dapperheid; Esperanto: kuraĝo; Estonian: julgus, vaprus; Faroese: dirvi, mót, áræði, treysti; Finnish: rohkeus, urheus, urhoollisuus; French: bravoure, courage, cœur, vaillance; Friulian: fiât; Galician: afouteza, coraxe, carraxe, brúo, braveza, xirio, ardemento, cordoxo; Georgian: გულადობა, მამაცობა, ვაჟკაცობა; German: Courage, Herz, Mut, Tapferkeit; Gothic: 𐌱𐌰𐌻𐌸𐌴𐌹; Greek: κουράγιο, θάρρος, γενναιότητα, ανδρεία; Ancient Greek: ἀγηνορία, αἷμα, ἀλκή, ἀνάτασις, ἀνδραγαθία, ἀνδραγαθίη, ἀνδρεία, ἀρετή, εὐανδρία, εὐτολμία, θάρρος, θάρσος, θέρσος, θράσος, κάρτος, λῆμα, μένος, τἀνδρεῖον, τὸ ἀνδρεῖον, τόλμα, τόλμη, φρόνημα; Guaraní: py'aguasu; Gujarati: હિંમત; Hawaiian: koa; Hebrew: אֹמֶץ; Hindi: साहस, हौसला, हिम्मत; Hungarian: bátorság; Icelandic: hugrekki, kjarkur; Ido: kurajo; Indonesian: keberanian; Interlingua: corage; Irish: misneach, sprid; Italian: coraggio; Japanese: 勇気, 度胸; Javanese: wani, kawenan; Kazakh: батылдық, аужарлық; Khmer: សេចក្ដីក្លាហាន; Korean: 용기(勇氣); Kurdish Northern Kurdish: wêrekî, bistehî, cesaret, curet, mêranî; Kyrgyz: кайрат, кайраттуулук, жүрөктүүлүк; Ladino: koraje, animo, djesaret; Lao: ເສົາຣະຍະ, ຄວາມກ້າຫານ; Latin: fortitudo, virtus, animus, audentia; Latvian: drosme; Lithuanian: drąsa; Luxembourgish: Mutt, Courage; Macedonian: храброст, смелост; Malay: keberanian; Malayalam: ധൈര്യം; Maltese: kuraġġ; Maori: hautoa, māia, toa; Mirandese: coraige; Mongolian: эр зориг; Nepali: बहादुरी, साहस; Norwegian Bokmål: mot, tapperhet; Occitan: coratge; Old English: nōþ; Ossetian: хъӕбатырдзинад; Persian: شهامت, جرات, جسارت, شجاعت; Polish: odwaga, męstwo, śmiałość; Portuguese: coragem, coração, valentia; Romanian: curaj; Russian: смелость, храбрость, отвага, мужество; Scottish Gaelic: tapachd; Serbo-Croatian Cyrillic: храбро̄ст, сме̏ло̄ст; Roman: hrábrōst, smȅlōst; Sicilian: curaggiu; Slovak: odvaha; Slovene: pogum, hrabrost; Spanish: coraje, valor, valentía; Swahili: ujasiri; Swedish: mod, tapperhet; Tagalog: tapang, katapangan, lakas ng loob; Tajik: ҷасурӣ, далерӣ, диловарӣ, ҷуръат, ҷасорат; Tamil: தைரியம்; Telugu: ధైర్యము; Thai: ความกล้า, ความกล้าหาญ; Tibetan: སྙིང་སྟོབས; Turkish: cesaret, yüreklilik; Turkmen: batyrlyk, mertlik, ýüreklilik; Tuvan: эрес дидим чорук; Ukrainian: сміливість, хоробрість, мужність, відвага; Urdu: ساہس, ہمت; Uyghur: جاسارەت; Uzbek: botirlik, jasurlik, mardlik, jasorat; Vietnamese: can đảm; Volapük: kurad; Welsh: hyfdra; West Frisian: moed; White Hmong: peevxwm, peev xwm; Yiddish: מוט; Zazaki: cesaret, egitey; Zulu: isibindi