συνάγω
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
English (LSJ)
[ᾰ], impf. συνῆγον, Dor.
A συνᾶγον A.Th.756 (lyr.), prob. in E.IA290 (lyr.), Ep. σύνᾰγον Il.14.448: fut. συνάξω: aor. 1 συνῆξα, Dor. συνᾶξα GDI1772,1791 (Delph., ii B.C.); inf. συνάξαι v.l. in Ev.Luc. 3.17; part. συνάξας f.l. for συννάξας in Hdt.7.60: but the regul. aor. is συνήγαγον: Att. pf. συνῆχα X.Mem.4.2.8; συναγήοχα Arist.Oec. 1346a28 (v.l. -γιοχ-, -γιωχ-, γειοχ-), Dsc.1.68, Iamb.VP35.254, etc.; Dor. συναγάγοχα Test.Epict.3.12: pf. Pass. συνῆγμαι, Dor. συνᾶγμαι Ti.Locr.101b.—Old Att. ξυνάγω, which Hom. also uses metri gr.:—bring together, gather together:
I of persons, animals, etc., ἡ δὲ ξυνάγουσα γεραιὰς νηόν . .to the temple, Il.6.87, cf. Hdt.2.111, 3.150, etc.; ἐς ἕνα Χῶρον σ. μυριάδα ἀνθρώπων Id.7.60; ἔνθα ποτ' Ὀρφεὺς σύναγεν δένδρεα μούσαις, σύναγεν θῆρας E.Ba.563 (lyr.); ποίμνας Ὀλύμπου σ. S.Fr.522; Ἕλληνας εἰς ἓν καὶ Φρύγας σ. E.Or.1640, cf. Ar.Lys.585 (anap.); σ. ἐς ὀλίγον crowd them into a narrow compass, Th.2.84; σ. εἰς ταὐτόν Pl.Phdr.256c, cf. Tht.194b; εἰς ἕν, εἰς μίαν ἀρχήν, Arist.Pol.1280b13, 1299b13; much like συνοικίζω, ib. 1285b7.
2 bring together for deliberation or festivity, βουλήν Batr.134; δικαστήριον Hdt.6.85; τοὺς στρατηγούς Id.8.59; ἐκκλησίαν τινὸς ἕνεκα Th.2.60; ἔς τι, περί τινος, Id.1.120, X.HG7.1.27; οἱ νόμοι σ. ὑμᾶς, ἵνα . . D.19.1; τὴν βουλὴν καὶ τὸν δῆμον Arist.Ath.43.3; συνάγω πανηγύρεις, συνάγω ἑταιρείας, συνάγω συσσίτια, etc., Isoc.4.1,79, Pl.R.365d, Lg.625e, etc.; σ. ἔρανον Μηνὶ Τυράννῳ IG3.74.21, cf. GDI1772, 1791 (Delph., ii B.C.):—Pass., πανήγυρις . . συναγομένη SIG888.129 (Scaptopara, iii A.D.): abs., hold a club dinner or hold a meeting, Thphr. Char.30.18, and so perhaps OGI130.5 (Egypt, ii B.C.); σ. ἀπὸ συμβολῶν Diph.43.28; ἔλεγον συνάγειν τὸ μετ' ἀλλήλων πίνειν Ath.8.365c, cf. Sophil.4.2, Men.158, Hsch.; νυνὶ . . συνάγουσι they are at dinner, Men.Epit. 195.
3 in hostile sense, ξ. Ἄρηα, ἔριδα Ἄρηος, ὑσμίνην, join battle, begin the battle-strife, etc., Il.2.381, 5.861, 14.448, al.; πόλεμον συνάγω Isoc.4.84.
b match, pit two warriors one against the other, A.Th. 508: hence intr., ἐς μέσσον συνάγω engage in fight, Theoc.22.82; σ. τινί Plb.11.18.4; εἰς Χεῖρας Plu.Publ.9.
c collect or levy soldiers, X.HG 3.1.5, etc.; collect slaves for work, PMich.Zen.62.15 (iii B.C.).
4 bring together, join in one, unite, ἄμφω ἐς φιλότητα h.Merc.507; παράνοια σ. νυμφίους φρενώλεις A.Th.756 (lyr.); τὸ κακὸν σέ τε κἀμὲ σ. E. Hel.644 (lyr.), cf. Ar.Ach.991 (lyr.); ἀνθρώπους εἰς κηδείαν X.Mem.2.6.36; γυναῖκα καὶ ἄνδρα, of Isis, IG12(5).14.20 (Ios, iii A.D.): hence γάμους συνάγω contract marriages, X.Smp.4.64.
5 bring together, make friends of, reconcile, Emp. ap. Arist.Metaph.1000b11, D.58.42, 59.45; bring persons together in works of fiction, Κρέοντα καὶ Τειρεσίαν Pl. Ep.311b.
6 συνάγω ἑαυτόν collect oneself, Plu.Phil.20.
7 lead with one, receive, σ. εἰς τὸν οἶκον LXX 2 Ki.11.27, cf. Jd.19.15; ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με = gave hospitality to . ., Ev.Matt.25.35:—Pass., Act.Ap.11.26.
II of things, σύναγεν νεφέλας Od.5.291, cf. Thphr.Vent.42; ἵνα οἱ σὺν φόρτον ἄγοιμι Od.14.296; κήρυκες ὅρκια πιστὰ θεῶν σύναγον Il.3.269; τὰ Χρήματα ἐκ τῶν ἀγρῶν X.An.6.2.8; τὸ ἔλαιον ἐν ἀγγείοις interpol. in Hdt.6.119; τὰς εἰσφοράς Arist.Pol. 1314b15, cf. PHib.1.157 (iii B.C.), PCair.Zen.315.1 (iii B.C.), etc.; καρπόν Plb.12.2.5; κόγχον καὶ κύαμον Crates Theb.7; τρυγᾶν καὶ σ. PRev.Laws 24.14 (iii B.C.); τὴν μήκωνα σ. Sammelb.4305 (iii B.C.); σ. εἰς μίαν γωνίαν τὸ ἀποκτένισμα τοῦ στιππύου PCair.Zen.176.41 (iii B.C.); συναγαγεῖν καὶ συναθροῖσαι τὸ θερμόν Thphr.Ign.17; εἰς ἀποθήκας Ev.Matt.6.26; κοινὸν σ. τὸν βίον Pl.Plt.311c; σ. ἐκ δικαίων τὸν βίον Men.Mon.196; of an artist, σ. τὰ κάλλιστα ἐκ πολλῶν X.Mem.3.10.2, cf. Pl.R.488a.
b of a historical writer, σ. τὰς πράξεις Isoc.12.252, 15.45; συνηγμένος concise in speech, D.L.4.33; of an anthologist, ὅλας ῥήσεις εἰς ταὐτὸν σ. Pl.Lg.811a; σ. εἰς ταὐτὸν τὰ κάλλιστα τοῖς αἰσχίστοις jumble together, identify, Aeschin.2.145, cf. Pl.Sph.251d; Σειληνὸν καὶ Μαρσύαν . . εἰς ἕν Str.10.3.14.
2 draw together, so as to make the extremities meet, τὰ κέρεα (of an army) Hdt.6.113; Αἴας δὲ . . δεξιὸν κέρας πρὸς τὸ λαιὸν (dub. l.) ξυνᾶγε E.IA 290 (lyr.); σ. ἐς τετράγωνον τάξιν τοὺς ὁπλίτας Th.4.125, cf. 1.63, etc.; σ. τὰ τέρματα, of two rivers which gradually approach one another, Hdt.4.52; συνάγω ἑαυτόν, of a snake, Arist.HA594a19; σ. τοὺς πόρους, of a styptic, Thphr.Od.36; σ. τὰν ἁφάν, τὰν γεῦσιν, Ti.Locr. 101c; συναγμένα [φωνά] ib.101b.
b draw together, narrow, contract, [τὴν διώρυχα] Hdt.7.23; πρῴρην σ. bring it to a point, Id.1.194; τὸν . . Χρόνον ὡς εἰς μικρότατον σ. D.Prooem.36; τὴν πόλιν Plb.5.93.5, etc.; ἐκ μεγάλας δαπάνας εἰς μικρόν IG12(2).645a.16 (Nesos, iv B.C.):—Pass., συνάγεται καὶ διοίγεται ὁ φάρυγξ Arist.PA664b25; εἰς ὀξὺ συνῆχθαι Id.HA496a19; εἰς μικρόν Id.Mete.354a7, Democr. ap. Thphr.Ign.52; εἰς στενόν Didym. ap. Ath.11.477f; ποτήριον συνηγμένον εἰς μέσον Callix.3; συνῆκται ἡ κοιλία is pinched in, drawn in, Archig. ap. Aët.6.3; ἐπὶ στενὸν συνάγεται τὸ στόμιον Sor.1.9.
c σ. τὰς ὀφρῦς S.Fr.1121, Ar.Nu.582 (troch.), Antiph.218.2; ἐπισκύνιον Ar.Ra.823 (lyr.); συνάγω τὰ ὄμματα Arist.Pr.958a21; συνάγω τὰ βλέφαρα = close the eyelids, ib.38, Gal.18(2).62; but συνάγω τὰ ὦτα = prick the ears, of dogs, X.Cyn.3.5, cf. Ar.Eq.1348; τὰ σκέλη πρὸς ἄλληλα Sor.1.101, cf. 2.61 (Pass.), Diocl.Fr.141.
d metaph., σ. τινὰς ἐς κίνδυνον ἔσχατον App.Hann.60; συνάγεσθαι to be straitened, be afflicted, λιμῷ, σιτοδείᾳ, Plb.1.18.7,10; συνάγεσθαι τοῖς Χαρακτῆρσι to become pinched in its features, Sor.1.108; but πεφυκότος τοῦ θερμοῦ συνάγειν καὶ τονοῦν τὴν γαστέρα pull the stomach together, Gal.15.195; τὰ στύφοντα ἐδέσματα σ. καὶ σφίγγει τὰ σώματα ib.462, cf. 6.90, al.
3 conclude from premisses, infer, prove, Arist.Rh.1357a8, 1395b25, Metaph.1042a3, Pol.1299b12, Phld.Sign.12, al.; σ. ὅτι . . Arist.Rh.1377b6, cf. A.D. Conj.249.7: c. inf., Luc.Hist.Conscr.16: c. gen. abs., σ. ὥς τινος γενομένου form a conclusion of his having been... Arist.Pol.1274a25; συνάγοντες λόγοι cogent arguments, Stoic.2.77, Arr.Epict.1.7.12: also, sum up numbers, D.H.4.6, Ptol.Alm.9.10, Dioph.3.6, al.; also, obtain them by multiplication, ὁ συνηγμένος [ἀριθμὸς] ἐκ τῶν κβ καὶ πθ the product . ., Aristarch.Sam.13, cf. Papp.22.7, Paul.Al.K.1; of division, give a quotient, Dioph.2.9; of an integer, yield a fraction (9 = 72/8), ib.12; of any calculation, yield a result, Id.1.25, al. (Pass.).
4 Pass., συνάγεται τᾷ περιφορᾷ is carried along with it, Ti.Locr.98e.
5 bring about, τὸ τέλος τῆς νίκης App.BC1.101; also σ. τι εἰς τέλος ib.5.145.
German (Pape)
[Seite 996] (s. ἄγω, συνῆχας Xen. Mem. 2, 4, 8, v.l. συνῆξας), zusammenführen, zusammenbringen, versammeln; σύναγεν νεφέλας, Od. 5, 291; u. in tmesi, ἵνα οἱ σὺν φόρτον ἄγοιμι, 14, 296; ὅρκια πιστὰ θεῶν σύναγον, Il. 3, 269; Ar. δεῦρο ξυνάγειν καὶ συναθροίζειν εἰς ἕν, Lys. 585; Eur. Bacch. 503 ἔνθα Ὀρφεὺς σύναγε δένδρεα Μούσαις, σύναγε θῆρας; bes. im friedlichen Sinne, πάντα εἰς ταὐτόν, Plat. Soph. 251 d, εἰς ἕν, Phil. 25, l, u. öfter; φιλία κοινὸν ξυναγαγοῦσα αὐτῶν τὸν βίον, Polit. 311 c; ἑταιρείας, Rep. II, 365 d, wie Isocr. 4, 79; δικαστήριον, Her. 6, 85 (auch med., Luc. abd. 10); γάμους, Xen. Conv. 4, 64; ἐκκλησίαν, Thuc. 2, 60; πανηγύρεις, Isocr. 4, 1; auch im feindlichen Sinne, ἵνα ξυνάγωμεν Ἄρηα, Il. 2, 381. 19, 275, wie ἔριδα ξυνάγοντες Ἄρηος, 5, 861. 14, 149, u. σύναγον κρατερὴν ὑσμίνην, 14, 448, πόλεμον, h. Cer. 268, den Kampf zusammenbringen u. beginnen, die Schlacht liefern; ähnlich Aesch. Spt. 490. 738; Archil. 50; πόλεμ ον Isocr. 4, 84; Thuc. u. A.; freundschaftlich Einen dem Andern zuführen, ihn verbinden, τινά τινι, Xen. Cvr. 5, 3, 20. Auch = Früchte sammeln, Pol. 12, 2, 5; συνάξει τὸν σῖτον, Matth. 3, 12; ἐς ἀποθήκας, 6, 26; in einem engen Raume zusammenbringen, zusammenziehen, Her. 1, 194. 4, 52. 7, 23; einengen, τὴν ἀγοράν, Pol. 6, 32, 4; συνηγμένος ταῖς ὕλαις τόπος, ein durch Wälder eingeengter Ort, 5, 7, 10; vgl. ὁ αὐλὼν συνάγεται εἰς στενὸν ὑπὸ τῶν ὀρῶν, 5, 45, 9, dah. εἰς τοῦτο συνήγοντο τῇ σιτοδείᾳ, ὥςτε, sie wurden durch Getreidemangel so gedrängt, 1, 18, 10; ὑπὸ τοῦ λιμοῦ, 1, 84, 9; ὀφρῦς, die Augenbrauen finster zusammenziehen, Sp.; – ein Picknick halten, geben, συνάγειν ἀπὸ συμβολῶν, Mein. Men. p. 58, dah. auch scheinbar intrans. zusammenschmausen, zechen, Ath. IV, 142 c, Diphil. ib. VII, 292 c VIII, 365 c; dah. bei LXX. u. im N.T. übh. = aufnehmen u. bewirthen. – Bei Sp. auch = zusammenstellen u. daraus folgern, schließen.
French (Bailly abrégé)
f. συνάξω, ao.2 συνήγαγον, pf. συνῆχα, réc. συναγήοχα;
Pass. ao. συνήχθην, pf. συνῆγμαι;
A. I. tr. conduire ensemble, rassembler : νεφέλας OD rassembler des nuages ; ξ. θιάσους XÉN former des thiases ; τὰ δικαστήρια LUC convoquer les tribunaux ; particul. :
1 en parl. de parenté, d'amitié σ. τινά τινι unir une personne à une autre ; ἀνθρώπους ἐς κηδείαν XÉN unir les hommes en parenté;
2 en parl. d'une assemblée délibérante σ. τινὰς ἔς τι, σ. τὴν ἐκκλησίαν τινὸς ἕνεκα THC, περί τινος convoquer une réunion, l'assemblée pour qch;
3 en parl. d'armées στράτευμα, στρατόν XÉN rassembler une armée ; particul. concentrer une armée ; συνάγειν εἰς χεῖρας PLUT en venir aux mains;
4 fig. rassembler par la pensée ; en gén. rassembler dans un discours, dans un récit : πράξεις καὶ μάχας ISOCR le récit des faits et des combats ; ὑπόμνημα τῶν γεγονότων LUC un souvenir des événements accomplis;
5 fig. σ. ἑαυτόν se ramasser en soi-même, se concentrer;
6 t. de log. tirer la conclusion, conclure, déduire;
7 venir à bout de, effectuer, établir, organiser : σ. δυνάμεις τῇ πόλει DÉM acquérir des ressources pour la Cité;
8 amener ensemble, conduire ensemble : τοὺς μεθ' ἑαυτοῦ ὡς ἐς ἐλάχιστον χωρίον THC réunir ses hommes dans le plus petit espace possible, masser ses troupes ; ἐς τετράγωνον τάξιν τοὺς ὁπλίτας THC réunir les hoplites en carré;
9 fig. presser, réduire ; Pass. συνάγεσθαι ὑπὸ λιμοῦ PLUT être pressé par la famine;
II. amener l'un avec l'autre, d'où
1 rapprocher, faire se toucher : σ. τὰ τέρματα HDT se rapprocher l'un de l'autre à la fin de leurs cours en parl. de deux fleuves ; τὸ πρόσωπον PLUT contracter le visage;
2 resserrer, rétrécir, amincir, rendre pointu : πρῴρην HDT rétrécir la proue;
III. produire en réunissant, en faisant se toucher ou se heurter : ὑσμίνην IL, Ἄρηα IL, ἔριδα IL amener une mêlée, un combat;
B. intr. se joindre ; en mauv. part εἰς χεῖρας PLUT en venir aux mains avec qqn;
Moy. συνάγομαι (f. συνάξομαι, etc.);
1 tr. rassembler, réunir pour soi, acc.;
2 intr. se resserrer, se contracter, se refermer.
Étymologie: σύν, ἄγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-άγω samenbrengen, met acc. bijeenbrengen, verzamelen, van levende wezens:; σ. ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων op één plaats tienduizend mensen verzamelen Hdt. 7.60.2; αὐτοὺς... ξυνῆγον ἐς ὀλίγον ze drongen hen samen in een kleine ruimte Thuc. 2.84.1; uitbr..; ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με ik was een vreemdeling en jullie namen mij op NT Mt. 25.35; overdr..; σ. ἑαυτόν zich hernemen, tot zichzelf komen Plut. Phil. 20.2; van zaken; σ. νεφέλας wolken bijeenbrengen Od. 5.291; τὰ χρήματα ἐκ τῶν ἀγρῶν σ. de spullen uit de velden binnenhalen Xen. An. 6.2.8; τὰς εἰσφορὰς σ. de belastingen innen Aristot. Pol. 1314b15; ἀρχὰς σ. εἰς μίαν ἀρχήν taken samen onderbrengen onder één ambt Aristot. Pol. 1299b13; overdr.. σ. τὰ κάλλιστα ἐκ πολλῶν de mooiste (vormen) uit vele combineren Xen. Mem. 3.10.2; ὅλας ῥήσεις εἰς ταὐτὸν σ. hele passages samenvoegen tot één geheel Plat. Lg. 811a. bijeenbrengen (voor een bijeenkomst, m. n. een vergadering), bijeenroepen:; τοὺς στρατηγούς de strategen Hdt. 8.59; εἰς Δελφοὺς συνήγαγε περὶ εἰρήνης Θηβαίους καὶ τοὺς συμμάχους καὶ τοὺς Λακεδαιμονίους hij bracht de Thebanen en hun bondgenoten en de Lacedaemoniërs bijeen in Delphi (om te praten) over vrede Xen. Hell. 7.1.27; uitbr..; σ. δικαστήριον een rechtbank bijeenroepen Hdt. 6.85.1; σ. ἐκκλησίαν een volksvergadering bijeenroepen Thuc. 2.60.1; voor een feest, ook abs. gasten ontvangen, een diner of feestpartij houden. milit. rekruteren, oproepen. samenbrengen (van uiteinden), bij elkaar brengen, samentrekken:; συνάγουσι... τὰ τέρματα ὅ τε Τύρης καὶ ὁ Ὕπανις de Tiras en de Hypanis (rivieren) brengen hun uitlopers samen (d.w.z. naderen elkaar) Hdt. 4.52.4; πρῴρην σ. de voorsteven in een punt laten uitlopen Hdt. 1.194.2; τὰς ὀφρῦς σ. de wenkbrauwen fronsen Aristoph. Nub. 582; milit..; σ. τὰ κέρεα de vleugels samenbrengen Hdt. 6.113.2; σ. ἐς τετράγωνον τάξιν τοὺς ὁπλίτας de hoplieten concentreren in een vierkante formatie Thuc. 4.125.2; beperken:; πρὸς τοὐλάχιστον tot het kleinste deel Plut. CMa 31.2; overdr. in het nauw brengen:. συνηγμένος ὑπ’ ἐνδείας in het nauw gebracht door gebrek aan middelen Plut. Mar. 36.7. overdr. samenbrengen (van twee partijen), verenigen, verbinden, koppelen:. σ. ἀνθρώπους εἰς κηδείαν mensen in de echt verbinden Xen. Mem. 2.6.36; τὸ κακόν … ἀγαθὸν σέ τε κἀμὲ συνάγαγεν een geluk bij een ongeluk heeft jou en mij (weer) verenigd Eur. Hel. 644; κοινὸν σ. αὐτῶν τὸν βίον hun leven samenbrengen tot één geheel Plat. Plt. 311c. bij elkaar brengen, verzoenen. in vijandige zin, van personen bij elkaar zetten (om te vechten); Aeschl. Sept. 508; ook abs. samenkomen (om te vechten):; ἐς μέσσον σύναγον in het midden kwamen ze samen Theocr. Id. 22.82; σ. εἰς χεῖρας slaags raken Plut. Publ. 9.3; van strijd aangaan, beginnen, doen losbarsten:. σ. Ἄρηα de strijd aangaan Il. 2.381 = σ. ἔριδα Ἄρηος Il. 5.861 = σ. ὑσμίνην Il. 14.448; τὸν πόλεμον de oorlog Isocr. 4.84. log. van het intellectueel bij elkaar brengen van gegevens concluderen, afleiden, bewijzen; met ὅτι -zin, met AcI.
Russian (Dvoretsky)
συνάγω: (impf. συνήγαγον - дор. συνᾶγον, эп. σύνᾰγον; aor. 1 συνῆξα, pf. συνῆχα и συναγήοχα; pass.: aor. συνήχθην, pf. συνῆγμαι - дор. συνᾶγμαι)
1 собирать (καρπούς Polyb.; νεφέλας Hom.; τινὰς ἐς ἕνα χῶρον Her.): σ. τὰς εἰσφοράς Arst. собирать поступления, доходы; σ. τὸ ἔλαιον ἐν ἀγγηΐοις Her. сливать оливковое масло в сосуды; σ. ἑαυτόν Plut. собираться с силами;
2 сводить вместе (τοὺς ἑαλωκότας Xen.): Ἓλληνας εἰς ἓν καὶ Φρύγας ξ. Eur. сталкивать греков с фригийцами;
3 свозить, (отовсюду) доставлять (τὰ χρήματα ἐκ τῶν ἀγρῶν Xen.): ὅρκια πιστὰ θεῶν σ. Hom. приводить жертвенных животных для освящения договоров;
4 собирать, созывать (τὸ δικαστήριον Her.; τὴν ἐκκλησίαν Thuc.): συνήχθησαν εἰς τὴν αὐλήν NT они собрались во дворе;
5 привлекать, навлекать (φθόνον τινί Dem.);
6 сочетать, соединять, связывать (τινά τινι Xen.; τὸ ἄρρεν πρὸς τὸ θῆλυ Arst.): σ. ἀνθρώπους εἰς κηδείαν Xen. соединять людей узами родства;
7 сваливать в одну кучу (τὰ κάλλιστα τοῖς αἰσχίστοις Aeschin.);
8 учреждать, устраивать (γάμους Xen.; πανηγύρεις Isocr.; συσσίτια Plat.);
9 устраивать, строить (τὸν κοινὸν βίον Plat.): σ. ἐκ δικαίων τὸν βίον Men. строить жизнь на честных делах;
10 набирать, снаряжать (τριήρεις καὶ πεζὴν στρατιάν Isocr.);
11 сближать, смыкать (τὰ κέρατα Her.): σ. τὰ τέρματα Her. (о реках) соединяться устьями;
12 стягивать, свивать: σ. τὰς ὀφρῦς Soph. хмурить брови; σ. ἅμμα Plat. стягивать узел; σ. τὰ ὄμματα или βλέφαρα Arst. щуриться; ὁ ὄφις συνάγει ἑαυτόν Arst. змея свивается;
13 суживать (τὴν διώρυχα Her.; τὴν πόλιν Polyb.): σ. πρῴρην Her. заострять носовую часть корабля; εἰς ὀξὺ συνῆχθαι Arst. суживаться, заостряться; σ. τὰ ὦτα Xen. навострять (настораживать) уши;
14 стеснять: συνηγμένος ταῖς ὕλαις τόπος Polyb. местность, ограниченная отовсюду лесами; ξ. (τοὺς πολεμίους) ἐς ὀλίγον Thuc. запереть противника на небольшом пространстве; συναχθῆναι τῇ σιτοδείᾳ Polyb. терпеть недостаток в хлебе; συνάγεσθαι ὑπὸ τοῦ λιμοῦ Polyb. страдать от голода;
15 (о боевых действиях), завязывать, начинать, (ἔριδα Ἄρηος Hom.; πόλεμον Isocr.): σ. εἰς χεῖρας Plut. вступать в рукопашный бой;
16 составлять, сочинять: βουλὴν σ. πολέμοιο Batr. составлять план войны; τὰς πράξεις τὰς ἐν τοῖς πολέμοις σ. Isocr. описывать военные подвиги; σ. ὑπόμνημα τῶν γεγονότων Luc. писать воспоминания о прошлом;
17 делать вывод, заключать Luc.: ἐξ ὁμολογουμένων σ. Arst. делать вывод из общепризнанных суждений; σ. τὸ κεφάλαιον Arst. подводить итоги;
18 сплетать, ткать (ὕφασμα ἔκ τινος Plat.);
19 сосредоточивать, выстраивать (τοὺς ὁπλίτας ἐς τετράγωνον τάξιν Thuc.);
20 двигать вместе: συνάγεσθαι τᾷ περιφορᾷ τῶ (= τοῦ) παντός Plat. двигаться по кругу вместе с вселенной.
English (Autenrieth)
fut. -άξουσι: lead or bring together, collect; fig., ἔριδα, Ἄρηα, join battle, ‘bring about,’ ‘stir up,’ Il. 5.861, Il. 16.764.
English (Slater)
συνάγω bring together c. acc. & dat. ἐκράνθην ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς ὑμετέραν χάριν (συνάγειν Turyn) (Pae. 9.36)
English (Strong)
from σύν and ἄγω; to lead together, i.e. collect or convene; specially, to entertain (hospitably): + accompany, assemble (selves, together), bestow, come together, gather (selves together, up, together), lead into, resort, take in.
English (Thayer)
future συνάξω; 2nd aorist συνήγαγον; passive, present συνάγομαι; perfect participle συνηγμενος; 1st aorist συνήχθην; 1future συναχθήσομαι; from Homer down; the Sept. chiefly for אָסַף, קָבַץ, and קִבֵּץ;
a. to gather together, to gather: with an accusative of the thing, ὅθεν, εἰς τί added, ποῦ, ἐκεῖ, συνάγειν καρπόν εἰς ζωήν αἰώνιον (see καρπός, 2d.), συνάγω μετά τίνος, to draw together, collect: fishes — of a net in which they are caught, to bring together, assemble, collect: αἰχμαλωσίαν (i. e. αἰχμαλώτους), R G; εἰς αἰχμαλωσίαν, i. e. τινας, οἱ ὦσιν αἰχμάλωτοι, L, small edition; to join together, join in one (those previously separated): τά τέκνα τοῦ Θεοῦ τά διεσκορπισμένα εἰς ἕν, σύ ἄξειν εἰς ἕν τά ἔθνη καί ποιήσειν φιλίαν, Dionysius Halicarnassus 2,45; ὅπως εἰς φιλίαν συναξουσι τά ἔθνη, ibid.); to gather together by convoking: τινας, συνέδριον, τήν ἐκκλησίαν, τό πλῆθος, τινας εἰς with an accusative of place, εἰς τόν πόλεμον, in order to engage in war, ἐπί τινα, unto one, to be gathered, i. e. come together, gather, meet (cf. Buttmann, 52 (45)): absolutely, εἰς and an accusative of place, εἰς δεῖπνον, ἔμπροσθεν τίνος, ἐπί τινα, unto one, ἐπί τό αὐτό (see αὐτός, III:1), ἐπί τινα, against one, πρός τινα, unto one, ἐν with the dative of the place, ἐν τῇ ἐκκλησία, μετά τίνος, οὗ, ὅπου, R G; ἐκεῖ, R G L.
c. to lead with oneself namely, unto one's home, i. e. to receive hospitably, to entertain (A. V. to take in): ξένον, εἰς τήν οἰκίαν, εἰς τόν οἶκον, ἐπισυνάγω.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α
1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.)
2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει συνάξει αμύθητα πλούτη» β. «συνάγων τὰς εἰσφοράς», Αριστοτ.)
3. φέρνω κοντά δύο πρόσωπα ή δύο πράγματα, συνενώνω
4. συγκομίζω, μαζεύω («τὰ χρήματα ἐκ τῶν ἀγρῶν συνῆγον», Ξεν.)
5. μτφ. συμπεραίνω, εξάγω συμπεράσματα από δεδομένα (α. «είναι εσφαλμένη η γνώμη που έχετε συναγάγει» β. «ἐνδέχεται δὲ συλλογίζεσθαι καὶ συνάγειν τὰ μὲν ἐκ συλλελογισμένων πρότερον, τὰ δ' ἐξ ἀσυλλογίστων», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(το παθ. συν. ως τριτοπρόσ.) συνάγεται
προκύπτει, προκύπτει το συμπέρασμα
μσν.-αρχ.
υπολογίζω, συμποσώ («ἐκ τοῦ συλλογισμοῦ τῶν ἐτῶν τοῦτο συνάγεται τὸ πλῆθος», Διον. Αλ.)
αρχ.
1. συγκαλώ, καλώ στο ίδιο μέρος (α. «οἱ νόμοι συνήγαγον ὑμᾱς, ἵνα...», Δημοσθ.
β. «συνάγειν πανηγύρεις», Iσοκρ.)
2. ενεργώ ώστε να συμπλακούν κάποιοι
3. (αμτβ.) συμπλέκομαι, έρχομαι σε σύγκρουση («συναγαγὼν ἐκ μεταβολῆς ὁ Φιλοποίμην αὐτῷ καὶ πατάξας τῷ δόρατι καιρίως», Πολ.)
4. (σχετικά με μάχη) εγείρω («οἶμαι δὲ καὶ τὸν πόλεμον θεῶν τινα συναγαγεῖν», Ισοκρ.)
5. (σχετικά με πρόσ.) ενώνω («τὸ κακὸν σέ τε κἀμὲ συνάγει», Ευρ.)
6. συμφιλιώνω
7. συνδέω πρόσωπα σε μυθολογικά έργα («Σειληνὸν καὶ Μαρσύαν... συνάγειν εἰς ἕν», Στράβ.)
8. περιμαζεύω κάποιον στο σπίτι μου, φιλοξενώ («ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με», ΚΔ)
9. (για ιστοριογράφο) συναθροίζω και καταγράφω σε έργο («ἕτεροι δὲ τὰς πράξεις τὰς ἐν πολέμοις συναγαγεῖν ἠβουλήθησαν», Ισοκρ.)
10. τραβώ τα άκρα πράγματος ώστε να συναντηθούν («Αἴας δὲ...δεξιὸν κέρας πρὸς τὸ λαιὸν ξυνᾱγε», Ευρ.)
11. (σχετικά με πράγματα που έχουν κάποια απόσταση μεταξύ τους) κάνω ώστε να πλησιάσουν, μαζεύω (α. «συνάγειν τὰς ὀφρῡς», Σοφ.
β. «συνάγειν τὰ σκέλη πρὸς ἄλληλα», Σωρ.)
12. φέρνω κοντά τα άκρα ανοίγματος, στενεύω («συνάγεται καὶ διοίγεται ὁ φάρυγξ», Αριστοτ.)
13. συσφίγγω («πεφυκότος τοῦ θερμοῦ συνάγειν καὶ τονοῦν τὴν γαστέρα», Γαλ.)
14. περιορίζω σε μικρό χώρο («ξυναγαγὼν καὶ αὐτὸς εἰς τετράγωνον τάξιν τοὺς ὁπλίτας», Θουκ.)
15. μτφ. πιέζω, εξαναγκάζω («συνάγειν τινὰς ἐς κίνδυνον ἔσχατον», Αππ.)
16. (για ακέραιο αριθμό) αποδίδω ένα κλάσμα
17. παρασύρω («συνάγεται τᾷ περιφορᾷ», Τίμ.)
18. φέρω, επιφέρω («τὸ τέλος τῆς νίκης συνάγειν», Αππ.)
19. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνηγμένος, -η, -ον
(για συγγραφέα) ακριβής και βραχυλογικός ως προς το ύφος
20. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ὁ συνηγμένος
(ενν. ἀριθμός) α) το πολλαπλάσιο
β) ο αριθμός που δίνει πηλίκο
21. φρ. α) «συνάγω εἰς χεῖρας» — συμπλέκομαι (Πλουτ.)
β) «γάμους συνάγειν» — συνάπτω γάμο (Ξεν.)
γ) «συνάγω ἑαυτόν»
i) ανακτώ τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι
ii) (για φίδι) κουλουριάζομαι (Αριστοτ.)
δ) «συνάγω τὰ ὦτα»
(για σκύλο) σηκώνω τα αφτιά (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἄγω «οδηγώ». Ο νεοελλ. τ. συνάζω από τον νεώτ. αόρ. (ε)σύναξα κατά το σχήμα έφραξα: φράζω.
Greek Monotonic
συνάγω: παρατ. -ῆγον, Δωρ. -ᾱγον, Επικ. -ᾰγον· μέλ. συνάξω, αόρ. βʹ συνήγαγον, παρακ. συνῆχα και συναγήοχα, Παθ. συνῆγμαι·
I. 1. φέρνω στο ίδιο σημείο, συναθροίζω, συλλέγω, μαζεύω, συγκεντρώνω, συγκαλώ, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.
2. με εχθρική σημασία, συμπλέκομαι σε μάχη, αρχίζω τη μάχη, τον αγώνα, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, όπως το συμβάλλω, στρέφω δύο πολεμιστές, τον έναν εναντίον του άλλου, σε Αισχύλ.· απ' όπου, αμτβ., συνάγω εἰς μέσον, συμπλέκομαι σε μάχη, σε Θεόκρ.
3. οδηγώ στο ίδιο σημείο, συνάπτω σ' ένα, ενώνω, συνενώνω, συγκροτώ, σε Ομηρ. Ύμν., σε Ερμ., Αισχύλ.· συνάγω γάμους, συνάπτω γάμο, νυμφεύομαι, σε Ξεν.
4. δέχομαι κάποιον στο σπίτι μου, σε Καινή Διαθήκη
II. συλλέγω, συσσωρεύω προμήθειες, σοδειές κ.λπ., σε Ξεν. κ.λπ.
III. 1. έλκω, σύρω από κοινού, ώστε να συναντηθούν τα άκρα, σε Ηρόδ., Θουκ.· επίσης, φέρνω κοντά τα άκρα ενός πράγματος, συστέλλω, στενεύω, στενοχωρώ, σε Ηρόδ.
2. σμίγω τα φρύδια μου, σε Αριστοφ.· συνάγω τὰ ὦτα, τεντώνω τα αυτιά μου, λέγεται για σκύλους, σε Ξεν.
IV. συλλέγω από ό,τι έχει αναφερθεί προηγουμένως, δηλ. συμπεραίνω, εξάγω συμπέρασμα, τεκμαίρομαι, Λατ. colligere, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
συνάγω: παρατ. συνῆγον, Δωρικ. -ᾶγον Αἰσχύλ. Θήβ. 756, Ἐπικ. σύνᾰγον Ἰλ.· μέλλ. συνάξω· ἀόρ. αϳ συνῆξα, μετοχ. συνάξας, μόνον παρὰ μεταγεν. (παρ’ Ἡρόδ. 7. 60 πλημμελ. γρ· ἀντὶ συννάξας), μέσ. συνηξάμην Συλλ. Ἐπιγρ. 2271. 10· ἀλλ. ὁ συνήθης ἀόρ. εἶναι συνήγαγον· Ἀττικ. πρκμ. συνῆχα Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 2, 8· συναγήοχα Ἀριστ. Οἰκ. 2. 1, 10, Διοσκ., κλπ., ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 121· ἐν Δωρ. ἐπιγραφῇ συναγάγοχα, Ahrens D. Dοr. 331, 337· παθητ. πρκμ. συνῆγμαι, Δωρ. -ᾶγμαι, Τίμ. Λοκρ. 101Β. ― Ἀρχ. Ἀττ. ξυνάγω, ὅπερ καὶ ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται χάριν τοῦ μέτρου. Ἄγω ἐπὶ τὸ αὐτό, συναθροίζω, κοινῶς «συνάζω», Λατ. colligere· Ι. ἐπὶ ἀνθρώπων, ζῴων, κλπ., ἡ δὲ ξυνάγουσα γεραιὰς νηὸν Ἀθηναίης λαυκώπιδος ἐν πόλει ἄκρῃ, ἀντὶ ἐς νηόν, δηλ. εἰς τὸν ναόν, Ἰλ. Ζ. 87, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 111., 3. 150, κτλ.· ἐς ἕνα χῶρον σ. μυριάδα ἀνθρώπων ὁ αὐτ. 7. 60· ἔνθα ποτ’ Ὀρφεὺς σύναγεν δένδρεα Μούσαις, σύναγεν θῆρας Εὐρ. Βάκχ. 562· σ. ποίμνας Ὀλύμπου Σοφ. Ἀποσπ. 408· Ἕλληνας εἰς ἓν καὶ Φρύγας ξ. Εὐρ. Ὀρ. 1640, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 585· σ. ἐξ ὀλίγον, συναθροίζω εἰς στενὸν χῶρον, Θουκ. 2. 84· σ. εἰς ταὐτὸν Πλάτ. Φαῖδρ. 256C. πρβλ. Θεαίτ. 194B· εἰς ἕν, εἰς μίαν ἀρχὴν Ἀριστ. Πολιτ. 3. 11, 4., 4. 15, 8· σχεδὸν ὅμοιον τῷ συνοικίζω, αὐτόθι 3. 14, 12· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, Πλουτ. Λυκούργ. καὶ Νουμ. Σύγκρ. 4. 2) ἄγω ἐπὶ τὸ αὐτὸ πρὸς σύσκεψιν ἢ πρὸς ἑορτὴν καὶ πανήγυριν, συναθροίζω, συγκαλῶ, βουλὴν Βατραχομυομ. 134· τὸ δικαστήριον Ἡρόδ. 6. 85· τοὺς στρατηγοὺς ὁ αὐτ. 8. 59· τὴν ἐκκλησίαν τινὸς ἕνεκα Θουκ. 2. 60· ἔς τι, περί τινος ὁ αὐτ. 1. 120. Ξεν., κλπ.· οἱ νόμοι σ. ὑμᾶς, ἵνα… Δημ. 341. 12· τὴν βουλήν, τὸν δῆμον Ἀριστ. Ἀποσπ. 394, κἑξ.· σ. πανηγύρεις, ἑταιρείας, ξυσσίτια, κτλ., Ἰσοκρ. Πλάτ., κλπ. 3) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, συνάγω Ἄρηα, ἔριδα Ἄρηος, ὑσμίνην, πόλεμον, συνάπτω μάχην, ἀρχίζω τὴν μάχην, τὸν ἀγῶνα, τὴν ἔριν, κτλ., Ἰλ. Β. 381, Ε. 861, Ξ. 448, κ. ἀλλ.· οὕτω, πόλεμον σ. Ἰσοκρ. 57D· ― ὡσαύτως, β) ὡς τὸ συμβάλλω, συνίημι, ἄγω δύο μαχητάς, τὸν ἕνα κατὰ τοῦ ἄλλου, Αἰσχύλ. Θήβ. 508· σ. τινὰς εἰς χεῖρας Πλουτ. Ποπλ. 9· ― ἐντεῦθεν ἀμεταβ., σ. εἰς μέσσον, ἔρχομαι εἰς μάχην, εἰς χεῖρας, Θεόκρ. 22. 82, πρβλ. Πολύβ. 11. 18, 4. γ) συλλέγω, συναθροίζω στρατιώτας, στρατολογῶ, Ξεν. Ἑλλην. 3. 1, 5, κτλ. 4) ἄγω εἰς τὸ αὐτό, ἑνώνω, συνάπτω, ἄμφω ἐς φιλότητα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 507· παράνοια σ. νυμφίους φρενώλεις Αἰσχύλ. Θήβ. 756· τὸ κακὸν σέ τε κἀμὲ σ. Εὐρ. Ἑλ. 644, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 991· τινὰς εἰς κηδείαν Ξεν Ἀπομν. 2· 6, 36· ― ἐντεῦθεν, σ. γάμους, συνάπτω εἰς γάμον, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4, 64· σ. ἑταιρείας, συσσίτια, διοργανῶ, σχηματίζω, Πλάτ. Πολ. 365D, Νόμ. 625Α. 5) συνδιαλλάττω, συμφιλιώνω, Ἐμπεδ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 4, 18, Δημ. 1335 ἐν τέλει, 1360. 6, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 311C· ― φέρω πρόσωπα εἰς τὸ αὐτό, ἐν μυθολογικοῖς ἔργοις, Κρέοντα καὶ Τειρεσίαν Πλάτ. Ἐπιστ. 311Α· Σειληνὸν καὶ Μαρσύαν… εἰς ἓν Στράβ. 470. β) συνάγω ἐμαυτόν, συνέρχομαι εἰς ἐμαυτόν, εἰς τὰς αἰσθήσεις μου, Πλουτ. Φιλοπ. 20, κτλ.· τὸν λογισμόν, τὸν νοῦν Ἰω. Χρυσ. 7) ὁδηγῶ μετ’ ἐμαυτοῦ, δέχομαι, σ. εἰς τὸν οἶκον Ἑβδ. (Βϳ Βασιλ. ΙΑϳ, 27, πρβλ. Κριτ. ΙΘϳ, 15)· οὕτω μόνον συνάγω, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κεϳ, 35. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, σύναγεν νεφέλας Ὀδ. Ε. 291· ἵνα οἱ σὺν φόρτον ἄγοιμι Ξ. 296· κήρυκες ὅρκια σύναγον (ἴδε ὅρκιον ΙΙ)· τὰ χρήματα ἐκ τῶν ἀγρῶν Ξεν. Ἀνάβ. 6. 2, 8· τὸ ἔλαιον ἐν ἀγγηίοις Ἡρόδ. 6. 119· τὰς εἰσφορὰς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 14· καρποὺς Πολύβ. 12. 2, 5· εἰς ἀποθήκας Εὐαγγ. κ. Ματθ. ςϳ, 26· κοινὸν ξ. τὸν βίον Πλάτ. Πολιτ. 311C· σ. ἐκ δικαίων τὸν βίον Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 196· ἀπὸ συμβολῶν σ. (ἐξυπακ. τὸ δεῖπνον) Δίφιλος ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 28, πρβλ. Εὔφρονα ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 10 (πρβλ. συναγώγιμον)· ἐπὶ ζωγράφου, σ. τὰ κάλλιστα ἐκ πολλῶν Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 2, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 488Α. β) ἐπὶ ἱστοριογράφου, σ. τὰς πράξεις Ἰσοκρ. 285Β, 319Β· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἔχω εἰς τὸ αὐτό, εἰς μικρὰν περιοχὴν συνάγω, συστέλλω, Πλάτ. Νόμ. 811Α, πρβλ. Σοφιστ. 251D· σ. εἰς ταὐτὸν τὰ κάλλιστα τοῖς αἰσχίστοις Αἰσχίν. 47. 26· ― συνηγμένος, ἀκριβὴς τὸ ὕφος καὶ βραχυλογικός, Διογ. Λ. 4. 33. 2) ἕλκω ὁμοῦ ὥστε νὰ συναντηθῶσι τὰ ἄκρα, τὰ κέρατα (στρατιᾶς) Ἡρόδ. 6. 113· Αἴας δέ... δεξιὸν κέρας πρὸς τὸ λαιὸν ξύναγε Εὐρ. Ι. Α. 290· σ. ἐς τετράγωνον τάξιν τοὺς ὁπλίτας Θουκ. 4. 125, πρβλ. 1. 63, κτλ.· σ. τὰ τέρματα, ἐπὶ δύο ποταμῶν, οἵτινες βαθμηδὸν πλησιάζουσι πρὸς ἀλλήλους, Ἡρόδ. 4. 52· οὕτω, σ. τοὺς πόρους Τίμ. Λοκρ. 101Β· σ. ἑαυτόν, ἐπὶ ὄφεως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 4, 3, κτλ. β) φέρω πλησίον τὰ ἄκρα ἀνοίγματος, συστέλλω, στενεύω τὴν διώρυχα Ἡρόδ. 7. 23· τὸν δὴ τοῦ φενακίζεσθαι χρόνον ὡς εἰς μικρότατον συνάγοντες σωφρονεῖν ἔμοι γε δοκεῖτε Δημ. 1445. 26· τὴν πόλιν Πολύβ. 5. 93, 5, κτλ. ― Παθ., συνάγεται καὶ διοίγεται ὁ φάρυγξ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 11· ἐς ὀξὺ συνῆχθαι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 3· εἰς μικρὸν ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 1, 9· εἰς στενὸν Δίδυμ. παρ’ Ἀθην. 477Ε· ποτήριον συνηγμένον εἰς μέσον Καλλίξ. αὐτόθι 474Ε. γ) σ. τὰς ὀφρῦς Σοφ. Ἀποσπ. 752· τὸ ἐπισκύνιον Ἀριστοφ. Βάτρ. 823· τὰ ὄμματα Ἀριστ. Προβλ. 31. 7, 6· ἐπὶ ἀνθρώπου ἔχοντος ἀμβλεῖαν τὴν ὄψιν, ἢ μύωπος, σ. τὰ βλέφαρα αὐτόθι 16· οὕτω, σ. τὰ ὦτα, τεντώνω, ἀνορθῶ τὰ ὦτα, ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3, 5, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1348. δ) μεταφορ., σ. τινὰς εἰς κίνδυνον ἔσχατον Ἀππ. Ἁνν. 60· συνάγεσθαι, στενοχωρεῖσθαι, ὑποφέρειν, λιμῷ, σιτοδείᾳ Πολύβ. 1. 18, 7 καὶ 10. 3) συλλέγω πράγματα δι’ ἐράνου πρὸς κοινὸν δεῖπνον· ὅθεν κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., συνάγειν ἀπὸ συμβολῶν, εὐωχεῖσθαι ἐξ ἐράνου (πρβλ. συμβολὴ IV). Δίφιλος ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 28· πρβλ. Meineke εἰς Μένανδρ. 58, Schweizh. εἰς Ἀθήν. 142C. 4) συνάγω ἐκ δεδομένων, συμπεραίνω, ἐξάγω συμπέρασμα, Λατ. colligere Ἀριστ. Ρητορ. 1. 2, 13, 2. 22, 15. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 1, 1, Πολιτ. 4. 15, 8, κτλ.· σ. ὅτι… ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 15, 33· μετ’ ἀπαρεμφ., Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16· μετὰ γενικ., ἀπολ., σ. ὥς τινος γενομένου, συμπεραίνω περί τινος ὅτι ὑπῆρξε…, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 12, 7· ― ὡσαύτως ἐπὶ προσθέσεως ἀριθμῶν, Διον. Ἁλ. 4. 6, Βυζ. 5) Παθ., συνάγεται τῇ περιφορᾷ, συμπαρασύρεται, Τίμ. Λοκρ. 98Ε. 6) φέρω, ἐπιφέρω, τὸ τέλος τῆς νίκης Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 101· ὡσαύτως, σ. τι εἰς τέλος αὐτόθι 5. 145.
Middle Liddell
imperf. -ῆγον doric -ᾶγον epic -ᾰγον fut. συνάξω aor2 συνήγαγον perf. συνῆχα and συναγήοχα Pass. συνῆγμαι
I. to bring together, gather together, collect, convene, Hom., Hdt., Attic
2. in hostile sense, to join battle, begin the battle-strife, Il.:—also like συμβάλλω, to match two warriors one against the other, Aesch.:—hence intr., ς. εἰς μέσσον to engage in fight, Theocr.
3. to bring together, join in one, unite, Hhymn. (i.e., h. Merc.), Aesch.;— ς. γάμους to contract a marriage, Xen.
4. to receive into one's house, NTest.
II. to gather together stores, crops, etc., Xen., etc.
III. to draw together, so as to make the extremities meet, Hdt., Thuc.: also to draw together, narrow, contract, Hdt.
2. to contract the brows, Ar.; ς. τὰ ὦτα to prick the ears, of dogs, Xen.
IV. to collect from premises, i. e. to conclude, infer, Lat. colligere, Arist.
Chinese
原文音譯:sun£gw 尋-阿哥
詞類次數:動詞(62)
原文字根:共同-帶領 相當於: (אָסַף / מְאַסֵּף) (קָהַל)
字義溯源:共同帶領,共同聚集,共同相聚,收聚,聚斂,斂,招,收,收在,收拾,收留,收藏,收集,積蓄,拾起來,聚,召聚,召齊,聚攏,聚會,聚集;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἄγω)*=帶領)組成。聚集這字的使用,可分為幾類:
1)人的聚集,多是來聽主耶穌講論
2)事物的聚集,如浪子收集他所有的,出去遊浪( 路15:13)
3)教會的聚集,信徒的聚會( 徒4:31; 林前5:4)
4)鬼魔的聚集,為著爭戰( 啓16:14,16)。參讀 (ἀθροίζω)同義字
同源字:1) (ἄγω)帶領 2) (ἐπισυνάγω)聚集在一處 3) (ἐπισυναγωγή)全體聚集 4) (συνάγω)共同聚集 5) (συναγωγή)人的聚集
出現次數:總共(59);太(24);可(5);路(6);約(7);徒(11);林前(1);啓(5)
譯字彙編:
1) 聚集(20) 太13:2; 太22:34; 太22:41; 太26:3; 太27:27; 太27:62; 可2:2; 可4:1; 可5:21; 可6:30; 可7:1; 約11:47; 約18:2; 徒4:26; 徒4:27; 徒4:31; 徒11:26; 徒14:27; 徒15:30; 啓16:14;
2) 聚會(5) 太18:20; 徒4:5; 徒15:6; 徒20:7; 徒20:8;
3) 都聚集(3) 路22:66; 約11:52; 啓19:19;
4) 收拾(2) 路15:13; 約6:12;
5) 收聚的(2) 太12:30; 路11:23;
6) 要聚斂(2) 太25:24; 太25:26;
7) 你們聚集(1) 啓19:17;
8) 都來聚集(1) 徒13:44;
9) 收集(1) 約4:36;
10) 又聚集(1) 啓20:8;
11) 聚會中(1) 林前5:4;
12) 你們⋯住(1) 太25:43;
13) 牠⋯聚集(1) 啓16:16;
14) 他們⋯拾起來(1) 約15:6;
15) 他們⋯收拾起來(1) 約6:13;
16) 他們⋯聚集(1) 太28:12;
17) 你們留⋯住(1) 太25:35;
18) 收(1) 路3:17;
19) 聚(1) 太13:47;
20) 召聚了來(1) 太22:10;
21) 要收集(1) 太13:30;
22) 積蓄(1) 太6:26;
23) 收在(1) 太3:12;
24) 要聚(1) 太24:28;
25) 被聚集(1) 太25:32;
26) 他召了(1) 太2:4;
27) 收藏(1) 路12:17;
28) 聚集的時候(1) 太27:17;
29) 已經聚集(1) 太26:57;
30) 留你住(1) 太25:38;
31) 好收藏(1) 路12:18
Lexicon Thucydideum
colligere, to gather together, collect, 1.9.3, 1.120.1, 2.60.1, 2.81.8, 3.34.4, 7.53.3, 8.10.3, 8.27.4, 8.30.1,
contrahere, to draw together, unite, 1.63.1, 2.84.1, 4.125.2, 7.78.1, 7.81.2.
Translations
gather
Afrikaans: versamel; Albanian: mbledh; Aleut: aalax; Arabic: جَمَعَ; Armenian: միանալ, հավաքել; Aromanian: culeg, adun; Asturian: recoyer; Azerbaijani: toplamaq, yığmaq; Basque: bateratu, bildu; Belarusian: збіраць, сабраць; Bulgarian: събирам, събера; Catalan: recollir; Central Sierra Miwok: mutá·-j-; Chinese Mandarin: 收集; Czech: sbírat, sebrat, shromažďovat, shromáždit; Dalmatian: recolgro; Danish: samle; Dutch: verzamelen, bijeenkomen; Esperanto: kolekti, amasigi; Estonian: kogunema, koguma; Faroese: savna; Finnish: kerätä, koota; French: rassembler, ramasser, recueillir; Friulian: racuei, čhapâ; Galician: recoller, recadar; Georgian: შეკრება, თავის მოყრა, მოგროვება; German: sammeln, versammeln; Gothic: 𐌻𐌹𐍃𐌰𐌽; Greek: μαζεύω, συγκεντρώνω; Ancient Greek: συνάγω, ἀθροίζω; Hebrew: אסף; Hindi: इकट्ठा करना; Hungarian: gyűjt, összegyűjt, összeszed; Icelandic: safna; Indonesian: mengumpulkan; Irish: togh, cruinnigh; Old Irish: do·inóla, do·ecmalla; Italian: cogliere, collezionare, radunarsi; Japanese: 集める, 収集する; Kabuverdianu: djunta; Kazakh: жинау; Khmer: ប្រមូល; Korean: 모으다, 수집하다; Kurdish Central Kurdish: کۆکردن; Kyrgyz: жыйноо, чогултуу; Latin: colligo, lego; Latvian: savākt; Lithuanian: surinkti; Macedonian: собира, собере; Mansaka: tipon; Maori: kāpui, whakapeti, whakapeti, kohikohi, whakapeti, kohikohi; Mongolian: цуглуулах; Norman: ramâsser; Norwegian Bokmål: samle; Nynorsk: samle; Occitan: reculhir; Old Church Slavonic: бьрати; Persian: جمع کردن; Polish: zbierać, zebrać, gromadzić, zgromadzić; Portuguese: coletar, juntar, amontoar, coligir; Quechua: huñuy; Romanian: aduna, culege, colecta; Russian: собирать, собрать; Scottish Gaelic: trus; Serbo-Croatian Cyrillic: окупљати, окупити, прибрати; Roman: okupljati, okupiti, pribrati; Shor: сағарға; Slovak: zbierať, zebrať; Slovene: zbirati, zbrati; Sorbian Lower Sorbian: zběraś, zezběraś, gromaźiś, zgromaźiś; Upper Sorbian: hromadźić, zhromadźić; Spanish: juntar, recoger; Swedish: samla; Tajik: ҷамъ кардан; Tamil: அள்ளு; Thai: รวบรวม; Tibetan: འདུ; Tocharian B: kraup-; Tok Pisin: bungim; Turkish: toplamak, derlemek, almak; Turkmen: ýygnamak, çöplemek, toplanmak, ýygmak; Tày: bít; Ukrainian: збирати, зібрати, збиратися; Uzbek: toʻplanmoq, yigʻmoq; Vietnamese: gom, gom góp; Walloon: rashonner; White Hmong: koom, sau