λευκός: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(T21)
(23)
Line 33: Line 33:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=[[λευκή]], [[λευκόν]] ([[λεύσσω]] to [[see]], [[behold]], [[look]] at; [[akin]] to Latin luceo, German leuchten; cf. [[Curtius]], p. 113and § 87; (Vanicek, p. 817)), the Sept. for לָבָן:<br /><b class="num">1.</b> [[light]], [[bright]], [[brilliant]]: τά ἱμάτια ... [[λευκά]] ὡς τό [[φῶς]], [[bright]] or [[brilliant]] from [[whiteness]], ([[dazzling]]) [[white]]: [[spoken]] of the garments of angels, and of those [[exalted]] to the splendor of the [[heavenly]] [[state]], Horace sat. 2,2, 61); [[with]] [[ὡσεί]] or ὡς ὁ [[χιών]] added: R L; ἵπποι λευκοτεροι χιόνος, [[Homer]], Iliad 10,437); ἐν λευκοῖς [[namely]], ἱματίοις (added in Winer s Grammar, 591 (550); (Buttmann, 82 (72)); used of [[white]] garments as the [[sign]] of [[innocence]] and [[purity]] of [[soul]], [[white]]: [[μέλας]]); John 4:35.
|txtha=[[λευκή]], [[λευκόν]] ([[λεύσσω]] to [[see]], [[behold]], [[look]] at; [[akin]] to Latin luceo, German leuchten; cf. [[Curtius]], p. 113and § 87; (Vanicek, p. 817)), the Sept. for לָבָן:<br /><b class="num">1.</b> [[light]], [[bright]], [[brilliant]]: τά ἱμάτια ... [[λευκά]] ὡς τό [[φῶς]], [[bright]] or [[brilliant]] from [[whiteness]], ([[dazzling]]) [[white]]: [[spoken]] of the garments of angels, and of those [[exalted]] to the splendor of the [[heavenly]] [[state]], Horace sat. 2,2, 61); [[with]] [[ὡσεί]] or ὡς ὁ [[χιών]] added: R L; ἵπποι λευκοτεροι χιόνος, [[Homer]], Iliad 10,437); ἐν λευκοῖς [[namely]], ἱματίοις (added in Winer s Grammar, 591 (550); (Buttmann, 82 (72)); used of [[white]] garments as the [[sign]] of [[innocence]] and [[purity]] of [[soul]], [[white]]: [[μέλας]]); John 4:35.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λευκός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του χιονιού ή του γάλακτος, [[άσπρος]] (α. «ήλθε ντυμένη με [[λευκά]] ρούχα» β. «ὃς [[ἅρμα]] λευκὸν ἡνιοστροφεῑ [[βεβώς]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τρίχα]]) [[πολιός]], [[ψαρός]] («τὼν μὲν πρεσβυτέρων αἱ λευκαὶ [[τρίχες]] ἐμελαίνοντο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[λευκό]](<i>ν</i>)<br />α) η [[λευκότητα]] (α. «το [[λευκό]] του κρίνου» β. «τὸ γὰρ λευκὸν τῷ μέλανι ἔστιν ὅπῃ προσέοικε», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) το ορατό [[μέρος]] του σκληρού χιτώνα του οφθαλμού, το [[ασπράδι]]<br />γ) [[ουσία]] [[διαυγής]] και [[γλοιώδης]], πρωτεϊνικής φύσεως, που περιβάλλει τον κρόκο του αβγού, το [[ασπράδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανοιχτόχρωμος]] («[[λευκός]] [[άρτος]]»)<br /><b>2.</b> [[άσπιλος]], [[ακηλίδωτος]] («το ποινικό του [[μητρώο]] [[είναι]] [[λευκό]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[λευκό]]<br />α) <b>ζωολ.</b> ο [[λευκώδης]]<br />β) <b>(ζωγρ.)</b> i) αχρωματικό στην [[ουσία]] [[χρώμα]], ικανό να διαχέει [[προς]] όλες τις κατευθύνσεις και [[χωρίς]] [[απορρόφηση]] όλες τις ορατές ακτινοβολίες που δέχεται<br />ii) παλαιά [[ονομασία]] διαφόρων χρωστικών ουσιών ή γεμισμάτων λευκού χρώματος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) (ειρωνικά) «λευκή [[περιστερά]]» — [[πρόσωπο]] που προσποιείται τον αθώο, αθώα [[περιστερά]]<br />β) «λευκή [[ψήφος]]»<br />i) ουδέτερη [[ψήφος]], [[δηλαδή]] η [[ψήφος]] με την οποία δηλώνεται από κάποιον πολίτη [[άρνηση]] υποστήριξης όλων τών υποψηφίων<br />ii) (σε δικαστήριο) αθωωτική [[ψήφος]]<br />γ) «λευκή φυλετική [[ομάδα]]» — η φυλετική [[ομάδα]] που καταλαμβάνει ολόκληρη την [[Ευρώπη]], τοποθετείται [[μεταξύ]] της μελανόδερμης και της ξανθόδερμης και περιλαμβάνει τη βόρεια [[φυλή]], τη [[φυλή]] της ανατολικής Ευρώπης, την αλπική, τη διναρική ή αδριατική και τη μεσογειακή [[φυλή]]<br />δ) «[[λευκά]] είδη» — [[ονομασία]] συγκεκριμένων υφασμάτινων ειδών, όπως [[είναι]] οι πετσέτες, τα σεντόνια, τα τραπεζομάντηλα και οι κουρτίνες<br />ε) «λευκή [[απεργία]]» — [[μορφή]] απεργίας [[κατά]] την οποία οι εργαζόμενοι προσέρχονται στους χώρους εργασίας τους [[χωρίς]] όμως να εργάζονται<br />στ) «λευκή [[γραμμή]]»<br /><b>ανατ.</b> τενόντια [[ραφή]] που χωρίζει τους δύο ορθούς κοιλιακούς μυς [[κατά]] τη [[μέση]] [[γραμμή]]<br />ζ) «λευκή [[ουσία]]»<br /><b>ανατ.</b> [[νευρικός]] [[ιστός]] που σχηματίζεται από εμμύελες ή και αμύελες νευρικές ίνες, οι οποίες αποτελούν τους νευράξονες τών νευρικών κυττάρων, και έχει [[λευκό]] [[χρώμα]], σε [[αντιδιαστολή]] με τη φαιά [[ουσία]]<br />η) «λευκή [[πάχνη]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> παχύ σχετικά [[χρώμα]] πάχνης ή παγετού<br />θ) «[[λευκό]] [[μέταλλο]]»<br /><b>(μεταλργ.)</b> [[κράμα]] με κύριο συστατικό τον κασσίτερο ή τον μόλυβδο που χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] εδράνων ι) «[[λευκός]] [[ορείχαλκος]]»<br /><b>(μεταλργ.)</b> [[κράμα]] χαλκού-ψευδαργύρου-νικελίου που χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] επιτραπέζιων σκευών<br />ια) «[[λευκός]] [[χρυσός]]»<br /><b>(μεταλργ.)</b> [[κράμα]] χρυσού, αργυρόλευκου χρώματος και περιεκτικότητας [[μέχρι]] 80% σε χρυσό, το οποίο χρησιμοποιείται στην [[κοσμηματοποιία]]<br />ιβ) «[[λευκός]] [[ήχος]]»<br /><b>μουσ.</b> [[ήχος]] που περιλαμβάνει όλες τις ακουστές συχνότητες σε ίση στατιστικά [[κατανομή]] ενέργειας ανά [[οκτάβα]], όπως [[είναι]] λ.χ. ο [[ήχος]] ενός καταρράκτη ή τών κυμβάλων και αρκετών τυμπανων<br />ιγ) «[[λευκός]] όγκος»<br /><b>ιατρ.</b> διάχυτη [[ατρακτοειδής]] [[διόγκωση]] μιας άρθρωσης με [[ωχρότητα]] του δέρματος που εμφανίζεται σε περιπτώσεις αρθρικής φυματίωσης<br />ιδ) «Λευκός Οίκος» — η επίσημη [[διαμονή]] του προέδρου τών ΗΠΑ στην Ουάσινγκτον<br />ιε) «Λευκός Πύργος» — ένα από τα πιο αξιόλογα μεταβυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης, στην [[παραλία]] της πόλης<br />ιστ) «[[λευκό]] της Κίνας» <b>(αγγειοπλ.)</b> πορσελάνη με παχύ και στιλπνό [[υάλωμα]], που το [[χρώμα]] του ποικίλλει από το [[λευκό]] με γαλάζιες αποχρώσεις ώς το ανοιχτό ροζ<br />ιζ) «λευκή [[σημαία]]» — άσπρη [[σημαία]] που υψώνεται ως [[ένδειξη]] διαθέσεως για συνεννοήσεις, [[ανακωχή]] ή [[παράδοση]] [[μεταξύ]] αντιμαχομένων<br />ιη) «λευκή [[νύχτα]]»<br />i) η [[νύχτα]] [[κατά]] την οποία [[κάποιος]] δεν κοιμήθηκε [[καθόλου]]<br />ii) η [[νύχτα]] στις χώρες του αρκτικού κύκλου, [[κατά]] το [[θέρος]], [[οπότε]] ο [[ήλιος]] παραμένει [[σχεδόν]] [[συνεχώς]] στον ορίζοντα<br />ιθ) «[[λευκός]] [[θάνατος]]» — ο [[θάνατος]] που επέρχεται από υπερβολική [[δόση]] σκληρών ναρκωτικών, [[κυρίως]] ηρωίνης<br />κ) «[[λευκό]] [[αιμοσφαίριο]]» — το [[λευκοκύτταρο]]<br />κα) «[[λευκό]] φως» — το φως που περιέχει όλες τις ακτίνες του φάσματος<br />κβ) «[[εμπόριο]] λευκής σάρκας» — [[εμπόριο]] [[γυναικών]] και παιδιών με σκοπό την προώθησή τους σε [[πορνεία]], σε [[σωματεμπόριο]]<br />κγ) «[[εντολή]] εν [[λευκώ]]» — απόλυτη [[πληρεξουσιότητα]]<br />κδ) «[[υπογράφω]] εν [[λευκώ]]»<br />i) [[υπογράφω]] [[γραμμάτιο]], [[επιταγή]] ή [[συναλλαγματική]] [[χωρίς]] να [[σημειώνω]] το όνομα του αποδέκτη<br />ii) [[αποδέχομαι]] [[κάτι]] [[χωρίς]] [[καμιά]] [[επιφύλαξη]]<br />κε) «[[λευκός]] [[γάμος]]» — [[γάμος]] που γίνεται μόνο για λόγους συμφέροντος, [[χωρίς]] να υπάρχει ουσιαστική [[σχέση]] [[μεταξύ]] τών συζύγων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα [[λευκά]]<br />τα άσπρα ρούχα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[κλήμα]]) αυτό που βγάζει άσπρα σταφύλια<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ λευκοί</i><br />[[ονομασία]] φατρίας του Ιπποδρόμου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[πάθηση]] τών οφθαλμών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει άσπρο [[δέρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φωτεινός]], [[λαμπρός]] («λευκὴ δ' ἐπιδέδρομεν [[αἴγλη]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για μεταλλική [[επιφάνεια]]) [[στιλπνός]], [[γυαλιστερός]]<br /><b>3.</b> (για το [[νερό]]) [[διαυγής]], [[διάφανος]] («Δίρκης τε νᾱμα λευκὸν αἱμαχθήσεται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (για τη [[φωνή]]) [[ευκρινής]], [[καθαρός]]<br /><b>5.</b> (για την ανθρώπινη [[επιδερμίδα]]) [[τρυφερός]], [[ωραίος]] («[[πάρος]] [[χρόα]] λευκὸν ἐπαυρεῑν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ωραίος]]<br /><b>7.</b> [[γυμνός]]<br /><b>8.</b> [[τρυφηλός]], [[άνανδρος]] («σὺ δ' [[ευπρόσωπος]], [[λευκός]], ἐξυρημένος, [[γυναικόφωνος]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>9.</b> (για τον νου) [[επιπόλαιος]] («λευκαὶ [[φρένες]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>10.</b> [[γεμάτος]] [[χαρά]] («λευκὸν ἧμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ λευκή</i><br />η άσπρη [[γραμμή]] ως [[σημείο]] εκκίνησης τών αγώνων του ιπποδρόμου<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «λευκὸς [[χρυσός]]» — [[χρυσός]] αναμεμιγμένος με άργυρο<br /><b>13.</b> <b>παροιμ.</b> «λευκὸς [[Ἑρμῆς]]» — λεγόταν σε περιπτώσεις που αποκαλυπτόταν [[κάποιος]] [[απατεώνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[λευκός]]<br />ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>leuk</i>- «[[λάμπω]], φως, [[βλέπω]]» και συνδέεται με άλλες ΙΕ λέξεις που σημαίνουν γενικά «φως» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>roca</i>- «[[φωτεινός]], [[λαμπρός]]», <i>loka</i> «ελεύθερο, φωτεινό [[τμήμα]], [[κόσμος]]», λατ. <i>lux</i> «φως», <i>lucus</i>, με αρχική σημ. «[[άδενδρος]] [[τόπος]]», λιθουαν. <i>laũkas</i> «[[αγρός]]»). Στην [[ίδια]] λεξιλογική [[οικογένεια]] ανήκουν και οι τ. [[λεύσσω]], [[λύχνος]] κ.ά. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται ο τ. <i>re</i>-<i>u</i>-<i>ko</i>- = [[λευκός]] και το σύνθ. <i>re</i>-<i>u</i>-<i>ko</i>-<i>nu</i>-<i>ka</i> = <i>λευκ</i>-<i>ονυχα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λευκός]] <span style="color: red;">+</span> [[ὄνυξ]], -<i>υχος</i>). Στην Αρχαία Ελληνική η λ. [[λευκός]] απαντά τόσο με τη σημ. «[[λαμπρός]], [[φωτεινός]]» όσο και με τη σημ. «[[άσπρος]]», ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται μόνο με την τελευταία και σε μεγάλο βαθμό αντικαταστάθηκε από το [[άσπρος]], που εμφανίζει εντελώς διαφορετική σημασιολογική [[εξέλιξη]] (<b>βλ.</b> [[άσπρος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λευκαίνω]], [[λεύκη]], [[λευκίνη]], [[λευκισμός]] [[λευκίτης]], [[λευκιτίτης]], [[λευκότητα]](-<i>ης</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>λεύκας</i>, [[λευκήρης]], [[λεύκος]], [[λευκώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Για τα σύνθ. με α' συνθετικό <b>βλ.</b> <i>λευκ</i>[[ο]]-). (Β' συνθετικό) [[ερυθρόλευκος]], [[ημίλευκος]], [[ξανθόλευκος]], [[ολόλευκος]], [[πάλλευκος]], [[υπέρλευκος]], [[υπόλευκος]], [[φλογόλευκος]], [[ωχρόλευκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διάλευκος]], <i>εκλευκος</i>, <i>έλλευκος</i>, [[επίλευκος]], [[ζάλευκος]], [[μεσόλευκος]], [[μιξόλευκος]], [[παράλευκος]], [[περίλευκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αβρόλευκος</i>, <i>αργυρόλευκος</i>, <i>αχνόλευκος</i>, [[γαλανόλευκος]], <i>καστανόλευκος</i>, [[κατάλευκος]], [[κυανόλευκος]], <i>πρασινόλευκος</i>, <i>σταχτόλευκος</i>, [[χιονόλευκος]]].
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκός Medium diacritics: λευκός Low diacritics: λευκός Capitals: ΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: leukós Transliteration B: leukos Transliteration C: lefkos Beta Code: leuko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A light, bright, clear (opp. μέλας in all senses), αἴγλη Od. 6.45; λευκὸν (v.l. λαμπρόν) . . ἠέλιος ὥς Il.14.185; λ. φάος S.Aj.708 (lyr.), cf. infr. 11.3; αἰθήρ E.Andr.1228 (anap.); of metallic surfaces, λέβης Il.23.268; λ. γαλήνη a glassy calm, Od.10.94; of water, clear, limpid, Il.23.282, Od.5.70, A.Supp.23 (anap.); λ. νᾶμα E.HF573; -ότατος ποταμῶν Call.Jov.19.    2 metaph., clear, distinct, of the voice, Arist.Top.106a25, S.E.M.6.41: in literary sense, clear, λ. στίχος AP11.347 (Phil.): prov., λευκὸς Ἑρμῆς, when a rogue was detected, Macar. 5.53. Adv. -κῶς, πάντα φαίνειν, of Hermes, Corn.ND16: Comp. -ότερον, διαλεχθῆναι Hld.7.20.    II of colour, white, freq. in Hom., varying from the pure white of snow ([ἵπποι] -ότεροι χιόνος Il.10.437) to the grey of dust (λευκοὶ ἐγένοντο κονισάλῳ 5.503); γάλα λ. 4.434; κρῖ 5.196; ἄλφιτα 18.560; ἡνία λεύκ' ἐλέφαντι 5.583; ὀδόντες 10.263; ὀστέα 16.347; ἱστία 1.480; φᾶρος 18.353, etc.; λ. ἅρμα, = λεύκιππον, E.Ph.172; of the white horses used by tyrants, λ. ζεῦγος D. 21.158, cf. λεύκιππος; λ. λίθος marble, OGI219.36 (Sigeum, iii B.C.), etc., cf. λευκόλιθος; λευκῷ<ν>λίθῳ λ. στάθμη a white line on a white stone, prov. of explanations which do not explain, S.Fr.330; ἡ λ. ῥίζα white root (= ἡ τοῦ δρακοντίου, acc. to Gal.19.118), Hp.Morb.2.48, Nat.Mul.32; freq. of white or grey hair, λ. κάρη Tyrt.10.23; θρίξ S.Ant.1092; λ. γῆρας Id.Aj.625 (lyr.); λευκὰ γήρᾳ σώματα E.HF 909, etc.    b of the human skin, white, fair, sts. as a sign of youth and beauty, χρώς, πήχεε, Il.11.573, Od.23.240; λ. παρειά, παρηΐς, S.Ant.1239, E.Med.923; σάρξ, δέρη, ib.1189 (v.l.), IA875 (troch.); freq. with the notion of bare, κῶλον, πούς, Id.Ba.665, 863 (lyr.), Ion 221 (lyr.); cf. λευκόπους.    c of persons, white-skinned, Pl.R.474e: hence, weakly, womanish, Ar.Th.191, Ec.428, X.HG3.4.19; λευκῶν ἀνδρῶν οὐδὲν ὄφελος Macar.5.55; cf. λευκόπρωκτος, λευκόχρως.    d λευκαὶ φρένες in Pi.P.4.109 is expld. by Hsch. μαινόμεναι, frantic, passionate (cf. λευκῶν πραπίδων· κακῶν φρενῶν, Id.).    2 λ. χρυσός, pale gold, i.e. gold alloyed with silver (prob. the same as ἤλεκτρον), opp. ἄπεφθος χρυσός, Hdt.1.50.    3 metaph., bright, fortunate, happy, λευκὸν ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου A.Pers.301, cf. Ag.668; a joyful day or holiday, Call.Aet.1.1.2; λ. ἡμέρα a happy day, S.Fr.6, cf. Sch.Call.Iamb.in PSI9.1094.39; variously expld. in Phylarch. 83 J., Plu.Per.27; ἡ λ. ψῆφος the vote of acquittal, Luc.Harm.3, cf. Hsch.    III λεύκη, ἡ, leuko/n, τό, as Subst., v. sub vocc. (Cogn. with Lat. lux, etc.)

German (Pape)

[Seite 34] (δυκ, luc-is), licht, leuchtend, glänzend, hell; αἴγλη, heller Glanz, Od. 6, 45; λευκὸν ἠέλιος ὥς, leuchtend wie die Sonne, Il. 14, 185; von hellglänzenden Metallen, λευκὸς λέβης, ein blanker Kessel, Il. 23, 268; λευκὸν ἦμαρ, Aesch. Pers. 293 Ag. 654, s. unten; λευκὸν.εὐάμερον φάος, Soph. Ai. 694; αἰθήρ, der lichte, klare Aether, Eur. Andr. 1229; χρυσός, Her. 1, 50. – Dah. klar, rein, ὕδωρ, Il. 23, 282 Od. 5, 70; Hes. O. 741; Aesch. Suppl. 23; γαλήνη, heitere, klare Meeresstille, Od. 10, 94; νᾶμα, Eur. Herc. Fur. 573, vgl. Mel. 1352 u. Sp., wie Callim. Iov. 19. – Gew. weiß, von der Farbe, Ggstz μέλας, Il. 3, 103; Plat. Rep. VII, 523 d u. A.; bes. γάλα, Il. 4, 434; Pind. N. 3, 74; Aesch. Pers. 603 u. sonst gew.; Schaum, Eur. Med. 1174; vom Schnee, λευκότεροι χιόνος, Il. 10, 431; vgl. Soph. Ant. 114 u. Plat. γύψου ἢ χιόνος λευκοτέρα, Phaed. 110 c; ὀδόντες, Il. 10, 263 u. öfter, wie ὀστέα, 16, 347 u. öfter, wie vom Elfenbein, ἐλέφας, 5, 583; Pind. N. 7, 78; vom Mehl, ἄλφιτα, Il. 18, 560 u. öfter; auch κρῖ λευκόν, 5, 196; von der weißen Hautfarbe, 11, 573 u. öfter zur Bezeichnung zarter Schönheit, πῆχυς, 5, 314; παρειά, Soph. Ant. 1224; παρηΐς, Eur. Med. 923; σάρξ, 1189 El. 823; δέρη, I. A. 875; auch πούς, Bacch. 664. 861, in welcher Vbdg man es auch »nackt« erkl.; auch vom Staube, Il. 5, 503; vom Marmor, Παρίου λίθου λευκοτέρα στήλη Pind. N. 4, 81; von Gewändern, φᾶρος, Il. 18, 353; auch ἱστία, Od. 2, 426 u. öfter; πεπλώματα, Aesch. Suppl. 701 u. A., wie στολή, Plat. Legg. XII, 947 b; vgl. λευκὸν ἀμπέχει Ar. Ach. 988, wobei zu bemerken, daß weiß die Farbe der Freude ist; vom Haar, λευκὰς κόρσας, Aesch. Ch. 280; ἐξ ὅτου λευκὴν ἐγὼ τήνδ' ἐκ μελαίνης ἀμφιβάλλομαι τρίχα Soph. Ant. 1079; daher γῆρας, Ai. 613; vgl. λευκὸν κρᾶτα Eur. Suppl. 289, ὦ λευκὰ γήρᾳ σώματα Herc. Fur. 910; τῶν πρεσβυτέρων αἱ λευκαὶ τρίχες ἐμελαίνοντο Plat. Polit. 270 e. Auch χρυσός, Her. 1, 50 von legirtem Golde, im Ggstz von ἄπεφθος; τὸ λευκὸν τοῦ ὠοῦ, das Weiße des Eies, Arist. gen. anim. 3, 2. 4, 4, τὸ λευκὸν τοῦ ὀφθαλμοῦ, das Weiße im Auge u. ä., wie bei uns. – Weiß gilt aber auch als Zeichen der Weichlichkeit u. Schwäche eines im Schatten erzogenen, nicht im Freien von der Sonne gebräunten Leibes, daher blaß, bleich, Vorwurf, λευκοὺς τοὺς δειλοὺς ὀνειδίζουσιν, Paroemiogr. App. 3, 61, οὐδὲν ἀνδρῶν λευκῶν ὄφελος ἢ σκυτοτομεῖν, ib. 4, 35. Vgl. Ar. Th. 191 Eccl. 428; Xen. Hell. 3, 4, 19; u. so ist λευκαὶ φρένες, Pind. P. 4, 109, ein schwacher, leichtbethörter Sinn, oder der Leichtsinn, der ernster Tiefe ermangelt. – Λευκὸν erkl. B. A. 50 auch ἀγαθόν, denn das Weiße ist Glück verheißend, u. λευκὴ ψῆφος, das freisprechende Stimmsteinchen, vgl. Diogen. 6, 8; Luc. Harm. 3. Daher ἡ λευκὴ ἡμέρα, der glückliche Tag, Mein. Men. p. 107; ἡ ἐπ' εὐφροσύνῃ, Paroemiogr. App. 3, 60; vgl. Plut. Pericl. 27 u. Lob. zu Phryn. p. 473. S. auch die oben aus den Tragg. angeführten Stellen. – Uebertr. auch = einleuchtend, klar, leicht zu verstehen, στίχος, Philp. 44 (XI, 347); οὐχὶ λευκὰ σὺ ἐρεῖς σαφέστερόν θ' ὃ βούλει bei Ath. IX, 383 a; λευκότερόν τινι διαλεχθῆναι Heliod. 5, 20. – Τὸ λευκὸν εἰδέναι, Ar. Equ. 1279, weiß und schwarz unterscheiden können. – Von der Stimme, hell, klar, rein, Arist. top. 1, 15; Poll. 2, 117 erkl. ἐκκεκαθαρμένη; vgl. S. Emp. adv. mus. 40. – Adv. λευκῶς, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λευκός: -ή, -όν, (√ΛΥΚ, *λύκη, ὃ ἴδε, πρβλ. λεύσσω)· -φωτεινός, λαμπρός, καθαρός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μέλας, ἐπὶ πάσης σημασίας, αἴγλη Ὀδ. Ζ. 45· λευκόν... ἠέλιος ὣς Ἰλ. Ξ. 185· οὕτω λ. φάος Σοφ. Αἴ. 709 (πρβλ. κατωτ. ΙΙ. 3)· αἰθὴρ Εὐρ. Ἀνδρ. 1228· καὶ ἐπὶ μεταλλικῶν ἐπιφανειῶν, λέβης Ἰλ. Ψ. 268· λ. γαλήνη, μεγάλη γαλήνη, παριστάνουσα λευκὴν τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης, Ὀδ. Κ. 94· ἀλλ’ ἐπὶ τοῦ ὕδατος καθόλου, λαμπρόν, διαυγές, διαφανές, Ἰλ. Ψ. 282, Ὀδ. Ε. 70, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 24· λ. νᾶμα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 573· λευκότατος ποταμῶν Καλλ. εἰς Δία 19. 2) μεταφ., καθαρός, σαφής, εὐκρινής, διαυγής, ἐπὶ τῆς φωνῆς, Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 13, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 41· πρβλ. λαμπρὸς Ι. 2, σομφὸς ΙΙ· - ὡσαύτως ἐπὶ συγγραφέων, Ἀνθ. Π. 11. 347, πρβλ. Ἀθήν. 383Α· ἐνῷ τοὐναντίον παρὰ Στατίῳ 5. 3, 157: ὁ Λυκόφρων καλεῖται ater, δηλ. ὁ σκοτεινός· - παροιμ., λευκὸς Ἑρμῆς, ὅτε ἀπατεών τις ἀνεκαλύπτετο, Παροιμιογρ.· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ. λευκότατα, σαφέστατα, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 2· - ἐντεῦθεν προέκυψεν, ΙΙ. ἡ κοινὴ ἔννοια τοῦ χρώματος, λευκός, «ἄσπρος», λίαν συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἀλλά, ὡς ἅπαντα τὰ παρ’ Ἕλλησιν ὀνόματα χρωμάτων, λίαν, ἀόριστον, ἀπὸ τοῦ καθαρῶς λευκοῦ χρώματος τῆς χιόνος (ἵπποι λευκότεροι χιόνος Ἰλ. Κ. 437), μέχρι τοῦ φαιοῦ χρώματος τοῦ κονιορτοῦ (Ἰλ. Ε. 503)· λ. γάλα, κρῖ, ἄλφιτα, ἐλέφας, ὀδόντες, ὀστέα, ἱστία, φᾶρος, κτλ.· - λ. ἅρμα = λεύκιππον, Εὐρ. Φοίν. 172· λευκοὶ ἵπποι, ἐν χρήσει παρὰ τοῖς τυράννοις, ἴδε τὰ σχόλ. εἰς Δημ. Μειδ. 565. 27, πρβλ. λεύκιππος· ὡσαύτως ἐπὶ λευκῆς ἢ φαιᾶς κόμης, λ. κάρα Τυρταῖ. 10. 23· θρὶξ Σοφ. Ἀντ. 1093, πρβλ. λευκανθής· λ. γῆρας ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 625· λευκὰ γήρᾳ σώματα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 909, κτλ. β) ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης ἐπιδερμίδος, λευκός, «ἄσπρος», ὡραῖος, παρ’ Ὁμ., ὡς σημεῖον νεότητος καὶ καλλονῆς, Ἰλ. Λ. 573, Ὀδ. Ψ. 240· λευκοὺς δὲ θεῶν παῖδας εἶναι Πλάτ. Πολ. 474E· οὕτω καὶ παρὰ Τραγ., λ. παρειά, παρηὶς Σοφ. Ἀντ. 1239, Εὐρ. Μήδ. 923· σάρξ, δέρη αὐτόθι 1189, Ι. Α. 875· ἀλλὰ συχνάκις μετὰ τῆς ἐννοίας τῆς γυμνότητος, ποὺς ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 665, 863· Ἴων 221, πρβλ. λευκόπους, λευκόω ΙΙ. γ) βραδύτερον, «ἄσπρος», ὡς σημεῖον ἁβρᾶς διαίτης καὶ ἐκθηλύνσεως, ὡς τὸ ἐσκιατραφημένος, κατάλευκος, ὠχρός, μὴ ἔχων τὴν ἐπιδερμίδα μελαψὴν ἐκ τοῦ ἡλίου καὶ τοῦ ἀέρος, ὅθεν ὠχρός, ἀσθενής, γυναικώδης, Ἀριστοφ. Θεσμ. 191, Ἐκκλ. 428, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 19· παροιμ., λευκῶν ἀνδρῶν οὐδὲν ὄφελος Παροιμιογρ., πρβλ. λευκόπρωκτος, λευκόχρως, καὶ ἴδε μέλας Ι. δ) τὸ λευκαὶ φρένες παρὰ Πινδ. Π. 4. 194 ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. μαινόμεναι, ἐμμανεῖς, ἐμπαθεῖς, ἐξωργισμέναι, οὕτω δὲ καὶ ὁ Bökch· ὁ Dissen ἑρμηνεύει: ὠχραὶ ἐκ φθόνου, φθονεραί, ἐνῷ ὁ Ἕρμανν. νομίζει τὴν φράσιν ὡς ὁμοίαν τῷ Ὁμηρικῷ λευγαλέαι φρένες, (καὶ ἴσως ὑπῆρχε τύπος λευγός, ή, όν, ὅστις κατήντησε νὰ συγχέηται μετὰ τοῦ λευκός). 2) λ. χρυσός, ὠχρὸς χρυσός, δηλ. χρυσὸς συγκεκραμένος μετ’ ἀργύρου (πιθανῶς ταὐτὸν τῷ ἤλεκτρον), ἐναντίον τοῦ χρυσὸς ἄπεφθος, Ἡρόδ. 1. 50. 3) ἐπειδὴ τὸ λευκὸν κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μέλαν ἦτο σημεῖον χαρᾶς, λευκὸν ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου, σημαίνει ἡμέραν χαρᾶς μετὰ νύκτα πένθους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 301, πρβλ. Ἀγ. 668· ἀλλὰ λευκὴ ἡμέρα, ὡς τὸ Λατ. candidus dies, creta notandus, τυχηρὰ ἡμέρα, Σοφ. Ἀποσπ. 10a, πρβλ. Meineke Μένανδρ. 107, Κάτουλ. 8. 3· ἡ λ. ψῆφος, ἡ ἀθῳωτικὴ ψῆφος, Λουκ. Ἁρμον. 3. ΙΙΙ. λεύκη, ἡ, καὶ λευκόν, τό, ὡς τὸ οὐσιαστ., ἴδε τὰς λέξεις.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
adj. I. brillant :
1 propr. brillant, éclatant : λευκὴ αἴγλη OD lumière du jour éclatante ; λευκὸν ἡέλιος ὥς IL brillant comme le soleil ; λευκὸς λέβης IL chaudron brillant;
2 clair, pur, limpide, serein : λευκὸν ὕδωρ IL, OD eau limpide ; λευκὴ γαλήνη OD eau calme et brillante (dans un pot);
II. blanc : λευκὸν ἅρμα, attelage de chevaux blancs ; λευκαὶ τρίχες, ou abs. λευκαί ESCHL cheveux blancs ; λευκὸν γῆρας SOPH vieillesse aux cheveux blancs;
-- au sens symbolique :
1 comme signe de jeunesse, de beauté : λευκὴ δέρη EUR, ευκὴ παρειά SOPH cou blanc, joue blanche;
2 comme signe de bonheur : λευκὸν ἦμαρ ESCHL jour de bonheur;
III. pâle : λευκὸς χρυσός HDT or pâle (avec alliage d’argent);
subst. τὸ λευκόν, couleur blanche ; ἡ λευκή (ψῆφος) LUC caillou blanc, càd suffrage favorable;
Cp. λευκότερος, Sp. λευκότατος.
Étymologie: R. Λυκ, briller ; cf. λεύσσω, lat. lux, lumen, etc.

English (Autenrieth)

clear, i. e. transparent or full of light, as water, the surface of water, or the radiance of the sky, Od. 5.70, Od. 10.94, Od. 6.45; then white, as snow, milk, bones, barley, Il. 10.437, Od. 9.246, Od. 1.161, Il. 20.496.

English (Slater)

λευκός
   1 white λευκῷ σὺν γάλακτι (N. 3.77) στάλαν θέμεν Παρίου λίθου λευκοτέραν (N. 4.81) Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ (N. 7.78) ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα ὤθεον fr. 166. 3. met., “Πελίαν ἄθεμιν λευκαῖς πιθήσαντα φρασίν” (sign. dub.: cf. Hesych., λευκῶν πραπίδων· κακῶν φρενῶν (P. 4.109) cf. διάλευκος.

Spanish

blanco, claro, limpio, parte clara

English (Strong)

from luke ("light"); white: white.

English (Thayer)

λευκή, λευκόν (λεύσσω to see, behold, look at; akin to Latin luceo, German leuchten; cf. Curtius, p. 113and § 87; (Vanicek, p. 817)), the Sept. for לָבָן:
1. light, bright, brilliant: τά ἱμάτια ... λευκά ὡς τό φῶς, bright or brilliant from whiteness, (dazzling) white: spoken of the garments of angels, and of those exalted to the splendor of the heavenly state, Horace sat. 2,2, 61); with ὡσεί or ὡς ὁ χιών added: R L; ἵπποι λευκοτεροι χιόνος, Homer, Iliad 10,437); ἐν λευκοῖς namely, ἱματίοις (added in Winer s Grammar, 591 (550); (Buttmann, 82 (72)); used of white garments as the sign of innocence and purity of soul, white: μέλας); John 4:35.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λευκός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει το χρώμα του χιονιού ή του γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα» β. «ὃς ἅρμα λευκὸν ἡνιοστροφεῑ βεβώς», Ευρ.)
2. (για τρίχα) πολιός, ψαρός («τὼν μὲν πρεσβυτέρων αἱ λευκαὶ τρίχες ἐμελαίνοντο», Πλάτ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το λευκό(ν)
α) η λευκότητα (α. «το λευκό του κρίνου» β. «τὸ γὰρ λευκὸν τῷ μέλανι ἔστιν ὅπῃ προσέοικε», Πλάτ.)
β) το ορατό μέρος του σκληρού χιτώνα του οφθαλμού, το ασπράδι
γ) ουσία διαυγής και γλοιώδης, πρωτεϊνικής φύσεως, που περιβάλλει τον κρόκο του αβγού, το ασπράδι
νεοελλ.
1. ανοιχτόχρωμοςλευκός άρτος»)
2. άσπιλος, ακηλίδωτος («το ποινικό του μητρώο είναι λευκό»)
3. το ουδ. ως ουσ. το λευκό
α) ζωολ. ο λευκώδης
β) (ζωγρ.) i) αχρωματικό στην ουσία χρώμα, ικανό να διαχέει προς όλες τις κατευθύνσεις και χωρίς απορρόφηση όλες τις ορατές ακτινοβολίες που δέχεται
ii) παλαιά ονομασία διαφόρων χρωστικών ουσιών ή γεμισμάτων λευκού χρώματος
4. φρ. α) (ειρωνικά) «λευκή περιστερά» — πρόσωπο που προσποιείται τον αθώο, αθώα περιστερά
β) «λευκή ψήφος»
i) ουδέτερη ψήφος, δηλαδή η ψήφος με την οποία δηλώνεται από κάποιον πολίτη άρνηση υποστήριξης όλων τών υποψηφίων
ii) (σε δικαστήριο) αθωωτική ψήφος
γ) «λευκή φυλετική ομάδα» — η φυλετική ομάδα που καταλαμβάνει ολόκληρη την Ευρώπη, τοποθετείται μεταξύ της μελανόδερμης και της ξανθόδερμης και περιλαμβάνει τη βόρεια φυλή, τη φυλή της ανατολικής Ευρώπης, την αλπική, τη διναρική ή αδριατική και τη μεσογειακή φυλή
δ) «λευκά είδη» — ονομασία συγκεκριμένων υφασμάτινων ειδών, όπως είναι οι πετσέτες, τα σεντόνια, τα τραπεζομάντηλα και οι κουρτίνες
ε) «λευκή απεργία» — μορφή απεργίας κατά την οποία οι εργαζόμενοι προσέρχονται στους χώρους εργασίας τους χωρίς όμως να εργάζονται
στ) «λευκή γραμμή»
ανατ. τενόντια ραφή που χωρίζει τους δύο ορθούς κοιλιακούς μυς κατά τη μέση γραμμή
ζ) «λευκή ουσία»
ανατ. νευρικός ιστός που σχηματίζεται από εμμύελες ή και αμύελες νευρικές ίνες, οι οποίες αποτελούν τους νευράξονες τών νευρικών κυττάρων, και έχει λευκό χρώμα, σε αντιδιαστολή με τη φαιά ουσία
η) «λευκή πάχνη»
(μετεωρ.) παχύ σχετικά χρώμα πάχνης ή παγετού
θ) «λευκό μέταλλο»
(μεταλργ.) κράμα με κύριο συστατικό τον κασσίτερο ή τον μόλυβδο που χρησιμοποιείται για την κατασκευή εδράνων ι) «λευκός ορείχαλκος»
(μεταλργ.) κράμα χαλκού-ψευδαργύρου-νικελίου που χρησιμοποιείται για την κατασκευή επιτραπέζιων σκευών
ια) «λευκός χρυσός»
(μεταλργ.) κράμα χρυσού, αργυρόλευκου χρώματος και περιεκτικότητας μέχρι 80% σε χρυσό, το οποίο χρησιμοποιείται στην κοσμηματοποιία
ιβ) «λευκός ήχος»
μουσ. ήχος που περιλαμβάνει όλες τις ακουστές συχνότητες σε ίση στατιστικά κατανομή ενέργειας ανά οκτάβα, όπως είναι λ.χ. ο ήχος ενός καταρράκτη ή τών κυμβάλων και αρκετών τυμπανων
ιγ) «λευκός όγκος»
ιατρ. διάχυτη ατρακτοειδής διόγκωση μιας άρθρωσης με ωχρότητα του δέρματος που εμφανίζεται σε περιπτώσεις αρθρικής φυματίωσης
ιδ) «Λευκός Οίκος» — η επίσημη διαμονή του προέδρου τών ΗΠΑ στην Ουάσινγκτον
ιε) «Λευκός Πύργος» — ένα από τα πιο αξιόλογα μεταβυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης, στην παραλία της πόλης
ιστ) «λευκό της Κίνας» (αγγειοπλ.) πορσελάνη με παχύ και στιλπνό υάλωμα, που το χρώμα του ποικίλλει από το λευκό με γαλάζιες αποχρώσεις ώς το ανοιχτό ροζ
ιζ) «λευκή σημαία» — άσπρη σημαία που υψώνεται ως ένδειξη διαθέσεως για συνεννοήσεις, ανακωχή ή παράδοση μεταξύ αντιμαχομένων
ιη) «λευκή νύχτα»
i) η νύχτα κατά την οποία κάποιος δεν κοιμήθηκε καθόλου
ii) η νύχτα στις χώρες του αρκτικού κύκλου, κατά το θέρος, οπότε ο ήλιος παραμένει σχεδόν συνεχώς στον ορίζοντα
ιθ) «λευκός θάνατος» — ο θάνατος που επέρχεται από υπερβολική δόση σκληρών ναρκωτικών, κυρίως ηρωίνης
κ) «λευκό αιμοσφαίριο» — το λευκοκύτταρο
κα) «λευκό φως» — το φως που περιέχει όλες τις ακτίνες του φάσματος
κβ) «εμπόριο λευκής σάρκας» — εμπόριο γυναικών και παιδιών με σκοπό την προώθησή τους σε πορνεία, σε σωματεμπόριο
κγ) «εντολή εν λευκώ» — απόλυτη πληρεξουσιότητα
κδ) «υπογράφω εν λευκώ»
i) υπογράφω γραμμάτιο, επιταγή ή συναλλαγματική χωρίς να σημειώνω το όνομα του αποδέκτη
ii) αποδέχομαι κάτι χωρίς καμιά επιφύλαξη
κε) «λευκός γάμος» — γάμος που γίνεται μόνο για λόγους συμφέροντος, χωρίς να υπάρχει ουσιαστική σχέση μεταξύ τών συζύγων
νεοελλ.-μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λευκά
τα άσπρα ρούχα
μσν.
1. (για κλήμα) αυτό που βγάζει άσπρα σταφύλια
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ λευκοί
ονομασία φατρίας του Ιπποδρόμου
3. το ουδ. ως ουσ. πάθηση τών οφθαλμών
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει άσπρο δέρμα
αρχ.
1. φωτεινός, λαμπρός («λευκὴ δ' ἐπιδέδρομεν αἴγλη», Ομ. Οδ.)
2. (για μεταλλική επιφάνεια) στιλπνός, γυαλιστερός
3. (για το νερό) διαυγής, διάφανος («Δίρκης τε νᾱμα λευκὸν αἱμαχθήσεται», Ευρ.)
4. (για τη φωνή) ευκρινής, καθαρός
5. (για την ανθρώπινη επιδερμίδα) τρυφερός, ωραίοςπάρος χρόα λευκὸν ἐπαυρεῑν», Ομ. Ιλ.)
6. (για πρόσ.) ωραίος
7. γυμνός
8. τρυφηλός, άνανδρος («σὺ δ' ευπρόσωπος, λευκός, ἐξυρημένος, γυναικόφωνος», Αριστοφ.)
9. (για τον νου) επιπόλαιος («λευκαὶ φρένες», Πίνδ.)
10. γεμάτος χαρά («λευκὸν ἧμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου», Αισχύλ.)
11. το θηλ. ως ουσ. ἡ λευκή
η άσπρη γραμμή ως σημείο εκκίνησης τών αγώνων του ιπποδρόμου
12. φρ. «λευκὸς χρυσός» — χρυσός αναμεμιγμένος με άργυρο
13. παροιμ. «λευκὸς Ἑρμῆς» — λεγόταν σε περιπτώσεις που αποκαλυπτόταν κάποιος απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. λευκός
ανάγεται στην ΙΕ ρίζα leuk- «λάμπω, φως, βλέπω» και συνδέεται με άλλες ΙΕ λέξεις που σημαίνουν γενικά «φως» (πρβλ. αρχ. ινδ. roca- «φωτεινός, λαμπρός», loka «ελεύθερο, φωτεινό τμήμα, κόσμος», λατ. lux «φως», lucus, με αρχική σημ. «άδενδρος τόπος», λιθουαν. laũkas «αγρός»). Στην ίδια λεξιλογική οικογένεια ανήκουν και οι τ. λεύσσω, λύχνος κ.ά. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται ο τ. re-u-ko- = λευκός και το σύνθ. re-u-ko-nu-ka = λευκ-ονυχα (< λευκός + ὄνυξ, -υχος). Στην Αρχαία Ελληνική η λ. λευκός απαντά τόσο με τη σημ. «λαμπρός, φωτεινός» όσο και με τη σημ. «άσπρος», ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται μόνο με την τελευταία και σε μεγάλο βαθμό αντικαταστάθηκε από το άσπρος, που εμφανίζει εντελώς διαφορετική σημασιολογική εξέλιξη (βλ. άσπρος).
ΠΑΡ. λευκαίνω, λεύκη, λευκίνη, λευκισμός λευκίτης, λευκιτίτης, λευκότητα(-ης)
αρχ.
λεύκας, λευκήρης, λεύκος, λευκώ.
ΣΥΝΘ. (Για τα σύνθ. με α' συνθετικό βλ. λευκο-). (Β' συνθετικό) ερυθρόλευκος, ημίλευκος, ξανθόλευκος, ολόλευκος, πάλλευκος, υπέρλευκος, υπόλευκος, φλογόλευκος, ωχρόλευκος
αρχ.
διάλευκος, εκλευκος, έλλευκος, επίλευκος, ζάλευκος, μεσόλευκος, μιξόλευκος, παράλευκος, περίλευκος
νεοελλ.
αβρόλευκος, αργυρόλευκος, αχνόλευκος, γαλανόλευκος, καστανόλευκος, κατάλευκος, κυανόλευκος, πρασινόλευκος, σταχτόλευκος, χιονόλευκος].