ὥρα

Revision as of 08:18, 19 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "[[ " to " [[")

English (LSJ)

ὤρα, (A), Ion. ὤρη, ἡ: (v. sub fin.):—
A care, concern, mostly c. gen. and usually joined with some word expressing or implying negation, ὤρη γάρ τ' ὀλίγη πέλεται νεικέων little heed is there for strifes, Hes.Op.30; ἀνδρὸς ἀλωμένου οὐδεμἴ ὤρη Tyrt.10.11; μηδεμίαν ὤρην ἔχειν ἁρπασθεισέων [γυναικῶν] Hdt.1.4, cf. 3.155, Alciphr. 1.27; ὤρην ἐποιήσαντο οὐδεμίαν Hdt.9.8, cf. Herod.4.43; ἤδη γὰρ ἔσχες ἐλπίδ' ἑς ἐμοῦ θεοὺς ὤραν τιν' ἕξειν; S.OC386; ἔχω δέ τοι οὐδ' ὅσον ὤραν χείματος Theoc.9.20; περὶ τῶν.. πλευρῶν οὐδεμίαν ὤ. ἔχεις Pl.Com.2; ὑπὲρ τούτων οὐδ' ὀλίγην ἔθεντο ὤ. Ael.NA1.59; τὰ θεῖα ἐν μηδεμιᾷ ὤ. τίθεσθαι Id.Fr.106; without a neg., εἰ πατρὸς νέμοι τιν' ὤραν S.Tr.57; εἰ δεῖ τῆς τῶν Αἰγυπτίων σοφίας.. ὤραν τίθεσθαι Ael.NA 12.7. Poet. word, used in Ion. and late Prose. (Hence ὀλιγωρία, cf. Hes.Op.l.c.: prob. fr. ϝώρα, 'watching', cf. βῶροι (i.e. ϝῶροι) · ὀφθαλμοί, Hsch., and ὁράω; cf. οὖρος (B).)ὥρα or ὤρα (B), only in Ion. form ὥρη, or ὤρη, some part of a sacrificial victim,
A λάψεται γλῶσσαν, ὀσφῦν δασέαν, ὤρην SIG1037.2 (Milet., iv/iii B.C.); τοὺς Ἴωνας λέγειν φασὶ τὴν κωλῆν ὥρην καὶ ὡραίαν Sch.HQ Od.12.89: but distinguished from κωλῆ, λάψεται.. κωλῆν ἀντὶ τῆς ὤρης SIGl.c.5; cf. ἄωρος(B). (Perh. cogn. with Lat. sūra.)

(C), Ion. ὥρη, ἡ: Ep. gen. pl. ὡράων, Ion. ὡρέων: loc. pl. ὥρασι, q.v.
A any period, fixed by natural laws and revolutions, whether of the year, month, or day (the sense 'day' is implied in the compd. ἑπτάωρος, q.v.), νυκτός τε ὥραν καὶ μηνὸς καὶ ἐνιαυτοῦ X.Mem. 4.7.4, cf. E.Alc.449(lyr.), Pl.R.527d; τοῦ γνώμονος ἡ σκιὰ ἐπιοῦσα ἐπὶ τὰς γραμμὰς σημαίνει τὰς ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ καὶ τῆς ἡμέρας IG12(8).240 (Samothrace): but specially,
I in Hom., part of the year, season; mostly in plural, the seasons, ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος καὶ ἐπήλυθον ὧραι Od.2.107, 19.152; ἀλλ' ὅτε δὴ μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο, ἂψ περιτελλομένου ἔτεος, καὶ ἐπήλυθον ὧραι 11.295, 14.294; ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἐνιαυτὸς ἔην, περὶ δ' ἔτραπον ὧραι 10.469, cf. Hes. Th. 58; Διὸς ὧραι Od.24.344, cf. Pi.O.4.2; ὁ κύκλος τῶν ὡρέων ἐς τὠυτὸ περιιών Hdt.2.4, cf. 1.32; δυώδεκα μέρεα δασαμένους τῶν ὡρέων ἐς [τὸν ἐνιαυτόν] Id.2.4; οὐ μεταλλάσσουσι αἱ ὧραι ib.77; περιτελλομέναις ὥραις S.OT156 (lyr.); πάσαις ὥραις = at all seasons, Id.Fr.592.6 (lyr.), Ar.Av.696 (anap.); ὧραι ἐτῶν καὶ ἐνιαυτῶν Pl.Lg.906c, cf. Smp.188a, etc.; τῆς.. ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ ταύτης οὔσης, ἐν ᾗ ἀσθενοῦσιν ἄνθρωποι μάλιστα Th.7.47; χαλεπὴ ὥρα a bad season, Pl.Prt.344d; ἀ δ' ὤρα χαλέπα Alc.39; ἡ ὥρα αὕτη this season, X.Cyn.7.1, cf. 5.6; κατὰ τὰς ὥρας according to the seasons, Arist.GA786a31; οἱ περὶ τὴν ὥραν χρόνοι Id.Pol.1335a37.—Hom. and Hes. distinguish three seasons, and express each by the sg. ὥρη, with a word added to specify each:
a spring, ἔαρος.. ὥρη Il.6.148; ὥρη εἰαρινή 2.471, 16.643, Od.18.367, etc.; so in Trag. and Att., ἦρος ὥρα or ὧραι, Ar.Nu.1008 (anap.), E.Cyc.508 (lyr.); ὥρα νέα Ar.Eq.419; νεᾶνις E.Ph.786 (lyr.); v. infr. 2.
b summer, θέρεος ὥρη Hes.Op.584, 664; ὥρα θερινή X.Cyn.9.20, Pl.Epin.987a, etc.
c winter, χείματος ὥρη Hes.Op.450; ὥρῃ χειμερίῃ Od.5.485, Hes.Op.494; χειμῶνος ὥρᾳ = in winter, And.1.137; χιονοβόλος Plu.2.182e.—A. also names three seasons, Pr.454sq.; an Egyptian division of the year, acc. to D.S.1.26.—A fourth first appears in Alcm.76, θέρος καὶ χεῖμα κὠπώραν τρίταν καὶ τέτρατον τὸ ϝῆρ; and in Hp.Vict.3.68, χειμών, ἦρ, θέρος, φθινόπωρον; ὥρας φαίνομεν ἡμεῖς ἦρος χειμῶνος ὀπώρας Ar.Av.709 (anap.); τετράμορφοι ὧραι E(?).Fr.943 (hex.): later, seven seasons are named, ἔαρ, θέρος, ὀπώρα, φθινόπωρον, σπορητός, χειμών, φυταλιά Gal.17(1).17.
2 esp. prime of the year, springtime, ὅσα φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ Od.9.51, cf. Il.2.468; παρὰ τὴν καθεστηκυῖαν ὥραν Th.4.6.
b in historians, the campaigning season, τὸν τῆς ὥρας εἰς τὸν περίπλουν χρόνον X.HG6.2.13; especially in the phrase ὥρα ἔτους, Th.2.52, 6.70, Pl.Phdr. 229a, Lg.952e, D.50.23, Thphr.CP3.23.2; εἰς ἔτους ὥραν = next season, Plu.Per.10.
3 the year generally, τῆς ὥρης μέσον θέρος Hdt.8.12; ἐν τῇ πέρυσιν ὥρᾳ = last year, D.56.3; εἰς ὥρας = next year, Philem.116, Pl.Ep.346c, LXX Ge.18.10, AP11.17 (Nicarch.), cf. Plu.Ages.22; also εἰς ἄλλας ὥρας hereafter, E.IA122 (lyr.); ἐς τὰς ὥρας τὰς ἑτέρας Ar.Nu.562 (lyr.); ἐκ τῶν ὡρῶν εἰς τὰς ὥρας Id.Th.950 (anap.); κἠς ὥρας κἤπειτα next year and for ever, Theoc.15.74; also ὥραις ἐξ ὡρᾶν Isyll.25; cf. ὥρασιν.
4 in plural, of the climate of a country, as determined by its seasons, Hdt.1.142, cf. 149, 4.199 (here perhaps three harvest seasons); τὰς ὥ. κάλλιστα κεκρημένας Id.3.106; cf. Pl.Criti.111e, Phd. 111b; climatic conditions, Hdt.2.26.
II time of day, νυκτὸς ἐν ὥρῃ h.Merc.67, 155, 400; αἱ ὧ. τῆς ἡμέρας the times of day, i.e. morning, noon, evening, and night, X.Mem.4.3.4; δι' ὥραν ἡμέρας by the time of day (fixed for meetings), D.Prooem.49, etc.; πᾶσαν ὥ. τῆς ἡμέρας Arist.Mete.371b31; μεσονυκτίοις ποθ' ὥραις Anacreont.31.1: without ἡμέρας or νυκτός, ἑκάστης ἡμέρας μέχρι τρίτου μέρους ὥρας Pl. Lg.784a; τῆς ὥρας μικρὸν πρὸ δύντος ἡλίου X.HG7.2.22; ψευσθεὶς τῆς ὥρας = having mistaken the hour, And.1.38; ἐποίησαν ἔξω μέσων νυκτῶν τὴν ὥραν, i.e. they prolonged the day beyond midnight, D.54.26; τῆς ὥρας ἐγίγνετ' ὀψέ Id.21.84; ὀψίτερον τῆς ὥ. PTeb.793 xi 12 (ii B. C.); πολλῆς ὥρας it being late, Plb.5.8.3; ἤδη ὥρα πολλή Ev.Marc.6.35; ἄχρι πολλῆς ὥρας = till late in the day, D.H.2.54.
b duration, interval or lapse of time, μετὰ ἱκανὴν ὥραν τοῦ κατενεχθῆναι τὸν πέλεκυν ἐξακούεται ἡ τῆς πληγῆς φωνή S.E.M.5.69; length of time, term, Ἄρτεμις ἐννέ' ἐτῶν δεκάδας βίον Ἀρτεμιδώρῳ ἔκχρησεν, τρεῖς δ' ὥραι(date.) ἔτι προσέθηκε Προνοίη IG12(3).1350.3 (Thera, ii B. C.); ἐπὶ πολλὴν ὥραν = for a long time, J.AJ8.4.4.
2 the νυχθήμερον was prob. first divided into twenty-four hours by Hipparch., ἐν πόσαις ὥραις ἰσημεριναῖς (equinoctial hours) ἕκαστον τῶν ἄστρων ἢ δύνει ἢ ἀνατέλλει 2.4.5, cf. Ptol.Alm.3.9, 4.9, al.
b in ordinary life the day from sunrise to sunset was divided into twelve equal parts called ὧραι (ὧραι καιρικαί when it was necessary to distinguish them from the ὧραι ἰσημεριναί, v. καιρικός 2 c), ἡμέρα ἡ.. δωδεκάωρος, τουτέστιν ἡ ἀπὸ ἀνατολῆς μέχρι δύσεως S.E.M.10.182; οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; Ev.Jo.11.9; ὡράων ἀμφὶ δυωδεκάδι AP9.782 (Paul.Sil.); the time of day was commonly given without the Art., ὥρᾳ ᾱ PHamb.1.96.3 (ii A. D.), τρίτης ὥρας Plu.Rom.12; ὀγδόης, ἐνάτης, δεκάτης ὥρας, Id.Alex.60, Aem.22, Ant.68, etc.; but we have περὶ τὴν τρίτην ὥραν, περὶ τὴν ἑνδεκάτην, Ev.Matt.20.3,6, beside περὶ ἕκτην καὶ ἐννάτην ὥραν ib.5; χθὲς ὥραν ἑβδόμην Ev.Jo.4.52, cf. IG5(1).1390.109 (Andania, i B. C.), etc.; ἐρωτᾷ σε Χαιρήμων δειπνῆσαι.. αὔριον, ἥτις ἐστὶν ιε, ἀπὸ ὥρας θ -tomorrow the 15th at 9 o'clock, POxy.110 (ii A. D.): prov., δωδεκάτης ὥρας, as we say 'at the eleventh hour', Plu.Crass.17.
c τὰ δυώδεκα μέρεα τῆς ἡμέρης παρὰ Βαβυλωνίων ἔμαθον οἱ Ἕλληνες Hdt. 2.109; here ἡμέρη means the νυχθήμερον, and the μέρεα were each = 2 ὧραι ἰσημεριναί; these double hours (Assyr. kaš-bu) are called ὧραι by Eudox., ἥμισυ ζῳδίου... ὅ ἐστιν ὥρας ἥμισυ Ars14.11, cf. 16.2; cf. δωδεκάωρος ΙΙ.
III Astrol., degree of the zodiac rising at the nativity (cf. ὡρονόμος ΙΙ, ὡροσκόπος ΙΙ), ὥρα μεροποσπόρος, τεκνοσπόρος, Man.4.577, 597; ἐξ ὥρης ἐσορῶν Ζεὺς Ἑρμείην Jupiter in the ascendant in aspect with Mercury, Id.3.186, cf. 32, al.
B the fitting time or season for a thing (mostly without Art., even in Att.), freq. in Hom. (v. infr.); ὥρα συνάπτει Pi.P.4.247; ὧραι ἐπειγόμεναι Id.N.4.34; ὅταν ὥ. ἥκῃ X.Mem.2.1.2; but with Art., τῆς ὥ. ἐνθυμεῖσθαι Id.Cyn.8.6: freq. in later writers, τῆς ὥρας ἐπιγενομένης Plb.2.34.3, etc.
2 c. gen. rei, ὥρη κοίτοιο, μύθων, ὕπνου, the time for bed, tale-telling, or sleep, Od.3.334, 11.379, cf. Hdt.1.10; ὥρη δόρποιο Od.14.407; περὶ ἀρίστου ὥραν Th.7.81, X.HG1.1.13; πολυηράτου ἐς γάμου ὥρην Od.15.126; ἐς γάμου ὥρην ἀπικέσθαι Hdt. 6.61; γάμων ἔχειν ὥραν D.H.5.32; so εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἥκουσα time for a husband, Pl.Criti. 113d; ὥρη ἀρότου, ἀμήτου, Hes.Op.460, 575; μέχρι ἀρότου ὥρης IG7.235.3 (Oropus, iv B. C.); καρπῶν ὧραι Ar.Ra. 1034 (anap.); ἡ ὥρα τῆς ὀχείας Arist.HA509b20; τοῦ φωλεύειν ib. 579a26, etc.; also ὥραν εἶχον παιδεύεσθαι I was of age to.. Is.9.28.
3 ὥρα, ὥρα ἐστίν c. inf., it is time to do a thing, ἀλλὰ καὶ ὥρη εὕδειν Od.11.330, cf. 373; so also in Trag. and Att., E.Ph. 1584, Heracl.288 (anap.), Ar.Ec.30, Pl.Prt.361e, 362a; so δοκεῖ οὐχ ὥρα εἶναι καθεύδειν X.An.1.3.11, cf. HG7.2.13 (dub. l.): c. acc. et inf., ὥρα δ' ἐμπόρους καθιέναι ἄγκυραν A.Ch.661, cf. S.OT466 (lyr.): c. dat. et inf., X.Cyr.4.5.1, Pl.Tht.145b: in these phrases the inf. pres. is almost universal; the aor., however, occurs in Od.21.428, S.Aj.245 (lyr.), Ar.Ach.393 (where also ἐστί is added to ὥρα, as in Philyll.3, ἀφαιρεῖν ὥρα 'στὶν ἤδη τὰς τραπέζας); and the pf. in ὥρα πεπαῦσθαι Plu.2.728d: sometimes the inf. must be supplied, οὐδέ τί σε χρή, πρὶν ὥρη, καταλέχθαι Od.15.394, cf. E.El.112 (lyr.), Ar.Ec.877; ὥρα κἠς οἶκον (i.e. ἰέναι εἰς οἶκον) Theoc.15.147.
4 in various adverb. usages, τὴν ὥρην at the right time, Hdt.2.2, 8.19, X.Oec.20.16: but τὴν ὥ. at that hour, Hes.Sc.401; ταύτην τὴν ὥραν at this season, X.Cyn.9.1; [ἡ ἶρις] πᾶσαν ὥραν γίγνεται τῆς ἡμέρας Arist.Mete.371b31; δείελον ὥρην παύομαι ἀμήτοιο A.R. 3.417; ὥραν οὐδενὸς κοινὴν θεῶν at an hour... A.Eu.109, cf. E.Ba. 724, Aeschin.1.9; αὐτῆς ὥρας = immediately, PMich. in Class.Phil.22.255(iii A. D.); ἐν ὥρῃ in due season, in good time, Od.17.176, Hdt. 1.31, cf. Pi.O.6.28, Ar.V.242, etc.; also αἰεὶ εἰς ὥρας = in successive seasons, Od.9.135; ἐς τὰς ὥρας = for all time, Ar.Ra.382 (lyr. cf. supr. A. 1.3) (hence in an acclamation [ε] ἰς ὥρας πᾶσι τοῖς τὴν πόλιν φιλοῦσιν hurrah for... POxy.41.29 (iii/iv A. D.)); οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥρας μὴ ἔλθοιεν = a curse on those who relieve themselves here [at my grave]! Milet.2(3) No.406, cf. ὥρασι; καθ' ὥραν Theoc.18.12, Plb.1.45.4, cf. 3.93.6, etc.; opp. παρ' ὥρην AP7.534 (Alex.Aet. or Autom.), cf. Plu.2.784b, etc.:—πρὸ τῆς ὥρας X.Oec.20.16; πρὸ ὥρας Luc.Luct.13; πρὸ ὥρας τελευτῆσαι IG42(1).84.26 (Epid., i A. D.); πρὶν ὥρας Pi.P.4.43 (cf. πρίν A. 11.4).
II metaph., the springtime of life, the bloom of youth, Mimn.3.1; ὥραν ἐχούσας A.Supp.997, cf. Th.13, 535; παῖδας πρὸς τέρμασιν ὥρας Ar.Av.705 (anap.); πάντες οἱ ἐν ὥρᾳ Pl.R.474d; οὐκ ἐνὥρα = πρεσβύτερος, Id.Phdr. 240d; ἐὰν ἐπὶ ὥρᾳ ᾖ Id.R.474e; ἕως ἂν ἐν ὥρᾳ ὦσι Id.Men.76b; παυσαμένου τῆς ὥρας prob. in Id.Phdr.234a; ἀνθεῖν ἐν ὥρᾳ Id.R.475a; τὴν ὥ. διαφυλάξαι ἄβατον τοῖς πονηροῖς Isoc.10.58; λήγειν ὥρας, opp. ἀνθεῖν, Pl.Alc.1.131e; ἑς ἐπιγινόμενόν τι τέλος, οἷον τοῖς ἀκμαίοις ἡ ὥρα Arist.EN1174b33, cf. 1157a8.
2 freq. involving an idea of beauty, φεῦ φεῦ τῆς ὥρας τοῦ κάλλους Ar.Av.1724(lyr.); ὥρᾳ.. ἡλικίας λαμπρός Th.6.54; κάλλει καὶ ὥρᾳ διενεγκόντες Aeschin.1.134, cf. ib.158; καλὸς ὥρᾳ τε κεκραμένος Pi.O.10(11).104, cf. X.Mem. 2.1.22, Pl.Lg.837b; ἀφ' ὥρας ἐργάζεσθαι = sell their beauty, Lat. quaestum corpore facere, Plu.Tim..14, cf. X.Mem..1.6.13, Smp.8.21; τὴν ὥ. πεπωληκότες Phld.Rh.1.344 S.:—then,
b generally, beauty, grace, elegance of style, D.H.Pomp.2, Plu.2.874b, etc.; γλυκύτης καὶ ὥ. Hermog.Id.2.3, cf. Men.Rh.p.335 S., Him.Or.1.2; of beauty in general, χάρις καὶ ὥρα Plu.2.128d.
3 Ὥρα personified, like Ἥβη, Pi.N.8.1.
III = τὰ ὡραῖα, the produce of the season, fruits of the year, ἀπὸ τῆς ὥρας ἐτρέφοντο X.HG2.1.1.
C personified, αἱ Ὧραι, the Hours, keepers of heaven's cloudgate, Il.5.749, 8.393; and ministers of the gods, ib.433; Ζεῦ, τεαὶ.. Ὧραι Pi.O.4.2; especially of Aphrodite, h.Hom.6.5,12; also Ὧραι Διονυσιάδες, Ὧραι Καρνειάδες, Simon.148, Call.Ap.87; three in number, Eunomia, Dike, Eirene, daughters of Zeus and Themis, Hes.Th. 901; Ὧραι πολυάνθεμοι Pi.O.13.17, cf. Alex.261.6, Theoc.1.150, etc.: freq. joined with the Χάριτες, h.Ap.194, Hes.Op.75; worshipped at Athens, Paus.9.35.1; at Argos, Id.2.20.5; at Attaleia, BMus.Inscr.1044 (i B. C.).

German (Pape)

[Seite 1412] ἡ, ion. ὥρη, ursprünglich eine jede bestimmte Zeit; bes. die nach gewissen Zeitabschnitten oder Zeitumläufen wiederkehrt, also – 1) die Jahreszeit im Allgemeinen; Hom. gew. im plur., die wechselnden Jahreszeiten, ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος καὶ ἐπήλυθον ὧραι Od. 2, 107. 19, 152. 24, 142, öfter; h. Ven. 102; Hes. Th. 58; Her. 1, 32 u. sonst; ὧραι Διός Pind. Ol. 4, 1; κήρυκες ὡρᾶν I. 2, 23; περιτελλομέναις ὥραις Soph. O. R. 156; vgl. Ar. Av. 696; – auch das durch den Wechsel der Jahreszeiten bedingte mildere oder rauhere Klima eines Ortes od. Landes, Her. 1, 142. 149. 3, 106, bei dem auch die vier Himmelsgegenden dadurch bezeichnet sind, 2, 26; im sing. bei Hes. O. 666 Sc. 411. – Bes. die schöne Jahreszeit, der Frühling, ὅσα φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ Od. 9, 51, vgl. Il. 2, 468; Hom. u. Hes. unterscheiden drei Jahreszeiten: Frühling, ἔαρ, εἴαρος ὥρη Il. 6, 148, ὥρη εἰαρινή 2, 471. 16, 643 Od. 18, 367. 22, 301 h. Cer. 174, ἦρος ὧραι Eur. Cycl. 506 Ar. Nubb. 995, auch νέα ὥρα, das junge Jahr, Frühjahr, Equ. 417; – Sommer, θέρος, θέρεος ὥρη Hes. O. 586, auch ὥρα ἔτους, Thuc. 2, 52 u. Plat. Legg. XII, 952 e, Bast ep. crit. p. 108, was aber auch von den übrigen Jahreszeiten gebraucht wird; – u. Winter, χειμών, χεῖμα, χεί. ματος ὥρη Hes. O. 452, ὥρη χειμερίη Od. 5, 485 Hes. O. 496. – Dazu wird dann noch zwischen Sommer u. Winter die ὀπώρα, der Herbst eingefügt, wo dann auf ἔαρ und ὀπώρα je zwei, auf θέρος und χειμών je vier Monate gerechnet werden, Eur. frg. inc. 143; später nimmt man sieben Jahreszeiten an : ἔαρ, θέρος, ὀπώρα, φθινόπωρον, σπορητός, χειμών, φυταλιά; Plat. Legg. X, 906 d nennt die Jahreszeiten ὧραι ἐτῶν καὶ ἐνιαυτῶν; Arist. οἱ περὶ τὴν ὥραν χρόνοι; ὥρα μηνός Eur. Alc. 445; ἐκ τῶν ὡρῶν εἰς τὰς ὥρας Ar. Th. 950; ὡρῶν καὶ ἐνιαυτοῦ Plat. Crat. 408 e; ἡ τῶν ὡρῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ σύστασις Conv. 188 a; vgl. noch Phil. 30 c Conv. 188 a Prot. 321 a. – Auch, bes. bei Sp., das Jahr, insofern es durch die Jahreszeiten bestimmt ist, ἐν τῇ πέρυσιν ὥρᾳ, im vorigen Jahre, Dem.; εἰς ὥρας, im künftigen Jahre, Plut. Pericl. 13; so εἰς ὥρας ἄλλας, ἑτέρας u. ä., Sp.; εἰς ὥρας κἤπειτα, in aller Zukunft, Theocr. 15, 74; μὴ ὥραισιν ἱκοίμην, Betheuerung od. Verwünschungsformel: möge ich nicht das nächste Jahr erleben (s. ὥρασιν, – Die Tageszeit; H. h. Merc. 65. 155. 440; μεσονυκτίοις ποτ' ὥραις Anacr. 31, 1; ὧραι ἡμέρας, die Tageszeiten, τῆς ὥρας ἐγίγνετο ὀψέ Dem. 21, 84, es wurde spät Abends; Xen. Mem. 4, 7,4 vrbdt νυκτὸς ὥρα καὶ μηνὸς καὶ ἐνιαυτοῦ, wofür 4, 3,4 μηνὸς μέρη steht. – Aber erst Sp. brauchen es für Stunde, welche Bedeutung von den Astronomen ausgegangen zu sein scheint; zuerst bei Hipparch., vgl. Ideler Chronol. I p. 239. – 2) Übh. die rechte, angemessene Zeit, die passende Zeit, Etwas zu thun, also wie καιρός; bei Hom. bes. vom Essen u. Schlafen, auch von Reden und Hochzeit, also von Dingen, die an bestimmte Zeitabschnitte geknüpft sind; γάμου Od. 15, 126; δόρποιο 14, 407; κοίτοιο 3, 334. 19, 510; ὕπνου, μύθων, 11, 379; ἀρότου, ἀμήτου, Hes. O. 462. 577, ὁδοῦ Th. 754, – c. inf., εὕδειν, O, d. 11, 830. 373; mit accus., δόρπον τετυκέσθαι, 21. 428; so auch Tragg., ὥρα δ' ἐμπόρους μεθιέναι ἄγκυραν Aesch. Ch. 650, es ist Zeit; ὥρα τάφου μνήμην τίθεσθαι Eur. Phoen. 1578; ὥρα 'στίν Ar. Ach. 393; ὥρα βαδίζειν Eccl. 30; ὥρα ἦν πάλαι, es war längst Zeit, 877; u. in Prosa: νῦν δ' ὥρα ἤδη καὶ ἔπ' ἄλλο τι τρέπεσθαι Plat. Prot. 361 e; καὶ γὰρ ἐμοὶ πάλαι ὥρα ἰέναι 362; Theaet. 145 b Soph. 241 b u. oft; Xen. Cyr. 4, 5,1, An. 1, 3,11 u. oft, u. Folgde; εἴς τι Theocr. 15, 147; absol., ἐν ὥρῃ δεῖπνον ἑλέσθαι Od. 17, 176, zur rechten Zeit, πρὶν ὥρη 15, 394, εἰς ὥρας ἀμῷεν 9, 135, mit besonderer Beziehung auf die Reise des Getreides, τὴν ὥρην = zur rechten Zeit, Her. 2, 2. 8, 19; ἐν ὥρᾳ, Ar. Vesp. 242; μηδένα καιρὸν μηδὲ ὥραν παραλείπειν Dem. 2, 23, – 3) die Reise, Aesch. frg. 36, bes. die Reise des Menschenlebens, oder die vollste Blüte der Jugend, und die reifste, edelste Kraft der Mannheit, στείχει δ' ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων ὥρας φυούσης Spt. 517, vgl. Suppl. 975; ἐς γάμου ὥρην ἀπικέσθαι (vgl. 2) Her. 6, 61; εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἥκουσα κόρη, die mannbar werdende Jungfrau, Plat. Critia. 113 d; ὥραν εἶχε Is. 2, 3, was nachher ist ἡλικίαν ἔχειν ἀνδρὶ συνοικεῖν; οὐκ οὖσαν αὐτῷ καθ' ὥραν παῖδα Plut. Demetr. 14. – 4) die Schönheit, sowohl der Natur übh., als bes. von Menschen, die Blüte, Anmuth, der Liebreiz; Ar. Av. 1721; οἱ τῆς σῆς ὥρας ἀπολαύσονται Plat. Phaedr. 234 a; Conv. 219 c; ὄψιν πρεσβυτέραν καὶ οὐκ ἐν ὥρᾳ Phaedr. 240 d; Polit. 270 e u. öfter; Xen. Mem. 2, 1,22. – Plat. leitet das Wort Crat. 410 c von ὁρίζω ab, ὅραι, διὰ τὸ ὁρίζειν χειμῶνάς τε καὶ θέρη. – Vgl. auch nom. propr.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
A. toute division du temps, période de temps :
I. selon la durée en gén. temps, durée : ὥρα νυκτὸς καὶ μηνὸς καὶ ἐνιαυτοῦ XÉN la durée d'une nuit et d'un mois et d'une année ; εἰς ὥραν ἔτους PLUT pour une durée d'une année, pour une année ; περιτελλομέναις ὥραις SOPH dans les périodes de temps qui accomplissent leur évolution ; ὁ κύκλος τῶν ὡρέων HDT le cercle des saisons ; particul. période déterminée du temps :
1 année;
2 période du mois;
3 période du jour ou de la nuit ; ὧραι τῆς ἡμέρας XÉN les heures de la journée ; d'ord. sans art. : τρίτης ὥρας PLUT à la troisième heure ; ◊ prov. δυωδεκάτης ὥρας PLUT à la douzième heure, càd à la dernière heure en parl. de la mort imminente;
II. selon les saisons, d'où
1 saison ; particul. saison par excellence, saison des fleurs, printemps ; fig. printemps de la vie, fleur de l'âge : οἱ ἐν ὥρᾳ, ceux qui sont dans la fleur de l'âge;
2 climat, température;
3 produit d'une saison, fruits, moisson;
B. temps opportun, moment favorable : εἰς ὥρας OD au moment convenable ; ἐν ὥρῃ OD, ἐν ὥρᾳ AR à temps ; τὴν ὥρην HDT, τὴν ὥραν XÉN à temps ou au temps accoutumé ; πρὸ τῆς ὥρας XÉN avant le temps ; p. suite (avec un rég.) le temps d'une chose, le moment convenable pour une chose : κοίτοιο OD, ὕπνου OD l'heure du coucher, du sommeil ; avec un inf. : ὥρη (ἐστὶν) εὕδειν OD, ὥρα ἐστὶ καθεύδειν XÉN c'est l'heure de dormir ; particul. âge nubile;
C. Ὧραι, ῶν (αἱ) les Heures, gardiennes des portes du ciel et servantes des dieux.
Étymologie: cf. ὧρος.

English (Slater)

ὥρα (ὥρα, -ας, -ᾳ, -α, -αι, -ᾶν, ὥραισι, -ας.)
   a time, hour ὥρα γὰρ συνάπτει (i. e. the limited time) (P. 4.247) τὰ μακρὰ δ' ἐξενέπειν ἐρύκει με τεθμὸς ὧραί τ ἐπειγόμεναι (N. 4.34) ὅν τε κάρυκες ὡρᾶν ἀνέγνον, σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι (οἳ τὰς ὥρας καὶ τὸν καιρὸν τοῦ Ὀλυμπιακοῦ ἀγῶνος ἐκήρυσσον, καθ' ἃς ἐτελεῖτο Σ.) (I. 2.23)
   b appointed time πρὸς Πιτάναν δὲ παρ' Εὐρώτα πόρον δεῖ σάμερον ἐλθεῖν ἐν ὥρᾳ (O. 6.28) “πρὶν ὥρας” (P. 4.43)
   c youthful bloom, youthfulness ἰδέᾳ τε καλὸν ὥρᾳ τε κεκραμένον (O. 10.104) ὦ παῖδες, ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι fr. 122. 8, cf. (N. 8.1)
   d pro pers., s., Youthfulness ὥρα πότνια, κάρυξ Ἀφροδίτας ἀμβροσιᾶν φιλοτάτων (N. 8.1) esp., pl., the Seasons, daughters of Zeus and Themis, Ζεῦ· τεαὶ γὰρ ὧραι ὑπὸ ποικιλοφόρμιγγος ἀοιδᾶς ἑλισσόμεναί μ' ἔπεμψαν (O. 4.1) πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ (O. 13.17) “εὐθρόνοις ὥραισι καὶ Γαίᾳ” (as the foster mothers of Aristaios) (P. 9.60) ἁ δὲ (sc. Θέμις) τὰς χρυσάμπυκας ἀγλαοκάρπους τίκτεν ἀλαθέας ὥρας (Boeckh ex Hesych.: ἀγαθὰ σωτῆρας codd. Clem. Alex.) fr. 30. 6. ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς ὧραί τε Θεμίγονοι (Pae. 1.6) φοινικοεάνων ὁπότ' οἰχθέντος ὡρᾶν θαλάμου εὔοδμον ἐπάγοισιν ἔαρ φυτὰ νεκτάρεα fr. 75. 14.

Spanish

hora

English (Abbott-Smith)

ὥρα, -ας, ἡ, [in LXX chiefly for עֵת and in Da for שָׁעָה;]
1.any time or period fixed by nature, esp. a season (Hom., Hdt., Plat., al.).
2.A part of the day, and esp. a twelfth part of day or night, an hour: Mt 24:36, Mk 13:32, Ac 10:3, al.; accus. in ans. to "when"? (M, Pr., 63, 215; Bl., §34, 8), Jo 4:52, Ac 10:3, 30 I Co 15:30, Re 3:3; acc. of duration, Mt 20:12 26, Mk 14:37; inexactly, πρὸς ὥραν, for a season, for a time, Jo 5:35, II Co 7:8, Ga 2:5; πρὸς καιρὸν ὥρας, for a short season (ICC, in l.), I Th 2:17.
3.A definite point of time, time, hour: Mt 26:45; c. gen. rei, Lk 1:10 14:17, Re 3:10, al.; c. gen. pers., Lk 22:53, Jo 2:4 7:30, al.; ἡ ἄρτι ὥρα, I Co 4:11; ἐσχάτη ὥ., I Jo 2:18; seq. ὅτε, Jo 4:21, 23 5:25 16:25; ἵνα, Jo 12:23, al.; c. acc. et inf., Ro 13:11 (cf. DB, ext., 475b 476b).

English (Strong)

apparently a primary word; an "hour" (literally or figuratively): day, hour, instant, season, X short, (even-)tide, (high) time.

English (Thayer)

ὥρας, ἡ, from Homer down, the Sept. for עֵת and in Daniel for שָׁעָה;
1. a certain definite time or season fixed by natural law and returning with the revolving year; of the seasons of the year, spring, summer, autumn, winter, as ὥρα τοῦ θέρους, πρώϊμος καί ὄψιμος, χειμερια, etc.; often in the Greek writings (cf. Liddell and Scott, under A. I:1c., and on the inherent force of the word especially Schmidt, chapter 44 § 6f).
2. the daytime (bounded by the rising and the setting of the sun), a day: ὥρα παρῆλθεν, ἤδη ὥρας πολλῆς γενομένης (or γινομένης) (A. V. when the day was now far spent), πολύς, c. (but note that in the example from Polybius there cited πολλῆς ὥρας means early)); ὀψίας (ὀψέ T Tr marginal reading WH text) ἤδη οὔσης τῆς ὥρας (WH marginal reading brackets τῆς ὥρας), ὀψέ τῆς ὥρας, Polybius 3,83, 7; τῆς ὥρας ἐγιγνετο ὀψέ, Demosthenes, p. 541,28).
3. a twelfth part of the daytime, an hour (the twelve hours of the day are reckoned from the rising to the setting of the sun, BB. DD., under the word Hour; Riehm's HWB, under the word Uhr)): τῆς ἡμέρας added, τῆς νυκτός added, ὥρα, in stating the time when (Winer's Grammar, § 31,9; Buttmann, § 133,26): ἐν, Winer's Grammar, § 32,6; Buttmann, § 131,11): Winer's Grammar, and Buttmann's Grammar, at the passages cited): ποιέω, I:1a. at the end); ἀπό, ἕως, μέχρι, περί with the accusative a very short time: μία ὥρα, ἐν, WH marginal reading accusative), 17 (16), 19; πρός ὥραν (A. V. for a season), A. V. for an hour); πρός καιρόν ὥρας (for a short season), any definite time, point of time, moment: the fit or opportune time for one, ἡ ἄρτι ὥρα (A. V. this present hour), ἐσχάτῃ ὥρα, the last hour i. e. the end of this age and very near the return of Christ from heaven (see ἔσχατος, 1, p. 253 b), αὐτῇ τῇ ὥρα, that very hour, A. V. (not R. V.) that instant); ἐν αὐτῇ τῇ ὥρα, in that very hour, R G L text); ἐν τῇ ὥρα ἐκείνῃ, ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρα, L marginal reading T Tr WH); ἀπ' ἐκείνης τῆς ὥρας, ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης, ὥρα ὅτε, ἵνα (see ἵνα, II:2d.), καί and a finite verb, ὥρα ἐν ἤ, οὔπω ὥρα συναχθῆναι τά κτήνη, Aeschylus down, in Passow, under the word, vol. ii., p. 2620a; (Liddell and Scott, under the word, B. I:3); so the Latin tempus est, Cicero, Tusc. 1,41, 99; ad Attic 10,8). Owing to the context ὥρα sometimes denotes the fatal hour, the hour of death: L Tr WH readὥρα αὐτῶν i. e. the time when these predictions are fulfilled); ἡ ὥρα τίνος, 'one's hour', i. e. the time when one must undergo the destiny appointed him by God: so of Christ, ἐξαυτῆς (ἀφ' ἧς? cf., p. 58b top), Winer's Grammar, § 64,5, under the word; Buttmann, 82 (71); on the omission of the article with it (e. g. Winer's Grammar, § 19, under the word).

Greek Monotonic

ὥρα: Ιων. ὥρη, ἡ, Επικ. γεν. πληθ. ὡράων, Ιων. ὡρέων· ποιητ. δοτ. πληθ. ὥραισι, Λατ. hora· Α. κάθε στιγμή ή χρονική περίοδος, είτε του έτους, του μήνα ή της ημέρας (νυκτός τε ὥραν καὶ μηνὸς καὶ ἐνιαυτοῦ, σε Ξεν.)· απ' όπου,
I. 1. τμήμα του έτους, εποχή· στον πληθ., εποχές, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.· περιτελλομέναις ὥραις, σε Σοφ.· τῆς ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ, σε Θουκ.· αρχικά διακρίνονταν τρεις εποχές· α) άνοιξη, ἔαρος ὥρη, ὥρη εἰαρινή, σε Όμηρ.· β) καλοκαίρι, θέρεος ὥρη, σε Ησίοδ., ὥρα θερινή, σε Ξεν.· γ) χειμώνας, χείματος ὥρη, σε Ησίοδ., ὥρῃ χειμερίῃ, σε Ομήρ. Οδ.· η τέταρτη εποχή, ὀπώρα, αναφέρεται πρώτα στον Αλκμ.
2. απόλ., η ακμή του έτους, η ώρα της άνοιξης· ὅσα φύλλα γίγνεται ᾥρη, σε Όμηρ.· στους ιστορικούς, η ώρα του έτους που είναι κατάλληλη για πόλεμο, το καλοκαίρι, κυρίως στη φράση, ὥρα ἔτους, σε Θουκ. κ.λπ.
3. το έτος γενικά, σε Ηρόδ.· ἐν τῇ πέρυσιν ὥρᾳ, κατά το προηγούμενο έτος, σε Δημ. κ.λπ.
4. στον πληθ., τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, μεταξύ των οποίων το καλοκαίρι θεωρείται ο νότος, ενώ ο χειμώνας ο βορράς, σε Ηρόδ.
II. 1. μέρος της ημέρας ή του ημερονυκτίου, αἱ ὧραι τῆς ἡμέρας, οι ώρες της ημέρας, τα μέρη της ημέρας, πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ, σε Ξεν.· επίσης, νυκτὸς ἐν ὥρῃ, την ώρα της νύχτας, σε Ομηρ. Ύμν.· ὀψὲ τῆς ὥρας, αργά μέσα στην ημέρα, σε Δημ.
2. μέρα και η νύχτα πιθ. χωρίστηκαν πρώτα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τον αστρονόμο Ίππαρχο (περίπου το 150 π.Χ.)· αλλά η διαίρεση της φυσικής μέρας (από ανατολή ηλίου μέχρι δύση) σε δώδεκα μέρη είχε εισαχθεί ήδη πριν από τον Ηρόδ. (2. 109).
III. 1. κατάλληλη στιγμή ή εποχή για ένα πράγμα (καιρός), ὅταν ὥρα ἥκῃ, σε Ξεν. κ.λπ.
2. με γεν. πράγμ., ὥρη κοίτοιο, ὕπνου, η ώρα του κρεβατιού, η ώρα του ύπνου, σε Ομήρ. Οδ.· ὥρη δόρποιο, στο ίδ.· καρπῶν ὧραι, σε Αριστοφ.
3. ὥρα (ἐστίν), με απαρ., είναι ώρα, κατάλληλος καιρός για να γίνει κάτι, ἀλλὰ καὶ ὥρη εὕδειν, σε Ομήρ. Οδ.· δοκεῖ οὐχ ὥρα εἶναι καθεύδειν, σε Ξεν. κ.λπ.
4. με επιρρ. χρήση, τὴν ὥρην, κατά τον προσήκοντα χρόνο, σε Ηρόδ., Ξεν.· αλλά τὴνὥρα, σε αυτήν τη στιγμή, σε Ησίοδ.· ἐν ὥρῃ, στον προσήκοντα χρόνο, στην κατάλληλη στιγμή, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· επίσης, αἰεὶ ἐς ὥρας, κατά διαδοχικές εποχές, σε Ομήρ. Οδ.· καθ' ὥραν, σε Θεόκρ.· πρὸ τῆς ὥρας, σε Ξεν.
IV. μεταφ., η ακμή της νεότητας, νεότητα, νεαρή ηλικία· ὥραν ἔχειν, σε Αισχύλ.· πάντες οἱ ἐν ὥρᾳ, σε Πλάτ. κ.λπ.· φεῦ, φεῦ τῆς ὥρας! τοῦ κάλλους!, αχ! τί νιάτα! τί ομορφιά! σε Αριστοφ. κ.λπ.·
V. = τὰ ὡραῖα, καρποί που παράγονται κατά τις εποχές του έτους, σε Ξεν.Β. με μυθολογική σημασία, αἱὯραι, οι Ώρες, φύλακες των πυλών του ουρανού, σε Ομήρ. Ιλ., και υπηρέτριες των θεών, στο ίδ.· ήταν τρεις στον αριθμό, κόρες του Δία και της Θέμιδος· η Ευνομία, η Δίκη και η Ειρήνη, φύλακες των έργων των ανθρώπων, προστάτιδες των ωρών του έτους και των καρπών της εποχής, σε Ησίοδ.· πολλές φορές βρίσκονται μαζί με τις Χάριτες, Χάριτες καὶ ἐΰφρονες Ὧραι, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ὥρα: эп.-ион. ὥρη
1 промежуток времени, время, период, пора, продолжительность (νυκτὸς καὶ μηνὸς καὶ ἐνιαυτοῦ Xen.): περιτελλομέναις ὥραις πάλιν Soph. в новых круговоротах времен, т. е. в будущем; νυκτὸς ἐν ὥρῃ HH ночной порой; μεσονυκτίοις ὥραις Anacr. в полночь; δι᾽ ὥραν τῆς ἡμέρας Dem. в течение дня;
2 время года (у Hom., Hes., Aesch. - три, Eur. - четыре, впосл. - семь): εἴαρος ὥ., ὥ. εἰαρινή Hom., HH, ἦρος ὧραι Eur. (ἦρος ὥ. Arph.) и νέα ὥ. Arph. весенняя пора, весна; θέρεος ὥ. Hes. лето; ὥ. χειμερίη Hom., Hes. и χειμῶνος ὥ. Plut. зимнее время, зима;
3 весенняя пора, весна: ὥρῃ Hom. весной;
4 цветущая пора, цветущий возраст, расцвет жизни (ὥραν ἔχειν Aesch., и εἶναι ἐν и ἐπὶ ὥρᾳ Plat.): οἱ ἐν ὥρᾳ Plat., Plut. люди в цветущем возрасте; λήγειν ὥρας Plat. увядать;
5 цветущий вид, свежесть, миловидность, прелесть Arph., Xen., Plat.;
6 год: ἦν μὲν τῆς ὥρης μέσον θέρος Her. время года было - середина лета, т. е. лето было в разгаре; ἐκ τῶν ὡρῶν εἰς τὰς ὥρας Arph. из года в год; ἐν τῇ πέρυσιν ὥρα Dem. в прошлом году; εἰς ὥρας κἤπειτα Theocr. на все последующие годы;
7 день: τῆς ὥρας ἐγίγνετ᾽ ὀψέ Dem. день был на исходе; πολλῆς ὥρας Polyb., NT и ὀψίας (οὔσης) τῆς ὥρας NT поздно днем; ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας NT вплоть до нынешнего дня;
8 час: ἐννάτης ὥρας Plut. в девятом часу; δωδεκάτης ὥρας Plut. в двенадцать часов, перен. в самую последнюю минуту; (ἡ ἡμέρα) ἡ ἐκ τῶν δώδεκα ὡρῶν συνεστῶσα Sext. день, состоящий из двенадцати часов, т. е. сутки;
9 короткое время, мгновение: πρὸς (καιρὸν) ὥρας NT на (короткое) время;
10 подходящее время, благоприятный момент, пора: ἐν ὥρῃ Hom. (ἐν ὥρᾳ Arph.), εἰς ὥρας Hom., τὴν ὥρην Hom. (τὴν ὥραν Xen.) и καθ᾽ ὥραν Theocr. в определенное (свое) время, вовремя; πρὸ (τῆς) ὥρας Xen., Luc. раньше времени, преждевременно; παρ᾽ ὥρην Theocr. не вовремя; τοῖο γὰρ ὥ. Hom. ведь уже пора для этого; ὥ. ἀρότοιο Hes. время пахоты; ἀλλὰ γὰρ ἤδη ὥ. ἀπιέναι Plat. но уж пора ведь уходить; ἐς γάμου ὥρην ἀπικέσθαι Her. и εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἥχειν Plat. (о девушке) достигнуть брачного возраста; ἡ καθ᾽ ὥραν παῖς Plut. дочь в брачном возрасте;
11 pl. климатические условия, климат: αἱ ὧραι κάλλιστα (μετριώτατα) κεκραμέναι Her., Plat. превосходнейший (весьма умеренный) климат;
12 созревший и снятый урожай, плоды жатвы: ἀπὸ τῆς ὥρας τρέφεσθαι Xen. питаться плодами прошлого урожая;
13 смертный час (οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥ. αὐτοῦ NT).

Middle Liddell

ὥρα, Ionic ὥρη, ἡ,
Lat. hora: any time or period, whether of the year, month, or day (νυκτός τε ὥραν καὶ μηνὸς καὶ ἐνιαυτοῦ Xen.): hence
I. a part of the year, a season; in plural the seasons, Od., Hes., etc.; περιτελλομέναις ὥραις Soph.; τῆς ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ Thuc.:—at first three seasons were distinguishedspring, ἔαρος ὥρη, ὥρη εἰαρινή Hom.;— summer, θέρεος ὥρη Hes.; ὥρα θερινή Xen.;— winter, χείματος ὥρη Hes.; ὥρῃ χειμερίῃ Od.;—a fourth, ὀπώρα, first in Alcman.
2. absol. the prime of the year, springtime, ὅσα φύλλα γίγνεται ὥρῃ Hom.:—in historians, the part of the year available for war, the summer-season, or (as we say) the season, Thuc., etc.
3. the year generally, Hdt.; ἐν τῇ πέρυσιν ὥρᾳ last year, Dem., etc.
4. in plural the quarters of the heavens, the summer being taken as south, winter as north, Hdt.
II. a part of the day, αἱ ὧραι τῆς ἡμέρας the times of day, i. e. morning, noon, evening, night, Xen.; also, νυκτὸς ἐν ὥρῃ in night time, Hhymn.; ὀψὲ τῆς ὥρας late in the day, Dem.
2. day and night were prob. first divided into twenty-four hours by Hipparchus (about 150 B. C.): but the division of the natural day (from sunrise to sunset) into twelve parts is mentioned by Hdt. (2. 109).
III. the time or season for a thing, ὅταν ὥ. ἥκῃ Xen., etc.
2. c. gen. rei, ὥρη κοίτοιο, ὕπνου the time for sleep, bed- time, Od.; ὥρη δόρποιο Od.; καρπῶν ὧραι Ar.
3. ὥρα [ἐστίν], c. inf., 'tis time to do a thing, ἀλλὰ καὶ ὥρη εὕδειν Od.; δοκεῖ οὐχ ὥρα εἶναι καθεύδειν Xen., etc.
4. in adverb. usages, τὴν ὥρην at the right time, Hdt., Xen.; but, τὴν ὥ. at that hour, Hes.:— ἐν ὥρῃ in due time, in good time, Od., Ar.:—also, αἰεὶ ἐς ὥρας in successive seasons, Od.;— καθ' ὥραν Theocr.;— πρὸ τῆς ὥρας Xen.
IV. metaph. the prime of life, youth, early manhood, ὥραν ἔχειν Aesch.; πάντες οἱ ἐν ὥρᾳ Plat., etc.; φεῦ φεῦ τῆς ὥρας τοῦ κάλλους = ah! what youth! what beauty! Ar., etc.
V. = τὰ ὡραῖα, the fruits of the year, Xen.
B. in mythol. sense, αἱ Ὧραι, the Hours, keepers of heaven's gate, Il.; and ministers of the gods, Il.; three in number, daughters of Zeus and Themis, Hes.; often therefore joined with the Χάριτες, Hhymn., Hes.

Frisk Etymology German

ὥρα: {hṓra}
Forms: ion. ὥρη
Grammar: f.
Meaning: Jahreszeit, Jahr, Tageszeit, Stunde, rechte Zeit, Blütezeit, Reifezeit, pl. auch personif. die Horen (seit Il.); hell. u. sp. auch ὧρος m. Jahr (nach ἐνιαυτός?), pl. ὧροι Jahrbücher (der ionischen Schriftsteller).
Composita : Kompp., z.B. ὡρηφόρος ‘die rechte Zeit (Blüte-, Reifezeit) bringend’ Beiw. der Demeter (h. Cer., Orph.), ὡρολόγιον n. ‘Stundenzeiger, Sonnen-, Wasseruhr’ (hell. u. sp.), ἄωρος, auch ἄνωρος unzeitig, unschön (ion. att., kret.), auch ἀώριος ib. (Thphr.; Sommer Nominalkomp. 115 A. 2), ἐννέωρος neunjährig (Hom.), neunstündig (Herod.); vgl. zur Stammbildung und Bed. Sommer 137 A. 1.
Derivative: Davon 1. ὡραῖος der Jahreszeit gemäß, zeitig, reif, in der Blütezeit stehend, schön (seit Hes.), oft subst., z.B. τὰ ὡραῖα Früchte der Jahreszeit (ion. att.), mit -αιότης f. Blütezeit, Schönheit (X., LXX u.a.), -αΐζομαι, -ᾴζομαι (ἐν-, ἐξ-) schön sein, blühen, vornehm tun (att. Kom. u.a.), -αΐζω, -ᾴζω ib. (Amorgos IIIp), schön machen (Aristid. Quint.) mit -αϊσμός, -αϊστής. 2. -ιος poet. für -αῖος (ep. poet. seit ι 131, sp. Prosa), s. Treu Weltbild 230f.; -ιαίνομαι, -ιαίνω = -αΐζομαι, -αΐζω (Klearch., H.). 3. -ιμος zeitig, reif (Leg. Gort., Herod., hell. Pap., AP u.a.; Arbenz 55 u. 59) mit -ιμότης, -ιμαία, -ιμάζω. 4. -ικός in der Blüte stehend, jugendlich, schön (Ar., Krates Kom., Ael. u.a.). 5. -ιαῖος eine Stunde lang (Hipparch., Ptol. u.a.). 6. ‘Ωρίτης Bein. des Apollon (Lyk.; Redard 214).
Etymology : Neben ὥρα aus idg. *i̯ōr-(ā) steht im Germ. mit anderem Ablaut got. jer, ahd. jār n. ’Jahr’ aus urg. *i̯ēra- n., idg. *i̯ēr-(o)-. Dazu aus idg. *i̯ōr- oder *i̯ēr- slav., z.B. russ.-ksl. jara Frühling und mit beibehaltenem r- Stamm aw. yārə n. Jahr. Auch das Latein hat wahrscheinlich eine Spur dieses Wortes bewahrt in hornus heurig aus *hō̆-i̯ōr-inus; vgl. ahd. hiuru heuer aus *hiu jāru. — Die oft laut gewordene Ansicht, idg. *i̯ēr-, *i̯ōr- Jahr sei von einem (sonst unbekannten) Verb für gehen -ē-, -ō- (angebl. Erweiterung von ei- gehen in εἶμι) ausgegangen, entbehrt jeder sachlichen Begründung (vgl. Bq s.v.). Weitere Einzelheiten m. reicher Lit. besonders bei W.-Hofmann und Vasmer s.vv.; dazu noch WP. 1, 105 u. Pok. 297 f. Lat. LW hōra.
Page 2,1150-1151

Chinese

原文音譯:éra 何拉
詞類次數:名詞(108)
原文字根:時候
字義溯源:時辰*,一小時,時候,時,時刻,一刻,暫。原文希伯來時間,白天是從上午六時(第一時辰)起,至下午六時(第十二時辰)。列表比較如下:原文時間 中譯 現在時間第三時辰 巳初 上午九時第六時辰 午正 午十二時第九時辰 申初 下午三時第十一時辰 酉初 下午五時第三時辰(夜) 亥初 下午九時參讀 (αἰών)同義字
同源字:1) (ἡμιώριον / ἡμίωρος)半小時 2) (καταφεύγω)季節將盡 3) (φθινοπωρινός)秋天的 4) (ὥρα)時辰 5) (ὡραῖος)合時宜酌
出現次數:總共(108);太(22);可(12);路(17);約(26);徒(12);羅(1);林前(2);林後(1);加(1);帖前(1);門(1);約壹(2);啓(10)
譯字彙編
1) 時候(45) 太8:13; 太9:22; 太10:19; 太14:15; 太15:28; 太17:18; 太24:44; 太24:50; 太26:45; 可6:35; 可6:35; 可11:11; 可13:11; 可14:35; 可14:41; 路1:10; 路7:21; 路12:39; 路14:17; 路22:14; 路22:53; 約2:4; 約4:21; 約4:23; 約4:53; 約5:25; 約5:28; 約7:30; 約8:20; 約12:23; 約12:27; 約12:27; 約13:1; 約16:2; 約16:4; 約16:21; 約16:25; 約16:32; 約17:1; 約19:27; 徒10:30; 徒16:33; 啓11:13; 啓14:7; 啓14:15;
2) 時辰(29) 太20:3; 太20:5; 太20:6; 太20:9; 太24:36; 太25:13; 太27:45; 太27:45; 太27:46; 可13:32; 可15:25; 可15:33; 可15:33; 可15:34; 路12:46; 路23:44; 路23:44; 約1:39; 約4:6; 約4:52; 約19:14; 徒2:15; 徒3:1; 徒10:3; 徒10:9; 徒10:30; 徒23:23; 啓3:10; 啓17:12;
3) 時(22) 太18:1; 太26:40; 太26:55; 可14:37; 路2:38; 路10:21; 路12:12; 路13:31; 路20:19; 路24:33; 約5:35; 徒22:13; 林前4:11; 林前15:30; 門1:15; 約壹2:18; 約壹2:18; 啓3:3; 啓9:15; 啓18:10; 啓18:17; 啓18:19;
4) 小時(5) 太20:12; 路22:59; 約11:9; 徒5:7; 徒19:34;
5) 時刻(2) 約4:52; 徒16:18;
6) 的時候(2) 路12:40; 羅13:11;
7) 暫(1) 帖前2:17;
8) 一刻(1) 加2:5;
9) 一時的(1) 林後7:8

English (Woodhouse)

bloom, care, flower, maturity, opportunity, prime, season, bloom of youth, convenient time, division of the year, fit time, fitting time for, mature years, occasion for, prime of life, season of year, the flower of youth, time for, time of day

Mantoulidis Etymological

(=ἐποχή τοῦ ἔτους). Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό εἶμι (=ἔρχομαι). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὡραΐζω (=κοσμῶ), ὡραῖος (=ὥριμος, γεμάτος χάρη), ὡραιότης, ὡρικός (=ἀκμαῖος), ὥριμος, ὡριμάζω, ὡριμότης, ὥριος, ὡρολόγιον, ὡροσκόπος, ὧρος, ὁ (=ἔτος), ἄωρος, πρόωρος, ὀπώρα, ὡραιοπολῶ (=συναναστρέφομαι μέ τούς νέους κι ὡραίους), ὡραιοκόμος (=καλλωπιστής), ὡραιοπώλης (ὀπωροπώλης).

Léxico de magia

hora del día o de la noche, ref. a momentos de la práctica: a) quinta: del día σὺ δὲ αὐτὸς στεψάμενος κισσῷ μέλανι ... ὥρᾳ πέμπτῃ κατακλίθητι ἄνω βλέπων y tú corónate con hiedra negra en la hora quinta y túmbate mirando hacia arriba P IV 174 ἐστεμμένος οὐρὰν αἰλούρου ἐπὶ ὥρας εὼ llevando como corona una cola de gato en la hora quinta P VII 847 de la noche ὀψέ, ὥρᾳ εʹ νυκτός, ἀπόθου αὐτὴν (τὴν ναόν) πρὸς σελήνην ἐν οἴκῳ καθαρῷ tarde, en la hora quinta de la noche, guarda la capilla en una habitación limpia, mirando a la luna P VII 875 τὸ μεσονύκτιον ὥρᾳ πέ<μ>πτῃ, ὅταν ἡσυχία γένηται, ἀνάψας τὸν βωμόν a media noche, en la hora quinta, cuando haya tranquilidad, enciende el altar P XIII 123 b) tercera, de la noche βάλε εἰς ποτήριον καὶ ἀρχὴν ὄξους, καὶ ... τρίτῃ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς βαλὼν εἰς τὸν στροφέαν σου τῆς θύρας en la tercera hora de la noche échalo en una copa junto con una «arché» de vinagre y arrójalo en el quicio de su puerta P XXXVI 136 P III 334 (fr. lac.) c) sexta: del día ἐλθὲ ὥρᾳ ἕκτῃ τῆς ἡμέρας ... περιεζωσμένος νέον ἐβέννινον ἄρριχον ve en la hora sexta del día ceñido con una cesta de mimbre nueva del color del ébano P III 615 de la noche θυμιατήριον γήινον σκευάσας ... νυκτὸς ὥρᾳ ςʹ ἐπίθυε τῇ Ἄρκτῳ βρύον βράθυος prepara un incensario de barro y quema en la hora sexta de la noche un brote de sabina en honor de la Osa P LXXII 2 d) séptima, del día ὥρᾳ ἑβδόμῃ ἐλεύσεταί σοι ἔξαντά σου en la hora séptima se acercará a ti de frente P III 630 e) novena P III 393 (fr. lac.) SM 80 4 (fr. lac.) f) varias ὅταν δὲ τὸν λόγον τοῦτον τελῇς, ἑκάστης ἡμέρας μὲν λέγε τρίς, ὥρᾳ γʹ, ςʹ, θʹ cuando lleves a cabo esta fórmula, dila tres veces cada día en la hora tercera, sexta y novena P XII 308

Lexicon Thucydideum

anni tempus, season of the year, 4.6.1, 6.34.6, 7.39.1, 7.47.2,
fervor aestatis, heat of summer, 2.52.2, 6.70.1,
hora, hour, time, 7.81.1,
flos aetatis, flower of one's age, 6.54.2.