μέτρο

From LSJ
Revision as of 21:07, 23 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289

Greek Monolingual

και μέτρος, το (ΑΜ μέτρον, Μ και μέτρο και μέτρος)
1. καθετί που λαμβάνεται ως πρότυπο σύγκρισης για τον καθορισμό μεγέθους, έκτασης, μήκους, επιφάνειας, όγκου, έντασης ή αξίας άλλων παρομοίων
2. ο κανόνας, η βάση με την οποία κρίνεται κάτι («πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος» — για όλα τα πράγματα, το μέτρο, η βάση σύγκρισης είναι ο άνθρωπος, Πλάτ.)
3. το ορθό μέσο μεταξύ δύο αντιθέτων, η αποφυγή ακροτήτων, ο μέσος όρος, η συμμετρία, η ορθή αναλογία (α. «το κρασί πρέπει να πίνεται με μέτρο» β. «χρὴ κατ' αὐτὸν παντὸς ὁρᾱν μέτρον», Πίνδ.)
4. (στη στιχουργική) η εναλλαγή τονισμένων και άτονων συλλαβών, στη νεοελληνική παραδοσιακή ποίηση, ή μακρών και βραχειών, στην αρχαία, που δίνει ρυθμό στον ποιητικό στίχο
5. στον πληθ. τα μέτρα α) διάστημα που μετρήθηκε ή μπορεί να μετρηθεί, μήκος, μέγεθος
β) οι διαστάσεις ενός σώματος ή αντικειμένου («θα πάρω τα μέτρα του οικοπέδου»)
6. φρ. α) «πάνω από το μέτρο» ή «ὑπέρ μέτρον» ή «ἔξω ἀπὸ τὸ μέτρο» ή «δίχως μέτρον» — υπερβολικά
7. (γνωμ.) «(πᾶν) μέτρον ἄριστον» — η μεσότητα, η αποφυγή των άκρων είναι το άριστο και ωφελιμότατο από όλα τά πράγματα
νεοελλ.
1. η βασική μονάδα του δεκαδικού μετρικού συστήματος, που ισούται κατά προσέγγιση με το ένα τεσσαρακοστό εκατομμυριοστό τμήμα του γήινου μεσημβρινού και η οποία αργότερα είχε οριστεί στο Διεθνές Σύστημα μονάδων ως ίση με 1.650.763,73 μήκη κύματος της πορτοκαλέρυθρης γραμμής του φάσματος του στοιχείου κρυπτόν - 86, ενώ σήμερα, στο ίδιο σύστημα, ορίζεται ως ίση με το μήκος της διαδρομής που διανύει το φως σε χρόνο 1/299.792.458 δευτερόλεπτα
2. το όργανο για τη μέτρηση μηκών, το οποίο έχει συνήθως μήκος ενός μέτρου
3. μαθημ. αριθμός που προσδίδεται σε ένα συγκεκριμένο σύνολο και τηρεί ορισμένα αξιώματα με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί κάποιος να βρει το μήκος, σε περίπτωση τμήματος, το εμβαδόν σε περίπτωση ορθογωνίου κ.ά.
4. μουσ. μικρό τμήμα ενός μουσικού έργου, το οποίο αρχίζει από μια θέση και τελειώνει εκεί ακριβώς που εμφανίζεται η επόμενη θέση και το οποίο στα γραπτά μουσικά κείμενα βρίσκεται ανάμεσα σε δύο διαστολές, δηλαδή σε δύο κάθετες γραμμές του πενταγράμμου
5. κάθε βήμα ή κίνηση του χορευτή σύμφωνα με τον χρόνο της μουσικής που συνοδεύει τον χορό
6. στον πληθ. τα μέτρα
το σύνολο των ενεργειών για την επίτευξη ορισμένου σκοπού και ιδίως για άμυνα ή αποτροπή κακού, πρόνοια, προφύλαξη (α. «έπρεπε να πάρω τα μέτρα μου, όπως μέ είχαν προειδοποιήσει» β. «τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης αποδείχθηκαν πολύ σκληρά για τον λαό»)
7. φρ. α) «μέτρα και σταθμά»
μετρολ. το σύνολο των μονάδων που έχει διαμορφωθεί για τη μέτρηση μεγεθών
β) «εφαρμόζει δύο μέτρα και δύο σταθμά» — μεροληπτεί, είναι αυστηρός στους μεν και επιεικής στους δε
γ) «μέτρο αριθμού»
μαθημ. η απόλυτη τιμή ενός πραγματικού ή μιγαδικού αριθμού
δ) «μέτρο ανά δευτερόλεπτο» — μονάδα μέτρησης ταχυτήτων
ε) «μέτρο ανά δευτερόλεπτο στο τετράγωνο» — μονάδα μέτρησης της επιτάχυνσης
στ) «μέτρο ελαστικότητας» — σταθερά της ελαστικότητας ενός σώματος, το αντίστροφο του συντελεστή ελαστικότητας, η οποία εξαρτάται από τη φύση του σώματος, την προηγούμενη κατεργασία, τη θερμοκρασία κ.ά.
ζ) «κυβικό μέτρο» — μονάδα μέτρησης όγκου η οποία ισοδυναμεί με τον όγκο ενός κύβου που έχει πλευρά ίση με ένα μέτρο και συμβολίζεται με m3
η) «τετραγωνικό μέτρο» — μονάδα μέτρησης επιφανειών η οποία ισοδυναμεί με το εμβαδόν ενός τετραγώνου που έχει πλευρά ίση με ένα μέτρο και συμβολίζεται με m2
θ) «προσωρινά μέτρα» — προσωρινός διακανονισμός διαφοράς ή διασφάλισης δικαιώματος με δικαστική επέμβαση
ι) «συντηρητικά μέτρα» ή «προφυλακτικά μέτρα» — μέσα που παρέχονται από την πολιτική δικονομία για εξασφάλιση ή συντήρηση έννομων δικαιωμάτων
ια) «εν τινι μέτρω» — ώς έναν βαθμό, κάπως, μέτρια
ιβ) «του παίρνουν μέτρα» — είναι ετοιμοθάνατος
8. παροιμ. «όποιος περπατά με μέτρα στέκει πάντα σαν την πέτρα» — αυτός που αντιμετωπίζει τα πράγματα με σύνεση ευδοκιμεί
νεοελλ.-μσν.
1. υπολογισμός, απαρίθμηση, καταμέτρηση, μέτρημα («έκανα λάθος στα μέτρα»)
2. σκεύος ή δοχείο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση χωρητικότητας υγρών ή στερεών
3. σκέψη, εκτίμηση («κι εσύ είντα μέτρος ήκαμες σε τούτα και μού λέεις», Ερωτόκρ.)
4. το ανώτατο δυνατό το άκρο όριο, («αυτό που μου λες υπερβαίνει το μέτρο των δυνατοτήτων μου»)
5. κατάσταση, περίστασηποτέ μου δεν το λόγιαζα νά 'ρθω στο μέτρος τούτο», Ερωτόκρ.)
6. φρ. «με μέτρο»
i) εμμέτρως
ii) με φρόνηση, με περίσκεψη, χωρίς υπερβολή, μετρημένα
μσν.
1. στρατιωτικός σχηματισμός, παράταξη
2. (για εμπορικές συναλλαγές, σε επιρρμ. εκφράσεις) συναλλαγή με μετρητά
3. τρόπος μέτρησης
4. αριθμός, πλήθος
5. ορισμένη ποσότητα
6. δυναμικότητα, δύναμη
7. μετριοπαθής τρόπος συμπεριφοράς
8. κοινωνική θέση
9. φρ. α) «ἄνθρωποι (τοῦ) μέτρου»
i) λίγοι, λιγοστοί
ii) πάμπολλοι, αναρίθμητοι
β) «εἰς μέτρο ψυχές» — σύμφωνα με τον αριθμό των ατόμων
γ) «βάνω εἰς μέτρον» — προσθέτω, συνυπολογίζω
δ) «παίρνω εἰς τὸ μέτρο» — συγκαταριθμώ ε) «δὲν ἔχω μέτρον» — είμαι αναρίθμητος
στ) «μέρες μέτρου» — ορισμένος αριθμός ημερών
ζ) «εἰς μέτρος» — υπολογίζοντας τον αριθμό
η) «μέ (τὸ) μέτρος»
i) σε περιορισμένη ποσότητα, μετρημένα
ii) αναλογικά, σύμφωνα με... iii) με πλήρη αντιστοιχία
θ) «μπαίνω εἰς τὸ μέτρος μέ κάποιον» μετρούμαι με κάποιο μέτρο συγκρίσεως, συγκρίνομαι με κάποιον, (Ανθ. Παλ.)
μσν.-αρχ.
1. το χρονικό διάστημα, η διάρκειαμέτρα βίοιο», Ανθ. Παλ.)
2. όριο («νῆες ἐΰσσελμοι, ὅτ' ἂν ὅρμου μέτρον ἵκωνται», Ομ. Οδ.)
3. απόσταση
4. μονάδα χωρητικότητας υγρών και στερεών («μέτρον γὰρ ἔχων μελτηδέος οίνου», Θέογν.)
αρχ.
1. (σχετικά με τη νεότητα) ακμή, άνθος
2. (σε ηθική έννοια) το μέγεθος, το ύψος («ἱμερτῆς σοφίης μέτρον», Σόλ.)
3. η απόσταση («ἀπέχει θαλάσσης μέτρον ἑξήκοντα σταδίους», Θουκ.)
4. μετριαστική δύναμη («τὰ μὲν ἴδια δικαστήρια ταύτῃ πῃ. γιγνόμενα μέτρον ἂν ἔχοι», Πλάτ.)
5. χαλινός, επιστόμιο
6. στον πληθ. η θέση ὅπου βρίσκεται κάτι σχετικά με την απόσταση από ορισμένα σταθερά σημεία («ἄστρων μέτρα» — οι θέσεις των άστρων στο στερέωμα, Σοφ.)
7. (στη μετρική) α) καθετί που δεν είναι πεζό, ποίημα
β) το είδος του μέτρου του ποιήματος (α. «ἰαμβικόν μέτρον» β. «τροχαϊκόν μέτρον»)
γ) ο στίχος
δ) η συζυγία, δηλαδή η διποδία ορισμένων μέτρων, όπως π.χ. του ιαμβικού
ε) ο πους
στ) ο χρόνος
8. (η δοτ. εν. ως επίρρ.) μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ
μετρίως, με μέτρο
9. φρ. «ἐκ τῶν ἴσων μέτρων ὁρμῶμαι»
(για ποταμό) πηγάζω από σημείο που απέχει ίσα από τις εκβολές, όσο και...
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέ-τρον ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα mә1 της μακρόφωνης ΙΕ ρίζας mē «μετρώ, χαράζω, ορίζω» που εμφανίζεται στη λ. μήτρα (ΙΙ) «κτηματολόγιο» (πρβλ. τί-θη-μι: θε-τός) με επίθημα -τρον (πρβλ. κάλυπτρον, φύλακτρον) και συνδέεται με mettam «μέτρο» (< αρχ. ινδ. mitram «όριο, μέτρο»). Η άποψη, τέλος, ότι η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. med-trom (< ρίζα med- «μετρώ», πρβλ. μέδιμνος) θεωρείται αβάσιμη, μια και ο τ. med-trom θα έδινε τ. μέστρον. Η λ. μέτρο στον πληθ. «σύνολο ενεργειών για την επίτευξη ορισμένου σκοπού», λ.χ., μέτρα ασφάλειας κ.λπ., είναι απόδοση στην ελλ. των γαλλ. prendre de mesures, mesures conservatoire κ.λπ. και μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά. Τη λ. δανείστηκε η λατ. (πρβλ. λατ. metrum) και από αυτήν οι άλλες ξένες γλώσσες (πρβλ. γαλλ. metre, αγγλ. meter και τα σύνθ. diametre, geometre). Η λ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τις μορφές: α) -μετρον, στην οποία εντάσσονται νεοελλ. αντιδάνειες λέξεις είτε και στα δύο συνθετικά τους (ανεμό-μετρο, πρβλ. γαλλ. anemo-metre
βαρό-μετρο, πρβλ. γαλλ. baro-metre
θερμό-μετρο, πρβλ. γαλλ. thermo-metre) είτε μόνο στο β' συνθετικό τους (οινοπνευματό-μετρο, πρβλ. γαλλ. alcoo-metre
ηχό-μετρο, πρβλ. γαλλ. sono-metre). Επίσης, στην κατηγορία αυτή ανήκει μια σειρά ξεν. όρων που έχουν εισαχθεί στην ελλ. ως αντιδάνειοι και αναφέρονται στο δεκαδικό μετρικό σύστημα (μεγά-μετρο, πρβλ. γαλλ. mega-metre). β) -μέτρος και γ) -μέτρης (βλ. και λ. -μετρία).
ΠΑΡ. μετρικός, μέτριος, μετρώ
αρχ.
μετρήδην, μετρηδόν, μετρίον
μσν.
μετριώ, μετροσύνη.Σύνθ. με α' συνθετικό μετρο-: μετρολογία, μετρονόμος
αρχ.
μετροειδής, μετροποιός
μσν.
μετρόκροτος, μετρολογώ, μετροσύνθετος
νεοελλ.
μετρογραφία, μετροδείκτης, μετροδίκτυα, μετροεικόνα, μετρολόγος, μετρομανής, μετροταινία, μετροτράπεζα, μετροφυλλώ, μετροφωτογραφία, μετροφωτοθάλαμος, μετροφωτομηχανή.Σύνθ. με β' συνθετικό -μετρο(ν): επίμετρον, ημίμετρον, οδόμετρον, περίμετρον
αρχ.
απόμετρον, διάμετρον, δικαιόμετρον, ενδεκάμετρον, πρόμετρον, σιτόμετρον
νεοελλ.
αεριόμετρο, αζωτόμετρο, αισθησιόμετρο, ακτινόμετρο, αλατόμετρο, αλευρόμετρο, αμπερόμετρο, ανεμόμετρο, αντίμετρο, αξονόμετρο, αποστασιόμετρο, αραιόμετρο, ατμόμετρο, αυξησίμετρο, βαθύμετρο, βαρόμετρο, βλακόμετρο, βολτάμετρο, βολτόμετρο, βροχόμετρο, γαλακτόμετρο, γαλβανόμετρο, γλυκόμετρο, γωνιόμετρο, διαθλασίμετρο, διαστημόμετρο, δίμετρο, δρομόμετρο, δυναμόμετρο, εκατόμετρο, εκατοστόμετρο, ελαιόμετρο, εμβαδόμετρο, επιπεδόμετρο, ζυμόμετρο, ηλιόμετρο, ηχόμετρο, θερμιδόμετρο, θερμόμετρο, ιππόμετρο, καμπυλόμετρο, κλισίμετρο, κλωστόμετρο, κρανιόμετρο, κυβόμετρο, κυκλόμετρο, κυματόμετρο, κυτταρόμετρο, μαγνητόμετρο, μανόμετρο, μεγάμετρο, μικροβιόμετρο, μιλίμετρο, μνημόμετρο, μυριάμετρο, ογκόμετρο, οινόμετρο, οινοπνευματόμετρο, οξύμετρο, οπτικόμετρο, οργανόμετρο, οσμόμετρο, ουρόμετρο, παλιρροιόμετρο, πλημμυρόμετρο, ποταμόμετρο, προσωπόμετρο, πυκνόμετρο, πυρόμετρο, ρυθμόμετρο, σεισμόμετρο, σταγονόμετρο, σταδιόμετρο, σταλαγμόμετρο, στιγμόμετρο, στιχόμετρο, στροφόμετρο, συχνόμετρο, σφαιρόμετρο, σφυγμόμετρο, ταξίμετρο, ταχόμετρο, ταχύμετρο, τετράμετρο, τηλέμετρο, υγρόμετρο, υδατόμετρο, υποδεκάμετρο, υψόμετρο, φακόμετρο, φασεόμετρο, φωνόμετρο, φωτόμετρο, χιλιόμετρο, χιλιοστόμετρο, χιονόμετρο, χρονόμετρο, χρωματόμετρο, χρωμόμετρο, ψυχρόμετρο, ωμόμετρο.Σύνθ. με β' συνθετικό -μέτρης: γεωμέτρης, χωρομέτρης
αρχ.
αστρολογομέτρης, βουμέτρης, βυσσομέτρης, γαιομέτρης, θαλασσοδομέτρης, κρουσιμέτρης, ξυλομέτρης, προμέτρης, πυρομέτρης, σιτομέτρης, στερεομέτρης, σχοινομέτρης, φιλογεωμέτρης, χοινικομέτρης
νεοελλ.
αεριομέτρης, αερομέτρης, ακριβομέτρης, ορομέτρης, χρονομέτρης.Σύνθ. με β' συνθετικό -μέτρος: άμετρος, ανισόμετρος, ασύμμετρος, δεκάμετρος, διάμετρος, δίμετρος, έμμετρος, εξάμετρος, ισόμετρος, ισοπερίμετρος, μονόμετρος, πεντάμετρος, περίμετρος, σύμμετρος, τετράμετρος, τρίμετρος, υπέρμετρος
αρχ.
αυτόμετρος, αυτοσύμμετρος, βραχύμετρος, διχάμετρος, εικοσίμετρος, έκμετρος, έξμετρος, επτάμετρος, ετερόμετρος, εύμετρος, κακόμετρος, κοντάμετρος, οδόμετρος, οκτάμετρος, ομοιόμετρος, πάμμετρος, πολύμετρος, πρόμετρος, σιτόμετρος, τανύμετρος
νεοελλ.
ημιδιάμετρος, παράμετρος.