τιμή: Difference between revisions
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
(T21) |
(41) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=[[τιμῆς]], ἡ (from [[τίω]], to [[estimate]], honor, [[perfect]] [[passive]] τετιμαι), from [[Homer]] [[down]], the Sept. for עֵרֶך (a valuing, rating), כָּבוד, יְקָר, הָדָר;<br /><b class="num">1.</b> a valuing by [[which]] the [[price]] is [[fixed]]; [[hence]], the [[price]]" itself: of the [[price]] paid or [[received]] for a [[person]] or [[thing]] bought or sold, [[with]] a genitive of the [[person]] [[τιμή]] αἵματος, the [[price]] paid for [[killing]], (cf. '[[blood]]-[[money]]'), ἠγοράσθητε [[τιμῆς]] ([[not]] [[gratis]], [[but]]) [[with]] a [[piece]], i. e. (contextually, [[with]] [[emphasis]]) at a [[great]] [[price]] (Buttmann, § 132,13; [[yet]] [[see]] Winer's Grammar, 595 (553)), Vulg. magno pretio); ὠνεῖσθαι [[τιμῆς]] ἀργυρίου, to [[buy]] for a [[price]] reckoned in [[silver]], i. e. for [[silver]], [[thing]] prized (A. V. honor), ), 26.<br /><b class="num">2.</b> honor [[which]] belongs or is shown to [[one]]: the honor of [[one]] [[who]] outranks others, [[pre-eminence]], [[δόξα]] καί [[τιμή]], τῷ Θεῷ ([[namely]], [[ἔστω]] (cf. Buttmann, § 129,22Rem.)) [[τιμή]] or ἡ [[τιμή]], the honor [[which]] [[one]] has by [[reason]] of the [[rank]] and [[state]] of the [[office]] [[which]] he holds, Hebrews , the [[passage]] cited); [[veneration]]: διδόναι, [[λαβεῖν]], τιμήν, [[deference]], [[reverence]], R. V. [[text]] preciousness (cf. 1above)); [[mark]] of honor, πολλαῖς τιμαῖς τιμᾶν τινα, ἐν [[τιμή]], honorably, [[κτάομαι]]); [[οὐκ]] ἐν [[τιμή]] τίνι, [[not]] in [[any]] honor, i. e. [[worthy]] of no honor, [[value]]; [[see]] [[πλησμονή]]); [[εἰς]] τιμήν, [[σκεῦος]], 1); περιτιθεναι τίνι τιμήν, [[περιτίθημι]], b.); τιμήν ἀπονέμειν τίνι, to [[show]] honor to [[one]], διδόναι τιμήν, ἔχειν τιμήν, to [[have]] honor, be honored, Hebrews 3:3. | |txtha=[[τιμῆς]], ἡ (from [[τίω]], to [[estimate]], honor, [[perfect]] [[passive]] τετιμαι), from [[Homer]] [[down]], the Sept. for עֵרֶך (a valuing, rating), כָּבוד, יְקָר, הָדָר;<br /><b class="num">1.</b> a valuing by [[which]] the [[price]] is [[fixed]]; [[hence]], the [[price]]" itself: of the [[price]] paid or [[received]] for a [[person]] or [[thing]] bought or sold, [[with]] a genitive of the [[person]] [[τιμή]] αἵματος, the [[price]] paid for [[killing]], (cf. '[[blood]]-[[money]]'), ἠγοράσθητε [[τιμῆς]] ([[not]] [[gratis]], [[but]]) [[with]] a [[piece]], i. e. (contextually, [[with]] [[emphasis]]) at a [[great]] [[price]] (Buttmann, § 132,13; [[yet]] [[see]] Winer's Grammar, 595 (553)), Vulg. magno pretio); ὠνεῖσθαι [[τιμῆς]] ἀργυρίου, to [[buy]] for a [[price]] reckoned in [[silver]], i. e. for [[silver]], [[thing]] prized (A. V. honor), ), 26.<br /><b class="num">2.</b> honor [[which]] belongs or is shown to [[one]]: the honor of [[one]] [[who]] outranks others, [[pre-eminence]], [[δόξα]] καί [[τιμή]], τῷ Θεῷ ([[namely]], [[ἔστω]] (cf. Buttmann, § 129,22Rem.)) [[τιμή]] or ἡ [[τιμή]], the honor [[which]] [[one]] has by [[reason]] of the [[rank]] and [[state]] of the [[office]] [[which]] he holds, Hebrews , the [[passage]] cited); [[veneration]]: διδόναι, [[λαβεῖν]], τιμήν, [[deference]], [[reverence]], R. V. [[text]] preciousness (cf. 1above)); [[mark]] of honor, πολλαῖς τιμαῖς τιμᾶν τινα, ἐν [[τιμή]], honorably, [[κτάομαι]]); [[οὐκ]] ἐν [[τιμή]] τίνι, [[not]] in [[any]] honor, i. e. [[worthy]] of no honor, [[value]]; [[see]] [[πλησμονή]]); [[εἰς]] τιμήν, [[σκεῦος]], 1); περιτιθεναι τίνι τιμήν, [[περιτίθημι]], b.); τιμήν ἀπονέμειν τίνι, to [[show]] honor to [[one]], διδόναι τιμήν, ἔχειν τιμήν, to [[have]] honor, be honored, Hebrews 3:3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[εκδήλωση]] εκτίμησης και σεβασμού [[προς]] κάποιον (α. «δεν του απέδωσαν την πρέπουσα [[τιμή]] για τις υπηρεσίες που προσέφερε» β. «οἱ γεραίτεροι ταῑς τῶν νέων τιμαῑς ἀγάλλονται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που προσδίδει ή μπορεί να προσδώσει σε κάποιον εύλογη [[αφορμή]] υπερηφάνειας (α. «ήταν για μένα [[μεγάλη]] [[τιμή]] να μιλήσω στη [[γιορτή]] του σχολείου σας» β. «τὸ [[μέντοι]] πρᾱγμ' ἐμοὶ τιμὴν φέρει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> το χρηματικό [[ποσό]] το οποίο πληρώνει ο [[αγοραστής]] και εισπράτει ο [[πωλητής]] [[κατά]] την [[αγοραπωλησία]] ενὸς αγαθού, προϊόντος ή υπηρεσίας (α. «πούλησε το [[οικόπεδο]] σε πολύ καλή [[τιμή]]» β. «δεκαπλάσιον τῆς [[τιμῆς]] τοῡ κινηθέντος ἀποτινέτω τῷ καταλιπόντι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[τιμής]] ένεκεν» και «[[τιμῆς]] [[ἕνεκα]]» — σε [[ένδειξη]] σεβασμού, εκτίμησης και αναγνώρισης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κοινωνική [[υπόληψη]], καλή [[φήμη]] («[[ζήτημα]] [[τιμής]]»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[γυναίκα]]) [[αγνότητα]], παρθενιά («κάτσε, [[κόρη]] στην [[τιμή]] σου κι έχει ο Θεός το [[ριζικό]] σου», παροιμ.)<br /><b>3.</b> <b>(νομ.)</b> η [[αξία]] την οποία διεκδικεί και δικαιούται να απολαμβάνει το [[πρόσωπο]] λόγω της συμμετοχής του στο κοινωνικό [[γίγνεσθαι]]<br /><b>4.</b> <b>(οικον.)</b> ([[κατά]] τη μαρξιστική [[αντίληψη]]) η χρηματική [[έκφραση]] της αξίας τών προϊόντων και τών υπηρεσιών, το [[μέγεθος]] της οποίας κυμαίνεται [[γύρω]] από αυτήν και διαμορφώνεται στην [[οικονομία]] της ελεύθερης αγοράς ως [[συνέπεια]] της δράσης του νόμου της αξίας σε συνθήκες ανταγωνισμού και της προσφοράς και ζήτησης<br /><b>5.</b> <b>μαθημ.</b> ο [[προσδιορισμός]] μιας μεταβλητής ποσότητας<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι τιμές</i><br />εκδηλώσεις απονομής σεβασμού και ιδιαίτερης υψηλής διάκρισης σε [[επίσημα]] πρόσωπα οι οποίες [[είναι]] καθιερωμένες από τον νόμο (α. «στρατιωτικές τιμές» β. «η [[πολιτεία]] απέδωσε στους Ολυμπιονίκες μεγάλες τιμές»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λαμβάνω]] [ή ἔχω] την [[τιμή]] να...» — τυπική [[φράση]] με την οποία αρχίζει ένα [[έγγραφο]] ή μια [[αναφορά]] προφορική ή γραπτή, [[προς]] ένα [[επίσημο]] [[πρόσωπο]] ή και μια προϊσταμένη [[αρχή]]<br />β) «[[λόγος]] [[τιμής]]» — [[υπόσχεση]] ή [[βεβαίωση]] της οποίας η [[αθέτηση]] συνεπάγεται [[απώλεια]] της κοινωνικής υπόληψης [[αυτού]] που τήν αθέτησε ή τήν παρέβη<br />γ) «[[κυρία]] της [[τιμής]]» ή «[[κυρία]] επί τών τιμών» — [[πρόσωπο]] που ανήκει στην ιδιαίτερη [[ακολουθία]] βασίλισσας ή πριγκίπισσας<br />δ) «[[μετά]] [[τιμής]]»<br />(στο [[τέλος]] επιστολής, αίτησης ή εγγράφου που απευθύνεται σε μια [[υπηρεσία]]) με [[εκτίμηση]], με σεβασμό<br />ε) «εσωτερική [[τιμή]]»<br /><b>(νομ.)</b> η [[αξία]] που έχει το [[πρόσωπο]] ως [[σύνολο]] κοινωνικών αποτιμητών ιδιοτήτων<br />στ) «εξωτερική [[τιμή]]»<br /><b>(νομ.)</b> το [[κύρος]] που απολαμβάνει το [[πρόσωπο]] εξαιτίας της δράσης και της όλης κοινωνικής παράστασής του<br />ζ) «εγκλήματα [[κατά]] της [[τιμής]]»<br /><b>(νομ.)</b> η [[εξύβριση]], η απρόκλητη έμπρακτη [[εξύβριση]], η [[δυσφήμηση]], η συκοφαντική [[δυσφήμηση]], η [[δυσφήμηση]] ανώνυμης εταιρείας και η [[προσβολή]] της μνήμης νεκρού<br />η) «απόλυτη [[τιμή]] αλγεβρικού αριθμού»<br /><b>μαθημ.</b> ο [[αλγεβρικός]] [[αριθμός]] [[χωρίς]] το [[πρόσημο]]<br />θ) «[[τιμή]] αλγεβρικής παράστασης»<br /><b>μαθημ.</b> η [[τιμή]] μιας αλγεβρικής παράστασης όταν τα γράμματά της αντικατασταθούν με ορισμένους αριθμούς<br />ι) «[[τιμή]] μιας συνάρτησης»<br /><b>μαθημ.</b> η [[τιμή]] την οποία λαμβάνει μία [[συνάρτηση]] όταν οι μεταβλητές της πάρουν ορισμένες τιμές<br />ια) «[[τιμή]] αγοράς»<br /><b>(οικον.)</b> [[τιμή]] με την οποία μπορεί να διατεθεί στην [[αγορά]] ένα [[προϊόν]] ή μια [[υπηρεσία]] [[χωρίς]] να λαμβάνεται υπ' όψιν το [[κατά]] [[μονάδα]] [[κόστος]] του<br />ιβ) «διαφορική [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> διαφορετική [[τιμή]] ενός και του ίδιου προϊόντος, ανώτερη ή κατώτερη στο ίδιο [[χρονικό]] [[διάστημα]], ανάλογα με τους επιδιωκόμενους σκοπούς από τον παραγωγό ή πωλητή<br />ιγ) «[[φυσική]] [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] που εξισώνεται με το συνολικό [[μέσο]] [[κόστος]] και που [[γύρω]] από αυτήν κυμαίνεται η [[τιμή]] αγοράς μακροχρόνια<br />ιδ) «[[τιμή]] παρέμβασης»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] που δεν μπορεί να διαμορφωθεί [[κάτω]] από ένα ορισμένο επίπεδο, [[γιατί]] [[τότε]] παρεμβαίνει το [[κράτος]] και τήν στηρίζει<br />ιε) «[[τιμή]] στήριξης» ή «[[τιμή]] ασφαλείας» ή «[[τιμή]] εγγύησης»<br /><b>(οικον.)</b> προκαθορισμένη [[τιμή]] πώλησης ενός προϊόντος με στόχο την [[προστασία]] του εισοδήματος του παραγωγού<br />ιστ) «δεσμευμένη [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] πωλήσεως ενός προϊόντος η οποία δεσμεύεται από κάποια κρατική [[υπηρεσία]] να μην μεταβληθεί [[χωρίς]] την έγκρισή της<br />ιζ) «[[διεθνής]] [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] πωλήσεως ενός προϊόντος στη διεθνή [[αγορά]], η οποία [[είναι]] δυνατόν να διαφέρει [[σημαντικά]] από τις εσωτερικές τιμές<br />ιη) «ελεύθερη [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] ενός προϊόντος η οποία [[είναι]] ελεύθερη και αυξομειώνεται ανάλογα με την [[προσφορά]] και τη [[ζήτηση]]<br />ιθ) «ενδεικτική [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> εξωγενώς καθοριζόμενη [[τιμή]] πωλήσεως ενός προϊόντος, που δεν έχει, όμως, δεσμευτικό χαρακτήρα και με την οποία επιδιώκεται η [[συγκράτηση]] της ανόδου τών τιμών [[εντός]] τών επιθυμητών ορίων<br />κ) «επιβαλλομένη [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] που καθορίζει το [[κράτος]] για την [[πώληση]] ενός προϊόντος για την [[προστασία]] τών καταναλωτών<br />κα) «επικρατούσα [[τιμή]]» ή «[[τιμή]] ηγεσίας»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] πώλησης ενός προϊόντος την οποία κατορθώνει να επιβάλλει στην [[αγορά]] η κυρίαρχη [[επιχείρηση]] του κλάδου<br />κβ) «εποχική [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] πώλησης ενός προϊόντος η οποία διαμορφώνεται ανάλογα με τις εποχικές κυμάνσεις της αγοράς<br />κγ) «[[τιμή]] ισοτιμίας συναλλάγματος»<br /><b>(οικον.)</b> ο [[αριθμός]] που δείχνει πόσες εγχώριες νομισματικές μονάδες αντιστοιχούν σε μια νομισματική [[μονάδα]] της [[αλλοδαπής]]<br />κδ) «τιμὴ "[[καπέλο]]"»<br /><b>(οικον.)</b> η [[πέραν]] της καθορισμένης [[τιμή]], την οποία απαιτεί ο [[παραγωγός]]-[[πωλητής]] από τους καταναλωτές, [[φαινόμενο]] που εμφανίζεται, [[κυρίως]], όσες φορές επιβάλλεται [[διατίμηση]]<br />κε) «[[τιμή]] κατωφλίου»<br /><b>(οικον.)</b> [[τιμή]] που καθορίζεται [[έτσι]] ώστε να φέρει την [[τιμή]] πώλησης τών εισαγομένων προϊόντων, [[μαζί]] με τα έξοδα μεταφοράς στο επίπεδο της ενδεικτικής [[τιμής]]<br />κστ) «[[τιμή]] κόστους»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] πώλησης ενός προϊόντος στην οποία δεν έχει περιληφθεί το [[κέρδος]] του παραγωγού και αποτελεί [[συνήθως]] τη [[βάση]] αποτίμησης της αξίας του εμπορεύματος<br />κζ) «πράσινη [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] ενός αγροτικού προϊόντος η οποία καθορίζεται από την ΕΟΚ στα πλαίσια της κοινής αγροτικής πολιτικής για την [[προστασία]] του παραγωγού από την [[τυχόν]] [[αστάθεια]] του νομισματικού συστήματος<br />κη) «[[τιμή]] προσανατολισμού»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] πώλησης ενός προϊόντος η οποία έχει προκαθοριστεί από έναν κρατικό οργανισμό με στόχο την [[προσέλκυση]] παραγωγών στο εν λόγω [[προϊόν]]<br />κθ) «σταθερή [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η τρέχουσα [[τιμή]] αναχθείσα σε αγοραστική [[δύναμη]] του έτους βάσεως, [[δηλαδή]] η αποπληθωρισμένη τρέχουσα [[τιμή]]<br />λ) «[[τιμή]] συναλλάγματος» — <b>βλ.</b> [[συνάλλαγμα]]<br />λα) «τρέχουσα [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] πώλησης ενός προϊόντος σε μια δεδομένη χρονική [[στιγμή]]<br />λβ) «[[τιμή]] φίξινγκ»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] συναλλάγματος στην οποία οι τράπεζες αγοράζουν ή πωλούν [[συνάλλαγμα]] [[μεταξύ]] τους<br />λγ) «[[τιμή]] χονδρικής πώλησης»<br /><b>(οικον.)</b> η [[τιμή]] πώλησης ενός εμπορεύματος από τον παραγωγό στον έμπορο<br />λδ) «χρηματιστηριακή [[τιμή]]»<br /><b>(οικον.)</b> i) η [[τιμή]] πωλήσεως μιας επιχείρησης όπως αυτή προκύπτει από το γινόμενο του αριθμού τών μετοχών της επί την [[αξία]] [[κάθε]] μετοχής σε μια δεδομένη χρονική [[στιγμή]]<br />ii) η [[τιμή]] ενός εμπορεύματος όπως αυτή διαμορφώνεται από το [[χρηματιστήριο]] εμπορευμάτων<br />λε) «[[τιμή]] χρυσού»<br /><b>(οικον.)</b> η χρηματική [[τιμή]] ενός προϊόντος εκφρασμένη σε νομισματική [[τιμή]] χρυσού<br />λστ) «[[διάκριση]] τιμών»<br /><b>(οικον.)</b> η [[δυνατότητα]] την οποία έχει μια μονοπωλιακή [[επιχείρηση]], υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να διαθέτει το [[προϊόν]] της σε διαφορετικές τιμές στις διάφορες ομάδες καταναλωτών, αλλ. [[πολιτική]] διακριτικών τιμών<br />λζ) «διαφορισμός τιμών»<br /><b>(οικον.)</b> η [[διάκριση]] τιμών<br />λη) «κυβερνητικοί έλεγχοι τιμών»<br /><b>(οικον.)</b> το [[σύνολο]] τών ενεργειών στις οποίες προβαίνει η [[κυβέρνηση]] με στόχο τον έλεγχο της αύξησης τών μισθών και τών τιμών τών αγαθών και υπηρεσιών, όπως [[είναι]] λ.χ. οι ποσοστιαίες αυξήσεις τών μισθών τών δημοσίων υπαλλήλων, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι επιτρεπόμενες αυξήσεις στα υπό [[διατίμηση]] προϊόντα κ.ά.<br />λθ) «[[σύστημα]] τιμών»<br /><b>(οικον.)</b> [[μέσο]] οργανώσεως τών οικονομικών δραστηριοτήτων, που συνίσταται στον συντονισμό τών αποφάσεων τών καταναλωτών, τών παραγωγών και τών κατόχων παραγωγικών συντελεστών<br />μ) «[[ψαλίδα]] τών τιμών»<br /><b>(οικον.)</b> η [[απόκλιση]] που υπάρχει [[μεταξύ]] του δείκτη τιμών λιανικής πώλησης τών αγροτικών προϊόντων και του δείκτη τιμών πώλησής τους από τους παραγωγούς στους εμπόρους<br /><b>8.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «η [[τιμή]] [[τιμή]] δεν έχει και [[χαρά]] στον που τήν έχει» — η κοινωνική [[υπόληψη]] [[είναι]] εξαιρετικά ανεκτίμητο [[αγαθό]] που δεν αποτιμάται σε χρήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αξίωμα]], [[εξουσία]] («ἔν τε ταῑς ἀρχαῑς καὶ ταῑς ἄλλαις τιμαῑς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έργο]], [[λειτούργημα]]<br /><b>3.</b> (ως [[ιδιότητα]] θεών ή βασιλέων) η ανώτατη [[κυριαρχία]], η ύψιστη [[εξουσία]]<br /><b>4.</b> το [[προνόμιο]] ενός βασιλιά<br /><b>5.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[πρόσωπο]] που κατέχει την ύψιστη [[αρχή]], την [[εξουσία]]<br /><b>6.</b> [[δώρο]] που προσφέρεται ως [[ανταμοιβή]]<br /><b>7.</b> [[εκτίμηση]] της περιουσιακής κατάστασης κάποιου με σκοπό την [[κατανομή]] φόρων<br /><b>8.</b> [[προσδιορισμός]] μιας ζημιάς προκειμένου να καθοριστεί [[έτσι]] η ανάλογη [[αποζημίωση]]<br /><b>9.</b> [[αποζημίωση]] και, γενικά, [[ποινή]] που συνίσταται στην [[πληρωμή]] χρηματικού ποσού<br /><b>10.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>τιμῇ</i><br />με έντιμο τρόπο<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «οἱ ἐν τιμαῑς» — αυτοί που κατέχουν τα ανώτατα αξιώματα<br />β) «τιμὰς [[ἴσχω]]» — [[κατέχω]] το [[αξίωμα]] του τιμούχου<br />γ) «[[τιμῆς]] [[λαγχάνω]] [ή [[τυγχάνω]]]» — [[δέχομαι]] τιμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] το μοναδικό παράγωγο με κατάλ -<i>μή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σχισ</i>-<i>μή</i>, <i>οσ</i>-<i>μή</i>) του ρ. <i>τίω</i> «[[απονέμω]] [[τιμή]], [[σέβομαι]]», [[αλλά]] και «[[εκτιμώ]], [[ορίζω]] την [[αξία]] ενός πράγματος». Η λ. [[τιμή]] στην Αρχαία Ελληνική χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το [[αξίωμα]], την ύψιστη [[αρχή]], την [[εξουσία]] και [[επίσης]] τον προσδιορισμό μιας ζημιάς προκειμένου να καθοριστεί η ανάλογη [[αποζημίωση]] και γενικά η [[ποινή]] που συνίσταται στην [[πληρωμή]] χρηματικού ποσού. Σύμφωνα με την τελευταία σημ., η λ. [[τιμή]] συνδέθηκε παρετυμολογικά με τη λ. [[ποινή]] και την [[οικογένεια]] του ρ. [[τίνω]] «[[πληρώνω]]» (<b>βλ.</b> και λ. <i>τίω</i>, [[τιμωρός]], [[τίνω]], [[ποινή]]). Η λ. [[τιμή]] εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>τιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>τιμος</i>, <i>φιλό</i>-<i>τιμος</i>, <i>αξιό</i>-<i>τιμος</i>). Επίσης, με τη λ. [[τιμή]] ως α' ή β' συνθετικό έχει σχηματιστεί [[μεγάλος]] [[αριθμός]] ανθρωπωνυμίων (<b>πρβλ.</b> <i>Τιμο</i>-<i>γένης</i>, <i>Τιμο</i>-[[φάνης]], <i>Εργό</i>-<i>τιμος</i>, <i>Νικό</i>-<i>τιμος</i>, <i>Πολυ</i>-<i>τίμη</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[τίμιος]], [[τιμώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τιμαίος]], [[τιμήεις]], [[τιμικόν]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[τιμαλφής]], [[τιμοκρατία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τιμάξιος]], [[τιμαρχία]], [[τιμογραφώ]], [[τιμόθεος]], [[τιμοκράτης]], [[τιμούχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τιμάριθμος]], [[τιμοκατάλογος]], [[τιμολόγιο]], [[τιμολογώ]]. (Β' συνθετικό σε -<i>τιμος</i>) [[αξιότιμος]], [[άτιμος]], [[αφιλότιμος]], [[βαρύτιμος]], [[έντιμος]], [[επίτιμος]], [[ερίτιμος]], [[ισότιμος]], [[ομότιμος]], [[πάντιμος]], [[πολύτιμος]], [[φιλότιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αβρότιμος]], [[αγλαότιμος]], <i>αντίτιμος</i>, <i>αρίτιμος</i>, [[βαθύτιμος]], [[διάτιμος]], [[ευρύτιμος]], [[θεότιμος]], <i>μεγα</i>(<i>λό</i>)<i>τιμος</i>, [[μυριότιμος]], [[νυμφότιμος]], [[ξενότιμος]], [[ομοιότιμος]], [[περίτιμος]], [[σεμνότιμος]], [[σύντιμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ανέντιμος</i>, [[υπέρτιμος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (τίω, v. ad fin.). I worship, esteem, honour, and in pl. honours, such as are accorded to gods or to superiors, or bestowed (whether by gods or men) as a reward for services, τιμῆς ἔμμοροί εἰσι Od.8.480; ὄφρ' ἂν Ἀχαιοὶ υἱὸν ἐμὸν τίσωσιν ὀφέλλωσίν τέ ἑ τιμῇ Il.1.510; ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ κῦδος ὀπηδεῖ 17.251; ἐν δὲ ἰῇ τ. ἠμὲν κακὸς ἠδὲ καὶ ἐσθλός 9.319, cf. 4.410; ἐν τ. σέβειν A.Pers.166 (troch.); ἐν τ. ἄγεσθαί τινας Hdt.1.134; ἐν τ. τίθεσθαι or ἄγειν τινά, Id.3.3, Pl.R.538e; ἐν τιμαῖς ἔχειν Philem.199; τιμαῖς αὐξήσας τινάς X.Cyr.8.8.24; τιμὴν νεῖμαι, ἀπονέμειν τινί, S.Ph.1062, Pl.Lg.837c; τοῖς φίλοις τιμὰς νέμειν pay due regard, S.Aj.1351; τιμὰς ὤπασας, πορών, A.Pr.30,946; διδόναι E.Hipp.1424, etc.; ἀποδοῦναι Pl.R.415c; τὸ πρᾶγμ' ἐμοὶ τιμὴν φέρει E.Hipp.329; τινὶ τιμὰς προσάπτειν S.El.356; ἀφύων τιμὴν περιάψας Ar.Ach.640 (anap.); τ. εὑρίσκεσθαι, δέκεσθαι, Pi.P.1.48, 8.5; τιμὴν παρ' ἀνθρώποις φέρεσθαι Ar.Av.1278; τιμὰς ἔχειν Hdt.2.46, etc.; πρός τινος Id.1.120; ἐν μεγάλῃτιμῇ εἶναι X.An.2.5.38; τιμῆς λαχεῖν, τυχεῖν, S.Ant.699, El.364 (v.l.); οἱ γεραίτεροι ταῖς τῶν νέων τιμαῖς ἀγάλλονται paid to them by the young, X.Mem.2.1.33: c. gen., χωρὶς ἡ τ. θεῶν the honour due to them, A.Ag.637, cf. Ch. 200; τιμὰς τὰς θεῶν πατεῖν S.Ant.745; τιμαὶ δαιμόνων E.Hipp.107: τιμῇ with honour, honourably, S.OC381 codd.; τιμῆς ἕνεκα as a mark of honour, X.An.7.3.28; τιμῇ προέξουσ' S.Ant.208. 2 honour, dignity, lordship, as the attribute of gods or kings, Il.1.278, 9.498, etc.; θεῶν ἒξ ἔμμορε τιμῆς Od.5.335; τ. βασιληΐς Il.6.193, cf. Hes.Th.393, Pi.P.4.108, A.Eu.228 (pl.); Περσονόμος τ. μεγάλη Id.Pers.919 (anap.); δίθρονος . . καὶ δίσκηπτρος τ. Id.Ag.44 (anap.): generally, like γέρας, prerogative or special attribute of a king, and in pl. his prerogatives, Od.1.117, Hes.Th.203, Thgn.374, S.OT909 (lyr.), etc.; βασιλικαὶ τ. imperial prerogatives, Hdn.7.10.5; σκῆπτρον τιμάς τ' ἀποσυλᾶται A.Pr.172 (anap.). 3 a dignity, office, magistracy, and in pl., civic honours (τιμὰς λέγομεν εἶναι τὰς ἀρχάς Arist.Pol. 1281a31), Hdt.1.59, etc.; ἔν τε ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἄλλαις τ. Pl.Ap. 35b, cf. Ti.20a, etc.; μὴ φεύγειν τοὺς πόνους, ἢ μηδὲ τὰς τ. διώκειν Th.2.63; τιμὴν ἔχειν X.Cyr.1.3.8, etc.; τὴν τιμὴν εἴληχε Pl.Phlb. 61c; οἱ ἐν τιμαῖς men in office, E.IA19 (anap.), cf. Isoc.9.81; ἐκβαλῶ σε ἐκ τῆς τιμῆς X.Cyr.1.3.9; τιμὰς ἴσχειν hold the office of τιμοῦχος (q.v.), Jahresh.12.136 (Erythrae, v/iv B.C.): generally, office, task, ἄχαρις τιμή Hdt.7.36:—also, b a person in authority, an authority, κλῦτε δὲ Γᾶ (Ahrens for τὰ) χθονίων τε τιμαί A.Ch.399 (lyr.); καὶ τὰ καρτερώτατα τιμαῖς ὑπείκει yield to authorities, S.Aj. 670. 4 present of honour, compliment, offering, e.g. to the gods, Hes.Op.142, A.Pers.622; reward, present, ἢ ἀργύριον ἢ τιμή Pl.R. 347a; τιμαὶ καὶ δωρεαί ib.361c; ὅσοι . . ἄλλην τινὰ δωρεὰν ἢ τ. ἔχουσιν παρὰ τῶν Λεβεδίων SIG344.22 (Teos, iv B.C.); τῶν εὐεργεσιῶν τιμὰς φέρονται Pl.Phd.113e. 5 ἡ Δάου τ. 'the worthy D.', Herod. 5.68. II of things, worth, value, price, h.Cer.132, IG12.349.10, 15, al.; ἐξευρίσκοντες τιμῆς τὰ κάλλιστα at a price, Hdt.7.119; τῆς αὐτῆς τ. πωλεῖν Lys.22.12; πρίασθαι D.21.149; δεκαπλάσιον τῆς τ. ἀποτίνειν Pl.Lg.914c; ἀποδιδόναι τινὶ τὴν τ. ib.a; δύο εἰπεῖν τ. to name two prices, ib.917b; ἀξιοῦν τι τ. τινός ib.d; περὶ τῆς τ. διαφέρεσθαι Lys.22.15; ἐμοὶ δὲ τιμὰ τᾶσδε πᾷ γενήσεται; Ar.Ach.895; ἑστηκυῖαι τ. fixed prices, PTeb.703.176 (iii B.C.); ὑπὲρ τιμῆς πυροῦ payment of money representing the value of wheat, Ostr.663 (ii A.D.), al. 2 valuation, estimate, for purposes of assessment, τοῦ κλήρου Pl.Lg.744e: generally, ὁ πλοῦτος οἷον τιμή τις τῆς ἀξίας τῶν ἄλλων Arist.Rh.1391a1. III compensation, satisfaction, penalty, τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ . . πρὸς Τρώων Il.1.159, cf. 5.552; ἀποτινέμεν, τίνειν τιμήν τινι, pay or make it, 3.286,288; τιμὴν ἄγειν Od.22.57; Πάτροκλον, ὃς κεῖται ἐμῆς ἕνεκ' ἐνθάδε τιμῆς Il.17.92, cf. Od.14.70,117; οὐ σὴ . . ἡ τ. the penalty is not yours, Pl.Grg.497b. (The spelling [τῑ- not τει- IG12.347.33, etc.] and the majority of the senses show that τιμή is cogn. with τίω 'value, honour'; sense 111 perh. arose from a later association with τίνω.)
German (Pape)
[Seite 1115] ἡ, 1) die Schätzung, Werthschätzung, Achtung, Ehrenbezeigung, Ehre, die Einer bei Andern genießt; Hom. u. Folgde überall; ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ κῦδος ὀπηδεῖ, Il. 17, 251; πᾶσι γὰρ ἀνθρώποισιν ἐπιχθονίοισιν ἀοιδοὶ τιμῆς ἔμμ οροί εἰσι καὶ αἰδοῦς, Od. 8, 480; ἐν δὲ ἰῇ τιμῇ ἠμὲν κακὸς ἠδὲ καὶ ἐσθλός, sie stehen in gleicher Ehre, Il. 9, 319; τιμὴ θεῶν, die Würde der Götter, Od. 5, 335; αἱ τιμαὶ αὐτοῖς καὶ τὰ ἱερὰ τὰ παρὰ τῶν ἀνθρώπων ἠφανίζετο, Plat. Conv. 190 c; τιμὴ βασιληΐς, Il. 6, 193, Königswürde; auch ohne Zusatz, die Herrschaft, Od. 1, 11711, 338. 503; vgl. Böckh v. l. Pind. P. 4, 106; σκῆπτρον τιμάς τ' ἀπ οσυλᾶται, Aesch. Prom. 171; übh. Vorrang, Vorrecht, das Einer seines Standes wegen genießt, wie γέρας, das Ehrenamt das einer jeden Gottheit zugetheilt ist und das sie als eigenthümliches Vorrecht genießt, Hes. Th. 203; H. h. Cer. 328; εἴθ' ὅστις θεῶν ταύτην τὴν τιμὴν εἴληφε τῆς ξυγκράσεως, Plat. Phil. 61 c; vgl. Valck. Hipp. 107 u. Hemsth. Luc. D. D. 26, 1; ἔν τε ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἄλλαις τιμαῖς, Plat. Apol. 35 b; παῖδας καταλιπόντες ἐν ταῖς μεγίσταις τιμαῖς, Legg. X, 900 a, vgl. Rep. VIII, 549 c Tim. 20 a. – Uebh. Amt, Geschäft, Seidl. Eur. El. 988; ἐκβάλλειν τινὰ τῆς τιμῆς, Xen. Cyr. 1, 3, 9; τὰς ἐούσας τιμάς, die bestehenden Aemter, Beamten, Her. 1, 59. – Auch Ehrengeschenk, z. B. der Götter, Hes. O. 141; Ehrengabe, Belohnung, οὐχ ἥδε χρυσῆς ἀξία τιμῆς λαχεῖν, Soph. Ant. 695; Wolf Dem. Lpt. 233. – Uebh. Ehre, ἔχει τιμὰν σταδίου, Pind. νικον τιμὰν δέκευ, 8, 5, βροτοῖσι τιμὰς ὤπασας πέρα δίκης, Aesch. Prom. 30, u. öfter; κοὔ ποτ' ἐξ ἐμοῦ τιμὴν προέξουσ' οἱ κακοὶ τῶν ἐνδίκων, Soph. Ant. 708; Eur. u. Ar.; u. in Prosa: δώροις καὶ τιμαῖς ταῖς πρεπ ούσαις τιμηθείς, Plat. Legg. XII, 953 d; τῶν εὐεργεσιῶν τιμὰς φέρονται κατὰ τὴν ἀξίαν ἕκαστος, Phaed. 113, d, τιμὴν νομίζειν τι, Etwas für eine Ehre halten, Xen. Cyr. 1, 6, 11. – 2) Schätzung einer Sache, Abschätzung, Bestimmung ihres Werthes oder Preises, auch der Preis selbst, bes. hoher Preis, Her. 7, 119; τῆς αὐτῆς τιμῆς πωλεῖν, für denselben Preis verkaufen, Lys. 22, 12; τῶν ἠγορασμένων, Is. 8, 23; τὰς τιμὰς τῶν ἀνδραπόδων ὠνουμένων εἶχε, Dem. 27, 13; δεκαπλάσιον τῆς τιμῆς ἀποτινέτω, Plat. Legg. XI, 914 b; ὁπόσης ἂν τιμῆς ἀξιώσῃ τὸ πωλούμενον 917 d; ἔχων τὴν τιμὴν τῆς λείας, Xen. An. 7, 5, 2, πρίασθαι τῆς αὐτῆς τιμῆς, Dem. 21, 149 u. öfter, Preis. – Bes. auch der Werth von etwas Geraubtem oder Zerstörtem und der danach bestimmte Schadenersatz, Entschädigung, Buße, von Geldstrafen, ἄρνυσθαί τινι τιμήν, Einem Genugthuung verschaffen, Il. 1, 159. 5, 552, τίνειν od. ἀποτίνειν τιμήν τινι, Einem Genugthuung leisten, ihm die Buße, den Schadenersatz entrichten, Il. 3, 286. 288. 459; eben so ἄγειν τιμήν, Od. 22, 57; vgl. noch Plat. Gorg. 497 b. Daher auch das Strafen, Rachenehmen, ἔβη Ἀγαμέμνονος εἵνεκα τιμῆς Ἴλιον εἰς εὔπωλον, Od. 14, 70. 117. – Die Schätzung, der Census, ἔστω πενίας μὲν ὅρος ἡ τοῦ κλήρου τιμή, Plat. Legg. V, 744 d.
Greek (Liddell-Scott)
τῑμή: ἡ, (τίω). 1) ὡς καὶ νῦν: 2) τιμή, ἐκτίμησις, καὶ ἐν τῷ πληθ., σεβασμὸς πρὸς τοὺς θεοὺς ἢ τοὺς ἀνωτέρους, ἢ ἀνταμοιβὴ παρεχομένη εἴς τινα διὰ τὰς ὑπηρεσίας του, τιμῆς ἕμμορος εἶναι Ὀδ. Θ. 480· ὀφέλλειν τινὰ τιμῇ Ἰλ. Α. 510· ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ κῦδος ὀπάζει Ρ. 251· ἐν δὲ ἰῇ τιμῇ ἠμὲν κακὸς ἠδὲ καὶ ἐσθλὸς Ι. 319, πρβλ. Δ. 410· ἐν τιμῇ σέβειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 166 ἐν τ. ἄγεσθαί τινα Ἡρόδ. 1. 134· ἐν τ. τίθεσθαι ἢ ἄγειν τινὰ ὁ αὐτ. 3. 3, Πλάτ. Πολ. 538Ε· ἐν τιμαῖς ἔχειν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 107· τιμαῖς αὐξάνειν τινὰ Ξεν. Κύρ. 8. 8, 24· τιμὴν νέμειν, ἢ ἀπονέμειν τινὶ Σοφ. Φιλ. 1062, Πλάτ.· τοῖς φίλοις τιμὰς νέμειν, ἀπονέμειν τὸν ὀφειλόμενον σεβασμὸν ἢ τὴν προσήκουσαν τιμήν, Σοφ. Αἴ. 1351· τιμὰς ὀπάζειν, πορεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 30, 946· διδόναι Εὐριπ. Ἱππ. 1424, κλπ.· ἀποδοῦναι Πλάτ. Πολ. 415C· φέρειν τινὶ Εὐρ. Ἱππ. 329· τιμάς τινι προσάπτειν Σοφ. Ἠλ. 359· περιάπτειν Ἀριστοφ. Ἀχ. 640· - τ. εὑρίσκεσθα, δέκεσθαι Πινδ. Π. 1. 94., 8. 6· τιμὰς φέρεσθαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1278· ἔχειν Ἡρόδ. 2. 46, κλπ.· πρός τινος ὁ αὐτ. 1. 120· πρβλ. προέχω ΙΙ. 2· ἐν τιμῇ εἶναι Ξεν. Ἀν. 2. 5, 38· τιμῆς λαχεῖν, τυχεῖν Σοφ. Ἀντ. 699, Ἠλ. 364· οἱ γεραίτεροι ταῖς τῶν νέων τιμαῖς ἀγάλλονται, ταῖς τιμαῖς ἃς ἀπονέμουσιν αὐτοῖς οἱ νέοι, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 33· - μετὰ γεν., ἡ τ. θεῶν, ἡ εἰς τοὺς θεοὺς ὀφειλομένη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 637, πρβλ. Χο. 200· τιμὰς τῶν θεῶν πατεῖν Σοφ. Ἀντ. 745· - τιμῇ, σὺν τιμῇ, ἐντίμως, Σοφ. Ο. Κ. 381· τιμῆς ἕνεκα, εἰς ἔνδειξιν τιμῆς, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 28, Σοφ. Ἀντ. 208. 2) τιμή, ἀξίωμα, κυριαρχία, ὡς δικαίωμα ἢ ἰδιότης τῶν θεῶν ἢ τῶν βασιλέων, Ἰλ. Α. 278., Ι. 498 (494), Ὀδ. Α. 117., Ε. 335, κλπ.· τ. θεῶν Ε. 335· τ. βασιληὶς Ἰλ. Ζ. 193· οὕτω παρ’ Ἡροδ., Πινδ., καὶ τοῖς Τραγ., ἴδε Böckh διάφ. γραφ. παρὰ Πινδ. ΙΙ. 4. 106 (191)· - ἀκολούθως καθόλου, ὡς τὸ γέρας, τὸ ἰδιαίτερον δικαίωμα βασιλέως, καὶ ἐν τῷ πληθ., τὰ δικαιώματα αὐτοῦ, τιμὴν δ’ αὐτὸς ἔχοι καὶ κτήμασιν οἷσιν ἀνάσσοι Ὀδ. Α. 117 (ἔνθα ἴδε Nitzsck), Ἡσ. Θεογ. 203, Θέογν. 374, Σοφ. Ο. Τ. 909, Ἀντ. 745, Εὐριπ. Ἱππ. 107, κλπ.· σκῆπτρον τιμὰς τ· ἀποσυλᾶται Αἰσχύλ. Πρ. 171. 3) ἀξίωμα, ἀρχή, ἐξουσία, καὶ ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατιν. honores, πολιτικαὶ τιμαὶ (τιμὰς λέγομεν εἶναι τὰς ἀρχὰς Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 10, 4), Ἡρόδ. 1. 59, κλπ.· ἔν τε ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἄλλαις τιμαῖς Πλάτ. Ἀπολ. 35Β, κλπ.· μὴ φεύγειν τοὺς πόνους, ἢ μηδὲ τὰς τιμὰς διώκειν Θουκ. 2. 63· τιμὴν ἔχειν, λαγχάνειν Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8, Πλάτ. κλπ.· οἱ ἐν ἀξιώμασι, Εὐρ. Ι. Α. 20· ἐκβάλλειν τινὰ τῆς τιμῆς Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9· καθόλου, ὑπούργημα, ἔργον, τιμὴ ἄχαρις Ἡρόδ. 7. 36· -ὡσαύτως, β) ἐν συγκεκριμένῃ ἐννοίᾳ, ἐξουσία, ἀρχή, τ. δίσκηπτρος, ἐπὶ τῶν Ἀτρειδῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 44, πρβλ. Πέρσ. 919· κλῦτε δὲ Γᾶ (κατὰ τὸν Ahr. ἀντὶ τά) χθονίων τε τιμαὶ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 399· καὶ τὰ καρτερώτατα τιμαῖς ὑπείκει, ὑποχωροῦσιν εἰς τοὺς ἄρχοντας, Σοφ. Αἴ. 670. 4) δῶρον τιμῆς, προσφορὰ τιμῆς, περιποίησις, προσφορά, π.χ. τιμὴ τοῖς θεοῖς προσφερομένη, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 141, Αἰσχύλ. Πέρσ. 622· ἀμοιβή, δῶρον, Λατ. hororarium, Σοφ. Ἀντ. 699, Πλάτ. Φίληβ. 61C· τιμὴ ἢ ζημία Πλάτ. Πολ. 347Α· τιμαὶ καὶ δωρεαὶ αὐτόθι 361C· τῶν εὐεργεσιῶν τιμὰς φέρεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 113D· πρβλ. Wolf εἰς Δημ. Λεπτ. σ. 233, καὶ ἴδε ἐν λ. γέρας. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὡς καὶ νῦν, ἡ τιμή, ἡ ἀξία πράγματός τινος, Λατ. pretium, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 132 (παρ’ Ὁμ. ὧνος)· ἐξευρίσκοντες τιμῆς κτήνεα σιτεύεσκον, εὑρίσκοντες αὐτὰ διὰ πληρωμῆς μεγάλης τιμῆς, Ἡρόδ. 7. 119 τῆς αὐτῆς τ. πωλεῖν Λυσί. 165. 16· πρίασθαι Δημ. 563. 7· δεκαπλάσιον τῆς τιμῆς ἀποτίνειν Πλάτ. Νόμ. 914Β· ἀποδιδόναι τινὶ τὴν τ. αὐτόθι Α· ὁ πωλῶν ὁτιοῦν ἐν τῇ ἀγορᾷ μηδέποτε δύο εἴπῃ τιμὰς ὧν ἂν πωλῇ αὐτόθι 917Β· ὁπόσης ἂν τιμῆς ἀξιώσῃ τὸ πωλούμενον αὐτόθι D· περὶ τῆς τ. διαφέρεσθαι Λυσί. 165. 32· ἐμοὶ δὲ τιμὰ τᾶσδε γενήσεται Ἀριστοφ. Ἀχ. 895, κλπ. ΙΙΙ. ἐκτίμησις ζημίας γενομένη πρὸς ὁρισμὸν τῆς ἀποζημιώσεως, ὅθεν ἀποζημίωσις, ἱκανοποίησις, ποινή, μάλιστα συνισταμένη εἰς χρήματα (πρβλ. τίμημα), τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ, «δίκην λαμβάνοντες παρὰ τῶν Τρῴων τῷ Μενελάῳ», (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 159., Ε. 552· τίνειν ἢ ἀποτίνειν τιμήν τινι Γ. 286, 288· οὕτω, ἄγειν τιμὴν Ὀδ. Χ. 57· ἐμῆς ἕνεκα τιμῆς, πρὸς ἱκανοποίησίν μου, Ἰλ. Ρ. 92, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 70, 117· οὐ σή... ἡ τιμή, δὲν εἶναι ἰδική σου ἡ ποινή, Πλάτ. Γοργ. 497Β. 2) ἐκτίμησις πρὸς κατανομὴν τῶν φόρων, τοῦ κλήρου ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 744D· καθόλου, ὁ πλούτος τ. τις τῆς ἀξίας τῶν ἄλλων Ἀριστ. Ρητορ. 2. 16, 1.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
A. évaluation, estimation :
1 au propre;
2 valeur, prix;
3 somme à payer ou perçue ; paiement ; produit, montant (d’une vente);
4 évaluation juridique ; peine, compensation, satisfaction : τιμὴν τίνειν, ἀποτίνειν τινί IL payer une indemnité à qqn ; τιμὴν ἄγειν ἐεικοσάβοιον OD amener vingt bœufs comme indemnité ; τιμὴν ἄρνυσθαί τινι IL réclamer satisfaction pour qqn ; ἐμῆς ἕνεκα τιμῆς IL pour me donner satisfaction, pour assouvir ma vengeance;
B. prix qu’on attache à, honneur, d’où :
I. estime pour autrui : ἡ ὑπὸ πάντων τιμή XÉN l’estime publique;
II. honneur, estime, considération dont jouit qqn : τιμὴς ἔμμορον εἶναι OD participer à l’estime ; ὀφέλλειν τινὰ τιμῇ IL rehausser la considération de qqn ; τιμὴν νέμειν, ἀπονέμειν τινί rendre honneur à qqn, lui accorder une récompense ou une distinction, accorder à qqn de la considération, lui témoigner des égards ; μεγάλας τιμὰς περιάπτειν ἑαυτῷ XÉN obtenir pour soi de grands honneurs ; τιμὰς ἔχειν HDT jouir de la considération, être honoré ; ἐν τιμῇ εἶναι XÉN être honoré ; τιμὴν φέρειν τινι XÉN apporter de l’honneur à qqn, lui faire honneur ; τιμὰς φέρεσθαι PLAT récolter de l’honneur, recevoir des récompenses ; adv. • τιμῇ SOPH avec honneur, glorieusement;
III. marque d’honneur, d’où :
1 dignité, particul. dignité divine, dignité royale;
2 poste d’honneur, charge honorifique, charge en gén. : τιμὴν ἔχειν avec l’inf., avoir la fonction de, être chargé de ; οἱ ἐν τιμαῖς EUR ceux qui ont une charge ; ἐκβάλλειν τινα ἐκ τῆς τιμῆς XÉN faire partir qqn de sa charge ; τιμαὶ καὶ ἀρχαί XÉN charges honorifiques et fonctions publiques ; privilège;
3 moyens d’honorer une divinité, fête, sacrifice;
C. ce qui est tenu en honneur, objet de l’estime, du respect ; autorité, magistrature ; καὶ τὰ καρτερώτατα τιμαῖς ὑπείκει SOPH même ce qu’il y a de plus fort se courbe devant celui qui est haut placé ; τιμὰς τὰς θεῶν πατεῖν SOPH fouler aux pieds ce qui est sacré aux dieux;
D. en mauv. part peine, châtiment, vengeance.
Étymologie: τίω.
English (Strong)
from τίνω; a value, i.e. money paid, or (concretely and collectively) valuables; by analogy, esteem (especially of the highest degree), or the dignity itself: honour, precious, price, some.
English (Thayer)
τιμῆς, ἡ (from τίω, to estimate, honor, perfect passive τετιμαι), from Homer down, the Sept. for עֵרֶך (a valuing, rating), כָּבוד, יְקָר, הָדָר;
1. a valuing by which the price is fixed; hence, the price" itself: of the price paid or received for a person or thing bought or sold, with a genitive of the person τιμή αἵματος, the price paid for killing, (cf. 'blood-money'), ἠγοράσθητε τιμῆς (not gratis, but) with a piece, i. e. (contextually, with emphasis) at a great price (Buttmann, § 132,13; yet see Winer's Grammar, 595 (553)), Vulg. magno pretio); ὠνεῖσθαι τιμῆς ἀργυρίου, to buy for a price reckoned in silver, i. e. for silver, thing prized (A. V. honor), ), 26.
2. honor which belongs or is shown to one: the honor of one who outranks others, pre-eminence, δόξα καί τιμή, τῷ Θεῷ (namely, ἔστω (cf. Buttmann, § 129,22Rem.)) τιμή or ἡ τιμή, the honor which one has by reason of the rank and state of the office which he holds, Hebrews , the passage cited); veneration: διδόναι, λαβεῖν, τιμήν, deference, reverence, R. V. text preciousness (cf. 1above)); mark of honor, πολλαῖς τιμαῖς τιμᾶν τινα, ἐν τιμή, honorably, κτάομαι); οὐκ ἐν τιμή τίνι, not in any honor, i. e. worthy of no honor, value; see πλησμονή); εἰς τιμήν, σκεῦος, 1); περιτιθεναι τίνι τιμήν, περιτίθημι, b.); τιμήν ἀπονέμειν τίνι, to show honor to one, διδόναι τιμήν, ἔχειν τιμήν, to have honor, be honored, Hebrews 3:3.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
1. εκδήλωση εκτίμησης και σεβασμού προς κάποιον (α. «δεν του απέδωσαν την πρέπουσα τιμή για τις υπηρεσίες που προσέφερε» β. «οἱ γεραίτεροι ταῑς τῶν νέων τιμαῑς ἀγάλλονται», Ξεν.)
2. καθετί που προσδίδει ή μπορεί να προσδώσει σε κάποιον εύλογη αφορμή υπερηφάνειας (α. «ήταν για μένα μεγάλη τιμή να μιλήσω στη γιορτή του σχολείου σας» β. «τὸ μέντοι πρᾱγμ' ἐμοὶ τιμὴν φέρει», Ευρ.)
3. το χρηματικό ποσό το οποίο πληρώνει ο αγοραστής και εισπράτει ο πωλητής κατά την αγοραπωλησία ενὸς αγαθού, προϊόντος ή υπηρεσίας (α. «πούλησε το οικόπεδο σε πολύ καλή τιμή» β. «δεκαπλάσιον τῆς τιμῆς τοῡ κινηθέντος ἀποτινέτω τῷ καταλιπόντι», Πλάτ.)
4. φρ. «τιμής ένεκεν» και «τιμῆς ἕνεκα» — σε ένδειξη σεβασμού, εκτίμησης και αναγνώρισης
νεοελλ.
1. κοινωνική υπόληψη, καλή φήμη («ζήτημα τιμής»)
2. (σχετικά με γυναίκα) αγνότητα, παρθενιά («κάτσε, κόρη στην τιμή σου κι έχει ο Θεός το ριζικό σου», παροιμ.)
3. (νομ.) η αξία την οποία διεκδικεί και δικαιούται να απολαμβάνει το πρόσωπο λόγω της συμμετοχής του στο κοινωνικό γίγνεσθαι
4. (οικον.) (κατά τη μαρξιστική αντίληψη) η χρηματική έκφραση της αξίας τών προϊόντων και τών υπηρεσιών, το μέγεθος της οποίας κυμαίνεται γύρω από αυτήν και διαμορφώνεται στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς ως συνέπεια της δράσης του νόμου της αξίας σε συνθήκες ανταγωνισμού και της προσφοράς και ζήτησης
5. μαθημ. ο προσδιορισμός μιας μεταβλητής ποσότητας
6. στον πληθ. οι τιμές
εκδηλώσεις απονομής σεβασμού και ιδιαίτερης υψηλής διάκρισης σε επίσημα πρόσωπα οι οποίες είναι καθιερωμένες από τον νόμο (α. «στρατιωτικές τιμές» β. «η πολιτεία απέδωσε στους Ολυμπιονίκες μεγάλες τιμές»)
7. φρ. α) «λαμβάνω [ή ἔχω] την τιμή να...» — τυπική φράση με την οποία αρχίζει ένα έγγραφο ή μια αναφορά προφορική ή γραπτή, προς ένα επίσημο πρόσωπο ή και μια προϊσταμένη αρχή
β) «λόγος τιμής» — υπόσχεση ή βεβαίωση της οποίας η αθέτηση συνεπάγεται απώλεια της κοινωνικής υπόληψης αυτού που τήν αθέτησε ή τήν παρέβη
γ) «κυρία της τιμής» ή «κυρία επί τών τιμών» — πρόσωπο που ανήκει στην ιδιαίτερη ακολουθία βασίλισσας ή πριγκίπισσας
δ) «μετά τιμής»
(στο τέλος επιστολής, αίτησης ή εγγράφου που απευθύνεται σε μια υπηρεσία) με εκτίμηση, με σεβασμό
ε) «εσωτερική τιμή»
(νομ.) η αξία που έχει το πρόσωπο ως σύνολο κοινωνικών αποτιμητών ιδιοτήτων
στ) «εξωτερική τιμή»
(νομ.) το κύρος που απολαμβάνει το πρόσωπο εξαιτίας της δράσης και της όλης κοινωνικής παράστασής του
ζ) «εγκλήματα κατά της τιμής»
(νομ.) η εξύβριση, η απρόκλητη έμπρακτη εξύβριση, η δυσφήμηση, η συκοφαντική δυσφήμηση, η δυσφήμηση ανώνυμης εταιρείας και η προσβολή της μνήμης νεκρού
η) «απόλυτη τιμή αλγεβρικού αριθμού»
μαθημ. ο αλγεβρικός αριθμός χωρίς το πρόσημο
θ) «τιμή αλγεβρικής παράστασης»
μαθημ. η τιμή μιας αλγεβρικής παράστασης όταν τα γράμματά της αντικατασταθούν με ορισμένους αριθμούς
ι) «τιμή μιας συνάρτησης»
μαθημ. η τιμή την οποία λαμβάνει μία συνάρτηση όταν οι μεταβλητές της πάρουν ορισμένες τιμές
ια) «τιμή αγοράς»
(οικον.) τιμή με την οποία μπορεί να διατεθεί στην αγορά ένα προϊόν ή μια υπηρεσία χωρίς να λαμβάνεται υπ' όψιν το κατά μονάδα κόστος του
ιβ) «διαφορική τιμή»
(οικον.) διαφορετική τιμή ενός και του ίδιου προϊόντος, ανώτερη ή κατώτερη στο ίδιο χρονικό διάστημα, ανάλογα με τους επιδιωκόμενους σκοπούς από τον παραγωγό ή πωλητή
ιγ) «φυσική τιμή»
(οικον.) η τιμή που εξισώνεται με το συνολικό μέσο κόστος και που γύρω από αυτήν κυμαίνεται η τιμή αγοράς μακροχρόνια
ιδ) «τιμή παρέμβασης»
(οικον.) η τιμή που δεν μπορεί να διαμορφωθεί κάτω από ένα ορισμένο επίπεδο, γιατί τότε παρεμβαίνει το κράτος και τήν στηρίζει
ιε) «τιμή στήριξης» ή «τιμή ασφαλείας» ή «τιμή εγγύησης»
(οικον.) προκαθορισμένη τιμή πώλησης ενός προϊόντος με στόχο την προστασία του εισοδήματος του παραγωγού
ιστ) «δεσμευμένη τιμή»
(οικον.) η τιμή πωλήσεως ενός προϊόντος η οποία δεσμεύεται από κάποια κρατική υπηρεσία να μην μεταβληθεί χωρίς την έγκρισή της
ιζ) «διεθνής τιμή»
(οικον.) η τιμή πωλήσεως ενός προϊόντος στη διεθνή αγορά, η οποία είναι δυνατόν να διαφέρει σημαντικά από τις εσωτερικές τιμές
ιη) «ελεύθερη τιμή»
(οικον.) η τιμή ενός προϊόντος η οποία είναι ελεύθερη και αυξομειώνεται ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση
ιθ) «ενδεικτική τιμή»
(οικον.) εξωγενώς καθοριζόμενη τιμή πωλήσεως ενός προϊόντος, που δεν έχει, όμως, δεσμευτικό χαρακτήρα και με την οποία επιδιώκεται η συγκράτηση της ανόδου τών τιμών εντός τών επιθυμητών ορίων
κ) «επιβαλλομένη τιμή»
(οικον.) η τιμή που καθορίζει το κράτος για την πώληση ενός προϊόντος για την προστασία τών καταναλωτών
κα) «επικρατούσα τιμή» ή «τιμή ηγεσίας»
(οικον.) η τιμή πώλησης ενός προϊόντος την οποία κατορθώνει να επιβάλλει στην αγορά η κυρίαρχη επιχείρηση του κλάδου
κβ) «εποχική τιμή»
(οικον.) η τιμή πώλησης ενός προϊόντος η οποία διαμορφώνεται ανάλογα με τις εποχικές κυμάνσεις της αγοράς
κγ) «τιμή ισοτιμίας συναλλάγματος»
(οικον.) ο αριθμός που δείχνει πόσες εγχώριες νομισματικές μονάδες αντιστοιχούν σε μια νομισματική μονάδα της αλλοδαπής
κδ) «τιμὴ "καπέλο"»
(οικον.) η πέραν της καθορισμένης τιμή, την οποία απαιτεί ο παραγωγός-πωλητής από τους καταναλωτές, φαινόμενο που εμφανίζεται, κυρίως, όσες φορές επιβάλλεται διατίμηση
κε) «τιμή κατωφλίου»
(οικον.) τιμή που καθορίζεται έτσι ώστε να φέρει την τιμή πώλησης τών εισαγομένων προϊόντων, μαζί με τα έξοδα μεταφοράς στο επίπεδο της ενδεικτικής τιμής
κστ) «τιμή κόστους»
(οικον.) η τιμή πώλησης ενός προϊόντος στην οποία δεν έχει περιληφθεί το κέρδος του παραγωγού και αποτελεί συνήθως τη βάση αποτίμησης της αξίας του εμπορεύματος
κζ) «πράσινη τιμή»
(οικον.) η τιμή ενός αγροτικού προϊόντος η οποία καθορίζεται από την ΕΟΚ στα πλαίσια της κοινής αγροτικής πολιτικής για την προστασία του παραγωγού από την τυχόν αστάθεια του νομισματικού συστήματος
κη) «τιμή προσανατολισμού»
(οικον.) η τιμή πώλησης ενός προϊόντος η οποία έχει προκαθοριστεί από έναν κρατικό οργανισμό με στόχο την προσέλκυση παραγωγών στο εν λόγω προϊόν
κθ) «σταθερή τιμή»
(οικον.) η τρέχουσα τιμή αναχθείσα σε αγοραστική δύναμη του έτους βάσεως, δηλαδή η αποπληθωρισμένη τρέχουσα τιμή
λ) «τιμή συναλλάγματος» — βλ. συνάλλαγμα
λα) «τρέχουσα τιμή»
(οικον.) η τιμή πώλησης ενός προϊόντος σε μια δεδομένη χρονική στιγμή
λβ) «τιμή φίξινγκ»
(οικον.) η τιμή συναλλάγματος στην οποία οι τράπεζες αγοράζουν ή πωλούν συνάλλαγμα μεταξύ τους
λγ) «τιμή χονδρικής πώλησης»
(οικον.) η τιμή πώλησης ενός εμπορεύματος από τον παραγωγό στον έμπορο
λδ) «χρηματιστηριακή τιμή»
(οικον.) i) η τιμή πωλήσεως μιας επιχείρησης όπως αυτή προκύπτει από το γινόμενο του αριθμού τών μετοχών της επί την αξία κάθε μετοχής σε μια δεδομένη χρονική στιγμή
ii) η τιμή ενός εμπορεύματος όπως αυτή διαμορφώνεται από το χρηματιστήριο εμπορευμάτων
λε) «τιμή χρυσού»
(οικον.) η χρηματική τιμή ενός προϊόντος εκφρασμένη σε νομισματική τιμή χρυσού
λστ) «διάκριση τιμών»
(οικον.) η δυνατότητα την οποία έχει μια μονοπωλιακή επιχείρηση, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να διαθέτει το προϊόν της σε διαφορετικές τιμές στις διάφορες ομάδες καταναλωτών, αλλ. πολιτική διακριτικών τιμών
λζ) «διαφορισμός τιμών»
(οικον.) η διάκριση τιμών
λη) «κυβερνητικοί έλεγχοι τιμών»
(οικον.) το σύνολο τών ενεργειών στις οποίες προβαίνει η κυβέρνηση με στόχο τον έλεγχο της αύξησης τών μισθών και τών τιμών τών αγαθών και υπηρεσιών, όπως είναι λ.χ. οι ποσοστιαίες αυξήσεις τών μισθών τών δημοσίων υπαλλήλων, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι επιτρεπόμενες αυξήσεις στα υπό διατίμηση προϊόντα κ.ά.
λθ) «σύστημα τιμών»
(οικον.) μέσο οργανώσεως τών οικονομικών δραστηριοτήτων, που συνίσταται στον συντονισμό τών αποφάσεων τών καταναλωτών, τών παραγωγών και τών κατόχων παραγωγικών συντελεστών
μ) «ψαλίδα τών τιμών»
(οικον.) η απόκλιση που υπάρχει μεταξύ του δείκτη τιμών λιανικής πώλησης τών αγροτικών προϊόντων και του δείκτη τιμών πώλησής τους από τους παραγωγούς στους εμπόρους
8. παροιμ. φρ. «η τιμή τιμή δεν έχει και χαρά στον που τήν έχει» — η κοινωνική υπόληψη είναι εξαιρετικά ανεκτίμητο αγαθό που δεν αποτιμάται σε χρήματα
αρχ.
1. αξίωμα, εξουσία («ἔν τε ταῑς ἀρχαῑς καὶ ταῑς ἄλλαις τιμαῑς», Πλάτ.)
2. έργο, λειτούργημα
3. (ως ιδιότητα θεών ή βασιλέων) η ανώτατη κυριαρχία, η ύψιστη εξουσία
4. το προνόμιο ενός βασιλιά
5. (κατ' επέκτ.) το πρόσωπο που κατέχει την ύψιστη αρχή, την εξουσία
6. δώρο που προσφέρεται ως ανταμοιβή
7. εκτίμηση της περιουσιακής κατάστασης κάποιου με σκοπό την κατανομή φόρων
8. προσδιορισμός μιας ζημιάς προκειμένου να καθοριστεί έτσι η ανάλογη αποζημίωση
9. αποζημίωση και, γενικά, ποινή που συνίσταται στην πληρωμή χρηματικού ποσού
10. (η δοτ. ως επίρρ.) τιμῇ
με έντιμο τρόπο
11. φρ. α) «οἱ ἐν τιμαῑς» — αυτοί που κατέχουν τα ανώτατα αξιώματα
β) «τιμὰς ἴσχω» — κατέχω το αξίωμα του τιμούχου
γ) «τιμῆς λαγχάνω [ή τυγχάνω]» — δέχομαι τιμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι το μοναδικό παράγωγο με κατάλ -μή (πρβλ. σχισ-μή, οσ-μή) του ρ. τίω «απονέμω τιμή, σέβομαι», αλλά και «εκτιμώ, ορίζω την αξία ενός πράγματος». Η λ. τιμή στην Αρχαία Ελληνική χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το αξίωμα, την ύψιστη αρχή, την εξουσία και επίσης τον προσδιορισμό μιας ζημιάς προκειμένου να καθοριστεί η ανάλογη αποζημίωση και γενικά η ποινή που συνίσταται στην πληρωμή χρηματικού ποσού. Σύμφωνα με την τελευταία σημ., η λ. τιμή συνδέθηκε παρετυμολογικά με τη λ. ποινή και την οικογένεια του ρ. τίνω «πληρώνω» (βλ. και λ. τίω, τιμωρός, τίνω, ποινή). Η λ. τιμή εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -τιμος (πρβλ. πολύ-τιμος, φιλό-τιμος, αξιό-τιμος). Επίσης, με τη λ. τιμή ως α' ή β' συνθετικό έχει σχηματιστεί μεγάλος αριθμός ανθρωπωνυμίων (πρβλ. Τιμο-γένης, Τιμο-φάνης, Εργό-τιμος, Νικό-τιμος, Πολυ-τίμη).
ΠΑΡ. τίμιος, τιμώ
αρχ.
τιμαίος, τιμήεις, τιμικόν.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) τιμαλφής, τιμοκρατία
αρχ.
τιμάξιος, τιμαρχία, τιμογραφώ, τιμόθεος, τιμοκράτης, τιμούχος
νεοελλ.
τιμάριθμος, τιμοκατάλογος, τιμολόγιο, τιμολογώ. (Β' συνθετικό σε -τιμος) αξιότιμος, άτιμος, αφιλότιμος, βαρύτιμος, έντιμος, επίτιμος, ερίτιμος, ισότιμος, ομότιμος, πάντιμος, πολύτιμος, φιλότιμος
αρχ.
αβρότιμος, αγλαότιμος, αντίτιμος, αρίτιμος, βαθύτιμος, διάτιμος, ευρύτιμος, θεότιμος, μεγα(λό)τιμος, μυριότιμος, νυμφότιμος, ξενότιμος, ομοιότιμος, περίτιμος, σεμνότιμος, σύντιμος
νεοελλ.
ανέντιμος, υπέρτιμος].