βίος: Difference between revisions
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο και βιος, το (AM [[βίος]], ο)<br /><b>1.</b> η ανθρώπινη ζωή<br /><b>2.</b> ο [[τρόπος]] που ζει [[κανείς]] («[[αμέριμνος]] [[βίος]]», «[[ταλαίπωρος]] [[βίος]]»)<br /><b>3.</b> ο [[χρόνος]], η [[διάρκεια]] της ζωής<br /><b>4.</b> η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η [[βιογραφία]]<br /><b>5.</b> τα [[αγαθά]], τα [[υπάρχοντα]]<br /><b>6.</b> ο [[πλούτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[παρουσία]] του ανθρώπου σε κάποιον τομέα της ζωής («[[πολιτικός]] [[βίος]]», «[[δημόσιος]] [[βίος]]») κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βίος]] και [[πολιτεία]]» — για ανθρώπους με περιπετειώδη, όχι πολύ καθαρή ζωή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κόσμος]] της καθημερινότητας<br /><b>2.</b> [[κατοικία]], [[διαμονή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[βίος]] [[καθώς]] και οι παράλληλοι τ. [[βίοτος]] και [[βιοτή]] προέρχονται από την ινδοευρωπαϊκή δισύλλαβη [[ρίζα]] | |mltxt=ο και βιος, το (AM [[βίος]], ο)<br /><b>1.</b> η ανθρώπινη ζωή<br /><b>2.</b> ο [[τρόπος]] που ζει [[κανείς]] («[[αμέριμνος]] [[βίος]]», «[[ταλαίπωρος]] [[βίος]]»)<br /><b>3.</b> ο [[χρόνος]], η [[διάρκεια]] της ζωής<br /><b>4.</b> η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η [[βιογραφία]]<br /><b>5.</b> τα [[αγαθά]], τα [[υπάρχοντα]]<br /><b>6.</b> ο [[πλούτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[παρουσία]] του ανθρώπου σε κάποιον τομέα της ζωής («[[πολιτικός]] [[βίος]]», «[[δημόσιος]] [[βίος]]») κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βίος]] και [[πολιτεία]]» — για ανθρώπους με περιπετειώδη, όχι πολύ καθαρή ζωή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κόσμος]] της καθημερινότητας<br /><b>2.</b> [[κατοικία]], [[διαμονή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[βίος]] [[καθώς]] και οι παράλληλοι τ. [[βίοτος]] και [[βιοτή]] προέρχονται από την ινδοευρωπαϊκή δισύλλαβη [[ρίζα]] g<sup>w</sup>iy(∂)-, ενώ η υποτεθείσα για το [[βίος]] [[ρίζα]] g<sup>w</sup>iwo- (δηλ. [[βίος]] <span style="color: red;"><</span> βίFος), από την οποία σχηματίστηκαν τα γοτθ. qius, αρχ. ιρλ. beo «[[ζωντανός]]», δεν [[είναι]] πιθανή. Από μορφολογικής απόψεως ο τ. [[βίοτος]] ίσως [[είναι]] [[νεώτερος]] [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[θάνατος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ.</b> βιο-. (Β' συνθετικό) [[αιωνόβιος]], [[αμφίβιος]], [[βραχύβιος]], [[έμβιος]], [[ημερόβιος]], [[θαλασσόβιος]], [[ισόβιος]], [[κοινόβιος]], [[λιμνόβιος]], [[λιτόβιος]], [[μακρόβιος]], [[νυκτόβιος]], [[ολιγόβιος]], [[ορεσίβιος]], [[σύμβιος]], [[σωσίβιος]], [[υγρόβιος]], [[φαυλόβιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άβιος]], [[αβρόβιος]], αγχίβιος, [[αεξίβιος]], [[αθεσμόβιος]], [[αλειφόβιος]], [[αλιτρόβιος]], [[αλκίβιος]], [[αμαξόβιος]], [[αμαυρόβιος]], [[αμετρόβιος]], [[αμιμητόβιος]], αναπηρόβιος, ανδρόβιος, απειρόβιος, [[αποχειρόβιος]], αργόβιος, [[αργυρόβιος]], αριστόβιος, αρπαξίβιος, αυξόβιος, αυχμηρόβιος, [[δηρόβιος]], [[δύσβιος]], [[δωσίβιος]], [[έκβιος]], ενυγρόβιος, [[ενυδρόβιος]], [[εξαμηνόβιος]], [[επίβιος]], [[ερυθίβιος]], [[ερυσίβιος]], [[εύβιος]], [[εφημερόβιος]], [[ηδύβιος]], [[ημίβιος]], [[ιθύβιος]], [[κακόβιος]], [[καλόβιος]], [[κτησίβιος]], [[λαμπρόβιος]], [[λιπόβιος]], [[λυπρόβιος]], [[λυχνόβιος]], [[μεγαλόβιος]], [[μελάμβιος]], [[μελλέβιος]], [[μεσόβιος]], [[μιμόβιος]], [[μυρμηκόβιος]], [[ναυσίβιος]], [[νυκτερόβιος]], [[νυκτίβιος]], [[οικόβιος]], [[οικτρόβιος]], [[οιόβιος]], [[ολβιόβιος]], [[ομόβιος]], [[ομοιόβιος]], [[ορέσβιος]], [[παλίμβιος]], [[πυρίβιος]], [[ριγεσίβιος]], [[ρυπαρόβιος]], [[σκληρόβιος]], [[συκόβιος]], [[τηθίβιος]], [[τηλέβιος]], τρυγύβιος, [[τρυσίβιος]], [[τρυφερόβιος]], [[υλόβιος]], [[υπηνόβιος]], [[φερέσβιος]], φοιόβιος, [[χειρόβιος]], [[χερσόβιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγελόβιος]], [[αερόβιος]], [[αισχρόβιος]], [[ακανθόβιος]], [[αναερόβιος]], [[βαθύβιος]], [[δασόβιος]], [[δενδρόβιος]], [[ελόβιος]], [[θαμνόβιος]], [[καφενόβιος]], [[λαθρόβιος]], [[μηχανόβιος]], [[μονόβιος]], ντισκόβιος, [[πλανόβιος]]. Απαντούν [[ακόμη]] τα ανθρωπωνύμια: Αθηνόβιος, Ανχίβιος, Αριστόβιος, Αρχέβιος, Αυτόβιος, Δεξίβιος, Δωρόβιος, Ελκεβία, Εργόβιος, Ερμόβιος, Εύβιος, Ευθύβιος, Ευρησίβιος, Ζηλόβιος, Ζηνόβιος, Ζώβιος, Ηδύβιος, Θαρσύβιος, Θεόβιος, Καλλίβιος, Καϋοτρόβιος, Κλειτόβιος, Κτησίβιος, Μελάμβιος, Μηλόβιος, Μητρόβιος, Ονησίβιος, Ορόβιος, Πατρόβιος, [[Πολύβιος]], Σώβιος, Σωσίβιος, Φανόβιος, Χαιρέβιος]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:20, 14 May 2023
English (LSJ)
[ῐ], ὁ,
A life, i. e. not animal life (ζωή), but mode of life (cf. εἰ χρόνον τις λέγοι ψυχῆς ἐν κινήσει μετα βατικῇ ἐξ ἄλλου εἰς ἄλλον βίον ζωὴν εἶναι Plot.3.7.11), manner of living (mostly therefore of men, v. Ammon. p.32 V.; but also of animals, διεχώριζον ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν Epicr.11.14, cf. X.Mem.3.11.6, etc.; also ζῆν φυτοῦ βίον Arist. GA736b13); ζώεις δ' ἀγαθὸν βίον Od. 15.491; ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύειν 18.254; αἰῶνα βίοιο Hes.Fr.161; τὸν μακρὸν τείνειν βίον A.Pr.537 (lyr.); ὁ καθ' ἡμέραν β. S.OC1364; βίον διαγαγεῖν Ar.Pax 439; τελεῖν S.Ant.1114; διατελεῖν Isoc.6.45; διέρχεσθαι βίου τέλος dub.in Pi.I.4(3).5; τελευτᾶν Isoc.4.84; ὑπ' ἄλλου τελευτῆσαι β. Pl.Lg.870e; ἐπειδὰν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου τελευτήσω X.Cyr.8.7.17; τέρμα βίου περᾶν S.OT1530; ὁδὸς βίου Isoc.1.5, cf. X.Mem.2.1.21; διὰ βίου Arist.Pol.1272a37; prov., ὁ ἐπὶ Κρόνου βίος 'the Golden Age', Id.Ath.16.7; so Ταρτησσοῦ βίος = life of Tartessos, life of Riley Him.Ecl.10.11; βίος ζωῆς Pl.Epin.982a (cf. βιοτή); ζῆν θαλάττιον βίον Antiph.100; ἀμέριμνον ζῆν β. Philem.92.8; λαγὼ β. ζῆν δεδιὼς καὶ τρέμων D.18.263; σκληρὸς τῷ β. Men.Georg.66: rarely in plural, Alex.116.6 and ΙΙ, Men.855; τίνες καὶ πόσοι εἰσὶ βίοι; Pl.Lg.733d, cf. Arist.EN1095b15, Pol.1256a20.
2 in Poets sometimes = ζωή, βίον ἐκπνέων A.Ag.1517 (lyr.); ἀποψύχειν S.Aj.1031; φείδεσθαι βίου Id.Ph.749; νοσφίζειν τινὰ βίου ib.1427, etc.
3 lifetime, ἐς τὸν ἅπαντα ἀνθρώπων βίον Hdt.6.109; τῶν ἐπὶ τοῦ σοῦ βίου γεγονότων λόγων = of all the discourses produced during your lifetime Pl.Phdr. 242a, cf. PMagd.18.7 (iii B. C.), etc.
II livelihood, means of living (in Hom. βίοτος), βίος ἐπηετανός Hes.Op.31, Pi.N.6.10; τὸν βίον κτᾶσθαι ἀπό τινος, τὸν βίον ποιεῖσθαι ἀπό τινος, τὸν βίον ἔχειν ἀπό τινος, to make one's living off, to live by a thing, Hdt.8.106, Th.1.5, X.Oec.6.11; ἀπεστέρηκας τὸν βίον τὰ τόξ' ἑλών S.Ph.931, cf. 933, 1282; κτᾶσθαι πλοῦτον καὶ βίον τέκνοις E. Supp.450; πλείον' ἐκμοχθεῖν βίον ib.451; βίος πολύς ib.861; βίος ὀλίγος Ar. Pl.751; βίον κεκτημένος Philem.99.4; ὁ ἴδιος βίος = private property, AJA17.29 (i B. C.), cf. SIG762.40, Iamb.VP30.170; βίος Δημήτριος = corn, A.Fr.44.
III the world we live in, 'the world', οἱ ἀπὸ τοῦ βίου, opp. the philosophers, S.E.M.11.49; simply ὁ βίος Id.P.1.211; ὁ βίος ὁ κοινός ib. 237; μυθικὰς ὑποθέσεις ὧν μεστὸς ὁ βίος ἐστί Ph.1.226; ἐκκαθαίρειν τὸν βίον, of Hercules, Luc.DDeor.13.1; τὸν βίον μιμούμενοι, of comic poets, Sch. Heph.p.115C.; also, 'the public', ἵνα ὁ βίος εἰδῇ τίνα δεῖ μετακαλεῖσθαι Sor.1.4.
IV settled life, almost, = abode, ἐν τῇ Θρᾳκίᾳ νήσῳ βίους ἱδρύσαντο D.H.1.68, cf. 72.
V a life, biography, as those of Plu., Thes.1, cf. Ph.2.180.
VI caste, διεῖλε τὸ πλῆθος εἰς τέτταρας β. Str.8.7.1.
VII wine made from partly dried unripe grapes, Plin.HN14.77.
VIII Astrol., the second region, Paul.Al.L.2. (Cf. Skt. jīv´s 'alive', jī΄vati 'live', Lat. vivus, etc.)
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Morfología: [jón. gen. βίοιο Hes.Fr.276.1, Emp.B 115.5]
A concr.
I en rel. c. los medios econ.
1 mantenimiento, mantenencia, sustento esp. en rel. c. reservas agrícolas ᾧτινι μὴ β. ... κατάκειται ..., τὸν γαῖα φέρει, Δημήτερος ἀκτήν Hes.Op.31, cf. A.Fr.44.5, τοῖσι φέρει μὲν γαῖα πολὺν βίον Hes.Op.232, cf. 42, 316, 577, 601, βίον ἀνδράσιν ... ἐκ πεδίων ἔδοσαν Pi.N.6.10, τὰ τέκνα βίου δεόμενα Arist.HA 619b27
•considerado producto de exportación μηδ' ἐν νηυσὶν ἅπαντα βίον ... τίθεσθαι Hes.Op.689
•medios de vida gener. πλωίζεσκ' ἐν νηυσί, βίου κεχρημένος ἐσθλοῦ Hes.Op.634, βίου χρήμῃ πλανᾶται Archil.207.5, ἀσθενείη βίου Hdt.2.47, 8.51, εὐχαῖς βίον ... συλλεγόμενος de un mendigo, Pl.Lg.936c
•esp. hacienda, peculio, fortuna οἱ ... ἡμέων πλεῖστον ἔχουσι βίον Sol.1.72, Thgn.228, πολύς βίος E.Supp.861, cf. Semon.8.85, Thgn.321, Men. en Phot.β 143, ὀλίγος Ar.Pl.751, Call.Epigr.26.1, γένος ... β. τε Hdt.1.31, μετάδοσιν ἐποιήσατο τῆς ἀπὸ τοῦ βίου χορηγίας IClaros 1.P.1.16 (II a.C.), γυμνασιαρχήσαντα ἐκ τοῦ ἰδίου βίου Sardis 27.12 (I a.C.), cf. IG 5(2).516.16 (Licosura II/III d.C.), IGBulg.12.13.40 (I a.C.), IG 9(2).1107.13 (Demetríade II a.C.), Iambl.VP 170, Eu.Marc.12.44, Eu.Luc.8.43 (var.), tb. plu. οἱ ἴδιοι βίοι Plb.3.25.8.
2 avituallamiento, abastecimiento de colectivos, ciudades y estados, Pl.Lg.842c, αἱ τοῦ βίου κατασκευαί en la Atlántida, consistente en minería y productos espontáneos del campo, Pl.Criti.114e
•fig. βίος τοῦ κόσμου = los bienes terrenales, 1Ep.Io.3.17.
3 tesoro, fortuna hallado bajo tierra, Philostr.VA 2.39.
II identificado c. el suj. de la vida
1 la humanidad συνεπιμαρτυρεῖ ... ὁ βίος ἅπας = toda la humanidad es testigo Arist.Mu.400a15, cf. Luc.Peregr.6, Hld.4.8.2.
2 el pueblo, la gente σκληρὸς ὁ γέρων τῷ βίῳ Men.Georg.66, ὁ βίος ὁ κοινὸς S.E.P.1.237
•op. ‘los filósofos’ οἱ ἀπὸ τοῦ βίου S.E.M.11.49, cf. P.1.211, κατὰ τὸν βίον λέγεται παροιμία según un proverbio popular Sch.A.R.4.61a, ὁ τοιοῦτος βίος Hld.1.6.1.
III local el mundo ἐκκαθαίρειν τὸν βίον de Heracles, Luc.DDeor.15.1, χάριν τούτου ἐκαλούμην μέγας ἐν τῷ βίῳ Mim.Fr.Pap.4.19.
B abstr.
I gener.
1 género de vida o modo de vida dep. del sustento y la situación econ., esp. c. determ. cualit. ζώεις δ' ἀγαθὸν βίον (consistente en βρῶσίν τε πόσιν τε) Od.15.491, ἀργυροστερής A.Ch.1003, ἔργον μεριμνῶν ποῖον ἢ βίον τίνα; S.OT 1124, ἐποίησε τὸν ἀνθρώπειον βίον πόριμον ἐξ ἀπόρου Gorg.B 11a.30, cf. Antipho Soph.B 49, Athenio 1.7, ἀμέριμνος Men.Comp.2.12, Ταρτησσοῦ βίος = vida de Tarteso e.d. ‘vida de Jauja’, Him.10.14
•determinado por el cont. amplio εἰ κεῖνός γ' ἐλθὼν τὸν ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύοι (habla Penélope) Od.18.254, 19.127, cf. Thgn.303, (ἐν Αἰγύπτῳ) βίου τροφάς S.OC 338, cf. 446, E.Hel.254, dep. de τέχνη o τέχναι Pl.Prt.321e, Plt.299e, Hp.Morb.Sacr.1.32, Call.Fr.267.
2 casta o clase según situación econ. o profesional διεῖλε τὸ πλῆθος ... εἰς τέτταρας βίους, τοὺς δὲ δημιουργούς Str.8.7.1 (cf. A II).
3 género de vida gener., c. calificaciones diversas:
a) ἀπράγμων Archil.121, κίβδηλος Anacr.82.6, ἀπάλαμος Pi.O.1.59, cf. Democr.B 61, θαλάσσιος βίος Archil.160, cf. Call.Fr.178.33, ὑπαίθριος γὰρ ὁ βίος ... ἔστ' ἐν ὅπλοις Gorg.B 11a.12, cf. Plb.16.21.1, ἐπίγειος ref. anim., Arist.PA 694a2-7, Περὶ βίων Sobre los géneros de vida tít. de una obra de Epicuro, Epicur.[1] 30.5;
b) calificada como placentera o desgraciada τίς δὲ β., τί δὲ τερπνὸν ἄτερ χρυσῆς Ἀφροδίτης Mimn.1.1, τέρψις ἀνθρώπων βίῳ B.1.169, cf. Pi.Fr.126, δύσφορος A.A.859, cf. Eu.955, Emp.B 20.3, E.Hipp.383, Pl.Phlb.21a, βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος = una vida sin fiestas es como un largo camino sin posadas Democr.B 230, εὐδαίμων Pl.Ti.42b, cf. Grg.494c, Men.Mon.741, Chrysipp.Stoic.3.176, σεμνόν τε καὶ ἡσύχιον βίον IG 12(7).396.15 (III d.C.);
c) en rel. c. el saber y la ciencia ὁ δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ = una vida no sometida a examen no merece ser vivida por el hombre Pl.Ap.38a, ἂν ὁ βίος διοικοῖτο κατὰ ἐπιστήμην Chrysipp.Stoic.3.60, cf. Pl.R.534c, Phlb.22d, Chrysipp.Stoic.3.173, Epicur.Ep.[2] 37.3;
d) identificada c. naciones o grupos Ἑλλάδος καὶ ξυμμάχων βίον ... πεφυρμένον θηρσίν θ' ὅμοιον A.Fr.181a.2, Ἰωνικός Pl.Lg.680d, Ἑλληνικός LXX 4Ma.8.8, Ὀρφικοὶ βίοι Pl.Lg.782c, Phd.95c, ἱερός de los eleos, Plb.4.73.9, β. δούλης E.Andr.89, Arist.VV 1251b13, πονητικὸς ὁ τῶν γυναικῶν βίος Arist.GA 775a33, οὗτος μὲν θεῶν β. Pl.Phdr.248a, cf. Ocell.44, οὐκ ἀνθρώπων βίον, ἀλλά τινος πλεύμονος Pl.Phlb.21c, δοκίμων ἀνδρῶν βίοι de las vidas a elegir en futuras generaciones, Pl.R.618a, cf. 617d, ἥρωος βίος Plu.2.416c, Diog.Oen.2.2.9, ὁ ἐν Μούσαις β. Ael.VH 14.37;
e) c. connotaciones morales vida incluso conducta βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς Pi.P.8.75, cf. Democr.B 43, B 61, Antipho Soph.B 51, Hp.Iusi.4, βίον καὶ χρηστὸν καὶ πονηρὸν διαγιγνώσκοντα Pl.R.618c, ἄδικος β. Pl.Lg.663d, Chrysipp.Stoic.3.188, cf. Bato 3.5, πονηρὸν καὶ λῃστρικὸν βίον BGU 372.2.2 (II d.C.), τοῦ βίου τῶν περὶ τὸν Ἐπίκουρον Phld.Cont.10.10, cf. 15.4;
f) definiendo la suerte de la ψυχή en la ‘otra vida’, Pl.Lg.728d, cf. Phdr.249b, ὁ β. Χριστιανῶν Clem.Al.Paed.1.13.102.
4 vida cotidiana παλιντυχεῖ τριβᾷ βίου A.A.465, βίου μεταστάσεις E.Fr.554, ἐν τοῖς ... τοῦ βίου παραλόγοις Th.8.24, cf. 2.97, E.El.235, Alc.789, Arist.Pol.1265b41, Plb.5.87.3
•op. ζωή la ‘existencia en general’, Pl.Lg.803b, cf. Ti.44c, Plot.3.7.11, ὡς ὡραΐζεθ' ἡ Τύχη πρὸς τοὺς βίους Men.Fr.788
•vida real op. la fingida, Hp.Vict.1.12, ὁ βίος πρᾶξις ἐστ' οὐ ποίησις = la vida es acción, no producción Arist.Pol.1254a7, ὑποκρινόμενον εὖ τοῖς βίοις = haciendo en la vida real un buen papel Alex.121.6, cf. 11, τὸν ... βίον ... μιμούμενοι dicho de los poetas cómicos, Sch.Heph.p.115, ὦ Μένανδρε καὶ βίε, πότερος ἄρ' ὑμῶν πότερον ἀπεμιμήσατο; Ar.Byz. en Syrian.in Hermog.2.23 (= Ar.Byz.Fr.T 7).
5 vida, biografía por identificación c. el hombre individual, como género literario, Plu.Thes.1, Ph.2.80, Philostr.VS tít., οἱ τοὺς βίους τῶν ἀνδρῶν συνταξάμενοι D.H.Amm.1.3, de santos, Basil.Ep.2.3.
II como algo que se realiza en el tiempo
1 vida, tiempo de la vida αἰῶνα βίοιο Hes.Fr.276.1, 4 (pero cf. infra), ὁ χρόνος τοῦ βίου μου LXX Ib.10.20, cf. 1Ep.Petr.4.2, διατελεῖν βίον B.Fr.11.3, cf. Pi.P.6.27, Isoc.6.45, βίου δύντος αὐγαῖς A.A.1123, cf. Protag.B 4, Antipho Soph.B 49, 52, S.Ant.1114, τὸν μακρὸν τείνειν βίον A.Pr.537, μακραίωνος ... βίοιο de ciertos démones, Emp.B 115.5, cf. Pl.Epin.982a, βίον διαγαγεῖν Ar.Pax 439, τέρμα τοῦ βίου περάσαι S.OT 1530, ἐν δυσμαῖς τοῦ βίου Pl.Lg.770a, Prt.351b, Cri.43d, τελευτῆσαι ... βίον Pl.Lg.870e, cf. X.Cyr.8.7.17, Isoc.4.84, Pl.Phdr.242a, Phlb.63a, Arist.Pol.1272a37, ἐν βίῳ S.Ph.182, διὰ βίου Pl.Phd.68a, Is.6.54, ὁ λοιπὸς β. Plb.3.116.9, εἰς τὸ λοιπὸν τοῦ βίου para el resto de mis días, PEnteux.43.7 (III a.C.), ἐς τὸν ἅπαντα ἀνθρώπων βίον Hdt.6.109, pero μακάριος β. la vida eterna Clem.Al.Paed.1.10.95, Origenes Cels.4.30
•como segmento de tiempo humano op. otro superior: op. αἰών ‘tiempo inmortal’ de los dioses, Simon.79, δόλιος γὰρ αἰὼν ... ἑλίσσων βίου πόρον Pi.I.8.15, ὁ βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή = la vida es breve, el arte largo Hp.Aph.1.1, βίος καὶ χρόνος μετρεῖται περιόδῳ Arist.GC 336b13, ὅσας ἂν σεαυτὸν εὐφράνῃς ἡμέρας, ταύτας βίον νόμιζε, τὰς δ' ἄλλας χρόνον TAM 3.584.9 (Termeso II/III d.C.)
•op. al ‘más allá’ Pi.Fr.137.2, Antipho Soph.B 53a, ὁ νῦν β. 2Ep.Clem.20.2.
2 edad, era ὁ ἐπὶ Κρόνου βίος = la edad de Crono Arist.Ath.16.7.
III op. al ‘morir’
1 vida, existencia τὸν δὲ ἐκείνων βίον τεθνεῶτες Heraclit.B 62, μὴ φείσῃ βίου S.Ph.749, Πάριν ... νοσφιεῖς βίου S.Ph.1427, σῴζεσθαι E.Alc.146, Hec.12
•c. ἄφθιτος, ἀθάνατος y op. θάνατος: οὐδ' ἄφθιτον ... βίον ... ἐξίκοντο τελέσαντες Simon.18.3, Κύπρις ... ἔστι δ' ἄφθιτος βίος S.Fr.941.3, μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε Pi.P.3.61, θάνατος ἢ β. S.Ai.802, cf. E.Alc.21, 130, Hec.338, Call.Fr.110.40
•en juego de palabras con βιός ‘arco’ (productor de ‘muerte’) τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα β., ἔργον δὲ θάνατος Heraclit.B 48, cf. S.Ph.931, 933, 1282, 1422, Ar.Pl.34
•como principio vital cuya pérdida trae la muerte βίον ἐκπνέων A.A.1517, cf. Pers.507, ἀπέψυξεν βίον S.Ai.1031, cf. El.225, E.Hel.142, κατ] άλυσιν τοῦ βίου PEnteux.29.10 (III a.C.), ὁ β. ταῦτα así es la vida fórmula en inscr. funerarias CIIud.761.14 (Eumenia, imper.), RECAM 80, 405 (Galacia), SEG 37.810 (Roma IV/V d.C.).
2 vida orgánica de las plantas ἐν φύλλοισι θαλλούσης β. ... ἐλαίας A.Pers.616, cf. Arist.GA 736b13
•basado en la existencia de ψυχή Pl.Ti.73b, βίος τις καὶ πνεύματός ἐστι καὶ γένεσις καὶ φθῖσις Arist.GA 778a2, cf. Ocell.13
•tb. de seres para nosotros inanimados ἡλίου Hp.Flat.3
•como objeto de la ciencia διεχώριζον ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν Epicr.10.14.
• Etimología: N. rad. tem. en grado ø de la r. *gu̯eiHu̯3- ‘vivir’, cf. βείομαι, ἐβίων, ζώω c. otros grados vocálicos.
German (Pape)
[Seite 445] ὁ, das Leben; eigentlich Nebenform von βία, die Lebenskraft, die Stärke; vgl. ζάλος ζάλη, κύμβος κύμβη, πέτρος πέτρα, πλάνος πλάνη, πύλος πύλη, ὕδρος ὕδρα, χλόος χλόα, χνόος χνόη, χρόος χρόα, χύτρος χύτρα; αἶθρος αἴθρα, κοῖτος κοίτη, οἶμος οἴμη; χῶρος χώρα; σφαῖρος σφαῖρα; δραγμός δραγμή, δεσμός δεσμή oder δέσμη; ἄνδραχνος ἀνδράχνη, ἕσπερος ἑσπέρα, θάλαμος θαλάμη, κάλαμος καλάμη, στέφανος στεφάνη, χάραδρος χαράδρα. Bei Hom. βίος dreimal: Odyss. 15, 491 ἀνδρὸς δώματ' ἀφίκεο ἠπίου, ὃς δή τοι παρέχει βρῶσίν τε πόσιν τε ἐνδυκέως, ζώεις δ' ἀγαθὸν βίον; 18, 254. 19, 127 εἰ κεῖνός γ' ἐλθὼν τὸν ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύοι, μεῖζόν κε κλέος εἴη ἐμὸν καὶ κάλλιον οὕτως. Bei den Folgenden: 1) das Leben, von Pind. an, bei Tragg., u. in Prosa überall. Nach den Gramm. von ζωή, dem bloßen Existiren eines Geschöpfes, so unterschieden, daß es nur das Leben vernünftiger Wesen bezeichnet; doch sagt Xen. Mem. 3, 11, 6 βίος φαλάγγων; Nicarch. 17 (XI, 397) ἡμιόνων; – Lebenszeit, Lebensdauer, im Gegensatz von θάνατος; sehr gew. βίον ζῆν, διάγειν, διατελεῖν, διατρίβειν, διεξάγειν, διέρχεσθαι; Gegensatz τελευτᾶν; s. auch ἀποῤῥηγνύναι, ἀποψύχειν, ἐκλείπειν, ἐκπλῆσαι, καταστρέφειν, μεταλλάττειν; – ἐπὶ τοῦ σοῦ βίου, bei deinen Lebzeiten, Plat. Phaedr. 242 a; pleon. ζωῆς βίος Epinom. 982 a; Plut. Consol. Apoll. p. 350. – 2) das Leben u. Wirken, Lebensart, Lebenswandel, VLL. ἐπιτήδευμα; vgl. B. A. 30, der β. θαλάττιος, ῥητορικός aufführt; Arist Eth. Nic. 1, 5 βίος ἀπολαυστικός, πολιτικός, θεωρητικός; vgl. Plat. Legg. V, 733 d u. sonst; Gewerbe, D. Hal. 2, 28. – 3) Lebensunterhalt, ἐπηετανός Hes. O. 31; βίον ἔχειν 42; βίον καὶ πλοῦτον κτᾶσθαι Eur. Suppl. 450; ἀπ' ἔργων ἀνοσίων Her. 8, 106; ἑτέρωθεν Aeschin. 1, 195; βίον πορίζειν τινί Ar. Vesp. 706; ὁπόθεν βίον ἕξει Plut. 534; βίον ποιεῖσθαι ἐντεῦθεν Thuc. 1, 5, davon leben; ἀπὸ γεωργίας Xen. Oec. 6, 11; ἀπὸ θαλάσσης ἔχειν Plut. Symp. 8, 8, 2; βίον συλλέγεσθαι ἀπό τινος Plat. Legg. XI, 936 b; ἀγείρειν Theocr. 14, 40; ὁ βίος αὐτοῖς ἀπὸ τῆς θαλάττης Xen. Hell. 7, 1, 2; von Thieren, Mem. 3, 11, 6. – 4) bei Arist. u. bes. Sp., wie Luc. Tim. 4, 25 Hel. 1, 6, die Lebenden, die Welt; Gramm. ἐν u. παρὰ τῷ βίῳ, im gewöhnlichen Leben, vgl. B. A. 113, 25 καθ' οὗ ὁ βίος τάσσει, der gew. Sprachgebrauch. – 5) Wohnort, βίους ἱδρύσαντο Dion. Hal. 1, 68. – 6) Lebensbeschreibung, Plut.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. vie, càd :
1 la vie en soi, l'existence : ὁ καθ' ἡμέραν βίος SOPH la vie de chaque jour ; ζώειν ἀγαθὸν βίον OD vivre d'une vie heureuse ; λάγω βίον ζῆν DÉM vivre une vie de lièvre (toujours tremblant et craintif);
2 temps de la vie, durée de la vie;
3 condition de vie, genre de vie;
4 p. ext. c. ζωή souffle de vie;
II. moyen de vivre, moyens d'existence, ressources pour vivre ; βίος ὀλίγος AR ressources pour vivre modiques ; βίον ἔχειν ἀπό τινος XÉN vivre de qch (de l'agriculture, etc.) ; βίον ποιεῖσθαι THC se procurer des ressources pour vivre ; ἀποστερεῖν τὸν βίον SOPH enlever (à qqn) le moyen de vivre ; fortune ; ◊ prov. βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος la vie sans moyens de vivre, ce n'est pas une vie;
III. récit d'une vie, biographie ; Βίοι παράλληλοι « Vies mises en parallèle », titre d'un ouvrage de Plutarque.
Étymologie: R. ΒιϜ > Βι, vivre ; lat. vivo, vita, etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βίος -ου, ὁ
1. leven, bestaan (meestal van een mens):; εἰ κείνος... τὸν ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύει als hij mijn bestaan verzorgt Od. 18.254; βίον διαγαγεῖν (zijn) leven leiden Aristoph. Pax 439; λαγὼ βίον ἔζης δεδιώς in je angst leefde jij het leven van een haas Dem. 18.263; zelden plur..; τίνες καὶ πόσοι εἰσὶ βίοι; welke soorten van leven zijn er en hoeveel? Plat. Lg. 733d; voor levensduur; ἐπὶ τοῦ σοῦ βίου tijdens jouw leven Plat. Phaedr. 242a; voor levensbeschrijving; περὶ τὴν τῶν βίων παραλλήλων ἀναγραφήν bij het opschrijven van de parallelle levens(beschrijvingen) Plut. Thes. 1.2; poët. voor levensadem. βίον ἐκπνεῖν de laatste adem uitblazen Aeschl. Ag. 1517.
2. levensmiddelen, middelen van bestaan, voorraad:. ᾧτινι μὴ βίος ἔνδον... κατάκειται wie niet genoeg levensmiddelen in huis heeft Hes. Op. 31; ὁ καθ’ ἡμέραν βίος mijn dagelijks onderhoud Soph. OC 1364; βίος ὀλίγος karige middelen van bestaan Aristoph. Pl. 751; ἰσοκλήρους τοῖς βίοις γενομένους met gelijke middelen van bestaan Plut. Lyc. 8.3.
3. post-klass. wereld, mensheid:. ἐκκαθαίρων τὸν βίον de wereld schoon makend Luc. 79.15.
Russian (Dvoretsky)
βίος: (ῐ) ὁ
1 жизнь: ζώειν ἀγαθὸν βίον Hom. счастливо жить; ὁ καθ᾽ ἡμεραν β. Soph., Arst. повседневная жизнь; βίον ἐκπνεῖν Aesch. и τελευτᾶν Isocr. закончить жизнь, умереть; ἐπὶ τοῦ σοῦ βίου Plat. в течение твоей жизни;
2 образ жизни (νομαδικός, γεωργικός Arst.);
3 средства к жизни (βίον ἔχειν ἀπὸ γεωργίας Xen.): βίον ποιεῖσθαι Thuc. и κτᾶσθαι Eur. добывать средства к жизни;
4 свет, общество (ἐκκαθαίρειν τὸν βίον Luc.): οἱ ἀπὸ τοῦ βίου Sext. люди с мирскими интересами, практики;
5 жизнеописание (βίοι παράλλελοι Plut.).
English (Slater)
βῐος (βίου, -ῳ, -ον)
1 life
a span, length of life. μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε (P. 3.61) ταύτας δὲ μήποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον (i. e. = γονέας πεπρωμένον βίον διάγοντας) (P. 6.27) δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται, ἑλίσσων βίου πόρον (Tricl: βιότου codd.) (I. 8.15) ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου (Pae. 6.117) μηδἀμαύρου τέρψιν ἐν βίῳ fr. 126. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν sc. the initiate in the Eleusinian mysteries fr. 137. [βίου (codd.: βιότου Donaldson) (I. 4.5) ].
b way of life. ἔχει δ' ἀπάλαμον βίον τοῦτον ἐμπεδόμοχθον sc. Tantalos (O. 1.59) βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.75)
c livelihood. ἀρούραισιν, αἵτ' ἀμειβό- μεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν (N. 6.10)
English (Abbott-Smith)
βίος, -ον, ὁ, [in LXX chiefly for יָמִים;]
1.period or course of life, life: Lk 8:14, I Ti 2:2, II Ti 2:4, I Jo 2:16.
2.living, livelihood, means (in Pr 31:14 for לֶחֶם; v. DCG, ii, 39a): Mk 12:44, Lk 8:43 15:12, 30 21:4, I Jo 3:17.† SYN.: ζωή, is life intensive, "vita quâ, vivimus," the vital principle; βίος, life extensive, "vita quam vivimus," (1) the period of life, (2) the means by which it is sustained. Hence, in cl., ζ., being confined to the physical life common to men and animals, is theinferior word (cf. zoology, biography). In NT, ζωή is elevated into the ethical and spiritual sphere (cf. Tr., Syn., §xxvii).
English (Strong)
a primary word; life, i.e. (literally) the present state of existence; by implication, the means of livelihood: good, life, living.
English (Thayer)
βίου, ὁ (from Homer down);
a. life extensively, i. e. the period or course of life (see below and Trench, § xxvii.): ).
b. (as often in Greek writings from Hesiod, Works, 230,575; Herodotus, Xenophon) that by which life is sustained, resources, wealth (A. V. living): WH omits; Tr marginal reading brackets the clause); goods). (For לֶחֶם in SYNONYMS: βίος, ζωή: ζωή existence (having death as its antithesis); βίος the period, means, manner, of existence. Hence, the former is more naturally used of animals, the latter of men; cf. zoology, biography. N. T. usage exalts ζωή, and so tends to debase βίος. But see Lightfoot, Ignatius ad Romans 7 [ET].]
Greek Monolingual
ο και βιος, το (AM βίος, ο)
1. η ανθρώπινη ζωή
2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος»)
3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής
4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία
5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα
6. ο πλούτος
νεοελλ.
1. η παρουσία του ανθρώπου σε κάποιον τομέα της ζωής («πολιτικός βίος», «δημόσιος βίος») κ.λπ.
2. φρ. «βίος και πολιτεία» — για ανθρώπους με περιπετειώδη, όχι πολύ καθαρή ζωή
αρχ.
1. ο κόσμος της καθημερινότητας
2. κατοικία, διαμονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βίος καθώς και οι παράλληλοι τ. βίοτος και βιοτή προέρχονται από την ινδοευρωπαϊκή δισύλλαβη ρίζα gwiy(∂)-, ενώ η υποτεθείσα για το βίος ρίζα gwiwo- (δηλ. βίος < βίFος), από την οποία σχηματίστηκαν τα γοτθ. qius, αρχ. ιρλ. beo «ζωντανός», δεν είναι πιθανή. Από μορφολογικής απόψεως ο τ. βίοτος ίσως είναι νεώτερος σχηματισμός κατά το θάνατος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. βιο-. (Β' συνθετικό) αιωνόβιος, αμφίβιος, βραχύβιος, έμβιος, ημερόβιος, θαλασσόβιος, ισόβιος, κοινόβιος, λιμνόβιος, λιτόβιος, μακρόβιος, νυκτόβιος, ολιγόβιος, ορεσίβιος, σύμβιος, σωσίβιος, υγρόβιος, φαυλόβιος
αρχ.
άβιος, αβρόβιος, αγχίβιος, αεξίβιος, αθεσμόβιος, αλειφόβιος, αλιτρόβιος, αλκίβιος, αμαξόβιος, αμαυρόβιος, αμετρόβιος, αμιμητόβιος, αναπηρόβιος, ανδρόβιος, απειρόβιος, αποχειρόβιος, αργόβιος, αργυρόβιος, αριστόβιος, αρπαξίβιος, αυξόβιος, αυχμηρόβιος, δηρόβιος, δύσβιος, δωσίβιος, έκβιος, ενυγρόβιος, ενυδρόβιος, εξαμηνόβιος, επίβιος, ερυθίβιος, ερυσίβιος, εύβιος, εφημερόβιος, ηδύβιος, ημίβιος, ιθύβιος, κακόβιος, καλόβιος, κτησίβιος, λαμπρόβιος, λιπόβιος, λυπρόβιος, λυχνόβιος, μεγαλόβιος, μελάμβιος, μελλέβιος, μεσόβιος, μιμόβιος, μυρμηκόβιος, ναυσίβιος, νυκτερόβιος, νυκτίβιος, οικόβιος, οικτρόβιος, οιόβιος, ολβιόβιος, ομόβιος, ομοιόβιος, ορέσβιος, παλίμβιος, πυρίβιος, ριγεσίβιος, ρυπαρόβιος, σκληρόβιος, συκόβιος, τηθίβιος, τηλέβιος, τρυγύβιος, τρυσίβιος, τρυφερόβιος, υλόβιος, υπηνόβιος, φερέσβιος, φοιόβιος, χειρόβιος, χερσόβιος
νεοελλ.
αγελόβιος, αερόβιος, αισχρόβιος, ακανθόβιος, αναερόβιος, βαθύβιος, δασόβιος, δενδρόβιος, ελόβιος, θαμνόβιος, καφενόβιος, λαθρόβιος, μηχανόβιος, μονόβιος, ντισκόβιος, πλανόβιος. Απαντούν ακόμη τα ανθρωπωνύμια: Αθηνόβιος, Ανχίβιος, Αριστόβιος, Αρχέβιος, Αυτόβιος, Δεξίβιος, Δωρόβιος, Ελκεβία, Εργόβιος, Ερμόβιος, Εύβιος, Ευθύβιος, Ευρησίβιος, Ζηλόβιος, Ζηνόβιος, Ζώβιος, Ηδύβιος, Θαρσύβιος, Θεόβιος, Καλλίβιος, Καϋοτρόβιος, Κλειτόβιος, Κτησίβιος, Μελάμβιος, Μηλόβιος, Μητρόβιος, Ονησίβιος, Ορόβιος, Πατρόβιος, Πολύβιος, Σώβιος, Σωσίβιος, Φανόβιος, Χαιρέβιος].
Greek Monotonic
βίος: [ῐ]ὁ,
I. 1. βίος, δηλ. όχι η ζωή που κυριολεκτικά σημαίνει τον κύκλο ύπαρξης των ζώων (ζωή), αλλά η κατάσταση του βίου, τρόπος διαβίωσης, Λατ. vita, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· στον πληθ., τίνες καὶ πόσοι εἰσὶ βίοι;, σε Πλάτ.
2. στους ποιητές, βίος = ζωή· βίον ἐκπνεῖν, σε Αισχύλ.· ἀποψύχειν, σε Σοφ.
3. η διάρκεια της ζωής, ο χρόνος της ζωής, σε Ηρόδ., Πλάτ.
II. τα μέσα προς ζωή, το εισόδημα, περιουσία, τα προς το ζην, Λατ. victus, σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ.· τὸν βίον ποιεῖσθαι ἀπό τινος, πορίζομαι τα προς το ζην από κάτι, σε Θουκ. κ.λπ.
III. έκθεση της ζωής, βιογραφία, όπως οι βιογραφίες του Πλουτ.
Greek (Liddell-Scott)
βίος: ὁ, οὐχὶ ἡ τῶν ζῴων ἔμψυχος ὕπαρξις (ζωή), ἀλλὰ κατάστασις ζωῆς, τρόπος ζωῆς, (διὸ καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων, ἴδε Ἀμμών. σ. 30· διεχώριζον ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 14· ἀλλ. ἴδε Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 6), ζώεις δ’ ἀγαθὸν βίον Ὀδ. Ο. 491· ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύειν Σ. 254., Τ. 127· αἰῶνα βίοιο Ἡσ. Ἀποσπ. 172. 1 Gottl.· – ἀκολούθως παρ’ ἅπασι τοῖς συγγραφεῦσι, τὸν μακρὸν β. τείνειν Αἰσχύλ. Πρ. 537· ὁ καθ’ ἡμέραν β. Σοφ. Ο. Κ. 1364· βίον διάγειν Ἀριστοφ. Εἰρ. 439· τελεῖν Σοφ. Ἀντ. 1114· διατελεῖν Ἰσοκρ. 125Β· διέρχεσθαι Πίνδ. Ι. 4. 7· τελευτᾶν Ἰσοκρ., Πλάτ., κτλ.· τέρμα βίου περᾶν Σοφ. Ο. Τ. 1530· ὁδὸς βίου Ἰσοκρ. 2Α, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 21· διὰ βίου Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 11, κτλ. – ὡσαύτως, βίος ζωῆς Πλάτ. Ἐπινομ. 982Α· οὕτω, ζόας βιοτὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 664· ζῆν θαλάττιον βίον Ἀντιφ. Ἐφεσ. 1· ἀμέριμνον ζῆν βίον Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 7. 8· λαγὼ βίον ἔζης δεδιὼς καὶ τρέμων Δημ. 314. 21· σπαν. κατὰ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 41, Ἄλεξ. Κυβ. 1. 6 καὶ 11, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 291· τίνες καὶ πόσοι εἰσὶ βίοι; Πλάτ. Νόμ. 733D, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 5, 3, Πολ. 1. 8, 4 κἑξ. 2) ἐνίοτε παρὰ ποιηταῖς = ζωή, βίον ἐκπνεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1517· ἀποψύχειν Σοφ. Αἴ. 1031· φείδεσθαι βίου ὁ αὐτ. Φ. 749· νοσφίζειν τινὰ βίου αὐτόθι 1427, κτλ. 3) ἡ διάρκεια τῆς ζωῆς, ὁ χρόνος τῆς ζωῆς, Ἡρόδ. 6. 109, Πλάτ. Φαίδρ. 242Α. ΙΙ. τὰ μέσα πρὸς ζωήν, εἰσόδημα, περιουσία, κτλ. (παρ’ Ὁμ. βίοτος), βίος ἐπηετανὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 31, Πίνδ. Ν. 6. 19· τὸν βίον κτᾶσθαι, ποιεῖσθαι, ἔχειν ἀπό τινος, πορίζομαι τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἔκ τινος, ἀποζῶ ἔκ τινος πράγματος, Ἡρόδ. 8. 106, Θουκ. 1. 5, κτλ.· ἀπεστέρηκας τὸν βίον, δηλ. τὸ τόξον καὶ τὰ βέλη του, Σοφ. Φ. 931, πρβλ. 933, 1282 (ἴδε βιοστερής)· κτᾶσθαι πλοῦτον καὶ βίον τέκνοις Εὐρ. Ἱκέτ. 450· πλείον’ ἐκμοχθεῖν β. αὐτόθι 451· β. πολὺς 861· ὀλίγος Ἀριστοφ. Πλ. 751. ΙΙΙ. ὁ κόσμος ἐν ᾧ ζῶμεν· οἱ ἀπὸ τοῦ βίου, ἐναντίον τοῦ οἱ φιλόσοφοι, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 49· ἐκκαθαίρειν τὸν β., ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Λουκ. Θ. Διαλ. 13. 1. IV. κατοικία, κατοίκησις, διαμονή, ἐν Θρᾳκίᾳ βίους ἱδρύσαντο Διον. Ἁλ. 1. 68, 72. V. βιογραφία, ἔκθεσις τοῦ βίου τινός.., οἷαι αἱ τοῦ Πλουτάρχου, ὃ ἴδε, Θησ. 1, πρβλ. Φίλωνα 2. 180. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται τὰ βιοτή, βίοτος, βιόω, Λατ. vivo, vivus, vita, victus, ἴδε ζάω· πρβλ. Σανσκρ. giv, ģivâmi (vivo) ģivi-
Middle Liddell
I. life, i. e. not animal life (ζωή), but a course of life, manner of living, Lat. vita, Od., etc.; in plural, τίνες καὶ πόσοι εἰσὶ βίοι; Plat.
2. in Poets = ζωή, βίον ἐκπνεῖν Aesch.; ἀποψύχειν Soph.
3. life-time, Hdt., Plat.
II. a living, livelihood, means of living, substance, Lat. victus, Hes., Soph., etc.; τὸν βίον ποιεῖσθαι ἀπό τινος to make one's living of a thing, Thuc., etc.
III. a life, biography, as those of Plut.
Frisk Etymology German
βίος: {bíos}
Grammar: m.
Meaning: Leben, Lebensführung, Lebensunterhalt, Vermögen (seit Od.).
Derivative: Daneben als primäre Bildungen βιοτή f. ‘Leben(sart), Lebensunterhalt’ (vorw. poet. seit Od.), βίοτος m. Leben, Lebensgut (poet. seit Il.; nach θάνατος neugebildet?, s. Porzig Satzinhalte 343) mit dem herabsetzenden Deminutiv βιότιον (Ar.); mit anderem Vokalismus kret. βίετος (vgl. unten); außerdem als vereinzelte Umbildung nach den Adjektivabstrakta βιότητα Akk. (h. Hom. 8, 10 am Versende). — Von βίοτος oder βιοτή (nicht von βιότης) das Adj. βιοτήσιος lebenserhaltend, lebenslang (A. R., AP u. a.; nach βροτήσιος usw.; vgl. Chantraine Formation 41f.); ferner das denominative βιοτεύω leben, sein Leben erhalten (Pi., Th. usw.), wovon βιοτεία (X., Plb.) und βιότευμα (Sokr. Ep.). Neben βίος stand ein primärer langvokalischer Wurzelaorist ἐβίων, βιῶναι (seit Il.), zu dem nach und nach die übrigen Tempusformen hinzugeschaffen wurden: σ-Aor. Med. trans. (kaus.) ἐβιώσαο (θ 468), Akt. intr. ἐβίωσα (Hdt.), Fut. βιώσομαι, Perf. βεβίωκα, außerdem das auch kausativ gebrauchte (ἀνα)βιώσασθαι, (ἀνα)βιώσκομαι; zuletzt, für ζώω, ζῆν, das Präsens βιόω. Alt war dagegen das futurisch gebrauchte βέομαι, βέῃ (O 194 u. a.), βείομαι (X 431; metr. Verlangerung?), βιόμεσθα (h. Ap. 528; Umbildung nach ἐβίων?); zur Erklärung s. unten. — Von ἐβίων usw.: βίωσις Lebensweise (LXX, NT u. a.), ferner (oder von βίος) βιωτός lebenswert (att.) mit βιωτικός auf das Leben bezüglich, lebensfähig (Arist., Plb. usw.). Dagegen βιώσιμος lebensfähig (Hdt., Soph. usw.) zunächst nach θανάσιμος (: θάνατος) von βίοτος oder βίος in Anlehnung an ἐβίων; unklar Arbenz Die Adj. auf -ιμος 71f. — Für sich steht, mit δ aus idg. gu̯ (s. unten), herakl. ἐνδεδιωκότα, falls = ἐμβεβιωκότα, vgl. Schwyzer 300.
Etymology: Der Aorist ἐβίων fußt auf einer zweisilbigen idg. Wurzel gu̯ii̯ō- mit schwundstufiger Anfangs- und hochstufiger Endsilbe. Die entsprechende ē-Stufe, gu̯ii̯ē-, liegt in ὑγιής (mit Übertritt zu den σ-Stämmen) vor, s. d. Neben dieser Wurzelform stehen im Griechischen noch folgende: 1. Als rhythmische Wechselform gu̯i̯ō-, gu̯i̯ē- in ζώω, ζῆν (s. d.). 2a. Mit reduzierter Endsilbe -ŏ (vgl. δοτός: δίδωμι) in βιοτή, βίοτος (vgl. ἄροτος), idg. gu̯ii̯ə-; ebenso in βίος, das somit als ein zweisilbiges Wurzelnomen betrachtet werden darf; vgl. indessen unten. 2b. Mit reduzierter Endsilbe -ĕ (θετός: τίθημι; idg. gu̯ii̯ə-) evtl. in kret. βίετος, falls nicht Umbildung nach den Nomina auf -ετος. 3. Mit hochstufiger Anfangssilbe und reduzierter Endsilbe, wobei der Reduktionslaut vor dem hinzutretenden Themavokal gesetzmäßig wegfiel: gu̯ei(ə)ŏ-, gu̯ei(ə)ĕ- in βέομαι, βέῃ, die dann als kurzvokalische Konjunktive des Aorists ἐβίων zu gelten haben. Die Erklärung dieser offenbar alten Formen kann indessen nicht als sicher betrachtet werden, s. Schwyzer 780 m. A. 8, Chantraine Gramm. hom. 1, 452 m. Lit.; jedenfalls verfehlt Bechtel Lex. s. βείομαι. Die übrigen idg. Sprachen bieten von dieser vielgestaltigen Wortgruppe keine Formen, die den oben genannten unmittelbar entsprechen. Wir müssen uns deshalb mit einem Vergleich der einschlägigen Wurzelformen begnügen. Wir finden dabei: 1. die in ἐβίων vorliegende langvokalische Stufe idg. gu̯ii̯ō-, gu̯ii̯ē- in aw. ǰyā-tu- Leben = aind. *jiyā-tu-, nach jívati in jīvā́tu- umgebildet; aw. ǰyā-tu- entspricht, wenn zweisilbig gelesen, idg. gu̯i̯ō-, gu̯i̯ē- in ζώω, ζῆν; 2. die für βέομαι angenommene Hochstufe gu̯ei(ə)-, gu̯oi(ə)- in aw. gaya- Leben, aind. gáya- m. Lebensgut, idg.gu̯oi(ə)ŏ-; 3. die für βίοτος usw. angesetzte Schwundstufe gu̯ii̯ə- vielleicht in arm. kea-m ich lebe (vgl. arm. ara-wr Pflug gegenüber ἄροτρον); anders Meillet Esquisse2 110. — Dagegen vermißt man im Griechischen die einsilbige Reduktionsstufe gu̯ī-, die z. B. in aw. ǰī-ti-, aksl. ži-tь, wohl auch in lat. vīta, osk. bíitam (Akk.) vorliegt (vgl. W.-Hofmann s. vīvō). Auch die davon ausgehende u-Erweiterung in lat. vīvus, aind. jīvá-, aksl. živъ usw. lebendig und in vīvō, aind. jī́vati, aksl. živǫ leben fehlt im Griechischen, wo sie indessen in ζωϝός (s. ζώω) zutage tritt. (Nach Specht KZ 62, 111 A. 2 ist deshalb βιῶναι von gu̯ii̯ō(u̯)- ausgegangen; jedenfalls nicht zu beweisen). Die kurzvokalische Nebenform gu̯ĭu̯o- in got. qius, air. beo lebendig ist auch für βίος (als *βίϝος) angesetzt worden (z. B. WP. 1, 670), ohne Not und nicht wahrscheinlich, s. Meillet BSL 26, 16ff.; jedenfalls sind βιοτή und βίοτος am leichtesten als Primärbildungen verständlich.
Page 1,238-239
Chinese
原文音譯:b⋯oj 比哦士
詞類次數:名詞(11)
原文字根:力
字義溯源:生活*,生計,養生,財物,日常生活,產業,世俗,今生
同源字:1) (βίος)生活 2) (βιόω)度日 3) (βίωσις)活著 4) (βιωτικός)今生的事
同義字:1) (βίος)生活 2) (ζωή)生命 3) (πνεῦμα)氣,靈 4) (ψυχή)魂
出現次數:總共(11);可(1);路(5);提前(1);提後(1);彼前(1);約壹(2)
譯字彙編:
1) 養生的(4) 可12:44; 路8:43; 路15:12; 路21:4;
2) 生活(3) 路8:14; 提前2:2; 彼前4:3;
3) 養生財物(1) 約壹3:17;
4) 今生(1) 約壹2:16;
5) 產業(1) 路15:30;
6) 世俗(1) 提後2:4
English (Woodhouse)
existence, life, livelihood, living, sustenance, course of life, means of support, way of living
Translations
life
Abkhaz: аҟазаара; Adyghe: щыӏэныгъ, гъашӏэ; Afrikaans: lewe; Akkadian: 𒍣; Albanian: jetë, roni; Amharic: ህይወት; Amis: 'orip; Apache Western Apache: ʼihiʼda; Arabic: حَيَاة; Egyptian Arabic: حياة; Aramaic Hebrew: חיא; Syriac: ܚܝܐ; Armenian: կյանք; Aromanian: banã, yeatsã, etã; Assamese: জীউ, জীৱন, জান, পৰাণ; Asturian: vida; Ateso: akijara; Avar: гӏумру; Avestan: 𐬔𐬀𐬌𐬌𐬊; Aymara: jakaña, jaka; Azerbaijani: həyat, yaşam, dirim, ömür, can; Balinese: ᬚᬶᬯ; Bashkir: тормош, ғүмер; Basque: bizi, bizitza; Belarusian: жыццё, жыцьцё; Bengali: জীবন; Berber Tashelhit: tudrt; Bhojpuri: जीवन; Bikol Central: buhay; Bonggi: nyawa; Breton: buhez; Bulgarian: живот; Burmese: အသက်, ဇီဝ, ဇာတ်; Buryat: амин, амидарал, ажамидарал; Catalan: vida; Cebuano: kinabuhi; Chechen: дахар, са; Cherokee: ᎥᎴᏂᏙᎲ; Chichewa: moyo; Chinese Cantonese: 生命, 生活; Dungan: сынхуә, вумур; Hakka: 生命, 生活; Mandarin: 生命, 生活; Min Dong: 生命, 生活; Min Nan: 性命, 生活; Wu: 生命, 生活; Chukchi: ягтаԓгыргын; Chuukese: manau; Chuvash: пурнӑҫ; Classical Nahuatl: yōliliztli, nemiliztli; Coptic: ⲱⲛϧ, ⲱⲛϩ; Cornish: bewnans, bownans, bêwnans, bôwnans; Corsican: vita; Crimean Tatar: ayat; Czech: život, žití; Dalmatian: vaita; Danish: liv; Dhivehi: ޙަޔާތު; Dongxiang: amin; Dutch: leven; Eastern Mari: илыш; Elfdalian: liv; Erzya: эрямо; Esperanto: vivo, vivado; Estonian: elu; Ewe: agbe; Faroese: lív, ævi; Fiji Hindi: jindagi; Fijian: bula; Finnish: elämä, henki, nirri, elo; Franco-Provençal: via; French: vie; Friulian: vite; Fula: nguurndam; Gagauz: ömür; Galician: vida; Garifuna: ibagari; Georgian: სიცოცხლე, ცხოვრება; German: Leben; Alemannic German: Läbe; Pennsylvania German: Lewe; Gothic: 𐌻𐌹𐌱𐌰𐌹𐌽𐍃; Greek: ζωή, βίος; Ancient Greek: ζωή, βίος, ψυχή; Greenlandic: inuuneq; Gujarati: જીવન, જિંદગી; Haitian Creole: lavi; Hausa: rai; Hawaiian: ola; Hebrew: חַיִּים; Higaonon: gahinawa; Hiligaynon: kabuhi; Hindi: ज़िंदगी, जीवन, हयात, जी, प्राण, जीना, लाइफ, जीव, जीवित, जान, उमर; Hopi: qatsi; Hungarian: élet; Hunsrik: Leve; Icelandic: líf, fjör, lífdagar, ævi; Ido: vivo; Igbo: ndụ; Ilocano: biag; Indonesian: hidup; Ingrian: elo; Interlingua: vita; Inupiaq: iñuggun, iñuułiq; Irish: saol, beatha, beo; Istriot: veîta; Italian: vita; Itelmen: соњԓэс; Japanese: 命, 生命, 人生, 生存; Javanese: urip, nyawa, umur; Kabardian: гъащӏэ; Kannada: ಜೀವನ, ಪ್ರಾಣ, ಜೀವ; Kaqchikel: k'aslemal; Karachay-Balkar: джашау; Karelian: eländy; Kashubian: żëcé, żëwòt; Kazakh: өмір, тұрмыс; Khakas: чуртас; Khmer: ជីវិត, ជីព, ជន្មា, ឋិតិ; Kikuyu: muoyo; Komi-Permyak: олӧм; Korean: 생명(生命), 삶, 생활(生活); Kumyk: оьмюр; Kunigami: 命; Kurdish Central Kurdish: ژین; Northern Kurdish: jiyan; Kyrgyz: өмүр, турмуш, жашоо; Ladin: vita; Ladino: vida; Lakota: wičhóni; Lao: ຊີວິດ; Latgalian: dzeive; Latin: anima, vita, lux; Latvian: dzīve, mūžs; Lezgi: уьмуьр, ччан; Limburgish: laeve; Lingala: bomɔi; Lithuanian: gyvenimas, gyvybė; Low German German Low German: Lȩben, Läwen, Lewen, Liäwen, Lewend, Liiw; Lule Sami: iellem; Luo: ngima; Luxembourgish: Liewen; Macedonian: живот, живеење, живеачка; Malagasy: fahavelomana; Malay: hidup, kehidupan, nyawa, hayat; Malayalam: ജീവിതം; Maltese: ħajja; Manchu: ᡝᡵᡤᡝᠨ, ᠰᡠᡵᡝ; ᡶᠠᠶᠠᠩᡤᠠ; Mandaic: ࡄࡉࡉࡀ; Manx: bea; Maori: koiora, ora; Mapudungun: mogen; Maquiritari: wenñö; Maranao: niyawa; Marathi: जीवन; Mbyá Guaraní: eko; Mingrelian: თელარა; Mirandese: bida; Miyako: 命; Mizo: nunna, damchhûng; Moksha: эряф; Mon: လမျီူ, ဂယိုၚ်; Mongolian Cyrillic: амь, амьдрал; Mòcheno: lem; Nahuatl: yōliztli, yolistli, nemiliztli; Navajo: iiná; Neapolitan: vita; Nepali: जीवन, जिन्दगी; Nganasan: нилу; Ngazidja Comorian: hayati, maesha; North Frisian: laawen; Northern Catanduanes Bicolano: buhay; Northern Sami: eallin, heagga; Northern Yukaghir: эдьил; Norwegian Bokmål: liv; Nynorsk: liv; Occitan: vida; Ojibwe: bimaadiziwin; Okinawan: 命; Old Church Slavonic Cyrillic: животъ, жизнь, жить, житьѥ; Old East Slavic: жизнь, животъ; Old English: līf; Old Javanese: hurip; Old South Arabian: 𐩢𐩺𐩥; Oriya: ଜୀବନ; Oromo: jiruu, lubbuu; Oroqen: bardilga; Oscan: 𐌁𐌉𐌉𐌕𐌀𐌌; Ossetian: цард; Pali: jīvita; Papiamentu: bida; Pashto: ژوند, حيات; Persian: زندگی, زنده, حیات, زیست, زندگانی; Polabian: zaivăt; Polish: życie, żywot; Portuguese: vida; Punjabi: ਜੀਵਨ; Quechua: kawsay; Romani: trajo, ʒivipen, ʒivimos, ʒivibo; Romanian: viață; Romansch: vita; Russian: жизнь, житие, живот, житьё; Rusyn: жывот; Rwanda-Rundi: ubuzima; Sanskrit: जीवन, जीवित, आयु; Santali: ᱪᱳᱞᱚ; Sardinian: bida, vida; Campidanese: vida; Logudorese: bida; Scottish Gaelic: beatha, saoghal; Serbo-Croatian Cyrillic: жѝвот; Roman: žìvot; Shan: ဢသၢၵ်ႈ; Sherpa: ཚེ; Shor: чадығ; Siar-Lak: lalaun; Sicilian: vita; Sidamo: heeshsho; Sindhi: چِٺيِ, خَطُ; Sinhalese: ජීවිතය, ජීවය; Slovak: život; Slovene: življenje; Sorbian Lower Sorbian: žywjenje; Upper Sorbian: žiwjenje; Southern Altai: јӱрӱм, ӧмӱр; Southern Amami-Oshima: 命; Spanish: vida; Sumerian: 𒍣; Sundanese: ᮠᮤᮛᮥᮕ᮪; Svan: ლიდრე; Swahili: uhai, maisha; Swedish: liv, levnad; Tagalog: buhay; Tajik: ҳаёт, зиндагӣ, зиндагонӣ; Tamil: உயிர், வாழ்க்கை; Tatar: тереклек, тормыш, гомер; Telugu: జీవితము, ప్రాణము, ఉసురు, జీవము; Tetum: vida; Thai: ชีวิต; Tibetan: ཚེ, ཚེ་སྲོག; Tigrinya: ሂወት; Tocharian B: śaul; Tofa: олут; Tok Pisin: laip; Tsonga: vutomi; Tswana: botshelô; Turkish: yaşam, hayat, ömür, dirim; Turkmen: durmuş, ýaşaýyş, ömür; Tzotzil: kuxlejal; Udmurt: улон; Ugaritic: 𐎈𐎊𐎚; Ukrainian: життя; Urdu: زندگی, جیون, حیات, آربل; Uyghur: ھايات; Uzbek: hayot, umr, turmush; Venetian: vita; Veps: elo; Vietnamese: sự sống, cuộc sống, sinh mệnh, sinh mạng; Vilamovian: łaowa; Votic: elo; Vurës: ēs; Võro: elo; Walloon: veye; Waray-Waray: kinabuhi; Welsh: bywyd; West Frisian: libben; White Hmong: txoj sia; Yakut: олох; Yiddish: לעבן, חיים; Yonaguni: 命; Yola: lief; Zazaki: heyat, cıwayış; Zhuang: sengmingh, mingh, ndwenngoenz; Zulu: ukuphila, impilo