λαγχάνω
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
English (LSJ)
A fut. λήξομαι Pl.R. 617e; Ion. λάξομαι (cf. λάξις) Hdt.7.144: aor. ἔλᾰχον Il.9.367, etc.; Ep. ἔλλαχον h.Cer.87, v.l. for ἔλλαβεν in Theoc.25.271; Ep. λάχον Il.4.49, al.; Aeol. opt. 1sg. λαχόην Sapph.9 (λαχοίην A.D. Synt.247.25); for λέλᾰχον v. infr. IV: pf. εἴληχα A.Th.376, 423, etc.: plpf. εἰλήχει Pl.Phd. 107d; poet. and Ion. λέλογχα Pi.O.1.53, B.9.39, Emp.20.3, E.Tr.282 (lyr.), Hdt.7.53, Test. ap.D.21.82, D.H.4.83, etc., but not in early Att. Prose; 3pl. λελογχᾰσι (ν) Od.11.304, Emp.102, but λελᾰχᾱσι Id.115.5; part. λελαχώς Phld.D.1.17; Dor. 3sg. λελόγχει Theoc.4.40: plpf. ἐλελόγχει Luc. Am.18:—Pass., aor. ἐλήχθην Lys.17.8, Is.9.24, D.38.20: pf. εἴληγμαι E.Tr.296, D.30.34; 3pl. λελάχαται Perict. ap. Stob.4.28.19:
I c. acc. rei, obtain by lot, of spoils, opp. ἐξαιρεῖσθαι, Od.14.233, cf. Il. 9.367, etc.: generally, obtain as one's portion, τὸ γὰρ λάχομεν γέρας ἡμεῖς 4.49; λαχόντα τε ληΐδος αἶσαν 18.327; πρὸς δαιμόνων ὄλβον Pi. N.9.45; μέζονας μοίρας λ. Heraclit.25; μοῖραν ἴσην, ὡς αὐτοί περ ἐλάγχανον Od.20.282, cf. Hdt.7.144: with inf. added, ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν I had the sea for my portion to dwell in, Il.15.190, cf. Pi.O. 6.34, A.Eu.931 (anap.); ἔλαχ' ἄναξ δούλην σ' ἔχειν E.Tr.278, cf. 282 (lyr.); of a deity as presiding over one's life, ἐμὲ μὲν Κὴρ… λάχε γεινόμενόν περ Il.23.79; τῶ σκληρῶ μάλα δαίμονος ὅς με λελόγχει Theoc. 4.40; δαίμων ὁ τὴν ἡμετέραν μοῖραν εἰληχώς Lys.2.78; ὦ δαῖμον, ὅς με… εἴληχας Alciphr.3.49: also, especially in pf., to be the tutelary deity of a place, protect it. [Πὰν] πάντα λόφον… λέλογχε h.Hom.19.6; θεοῖσι οἳ Περσίδα γῆν λελόγχασι Hdt.7.53; παῖ Ῥέας, ἃ πρυτανεῖα λέλογχας Pi. N.11.1; of Athena, ἣ τὴν ὑμετέραν πόλιν ἔλαχε Pl.Ti.23d, cf. E.Or. 319 (lyr.), Ph.1576 (lyr.): metaph., ἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρος Pi.O.1.53: freq. of persons who have a post assigned to them by lot, κλήρῳ νῦν πεπάλασθε διαμπερές, ὅς κε λάχῃσι Il.7.171, cf. 179, 23.354, 862: c. inf., κλήρῳ λάχον ἐνθάδ' ἕπεσθαι 24.400; so πάλῳ λαχεῖν A.Th.55, Hdt.4.94, cf. 3.128; ὡς ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλον A. Th.376: abs., πρὸς Θύμβρης ἔλαχον Δύκιοι had their post assigned near Thymbra, Il.10.430; ἐπί, ἐν πύλαις λ., A.Th.423, 451, etc.; λαχών alone, Hdt.3.128, etc.; λ. τινὰ διδάσκαλον have him assigned to one by lot, Antipho 6.11.
2 at Athens, obtain an office by lot, ἀρχὰς λαχεῖν, opp. χειροτονηθῆναι (to be elected), D.57.25, cf.Ar.Av.1111; οὐδεμίαν [ἀρχὴν] λαχὼν οὐδὲ χειροτονηθείς Aeschin.1.106: more freq. c. inf., ὁ τῷ κυάμῳ λαχὼν πολεμαρχέειν he who had the lot to be polemarch, Hdt.6.109; ἔλαχον πρότεροι ἀποδιδόναι Th.5.21, cf. 35; λαχὼν… ἱερομνημονεῖν Ar.Nu.623; λαχόντος βουλεύειν when I became Member of Council by lot, D.21.111, cf. 59.3, Pl.Grg. 473e: c. gen., λαχεῖν τῶν ἐξιόντων to be chosen by lot as one of... D.21.133; also οἱ ταμίαι οἱ λαχόντες IG12.91.21; λαχεῖν βασιλεύς, ἐπιμελητής, ἱερεύς, etc., Lys.6.4, Din.2.10, D.57.47, etc.; ἐπίσκοπος τῷ κυάμῳ λαχών Ar.Av.1022; οἱ πεντακόσιοι λαχόντες τῷ κυάμῳ Lexap.And.1.96: abs., κληρούχους τοὺς λαχόντας those on whom the lot fell, Th.3.50, cf. Pl.Lg. 765c; τοὺς λαχόντας προέδρους SIG465.6 (Athens, iii B. C.); rare exc. in Athens, λαχὼν ἱερεύς ib.762.12 (Dionysopolis, i B. C.), etc.
3 as Att. law-term, λαγχάνειν δίκην obtain leave to bring a suit (esp. a private suit), prob. because the presiding magistrates decided the order of hearing by lot; λ. δίκην τινί against one, Pl.Euthphr.5b, Lg. 938b, cf. Aeschin.2.99; ἔγκλημά τινι D.34.16; τὸν εἰληχότα τοῦ κλήρου τὴν δίκην the person suing for the inheritance, Is.8.3: without τὴν δίκην, εἴληχε μὲν αὑτῷ τῆς θυγατρὸς τῆς Εὐκτήμονος ὡς οὔσης ἐπικλήρου he has claimed Euctemon's daughter... Id.6.46, cf. D.48.20; λ. τινὶ τοῦ συμβολαίου Lys.17.3; λ. φόνου ἐμαυτῷ D.21.120; also λ. τῷ υἱεῖ τῆς ἐπικλήρου prosecute the claim on his son's behalf, And.1.121, cf. 124; λ. δίκην τινὶ εἰς τοὺς Ἀμφικτύονας χιλίων ταλάντων ὑπέρ τινος D. 59.98, cf. Isoc.16.2: abs., λ. πρὸς τὸν ἄρχοντα Is.11.33: metaph., τοῦ σώματος [τῇ ψυχῇ] δίκην λαχόντος Democr.159:—Pass., πρὸς οὓς αἱ δίκαι ἐλήχθησαν Lys.17.8; πρὸ τοῦ τὴν δίκην ληχθῆναι D.54.28: impers., τούτοις λαγχάνεται proceedings are taken, Id.23.76.
II c. gen. partit., become possessed of a thing, ὥς κεν Ἀχιλλεὺς δώρων ἐκ Πριάμοιο λάχῃ Il.24.76; ἔλαχον κτερέων Od.5.311, cf. Thgn.934, Pi.I.8(7).69, Fr.75.6, B.1.56, 9.39, Lyr.Adesp.53, Emp.102, 115.5, Democr.21; εὖ πραπίδων λαχόντα A.Ag.380 (lyr.); χρυσῆς… τιμῆς λαχεῖν S.Ant.699; οὔ τι μὴ λάχωσι τοῦδε συμμάχου Id.OC450; γέννας ἀφθίτου λαχόντες Id.Fr.278; διπλοῦ βίου λαχόντες E.Supp.1086; πατρῴων οὐ λαχών not having obtained thy patrimony, Id.Tr.1192; τῆς εὐπρεπεστάτης τελευτῆς Th.2.44; δείπνου τε καὶ ὕπνου λαγχάνομεν X.Hier.6.9; also χθονὸς λαχεῖν τοσοῦτον ἐνθανεῖν μόνον S.OC790; γάμου μέρος λαχοῦσα Id.Ant.918; τύμβου κοινὸν εἰληχὼς μέρος Id.El. 1135; τῆς γῆς τὸ πρὸς Νότον εἴληχε Παλλάς Id.Fr.24.8.
III abs., draw lots, κατάστασις ἡ διὰ τοῦ λαγχάνειν γιγνομένη Isoc.7.23, cf. D.S. 4.63, etc.; περί τινος D.21 Arg.2†† 3, 4, Ev.Jo.19.24.
IV causal only in Ep. redupl. aor. λέλᾰχον, put in possession of a thing, grant one the rights of... ὄφρα πυρός με Τρῶες… λελάχωσι θανόντα Il.7.80, cf. 15.350, 23.76: later this aor. is used intr. in AP7.341 (Procl.).
V intr., fall to one's lot or fall to one's share, ἐς ἑκάστην [νῆα] ἐννέα λάγχανον αἶγες nine goats were allotted to each, Od.9.160; αἰὼν δυσαίων ἔλαχεν E. Hel.214 (lyr.); ὅσοις… τὸ σωφρονεῖν εἴληχεν Id.Hipp.80; τὸ λαχὸν μέρος ἑκάστῳ τῷ θεῷ Pl.Lg.745e, cf. Epin.992d; τὴν πρὸς Νότον λαχεῖν φασι Δευκαλίωνι Str.9.5.23.
German (Pape)
[Seite 4] (λαχ), fut. λήξομαι, z. B. Plat. Rep. X, 617 e, ion. λάξομαι, Her. 7, 144; aor. ἔλαχον, λαχεῖν, u. mit veränderter Bdtg λέλαχον(s. unten), perf. εἴληχα, ion. p. u. Sp. λέλογχα, Luc. amor. 18; auch in einem Dokument, Dem. 21, 82; ὅς μ' ἐλελόγχει, Theocr. 4, 40; aber εἴλαχας 16, 84; λελάχασι, Empedocl. 5; pass. εἴληγμαι, Isocr. 17, 22; Eur. Troad. 296, nach conj., wie Dem. 30, 34, wo v.l. εἴλεγμαι; aor. ληχθῆναι, Is. 9, 24. – Adj. verb. ληκτέον, Is. 7, 23, – 1) durchs Looserhalten, durch das Geschick oder durch Zufall erlangen, als seinen Anteil zuertheilt erhalten, κλήρῳ νῦν πεπάλαχθε διαμπερὲς ὅς κε λάχῃσι, Il. 7, 171, vgl. 23, 353; ἤτοι ἐγὼν ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν αἰεί, 15, 190, ich bekam (bei der Verloosung der Welt) das Meer zum Anteil, darin zu wohnen; Κὴρ λάχε γεινόμενον, die Ker bekam ihn bei seiner Geburt zu ihrem Anteil, Il. 23, 79; Ap. Rh. 2, 258, u. so oft von Göttern, die ein Land oder eine Stadt bei der Vertheilung der Erde erlangt haben, es inne haben u. beschützen; von der Athene, ἣ τήν τε ὑμετέραν πόλιν ἔλαχεν, Plat. Tim. 23 d; von der Adrastea, ἣ τάδε πάντα πρὸς μακάρων ἔλαχεν, Antimach. bei Harpocr.; vgl. noch Eur. ποτνιάδες θεαί, ἀβάκχευτον αἳ θίασον ἐλάχετε, Or. 319, vgl. 963; ψυχρὰν λοιβάν, ἃν ἔλαχ' Ἅιδας Phoen. 1576; δαίμονες οἳ τοὺς πατέρας ἡμῶν λελόγχατε D. Hal. 4, 83; τῶν μέτα παλλόμενος κλήρῳ λάχον ἐνθάδ' ἕπεσθαι Il. 24, 400; allgemeiner, τὸ γὰρ λάχομεν γέρας ἡμεῖς, 24, 70 u. öfter; λαχὼν πρὸς δαιμόνων ὄλβον, Pind. N. 9, 45 u. öfter; c. inf., λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν, Ol. 6, 34; ὡς πάλῳ λαχὼν ἕκαστος αὐτῶν πρὸς πύλας ἄγοι λόχον, Aesch. Sept. 55. 119 u. öfter; Ἑλλάδα κλήρῳ λαχοῦσα γαῖαν, Pers. 183; Ἕκτορος μόνος μόνου λαχών τε κἀκέλευστος ἦλθ' ἐναντίος, Soph. Ai. 1263; κλήρῳ λαχόντες, Eur. Heracl. 36; τίνα πότμον εἴληχε βιότου; welches Lebensgeschick ist sein Loos? I. T 914 u. öfter; ἐπί σκοπος ἥκω δεῦρο, τῷ κυάμῳ λαχών, Ar. Av. 1022; in Prosa, παλλομένων δὲ λαγχάνει ἐκ πάντων Βαγαῖος, Her. 3, 128; πάλῳ λαχεῖν, 4, 94. 153 u. öfter; Xen. Mem. 3, 9, 10 u. A. – Dah. auch ohne Casus, wie in der aus Ar. angeführten Stelle, bes. durchs Loos erwählt, bestimmt werden, αὐτὰρ τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλάχθαι ἄνωγον – οἱ δ' ἔλαχον, τοὺς ἄν κε καὶ ἤθελον αὐτὸς ἑλέσθαι, Od. 9, 331 ff., eigtl. die zogen das Loos; vgl. Il. 10, 430. 23, 354; so ist auch Od. 9, 160 zu nehmen: ἐς ἑκάστην (νῆα) ἐννέα λάγχανον αἶγες, d. i. neun Ziegen kamen durchs Loos auf jedes Schiff; τὸ λαχὸν μέρος, Plat. Legg. V, 745 e; bes. in Athen bei allen Aemtern, zu denen man durchs Loos bestimmt wurde, theils c. nom., ἐπιμελητὴς λαχών, Din. 2, 10; βασιλεύς, Lys. 6, 4; ἱερεύς, Dem. 57, 47; οὔτ' ἔλαχε τειχοποιός, οὔτ' ἐχειροτονήθη ὑπὸ τοῦ δήμου, Aesch. 3, 28; u. so οἱ λαχόντες δικασταί, βουλευταί, die durchs Loos gewählten Richter, Ratsherren, u. so in andern Casus, τῷ λαχόντι βασιλεῖ, Plat. Polit. 290 e; – theils c. inf., λαχὼν ἱερομνημονεῖν, Ar. Nubb. 624; Her. 6, 109; Plat. Gorg. 473 e; βουλεύειν, Dem. 59, 3 u. A. – Seltener c. acc., ἀρχὰς ἔλαχε καὶ ἦρξε δοκιμασθείς, er erhielt Aemter durch das Loos, wurde zu Staatsämtern gewählt, Dem. 57, 25. – 2) τινός, einer Sache theilhaftig werden, erlangen, ἔλαχον κτερέων, Od. 5, 311; δώρων ἔκ τινος Il. 24, 76; Theogn. 914; Δωρίων ἔλαχεν σελίνων Pind. L 7, 64; οὐχ ἥδε χρυσῆς ἀξία τιμῆς λαχεῖν Soph. Ant. 699; τάφου τε μοίρας καὶ κτερισμάτων Eur. Suppl. 309; so einzeln bei Folgenden; οἳ ἂν τῆς εὐπρεπεστάτης λάχωσι τελευτῆς Thuc. 2, 44; den gen. erklären Vrbdgn wie τῆς ἐμῆς χθονὸς λαχεῖν τοσοῦτον ἐνθανεῖν μόνον, Soph. O. C. 794; τοῦ γάμου μέρος λαχοῦσα, Ant. 909; – bes. durch Erbschaft erlangen, erben, denn das Erbe selbst heißt κλῆρος, πατρῴων οὐ λαχών, Eur. Troad. 1192; κλήρου ληκτέον αὐτοῖς, Is. 3, 2; ἔλαχε τοῦ ἡμικληρίου, Dem. 48, 20 u. A.; vgl. ᾡ (υἱῷ) λαχεῖν ἠξίωσε τῆς Ἐπιλύκου θυγατρός, Andoc. 1, 124. – 3) in der attischen Gerichtssprache, λαγχάνειν δίκην τινί, Einem den Prozess machen, ihn verklagen, weil die Richter für einen Prozess u. die Reihefolge der Processe durchs Loos bestimmt wurden, Plat. Euthyphr. 5 b u. oft in Legg., wie bei den Rednern; δίκη εἰληγμένη, Isocr. 17, 22, wie Dem. 30, 34; αἱ δίκαι ἐλήχθησαν, Lys. 17, 8; πρὶν τὴν δίκην ληχθῆναι, Dem. 54, 28, vgl. 38, 20; auch τὸ ἔγκλημα ὃ ἔλαχον αὐτῷ πέρυσιν, Dem. 34, 16; πρὸς τὸν βασιλέα u. ä., den Prozess beim Archon βασιλεύς anhängig machen, 47, 69; ähnlich λαγχάνειν δίκην τοῖς Λακεδαιμονίοις εἰς τοὺς Ἀμφικτύονας, 59, 98. – 4) Der aor. II. in der Form λέλαχον hat bei Hom. die factitive Bdtg: Einen einer Sache theilhaftig werden lassen, ὄφρα πυρός με Τρῶες – λελάχωσι θανόντα, Il. 22, 342, wie 15, 349; ἐπήν με πυρὸς λελάχητε, 23, 75, wo die Alten geradezu θάψητε erklären. Dieselbe Form ist aber = ἔλαχον, Procl. 6 (VII, 341), αἴθε δὲ καὶ ψυχὰς χῶρος ἕεις λελάχοι.
French (Bailly abrégé)
f. λήξομαι, ao.2 ἔλαχον, pf. εἴληχα;
Pass. ao. ἐλήχθην, pf. εἴληγμαι;
A. tr. I. obtenir par le sort ou par la volonté des dieux ; en gén. obtenir en partage, à l'ao. et au pf. avoir en partage : γέρας IL un honneur ; ἐμὲ Κὴρ ὕπερ λάχε γεινόμενον IL le destin qui me reçut à ma naissance ; κλήρῳ λαχεῖν IL, πάλῳ λαχεῖν HDT avoir obtenu par le sort, avoir en partage;
II. particul. obtenir par le sort un poste, une charge, etc. :
1 être désigné par le sort pour occuper un poste : πρὸς Θύμβρης ἔλαχον Λύκιοι IL les Lyciens ont leur poste assigné du côté de Thymbrè ; ἐπί, ἐν, πρὸς πύλαις λαχεῖν ESCHL avoir son poste aux portes (de la ville) ; abs. λαχεῖν HDT avoir un poste assigné ; avec un inf. : κλήρῳ λάχον ἐνθάδ' ἕπεσθαι IL j'ai été désigné par le sort pour venir ici à sa suite ; ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν IL j'ai eu pour ma part la blanche mer pour l'habiter;
2 à Athènes en parl. des magistrats désignés par le sort οὐδεμίαν λαχὼν οὐδὲ χειροτονηθείς ESCHN n'ayant exercé ni par désignation au sort ni par élection aucune charge ; avec l'inf. : ὁ λαχὼν πολεμαρχέειν HDT celui qui fut désigné par le sort comme polémarque ; abs. οἱ λαχόντες βουλευταί LYS les sénateurs désignés au sort;
3 t. de droit att. λαγχάνειν δίκην obtenir le droit d'intenter des poursuites (parce que les causes étaient entendues selon l'ordre assigné par un tirage au sort) : πρός τινα, contre qqn;
4 avec le gén. obtenir une part de, obtenir, recevoir : ὥς κεν Ἀχιλλεὺς δώρων ἐκ Πριάμοιο λάχῃ IL afin qu'Achille reçoive des présents de Priam ; τῆς εὐπρεπεστάτης τελευτῆς λαχεῖν THC obtenir la fin la plus glorieuse;
III. tirer au sort;
IV. à l'ao.2 épq. λέλαχον, faire obtenir, accorder : πυρὸς θανόντα IL faire obtenir, càd accorder, rendre à un mort les honneurs du bûcher;
B. intr. tomber au sort, tomber en partage à qqn : ἐς ἑκάστην (νῆα) ἐννέα λάγχανον αἶγες OD un lot de neuf chèvres était assigné à chaque navire.
Étymologie: R. Λαχ, atteindre.
Russian (Dvoretsky)
λαγχάνω: (ᾰ) (fut. λήξομαι - ион. λάξομαι, aor. ἔλ(λ)ᾰχον, pf. εἴληχα - эп.-ион. λέλογχα; pass.: aor. ἐλήχθην, pf. εἴληγμαι)
1 (тж. λ. κλήρῳ Hom., Plut., κλῆρον NT и ἀπὸ κλήρου Plut. или λ. πάλῳ Her., Aesch.) получать в удел, обретать по жребию или по воле судьбы (χρυσὸν καὶ χαλκόν, ληΐδος αἶσαν Hom.; πόλιν τινός Plat.; εἰληχὼς τιμήν τινα Arst.; τοῦ δυστυχοῦς Plut.): ἀρχὴν λαχεῖν Arph. получить по жребию служебное назначение; τῆς εὐπρεπεστάτης τελευτῆς λαχεῖν Thuc. получить в удел славную кончину; ἐπὶ (πρὸς или ἐν) πύλαις λαχεῖν Aesch. получить пост у ворот (в качестве боевого участка); οἱ λαχόντες Thuc. те, на которых пал жребий или соответственно жребию; ὁ λαχὼν πολεμαρχέειν Her. тот, на которого пал жребий принять командование; ὁ λαχὼν βασιλεύς Dem. избранный по жребию царем;
2 юр. (об исках, порядок слушания которых определялся жребием): λ. δίκην τινί Plat. и πρός τινα Lys. вчинять иск кому-л., подавать жалобу на кого-л.; τοῦ κλήρου τὴν δίκην λ. Isae. вчинять иск о наследстве; λ. τινὶ φόνου Dem. привлекать кого-л. к судебной ответственности за убийство; λ. δίκην τινὶ εἴς τινά τινος Dem. подавать жалобу на кого-л. кому-л. из-за чего-л.; λ. πρὸς τὸν ἄρχοντα Isae. подавать жалобу архонту;
3 брать: λ. δώρων ἐκ Πριάμοιο Hom. получать дары от Приама; πατρῴων λαχεῖν Eur. получить отцовское наследство; οὐχ ἥδε χρυσῆς ἀξία τιμῆς λαχεῖν; Soph. разве она не достойна лучшей (досл. золотой) награды?; μικρὸν ὕπνου λαχών Xen. заснув ненадолго;
4 предоставлять, приобщать: πυρὸς θανόντα λ. Hom. предавать мертвеца сожжению;
5 выпадать по жребию, доставаться на долю: ἐς ἑκάστην (νῆα) ἐννέα λάγχανον αἶγες Hom. на каждый корабль пришлось по девяти коз; τὸ λαχὸν μέρος Plat. доставшееся на долю, жребий;
6 тянуть или бросать жребий (περί τινος Dem., NT).
Greek (Liddell-Scott)
λαγχάνω: μέλλ. λήξομαι Πλάτ. Πολ. 617Ε, Ἰων. λάξομαι (πρβλ. λάξις) Ἡρόδ. 7. 144· - ἀόρ. ἔλᾰχον, Ὅμ., Ἐπικ. ἔλαχον Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 87, Θεόκρ. 25. 271· λάχον Ἰλ. Δ. 49, κ. ἀλλ.· περὶ τοῦ λέλᾰχον ἴδε κατωτ. Ι. 1 καὶ IV· πρκμ. εἴληχα Αἰσχύλ. Θήβ. 376, 422, κτλ.· ὑπερσ. εἰλήχει Πλάτ. Φαίδων 107D· ποιητ. καὶ Ἰων. λέλογχα Πινδ. Ο. 1. 84, Εὐρ. Τρῳ. 282 (Λυρ.), Ἡρόδ. 7. 53, Μάρτυρες παρὰ Δημ. 541. 8, Διον. Ἁλ., κτλ., ἀλλ’ οὐχὶ ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. λόγῳ· γ΄ πληθ. λελόγχᾰσι Ὀδ. Λ. 304, Ἐμπεδ. 5, 369· ὑπερσ. ἐλελόγχει Λουκ. Ἔρωτες 18· Δωρ. γ΄ ἑνικ. λελόγχη Θεόκρ. 4. 40. - Παθ., ἐλήχθην Λυσ. 149. 2, Ἰσαῖ. 77. 10, Δημ. 990. 12· πρκμ. εἴληγμαι Εὐρ. Τρῳ. 296, Δημ. 873. 24· ἀλλὰ γ΄ πληθ. λελάχαται Περικτ. παρὰ Στοβ. 448. 14· ῥημ. ἐπίθ. ληκτέον, ὃ ἴδε. (Ἐκ τῆς √ΛΑΧ, ὡς φαίνεται ἐν τῷ ἀορίστῳ λαχεῖν, καὶ ἐν ταῖς λέξ. λάχος, λάχησις, λάξις). 1) μετ’ αἰτ. πράγμ., λαμβάνω διὰ κλήρου ἢ παρὰ τύχης ἢ θεῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐξαιρεῖσθαι, Ὀδ. Ξ. 233, πρβλ. Ἰλ. Ι. 367· καὶ οὕτω παρ’ ἅπασι τοῖς συγγραφ.· καθόλου, λαμβάνω ὡς μέρος ἀνῆκον εἰς ἐμέ, ὡς μερίδιον, τὸ γὰρ λάχομεν γέρας ἡμεῖς Δ. 49· λαχόντα τε ληίδος αἶσαν Σ. 327· πρὸς δαιμόνων ὄλβον Πινδ. Ν. 9. 107· ἔτι καὶ ἐπὶ τῆς ἐξ ἴσου διανομῆς, μοῖραν ἴσην, ὡς αὐτοί περ ἐλάγχανον Ὀδ. Υ. 282, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 144· προστιθεμένης ἀπαρεμφ., ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν, μοῦ ἔλαχεν ὡς μερίδιον νὰ κατοικῶ τὴν θάλασσαν (λέγει ὁ Ποσειδῶν περὶ τῆς διανομῆς τοῦ σύμπαντος μεταξὺ τῶν υἱῶν τοῦ Κρόνου), Ἰλ. Ο. 190, πρβλ. Πινδ. Ο. 6. 56, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 931· ἔλαχ’ ἄναξ δούλην σ’ ἔχειν Εὐρ. Τρῳ. 278, πρβλ. 282· - ἐπὶ θεότητος ὡς τοῦ δαίμονος τοῦ κυβερνῶντος τὴν ζωήν τινος, ἀλλ’ ἐμὲ μὲν Κὴρ ἀμφέχανε στυγερή, ἥπερ λάχε γεινόμενόν περ Ἰλ. Ψ. 79· τῶ σκληρῶ δαίμονος, ὃς με λελόγχη Θεόκρ. 4. 40· ὦ δαῖμον, ὅς με... εἴληχας Ποιητ. Ἀττ. παρ’ Ἀλκίφρ. 3. 49· ὡσαύτως, μάλιστα κατὰ πρκμ., εἶμαι ἡ προστατεύουσα θεότης τόπου τινός, προστατεύω, τόπον τινά, [Πὰν] πάντα λόφον... λέλογχε Ὁμ. Ὕμν. 18. 6· θοοῖσιν, οἳ Περσίδα γῆν λελόγχασι Ἡρόδ. 7. 53· παῖ Ρέας, ἃ πρυτανεῖα λέλογχας Πινδ. Ν. 11. 1· οὕτως ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, ἣ τὴν ὑμετέραν πόλιν ἔλαχε Πλάτ. Τίμ. 23D, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 319, Φοίν. 1575· οὕτω μεταφορ., ἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρος Πινδ. Ο. 1. 85· - ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, εἰς οὓς ὡρίσθη θέσις τις διὰ κλήρου, κλήρῳ νῦν πεπάλασθε διαμπερές, ὅς κε λάχῃσιν Ἰλ. Η. 171, πρβλ. 179., Ψ. 354· προστιθεμένης ἀπαρ., κλήρῳ λάχον ἐνθάδ’ ἕπεσθαι Ω. 400 (καὶ τοῦτο δέον νὰ νοηθῇ ἐν Ψ. 862)· οὕτω, πάλῳ λαχεῖν Ἡρόδ. 4. 94, Αἰσχύλ. Θήβ. 55, 126· πάλον λαχεῖν αὐτόθι 376· ἀπολ., πρὸς Θύμβρης ἔλαχον Λύκιοι, εἶχον θέσιν διὰ κλήρου ὁρισθεῖσαν, «πρὸς τὸ Θυμβραῖον πεδίον» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 430· ἐπί, ἐν, πρὸς πύλαις λ. Αἰσχύλ. Θήβ. 423. 451, 457, κτλ.· καὶ μόνον λαχεῖν Ἡρόδ. 3. 128, κτλ.· - λ. τινα διδάσκαλον, ἔχειν τινὰ διὰ κλήρου ὁρισθέντα ὡς..., Ἀντιφῶν 142. 31. 2) ἐν Ἀθήναις ἐπὶ δημοσίων ἀρχόντων, λαμβάνω ὑπούργημά τι διὰ κλήρου, κυάμῳ λ. (ἴδε κύαμος ΙΙ)· ἀλλὰ συχνάκις μόνον, ἀρχὴν λαχεῖν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ χειροτονηθῆναι (αἱρεθῆναι δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν), Ἀριστοφ. Ὄρν. 1111, Δημ. 1306. 14· οὐδεμίαν λαχὼν οὐδὲ χειροτονηθεὶς Αἰσχίν. 15. 11· - συνηθέστερον μετ’ ἀπαρ., ὁ λαχὼν πολεμαρχέειν, εἰς ὃν ἔπεσεν ὁ κλῆρος νὰ εἶναι πολέμαρχος, Ἡρόδ. 6. 109· ἔλαχον πρότεροι ἀποδιδόναι Θουκ. 5. 21, πρβλ. 35· λαχών... ἱερομνημονεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 623· βουλεύειν μου λαχόντος, ὅτε ἐγενόμην διὰ κλήρου βουλευτής, Δημ. 551. 2, πρβλ. 1346. 2, Πλάτ. Γοργ. 473Ε· ὁ μηδὲ λαχεῖν εὐχόμενος τῶν ἐξιόντων, ὁ εὐχόμενος μηδὲ νὰ τύχῃ νὰ εἶναι διὰ κλήρου εἷς τῶν ἐπὶ τοὺς πολεμίους ἐξιόντων, Δημ. 558. 15· ὡσαύτως, οἱ λαχόντες βουλευταὶ (δηλ. εἶναι), λαχὼν βασιλεύς, ἐπιμελητής, κτλ., κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ Λατ. designatus, Λυσ. 103. 30, Δείναρχ. 106. 20, Δημ. 1313. 24, κτλ.· καὶ ἀπολ., οἱ λαχόντες, ἐκεῖνοι εἰς οὓς ὁ κλῆρος ἔπεσε, Θουκ. 3. 50, Πλάτ. Νόμ. 765C. 3) ὡς Ἀττ. νομικὸς ὅρος, λαγχάνω δίκην, Λατ. intendere litem, λαμβάνω τὴν ἄδειαν νὰ παρουσιάσω ἀγωγὴν (ἰδίως ἰδιωτικήν), πιθαν. ἐπειδὴ οἱ προεδρεύοντες ἄρχοντες ἀπεφάσιζον τὴν τάξιν τῶν ἐκδικαστέων ὑποθέσεων διὰ κλήρου, συχν. παρὰ τοῖς Ρήτορσι· λαγχάνω δίκην τινί, ἐναντίον τινός, Πλάτ. Εὐθύφρων 5Β, Νόμ. 938Β· πρός τινα Λυσ. 149. 3· ἔγκλημά τινι Δημ. 912. 1· τοῦ κλήρου τὴν δίκην λ., ἐνάγω διὰ κληρονομίαν, Ἰσαῖ. 68. 44· καὶ ἄνευ τοῦ τὴν δίκην, εἴληχε μὲν αὐτῷ τῆς θυγατρὸς ὡς οὔσης ἐπικλήρου Ἰσαῖ. 60, ἐν τέλ., πρβλ. Αἰσχίν. 41. 13, Δημ. 1173. 3· λ. τινὶ φόνου Δημ. 554. 5· ἀλλ’ ὡσαύτως, λαγχάνει τῷ υἱεῖ τῷ ἑαυτοῦ τῆς ἐπικλήρου Ἀνδοκ. 16. 7, πρβλ. 21· λ. δίκην τινὶ εἰς τοὺς Ἀμφικτύονας χιλίων ταλάντων ὑπέρ τινος Δημ. 1378. 11, πρβλ. Ἰσοκρ. 347Α· ἀπολ., λ. πρὸς τὸν ἄρχοντα Ἰσαῖ. 87. 18. - Παθ., αἱ δίκαι ἐλήχθησαν Λυσ. 149. 2· πρὸ τοῦ τὴν δίκην ληχθῆναι Δημ. 1265. 23· ἀπροσώπ., τούτοις λαγχάνεται ὁ αὐτ. 645. 18· - ἴδε ἐν λέξ. λῆξις. ΙΙ. μετὰ γεν. διαιρετικῆς, γίνομαι κάτοχος πράγματός τινος, κτῶμαί τι, λαμβάνω, τυγχάνω ὥς κεν Ἀχιλλεὺς δώρων ἐκ Πριάμοιο λάχῃ Ἰλ. Ω. 76· ἔλαχον κτερέων Ὀδ. Ε. 311· οὕτω Θέογν. 934, Πινδ. Ι. 8 (7). 137, Ἀποσπ. 45. 6· οὕτω παρ’ Ἀττ., εὖ πραπίδων λαχόντα Αἰσχύλ. Ἀγ. 380· χρυσῆς... τιμῆς λαχεῖν Σοφ. Ἀντ. 699· οὔ τι μὴ λάχωσι τοῦδε συμμάχου ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 450· γέννας... θείας λαχόντες ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 267· διπλοῦ βίου λαχόντες Εὐρ. Ἱκέτ. 1086· πατρῴων οὐ λαχών, μὴ λαβὼν τὴν κληρονομίαν μου, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1192· τῆς εὐπρεπεστάτης τελευτῆς Θουκ. 2. 44· οὔτε σίτου οὔθ’ ὕπνου δύνανται λαγχάνειν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 16· - ὅτι δὲ ἡ γενικὴ αὕτη εἶναι διαιρετικὴ εἶναι φανερὸν ἐκ τούτων τῶν φράσεων: χθονὸς λαχεῖν τοσοῦτον ἐθανεῖν μόνον Σοφ. Ο. Κ. 790· γάμου μέρος λαχοῦσα ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 918· τύμβου κοινὸν εἰληχὼς μέρος ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1135· τῆς γῆς τὸ πρὸς Νότον εἴληχε ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 19. 5. ΙΙΙ. ἀπολ., λαμβάνω κλῆρον, Ὀδ. Ι. 334· διὰ τοῦ λαγχάνειν, διὰ κλήρου, Ἰσοκρ. 144Β, Διόδ., κτλ.· περί τινος Ὑπομν. εἰς Δημ. 510. 27., 511. 4, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, 24. IV. Μεταβ. ἐνεργείας μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. μετ’ ἀναδιπλασ. ἀορ. λέλᾰχον, ὄφρα πυρός με Τρῶες... λελάχωσι θανόντα, «ὅπως με πυρὸς μεταλαχεῖν καὶ μετασχεῖν ποιήσωσιν ἀποθανόντα οἱ Τρῶες» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 80., Χ. 343· ἐπήν με πυρὸς λελάχητε Ψ. 76, πρβλ. Ο. 350· - ἀλλ’ ὁ ἀόρ. οὗτος κεῖται ἀμεταβ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 341· - πρβλ. λανθάνω Β. Ι. V. ἀμεταβ., πίπτω εἰς τὸν κλῆρον ἢ τὸ μερίδιόν τινος, ἐς ἑκάστην [νῆα] ἐννέα λάγχανον αἶγες, ἐννέα αἶγες ἦσαν τὸ μερίδιον ἑκάστου τῶν πλοίων, Ὀδ. Ι. 160· αἰὼν δυσαίων ἔλαχεν Εὐρ. Ἑλ. 213· ὅσοις τὸ σωφρονεῖν εἴληχεν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 80· τὸ λαχὸν μέρος Πλάτ. Νόμ. 745Ε· τὴν πρὸς Νότον λαχεῖν Δευκαλίωνι Στράβ. 443.
English (Autenrieth)
aor. ἔλαχον, λάχεν, redupl. subj. λελάχητε, perf. λέλογχεν: obtain by lot or by destiny, obtain, receive; abs., Il. 7.171; reversing the usual relation, Κὴρ λάχε γεινόμενον, ‘won me to her power at my birth,’ Il. 23.79; w. part. gen., Il. 24.76, Od. 5.311; causative, ‘put in possession of,’ ‘honor with,’ θανόντα πυρός, only with redupl. aor., *h 80, etc.; intrans., ‘fall by lot,’ Od. 9.160.
English (Slater)
λαγχάνω (aor. ἔλᾰχον, ἔλᾰχες, (ἔ)λᾰχε, ἐλᾰχομεν, λᾰχετε, λᾰχον; λᾰχών, -όντ- (α), -όντες, -οῖσα, -οῖσαι: pf. λέλογχας, λέλογχε(ν).)
a have alloted to one, win as one's own c. acc. υἱόν· ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν μεγαλόδοξος Εὐνομία schema pindaricum (O. 9.15) τίς δὴ ποταίνιον ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι (O. 10.61) ὅτι φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον (sc. Ῥαδάμανθυς) (P. 2.74) ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ (P. 5.96) ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν (P. 8.88) τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν (P. 10.20) ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν (Bergk e Σ: ἔλαβες codd.) (N. 3.31) ἄνευ σέθεν οὐ φάος οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν ἀγλαόγυιον Ἥβαν (N. 7.4) φυᾷ δἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν λαχόντες (N. 7.54) ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον (N. 9.45) παῖ Ῥέας ἅ τε πρυτανεῖα λέλογχας, Ἑστία (N. 11.1) οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν (I. 4.49) πλέον τι λαχών (sc. Ζεύς) fr. 35a. ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος θεόφραστον λαχοῖσα (v.l. λαχοῦσαι: sc. dryad nymph.) fr. 165. Μοίσαισί τ' ἔδωκ ἀρόσαι, τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών, τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ (sc. στεφάνους) (N. 10.27) c. dupl. acc., (Ἡρακλέα) ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον ὀλβίοις ἐν δώμασι (N. 1.70) c. acc. & inf. expl., λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν (O. 6.34) λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον (sc. Χρομίος: v. Radt, Mnem., 1966, 154ff.) (N. 1.24) met., πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα ἐπακτὸν ἀλλότριον (O. 10.88) Ἥρας τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον πολυγαθέες (P. 2.27) ἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρους (O. 1.53)
b c. gen. Καφισίων ὑδάτων λαχοῖσαι Χάριτες (O. 14.2) Δωρίων ἔλαχεν σελίνων (I. 8.64) <οὐ πενθέων δ' ἔλαχον, οὐ στασίων> (supp. et add. e cod. Plutarchi et Σ Π Blass) Πα.… ἰοδέτων λάχετε στεφάνων τᾶν τ' ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν (sc. θεοί: λάχει v.l. in codd. Dion. Hal., unde λαχεῖν coni. Usener) fr. 75. 6.
c frag. ]λάχον κ[ fr. 140a. 76 (50).
English (Strong)
a prolonged form of a primary verb, which is only used as an alternate in certain tenses; to lot, i.e. determine (by implication, receive) especially by lot: his lot be, cast lots, obtain.
English (Thayer)
2nd aorist ἔλαχον;
1. to obtain by lot (from Homer down): with the genitive of the thing, Buttmann, 269 (231); Winer's Grammar, 319 (299)); to receive by divine allotment, obtain: τί, Matthiae, § 328; Winer's Grammar, 200 (188); (cf. Buttmann, § 132,8).
2. to cast lots, determine by lot (Isocrates, p. 144b.; Diodorus 4,63 (cf. Psalm - Demosthenes in middle, p. 510,26)): περί τίνος, John 19:24.
Greek Monolingual
και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω)
περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι του 'λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῖν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.)
νεοελλ.
παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» — λέγεται για τους ολιγαρκείς
νεοελλ.-μσν.
1. τυχαίνω, συμβαίνω από σύμπτωση, από τύχη («σέ μένα έλαχε κι αυτό το κακό;»)
2. (ο β' τ.) λαχαίνω
συναντώ τυχαία, απαντώ («να μην τον λάχω μπροστά μου»)
3. (ως απρόσ.) λαχαίνει
γίνεται τυχαία, συμβαίνει κατά τύχη, συμπτωματικά («μην έλαχε να τον δεις;»)
μσν.
(ως απρόσ.) αρμόζει
(μσν. -αρχ.) πέφτω στο μερίδιο κάποιου, αναλογώ («ἐς ἑκάστην [νῆα] ἐννέα λάγχανον αἶγες», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. παίρνω ως μερίδιο, αποκτώ με κλήρο (α. «ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν αἰεί», Ομ. Ιλ.
β. «ἔλαχ' ἄναξ δούλην σ' ἔχειν», Ευρ.)
2. (για θεούς) κατέχω και προστατεύω χώρα την οποία έλαβα κατά τη διανομή της γης («θοοῖσιν, οἳ Περσίδα γῆν λελόγχασι», Ηρόδ.)
3. (για πρόσ.) ορίζομαι με κλήρο, βγαίνω με κλήρο (α. «τὸν πάλῳ λαχόντα», Ηρόδ. β. «πρὸς Θύμβρης ἔλαχον Λύκιοι», Ομ. Ιλ.)
4. τραβώ κλήρο («κατάστασις ή διὰ τοῦ λαγχάνειν γιγνομένη», Ισοκρ.)
5. κάνω κάποιον μέτοχο σε κάτι
6. γίνομαι κάτοχος, αποκτώ κάτι («ἔλαχον κτερέων», Ομ. Οδ.)
7. παίρνω με κληρονομιά, κληρονομώ
8. (στην Αθήνα για τους δημόσιους άρχοντες) παίρνω κάποιο αξίωμα με κλήρο, εκλέγομαι με κλήρωση (α. «καὶ ἔλθῃ κληρωσόμενος τῶν ἐννέα ἀρχόντων καὶ λάχη βασιλεύς», Λυσ.
β. «ὁ τῷ κυάμῳ λαχὼν πολεμαρχέειν», Ηρόδ.)
9. φρ. (στους Αττικούς ως δικαστικός όρος) «λαγχάνω δίκην
παίρνω την άδεια να παρουσιάσω αγωγή, ενάγω, προσάγω σε δίκη κάποιον («τὸ ἔγκλημα ὅ ἔλαχον αὐτῷ πέρυσιν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχ. τ. είναι λέ-λογχ-α (παρακμ.) και λαχ-εῖν (αόρ.), που ανάγονται πιθ. σε θ. longh-και lngh-, αντιστοίχως. Από τον αόρ. λαχεῖν (έλαχον) σχηματίστηκε ο ενεστ. τ. λαγχάνω κατά το λαμβάνω (< λαβεῖν). Οι άλλοι τ. λήξομαι (μέλλ.), εἴληχα (παρακμ.) σχηματίστηκαν αναλογικά προς τους αντίστοιχους τ. του λαμβάνω (λήψομαι, εἴληφα). Το θ. λαχ- απαντά σε κύρια ον. (πρβλ. Λαχέμοιρος, Λάχης, Αντίληξις). Ο νεοελλ. τ. λαχαίνω < αόρ. έλαχα (πρβλ. τυχαίνω < έτυχα).
ΠΑΡ. αρχ. Λάχεσις, λάχη, λαχμός, λάχος, λήξις, λόγχη
νεοελλ.
λαχείο, λαχνός.
ΣΥΝΘ. αρχ. αμφιλαγχάνω, αντιλαγχάνω, απολαγχάνω, διαλαγχάνω, εκλαγχάνω, επιλαγχάνω, καταλαγχάνω, μεταλαγχάνω, παραλαγχάνω, προκαταλαγχάνω, προλαγχάνω, προσλαγχάνω, συγκαταλαγχάνω, συλλαγχάνω.
Greek Monotonic
λαγχάνω: (√ΛΑΧ), μέλ. λήξομαι, Ιων. λάξομαι· αόρ. βʹ ἔλᾰχον, Επικ. ἔλλαχον, λάχον (για το λέλᾰχον, βλ. κατωτ. IV)· παρακ. εἴληχα· υπερσ. εἰλήχειν, ποιητ. και Ιων. παρακ. λέλογχα, γʹ ενικ. υπερσ. ἐλελόγχει, Δωρ. λελόγχη — Παθ., αόρ. ἐλήχθην, παρακ. εἴληγμαι·
I. 1. με αιτ. πράγμ., λαμβάνω με κλήρο, λόγω τύχης ή θέλησης των θεών, σε Όμηρ.· με απαρ., ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν, μου έλαχε σαν μερίδιο να κατοικώ τη θάλασσα, λέει ο Ποσειδώνας (για τη διανομή του σύμπαντος μεταξύ των γιων του Κρόνου), σε Ομήρ. Ιλ.· ἔλαχ' ἄναξ δούλην σ' ἔχειν, σε Ευρ.· λέγεται για θεό που ορίζει την ζωή κάποιου, ἐμὲ μὲν Κὴρ λάχε, σε Ομήρ. Ιλ.· ιδίως στον παρακ., είμαι η θεότητα που προστατεύει κάποιον τόπο, η πολιούχος θεότητα, θεοῖσιν, ἡ Περσίδα γῆν λελόγχασι, σε Ηρόδ.· απόλ., πρὸς Θύμβρης ἔλαχον Λύκιοι, η θέση τους είχε ορισθεί κοντά στο «Θυμβραίο πεδίο», σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για δημόσιους άρχοντες, λαμβάνω αξίωμα με κλήρο (βλ. λ. κύαμος II)· ἀρχὴν λαχεῖν, αντίθ. προς το χειροτονηθῆναι (εκλέγομαι με ανάταση των χεριών), σε Αριστοφ.· ομοίως, με απαρ., ὁ λαχὼν πολεμαρχέειν, αυτός στον οποίο έπεσε ο κλήρος να είναι πολέμαρχος, σε Ηρόδ.· οἱ λαχόντες βουλευταί (ενν. εἶναι), σε Ρήτ.· απόλ., οἱ λαχόντες, εκείνοι στους οποίους έπεσε ο κλήρος, σε Θουκ.
3. ως Αττ. νομικός όρος, λαγχάνειν δίκην, λαμβάνω την άδεια να παρουσιάσω αγωγή στο δικαστήριο, σε Πλάτ., σε Ρήτ.· (χωρίς το δίκην) λαγχάνειν τινί, κάνω μήνυση εναντίον κάποιου, σε Ρήτ.
II. με γεν. διαιρ., γίνομαι κάτοχος κάποιου πράγματος, λαμβάνω, αποκτώ κάτι, σε Όμηρ., Αττ.
III. απόλ., λαμβάνω, τραβώ κλήρο, σε Ομήρ. Οδ.· ρίχνω ψήφο, σε Καινή Διαθήκη
IV.μτβ., Επικ. αναδιπλ. αορ., λέλᾰχον, κατέχω, εξουσιάζω, πυρὸς λελαχεῖν τινα, χορηγώ σε κάποιον το δικαίωμα της νεκρώσιμης ακολουθίας μετά πυρός, σε Ομήρ. Ιλ.
V. αμτβ., πέφτω στον κλήρο ή στο μερίδιο κάποιου, λαχαίνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: obtain by lot (office, complains), obtain one's portion (on the meaning Debrunner Mus. Helv. 1, 36ff.) (Od.)
Other forms: aor. λαχεῖν (Il.), causat. λελαχεῖν (Il.), perf. λέλογχα (λ 304), λέλαχα (Emp.), εἴληχα (A., Att.), fut. λάξομαι (Hdt.), λήξομαι (Pl.), pass. perf. εἴληγμαι, aor. ληχθῆναι (Att.),
Compounds: also with prefix, e. g. ἀπο-, δια-, ἀντι-, συν-.
Derivatives: 1. With old o-coloured full grade: λόγχη f. share (Ion.; on the acc. cf. Schwyzer 459 b 1); with εὔ-λογχος = εὔ-μοιρος (Democr.) with εὑλογ<χ>εῖν εὑμοι-ρεῖν H. 2. With zero grade: λάξις portion, share (of land) (Hdt., Miletus), Ἀπόλαξις (Eretria); Λάχεσις f. name of one of the Moirai, also appellat. share, lot (Hes., Pi.; after γένεσις? Holt Les noms d'action en -σις 93, Porzig Satzinhalte 336f.; cf. esp. Νέμεσις and Fraenkel Nom. ag. 1, 51 n. 1); younger formations λάχος n. lot, share (Thgn., Pi., A.; also Arc.) and λάχη (λαχή?) f. id. (A. Th. 914, H.); cf. on λαχαίνω; PN Λάχης, -ητος m. (Th.); λαχμός = λάχος id. (Sch., Eust.). 3. With sec. full grade (cf. below): λῆξις (σύν-, διά-, ἀντί-) drawing (lot), lot, i. e. written complaint (Att.). To the old λέλογχα, λόγχη and λαχεῖν, λάξις arose after εἴληφα, λήψομαι, λῆψις (λαγχάνω: λαμβάνω, λαχεῖν: λαβεῖν) as innovations εἴληχα, λήξομαι, λῆξις etc.
Origin: IE [Indo-European] *lengʰ- obtain (by lot)?
Etymology: No certain agreement. Quite doubtful hypothesis by Mayrhofer ZDMG 105, 181 n. 2 (S. 182; after Thieme): to Skt. lakṣá- stake (: λάχος as vatsá-: Ϝέτος; but λάχος is innovation). On earlier attempts s. Bq. - A notable agreement with Λάχεσις is Messap. Logetibas (dat.pl.), to which Λάγεσις θεός. Σικελοί H.; it must be an old loan; cf. Krahe Arch. f. Religionswiss. 30, 393ff., Kretschmer Glotta 12, 278ff.; on the o-vowel also Krahe Glotta 17, 102 n. 2.
Middle Liddell
[from Root !λαχ]
I. c.acc. to obtain by lot, by fate, by the will of the gods, Hom.; with inf. added, ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν I had the sea for my portion to dwell in, says Poseidon, Il.; ἔλαχ' ἄναξ δούλην σ' ἔχειν Eur.:—of the genius presiding over one's life, ἐμὲ μὲν Κὴρ λάχε Il.; especially in perf. to be the tutelary deity of a place, to protect it, θεοῖσιν, οἳ Περσίδα γῆν λελόγχασι Hdt.:—absol., πρὸς Θύμβρης ἔλαχον Λύκιοι had their post assigned near Thymbra, Il.
2. of public officers, to obtain an office by lot (v. κύαμος ΙΙ); ἀρχὴν λαχεῖν, opp. to χειροτονηθῆναι (to be elected), Ar.; so, c. inf., ὁ λαχὼν πολεμαρχέειν he who had the lot to be polemarch, Hdt.; οἱ λαχόντες βουλευταί (sc. εἶναι), Oratt.; and absol., οἱ λαχόντες those on whom the lot fell, Thuc.
3. as Attic law-term, λαγχάνειν δίκην to obtain leave to bring on a suit, Plat., Oratt.; and (without δίκην) λαγχάνειν τινι to bring an action against one, Oratt.
II. c. gen. partit. to get one's share of, become possessed of, Hom., Attic
III. absol. to draw (i. e. obtain) the lot, Od.: cast lots, NTest.
IV. Causal epic redupl. aor. λέλαχον, to put in possession of a thing, πυρὸς λελαχεῖν τινα to grant one the right of funeral fire, Il.
V. intr. to fall to one's lot or share, Od., Eur.
Frisk Etymology German
λαγχάνω: (seit Od.),
{lagkhánō}
Forms: Aor. λαχεῖν (seit Il.), kausat. λελαχεῖν (Il.), Perf. λέλογχα (ep. ion. poet. seit λ 304, sp. Prosa), λέλαχα (Emp. u. a.), εἴληχα (A., att.), Fut. λάξομαι (Hdt.), λήξομαι (Pl.), Pass. Perf. εἴληγμαι, Aor. ληχθῆναι (att.),
Grammar: v.
Meaning: ‘durchs Los erlangen (u. a. Amt, Klage), teilhaft werden’ (zur Bed. Debrunner Mus. Helv. 1, 36ff.).
Composita: auch mit Präfix, z. B. ἀπο-, δια-, ἀντι-, συν-,
Derivative: Ableitungen: 1. Mit alter ofarbiger Hochstufe: λόγχη f. Anteil (ion.; zum Akz. vgl. Schwyzer 459 b 1); davon εὔλογχος = εὔμοιρος (Demokr.) mit εὐλογ<χ>εῖν· εὐμοιρεῖν H. 2. Mit Schwundstufe: λάξις Los, Ackerlos (Hdt., Miletos), Ἀπόλαξις (Eretria); Λάχεσις f. N. einer der Moiren, auch appellat. Los, Schicksal (Hes., Pi. usw.; nach γένεσις? Holt Les noms d'action en -σις 93, Porzig Satzinhalte 336f.; vgl. bes. Νέμεσις und Fraenkel Nom. ag. 1, 51 A. 1); jüngere Bildungen λάχος n. Los, Anteil (poet. seit Thgn., Pi., A.; auch ark.) und λάχη (λαχή?) f. ib. (A. Th. 914 [lyr.], H.); vgl. zu λαχαίνω; PN Λάχης, -ητος m. (Th.u.a.); λαχμός = λάχος Los, Anteil (Sch., Eust.). 3. Mit sekundärer Hochstufe (vgl. unten): λῆξις (σύν-, διά-, ἀντί-) ‘Auslosung, Los, ausgeloste Abteilung, Auslosung, d. h. Anhängigmachen einer Klage’ (att.). Zu den alten λέλογχα, λόγχη und λαχεῖν, λάξις entstanden nach εἴληφα, λήψομαι, λῆψις (λαγχάνω: λαμβάνω, λαχεῖν: λαβεῖν) als Neubildungen εἴληχα, λήξομαι, λῆξις usw.
Etymology: Ohne sichere Entsprechung. Ganz fragliche Hypothese von Mayrhofer ZDMG 105, 181 A. 2 (S. 182; nach Thieme): zu aind. lakṣá- Einsatz (: λάχος wie vatsá-: ϝέτος; aber λάχος ist Neubildung). Uber frühere Versuche s. Bq und WP. 2, 436. — Eine bemerkenswerte Ubereinstimmung mit Λάχεσις zeigt messap. Logetibas (Dat.pl.), wozu Λάγεσις· θεός. Σικελοί H.; es muß sich um eine alte Entlehnung handeln; vgl. Krahe Arch. f. Religionswiss. 30, 393ff., Kretschmer Glotta 12, 278ff.; zum o-Vokal auch Krahe Glotta 17, 102 A. 2.
Page 2,69-70
Chinese
原文音譯:lagc£nw 嵐格哈挪
詞類次數:動詞(4)
原文字根:機會 在上 相當於: (לָכַד)
字義溯源:掣籤*,得,同得,拈鬮,接受,支派。比較: (κληρόω)=分派基業
出現次數:總共(4);路(1);約(1);徒(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 他⋯得了(1) 徒1:17;
2) 同得(1) 彼後1:1;
3) 拈鬮(1) 約19:24;
4) 掣籤(1) 路1:9
Mantoulidis Etymological
(=παίρνω μέ κλῆρο, τυχαίνω). Ἀπό ρίζα λαχ-. Θέματα: α) ἀσθενές λαχ + πρόσφυμα ν πρίν ἀπό τό χαρακτήρα καί αν μετά → λα-ν-χαν-ω → λαγχάνω μέ τροπή τοῦ ν σέ γ, β) ἰσχυρό ληχ (μελλ. λήχ-σομαι λήξομαι). Ἀκόμα τό θέμα λέγχ- (μέ μετάπτωση ἀπό τό λαχ: λεχ λενχ λεγχ) πού γίνεται λογχμέ ἑτεροίωση τοῦ ε σέ ο.
Παράγωγα: λάχος, τό (=μερίδιο πού ὁρίζεται μέ κλῆρο), Λάχεσις (=μία ἀπό τίς τρεῖς Μοῖρες), λαχμός, λάξις (=μέρος γῆς), ληκτέον, λῆξις (=διορισμός μέ κλῆρο), ληξιαρχικός, ληξιαρχικόν γραμματεῖον (=δημόσιος κατάλογος κάθε Ἀθηναϊκοῦ δήμου, ὅπου γράφονταν τά ὀνόματα τῶν δημοτῶν, ὅταν ἔρχονταν σέ νόμιμη ἡλικία), ἀντίληξις (=ἔφεση για ἀναθεώρηση δίκης), λόγχη (=λαχνός, κλῆρος).
Lexicon Thucydideum
sortiri, to draw lots, obtain by lot,
a) absol. absolutely sortes ducere, to draw lots, 6.62.1, 8.30.2,
b) sorte obtinere, to obtain by lot, 2.44.1, 3.50.2, 5.21.1 (de Lacedaemoniis concerning the Lacedaemonians),
similiter similarly 5.35.3.