μέσος: Difference between revisions
(strοng) |
(24) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[μετά]]; [[middle]] (as an adjective or (neuter) [[noun]]): [[among]], X [[before]] [[them]], [[between]], + [[forth]], [[mid]](-[[day]], -[[night]]), [[midst]], [[way]]. | |strgr=from [[μετά]]; [[middle]] (as an adjective or (neuter) [[noun]]): [[among]], X [[before]] [[them]], [[between]], + [[forth]], [[mid]](-[[day]], -[[night]]), [[midst]], [[way]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο(ν) (ΑM [[μέσος]], -η, -ον, Α επικ. τ. [[μέσσος]], βοιωτ. και κρητ. τ. [[μέττος]])<br /><b>1.</b> (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται [[μεταξύ]] δύο ακραίων ορίων ή [[μεταξύ]] αρχής και τέλους, [[μεσαίος]], [[κεντρικός]], [[μεσιανός]]<br /><b>2.</b> το κεντρικό [[σημείο]] πράγματος, το μεσαίο [[σημείο]] («[[Πριαμίδης]] μὲν [[ἔπειτα]] [[μέσον]] [[σάκος]] οὔτασε δουρί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός ο [[οποίος]] παρεμβάλλεται, ο [[ενδιάμεσος]] («[[μέσος]] τις [[γέγονα]] χρηματιστὴς τοῡ τε πάππου καὶ τοῡ πατρός», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[ούτε]] [[περισσότερος]] [[ούτε]] λιγότερος από όσο [[πρέπει]], ο [[μέτριος]], ο [[κανονικός]], ο [[συνήθης]] (α. «τῶν δ' ὀφθαλμῶν oἱ μὲν μεγάλοι, οἱ δὲ μικροί, οἱ δὲ [[μέσοι]] βέλτιστοι», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «[[είναι]] μέσου αναστήματος»)<br /><b>5.</b> αυτός ο [[οποίος]] ανήκει στη μεσαία [[τάξη]] ή [[κατάσταση]] («ἀνὴρ τῶν ἀστῶν, [[μέσος]] [[πολίτης]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> <b>γραμμ.</b> α) «[[μέσο]] [[ρήμα]]» — το [[ρήμα]] το οποίο δηλώνει ότι η [[ενέργεια]] του υποκειμένου επιστρέφει σε αυτό ή γίνεται [[χάριν]] [[αυτού]]<br />β) «[[μέση]] [[διάθεση]]» — η [[διάθεση]] που δηλώνει ότι το [[υποκείμενο]] ενεργεί και [[συνάμα]] δέχεται την [[ενέργεια]] αυτή<br />γ) «[[μέση]] [[φωνή]]» — η [[τάξη]] τών ρημάτων τα οποία λήγουν σε -(ο)μαι<br />δ) «[[μέσοι]] χρόνοι» — οι χρόνοι του μέσου ρήματος<br />ε) «[[μέσα]] σύμφωνα» — τα σύμφωνα που βρίσκονται [[μεταξύ]] τών δασέων και τών ψιλών, [[δηλαδή]] τα <i>β</i>, <i>γ</i>, <i>δ</i><br />στ) «[[μέση]] [[λέξη]]» — [[λέξη]] που έχει και καλή και κακή [[σημασία]], όπως, λ.χ., η [[τύχη]], η [[δίαιτα]]<br />ζ) «[[μέση]] [[συλλαβή]]» — δίχρονη [[συλλαβή]]<br /><b>7.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[μέση]]<br /><b>βλ.</b> [[μέση]]<br /><b>8.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μέσος]]<br />το μεσαίο [[δάχτυλο]] του χεριού ή του ποδιού<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν [[μέση]] ἀγορᾷ» ή «ἐν μέσαις Ἀθήναις» — ενώπιον όλων, σε [[μέρος]] πολυσύχναστο<br />β) «ἐν μέσῃ ἡμέρᾳ» — [[φανερά]], [[αναφανδόν]], [[μέρα]] [[μεσημέρι]]<br /><b>10.</b> (το ουδ. ως ουσ. και ως επίρρ.) <i>το [[μέσο]](<i>ν</i>)<br /><b>βλ.</b> [[μέσο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) [[απλός]], [[κοινός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) <b>(λογ.)</b> «[[μέσος]] όρος συλλογισμού» — [[έννοια]] [[κοινή]] και στις δύο προκείμενες προτάσεις του συλλογισμού<br />β) <b>μαθημ.</b> i) «[[μέσος]] όρος αριθμών» — το πηλίκο της διαίρεσης του αθροίσματος αυτών τών αριθμών με τον αριθμό που αντιπροσωπεύει το [[πλήθος]] τους<br />ii) «[[αρμονικός]] [[μέσος]] όρος» — ο [[αντίστροφος]] του αριθμητικού μέσου όρου τών αντίστροφων τιμών της μεταβλητής<br />iii) «[[γεωμετρικός]] [[μέσος]] όρος» — ο όρος που προκύπτει ως η νιοστή [[ρίζα]] του γινομένου τών δυνατών τιμών της μεταβλητής<br />iv) «[[κατά]] [[μέσον]] όρο» — [[κατά]] αμοιβαίο συμψηφισμό τών διαφόρων αντίθετων σημείων<br />γ) <b>(στατ.)</b> i) «[[μέση]] [[απόκλιση]]» — το [[μέτρο]] της διασποράς σε [[κάθε]] [[μέτρηση]] από μια κεντρική [[τιμή]], όταν οι διαφορές λαμβάνονται σε απόλυτη [[τιμή]] [[χωρίς]] να υπολογίζεται το αλγεβρικό τους [[σημείο]]<br />ii) «[[μέση]] [[τιμή]]» — η [[τιμή]] του αριθμητικού, του γεωμετρικού και του αρμονικού μέσου όρου η οποία προσδιορίζεται αντικειμενικά<br />iii) «[[μέσος]] [[σταθμικός]]» — ο [[αριθμητικός]] [[μέσος]] όρος που υπολογίζεται με συντελεστές στάθμισης<br />δ) <b>(οικον.)</b> «[[μέση]] [[λήξη]] γραμματίου» — η [[λήξη]] γραμματίου που έχει ονομαστική [[αξία]] ίση με το [[άθροισμα]] τών ονομαστικών αξιών γραμματίων τα οποία μπορεί να αντικαταστήσει ως ισοδύναμο με αυτά<br />ε) <b>(εκπ.)</b> «[[μέση]] [[εκπαίδευση]]» — η [[βαθμίδα]] της εκπαίδευσης που βρίσκεται [[μεταξύ]] της στοιχειώδους και της ανώτατης<br />στ) <b>(ιστ.)</b> «[[μέσοι]] χρόνοι» — ο [[μεσαίωνας]], η [[περίοδος]] της ιστορίας [[ανάμεσα]] στους αρχαίους και τους νεώτερους χρόνους, από την [[κατάλυση]] του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους ώς την [[άλωση]] της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους<br />ζ) <b>(μετεωρ.)</b> «[[μέση]] [[θερμοκρασία]]» — ο [[μέσος]] όρος τών θερμοκρασιών που έχουν παρατηρηθεί [[κατά]] τη [[διάρκεια]] ενός χρονικού διαστήματος («[[μέση]] [[θερμοκρασία]] τών δύο τελευταίων μηνών»)<br />η) <b>αστρον.</b> i) «[[μέση]] αστρονομική [[διάθλαση]]» — η [[τιμή]] της ατμοσφαιρικής διάθλασης η οποία υπολογίζεται και παρέχεται στους ναυτικούς και αστρονομικούς πίνακες<br />ii) «[[μέσος]] Ήλιος» — υποθετικό [[σημείο]] το οποίο κινείται φαινομενικά ομαλά [[κατά]] [[μήκος]] του ισημερινού και το οποίο διέρχεται διά μέσου του εαρινού ισημερινού σημείου ταυτόχρονα [[μαζί]] με ένα δεύτερο υποθετικό [[σημείο]]<br />iii) «[[μέσος]] [[χρόνος]]» — η ωριαία [[γωνία]] του μέσου Ηλίου<br />θ) <b>ανατ.</b> i) «[[μέση]] [[φλέβα]]» — υποδόρια [[φλέβα]] που αρχίζει από το ραχιαίο φλεβικό [[δίκτυο]] του χεριού<br />ii) «[[μέσο]] [[νεύρο]]» — νευρικό [[στέλεχος]] το οποίο εκτείνεται από το βραχιόνιο [[πλέγμα]] ώς την [[παλάμη]]<br />iii) «[[μέσο]] καρδιακό [[νεύρο]]» — το πιο παχύ από τα [[τρία]] καρδιακά [[νεύρα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[ηλικία]]) ώριμος<br /><b>2.</b> (για [[κλίμα]]) [[ήπιος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[γίνομαι]] [[μέσος]]» — [[μεσολαβώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μέσος]] [[δικαστής]]» — [[μεσολαβητής]] ή [[ειρηνοποιός]], [[διαιτητής]], [[δικαστής]] [[μεταξύ]] δύο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αμερόληπτος]]<br /><b>2.</b> [[αβέβαιος]], [[αόριστος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[ούτε]] [[αγαθός]] [[ούτε]] [[καλός]], ο [[μετρίως]] [[καλός]]<br /><b>4.</b> (για τόνο) η [[περισπωμένη]]<br /><b>5.</b> (στον <b>Πλάτ.</b>) τα ημίφωνα («καὶ τὰ φωνήεντα καὶ τὰ [[μέσα]] κατὰ τὸν αύτὸν τρόπον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> αυτός που δεν κλίνει [[προς]] [[καμιά]] [[μερίδα]], [[αδιάφορος]], [[ουδέτερος]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) (στον Όμ.) «[[μέσον]] [[ἦμαρ]]» — η [[μεσημβρία]], το [[μεσημέρι]] («ἔσσεται ἢ ἠὼς ἢ [[δείλη]] ἢ [[μέσον]] [[ἦμαρ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) («μέσαι νύκτες» — το [[μεσονύκτιο]], η δωδέκατη νυχτερινή ώρα, τα [[μεσάνυχτα]] («ἐπὶ δὲ μᾱλλον ἰὸν ἐς τὸ θερμὸν ἐς μέσας νύκτας πελάζει», Ηροδ.)<br />γ) (για τους παλαιστές) «ἔχεται (ή ἁρπάζεται) [[μέσος]]» — κρατιέται από τη [[μέση]]<br />δ) (για το ύφος) «[[μέσος]] [[χαρακτήρ]]» — [[ένας]] από τους [[τρεις]] χαρακτήρες στους οποίους διαιρούν το ύφος ο Κικέρων και ο Κοϊντιλιανός, ο [[απλός]] [[χαρακτήρας]], ο [[σεμνός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μέσως]] (ΑM)<br />μέτρια, κανονικά, [[εξίσου]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μέσως]] ἔχω» — βρίσκομαι σε κανονικές συνθήκες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μέσος]] ανάγεται σε επίθ. της IE <i>med</i><sup>h</sup><i>yo</i>- «[[μεσαίος]]» και αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. <i>madya</i>-, γοτθ. <i>midjis</i>, αρμ. <i>m</i><i>ē</i><i>j</i>-, λατ. <i>medius</i> κ.ά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η φωνητική [[εξέλιξη]] του συμπλέγματος -<i>ty</i>- και -<i>θy</i>- έδωσε ένα -σή δύο -<i>σσ</i>- σε διαφορετικές εποχές και διαλέκτους. Στον 'Ομηρο, συγκεκριμένα, εμφανίζονται εναλλακτικά ένα -<i>σ</i>- ή δύο -<i>σσ</i>- [[μετά]] από βραχύ [[φωνήεν]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μεσσοπόρος</i>, [[μεσσοπύλη]], [[μέσσορος]]) και ένα -<i>σ</i>- [[μετά]] από μακρό, για να εξυπηρετηθούν οι μετρικές ανάγκες του έπους. Στην ιων.-αττ., εξάλλου, και αρκαδική διάλεκτο (<b>[[πρβλ]].</b> επίρρ. [[μεσακόθεν]]) ο τ. εμφανίζεται απλοποιημένος με ένα -<i>σ</i>-, στη λεσβιακή και θεσσαλική με δύο -<i>σσ</i>-, ενώ στη βοιωτική και κρητική διάλεκτο το [[σύμπλεγμα]] -<i>ty</i>- και -<i>θy</i>- εξελίχθηκε σε δύο -<i>ττ</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μεσάζω]], [[μεσαίος]], [[μέση]], [[μέσης]], [[μεσίτης]], [[μεσότης]](-<i>ητα</i>), [[μεσώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεσάδιος]], [[μεσαίτερος]], [[μεσακόθεν]], [[μεσεύω]], [[μεσήεις]], [[μεσήρης]], [[μεσίδιος]], [[μεσόεις]], [[μέσοι]], [[μεσσόθεν]], [[μεσσόθι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μεσεύς]], [[μέσιος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μέσα]], [[μεσιανός]], [[μεσινός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μεσάρης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Για σύνθ. με Α' συνθετικό [[μέσος]] <b>βλ.</b> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)-. (Β' συνθετικό) [[άμεσος]], [[ανάμεσος]], [[διάμεσος]], [[έμμεσος]], [[παράμεσος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίμεσος]], [[περίμεσος]], [[πολύμεσος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ενδιάμεσος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον, also Arc. (v. ἰμέσος, μεσακόθεν); Ep. μέσσος (also Aeol., Sapph.1.12, IG11(4).1064b32, and Lyr., Pi.P.4.224, and sts. in Trag., E.HF403 (lyr.), S.OC1247 (lyr.), Tr.635 (lyr.), Ant.1223, 1236, Fr.255.5), Boeot., Cret. μέττος, IG7.2420.20 (iii B. C.), GDI 5000 ii
A b 2 (v B. C.):—middle, in the middle, I of Space, esp. with Nouns, of the middle point or part, μ. σάκος Il.7.258; ἱστίον 1.481; οὐρανός zenith, Od.4.400; μ. ἀπήνης from mid chariot, S.OT812; ἐν αἰθέρι μ. in mid-air, Id.Ant.416; μ. μετώπῳ in the middle of the forehead, PRyl.128.30 (i A. D.): in Prose freq. preceding the Art., κατὰ μέσον τὸν σταθμόν X.An.1.7.14; ἐν μ. τῇ χώρᾳ ib.2.1.11; ἐκ μ. τῆς νήσου, κατὰ μ. τὴν νῆσον, Pl.Criti.113d, 119d; ἐπὶ μέσου τοῦ τμάματος at the middle point of the segment, Archim.Aequil.1.6; ἁ ἐπὶ μέσαν τὰν βάσιν ἀγομένα (sc. εὐθεῖα) ib.12: sts. following the Noun, ἐν τῇ ἀγορᾷ μέσῃ D.29.12: less freq. midmost, central, of three or more objects, μ. ὁδός Thgn.220, 331; ὁ μ. [δάκτυλος] Pl.R.523c; τὸ μ. στῖφος the central division of the army, X.An.1.8.13; μέσον, τό, centre, ἡ ἐπὶ τὸ μ. φορά Iamb.Protr.21. b with a Verb, ἔχεται μ. by the middle, by the waist, prov. from the wrestling-ring, Ar.Eq.387 (lyr.), cf. Ach. 571 (lyr.), Nu.1047, Ra.469; μέσην λαβόντα Id.Ach.274, cf. Hdt.9.107, D.53.17; ὁ πέπλος ἐρράγη μ. Philippid.25.5. c c. gen., midway between, ἑνὸς καὶ πλήθους τὸ ὀλίγον μ. Pl.Plt.303a (also μ. ἐπ' ἀμφότερα, ibid.):—S. has μέσος ἀπὸ [τοῦ κρατῆρος] τοῦ τε πέτρου OC 1595. 2 of Time, Hom. only in phrase μέσον ἦμαρ midday, Il.21.111, Od.7.288, Pi.P.9.113; μέσαι νύκτες Sapph.52, Hdt.4.181, X. An.7.8.12, etc.; θέρευς ἔτι μέσσου ἐόντος Hes.Op.502; χειμῶνος μέσου Ar.Fr.569.1; μ. ἡμέρα Hdn.8.5.9; μ. ἡλικία middle age, Pl.Ep.316c: so μέσοι τὴν ἡλικίαν E.Ep.5; μέσος ἀκμῆς v.l. in Theoc.25.164. 3 metaph., impartial, Th.4.83, PLond.1.113(1).27 (vi A.D.). b inter-mediate, freq. c. gen., μ. τις γέγονα χρηματιστὴς τοῦ τε πάππου καὶ τοῦ πατρός Pl.R.330b; ψιλὸν μὲν τὸ π, δασὺ δὲ τὸ φ, μέσον δὲ ἀμφοῖν τὸ β D.H.Comp.14 (v. infr. d); ἡ τρίτη καὶ μ. τῶν εἰρημένων δυεῖν ἁρμονιῶν ib.24; ὁ μ. χαρακτήρ ib.21; indeterminate, Luc.Par.28; τὰ μ. things indifferent (neither good nor bad), Stoic.3.135, al.; of words such as τύχη, EM626.38; ζῴδια (neither lucky nor unlucky) Vett.Val.93.9; μ. δίαιτα Diocl.Fr.141, cf.Sor.1.46. c Gramm., of Verbs, middle, Eust. 1846.30, etc.; μ. διάθεσις, σχήματα, A.D.Synt.226.10, 210.18; μ. ἐνεστώς present middle, ib.278.25. d Gramm., of consonants, Lat. mediae, i. e. βγδ, D.T.631.23: but also of semi-vowels, Pl.Phlb.18c: of accent, ὀξύτητι καὶ βαρύτητι καὶ τῷ μέσῳ, i. e. the circumflex, Arist. Po.1456b33. II middling, moderate, 1 of size, μέσοι ὀφθαλμοί, ὦτα, γλῶττα, Id.HA492a8,33,b31; μ. μεγέθει ib.496a21, PPetr.1p.37 (iii B. C.); μ. alone, of middle height, PGrenf.2.23 (a) ii 3 (ii B. C.), POxy. 73.13 (i A. D.), etc. 2 of class or quality, πάντων μέσ' ἄριστα Thgn. 335; παντὶ μέσῳ τὸ κράτος θεὸς ὤπασεν A.Eu.529 (lyr.); μ. ἐν πόλει Phoc.12; μ. ἀνήρ a man of middle rank, Hdt.1.107; μ. πολίτης Th.6.54; τὰ μ. τῶν πολιτῶν Id.3.82 (so τῶν ἀνὰ πόλιν τὰ μ. Pi.P.11.52); οἱ μ., between οἱ εὔποροι and οἱ ἄποροι, Arist.Pol.1289b31, 1295b3; οἱ μ. πολῖται ib.1296a19; τὸ μ. ib.1295b37; μ. [πολιτεία] ib.1296a7; ὁ μ. βίος Luc.Luct.9; mediocre, Pl.Prt.346d; τῶν ἑταιρῶν αἱ μ. Theopomp. Com.21. Adv. μέσως, ἱκανόν fairly adequate, Phld.Rh.2.4S. III μέσον, τό, midst, intervening space, mostly with Preps., a ἐν μέσσῳ, = ἐν μεταιχμίῳ, Il.3.69,90; ἐν τῷ μ. in the midst, Ev.Matt.14.6; ἡ 'ν μέσῳ [μοῖρα] σῴζει πόλεις the middle class, E.Supp.244: without ἐν, ἔμβαλε μέσσῳ Il.4.444; ἔνθορε μέσσῳ 21.233; μέσσῳ ἀμφοτέρων 3.416, 7.277; τῶνδέ τ' ἐν μ. πεσεῖν E.Ph.583; ἐν μ. λόγους ἔχειν Id.Hel. 630; μῆκος ἐν μ. χρόνου A.Supp.735; χρόνος οὑν μ. E.Ph.589 (troch.); τὰ ἐν μ. what went between, S.OC583; οἱ ἐν μ. λόγοι the intervening words, Id.El.1364, E.Med.819; κλίνης ἐν μ. Id.Hec.1150; ἐν μ. ἡμῶν καὶ βασιλέως between us and him, X.An.2.2.3; σοφίας καὶ ἀμαθίας ἐν μ. Pl.Smp.203e; ἐν μ. νυκτῶν at midnight, X.Cyr.5.3.52; ἆθλα κείμεν' ἐν μέσῳ offered for competition (cf. infr. b), D.4.5, cf. Thgn.994, X.An.3.1.21; ἡ τιμὴ ἐν τῷ μέσῳ ἔστω deposited with the court, Herod.2.90: without ἐν, καὶ μέσῳ πάντες καὶ χωρὶς ἕκαστος both collectively and severally, IG12(5).872.27,31,38, al. (Tenos): in pl., κεῖτο δ' ἄρ' ἐν μέσσοισι Il.18.507; ἐν μέσοισ' Xenoph.1.7; ἐν μέσῳ εἶναι τοῦ συμμεῖξαι to stand in the way of... X.Cyr.5.2.26; ἡ γὰρ θάλαττα ἐν τῷ μ. is an obstacle, Id.Ath.2.2; οὐδεὶς ἐν μέσσῳ γείτων πέλεν Theoc.21.17; οὐδὲν ἂν ἦν ἐν μ. πολεμεῖν ἡμᾶς D.23.183; cf. ἰμέσος. b ἐς μέσον, ἐς μ. ἀμφοτέρων, freq. in Hom. for ἐς μεταίχμιον, Il.4.79, 6.120; ἀνδρὶ δὲ νικηθέντι γυναῖκ' ἐς μέσσον ἔθηκε deposited her as a prize (cf. supr. a), 23.704; ἐς μ. δεικνύναι τινί τι Pi.Fr.42.3; ἐς μ. ἵεσθαι, ἐλθεῖν, παρελθεῖν, S.Tr.514 (lyr.), Theoc.22.183, Plu. Agis9; ἐς μέσον ἀμφοτέροισι . . δικάσσατε Il.23.574; ἐς τὸ μ. φέρειν bring forward publicly, Hdt.4.97, D.18.139; ἐς τὸ μ. λέγεσθαι Hdt. 6.129; ἐς μ. Πέρσῃσι καταθεῖναι τὰ πρήγματα to give up the power in common to all, Id.3.80; ἐς μ. τὴν ἀρχὴν τιθεὶς ἰσονομίην ὑμῖν προαγορεύω ib.142. c ἐκ τοῦ μέσου away, ἐκ μ. ἀνελεῖν D.10.36, 18.294; [χειρόγραφον] ἦρκεν ἐκ τοῦ μ. Ep.Col.2.14, cf. Arr.Epict.3.3.15; also ἐκ μ. a half, ἔτη ὀκτὼ καὶ ἔνατον ἐκ μ. Th.4.133; also ἐκ μ. κατῆστο remained in the middle, i. e. neutral (cf. ἐκ 1.6 fin.), Hdt.3.83, cf. 4.118, 8.22,73. d διὰ μέσου between, τὸ διὰ μ. ἔθνος Id.1.104; διὰ μ. ποιεῖσθαι X.Cyr.6.3.3; διὰ μ. γενέσθαι intervene, of an event, Th.4.20: c. gen., διὰ μέσου τῆς πόλεως ῥεῖ ποταμός X. An.1.2.23; διὰ μ. ῥεῖ τούτων ποταμός ib.1.4.4, etc.; τὸ τούτων διὰ μ. Pl.Lg.805e; also οἱ διὰ μέσου the middle party, the moderates, Th. 8.75, X.HG5.4.25; τὸ διὰ μ. the middle class, Arist.Pol.1296a8; of Time, ὁ διὰ μ. χρόνος Hdt.9.112; ἡ διὰ μ. ξύμβασις an interim agreement, Th.5.26; διὰ μέσου, as a figure of speech, use of parenthesis, Hdn.Fig.p.95S. e ἀν (ὀν) τὸ μ. in the midst, Alc.18.3, Xenoph.1.11, Thgn.839; ἀνὰ μέσον midway between, Arist.HA496a22, Antiph. 13, Theoc.22.21, etc.; ἀνὰ μ. τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ βωμοῦ GDI2010 (Delph.), cf. PTeb.13.9 (ii B. C.), al.; θρὶξ ἀνὰ μέσσον Theoc.14.9; ἀνὰ μέσσα Nic.Th.167; also ἀνὰ μέσον φέρε, = μετρίως, Men.531.18. f κατὰ μέσσον, = ἐν μέσῳ, Il.5.8, 16.285, etc.: c. gen., κὰδ δὲ μέσον τάφρου καὶ τείχεος ἷζον between, 9.87. 2 μέσον, τό, difference, τὸ μ. πρὸς τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας the average between... Th.1.10; πολλὸν τὸ μ., πολὺ τὸ μ., the difference is great, Hdt.1.126, E.Alc.914 (anap.); τὸ μ. οὐδὲν τῆς ἔχθρης ἐστί there is no middle course for our enmity, Hdt.7.11. 3 middle state, mean, τὸ μ. καὶ τὸ εὖ Arist.EN1109b26; ποιήματα μέσα, opp. ὀγκώδη, in the (correct) mean, Phld.Po.5.5. Adv. -ως, ἀναστρέφεσθαι Id.Rh.1.155S. 4 in Logic, τὸ μ. the middle term of a syllogism, opp. τὰ ἄκρα, Arist.APr.66a30; also ὁ μ. (sc. ὅρος) ib.25b33. 5 Math., middle terms in a proportion, Euc.6.16; μέση, or μέση (μέσος) ἀνάλογον a mean proportional (straight line or number), ib.13, 17, 8.11, 12, al.; μέσης εὕρεσις Arist.de An.413a19, Metaph.996b21; μέση medial, a specific kind of irrational (straight line), Euc.10.21, al.; μέσον ὀρθογώνιον (χωρίον) medial rectangle (area), ib.24, al. 6 Astron., ὁ διὰ μέσων τῶν ζῳδίων κύκλος the ecliptic, Hipparch.1.9.3,4, Gem.2.21, Ptol.Alm.2.7: without κύκλος, Eudox. ap. Arist.Metaph.1073b20, Hipparch.1.9.12; simply, ὁ διὰ μέσων D.L.7.146; but, ὁ μέσος [κύκλος] the equator of a rotating sphere, Arist.Metaph.1073b30. 7 μέσα, τά, = μέζεα, Blaes.p.191 K. b = κοιλία 1.3, Herod.Med. ap. Orib.5.27.3, Gal.14.732: sg., Heph.Astr.1.1 (v.l. τὰ μέσα Cat.Cod.Astr.8(2).45). 8 Μέσον, τό, one of the law-courts at Athens, Phot., Sch.Ar.V.120. 9 οὐ τοῖς μέσοις τῆς βίας χρωμένη no ordinary force, Hierocl.p.15 A. IV μέση, ἡ, as Subst., v. μέση. V Adv. μέσον, Ep. μέσσον, in the middle, Il.12.167, Od.14.300: c. gen., between, οὐρανοῦ μ. χθονός <τε> E.Or.983 (lyr.), cf. Arr.Epict.2.22.10; in the midst of, μ. τῆς θαλάσσης LXX Ex.14.27; μ. γενεᾶς σκολιᾶς Ep.Phil.2.15: also in pl., μέσα αἰετὸς οὐρανοῦ ποτᾶται E.Rh.530 (lyr.), cf. Nic.Fr.74.26. 2 regul. Adv. μέσως, πόλεώς τ' οὐ μ. εὐδαίμονος E.Andr.873, cf. Hec.1113, Isoc.9.23; καὶ μ. even in a moderate degree, even a little, Th.2.60; μ. ἔχειν πρός or περί τι to be in the mean... Arist.EN1105b28, 1119a11; θερμότερον ἢ κραυρότερον ἢ μ. ἔχον Eub.7.1, cf. Sosip. 1.53; μ. βεβιωκέναι in a middle way, i. e. neither well nor ill, Pl.Phd. 113d; μ. μεθύων Men.226; μ. διατιθέναι in an intermediate way, D.H. Comp.14. b Gramm., in the middle voice, A.D. Synt.276.21. VI irreg. Comp. μεσαίτερος Pl.Prm.165b: Sup. μεσαίτατος Hdt.4.17, Arist.Mu.392b33, Gem.9.3, etc.; poet. μεσσότατος A.R.4.649, Man. 6.373. (Cf. Skt.mádhyas 'middle', Lat. medius, etc.)
German (Pape)
[Seite 139] poet. auch μέσσος, selbst bei den Tragg. in iambischen Stellen, wie Soph., vgl. Mein. quaest. Menandr. p. 318mit μετά zusammenhangend), mitten, in der Mitte; – a) vom Raume; βάλε Πηλείδαο μέσον σάκος, er traf den Schild in der Mitte, Il. 22, 260, wie αὐχένα μέσσον ἔλασσεν 14, 497, στῆθος μέσον οὔτασε 15, 525, öfter; auch allgemeiner, τὸν βάλε μέσσον ἄκοντι Il. 20, 413, Ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει Il. 8, 68, ἐν μέσσῃσι (βουσὶ) ὀρούσας 15, 635, στῆ δὲ μέσῳ ἐν ἀγῶνι, mitten in der Runde, 23, 507, wie ὁ τοῖσιν στὰς ἐν μέσοισι 7, 384, in ihrer Mitte; Pind. εἶπε δ' ἐν μέσοις u. ἐν μέσσοις, P. 4, 224 I. 7, 32, öfter; ζυγὸν θραύει μέσον, mitten entzwei bricht er das Joch, Aesch. Pers. 192; ἐκ μέσων ἀρκυσμάτων, Eum. 112; μέσης ἀπήνης ἐκκυλίνδεται, Soph. O. R. 812; ἐν αἰθέρι μέσῳ κατέστη ἡλίου κύκλος, Ant. 412, womit man vgl. αἱ δ' ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖνα, O. C. 1249, um Mittag ff. b); μέσου κρατὸς διασπαρέντος, Trach. 778; ἐν Ἀργείοις μέσοις, in der Mitte der Argiver, Phil. 626; θιάσοις ἐν μέσοισιν, Eur. Bacch. 221, u. öfter in ähnlichen Verbindungen; μέσον ἔχειν τινά, in der Mitte gefaßt halten, von dem Ringer hergenommen, Ar. Nub. 1030, u. pass., ἔχομαι μέσος, Ach. 545 Equ. 387; Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων, Aegypten mitten durchschneidend, Her. 2, 17, vgl. 4, 49; ἐκ μέσης τῆς νήσου, Plat. Critia. 113 d u. sonst; Xen. An. 2, 1, 11; so oft, vor dem Artikel stehend, denn τὸ μέσον στῖφος, 1, 8, 13, ist der mittlere Haufen; πρὸ τῆς φάλαγγος μέσης, Xen. An. 1, 2, 17; ἐν ἀγορᾷ μέσῃ, Dem. 29, 12. – b) von der Zeit; μέσον ἦμαρ, der Mittag, Il. 21, 111 Od. 7, 288; πρὶν μέσον ἀμαρ ἑλεῖν, Pind. P. 9, 117; Soph. frg. 239 (vgl. auch unter a); Eur. πρὸς μέσας βολὰς ἀκτῖνος, Ion 1135; in späterer Prosa, μέση ἡμέρα, wie Hdn. 8, 5, 22; μέση νύξ, wie περὶ μέσας νύκτας, Xen. An. 7, 8, 12, wo Krüger mehr Beispiele beibringt, alle ohne Artikel. – c) in der Mitte stehend, zwischen zwei Dingen, auch übertr. auf Geistiges, eine weitere Ausbildung der Verbindung ἐν μέσοις (s. oben); μέσος τις γέγονα χρηματιστὴς τοῦ τε πάππου καὶ τοῦ πατρός, Plat. Rep. I, 330 b; ὅτι μέσος ἂν εἴη τόπος χειμώνων τε καὶ τῆς θερινῆς φύσεως, Epin. 987 d; ὥςπερ ἑνὸς καὶ πλήθους τὸ ὀλίγον μέσον, das Wenige steht in der Mitte zwischen der Einheit und der Menge, Polit. 303 a. Daher auch mittel mäßig, was zwischen dem Zuviel und Zuwenig die Mitte hält, ὀφθαλμοὶ μέσοι, von mittlerer Größe, Arist. H. A. 1, 10, auch μέσος τῷ μεγέθει, 1, 17; ἀνήρ, ein Mann von mittlerem Range od. Vermögen, Her. 1, 107; ἄνθρωποι, Plat. Legg. X, 907 a; auch = unparteiisch, XI, 929 e; μέσοι πολῖται, Thuc. 6, 54; vgl. Arist. pol. 4, 11; Plut. τῶν μέσων κατὰ γένος πολιτῶν, Camill. 25, vgl. Sol. 1; a. Sp.; – vermittelnd, δικαστής, Schiedsrichter, Thuc. 4, 83. – Bei den Gramm. sind μέσαι λέξεις Wörter, die in guter und schlimmer Bedeutung genommen werden können; συλλαβὴ μέση, syllaba anceps. – Bes. häufig ist das neutr., absolut oder substantivisch gebraucht, die Mitte, der Raum zwischen Etwas; ἐς μέσον ἀμφοτέρων συνίτην, in die Mitte beider Heere, Il. 6, 120, öfter; auch ohne gen., κακοὺς δ' ἐς μέσσον ἔλασσεν, 4, 299, u. ἐς μέσσον ἀμφοτέροισι δικάσσατε, 23, 574, sprechet beiden Theilen gleichmäßig, unparteiisch Recht; so auch κατὰ μέσσον, 5, 8. 16, 285; κὰδ δὲ μέσον τάφρου καὶ τείχεος ἷζον, 9, 87; ἐν μέσῳ, in der Mitte, 17, 375 u. öfter; ἔμβαλε μέσσῳ, 4, 444, vgl. Od. 11, 157; μέσσῳ ἀμφοτέρων, Il. 7, 277; οἱ δὲ εἶπον πολλὸν εἶναι αὐτέων τὸ μέσον, es sei die Mitte, der Unterschied groß, Her. 9, 82, vgl. 7, 11; ἐκ τοῦ μέσου κατῆσθαι od. ἕζεσθαι, aus der Mitte weggehen u. sich abgesondert hinsetzen, sich neutral halten, 3, 83. 8, 73; ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε, seid neutral zwischen uns, 8, 22, wie ἐκ τοῦ μέσου ἐξίστασθαι, Xen. An. 1, 5, 14, aus dem Wege gehen; ἐν μέσῳ ἐμοῦ τε καὶ σοῦ, in der Mitte zwischen uns beiden, Plat. Conv. 222 d; κατὰ μέσον παντὸς τοῦ κόσμου, Critia. 121 c; μέσον τῶν αὑτοῦ ἔχων, Xen. An. 1, 8, 13, wo Krüger mehrere Beispiele ohne Artikel beibringt; auch ἀνὰ μέσον, Antiphan. B. A. 80; Men. fr. inc. 2, 19; Pol. 5, 55, 7. – Auch von der Zeit, μέσον ἡμέρας, Xen. An. 1, 8, 8; διὰ μέσου, inzwischen, mittlerweile, Her. 9, 112; Thuc. 4, 20; die Mittel-, Durchschnittszahl, πρὸς τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας ναῦς τὸ μέσον σκοποῦντι, 1, 10. – Aus der Vrbdg ἐς μέσον τιθέναι τινί τι, Einem Etwas als Kampfpreis aufstellen, es in die Mitte hinstellen, daß alle Preisbewerber es sehen, Il. 23, 704 (vgl. κεῖται ἐν μέσοις, 18, 507, u. ἐν μέσῳ κεῖται τὰ ἀγαθά, Xen. An. 3, 1, 21), entwickelt sich das häufige ἐς τὸ μέσον φέρειν, τιθέναι u. ä., Etwas vorbringen, bekannt machen, z. B. γνώμην, Her. 4, 97, 6. 3, 80, 2; Plat. Legg. IV, 719 a XI, 936 a; ἐς τὸ μέσον κατατιθέντες im Ggstz von ἀποκρυπτόμενοι, Phil. 14 b; Dem. 20, 102, wie Sp., z. B. Luc. Hermot. 38. 64; im eigtl. Sinne, ἀργύριον, Ar. Eccl. 602. – Auch ταῦτ' ἐν μέσῳ τίθημι, das sage ich offen, gerade heraus, Aesch. Ch. 143; u. ähnlich δέσμιον ἔδειξ' Ἀχαιοῖς ἐς μέσον, offenkundig zeigte ich ihn, Soph. Phil. 605; χρηστόν τι βούλευμ' εἰς μέσον φέρειν, Eur. Suppl. 439, wie φέρω κοινοὺς εἰς μέσον λόγους, Troad. 54 u. öfter; so auch Her. γνώμην ἐς μέσον φέρω, vorbringen, aussprechen, 4, 97; τὸ λεγόμενον ἐς τὸ μέσον, das öffentlich Ausgesprochene, 6, 129; u. ähnlich ἐν κοινῷ καὶ μέσῳ ἔοικεν ἡμῖν κεῖσθαι, Plat. Legg. XII, 968 e; εἰς μέσον ὁμολογεῖν, Rep. VIII, 547 b, wie συμβῆναι εἰς τὸ μέσον, sich vereinigen, übereinkommen über Etwas, Prot. 337 e; ἐν τῷ μέσῳ ἑαυτὸν παρέχειν, Allen zugänglich sein, Xen. Cyr. 7, 5, 46; – διὰ μέσου ποιεῖσθαι, in die Mitte stellen, Xen. Cyr. 6, 3, 3; – ἐν μέσῳ τινὸς εἶναι, zwischen Etwas stehen, d. i. hinderlich sein, τοῦ συμμῖξαι, Xen. Cyr. 5, 2, 26; auch mit folgdm acc. c. inf., Dem. 23, 183. Vgl. θρὶξ ἀνὰ μέσσον, nur ein Haar fehlt noch daran, Theocr. 14, 9. – Διὰ μέσου oder ἐν τῷ μέσῳ, in einem Zwischensatze, parenthetisch, Grsmm. – Ἡ μέση, sc. χορδή, die mittlere Saite, der mittlere Ton, Music. – Bei den späteren Philosophen sind τὰ μέσα = ἀδιάφορα. – Ion. u. p. compar. u. superl. μεσαίτερος u. μεσαίτατος, Her. 4, 17, den auch Arist. u. die Sp. brauchen, u. der eigentlich auf μεσαῖος zurückzuführen ist; Ap. Rh. 4, 649 hat auch die Form μεσσότατος; – μέσατος u. μεσάτιος sind aber poet. Formen des Positivs. – Adv. μέσως, z. B. βεβιωκέναι, Plat. Phaed. 113 d, λέγειν, Prot. 346 e; Ggstz von σφοδρῶς ἢ ἀνειμένως, Arist. Eth. 2, 5; μέσως ἔχειν περί τι, mäßig sein, die Mitte halten zwischen zwei Extremen, ib. 3, 12; auch mit adj. verbunden, mittelmäßig, mäßig, πόλεως οὐ μέσως εὐδαίμονος, Eur. Andr. 874 Herc. Fur. 58 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μέσος: Ἐπικ. μέσσος, -η, -ον, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ὁσάκις ἀπαιτεῖ αὐτὸ τὸ μέτρον, οὕτως ἐνίοτε καὶ παρ’ Ἀττ. ἔτι καὶ ἐν ἰάμβοις, Σοφ. Ο. Κ. 1247, Ἀντ. 1223, 1236, Τρ. 635, Ἀποσπάσμ. 239. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται τὰ μέσσατος, -ιος, μεσηγύ, μεσσηγύς, κτλ.˙ - μέσος ἦτο ὁ παλαιότερος τύπος, ὅστις καὶ ἦτο κυρίως μέθιος ἢ μέθ-jος, πρβλ. Σανσκρ. madh-yas˙ Ζενδ. maid-ya˙ Λατ. med- ius, di-mid-ius, merī-dies (ἀντὶ medī-dies)˙ Γοτθ. mid-jis˙ - φαίνεται ὡσαύτως συγγενεῦον πρὸς τὸ μετά, πρβλ. μέσαυλος = μέταυλος, διὰ μέσου = μεταξύ, ἀλλ’ ἴδε ἐν λέξ. μετά). Μέσος, ὁ ἐν τῷ μέσῳ, Λατ. medius˙ Ι. κυρίως, 1) ἐπὶ τόπου, Ὅμ., κτ.˙ μέση ὁδός, ὁ μεσαῖος δρόμος, ὁ ἐν τῷ μέσῳ, Θέογν. 220, 331˙ ὁ μ. (δηλ. δάκτυλος) Πλάτ. Πολ. 523C˙ τὸ μέσον στῖφος, τὸ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ στρατεύματος πλῆθος, ἔνθα ἦν ὁ βασιλεύς, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 13˙ - ἀλλὰ μετ’ οὐσιαστ. τὸ ἐπίθ. μέσος συνηθέστερον σημαίνει τὸ μεσαῖον σημεῖον, τὸ κεντρικὸν μέρος πράγματός τινος, μέσον σάκος, τὸ μέσον ἢ κέντρον τῆς ἀσπίδος, Ἰλ. Η. 258, κτλ.˙ μ. ἱστίον Α. 481˙ μ. οὐρανός, τὸ κατακόρυφον σημεῖον, τὸ μεσουράνημα (ζενίθ)˙ μέσης ἀπήνης εὐθὺς ἐκκυλίνδεται, εὐθὺς ἐκυλίσθη ἔξω ἐκ τοῦ μέσου τῆς ἁμάξης, Σοφ. Ο. Τ. 812˙ ἐν αἰθέρι μέσῳ, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ αἰθέρος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 416, κτλ.˙ - ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὁσάκις τὸ ἐπίθ. μέσος προηγεῖται τοῦ ἄρθρου ἢ ἕπεται τῷ οὐσιαστικῷ, συνήθως σημαίνει οὐχὶ τὸ μεσαῖον ἐκ τριῶν ἢ πλειόνων πραγμάτων, ἀλλὰ τὸ μεσαῖον ἢ κεντρικὸν μέρος ἑνός τινος πράγματος, οἷον, διὰ μέσης τῆς πόλεως Ξεν. Ἀν. 1. 2, 23, πρβλ. 1. 7, 14˙ ἐν μ. τῇ χώρᾳ αὐτόθι 2. 1, 11˙ ἐκ μ. τῆς νήσου, κατὰ μ. τὴν νῆσον Πλάτ. Κριτί. 113D. 119C˙ μέσος σπανίως ἕπεται μετὰ τὸ οὐσιαστ., ἐν τῇ ἀγορᾷ μέσῃ Δημ. 848. 13. β) μετὰ ῥήματος, ἔχεται μέσος, κρατεῖται ἐκ τοῦ μέσου, ἐκ τῆς ὀσφύος «ἀπὸ τὴν μέσην», παροιμ. ἐκ τῆς παλαίστρας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 387, πρβλ. Ἀχ. 571, Νεφ. 1047, Βάτρ. 469˙ ὁ πέπλος ἐρράγη μέσος Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 2. γ) μ. δικαστὴς = μεσίτης, δικαστὴς μεταξὺ δύο, διαιτητής, Θουκ. 4. 83. δ) μετὰ γεν., μέσος μεταξύ, μέσος τις γέγονα χρηματιστὴς τοῦ τε πάππου καὶ τοῦ πατρὸς Πλάτ. Πολ. 330Β˙ ἑνὸς καὶ πλήθους τὸ ὀλίγον μέσον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 303Α˙ - ἀντὶ τούτου ὁ Σοφ. ἔχει: μέσος ἀπὸ τοῦ κρατῆρος καὶ τοῦ πέτρου Ο. Κ. 1595. 2) ἐπὶ χρόνου, ὁ Ὅμ. μόνον ἐν τῇ φράσει: μέσον ἦμαρ, μεσημέριον, Ἰλ. Φ. 111, Ὀδ. Η. 288˙ παρὰ πεζογράφοις ὡσαύτως μέσαι νύκτες, μεσονύκτιον, Ἡρόδ. 4. 181, κτλ.˙ θέρευς ἔτι μέσσου ἐόντος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 500˙ χειμῶνος μέσου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476. 1˙ - ἀλλ’ ἐνίοτε οὐδετ. ἑπομένης γεν., μέσον τῆς ἡμέρας Ἡρόδ. 8. 15, κτλ.˙ ἴδε Λοβεκ. Φρύν. 53, 465. ΙΙ. μεσαίου μεγέθους, μέτριος τὸ μέγεθος, μέσοι ὀφθαλμοὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 10, 2˙ μ. μεγέθει αὐτόθι 1. 17, 4. 2) μέσης τάξεως ἢ ποιότητος, μέτριος, παντὶ μέσῳ τὸ κράτος θεὸς ὤπασεν Αἰσχύλ. Εὐμ. 529˙ μέσος ἀνήρ, μετρίας τάξεως ἢ ἀξιώματος, Ἡρόδ. 1. 137˙ μ. πολίτης Θουκ. 6. 54˙ οἱ μ., οἱ μεταξὺ τῶν εὐπόρων καὶ τῶν ἀπόρων, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 3, 1, πρβλ. 4. 11, 4˙ οἱ μ. πολῖται αὐτόθι 15˙ τὸ μ. αὐτόθι 10˙ - ἀλλ’ ὡσαύτως οἱ διὰ μέσου, ἡ μετριοπαθὴς ἢ οὐδετέρα μερίς, Θουκ. 8. 75, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 25˙ ὁ μ. βίος Λουκ. περὶ Πένθους 9˙ - ἀόριστος, ἀβέβαιος, Λουκ. Παράσ. 28. 3) μέτριος, δηλ. μετρίως καλός, Πλάτ. Πρωτ. 346D˙Ϗ - οὕτω παρὰ τοῖς Γραμμ., μ. λέξεις, αἱ ἀδιάφοροι τὴν σημασίαν, αἱ ἀδιαφόρως δηλοῦσαι καλὸν ἢ κακόν, οἷον, τύχη, Ἐτυμολ. Μέγ. 626. 39. 4) μέσον ῥῆμα, τὸ μέσης διαθέσεως, καὶ μ. χρόνοι, οἱ χρόνοι τοῦ μέσου ῥήματος, Εὐστ. 1846. 30. 5) μ. στοιχεῖα, τὰ ἄφωνα β γ δ. 6) κατὰ τὴν προσῳδίαν ἢ ποσότητα, μ. συλλαβή, συλλαβὴ δίχρονος, ἀμφίβολος, πρβλ. μεσήεις. ΙΙΙ. μέσον, τό, ὡς οὐσιαστ., τὸ μέσον, τὸ μεταξὺ διάστημα, τὸ πλεῖστον μετὰ προθέσεων, α) ἐν μέσσῳ ἀντὶ μεταιχμίῳ, Ἰλ. Γ. 69, 90˙ ἢ ἄνευ τῆς ἐν, ἔμβαλε μέσσῳ Δ. 444˙ ἔνθορε μέσσῳ Φ. 233˙ μέσσῳ δ’ ἀμφοτέρων μητίσομαι ἄχθεα λυγρὰ Γ. 416, μέσσῳ δ’ ἀμφοτέρων σκῆπτρα σχέθον Η. 277˙ τῶνδέ τε ἐν μ. πεσεῖν Εὐρ. ἐν Φοιν. 583˙ ἐν μ. ἔχειν τι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 630˙ τὰ ἐν μ., τὰ μεταξὺ συμβάντα, Σοφ. Ο. Κ. 583˙ οἱ ἐν μ. λόγοι, οἱ παρεμπίπτοντες, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1364, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 735, Εὐρ. Μήδ. 819˙ κλίνης ἐν μ. ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1150˙ ἐν μ. ἡμῶν καὶ βασιλέως, μεταξὺ ἡμῶν καὶ τοῦ βασιλέως, Ξεν. Ἀν. 2. 2, 3, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 203Ε˙ ἐν μ. νυκτῶν, κατὰ τὸ μεσονύκτιον, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 52˙ ἆθλα κείμενα ἐν μέσῳ Δημ. 41. 25, πρβλ. Θέογν. 994, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 21˙ - οὕτως ἐν τῷ πληθ., κεῖτο δ’ ἄρ’ ἐν μέσσοισι Ἰλ. Σ. 507˙ ἐν μέσοις Ξενοφάν. παρ’ Ἀθην. 462D˙ - τί δ’ ἐν μέσῳ ἐστί; τί κώλυμα ὑπάρχει; Ξεν. Κύρ. 5. 2, 26, Θεόκρ. 21. 17˙ οὐδὲν ἦν ἐν μ. πολεμεῖν ἡμᾶς Δημ. 682. 1. β) ἐς μέσον, ἐς μ. ἀμφοτέρων, συχνότ. παρ’ Ὁμ. ἀντὶ τοῦ ἐς μεταίχμιον˙ - ἐς μέσον τίθημί τινί τι, θέτω βραβεῖόν τι εἰς τὸ μέσον, διά τινα, ὅπως ἀγωνισθῇ περὶ αὐτοῦ, Λατ. in medio ponere, Ἰλ. Ψ. 704˙ ἐς μ. δεικνύναι τι Πινδ. Ἀποσπ. 171, κτλ.˙ ἐς μ. ἰέναι, ἐλθεῖν Σοφ. Τρ. 514, Θεόκρ. 22. 183˙ ἐς μέσον ἀμφοτέροις... δίκασεν (ἴδε ἐν λέξ. ἀρωγὴ) Ἰλ. Ψ. 574˙ ἐς τὸ μ. τιθέναι, προτείνειν, παρουσιάζειν εἰς τὸ κοινόν, Ἡρόδ. 3. 142˙ (πρβλ. κατατίθημι Ι. 2)˙ ἐς τὸ μ. φέρειν ὁ αὐτ. 4. 97, Δημ. 274. 14˙ ἐς τὸ μ. λέγειν, ὁμιλεῖν ἐνώπιον πάντων, Ἡρόδ. 6. 129˙ ἐς μ. Πέρσῃσι καταθεῖναι τὰ πρήγματα, καταθεῖναι τὴν ἐξουσίαν ἐν κοινῷ εἰς ἅπαντας τοὺς Πέρσας, ὁ αὐτ. 3. 80. γ) ἐκ τοῦ μέσου κατῆστο, ἀπεμακρύνθη, δὲν ἔλαβε μέρος εἰς τὸν περὶ βασιλείας ἀγῶνα, Ἡρόδ. 3. 83, πρβλ. 8. 22˙ ἐκ τοῦ μ. καθαιρεῖν Δημ. 323. 27. δ) διὰ μέσου = μεταξύ, τὸ διὰ μ. ἔθνος Ἡρόδ. 1. 104˙ διὰ μ. ποιεῖσθαι ἢ γίγνεσθαι Ξεν. Κύρ. 6. 3, 3, Θουκ. 4. 20˙ μετὰ γεν., Ξεν. Ἀν. 1. 4, 4, κτλ.˙ καὶ ἐπὶ χρόνου, ἐν τῷ μεταξύ, Ἡρόδ. 9. 112˙ ἡ διὰ μ. ξύμβασις, ἡ ἐν τῷ μεταξὺ συμφωνία (πρόσκαιρος), Θουκ. 5. 26˙ τὰ διὰ μ. ὁ αὐτ. 8. 75˙ ὡσαύτως, τὰ διὰ μ. ἐν παρενθέσει, Γραμμ. ε) ἀνὰ μέσον, ἐν μέσῳ, μεταξύ, ἀνάμεσα, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀδώνιδι» 2, Θεόκρ. 22, 21, Ἀριστ., κτλ.˙ θρὶξ ἀνὰ μέσσον Θεόκρ. 14. 9˙ ἀνὰ μέσσα Νικ. Θηρ. 167. ζ) κατὰ μέσσον, = ἐν μέσῳ Ἰλ. Ε. 8., Π. 285, κτλ.· μετὰ γεν., κὰδ δὲ μ. τάφρου καὶ τείχεος ἷζον, μεταξύ..., Ι. 87· κατὰ μ., παρὰ τοῖς Γραμμ., ἐν παρενθέσει. 2) τὸ μέσον, ὡσαύτως, ἡ διαφορά, ὁ μέσος ὅρος, τὸ μέσον πρὸς τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας, ὁ μέσος ὅρος μεταξύ..., Θουκ. 1. 10· πολλὸν τὸ μέσον, πολὺ τὸ μ., ἡ διαφορὰ εἶναι μεγάλη, Ἡρόδ. 1. 126, πρβλ. 9. 82, Εὐρ. Ἄλκ. 913· τὸ μ. οὐδὲν τῆς ἔχθρης ἐστί, δὲν ὑπάρχει μέση ὁδὸς διὰ τὴν ἔχθραν ἡμῶν, Ἡρόδοτ. 7. 11. 3) ἡ μέση κατάστασις, μετριότης, τὸ μέτριον, Λατ. mediocritas, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 5, κ. ἀλλ.· παρὰ ποιηταῖς ἄνευ τοῦ ἄρθρου, παντὶ μέσῳ τὸ κράτος θεὸς ὤπασεν Αἰσχύλ. Εὐμ. 527, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 244, Πινδ. Π. 11. 79· ― παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, τὰ μέσα ἦσαν τὰ ἀδιάφορα, Γέλλ. 2. 7. 4) ἐν τῇ Λογικῇ τὸ μ., ἢ ὁ μ. ὅρος, ὁ μέσος ἐν συλλογισμῷ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἄκρα, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 4, 2 κἑξ., 2. 19, 1, κ. ἀλ. 5) ἐν τῇ Γεωμετρίᾳ, τὰ μέσα, οἱ μέσοι ὅροι ἀναλογίας, Εὐκλ.· ὡσαύτως ἡ μέση, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 2, 1, Μεταφ. 2. 2, 9· μ. ὀρθογώνιον, τοῦ ὁποίου τὸ ἐμβαδὸν εἶναι μέσον ἀνάλογον. 6) παρὰ τοῖς Γεωγράφοις, ὁ διὰ μέσων (ἐξυπ. κύκλος), ἄλλοτε ἡ ἐκλειπτικὴ καὶ ἄλλοτε ὁ ἰσημερινός, Διογ. Λ. 7. 146, Πτολ. 7) μέσα, τά, = μέζεα, Ἐτυμολ. Μέγ. 8) Μέσον, τό, ἓν τῶν Ἀθήνησι δικαστηρίων, Φώτ. IV. περὶ τοῦ μέση, ἡ, ὡς οὐσιαστ. ἴδε ἐν λέξ. μέση. V. Ἐπίρρ. μέσον, Ἐπικ. μέσσον, ἐν τῷ μέσῳ, Ἰλ. Μ. 167, Ὀδ. Ξ. 300· αὐτὸ μ., ἀκριβῶς ἐν τῷ μέσῳ, Ξενοφάν. παρ’ Ἀθην. 462Ε· ― μεταξύ, οὐρανοῦ μ. χθονός τε Εὐρ. Ὀρ. 983· οὕτω μέσα, ὁ αὐτὸς ἐν Ρήσ. 531, Νικ. Ἀποσπ. 2. 26. 2) παρ’ Ἀττ. μέσως, πόλεώς τ’ οὐ μέσως εὐδαίμονος, οὐ μετρίως εὐδαίμονος, Εὐρ. Ἀνδρ. 873, πρβλ. Ἑκ. 1113, Ἰσοκρ. 193C· καὶ μέσως, καὶ μετρίως, καὶ ὀλίγον, Θουκ. 2. 60· ἐπὶ παθῶν, μέσως ἔχειν πρὸς ἢ περί τι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σφοδρῶς ἢ ἀνειμένως ἔχειν..., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 5, 2., 3. 11, 8· μέσως βεβιωκέναι, ἐν μέσῃ καταστάσει, δηλ. οὔτε καλῶς οὔτε κακῶς, Πλάτ. Φαῖδρ. 113D· μέσως μεθύων, οὔτε πολὺ οὔτε ὀλίγον, Μένανδρ. ἐν «Θεοφορουμένῃ» 4. VI. ἀνώμαλ. συγκριτ. μεσαίτερος (πρβλ. μεσαῖος), Πλάτ. Παρμ. 165B· ὑπερθετ. μεσαίτατος, Ἡρόδ. 4. 17, Ἀριστ., κτλ.· παρὰ μεταγενεστέρ. καὶ μεσσότατος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 649, Μανέθων 4. 373· πρβλ. μέσσατος.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
adj. situé au milieu :
I. au propre;
1 en parl. de la partie médiane d’un objet μέσον ἔχειν AR tenir par le milieu du corps, par la taille ; avec idée de temps μέσαι νύκτες HDT le milieu de la nuit;
2 en parl. de pers. ou de choses placées entre deux ou plusieurs autres;
II. fig. 1 μέσος δικαστής THC arbitre;
2 moyen, qui tient le milieu entre deux extrêmes, de moyenne situation, de moyenne grandeur : μέσος πολίτης THC, οἱ τοῦ μέσου βίου LUC citoyen, gens de condition moyenne, de classe moyenne;
subst. ;
A. ἡ μέση;
1 (s.e. χορδή) la corde du milieu dans la lyre primitive composée de trois cordes;
2 ἡ μέση εὐθεῖα (γραμμή) la ligne droite, signe d’égalité entre deux membres d’une proportion;
3 t. de gramm. l’accent intermédiaire, càd l’accent circonflexe;
4 t. de gramm. ἡ μέση (διάθεσις) la voix moyenne;
B. τὸ μέσον :
I. le milieu d’un objet, le centre : εἰς τὸ μέσον τοῦ στρατοπέδου XÉN au milieu du camp ; τὸ μέσον ἡμέρας XÉN le milieu du jour ; p. suite :
1 ce qui est au milieu, à la disposition de tous, en public : γυναῖκ’ ἐς μέσσον τιθέναι IL placer une femme comme prix de la lutte (pour le vaincu) au milieu de l’assemblée ; γνώμην ἐς τὸ μέσον φέρειν ou τιθέναι, apporter son avis, produire son opinion en public ; εἰς μέσον παριέναι, paraître en public ; ἐν μέσῳ, au milieu, càd à portée, promptement, aussitôt;
2 en mauv. part obstacle, empêchement (propr. ce qui est au milieu de la route) : ἡ γὰρ θάλαττα ἐν τῷ μέσῳ XÉN car la mer fait obstacle ; τί δ’ ἐν μέσῳ ἐστὶ τοῦ συμμίξαι ; XÉN quel obstacle empêche d’en venir aux mains ?;
II. le milieu (entre deux ou plusieurs objets) : κατὰ μέσον IL, κατὰ μέσσον IL au milieu ; κὰδ δὲ μέσον τάφρου καὶ τείχεος IL entre le fossé et le mur ; κατὰ μέσον τῆς στρατιάς XÉN au milieu de l’armée ; ἐς μέσον ἀμφοτέροισι IL au milieu des deux ; τὸ μέσον, l’intervalle, la distance ATT ; fig. διὰ μέσου PLAT dans l’intervalle ; διὰ μέσου τούτων XÉN entre ces (portes) ; fig.
1 l’impartialité, la neutralité : ἐς μέσον ἀμφοτέροισι δικάσασθαι IL juger d’une manière impartiale pour tous deux ; ἐκ τοῦ μέσου κατῆσθαι ou ἕζεσθαι HDT rester impartial ou neutre;
2 terme moyen, moyenne;
3 t. de gramm. le Moyen;
III. la moitié : ἐκ μέσου, à moitié : ἔτη ὀκτὼ καὶ ἔνατον ἐκ μέσου THC huit ans et demi (propr. et le neuvième à moitié);
C. τὰ μέσα :
1 le milieu;
2 (s.e. γράμματα ou στοιχεῖα) les consonnes mediae, càd les occlusives sonores (βδγ);
adv. • μέσον, épq. μέσσον, au milieu;
Cp. μεσαίτερος, Sp. μεσαίτατος, poét. μέσατος, épq. μέσσατος.
Étymologie: p. *μέθjος > μέσσος, μέσος ; cf. lat. medius, skr. madhyas.
English (Autenrieth)
in the middle of; μέσσῃ ἁλί, in mid-sea, Od. 4.844 ; ἥμενοι ἐν μέσσοισι, ‘in the midst of them,’ Od. 4.281; of time, μέσον ἦμαρ; as subst., μέσον, the middle; ἐς μέσον τιθέναι, ‘offer for competition,’ as prize, Il. 23.794 ; ἐς μέσον ἀμφοτέροις δικάζειν, ‘impartially,’ Il. 23.574; as adv., μέσον, in the middle, Il. 12.167, Od. 14.300.
English (Slater)
μέσος, μέσσος (-ῳ, -ον, -οισι; -αις; -ον acc., -α acc.).
1 adj.
a the centre, middle of, mid- Ἀλφεῷ μέσσῳ καταβαὶς ἐκάλεσσε (O. 6.58) πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ματέρος i. e. the central navel of the earth (P. 4.74) εὗρεν παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ, ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (sc. γενέσθαι: v. Fränkel, D & P, 506̆{8}) (P. 9.113)
b by the middle of the body. ἔμπα καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (sc. σε. πρὸς ἑαυτὸν τοῦτο λέγει ὁ Πίνδαρος. Σ.) (N. 4.37)
2 subs.
a n. s. pro subs. καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι i. e. publicly fr. 42. 4.
b pl. pro subs., midst of a group. ἀλλ' ὅτ Αἰήτας ἀδαμάντινον ἐν μέσσοις ἄροτρον σκίμψατο (P. 4.224) εἶπε δ' ἐν μέσσοις (P. 9.119) ἐν δὲ μέσαις (sc. Μοίσαις) φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων (N. 5.23) εἶπε δ' εὔβουλος ἐν μέσοισι Θέμις (I. 8.31)
c n. pl. pro subs. τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων i. e. the middle classes (P. 11.52)
English (Strong)
from μετά; middle (as an adjective or (neuter) noun): among, X before them, between, + forth, mid(-day, -night), midst, way.
Greek Monolingual
-η, -ο(ν) (ΑM μέσος, -η, -ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος)
1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός
2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο («Πριαμίδης μὲν ἔπειτα μέσον σάκος οὔτασε δουρί», Ομ. Ιλ.)
3. αυτός ο οποίος παρεμβάλλεται, ο ενδιάμεσος («μέσος τις γέγονα χρηματιστὴς τοῡ τε πάππου καὶ τοῡ πατρός», Πλάτ.)
4. αυτός που δεν είναι ούτε περισσότερος ούτε λιγότερος από όσο πρέπει, ο μέτριος, ο κανονικός, ο συνήθης (α. «τῶν δ' ὀφθαλμῶν oἱ μὲν μεγάλοι, οἱ δὲ μικροί, οἱ δὲ μέσοι βέλτιστοι», Αριστοτ.
β. «είναι μέσου αναστήματος»)
5. αυτός ο οποίος ανήκει στη μεσαία τάξη ή κατάσταση («ἀνὴρ τῶν ἀστῶν, μέσος πολίτης», Θουκ.)
6. φρ. γραμμ. α) «μέσο ρήμα» — το ρήμα το οποίο δηλώνει ότι η ενέργεια του υποκειμένου επιστρέφει σε αυτό ή γίνεται χάριν αυτού
β) «μέση διάθεση» — η διάθεση που δηλώνει ότι το υποκείμενο ενεργεί και συνάμα δέχεται την ενέργεια αυτή
γ) «μέση φωνή» — η τάξη τών ρημάτων τα οποία λήγουν σε -(ο)μαι
δ) «μέσοι χρόνοι» — οι χρόνοι του μέσου ρήματος
ε) «μέσα σύμφωνα» — τα σύμφωνα που βρίσκονται μεταξύ τών δασέων και τών ψιλών, δηλαδή τα β, γ, δ
στ) «μέση λέξη» — λέξη που έχει και καλή και κακή σημασία, όπως, λ.χ., η τύχη, η δίαιτα
ζ) «μέση συλλαβή» — δίχρονη συλλαβή
7. το θηλ. ως ουσ. η μέση
βλ. μέση
8. το αρσ. ως ουσ. ο μέσος
το μεσαίο δάχτυλο του χεριού ή του ποδιού
9. φρ. α) «ἐν μέση ἀγορᾷ» ή «ἐν μέσαις Ἀθήναις» — ενώπιον όλων, σε μέρος πολυσύχναστο
β) «ἐν μέσῃ ἡμέρᾳ» — φανερά, αναφανδόν, μέρα μεσημέρι
10. (το ουδ. ως ουσ. και ως επίρρ.) το μέσο(ν)
βλ. μέσο
νεοελλ.
1. (για ανθρώπους) απλός, κοινός
2. φρ. α) (λογ.) «μέσος όρος συλλογισμού» — έννοια κοινή και στις δύο προκείμενες προτάσεις του συλλογισμού
β) μαθημ. i) «μέσος όρος αριθμών» — το πηλίκο της διαίρεσης του αθροίσματος αυτών τών αριθμών με τον αριθμό που αντιπροσωπεύει το πλήθος τους
ii) «αρμονικός μέσος όρος» — ο αντίστροφος του αριθμητικού μέσου όρου τών αντίστροφων τιμών της μεταβλητής
iii) «γεωμετρικός μέσος όρος» — ο όρος που προκύπτει ως η νιοστή ρίζα του γινομένου τών δυνατών τιμών της μεταβλητής
iv) «κατά μέσον όρο» — κατά αμοιβαίο συμψηφισμό τών διαφόρων αντίθετων σημείων
γ) (στατ.) i) «μέση απόκλιση» — το μέτρο της διασποράς σε κάθε μέτρηση από μια κεντρική τιμή, όταν οι διαφορές λαμβάνονται σε απόλυτη τιμή χωρίς να υπολογίζεται το αλγεβρικό τους σημείο
ii) «μέση τιμή» — η τιμή του αριθμητικού, του γεωμετρικού και του αρμονικού μέσου όρου η οποία προσδιορίζεται αντικειμενικά
iii) «μέσος σταθμικός» — ο αριθμητικός μέσος όρος που υπολογίζεται με συντελεστές στάθμισης
δ) (οικον.) «μέση λήξη γραμματίου» — η λήξη γραμματίου που έχει ονομαστική αξία ίση με το άθροισμα τών ονομαστικών αξιών γραμματίων τα οποία μπορεί να αντικαταστήσει ως ισοδύναμο με αυτά
ε) (εκπ.) «μέση εκπαίδευση» — η βαθμίδα της εκπαίδευσης που βρίσκεται μεταξύ της στοιχειώδους και της ανώτατης
στ) (ιστ.) «μέσοι χρόνοι» — ο μεσαίωνας, η περίοδος της ιστορίας ανάμεσα στους αρχαίους και τους νεώτερους χρόνους, από την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους ώς την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους
ζ) (μετεωρ.) «μέση θερμοκρασία» — ο μέσος όρος τών θερμοκρασιών που έχουν παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια ενός χρονικού διαστήματος («μέση θερμοκρασία τών δύο τελευταίων μηνών»)
η) αστρον. i) «μέση αστρονομική διάθλαση» — η τιμή της ατμοσφαιρικής διάθλασης η οποία υπολογίζεται και παρέχεται στους ναυτικούς και αστρονομικούς πίνακες
ii) «μέσος Ήλιος» — υποθετικό σημείο το οποίο κινείται φαινομενικά ομαλά κατά μήκος του ισημερινού και το οποίο διέρχεται διά μέσου του εαρινού ισημερινού σημείου ταυτόχρονα μαζί με ένα δεύτερο υποθετικό σημείο
iii) «μέσος χρόνος» — η ωριαία γωνία του μέσου Ηλίου
θ) ανατ. i) «μέση φλέβα» — υποδόρια φλέβα που αρχίζει από το ραχιαίο φλεβικό δίκτυο του χεριού
ii) «μέσο νεύρο» — νευρικό στέλεχος το οποίο εκτείνεται από το βραχιόνιο πλέγμα ώς την παλάμη
iii) «μέσο καρδιακό νεύρο» — το πιο παχύ από τα τρία καρδιακά νεύρα
μσν.
1. (για ηλικία) ώριμος
2. (για κλίμα) ήπιος
3. φρ. «γίνομαι μέσος» — μεσολαβώ
μσν.-αρχ.
φρ. «μέσος δικαστής» — μεσολαβητής ή ειρηνοποιός, διαιτητής, δικαστής μεταξύ δύο
αρχ.
1. αμερόληπτος
2. αβέβαιος, αόριστος
3. αυτός που δεν είναι ούτε αγαθός ούτε καλός, ο μετρίως καλός
4. (για τόνο) η περισπωμένη
5. (στον Πλάτ.) τα ημίφωνα («καὶ τὰ φωνήεντα καὶ τὰ μέσα κατὰ τὸν αύτὸν τρόπον», Πλάτ.)
6. αυτός που δεν κλίνει προς καμιά μερίδα, αδιάφορος, ουδέτερος
7. φρ. α) (στον Όμ.) «μέσον ἦμαρ» — η μεσημβρία, το μεσημέρι («ἔσσεται ἢ ἠὼς ἢ δείλη ἢ μέσον ἦμαρ», Ομ. Ιλ.)
β) («μέσαι νύκτες» — το μεσονύκτιο, η δωδέκατη νυχτερινή ώρα, τα μεσάνυχτα («ἐπὶ δὲ μᾱλλον ἰὸν ἐς τὸ θερμὸν ἐς μέσας νύκτας πελάζει», Ηροδ.)
γ) (για τους παλαιστές) «ἔχεται (ή ἁρπάζεται) μέσος» — κρατιέται από τη μέση
δ) (για το ύφος) «μέσος χαρακτήρ» — ένας από τους τρεις χαρακτήρες στους οποίους διαιρούν το ύφος ο Κικέρων και ο Κοϊντιλιανός, ο απλός χαρακτήρας, ο σεμνός.
επίρρ...
μέσως (ΑM)
μέτρια, κανονικά, εξίσου
μσν.
φρ. «μέσως ἔχω» — βρίσκομαι σε κανονικές συνθήκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέσος ανάγεται σε επίθ. της IE medhyo- «μεσαίος» και αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. madya-, γοτθ. midjis, αρμ. mēj-, λατ. medius κ.ά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η φωνητική εξέλιξη του συμπλέγματος -ty- και -θy- έδωσε ένα -σή δύο -σσ- σε διαφορετικές εποχές και διαλέκτους. Στον 'Ομηρο, συγκεκριμένα, εμφανίζονται εναλλακτικά ένα -σ- ή δύο -σσ- μετά από βραχύ φωνήεν (πρβλ. μεσσοπόρος, μεσσοπύλη, μέσσορος) και ένα -σ- μετά από μακρό, για να εξυπηρετηθούν οι μετρικές ανάγκες του έπους. Στην ιων.-αττ., εξάλλου, και αρκαδική διάλεκτο (πρβλ. επίρρ. μεσακόθεν) ο τ. εμφανίζεται απλοποιημένος με ένα -σ-, στη λεσβιακή και θεσσαλική με δύο -σσ-, ενώ στη βοιωτική και κρητική διάλεκτο το σύμπλεγμα -ty- και -θy- εξελίχθηκε σε δύο -ττ-.
ΠΑΡ. μεσάζω, μεσαίος, μέση, μέσης, μεσίτης, μεσότης(-ητα), μεσώ
αρχ.
μεσάδιος, μεσαίτερος, μεσακόθεν, μεσεύω, μεσήεις, μεσήρης, μεσίδιος, μεσόεις, μέσοι, μεσσόθεν, μεσσόθι
μσν.
μεσεύς, μέσιος
μσν.- νεοελλ.
μέσα, μεσιανός, μεσινός
νεοελλ.
μεσάρης.
ΣΥΝΘ. Για σύνθ. με Α' συνθετικό μέσος βλ. μεσ(ο)-. (Β' συνθετικό) άμεσος, ανάμεσος, διάμεσος, έμμεσος, παράμεσος
αρχ.
επίμεσος, περίμεσος, πολύμεσος
νεοελλ.
ενδιάμεσος.