πυκνός: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(35)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πυκνός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. [[πυκινός]], -ή, -όν, αιολ. τ. πύκνος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός του οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ [[κοντά]] [[μεταξύ]] τους, [[συμπαγής]], [[σφιχτός]], [[κρουστός]] (α. «πυκνή ύφανση» β. «χλαῑναν πυκινὴν καὶ μεγάλην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παχύρρευστος]]<br /><b>3.</b> (για [[πλήθος]] πραγμάτων που βρίσκονται πολύ [[κοντά]] [[μεταξύ]] τους) συγκεντρωμένος, συνεπτυγμένος (α. «[[πυκνά]] δόντια» β. «σταυροῑσι πυκινοῑσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[πτέρωμα]], ή μαλλιά) [[δασύς]] («πυκναὶ [[τρίχες]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[άφθονος]], [[πλούσιος]] (α. «πυκνό [[φύλλωμα]]» β. «πυκνό [[δάσος]]» γ. «πυκινὴ [[λόχμη]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> (για [[βροχή]], [[χιόνι]] <b>κ.λπ.</b>) αυτός που πέφτει με πολλές σταγόνες, νιφάδες κ.λπ. («[[χιόνι]] πυκνό κι [[αγέρας]]», Κρυστ.)<br /><b>7.</b> (για [[πράξη]] που επαναλαμβάνεται [[συχνά]]) [[αλλεπάλληλος]], [[συνεχής]], [[απανωτός]] (α. «[[πυκνά]] [[πυρά]]» β. «τῶν πυκνῶν φιλημάτων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> (για [[αναπνοή]] ή για σφυγμό) [[ταχύς]], γρήγορος («πνεῡμα πυκνότερον», Ιπποκρ.)<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πυκνό</i>(<i>ν</i>)<br />α) (για ύφος συγγραφέα) [[περιεκτικότητα]], [[συντομία]]<br />β) η [[περίπτωση]], στην αρχαία ελληνική [[μουσική]], διαστηματικών διαδοχών σε ένα τετράχορδο [[κατά]] την οποία το [[άθροισμα]] τών λόγων τών δύο μικρότερων διαστημάτων [[είναι]] μικρότερο από τον λόγο του τρίτου διαστήματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σκοτάδι]], [[ομίχλη]], [[νέφος]]) [[αδιαπέραστος]], [[πηχτός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πυκνό ύφος» — το ύφος στο οποίο [[πολλά]] διανοήματα περιέχονται στην [[ίδια]] [[λέξη]] ή [[έκφραση]], το περιεκτικό, το συνοπτικό ύφος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[στερεά]] συναρμοσμένος, ο καλά κλεισμένος («πυκινὰς θύρας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> περιορισμένος σε [[έκταση]], [[στενός]] («διέρχεται... ἀρκέουσα [[ἰκμάς]]... πυκνῆς τῆς ὁδοῡ ἐούσης», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) κοντόχοντρη<br /><b>4.</b> [[υπέρμετρος]], [[υπερβολικός]] («πυκινὸν [[ἄχος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (σε [[συνεκφορά]] με τα <i>νοῡς</i>, [[φρήν]], [[διάνοια]], [[μῆτις]] <b>κ.ά.</b>) [[συνετός]], [[σώφρων]]<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευφυής]], [[επιδέξιος]]<br /><b>7.</b> (για ιδέες, λόγους, πράξεις) [[φρόνιμος]] («πυκινὸν [[ἔπος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[σκοτεινός]], ύπουλος («πυκινὸν [[λόχον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πυκνώς]] / <i>πυκνῶς</i> ΝΜΑ, και [[πυκνά]] ΝΑ, και [[πυκνόν]] και ποιητ. τ. <i>πυκινῶς</i> και <i>πυκινόν</i> και [[πυκινά]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με [[πυκνότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συχνά]] [[πυκνά]]» — συχνότατα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στερεά]] («θύραι πυκινῶς ἀραρυῑαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> σφοδρά, ισχυρά<br /><b>3.</b> [[συχνά]]<br /><b>4.</b> με τρόπο έξυπνο ή συνετό, [[φρόνιμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι τ. [[πύκα]] (τ. σχηματισμένος [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>α</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>n</i>-, <b>πρβλ.</b> [[σάφα]]), <i>πυκ</i>-<i>νός</i>, [[πυκινός]], παρουσιάζουν παράλληλο σχηματισμό με τα: [[θαμά]], [[θάμνος]], [[θαμινός]]. Το συνθ. <i>πυκι</i>-<i>μηδής</i>, εξάλλου, εμφανίζει [[μορφή]] α' συνθετικού με φωνηεντισμό -<i>ι</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>λαθι</i>-<i>κηδής</i>, <i>πυρι</i>-<i>γενής</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>αργι</i>-) και [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] από το <i>πυκι</i>-<i>μηδής</i> έχει προέλθει ο τ. <i>πυκι</i>-<i>νός</i>, ενώ κατ' άλλους [[αρχικός]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο τ. [[πυκινός]], από όπου ο τ. [[πυκνός]] με [[συγκοπή]] του -<i>ι</i>-. Όσον αφορά στην ετυμολόγηση τών τ. έχει προταθεί η [[σύνδεση]] τους με τη λ. <i>ἄμ</i>-<i>πυξ</i> «[[διάδημα]]» και το αβεστ. <i>pus</i><i>ā</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>puk</i>- «[[συνωθώ]], [[περικλείω]], [[περικυκλώνω]]»), [[υπόθεση]] που θα ταίριαζε με τη σημ. τών [[πύκα]] / [[πυκάζω]]. Η μτφ. [[χρήση]], [[τέλος]], του επιθ. [[πυκνός]] με σημ. «[[ισχυρός]], [[οξύς]]» και «[[φρόνιμος]], [[συνετός]], [[γερός]]» οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν τη [[σύνδεση]] της λ. με την [[οικογένεια]] του [[πεύκη]] (<b>πρβλ.</b> [[πευκάλιμος]]«[[οξύς]], [[έξυπνος]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πυκνότης]](-<i>ητα</i>), <i>πυκνώ</i>(-<i>νω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πυκνάκις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πυκνάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πύκνα]], [[πυκνάδα]], [[πυκνερός]], [[πυκνιά]], [[πυκνίλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[πυκνόδους]], [[πυκνόστυλος]], [[πυκνόφυλλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πυκνάρμων]], [[πυκνόβλαστος]], [[πυκνογαμία]], [[πυκνογόνατος]], [[πυκνόθριξ]], [[πυκνόκαρπος]], [[πυκνοκίνδυνος]], [[πυκνονεφής]], [[πυκνοπλοώ]], [[πυκνοπνεύματος]], [[πυκνόπνοια]], [[πυκνόπορος]], [[πυκνόπτερος]], [[πυκνορράξ]], <i>πυκνόρρίζος</i>, [[πυκνόσαρκος]], [[πυκνόσπορος]], [[πυκνόστικτος]], <i>πυκνοσφιξία</i>, [[πυκνόφθαλμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πυκνοέθειρος]], [[πυκνοκέντητος]], [[πυκνόκλωστος]], [[πυκνοποιώ]], [[πυκνόπυργος]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[πυκνοδεντριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πυκναραδιασμένος]], [[πυκνογραμμένος]], [[πυκνοζύμη]], [[πυκνοήσκιωτος]], [[πυκνοκατοικούμαι]], [[πυκνοληψία]], [[πυκνόμαλλος]], [[πυκνόμετρο]], [[πυκνόρρευστος]], [[πυκνότριχος]], [[πυκνοϋφασμένος]], [[πυκνοφρύδης]], [[πυκνοφυτεύω]]. (Β' συνθετικό) [[ισόπυκνος]], [[κατάπυκνος]], [[σύμπυκνος]], [[υπέρπυκνος]], [[υπόπυκνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άπυκνος]], [[βαρύπυκνος]], [[διάπυκνος]], [[ομοιόπυκνος]], [[οξύπυκνος]], [[παράπυκνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ολόπυκνος</i>, [[υψίπυκνος]]].
|mltxt=-ή, -ό / [[πυκνός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. [[πυκινός]], -ή, -όν, αιολ. τ. πύκνος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός του οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ [[κοντά]] [[μεταξύ]] τους, [[συμπαγής]], [[σφιχτός]], [[κρουστός]] (α. «πυκνή ύφανση» β. «χλαῑναν πυκινὴν καὶ μεγάλην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παχύρρευστος]]<br /><b>3.</b> (για [[πλήθος]] πραγμάτων που βρίσκονται πολύ [[κοντά]] [[μεταξύ]] τους) συγκεντρωμένος, συνεπτυγμένος (α. «[[πυκνά]] δόντια» β. «σταυροῑσι πυκινοῑσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[πτέρωμα]], ή μαλλιά) [[δασύς]] («πυκναὶ [[τρίχες]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[άφθονος]], [[πλούσιος]] (α. «πυκνό [[φύλλωμα]]» β. «πυκνό [[δάσος]]» γ. «πυκινὴ [[λόχμη]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> (για [[βροχή]], [[χιόνι]] <b>κ.λπ.</b>) αυτός που πέφτει με πολλές σταγόνες, νιφάδες κ.λπ. («[[χιόνι]] πυκνό κι [[αγέρας]]», Κρυστ.)<br /><b>7.</b> (για [[πράξη]] που επαναλαμβάνεται [[συχνά]]) [[αλλεπάλληλος]], [[συνεχής]], [[απανωτός]] (α. «[[πυκνά]] [[πυρά]]» β. «τῶν πυκνῶν φιλημάτων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> (για [[αναπνοή]] ή για σφυγμό) [[ταχύς]], γρήγορος («πνεῡμα πυκνότερον», Ιπποκρ.)<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πυκνό</i>(<i>ν</i>)<br />α) (για ύφος συγγραφέα) [[περιεκτικότητα]], [[συντομία]]<br />β) η [[περίπτωση]], στην αρχαία ελληνική [[μουσική]], διαστηματικών διαδοχών σε ένα τετράχορδο [[κατά]] την οποία το [[άθροισμα]] τών λόγων τών δύο μικρότερων διαστημάτων [[είναι]] μικρότερο από τον λόγο του τρίτου διαστήματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σκοτάδι]], [[ομίχλη]], [[νέφος]]) [[αδιαπέραστος]], [[πηχτός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πυκνό ύφος» — το ύφος στο οποίο [[πολλά]] διανοήματα περιέχονται στην [[ίδια]] [[λέξη]] ή [[έκφραση]], το περιεκτικό, το συνοπτικό ύφος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[στερεά]] συναρμοσμένος, ο καλά κλεισμένος («πυκινὰς θύρας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> περιορισμένος σε [[έκταση]], [[στενός]] («διέρχεται... ἀρκέουσα [[ἰκμάς]]... πυκνῆς τῆς ὁδοῡ ἐούσης», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) κοντόχοντρη<br /><b>4.</b> [[υπέρμετρος]], [[υπερβολικός]] («πυκινὸν [[ἄχος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (σε [[συνεκφορά]] με τα <i>νοῡς</i>, [[φρήν]], [[διάνοια]], [[μῆτις]] <b>κ.ά.</b>) [[συνετός]], [[σώφρων]]<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευφυής]], [[επιδέξιος]]<br /><b>7.</b> (για ιδέες, λόγους, πράξεις) [[φρόνιμος]] («πυκινὸν [[ἔπος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[σκοτεινός]], ύπουλος («πυκινὸν [[λόχον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πυκνώς]] / <i>πυκνῶς</i> ΝΜΑ, και [[πυκνά]] ΝΑ, και [[πυκνόν]] και ποιητ. τ. <i>πυκινῶς</i> και <i>πυκινόν</i> και [[πυκινά]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με [[πυκνότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συχνά]] [[πυκνά]]» — συχνότατα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στερεά]] («θύραι πυκινῶς ἀραρυῑαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> σφοδρά, ισχυρά<br /><b>3.</b> [[συχνά]]<br /><b>4.</b> με τρόπο έξυπνο ή συνετό, [[φρόνιμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι τ. [[πύκα]] (τ. σχηματισμένος [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>α</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>n</i>-, <b>πρβλ.</b> [[σάφα]]), <i>πυκ</i>-<i>νός</i>, [[πυκινός]], παρουσιάζουν παράλληλο σχηματισμό με τα: [[θαμά]], [[θάμνος]], [[θαμινός]]. Το συνθ. <i>πυκι</i>-<i>μηδής</i>, εξάλλου, εμφανίζει [[μορφή]] α' συνθετικού με φωνηεντισμό -<i>ι</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>λαθι</i>-<i>κηδής</i>, <i>πυρι</i>-<i>γενής</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>αργι</i>-) και [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] από το <i>πυκι</i>-<i>μηδής</i> έχει προέλθει ο τ. <i>πυκι</i>-<i>νός</i>, ενώ κατ' άλλους [[αρχικός]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο τ. [[πυκινός]], από όπου ο τ. [[πυκνός]] με [[συγκοπή]] του -<i>ι</i>-. Όσον αφορά στην ετυμολόγηση τών τ. έχει προταθεί η [[σύνδεση]] τους με τη λ. <i>ἄμ</i>-<i>πυξ</i> «[[διάδημα]]» και το αβεστ. <i>pus</i><i>ā</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>puk</i>- «[[συνωθώ]], [[περικλείω]], [[περικυκλώνω]]»), [[υπόθεση]] που θα ταίριαζε με τη σημ. τών [[πύκα]] / [[πυκάζω]]. Η μτφ. [[χρήση]], [[τέλος]], του επιθ. [[πυκνός]] με σημ. «[[ισχυρός]], [[οξύς]]» και «[[φρόνιμος]], [[συνετός]], [[γερός]]» οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν τη [[σύνδεση]] της λ. με την [[οικογένεια]] του [[πεύκη]] (<b>πρβλ.</b> [[πευκάλιμος]]«[[οξύς]], [[έξυπνος]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πυκνότης]](-<i>ητα</i>), <i>πυκνώ</i>(-<i>νω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πυκνάκις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πυκνάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πύκνα]], [[πυκνάδα]], [[πυκνερός]], [[πυκνιά]], [[πυκνίλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[πυκνόδους]], [[πυκνόστυλος]], [[πυκνόφυλλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πυκνάρμων]], [[πυκνόβλαστος]], [[πυκνογαμία]], [[πυκνογόνατος]], [[πυκνόθριξ]], [[πυκνόκαρπος]], [[πυκνοκίνδυνος]], [[πυκνονεφής]], [[πυκνοπλοώ]], [[πυκνοπνεύματος]], [[πυκνόπνοια]], [[πυκνόπορος]], [[πυκνόπτερος]], [[πυκνορράξ]], <i>πυκνόρρίζος</i>, [[πυκνόσαρκος]], [[πυκνόσπορος]], [[πυκνόστικτος]], <i>πυκνοσφιξία</i>, [[πυκνόφθαλμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πυκνοέθειρος]], [[πυκνοκέντητος]], [[πυκνόκλωστος]], [[πυκνοποιώ]], [[πυκνόπυργος]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[πυκνοδεντριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πυκναραδιασμένος]], [[πυκνογραμμένος]], [[πυκνοζύμη]], [[πυκνοήσκιωτος]], [[πυκνοκατοικούμαι]], [[πυκνοληψία]], [[πυκνόμαλλος]], [[πυκνόμετρο]], [[πυκνόρρευστος]], [[πυκνότριχος]], [[πυκνοϋφασμένος]], [[πυκνοφρύδης]], [[πυκνοφυτεύω]]. (Β' συνθετικό) [[ισόπυκνος]], [[κατάπυκνος]], [[σύμπυκνος]], [[υπέρπυκνος]], [[υπόπυκνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άπυκνος]], [[βαρύπυκνος]], [[διάπυκνος]], [[ομοιόπυκνος]], [[οξύπυκνος]], [[παράπυκνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ολόπυκνος</i>, [[υψίπυκνος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πυκνός:''' -ή, -όν, Επικ. πῠκῐνός, -ή, -όν ([[πύξ]])· Α. [[πυκνός]], [[συμπυκνωμένος]], απ' όπου,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για τη [[σύσταση]] ενός πράγματος, [[πυκνός]], [[στερεός]], [[συμπαγής]], αντίθ. προς αυτό που είναι χαλαρό και πορώδες ([[μανός]], [[ἀραιός]]), σε Όμηρ.· πυκινὸν [[λέχος]], το [[καλά]] γεμισμένο [[στρώμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμπαγής]], [[πυκνός]], [[σφιχτός]], [[αδιαπέραστος]], στον ίδ.· λέγεται για τα φτερά που έχει το [[θαλασσοπούλι]], στον ίδ.· λέγεται για το [[φύλλωμα]], στον ίδ.· λέγεται για τη [[βροχή]] από βέλη ή πέτρες, στον ίδ., Ηρόδ.· λέγεται για τα μαλλιά, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[συχνός]], [[πολύς]], Λατ. [[creber]], στον ίδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> τοποθετημένος σωστά, [[συμπαγής]], ασφαλισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">IV.</b>[[κλειστός]], κρυμμένος, [[κρυφός]], [[δόλος]], στο ίδ.<br /><b class="num">V.</b> γενικά, [[ισχυρός]] στο είδος του, [[φοβερός]], [[πολύς]], [[υπέρμετρος]], [[ἄτη]], στο ίδ.<br /><b class="num">VI.</b> μεταφ., λέγεται για το νου, [[ευφυής]], [[συνετός]], [[σοφός]], σε Όμηρ.· <i>πυκινοί</i>, οι σοφοί, σε Σοφ.· λέγεται για τον πανούργο, σε Αριστοφ.<b>Β. I. 1.</b> επίρρ. [[πυκινῶς]], και [[μετά]] τον Όμηρο, [[πυκνῶς]], <i>θύραι</i> ή σανίδες [[πυκινῶς]] ἀραρυῖαι, γερά ή στερεά κλεισμένες, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[πάρα]] [[πολύ]], [[συνεχώς]], [[πολύ]], [[λίαν]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με ευφυία, με [[εξυπνάδα]], με [[πανουργία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ο [[Όμηρος]] χρησιμ. επίσης τα ουδ. [[πυκνόν]] και [[πυκνά]], <i>πυκινόν</i> και [[πυκινά]] ως επίρρ., [[πολύ]] [[συχνά]]· ομοίως επίσης στην Αττ.· συγκρ. <i>πυκνότερον</i>, <i>πυκνότερα</i>· υπερθ. <i>πυκνότατα</i>·<br /><b class="num">III. 1.</b> ποιητ. επίρρ. [[πύκα]] (˘˘), όπως αν προερχόταν από το <i>πύκος</i>, [[δυνατά]], στερεά, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[πύκα]] βάλλετο, με βέλη που ρίχνονται [[πυκνά]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> προσεκτικά, επιμελώς, στο ίδ.<br /><b class="num">• [[πυκνός]]:</b> γεν. του [[πνύξ]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκνός Medium diacritics: πυκνός Low diacritics: πυκνός Capitals: ΠΥΚΝΟΣ
Transliteration A: pyknós Transliteration B: pyknos Transliteration C: pyknos Beta Code: pukno/s

English (LSJ)

ή, όν, poet. also πῠκῐνός, ή, όν, both forms in Ep. (v. infr.) and Lyr., Pi.O.13.52 (Sup.), B.Fr.1; Aeol. πύκνος Sapph.1.11, Alc.Supp.14.9 (πύκινος is dub. l. Id.82); Trag. πυκνός, exc. S. in lyr., Aj.1208, Ph.854; πυκινός once in Com., Eub.38 (s.v.l.): Lacon. Sup. πουκότατος is corrupt in Simm.26.17:—

   A close, compact.    I of a thing with reference to the close union of its parts, close, firm, solid, πυκινὸς θώρηξ Il.15.529; χλαῖναν πυκνὴν καὶ μεγάλην Od.14.521; πυκινὸν νέφος Il.5.751; πυκινὸν λέχος well-stuffed, firm bed, 9.621, Od.7.340; πυκνὸν καὶ μαλακόν Il.14.349; Ἁρμονίης πυκινῷ κρυφῷ Emp.27.3; σπάρτα πυκνὰ ἐστραμμένα X.An.4.7.15; π. δέμας Parm. 8.59; of a sponge, Hp.Ulc.2; π. ὀστοῦν Pl.Ti.75b, cf. Hp.VM22; [σάρκες] Pl.Ti.74e; χρυσοῦ πυκνότερον ib.59b; ἔβενος Thphr.HP1.5.5; πλεύμων Plu.2.698b; χωρία ib.650d; πυκινὴν νάπαις Ἄζιλιν Call. Ap.89; [ὁ ἐλαιὼν] πυκνός ἐστι τοῖς φυτοῖς overgrown with plants, PFay.113.8 (i/ii A.D.); ξοῒς χαρακτὴ π. IG7.3073.104 (Lebad., ii B.C.); of a woman, thick-set, stocky, Sor.1.34.    2 narrow, constricted, οὐ διέρχεται . . ἀρκέουσα ἰκμάς... πυκνῆς τῆς ὁδοῦ ἐούσης Hp.Mul.1.73; πυκνοὺς ἔχουσι τοὺς πόρους τοῦ σώματος Alex.Aphr.Pr.1.6.    II of the parts of a thing, close-packed, crowded, πυκιναὶ κίνυντο φάλαγγες Il.4.281; τῶν δὲ στίχες ἥατο πυκναί 7.61, etc.; πυκινὸν λόχον εἷσαν 4.392, etc.(v. infr. 111.1); πυκνὰ καρήατα λαῶν 11.309; πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν 13.133, cf. Od.5.480; σταυροῖσιν πυκινοῖσι Il.24.453; σταυροὺς . . πυκνοὺς καὶ θαμέας Od.14.12; of thick plumage, πυκινὰ πτερά 5.53; πτερὰ πυκνά Il.11.454, 23.879; but πύκνα πτέρα fast-beating wings, Sapph.1.11 (and so perh. Hom. ll. cc.); freq. of thick foliage, ὕλη, λόχμη, θάμνοι, ὄζοι, ῥωπήϊα, δρυμά, πέταλα, Il.18.320, Od.19.439, 5.471, Il.21.245, Od.14.473, 10.150, 19.520; π. νέφεα Hes.Op.553; πυκινοῖσι λίθοισι with close-laid stones, Il.16.212; πυκινοῖσι . . βελέεσσι with a thick shower of darts, 11.576; πυκνῆσιν λιθάδεσσιν Od.14.36; τοξεύματα πολλὰ καὶ π. Hdt.7.218; πυκνοῖς ὄσσοις δεδορκώς, of Argus, A.Pr.678; πεπλεκτανημέναι π. δράκουσιν, of the Furies, Id.Ch.1050; of thick-falling rain, snow, etc., πυκνῆς ἀκοῦσαι ψακάδος S.Fr.636; πυκιναῖς δρόσοις Id.Aj.1208 (lyr.); πυκνῇ νιφάδι E.Andr.1129; π. ῥόος a dense current, Emp.100.14; π. θρίξ X.Cyn.4.6; π. τρίχες Pl.Prt.321a; [δένδρεα] Hdt.4.22, cf. X.An.4.8.2; τὰ μὲν π . . . τὰ δὲ μανὰ κατὰ τὴν φυτείαν Thphr.HP1.8.2.    b in Tactics, in close order, opp. ἀραιός, Ascl.Tact.4.1 (Sup.), Arr.Tact.11.1 (Comp.).    2 of a repeated action, frequent, numerous, πυκνοὺς θεοπρόπους ἴαλλε A.Pr.658; τῶν π. φιλημάτων Id.Fr.135; ὀδύναι πυκνόταται Hp.VM22; πυκινῶν κρεγμῶν ἀκροαζομένα Epich.109 (anap.); π. ὁδοὺς ἐλθόντα E.Tr.235; π. βαίνων ἤλυσιν, of a blind man, Id.Ph.844; ἐν πυκνῷ θεοῦ τροχῷ κυκλεῖται on the oft-revolving wheel, S.Fr.871.1; μεταβολαὶ πυκνόταται Hp.Aër.13; πνεῦμα πυκνότερον quicker breathing, Id.Acut.16; π. σφυγμὸς ἢ μανός Plu.2.136f; continuous, constant, φῶς Corp.Herm. 16.10; ἐρωτήμασι πυκνοῖς χρώμενοι Th.7.44; ἡ . . εἰωθυῖά μοι μαντικὴ . . πάνυ πυκνὴ ἦν Pl.Ap.40a; ἐπιθυμίαι π. τε καὶ σφοδραί Id.R.573e; τὰς ἐντεύξεις π. ποιεῖσθαι Isoc.1.20: c. inf., πυκνοτέραν εἰσαφικνεῖσθαι πᾶσιν ἀνθρώποις ποιεῖν τὴν πόλιν more frequently visited by... X.Vect.5.1 codd.    III of artificial union, well put together, compact, strong, πυκινὸς δόμος, χηλός, θύραι, θάλαμος, κευθμῶνες (v. infr. B. 111.1), Il.10.267, Od.13.68, Il.14.167, Od.23.229, 10.283; ἀσπὶς ῥινοῖσιν πυκινή Il.13.804; π. δῶμα Xenoph.17: hence, close, concealed, πυκινὸς δόλος Il.6.187; and so perhaps π. λόχος, v. supr. 11.1.    2 in Music, πυκνόν, τό, part of the tetrachord in which the intervals are small, defined as τὸ ἐκ δύο διαστημάτων συνεστηκὸς ἃ συντεθέντα ἔλαττον διάστημα περιέξει τοῦ λειπομένου διαστήματος ἐν τῷ διὰ τεσσάρων Aristox.Harm. p.24M., cf. Plu.2.1135b, etc.    IV generally, strong of its kind, sore, excessive, ἄτη Il.24.480; μελεδῶναι Od.19.516; ἄχος Il.16.599.    V metaph. of the mind, shrewd, wise, πυκιναὶ φρένες 14.294, cf. Alc.Supp.14.9, B. l.c.; νόος Il.15.461; μήδεα 3.208; βουλή 2.55; ἐφετμή 18.216; μῦθοι Od.3.23; ἔπος Il.11.788; θυμός, βουλαί, Pi.P.4.73, I.7(6).8; φρήν E.IA67; μήτιδι πυκνῇ Orac. ap. Hdt.7.141, cf. IG3.1320: in Prose, πυκνὴ διάνοια Pl.R.568a; τὸ π. terseness of expression, D.H.Th.24.    2 of persons, sagacious, shrewd, crafty, cunning, Σίσυφος πυκνότατος παλάμαις Pi.O.13.52; κύων πυκινώτατον ἑρπετόν Id.Fr.106; πυκινοί the wise, S.Ph.854 (lyr.); πυκνότατον κίναδος Ar.Av.430 (lyr.); πυκνός τις καὶ σοφὸς γνώμην ἀνήρ Critias 25.12.    B Adv. πυκινῶς, and after Hom. πυκνῶς, θύραι or σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι close or fast shut, Il.9.475, Od.2.344, etc.    2 sorely (v. supr. A. IV), πυκινῶς ἀκαχήμενος Il.19.312, cf. Od.19.95, al.; constantly, ὅταν π. διᾴττωσι X.Cyn.6.22.    3 sagaciously, shrewdly, π. ὑποθήσομαι Od.1.279, cf. Il.21.293; πυκνῶς ἀνευρεῖν Ar.Th.438 (lyr., s.v.l.).    II neut. sg. and pl., πυκνόν, πυκνά, πυκινόν, πυκινά as Adv., esp. in the sense much, often, πήρην πυκνὰ ῥωγαλέην a much torn wallet, a wallet full of holes, Od.13.438, 17.198; πυκινόν περ ἀχεύων 11.88; τέττιξ . . καταχεύετ' ἀοιδὴν πυκνόν Hes.Op.584: in Prose, πυκνὰ ἐκπίπτει ὦμος Hp.Art.2; πυκνὰ ἀποβλέπειν Pl.R.501b; πυκνὰ στρέφεσθαι X.An.6.1.8; πυκνὸν ἀναπνεῖν Arist.Rh.1357b19; πυκνότερον ἰέναι, παρέρχεσθαι, Pl.R.328d, D.41.24; πυκνότερα ἐπάγειν Pl.Cra.420d. Adv. -οτέρως Lesb.Gramm.23, PLond.5.1929(iv A.D.): Sup. πυκνότατα X.Eq.11.11.    2 πυκινὰ φρονεῖν (v. supr. A.V) Od.9.445.    III poet. Adv. πύκα [?~X?~X], thickly, solidly, θαλάμου πύκα ποιητοῖο 1.436; π. π. δόμοιο 22.455; σάκεος π. π. Il.18. 608; Λυκίων π. θωρηκτάων 12.317, cf. 15.689,739; πύλαι π. στιβαρῶς ἀραρυῖαι 12.454.    2 θάλαμος πύκ' ἐβάλλετο with thick-falling darts, 9.588.    3 wisely, π. φρονεῖν ib.554, 14.217, Q.S.1.449, al.; τρέφειν rear carefully, Il.5.70.πυκνός, gen. of πνύξ (q.v.).

German (Pape)

[Seite 816] att. gen. von πνύξ. u. poet. πυκινός, a) von der Beschaffenheit einer Masse, dicht, fest, derb, im Ggstz des Lockern u. Losen; θώρηξ, Il. 15, 529; ἀσπίδα ῥινοῖσιν πυκινήν, 13, 804; χλαῖνα πυκνὴ καὶ μεγάλη, Od. 14, 521; λέχος, Il. 9, 621 Od. 7, 340. 23, 177, eigtl. wohl von dichter, festgeschüttelter Streu od. festgestopftem Bett; καὶ μαλακόν, Il. 14, 349; νέφος, 5, 751. 8, 395; νεφέλη, 16, 288; πυκνὰ νέφεα, Hes. O. 555; ὀστοῦν, Plat. Tim. 75 a; πυκνὰ καὶ βαρέα, 52 e, u. sonst; καὶ λεῖα, Rep. VI, 510 a; χρυσοῦ πυκνότερον ὄν, Tim. 59 b; σπάρτα, Xen. An. 4, 7, 15. – b) von der Verbindung einzelner Theile zu einem Ganzen, dicht gedrängt, in dichten Schaaren, nahe beisammen, im Ggstz des Zerstreu'ten, Vereinzelten, weit aus einander Liegenden; ὀδόντες, σταυροί, πυκνοὶ καὶ θαμέες, Od. 12, 92. 14, 12; πυκιναὶ φάλαγγες, πυκναὶ στίχες, dichte Schaaren, Il. 4, 281. 7, 61 u. sonst; Hes. Th. 935; βέλεα, Il. 11, 576, λίθοι, 16, 212, in dichter Menge abgeschossen, geworfen; πυκινῇσιν λιθάδεσσιν, Od. 23, 193; aber πυκνοῖσιν λάεσσιν, mit dicht gehäuften Steinen, Il. 24, 798; πυκνὰ καρήατα, dicht gedrängte Köpfe, Kopf an Kopf gedrängt, 11, 309; σταυροί, 24, 453; auch mit dem dat., πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοις, dicht an einander gedrängt, 13, 133. 16, 217 Od. 5, 480; πυκνὰ πτερά, dicht gefiederte Flügel, Il. 11, 454. 23, 879 Od. 5, 53 u. sonst; bes. vom dichten Laube, dichter Waldung: ὄζοι, Il. 21, 245; θάμνοι, Od. 5, 471; πέταλα, 19, 520; ὕλη, Il. 18, 320 Od. 6, 128; λόχμη, 19, 439; δρυμά, Il. 11, 1, 18; – σύες πυκινοὺς κευθμῶνας ἔχοντες, Od. 10, 283, was man auch zu c) ziehen kann; vgl. Hes. O. 534; – πυκνοὺς θεοπρόπους ἴαλλεν, Aesch. Prom. 661; πυκνοῖς ὄσσοις δεδορκώς, 681, häufig, u. öfter; πυκιναῖς δρόσοις, Soph. Ai. 1178; πυκνῇ νιφάδι, Eur, Andr. 1130; u. in Prosa: πυκναῖς θριξί, Plat. Prot. 321 a; häufig, τοῖς ἐρωτήμασι τοῦ ξυνθήματος πυκνοῖς χρώμενοι, Thuc. 7, 44; ἡ εἰωθυῖά μοι μαντικὴ ἡ τοῦ δαιμονίου πάνυ πυκνὴ ἦν, Plat. Apol. 40 a, u. öfter; δένδρα, Xen. An. 4, 8, 2; φάλαγξ, 2, 3, 3, wie Pol. πυκνοτέρας ἢ πρόσθεν τὰς σημαίας καθιστάνων, 3, 113, 3. – In der Musik das wiederholte Angeben desselben Tones. – c) fest zusammengefügt, verschlossen; δόμ ος, Il. 10, 267. 12, 301 Od. 6, 134 u. sonst; χηλός, 13, 68; θύραι, Il. 14, 167. – Uebh. tüchtig in seiner Art; πυκινὸν ἄχος, ein tüchtiges, großes Leid, Il. 16, 599, vgl. Od. 11, 88; so ἄτη, Il. 24, 480; μελεδῶναι, Od. 19, 516; dah. übertr. auf den Geist, πυκιναὶ φρένες, Il. 14, 294, ursprünglich = dichtes, festes Zwerchfell, was als der Sitz eines tüchtigen Verstandes galt; Διὸς πυκινὸς νόος, 15, 461, wie Archil. 60; φρήν, Eur. I. A. 67; Ar. Ach. 420; μήδεα, Il. 3, 208; πυκινὰ φρεσὶ μήδε' ἔχοντες, 24, 282; Od. 19, 353; πυκινὴ βο υλή, Il. 2, 55. 9, 76; ἐφετμή, verständig, 18, 216; μῦθος , ein tüchtiges, verständiges Wort, Od. 3, 23, wie πυκινὸν ἔπ ος, Il. 11, 788; dah. liegt auch schlaues, vorsichtiges Verbergen der Absicht darin, wie πυκινὸς λόχος, 24, 779, vgl. Od. 11, 525, ἠμὲν ἀνακλῖναι ἠδ' ἐπιθεῖναι, wobei man an den eigentlichen Ort des Hinterhalts, das Versteck denken muß; so auch δόλος, Il. 6, 187. – Aehnl. bei den folgdn Dichtern; πυκινῷ θυμῷ, Pind. P. 4, 73; πυκινὰν μῆτιν, 4, 58; πυκναῖς βουλαῖς, I. 6, 8; auch von Menschen, klug, verschlagen, Σίσυφον πυκνότατον παλάμαις, Ol. 13, 52; vgl. Soph. μάλα τοι ἄπορα πυκινοῖς ἐνιδεῖν πάθη, Phil. 843; πυκνότατον κίναδος, Ar. Av. 429; auch in Prosa, καὶ τοῦτο πυκνῆς διανοίας ἐχόμενον ἐφθέγξατο, Plat. Rep. VIII, 568 a. – Adv. al πυκινῶς und nach Hom. πυκνῶς, bes. θύραι, σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι, dicht, fest verbunden, fest verschlossen, Il. 9, 475 Od. 2, 344 u. oft; u. übertr., πυκινῶς ἀκάχημαι, ich betrübe mich tüchtig, sehr, Il. 19, 312 Od. 19, 95 u. sonst; πυκινῶς ὑποθήσομαι, nachdrücklich, bedächtig ermahnen, rathen (s. ob. 2), Il. 21, 293 Od. 1, 279; πυκνῶς ποικίλους λόγους ἀνεῦρεν, Ar. Th. 438. – b) eben so πυκνόν u. πυκνά, πυκινόν u. πυκινά gebraucht, dicht, häufig; πήρην πυκνὰ ῥωγαλέην, Od. 13, 438. 17, 198; πυκνὰ ἑκατέρωσ' ἀποβλέπειν, Plat. Rep. VI, 501 b; u. comparat., νῦν δὲ σὲ χρὴ πυκνότερον δεῦρο ἰέναι, Rep. I, 328 d, wie πυκνότερον ἐν ταυθοῖ παρέρχεται Dem. 41, 24; u. übertr., πυκινόν περ ἀχεύων Od. 11, 88, ἀνεστενάχιζε Il. 10, 9, πυκνὰ μάλα στενάχων 18, 318, ἐμοὶ πυκινὰ φρονέοντι Od. 9, 445.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνός: -ή, -όν, ποιητικ. ὡσαύτως πῠκῐνός, ή, όν, ― πυκινὸς εἶναισυνήθης Ἐπικ. τύπος, καὶ πυκνὸς ἐν χρήσει μόνον χάριν τοῦ μέτρου, ἐν ᾧ παρ’ Ἀττικοῖς μόνον τὸ πυκνὸς εἶναι ἐν χρήσει· ― μόνος ὁ Σοφοκλῆς ἐκ τῶν Τραγικῶν ποιητῶν ἔχει πυκινὸς ἐν λυρικοῖς χωρίοις ἀπαντᾷ δὲ ἅπαξ καὶ παρὰ Κωμ. (Λυρ.), Εὔβουλος ἐν «Ἴωνι» 1· ― Λακωνικόν τι ὑπερθετ. πουκότατος ἀπαντᾷ ἐν Ἀνθολ. Π. 15. 27· (ἴδε ἐν λέξ. πύξ). ― Συμπεπυκνωμένος, πυκνός, ἀντίθετον τῷ μανός· ὅθεν, 1) ἐπὶ τῆς οὐσίας ἢ τῆς συστάσεως πράγματός τινος, πυκνός, συμπεπυκνωμένος καὶ ἑπομένως στερεός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μανὸν καὶ ἀραιόν, πυκινὸς θώρηξ Ἰλ. Ο. 529· χλαῖναν πυκνὴν καὶ μεγάλην Ὀδ. Ξ. 521· πυκινὸν νέφος Ἰλ. Ε. 751· πυκινὸν λέχος, (ὅπερ δὲν σημαίνει ἰσχυρὰν κλίνην, ἀλλὰ καλῶς πεπληρωμένην στρωμνήν), Ι. 621, Ὀδ. Η. 340· οὕτω, πυκνὸν καὶ μαλακὸν Ἰλ. Ξ. 349· οὕτως, ἀντὶ δὲ τῶν πτερύγων (τοῦ θώρακος δηλ.) σπάρτα πυκνὰ ἐστραμμένα Ξεν. Ἀν. 4. 7, 15· πυκνὸν ὀστοῦν Πλάτ. Τίμ. 75Α, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· σάρκες Πλάτ. Τίμ. 74Ε· χρυσοῦ πυκνότερον αὐτόθι 59Β· π. ἔβενος Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 5· πλεύμων Πλούτ. 2. 698Β· χωρία αὐτόθι 650D. ΙΙ. ἐπὶ τῶν πραγμάτων ἐκείνων, ὧν τὰ μέρη κεῖνται πλησίον ἀλλήλων πυκνῶς καὶ συμπαγῶς, Λατ. densus, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἀραιὰ καὶ διεσκορπισμένα, πυκιναὶ κίνυντο φάλαγγες Ἰλ. Δ. 281· τῶν δὲ στίχες εἵατο πυκναὶ Η. 61, κτλ.· πυκινὸν λόχον εἷσαν (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 1), Δ. 392, κτλ.· πυκνὰ καρήατα λαῶν, ἐπὶ τῶν πολυαρίθμων κεφαλῶν πλήθους ἀνθρώπων, Λ. 309· πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισι Ν. 133, πρβλ. Ὀδ. 480· σταυροῖσιν πυκινοῖσιν Ἰλ. Ω. 453· σταυροὺς... πυκνοὺς θαμέας Ὀδ. Ξ. 12· περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες, τινάξαντες περὶ σὲ πυκνὰ πτερά· ἀλλὰ κατ’ ἄλλους τὸ πυκνὰ λαμβάνεται ἐπιρρηματικῶς, Ἰλ. Λ. 454· πυκινὰ πτερὰ δεύεται ἅλμη Ὀδ. Ε. 53, κ. ἀλλ.· συχνάκις ἐπὶ πυκνοῦ φυλλώματος ἢ πολλῶν δένδρων, ἐπὶ δάσους, ὕλη, λόχμη, θάμνοι, ὄζοι, ῥωπήια, δρυμά, πέταλα, κτλ., Ἰλ. Σ. 320, Ὀδ. Τ. 439, κτλ.· πυκνὰ νέφεα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 551· πυκινοῖσι λίθοισι, μὲ λίθους πυκνῶς κατατεθειμένους, Ἰλ. Π. 212· πυκινοῖσι... βελέεσσι, μὲ πολυάριθμα βέλη, Λ. 576· οὕτω, πυκνῇσιν λιθάδεσσιν Ὀδ. Ξ. 36· τοξεύματα πολλὰ καὶ πυκνὰ Ἡρόδ. 7. 218· πυκνοῖς ὄσσοις δεδορκώς, ἐπὶ τοῦ Ἄργου, Αἰσχύλ. Πρ. 678· πεπλεκτανημέναι π. δράκουσιν, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1050· ἐπὶ πολλῆς συνεχῶς πιπτούσης βροχῆς, χιόνος, κλπ., πυκνῆς ἀκοῦσαι ψακάδος Σοφ. Ἀποσπ. 563· πυκιναῖς δρόσοις ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1208· πυκινῇ νιφάδι Εὐρ. Ἀνδρ. 1129· π. ῥόος, πυκνὸν ῥεῦμα, Ἐμπεδ. 356· π. θρὶξ Ξεν. Κυν. 4, 6· π. τρίχες Πλάτ. Πρωτ. 321Α· δένδρα Ἡρόδ. 4, 22, Ξεν.· τὰ μανὰ καὶ π. κατὰ τὴν φυτείαν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 2. 2) ἐπὶ ἐνεργείας συχνάκις ἐπαναλαμβανομένης, συχνός, πολύς, Λατ. frequens, creber, πυκνοὺς θεοπρόπους ἴαλλε Αἰσχύλ. Πρ. 658· τῶν π. φιλημάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 134· π. ὁδοὺς ἐλθόντα Εὐρ. Τρῳ. 235· ἐν πυκνῷ θεοῦ τροχῷ, ἐπὶ τοῦ συνεχῶς περιστρεφομένου τροχοῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 713· π. μεταβολαὶ Ἱππ. π. Ἀέρ. 289· π. πνεῦμα, μετ’ ἀπαρεμφ., ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386· σφυγμὸς π. καὶ μανὸς Πλούτ. 2. 136F· ἐρωτήμασι πυκνοῖς χρώμενοι Θουκ. 7. 44· ἡ... ἐωθυῖά μοι μαντικὴ... πάνυ πυκνὴ ἦν Πλάτ. Ἀπολ. 40Α· ἐπιθυμίαι π. τε καὶ σφοδραὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 573Ε· τὰς ἐντεύξεις π. ποιεῖσθαι Ἰσοκρ. 6Β· μετ’ ἀπαρ., πυκνοτέραν ἀφικνεῖσθαι πᾶσιν ἀνθρώποις ποιεῖν τὴν πόλιν, συχνότερον συχναζομένην ὑπό..., Ξεν. Πόροι 5, 1. ΙΙΙ. ἐπὶ τεχνητῆς ἑνότητος, συμπεπηγμένος, συνηρμοσμένος, συμπαγής, ἰσχυρός, καλῶς κεκλεισμένος, ἠσφαλισμένος, πυκινὸς δόμος, χηλός, θύραι, θάλαμος, κευθμὼν (ἴδε κατωτ. Β. ΙΙΙ. 1), Ἰλ. Κ. 267, Ν. 68, Ξ. 167, κτλ· ἀσπὶς ῥινοῖσιν πυκινὴ Ν. 804· ἐντεῦθεν, κλειστός, κεκλεισμένος, κεκρυμμένος, πυκινὸς δόλος Ζ. 187· καὶ ἴσως οὕτω λέγεται π. λόχος, ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 1. 2) πυκνόν, τό, μικρὸν διάλειμμα ἐν τῇ μουσικῇ, Πλούτ. 2. 1135, Ἀριστοξ. Ἁρμ. σ. 24· πρβλ. πυκνότης Ι. 3, βαρύπυκνος, μεσόπυκνος, ὀξύπυκνος. IV. καθόλου, ἰσχυρὸς εἰς τὸ εἶδός του, πολύς, ὑπέρμετρος, ἄτη Ἰλ. Ω. 480· μελεδῶναι Ὀδ. Τ. 516· ἄχος Ἰλ. Π. 599, πρβλ. Ὀδ. Λ. 88, ἴδε κατωτ. Β. Ι. 3· ― ἂν καὶ ταῦτα δύνανται νὰ ἑρμηνευθῶσι κατὰ μεταφορὰν ἐξ ἐπισκιάζοντος νέφους, ὡς ἐν τῷ ἄχος πύκασε φρένας Ἰλ. Θ. 124. V. μεταφορ., ἐπὶ τῆς διανοίας, εὐφυής, συνετός, σοφός, πυκιναὶ φρένες Ἰλ. Ξ. 294· νόος Ο. 461· μήδεα Γ. 208· βουλὴ Β. 55· ἐφετμὴ Σ. 216· μῦθος Ὀδ. Γ. 23· ἔπος Ἰλ. Λ. 788· θυμός, βουλαὶ Πινδ. Π. 4. 130., Ι. 7 (6), 11· φρὴν Εὐρ. Ι. Α. 67· μήτιδι πυκνῇ Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141· ὡσαύτως παρὰ πεζογράφοις πυκνὴ διάνοια Πλάτ. Πολ. 568Α· τὸ πυκνόν, τὸ σύντομον καὶ περιεκτικὸν ὕφος, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 24. 2) ἐπὶ προσώπων, εὐφυής, ἔξυπνος, συνετός, πανοῦργος, «τετραπέρατος», Σίσυφος πυκνότατος παλάμαις Πινδ. Ο. 13. 73· κύων ἑρπετὸν πυκινώτατον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 73· πυκινοί, οἱ συνετοί, Σοφ. Φιλ. 854· πυκνότατον κίναδος Ἀριστοφ. Ὄρν. 429· ἄνθρωπος πυκνὸς καὶ σοφὸς Κριτίας 9. 12· Βρισηὶς πυκινὴ Συλλ. Ἐπιγρ. 815. Β. Ἐπίρρ. πυκινῶς, καὶ μεθ’ Ὅμ. πυκνῶς, θύραι ἢ σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι, καλῶς ἢ στερεῶς κεκλεισμέναι, Ἰλ. Ι. 475, Ὀδ. Β. 344, κτλ. 2) παραπολύ, συνεχῶς, πολύ, μεγάλως, λίαν (ἴδε ἀνωτ. IV), πυκινῶς ἀκαχήμενος ἦτορ Ἰλ. Τ. 312, Ὀδ. Τ. 95, κ. ἀλλ.· οὕτω, Ξεν. Κυν. 6, 22. 3) εὐφυῶς, μετ’ εὐφυΐας, πανούργως, π. ὑποθήσομαι Ἰλ. Φ. 293, Ὀδ. Α. 279· πυκνῶς ἀνευρεῖν Ἀριστοφ. Θεσμ. 438. ΙΙ. ὁ Ὅμ. ὁμοίως χρῆται τοῖς οὐδετέροις πυκνὸν καὶ πυκνά, πυκινὸν καὶ πυκινὰ ἀντὶ ἐπιρρημάτων, μάλιστα ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ πολύ, λίαν, συχνάκις, πήρην πυκνὰ ῥωγαλέην, λίαν διεσχισμένην, πλήρη ῥωγμῶν καὶ ὀπῶν, Ὀδ. Ν. 438, Ρ. 198· πυκινόν περ ἀχεύων Ὀδ. Λ. 88· οὕτω, τέττιξ... καταχεύετ’ ἀοιδὴν πυκνὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 582· πυκινὰ ἐκπίπτει ὁ ὦμος Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 780· παρὰ τοῖς πεζογράφοις, πυκνὰ ἀποβλέπειν Πλάτ. Πολ. 501Β· π. μεταστρέφεσθαι Ξεν. Ἀναβ. 5. 9, 8· πυκνὸν ἀναπνεῖν Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 18· πυκνότερον ἰέναι, παρέρχεσθαι Πλάτ. Πολ. 328D, Δημ. 1035. 14· πυκνότερα (διάφορ. γραφ. -ρον) ἐπάγειν Πλάτ. Κρατ. 420D· ὑπερθ. πυκνότατα Ξεν. Ἱππ. 11, 11. 2) πυκνὰ φρονεῖν (ἴδε ἀνωτ. V.) Ὀδ. Ι. 445. ΙΙΙ. τέλος ὁ Ὅμηρ. χρῆται τῷ ποιητικῷ ἐπιρρ. πύκα [υυ], ὥσπερ ἐξ ἐπιθέτου πύκος, πυκνῶς, στερεῶς, θάλαμος, δόμος πύκα ποιητὸς Ὀδ. Α. 436., Χ. 455· σάκεος π. ποιητοῖο Ἰλ. Σ. 608, κτλ.· Λυκίων π. θωρηκτάων Μ. 317, κτλ.· πύλαι π. στιβαρῶς ἀραρυῖαι αὐτόθι 454. 2) πύκα βάλλετο, μὲ βέλη πυκνῶς ῥιπτόμενα, Ι. 588. 3) συνετῶς, π. φρονεῖν Ι. 554., Ξ. 217· τρέφειν, μετὰ προσοχῆς, ἐπιμελῶς, Ε. 70.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. dru, serré :
1 dru, serré : στίχες πυκναί IL rangs pressés ; πυκνὴ φάλαγξ XÉN troupe serrée ; πυκνοὶ ἀλλήλοισι IL, OD serrés les uns contre les autres ; πυκνὰ πτερά IL, OD ailes dont le plumage est serré;
2 épais : πυκνὴ θρίξ, crinière ou chevelure épaisse;
3 dense, compact en parl. de l’air ; d’une trame solide, d’un tissu serré, càd solide;
4 solidement joint, étroitement fermé;
5 fig. consistant, fort ; adv. • πυκνὰ μάλα στενάχων IL gémissant fortement;
6 fig. en parl. de l’intelligence réfléchi, avisé, sage : πυκνὰ μήδεα IL pensées sages, prudentes, avisées;
II. (au sens partitif) fréquent, qui se succède sans interruption : πυκναὶ λιθάδες OD nombreuses pierres lancées ; πυκνὸς κροτησμός ESCHL applaudissements répétés ; πυκνὸς σφυγμός PLUT pouls fréquent ; • adv. πῄρη πυκνὰ ῥωγαλέη OD besace qui a déchirure sur déchirure ; πυκνὸν ἀναπνεῖν ARSTT avoir une respiration fréquente;
Cp. πυκνότερος, Sp. πυκνότατος.
Étymologie: p. πυκινός.

English (Autenrieth)

(πύκα): close, thick, compact; θώρηξ, ἀσπίς, χλαῖνα, Od. 14.521; with reference to the particles or parts of anything, νέφος, φάλαγγες, στίχες; of a bed with several coverings, ‘closely spread,’ Il. 9.621 ; πυκινὰ πτερά, perhaps to be taken adverbially, of the movements in close succession (see below), Od. 2.151, etc.; of thick foliage, ὄζος, θάμνος, ὕλη; ‘closely shut,’ ‘packed,’ θύρη, χηλός, Ξ 1, Od. 13.68; metaph., ‘strong,’ ‘sore,’ ἄχος, ἄτη, Π , Il. 24.480; wise, prudent, sagacious, φρένες, μήδεα, ἔπος, etc.—Adv., πυκ(ι)νόν, πυκ(ι)νά, πυκινῶς, close, fast, rapidly, often; also deeply, wisely.

English (Strong)

from the same as σκηνοποιός; clasped (thick), i.e. (figuratively) frequent; neuter plural (as adverb) frequently: often(-er).

English (Thayer)

πυκνη, πυκνόν (ΠΥΚΩ, see πυγμή), from Homer down, thick, dense, compact; in reference to time, frequent, often recurring (so in Greek writings from Aeschylus down), πυκνά, as adverb (Winer s Grammar, 463 (432); Buttmann, § 128,2), vigorously, diligently (?(cf. Morison as in πυγμή)), Tdf.; often, πυκνότερον, more frequently, the oftener, Acts 24:26.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πυκνός, -ή, -όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, -ή, -όν, αιολ. τ. πύκνος, -ον, Α
1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός του οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β. «χλαῑναν πυκινὴν καὶ μεγάλην», Ομ. Οδ.)
2. παχύρρευστος
3. (για πλήθος πραγμάτων που βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους) συγκεντρωμένος, συνεπτυγμένος (α. «πυκνά δόντια» β. «σταυροῑσι πυκινοῑσι», Ομ. Ιλ.)
4. (για πτέρωμα, ή μαλλιά) δασύς («πυκναὶ τρίχες», Πλάτ.)
5. άφθονος, πλούσιος (α. «πυκνό φύλλωμα» β. «πυκνό δάσος» γ. «πυκινὴ λόχμη», Ομ. Οδ.)
6. (για βροχή, χιόνι κ.λπ.) αυτός που πέφτει με πολλές σταγόνες, νιφάδες κ.λπ. («χιόνι πυκνό κι αγέρας», Κρυστ.)
7. (για πράξη που επαναλαμβάνεται συχνά) αλλεπάλληλος, συνεχής, απανωτός (α. «πυκνά πυρά» β. «τῶν πυκνῶν φιλημάτων», Αισχύλ.)
8. (για αναπνοή ή για σφυγμό) ταχύς, γρήγορος («πνεῡμα πυκνότερον», Ιπποκρ.)
9. το ουδ. ως ουσ. το πυκνό(ν)
α) (για ύφος συγγραφέα) περιεκτικότητα, συντομία
β) η περίπτωση, στην αρχαία ελληνική μουσική, διαστηματικών διαδοχών σε ένα τετράχορδο κατά την οποία το άθροισμα τών λόγων τών δύο μικρότερων διαστημάτων είναι μικρότερο από τον λόγο του τρίτου διαστήματος
νεοελλ.
1. (για σκοτάδι, ομίχλη, νέφος) αδιαπέραστος, πηχτός
2. φρ. «πυκνό ύφος» — το ύφος στο οποίο πολλά διανοήματα περιέχονται στην ίδια λέξη ή έκφραση, το περιεκτικό, το συνοπτικό ύφος
αρχ.
1. ο στερεά συναρμοσμένος, ο καλά κλεισμένος («πυκινὰς θύρας», Ομ. Ιλ.)
2. περιορισμένος σε έκταση, στενός («διέρχεται... ἀρκέουσα ἰκμάς... πυκνῆς τῆς ὁδοῡ ἐούσης», Ιπποκρ.)
3. (για γυναίκα) κοντόχοντρη
4. υπέρμετρος, υπερβολικός («πυκινὸν ἄχος», Ομ. Ιλ.)
5. (σε συνεκφορά με τα νοῡς, φρήν, διάνοια, μῆτις κ.ά.) συνετός, σώφρων
6. (για πρόσ.) ευφυής, επιδέξιος
7. (για ιδέες, λόγους, πράξεις) φρόνιμος («πυκινὸν ἔπος», Ομ. Ιλ.)
8. μτφ. σκοτεινός, ύπουλος («πυκινὸν λόχον», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
πυκνώς / πυκνῶς ΝΜΑ, και πυκνά ΝΑ, και πυκνόν και ποιητ. τ. πυκινῶς και πυκινόν και πυκινά Α
νεοελλ.
1. με πυκνότητα
2. φρ. «συχνά πυκνά» — συχνότατα
αρχ.
1. στερεά («θύραι πυκινῶς ἀραρυῑαι», Ομ. Ιλ.)
2. σφοδρά, ισχυρά
3. συχνά
4. με τρόπο έξυπνο ή συνετό, φρόνιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι τ. πύκα (τ. σχηματισμένος κατά τα επιρρ. σε -α < -n-, πρβλ. σάφα), πυκ-νός, πυκινός, παρουσιάζουν παράλληλο σχηματισμό με τα: θαμά, θάμνος, θαμινός. Το συνθ. πυκι-μηδής, εξάλλου, εμφανίζει μορφή α' συνθετικού με φωνηεντισμό -ι-, πρβλ. λαθι-κηδής, πυρι-γενής (βλ. λ. αργι-) και κατά την επικρατέστερη άποψη από το πυκι-μηδής έχει προέλθει ο τ. πυκι-νός, ενώ κατ' άλλους αρχικός πρέπει να θεωρηθεί ο τ. πυκινός, από όπου ο τ. πυκνός με συγκοπή του -ι-. Όσον αφορά στην ετυμολόγηση τών τ. έχει προταθεί η σύνδεση τους με τη λ. ἄμ-πυξ «διάδημα» και το αβεστ. pusā (< ΙΕ ρίζα puk- «συνωθώ, περικλείω, περικυκλώνω»), υπόθεση που θα ταίριαζε με τη σημ. τών πύκα / πυκάζω. Η μτφ. χρήση, τέλος, του επιθ. πυκνός με σημ. «ισχυρός, οξύς» και «φρόνιμος, συνετός, γερός» οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν τη σύνδεση της λ. με την οικογένεια του πεύκη (πρβλ. πευκάλιμος«οξύς, έξυπνος»).
ΠΑΡ. πυκνότης(-ητα), πυκνώ(-νω)
αρχ.
πυκνάκις
αρχ.-μσν.
πυκνάζω
νεοελλ.
πύκνα, πυκνάδα, πυκνερός, πυκνιά, πυκνίλα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πυκνόδους, πυκνόστυλος, πυκνόφυλλος
αρχ.
πυκνάρμων, πυκνόβλαστος, πυκνογαμία, πυκνογόνατος, πυκνόθριξ, πυκνόκαρπος, πυκνοκίνδυνος, πυκνονεφής, πυκνοπλοώ, πυκνοπνεύματος, πυκνόπνοια, πυκνόπορος, πυκνόπτερος, πυκνορράξ, πυκνόρρίζος, πυκνόσαρκος, πυκνόσπορος, πυκνόστικτος, πυκνοσφιξία, πυκνόφθαλμος
μσν.
πυκνοέθειρος, πυκνοκέντητος, πυκνόκλωστος, πυκνοποιώ, πυκνόπυργος
μσν.-νεοελλ. πυκνοδεντριά
νεοελλ.
πυκναραδιασμένος, πυκνογραμμένος, πυκνοζύμη, πυκνοήσκιωτος, πυκνοκατοικούμαι, πυκνοληψία, πυκνόμαλλος, πυκνόμετρο, πυκνόρρευστος, πυκνότριχος, πυκνοϋφασμένος, πυκνοφρύδης, πυκνοφυτεύω. (Β' συνθετικό) ισόπυκνος, κατάπυκνος, σύμπυκνος, υπέρπυκνος, υπόπυκνος
αρχ.
άπυκνος, βαρύπυκνος, διάπυκνος, ομοιόπυκνος, οξύπυκνος, παράπυκνος
νεοελλ.
ολόπυκνος, υψίπυκνος].

Greek Monotonic

πυκνός: -ή, -όν, Επικ. πῠκῐνός, -ή, -όν (πύξ)· Α. πυκνός, συμπυκνωμένος, απ' όπου,
I. λέγεται για τη σύσταση ενός πράγματος, πυκνός, στερεός, συμπαγής, αντίθ. προς αυτό που είναι χαλαρό και πορώδες (μανός, ἀραιός), σε Όμηρ.· πυκινὸν λέχος, το καλά γεμισμένο στρώμα, στον ίδ.
II. συμπαγής, πυκνός, σφιχτός, αδιαπέραστος, στον ίδ.· λέγεται για τα φτερά που έχει το θαλασσοπούλι, στον ίδ.· λέγεται για το φύλλωμα, στον ίδ.· λέγεται για τη βροχή από βέλη ή πέτρες, στον ίδ., Ηρόδ.· λέγεται για τα μαλλιά, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. συχνός, πολύς, Λατ. creber, στον ίδ., Ευρ. κ.λπ.
III. τοποθετημένος σωστά, συμπαγής, ασφαλισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
IV.κλειστός, κρυμμένος, κρυφός, δόλος, στο ίδ.
V. γενικά, ισχυρός στο είδος του, φοβερός, πολύς, υπέρμετρος, ἄτη, στο ίδ.
VI. μεταφ., λέγεται για το νου, ευφυής, συνετός, σοφός, σε Όμηρ.· πυκινοί, οι σοφοί, σε Σοφ.· λέγεται για τον πανούργο, σε Αριστοφ.Β. I. 1. επίρρ. πυκινῶς, και μετά τον Όμηρο, πυκνῶς, θύραι ή σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι, γερά ή στερεά κλεισμένες, σε Όμηρ.
2. πάρα πολύ, συνεχώς, πολύ, λίαν, στον ίδ.
3. με ευφυία, με εξυπνάδα, με πανουργία, στον ίδ.
II. ο Όμηρος χρησιμ. επίσης τα ουδ. πυκνόν και πυκνά, πυκινόν και πυκινά ως επίρρ., πολύ συχνά· ομοίως επίσης στην Αττ.· συγκρ. πυκνότερον, πυκνότερα· υπερθ. πυκνότατα·
III. 1. ποιητ. επίρρ. πύκα (˘˘), όπως αν προερχόταν από το πύκος, δυνατά, στερεά, σε Όμηρ.
2. πύκα βάλλετο, με βέλη που ρίχνονται πυκνά, σε Ομήρ. Ιλ.
3. προσεκτικά, επιμελώς, στο ίδ.
πυκνός: γεν. του πνύξ.