μορφή
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
ἡ, A form, shape, twice in Hom. (not in Hes.), σοὶ δ' ἔπι μὲν μορφὴ ἐπέων thou hast comeliness of words, Od.11.367 (cf. Eust. ad loc.); so prob. ἄλλος μὲν… εἶδος ἀκιδνότερος πέλει ἀνήρ, ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει God adds a crown of shapeliness to his words, Od.8.170: freq. later, μορφὰς δύο ὀνομάζειν Parm.8.53; μορφὴν ἀλλάξαντα Emp.137.1; μορφὰν βραχύς Pi.I.4(3).53; μορφῆς μέτρα shape and size, E.Alc.1063: periphrasis, μορφῆς φύσις A.Supp.496; μορφῆς σχῆμα, τύπωμα, E.Ion992, Ph.162; τὴν αὐτὴν τοῦ σχήματος μορφήν Arist.PA640b34; καὶ Γαῖα, πολλῶν ὀνομάτων μ. μία A.Pr.212; ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφαῖσιν ib.449; νυκτέρων φαντασμάτων ἔχουσι μορφάς Id.Fr.312; προὔπεμψεν ἀντὶ φιλτάτης μ. σποδόν S.El.1159; of plants, Thphr.HP1.1.12 (pl.); esp. with ref. to beauty of form, ὑπέρφατον μορφᾷ Pi.O.9.65; οἷς ποτιστάξῃ χάρις εὐκλέα μ. ib.6.76, cf. IG42 (1).121.119 (Epid., iv B. C.), LXX To.1.13, Vett.Val.1.6, etc.; σῶμα μορφῆς ἐμῆς OGI383.41 (Commagene, i B. C.); μορφῆς εἰκόνας ib.27; χαρακτῆρα μορφῆς ἐμῆς ib.60. 2 generally, form, fashion, appearance, A.Pr.78, S.Tr.699, El.199 (lyr.); outward form, opp. εἶδος, ἑκατέρω τῶ εἴδεος πολλαὶ μ. Philol.5; ἀλλάττοντα τὸ αὑτοῦ εἶδος εἰς πολλὰς μορφάς Pl.R.380d; μ. θεῶν X.Mem.4.3.13, cf. Ep.Phil.2.6, Dam.Pr.304; ἡρώων εἴδεα καὶ μορφάς A.R.4.1193; κατά τε μορφὰς καὶ φωνάς gesticulations and cries, D.H.14.9; τὴν μ. μελάγχρους, τῇ μ. μελίχροας, in complexion, Ptol.Tetr.143, 144. 3 kind, sort, E. Ion 382, 1068 (lyr.), Pl.R.397c, etc. (Possibly cogn. with Lat. forma for morgu̯hmā, with f by dissimilation, cf. μύρμηξ.)
German (Pape)
[Seite 208] ἡ, die Gestalt, Leibesbildung; εἶδος ἀκιδνότερος πέλει, ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει, Od. 8, 170, wie μορφὰν βραχύς Pind. I. 3, 71; οὔτε φωνἡν οὔτε του μορφὴν βροτῶν ὄψει, Aesch. Prom. 21; πολλῶν ὀνομάτων μορφὴ μία, 210; ναυκλήρου τρόποις μορφὴν δολώσας, das Aeußere des Körpers, Soph. Phil. 129; μορφῆς μετάστασις, die Verwandlung der Gestalt, Eur. Hec. 1266, vgl. μορφὴν ἀμείψας ἐκ θεοῦ βροτησίαν, Bacch. 4; bes. schöne Gestalt, körperliche Schönheit, ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισιν, Pind. Ol. 9, 70; ποτιστάζει Χάρις εὐκλέα μορφάν, 6, 76; διαφθορὰν μορφῆς, Aesch. Prom. 647; καλή, Soph. O. C. 584; ἔριν μορφᾶς, Eur. I. A. 184; κατὰ σώματος μορφήν, Plat. Phaedr. 271 a; μορφὰς παντοίας εἴληφε, Phil. 12 c; ἀλλάττοντα τὸ αὑτοῦ εἶδος εἰς πολλὰς μ ορφάς, Rep. II, 380 d; auch συῶν μορφαί, Tim. Locr. 104 e; μορφαὶ θεῶν, Xen. Mem. 4, 3, 13; Folgde, ἡρώων εἴδεα καὶ μορφάς, Ap. Rh. 4, 1193. – In der Zeichenkunst der Umriß. – Später auch die Geberden, das Mienenspiel.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
forme :
1 forme du corps, figure, extérieur;
2 forme, apparence en parl. de songes, de fantômes;
3 forme, sorte, espèce.
Étymologie: cf. lat. forma.
Russian (Dvoretsky)
μορφή: дор. μορφά ἡ
1 вид, образ, тж. форма или очертания (μορφὴν ἔπεσι στέφειν Hom.; μορφαὶ θεῶν Xen.; μ. σώματος Plat.): μορφῆς μέτρα Eur. вид и рост; πολλῶν ὀνομάτων μ. μία Aesch. один образ со многими именами; ἀντὶ φιλτάτης μορφῆς σποδός τε καὶ σκιά Soph. вместо дорогих черт - пепел и тень;
2 внешность, видимость (ἀλλάττειν τὸ αὑτοῦ εἶδος εἰς πολλὰς μορφάς Plat.);
3 красивая внешность, красота: ἔρις μορφᾶς Eur. спор о красоте (между тремя богинями);
4 филос. форма (γίγνεται πᾶν ἔκ τε τοῦ ὑποκειμένου καὶ τῆς μορφῆς Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μορφή: ἡ, σχῆμα, Λατ. forma, σοὶ δ’ ἔπι μὲν μορφὴ ἐπέων, ἔνι δὲ φρένες ἐσθλαί, «τὸ ἔπι μὲν μορφὴ ἐπέων γράφεται καὶ ἔνι μὲν μορφὴ ἐπέων, ὅ ἐστι κάλλος ἢ πιθανότης» (Εὐστ.), Ὀδ. Λ. 367· οὕτω πιθ., ἄλλος μέν... εἶδος ἀκιδνότερος πέλει ἀνήρ, ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει, ἄλλος ἔχει εὐτελὲς ἐξωτερικόν, ἀλλ’ ὁ θεὸς κοσμεῖ αὐτὸν διὰ τοῦ χαρίσματος τῆς εὐγλωττίας, Θ. 169· (ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν μόνον ἐν τοῖς δυσὶ τούτοις χωρίοις, ὁ δὲ Ἡσ. οὐδαμοῦ· οὐδὲ τῶν παραγώγων αὐτῆς οὐδὲν μεταχειρίζονται οὔτε τῶν συνθέτων· - συχνότατον παρὰ τοῖς μετέπειτα συγγραφεῦσι, μορφή, παράστημα, σχῆμα ἐξωτερικόν, μορφὰν βραχὺς Πινδ. Ι. 4 (3). 89· μορφῆς μέτρα Εὐρ. Ἄλκ. 1063· περίφρ., μορφῆς φύσις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 496· μ. σχῆμα, τύπωμα Εὐριπ. Ἴων 992, Φοίν. 162· καὶ Γαῖα, πολλῶν ὀνομάτων μορφὴ μία Αἰσχύλ. Πρ. 210· ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφαῖσιν αὐτόθι 449· νυκτέρων φαντασμάτων ἔχουσι μορφὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 298· προὔπεμψεν ἀντὶ φιλτάτης μ. σποδὸν Σοφ. Ἠλ. 1159. 2) συχνάκις, ὡς τὸ Λατ. forma, species, ὡραία μορφή, Πινδ. Ο. 6. 128., 9. 99, κτλ. 3) καθόλου, εἶδος, σχῆμα, ἐξωτερικόν, Σοφ. Τρ. 699, Ἠλ. 199· - ἡ ἐξωτερικὴ μορφὴ ἢ τὸ φαινόμενον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ εἶδος, δηλ. τὴν ἀληθῆ μορφήν, Πλάτ. Πολ. 380D· μ. θεῶν Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 13· ἡρώων εἴδεα καὶ μορφὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1193. 4) μορφή, εἶδος, Εὐρ. Ἴων 382, 1067, Πλάτ. Πολ. 397C, κτλ. ΙΙ. σχῆμα, σχηματισμὸς τοῦ σώματος, Διον. Ἁλ. Ἐπιτ. 10. 15. (Πρότερον ἐθεωρεῖτο ὡς = forma, κατὰ μετάθεσιν· ἀλλ’ ἴδε Pott. 2. 119).
English (Autenrieth)
form, fig., grace; ἐπέων, λ 3, Od. 8.170. (Od.)
Spanish
English (Strong)
perhaps from the base of μέρος (through the idea of adjustment of parts); shape; figuratively, nature: form.
English (Thayer)
μορφῆς, ἡ (from root signifying 'to lay hold of', 'seize' (cf. German Fassung); Fick, Part i., p. 174; Vanicek, p. 719), from Homer down, the form by which a person or thing strikes the vision; the external appearance: children are said to reflect ψυχῆς τέ καί μορφῆς ὁμοιότητα (of their parents), ἐφανερώθη ἐν ἑτέρα μορφή, ἐν μορφή Θεοῦ ὑπάρχων, μορφήν δούλου λαβών, who, although (formerly when he was λόγος ἄσαρκος) "he bore the form (in which he appeared to the inhabitants of heaven) of God (the sovereign, opposed to μορφή δούλου), yet did not think that this equality with God was to be eagerly clung to or retained (see ἁρπαγμός, 2), but emptied himself of it (see κενόω, 1) so as to assume the form of a servant, in that he became like unto men (for angels also are δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, μένει ἀεί ἁπλῶς ἐν τῇ αὐτοῦ μορφή, Plato, de rep. 2, p. 381c., and it is denied that God φαντάζεσθαι ἄλλοτε ἐν ἀλλαις ἰδέαις ... καί ἀλλαττοντα τό αὐτοῦ εἶδος εἰς πολλάς μορφας ... καί τῆς ἑαυτοῦ ἰδεας ἐκβαίνειν, p. 380d.; ἡκιστ' ἄν πολλάς μορφας ἰσχοι ὁ Θεός, p. 381b.; ἑνός σώματος οὐσίαν μετασχηματίζειν καί μεταχαράττειν εἰς πολυτροπους μορφας, Philo leg. ad Gaium § 11; οὐ γάρ ὥσπερ τό νόμισμα παρακομμα καί Θεοῦ μορφή γίνεται, ibid. § 14at the end; God ἔργοις μέν καί χαρισιν ἐνεργής καί παντός ὁυτινοσουν φανερωτερος, μορφήν δέ καί μέγεθος ἡμῖν ἀφανεστατος, Josephus, contra Apion 2,22, 2.) [ SYNONYMS: μορφή, σχῆμα: according to Lightfoot (see the thorough discussion in his 'Detached Note' on Phil. ii.) and Trench (N. T. Synonyms, § lxx.), μορφή form differs from σχῆμα figure, shape, fashion, as that which is intrinsic and essential, from that which is outward and accidental. So in the main Bengel, Philippi, others, on μορφή δούλου in Philippians, the passage cited relate to the complete form, or nature, of a servant; and σχῆμα to the external form, or human body.]
Greek Monolingual
η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά)
1. το πρόσωπο του ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η ψυχή» — λέγεται για να δηλώσει ότι η εξωτερική εμφάνιση του ανθρώπου αντικατοπτρίζει τον ψυχικό του κόσμο
β. «δες μορφή και δες ψυχή» γ. «αποκρουστική μορφή»)
2. η εξωτερική όψη τών πραγμάτων, η εμφάνιση, το εξωτερικό, το σχήμα, η φόρμα
3. είδος, γένος, ποικιλία («πολλαί γε πολλοῖς εἰσι συμφοραὶ βροτοῖς, μορφαὶ δὲ διαφέρουσιν», Ευρ.)
4. (φιλοσ.) (στη μεταφυσική) η «ἐνεργείᾳ», καθοριστική αρχή τών πραγμάτων, όπως αυτή διακρίνεται από την ύλη, την «δυνάμει» αρχή
νεοελλ.
1. (για δημιουργήματα του λόγου και της τέχνης) η εξωτερική υφή, σε αντιδιαστολή προς το εσωτερικό, εννοιολογικό περιεχόμενο, ο τρόπος έκφρασης, το ύφος
2. (καλ. τέχν.) η εκφραστική πλαστική δομή του έργου τέχνης
3. μτφ. α) τύπος, είδος κοινωνικού ή πολιτικού θεσμού («οι διάφορες μορφές τών πολιτευμάτων»)
β) φάση εξέλιξης ενός όντος, μιας κατάστασης ή ενέργειας (α. «οι μορφές ανάπτυξης του εμβρύου» β. «η απεργιακή κινητοποίηση πήρε ανησυχητική μορφή»)
4. μαθημ. μαθηματική έκφραση ορισμένου τύπου
5. φρ. α) «ατελής μορφή»
(μυκητ.) το στάδιο του βιολογικού κύκλου ενὸς μύκητα κατά το οποίο αυτός πολλαπλασιάζεται αγενώς
β) «τέλεια μορφή»
(μυκητ.) το στάδιο του βιολογικού κύκλου ενός μύκητα κατά το οποίο αυτός πολλαπλασιάζεται εγγενώς
γ) «ψυχολογία της μορφής» — σχολή της ψυχολογίας του 20ού αιώνα που έθεσε τα θεμέλια για τη σύγχρονη μελέτη της αντίληψης
αρχ.
1. το ωραίο σχήμα, η ωραιότητα της μορφής
2. το σωματικό κάλλος, η ομορφιά
3. χρώμα προσώπου
4. η φαινομενική μορφή, σε αντίθεση με το είδος, με την αληθινή μορφή («ἀλλάτοντα τὸ εἶδος αὑτοῦ εἰς πολλάς μορφάς», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μορφή εμφανίζει πιθ. την ετεροιωμένη βαθμίδα μιας ρίζας μερφ- η οποία μαρτυρείται μόνο στη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. «ἀμερφές
αἰσχρόν». Η ύπαρξη ενός αμάρτυρου ουδ. μέρφος που θα αντιστοιχούσε με τη μορφή (πρβλ. γένος: γονή) και ενός ρήματος μέρφω παραμένει υποθετική. Η λ. ανάγεται πιθ. στην παρεκτεταμένη μορφή mer-gwh- της ΙΕ ρίζας mer- «αστράφτω, λάμπω» και συνδέεται πιθ. με μόρφνος. Το λατ. fōrma πρέπει να είναι δάνειο από την Ελληνική, με ετρουσκική επίδραση, παρά τα προβλήματα που γεννά το μακρό -ō- της Λατινικής. Στην αρχ. Ελληνική η λ. χρησιμοποιήθηκε με σημ. «ωραιότητα, σωματικό κάλλος, ως συνώνυμο τών χάρις, κάλλος αλλά με σημαντικές διαφορές σε σχέση με τα εἶδος, φυή. Στη Νεοελληνική η λ. μορφή έλαβε τη σημ. της εξωτερικής υφής, του τύπου ενός πράγματος και χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην επιστημονική ορολογία, ενώ, για να δηλώσει το σωματικό κάλλος, επικράτησε η λ. ομορφιά. Με τη λ. μορφή ως α' συνθετικό σχηματίστηκαν πολλοί ξεν. επιστημονικοί όροι (πρβλ. μορφολογία, μορφογένεση, μορφομετρικός), οι οποίοι εισήχθησαν στην Ελληνική ως αντιδάνειοι.
ΠΑΡ. μορφάζω, Μορφεύς(-έας), μορφώνω (-όω / -άω)
αρχ.
μορφήεις, μορφύνω, Μορφώ, μόρφων
μσν.- νεοελλ.
μορφίζω
νεοελλ.
μόρφημα, μορφικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μορφοειδής, μορφοεμφέρεια, μορφόλυκος, μορφοφανής, μορφόχρους
αρχ.-μσν.
μορφοσκόπος
μσν.
μορφοποιός
νεοελλ.
μορφάλλαξη, μορφογένεση, μορφολογία, μορφομετρικός, μορφοποίηση, μορφοτροπέας, μορφοτροπία, μορφοφοβία, μορφοφωνηματική, μορφοφωνολογία. (Β' συνθετικό) αγλαόμορφος, αγριόμορφος, αετόμορφος, αλληλόμορφος, αλλόμορφος, αλογόμορφος, άμορφος, ανθρωπόμορφος, αυτόμορφος, γυναικόμορφος, δίμορφος, δύσμορφος, έμμορφος, ετερόμορφος, εύμορφος, ζωόμορφος, ηλιόμορφος, θεόμορφος, θηριόμορφος, ιδιόμορφος, κακόμορφος, καλλίμορφος, καλόμορφος, κριόμορφος, λεοντόμορφος, λυκόμορφος, μυριόμορφος, ομοιόμορφος, πεντάμορφος, πιθηκόμορφος, πολύμορφος, τερατόμορφος, τρίμορφος, χαριτόμορφος
αρχ.
αιολόμορφος, αλλοιόμορφος, ανδρόμορφος, αντίμορφος, αξιόμορφος, απόμορφος, αρκτόμορφος, αρσενόμορφος, γυπόμορφος, διάμορφος, δίμορφος, δρακοντόμορφος, δωδεκάμορφος, ειδωλόμορφος, εικονόμορφος, ειλικόμορφος, εννεάμορφος, εσπερόμορφος, ηερόμορφος, θεατρόμορφος, θηλύμορφος, ιερακόμορφος, ιππόμορφος, κωνόμορφος, κνωπόμορφος, κυνόμορφος, λυκαινόμορφος, ορνεόμορφος, πάμμορφος, πανεύμορφος, παντεύμορφος, σύμμορφος, σφαιρόμορφος, ταυρεόμορφος, τετράμορφος, υγρόμορφος, χλοόμορφος
νεοελλ.
αγγελόμορφος, αερόμορφος, αιθερόμορφος, αιλουρόμορφος, ακτινόμορφος, αμπελόμορφος, ανομοιόμορφος, απαισιόμορφος, απειρόμορφος, αστερόμορφος, βαλανόμορφος, γραόμορφος, δακρυόμορφος, διπλόμορφος, έμμορφος, εναντιόμορφος, ερπετόμορφος, ερυθρόμορφος, ζυγόμορφος, θυσανόμορφος, ιχθυόμορφος, κορακόμορφος, κτηνόμορφος, λειχηνόμορφος, λωτόμορφος, μελανόμορφος, ξενόμορφος, ολόμορφος, όμορφος, οστεόμορφος, οφιόμορφος, πανέμμορφος, παπυρόμορφος, πλειόμορφος, πυργόμορφος, ριζόμορφος, φοινικόμορφος.]
Greek Monotonic
μορφή: ἡ,
1. μορφή, σχήμα, Λατ. forma, σοὶ δ' ἐπὶ μὲν μορφὴ ἐπέων, έχεις τη δύναμη να δίνεις μορφή στα λόγια σου, δηλ. να δίνεις μια απόχρωση αλήθειας στα ψέματά σου, σε Ομήρ. Οδ.· θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει, ο Θεός προσθέτει το στέμμα της ομορφιάς, της ευγλωττίας στα λόγια του, στο ίδ.
2. μορφή, σχήμα, εικόνα, ιδίως όπως το Λατ. forma, εξαιρετική ή θεσπέσια μορφή, ομορφιά, σε Πίνδ., Τραγ.
3. γενικά, μορφή, σχήμα, διάπλαση, εμφάνιση, σε Σοφ., Ξεν.
4. μορφή, είδος, τύπος, σε Ευρ., Πλάτ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: outward (corporal) shape, form, beautiful shape, charm (θ 170 a. λ 367; on the meaning cf. Treu Von Homer zur Lyrik 175f.).
Compounds: Very often as 2. member, e.g. πολύ-μορ-φος with many forms (Hp., Arist.) with πολυμορφ-ία (Longin., Him.).
Derivatives: Three denominatives: 1. μορφόομαι, -όω, also with μετα-, δια- a.o., assume a shape, form (Thphr., Arat., LXX, NT, Plu.) with (μετα-, δια-)μόρφωσις shaping, embodiment (Thphr., Str., Ep. Rom.); μορφ-ώτρια f. she who forms, represents (E. Tr.437), -ωτικός forming (Gal., Prokl.); also μόρφωμα form (Epicur., Aq.), but in trag. (A., E.) as enlargement of μορφή, cf. Chantraine Form. 186 f. -- 2. μορφάζω make gestures, behave oneself (X.) with -ασμός name of a dance (Ath., Poll.), embellish (Eust.); ἐπι-μορφάζω pretend, simulate (Ph.). -- 3. μορφύνει καλλωπίζει, κοσμεῖ H. (after καλλύνω a.o.); from ἄ-μορφος: ἀμορφύνειν οὑ δεόντως πράττειν H. (Antim. 72). -- Two names: Μορφώ f. surn. of Aphrodite in Sparta (Paus., Lyc.), Μορφεύς m. son of (the) Sleep (Or. Met. 11, 635), father of the dream-images created by him; Bosshardt 122 f. To be rejected Güntert Kalypso 193 f.: Μορφώ and Μορφεύς to μόρφνος. -- Adj. μορφήεις with beautiful shape (Pi.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: ἀμερφές αἰσχρόν H. points to a noun *μέρφος n., beside which μορφή as γένος: γονή, τέγος: Lat. toga a.o.; the for the verbal nouns *μέρφος and μορφή to be posited primary verb *μέρφω v.t. is unknown. Also further connections are quite hypothetical. After Solmsen KZ 34, 23 f. (s. also Persson Beitr. 2, 687 a. 689) as *'glittering motley outward aspect' with μορφνος (s.v.) to Lith. márgas motley, manycoloured, beautiful, beside which the zero grade mirgė́ti light up and again extinguish, shine in motley play of colours; one should start from an IE verb *mergʷʰ- bunt glänzen o.ä.. Diff. on the Lith. words WP. 2, 274 and Fraenkel Wb. s. márgas. -- Not better Osthoff BB 24, 137A. (to μάρπτω), Thieme ZDMG 102, 107 (to Skt. bráhman-). -- On the attempts to connect Lat. forma with μορφή s. W.-Hofmann and Ernout-Meillet s.v. (DELG points to the difficulty of the o).
Middle Liddell
μορφη, ἡ,
1. form, shape, Lat. forma, σοὶ δ' ἐπὶ μὲν μορφὴ ἐπέων thou hast power to give shape to words, i. e. to give a colour of truth to lies, Od.; θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει God adds a crown of shapeliness to his words, Od.
2. form, shape, figure, esp. like Lat. forma, a fine or beautiful form, Pind., Trag.
3. generally, form, fashion, appearance, Soph., Xen.
4. a form, kind, sort, Eur., Plat.
Frisk Etymology German
μορφή: {morphḗ}
Grammar: f.
Meaning: ‘äußerliche (körperliche) Gestalt, Form, schöne Gestalt, Anmut’ (seit θ 170 u. λ 367; zur Bed. vgl. Treu Von Homer zur Lyrik 175f.).
Composita: Sehr oft als Hinterglied, z.B. πολύμορφος vielgestaltig (Hp., Arist. usw.) mit πολυμορφία ‘Viel- gestaltigkeit’ (Longin., Him.).
Derivative: Davon drei Denominativa: 1. μορφόομαι, -όω, auch mit μετα-, δια- u.a., ‘eine Gestalt an- nahmen, gestalten’ (Thphr., Arat., LXX, NT, Plu. usw.) mit (μετα-, δια-)μόρφωσις Gestaltung, Verkörperung (Thphr., Str., Ep. Rom. usw.); μορφώτρια f. Gestalterin, Bildnerin (E. Tr.437), -ωτικός gestaltend (Gal., Prokl. u.a.); auch μόρφωμα Gestalt (Epikur., Aq. u.a.), aber in d. Trag. (A., E.) als Erweiterung von μορφή, vgl. Chantraine Form. 186 f. — 2. μορφάζω Gebärden machen, sich gebärden (X. u.a.) mit -ασμός N. eines Tanzes (Ath., Poll.), verschönern (Eust.); ἐπιμορφάζω vorgeben, heucheln (Ph.). — 3. μορφύνει· καλλωπίζει, κοσμεῖ H. (nach καλλύνω u.a.); von ἄμορφος: ἀμορφύνειν· οὐ δεόντως πράττειν H. (Antim. 72). — Zwei Namen: Μορφώ f. Bein. der Aphrodite in Sparta (Paus., Lyk.), Μορφεύς m. Sohn des Schlafes (Or. Met. 11, 635), nach den von ihm geschaffenen Traumgestalten; Bosshardt 122 f. Abzulehnen Güntert Kalypso 193 f.: Μορφώ und Μορφεύς zu μόρφνος. — Adj. μορφήεις schöngestaltig (Pi. u.a.).
Etymology: Aus ἀμερφές· αἰσχρόν H. ergibt sich ein Nomen *μέρφος n., woneben μορφή wie γένος: γονή, τέγος: lat. toga u.a.; das von den Verbalnomina *μέρφος und μορφή vorauszusetzende primäre Verb *μέρφω o.ä. ist aber nirgends anzutreffen. Auch weitere Anknüpfungen bleiben ganz hypothetisch. Nach Solmsen KZ 34, 23 f. (s. auch Persson Beitr. 2, 687 u. 689) als *’schimmerndes buntes Äußere’ mit μόρφνος (s.d.) zu lit. márgas bunt, vielfarbig, schön, woneben das schwundstufige mirgė́ti aufleuchten und wieder erlöschen, in buntem Farbenspiel glänzen; man hätte von einem idg. Verb *mergʷh- ‘bunt glänzen o.ä.’ auszugehen. Anders über die lit. Wörter WP. 2, 274 und Fraenkel Wb. s. márgas. — Nicht besser Osthoff BB 24, 137A. (zu μάρπτω), Thieme ZDMG 102, 107 (zu aind. bráhman-). — Über die Versuche, lat. forma mit μορφή zu vermitteln s. W.-Hofmann und Ernout-Meillet s.v.
Page 2,257-258
Chinese
原文音譯:morf» 摩而費
詞類次數:名詞(3)
原文字根:形狀 相當於: (מַרְאֶה) (צְלֵם) (תַּבְנִית) (תְּמוּנָה)
字義溯源:形像*,外貌,形態,形狀;或源自(μέρος)=份或分享),而 (μέρος)出自(μείζων)X=所得的份)。主耶穌本有神的形像( 腓2:6),就是他與父同在的榮耀( 約17:5; 太17:2),當他道成肉身時,放棄了神的形像,取了奴僕的形像( 腓2:7)。主耶穌只是放棄外貌的樣式,但他從未放棄他裏面神聖的性情,所以當他活在地上時,仍是滿了神聖的能力,可以吩咐魔鬼,指揮風暴,醫治各種頑疾,叫死人復活。至於主耶穌復活後,變了形像,向門徒顯現( 可16:12),這個形像到底是甚麼形像,很耐人尋味,因為門徒看見這形像的他,卻不認識他。參讀 (εἶδος)同義字
同源字:1) (μεταμορφόω)變形 2) (μορφή)形像 3) (μορφόω)成形 4) (μόρφωσις)形成 5) (σύμμορφος)共同的形成 6) (συμμορφίζω / συμμορφόω / συμφορτίζω)使類似,同化
出現次數:總共(3);可(1);腓(2)
譯字彙編:
1) 形像(2) 腓2:6; 腓2:7;
2) 形態(1) 可16:12
Mantoulidis Etymological
(=σχῆμα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Σχετίζεται μέ τό μόρφνος (=μαῦρος). Λατιν. forma.
Παράγωγα: μορφάζω, μόρφασμα (=ἀπεικόνισμα), μορφασμός, μορφάω (=παριστάνω), μορφήεις, ἄμορφος, εὔμορφος, μορφόω -ῶ (=διαμορφώνω), μόρφωμα, μόρφωσις, (ἀνα, πάρα, ἐπι, μετα)μόρφωσις, μορφωτικός, μορφώτρια, Μορφώ (=ὄνομα τῆς Ἀφροδίτης).
Léxico de magia
ἡ forma, figura de la divinidad suprema συνεστάθην σου τῇ ἱερᾷ μορφῇ me he unido a tu sagrada forma P IV 216 ἔμβηθι αὐτοῦ εἰς τὴν ψυχήν, ἵνα τυπώσηται τὴν ἀθάνατον μορφὴν ἐν φωτὶ κραταιῷ καὶ ἀφθάρτῳ entra en su alma, para que reciba la impronta de la forma inmortal en una luz poderosa e incorruptible P VII 563 οὗ οὐδεὶς θεῶν δύναται ἰδεῖν τὴν ἀληθινὴν μορφήν cuya verdadera forma ningún dios puede contemplar P XIII 70 P XIII 581 P XIII 584 ἐπικαλοῦμαί σε, κύριε, ἵνα μοι φανῇς ἀγαθῇ μορφῇ te invoco, señor, para que te aparezcas a mí con forma benéfica P XIII 72 P XIII 617 σὲ μόνον ἐπικαλοῦμαι ... τὸν ἑαυτὸν ἀλλάξαντα μορφαῖς ἁγίαις a ti únicamente te invoco, el que se transforma a sí mismo en sagradas formas P XIII 272 de Helios δεῦρό μοι, ... ὁ αἰλουροπρόσωπος θεός, καὶ ἰδὲ σοῦ τὴν μορφὴν τὴν ἀδικουμένην ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν σου ven aquí, junto a mí, tú, el dios de rostro de gato, y mira tu figura ofendida por tus enemigos P III 5 ὅτι οἶδά σου τὰ σημεῖα καὶ τὰ παράσημα καὶ μορφὰς καὶ καθ' ὥραν τίς εἶ porque conozco tus señales, símbolos y formas y quién eres en cada hora P III 500 de Hermes μορφὴν θ' ἱλαρὰν ἐπίτειλον ἐμοί, τῷ δεῖνα deja que se me muestre tu forma benigna a mí, fulano P V 418 P VII 679 τὴν σὴν μορφὴν ἐπίτειλον, ἀνθρώπῳ, ὁσίῳ ἱκέτῃ envíame tu forma a mí, un hombre piadoso suplicante P XVIIb 21 de Selene δὸς ἀπόκρισιν δείξασα τὴν καλήν σου μορφήν dame una respuesta mostrándome tu hermosa figura P IV 3222 del Acéfalo ἔγειρόν σου τὴν νυκτερινὴν μορφήν despierta tu figura nocturna P VII 241
Translations
shape
Albanian: formë; Arabic: شَكْل, أَشْكَال; Armenian: ձեւ; Azerbaijani: şəkil, forma; Belarusian: форма; Bengali: আকৃতি, আকার; Bulgarian: форма, вид; Burmese: ပုံ; Catalan: forma; Chinese Mandarin: 形狀, 形状, 形式; Czech: tvar; Danish: form; Dutch: vorm; Estonian: kuju, vorm; Faroese: skap; Finnish: muoto, kuvio; French: forme; Galician: forma; Georgian: ფორმა, მოხაზულობა, მოყვანილობა; German: Form, Gestalt; Greek: μορφή; Ancient Greek: μορφή, σχῆμα; Guaraní: ysaja; Hebrew: צוּרָה; Hindi: आकार; Hungarian: alak, forma; Icelandic: form; Indonesian: bentuk; Irish: cruth; Italian: forma, sagoma; Japanese: 形, 型, 形式; Javanese: wangun, wujud, rupa, dhapur, warna, warni; Kazakh: нысан, форма, пішім; Khmer: គ្រោង; Korean: 모양(模樣), 형식(形式), 형(形); Kurdish Northern Kurdish: şikil; Kyrgyz: форма; Lao: ຮູບຮ່າງ; Latin: forma, figura; Latvian: forma; Lithuanian: forma; Luhya: liumbo; Macedonian: облик; Malay: bentuk; Maori: āhuahanga; Mongolian Cyrillic: хэлбэр; Norwegian Bokmål: form; Ottoman Turkish: شكل; Pashto: شکل; Persian: شکل; Polish: kształt, forma; Portuguese: forma; Romanian: formă; Russian: форма; Sanskrit: रूप; Scottish Gaelic: cumadh, cruth; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏блӣк; Roman: ȍblīk; Slovak: tvar; Slovene: oblika; Spanish: forma; Swahili: umbo; Swedish: form; Tagalog: hugis; Tajik: шакл; Telugu: ఆకారం, ఆకృతి; Thai: รูปร่าง, รูป; Tocharian B: ersna; Turkish: görünüş, şekil; Turkmen: şekil, forma, görnüş; Ukrainian: форма, вигляд, кшталт; Urdu: شکل; Uyghur: شەكىل; Uzbek: shakl, forma; Vietnamese: hình dáng, hình thức; Yiddish: פֿאָרעם
form
Asturian: forma; Bengali: সুরত; Bulgarian: форма; Catalan: forma; Chinese Mandarin: 形式, 形狀, 形状; Danish: form; Dutch: vorm; Esperanto: formo; Finnish: muoto; French: forme; Galician: forma, feitura; German: Gestalt, Form; Greek: σχήμα; Ancient Greek: μορφή, εἶδος; Guaraní: ysaja; Haitian Creole: fòm; Icelandic: lögun, lag; Ido: formo; Interlingua: forma; Italian: forma; Japanese: 形状, 形式; Javanese: dhapur, rupa, warna, warni, wujud; Kazakh: пішін; Khmer: សំណុំបែបបទ; Kyrgyz: кеп; Latin: forma, figura; Macedonian: облик; Manchu: ᡩᡠᡵᡠᠨ; Maori: āhua; Nanai: дурун; Nepali: रूप, आकृति; Norman: forme; Norwegian Bokmål: form; Occitan: forma; Ottoman Turkish: شكل; Persian: شکل, صورت, فرم, دیسه; Plautdietsch: Form; Polish: forma; Portuguese: forma; Romanian: formă; Russian: форма, фигура; Sanskrit: रूप; Scottish Gaelic: cumadh, cruth, dèanamh; Spanish: forma; Swedish: form; Tagalog: anyo, hubog, itsura; Tajik: сурат; Tocharian B: ersna; Uyghur: شەكىل; Vietnamese: hình, hình thể, hình dạng, hình dáng, hình thức; Welsh: ffurf; Yagnobi: сурат