οἶκος

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶκος Medium diacritics: οἶκος Low diacritics: οίκος Capitals: ΟΙΚΟΣ
Transliteration A: oîkos Transliteration B: oikos Transliteration C: oikos Beta Code: oi)=kos

English (LSJ)

ὁ,
A house, not only of built houses, but of any dwelling place, as that of Achilles at Troy (v. κλισία), Il.24.471,572, cf. S.Aj.65; of the Cyclops' cave, Od.9.478; of a tent, LXX Ge.31.33; οἶκον ἱκάνεται = is coming home, Od.23.7; εἰς or ἐς οἶκον A.Eu.459, S.Ph.240; πρὸς οἶκον A.Ag.867, S.OT1491, etc.; κατ' οἶκον Id.El.929, etc.; κατ' οἶκον ἐν δόμοις Id.Tr.689; οἱ κατ' οἶκον ib.934; αἱ κατ' οἶκον κακοπραγίαι Th.2.60; τἂν οἴκῳ A.Ch.579; ἐν οἴκῳ καθεύδειν Antipho 2.1.4,8; οἱ ἐν οἴκῳ PCair.Zen.93.10 (iii B.C.); ἐξ οἴκου ἀποδημεῖν ib.44.23 (iii B.C.); ἐπ' οἴκου ἀποχωρῆσαι, go homewards, Th.1.87, cf. 30, 108,2.31, etc.; ἀπ' οἴκου = from home, Id.1.99, etc.; cf. οἰκία.
b freq. omitted after εἰς or ἐν, v. εἰς 1.4c, ἐν A.1.2.
2 room, chamber, Od.1.356, 19.514,598; οἶ. θερμός Dsc.2.164; dining hall, ἑπτάκλινος οἶ. Phryn. Com.66, X.Smp.2.18; room in a temple, IG42(1).110A27, al.(Epid., pl.): pl. οἶκοι freq., = a single house, Od.24.417, A.Pers.230,524, etc.; κλαυθμῶν τῶν ἐξ οἴκων domestic griefs, Id.Ag.1554 (anap.); ἀπ' οἴκων S.Aj.762; ἐς οἴκους or πρὸς οἴκους, Id.Ph.311,383; κατ' οἴκους = at home, within, Hdt.3.79, S.Aj.65, Mnesim.4.52.
3 of public buildings, meeting house, hall, οἶ. Κηρύκων IG22.1672.24; Δεκελειῶν ib. 1237.33; of treasuries at Delos, JHS25.310, al., cf. Hsch. s.v. θησαυρός; ἐγκριτήριοι οἶκοι, v. ἐγκριτήριος; temple, IG 4.1580 (Aegina), Hdt.8.143, E.Ph.1373, Ar.Nu.600; οἶ. τεμένιος ἱερός SIG987.3, cf. 25 (Chios, iv B.C.); ἐν τῷ οἴ. τοῦ Ἄμμωνος UPZ79.4 (ii B.C.); ὁ οἶ. [τοῦ θεοῦ] Ev.Matt.21.13, al.; of a funerary monument, BCH2.610 (Cibyra), 18.11 (Magnesia); ἀΐδιοι οἴκοι., i.e. tombs, D.S.1.51.
4 cage for birds, Id.13.82 (s.v.l., οἰκίσκῳ Valck.); beehive, Gp.15.2.22.
5 Astrol., domicile of a planet, PLond.1.98r.12, al.(i/ii A.D.), Ael.NA12.7, Vett.Val.7.25, Man.2.141, Eust.162.2.
II one's household goods, substance (cf. οἴκοθεν 2), οἶ. ἐμὸς διόλωλε Od.2.64; ἐσθίεταί μοι οἶ. 4.318; καὶ οἶ. καὶ κλῆρος ἀκήρατος Il.15.498; οἶκον δέ κ' ἐγὼ καὶ κτήματα δοίην Od.7.314, cf. Hdt.3.53, 7.224, etc.: in Att. law, estate, inheritance, οἶκον κατασχεῖν τινος And.4.15, cf. Lys.12.93, Is.5.15, D.27.4, etc.; οἶ. πέντε ταλάντων Is.7.42; cf. οἰκία.
III a reigning house, οἶ. ὁ βασιλέος Hdt.5.31, cf.6.9, Th. 1.137, Isoc.3.41; Ἀγαμεμνονίων οἴκων ὄλεθρον A.Ch.862 (anap.), cf. S.Ant.594(lyr.); also of any family, Is.10.4, LXX Ge.7.1, D.H.1.85; οἶκος Σεβαστός, = domus Augusta, Ph.2.520; οὐδενὸς οἴκου δεύτερον γενόμενον IG42(1).84.32 (Epid., i A.D.); τοὺς πρώτους τᾶς πόλιος οἴκους ib.86.15(ibid., i A.D.). (Orig. ϝοῖκος, cf. ϝοίκω, οἰκία: cf. Skt. veśás, viś- 'house', Lat. vicus, vicinus, etc.)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. maison, habitation en gén. : κατ' οἶκον SOPH ou κατ' οἴκους HDT à la maison ; p. ext. résidence en gén. ; particul.
1 appartement, chambre;
2 salle à manger;
3 temple;
II. train de maison :
1 biens, propriété, avoir;
2 famille, race.
Étymologie: p. *ϝοῖκος, cf. lat. vicus.

German (Pape)

ὁ (eigtl. *Ϝοίκος, vicus),
1 Haus, Wohnung; Hom. oft, wie Hes. O., sowohl von dem regelmäßigen, festen Hause, als von der Lagerhütte des Achilleus, Il. 24.471, 572, der Höhle des Kyklopen, Od. 9.478, und den Hütten der Landleute; Soph. Phil. 159 von der Höhle des Philoktet. Er braucht es Aj. 1000 und sonst, wie Eur., auch für Heimat, Vaterland, wie wir, πρὸς οἶκον εὐθύνοντες εἰναλίαν πλάτην, Hec. 39; θεῶν, Her. 8.143 und sonst; κατ' οἴκους, zu Hause, 3.79, 6.39; ἐπ' οἴκου ἀναχωρεῖν, nach Hause zurückkehren, Thuc. 1.87, 108; ἀπ' οἴκου εἶναι, von Hause entfernt, in der Fremde sein, 1.99; αἱ κατ' οἶκον κακοπραγίαι, häusliches Ungemach, 2.60.
2 ein einzelnes Zimmer im Hause, Gemach, bes. das der Frauen, εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ' αὐτῆς ἔργα κόμιζε, Od. 1.356, vgl. 362, 19.514, 598. Dah. auch der plur. von einem einzelnen Hause, das mehrere Zimmer in sich faßt, Od. 24.417; so οἶκοι βασίλειοι, Aesch. Ag. 152 und öfter, wie Soph. und Eur., bes. von den Palästen der Könige. – Auch, bei Sp., Aufenthalt sowohl zahmer als wilder Tiere, Stall, Käfig, Lager, Bau.
3 auch die ganze Hauswirtschaft, Haus und Hof, Vermögen; οἶκος καὶ κλῆρος ἀκήρατος Il. 15.498, und oft in der Od., φθινύθουσιν ἔδοντες οἶκον ἐμόν 1.251, ἐσθίεταί μοι οἶκος, ὄλωλε δὲ πίονα ἔργα 4.318, καὶ κτήματα 7.314, σοὶ δὲ θεοὶ ἄνδρα τε καὶ οἶκον καὶ ὁμοφροσύνην ὀπάσειαν 6.181, Hausstand; οἴκων πατρῴων, Pind. N. 9.14; οἱ κηδόμενοι τοῦ Τελαμῶνος τηλόθεν οἴκου, Soph. Aj. 203; vgl. ὁ βασιλῆος οἶκος, Her. 5.31, 6.9; τὸν οἶκον πάντα τὸν ἑωυτοῦ ἐπέδωκε, 7.224; vgl. 3.53; πᾶςοἶκος ὁ τοῦ πατρὸς οὕτως οἰκήσεται, Plat. Lach. 185a; und so bes. im Attischen Recht, im Gegensatz gegen das eigentliche Haus, οἰκία, das ganze Vermögen, οἶκος τριηραρχῶν πεντετάλαντος, Isae. 7.42; ὀγδοηκοντατάλαντος, Lys. 26.22; Dem. 27.15; οἴκους πολυταλάντους ἀνατρέψασα, Luc. Tox. 14; vgl. Böckh Staatshaush. I p. 379.
4 Haus, Familie, Geschlecht, ὁ βασιλῆος οἶκος, Her. 5.31, 6.9; vgl. Thuc. 1.137.
5 Bei den Astrologen das Zeichen des Tierkreises, in welchem ein Planet regiert. Vgl. οἰκοδεσπότης.

Russian (Dvoretsky)

οἶκος:
1 обиталище, жилище, помещение, жилье (Πηλείδης δ᾽ οἴκοιο ἆλτο θύραζε Hom.);
2 тж. pl. дом: κατ᾽ οἴκους Her. и κατ᾽ οἶκον (ἐν δόμοις) Soph. у себя дома; αἱ κατ᾽ οἶκον κακοπραγίαι Thuc. домашние неприятности; ἐς и πρὸς οἶκον Aesch. домой, на родину; ἀπ᾽ οἴκου εἶναι Thuc. быть далеко от дома (на чужбине); ἐπ᾽ οἴκου ἀποχωρεῖν Thuc. возвращаться домой;
3 комната, покой: ἀμφιπόλων οἶ. Hom. комната служанок, девичья;
4 дворец (βασίλειος οἶ. Arst.);
5 (тж. οἶ. τοῦ θεοῦ и οἶ. προσευχῆς NT) храм (οἱ οἶκοι καὶ τὰ ἀγάλματα θεῶν Her.);
6 имущество, состояние (οἶ. καὶ κλῆρος Hom.; οἶ. καὶ κτήματα Her.);
7 тж. pl. семья, род, дом (Ἀγαμεμνόνιοι Aesch.; Λαβδακιδᾶν Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

οἶκος: ὁ (ἴδε ἐν τέλ.) οἰκία, κατοικία, οἴκημα, συχν. ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς, ἰδίως παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔρ. κ. Ἡμ.· οὐ μόνον. ἐπὶ κτιστῶν οἴκων ἀλλὰ καὶ ἐπὶ παντὸς οἰκήματος, ἐπὶ πάσης κατοικίας ἐν ᾗ τις διαιτᾶται, οἵα ἡ τοῦ Ἀχιλλέως κλισία ἐν Τροίᾳ, ἥτις δὲν ἦτο μόνιμος οἰκοδομή, ἀλλὰ πρόχειρον παράπηγμα, Ἰλ. Ω. 471, 575, πρβλ. Σοφ. Αἴ 63· ἐπὶ τοῦ σπηλαίου τοῦ Κύκλωπος, Ὀδ. Ι. 478· - αἰτ. οἶκον,= οἶκόνδε, οἴκαδε, πρὸς τὸν οἶκον, πρὸς τὴν πατρίδα, Ψ. 7· οὕτω, ἐς οἶκον Αἰσχύλ. Εὐμ. 459, Σοφ. Φ. 240 πρὸς οἶκον Αἰσχύλ. Ἀγ. 867, Σοφ., κτλ.· κατ’ οἴκους, οἴκοι, ἐν τῇ οἰκίᾳ, Ἡρόδ. 3. 79, Σοφ. Αἴ 65· κατ’ οἶκον ὀ αὐτ. ἐν Ἠλ. 929, κτλ.· κατ’ οἶκον ἐν δόμοις ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 689· οἱ κατ’ οἶκον αὐτόθι 934· αἱ κατ’ οἶκον κακοπραγίαι Θουκ. 2. 60· - τὰν οἴκῳ Αἰσχύλ. Χο. 579· - ἐπ’ οἴκου ἀποχωρεῖν, ἀπέρχεσθαι εἰς τὴν πατρίδα, Θουκ. 1. 87, πρβλ. 1. 30, 108., 2. 31, κτλ., - ἀπ’ οἴκου, μακρὰν τῆς πατρίδος, ὁ αὐτ. 1. 99· ἀπ’ οἴκων εὐθύς ἐξορμώμενος, εὐθὺς ὅτε ἀπήρχετο ἐκ τῆς πατρίδος, Σοφ. Αἴ. 762, κτλ.· - πρβλ. οἰκία. β) συχνάκις παραλείπεται μετὰ τὰς προθέσεις εἰς ἢ ἐν, ἴδε εἰς Ι. 4. γ, ἐν Ι. 2. 2) μέρος οἰκίας, δωμάτιον, θάλαμος, ἀλλ’ εἰς οἶκον ἰοῦσα τά σ’ αὐτῆς ἔργα κόμιζε Ὀδ. Α. 356, πρβλ. 362, Τ. 514, 598· τὸ δειπνητήριον, ἑπτάκλινος οἶκος Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 5· (οὕτω, οἶκος τρίκλινος Πολυδ. Α΄, 79)· ἐγκριτήριοι οἶκοι, θάλαμοι ἀσκήσεως τῶν ἀθλητῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104. κτλ.· ὁ πληθ. οἶκοι συχνάκις κεῖται ἐπὶ μιᾶς μόνης οἰκίας, Λατ. aedes, ὡς τὸ οἰκήματα, Λατ. aedes, lecta, Ὀδ. Ω. 417, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 230, 524, κ. ἀλλ.· κλαυθμῶν τῶν ἐξ οἴκων, τῶν οἰκιακῶν κλαυθμῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1554: ἐς ἢ πρὸς οἴκους Σοφ. Φ. 311, 383· κατ’ οἴκους, οἴκοι, Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 52· πρβλ. δόμος, δῶμα. 3) Ὁ οἶκος θεοῦ, ναός, ἱερόν, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 8. 143, Εὐρ. Φοίν. 1373. 4) ἀκολούθως ἐπὶ ζῴων ἀγρίων ἢ ἡμέρων, φωλεά, τρώγλη, τρῦπα, κτλ., Γεωπ. 15. 2, 22. 5) ἐν τῇ ἀστρολογίᾳ, ὁ οἶκος ἀστέρος τινός, (πρβλ. οἰκοδεσπότης), Εὐστ. 162. 2, πρβλ. Αἰλ π. Ζ. 12. 7. ΙΙ. τὰ ἐν τῷ οἴκῳ, περιουσία (πρβλ. οἴκοθεν 2), οἶκος ἐμὸς διόλωλε Ὀδ. Α. 64· ἐσθίεταί μοι οἶκος Δ 318, κ. ἀλλ.· καὶ οἶκος καὶ κλῆρος ἀκήρατος Ἰλ. Ο. 408· οἶκον δέ τ’ ἐγὼ καὶ κτήματα δοίην Ὀδ. Η. 314· οὕτω καὶ Ἡρόδ. 3. 53., 7. 224, Ἀντιφῶν 120. 28, κτλ.· - ἐν τοῖς Ἀττ. νόμοις, ἡ ὅλη περιουσία, ἡ ὅλη κληρονομία· οἶκον κατασχεῖν Ἀνδοκ. 31. 2, πρβλ. Ἰσαῖ. 52. 11, συχν. παρὰ Δημ. κατὰ Ἀφόβ.· ἴδε ἐν λ. οἰκία. ΙΙΙ. οἰκογένεια, σοὶ δὲ θεοὶ δοῖεν ... ἄνδρα τε καὶ οἶκον Ὀδ. Ζ. 181· συχνότερον παρ’ Ἀττ., Ἀγαμεμνονίων οἴκων ὄλεθρον Αἰσχύλ. Χο. 862, κτλ.· πρβλ. οἰκέτης. IV. ἐς οἶκον τὸν βασιλικόν, εἰς τὴν βασιλικὴν οἰκογένειαν, εἰς τὴν βασιλείαν, Ἡρόδ. 5. 31, πρβλ. 6. 9, Πινδ. Ο. 13. 2, Σοφ. Ἀντ. 594, Θουκ. 1. 137, κτλ. (Ὁ ἐξ ἀρχῆς τύπος ἦτο Fοῖκος, καὶ Fοικία ἀπαντᾷ ἐν ἀρχαίᾳ τινὶ ἐπιγραφῇ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4, καὶ ἐν Βοιωτικ. ἐπιγραφῇ, αὐτόθι 1565, πρβλ. 1562-4· πρβλ. ve←as, vi← (domus), vic-patis (οἰκο-δεσπότης)· Λατ. vicus, vicinus· Γοτθ. veilis (κώμη, ἀγρός)· πρβλ. τὰ ἀγγλ. wick, wich, ὡς ἐν τοῖς τοπικοῖς ὀνόμασι, Painswick, Norwich).

English (Autenrieth)

(ϝοῖκος, cf. vicus): house as home, including the family, and other inmates and belongings, Od. 2.45, 48; said of the tent of Achilles, the cave of Polyphemus, Il. 24.471, 572; the women's apartment, Od. 1.356, cf. 360.

English (Slater)

οἶκος (-ος, -ῳ, -ον; -ων:
   1 ϝοικ- (P. 7.5), (N. 6.25) )
   a house, home βασιλεὺς δ' ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα (O. 6.48) ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ ἀλαλατὸς ἔχῃ (P. 1.72) εὔχεται ποτὲ οἶκον ἰδεῖν (P. 4.294) ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον (P. 7.5) φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἄργεος (N. 9.14) χρυσέων οἴκων ἄναξ Herakles in Olympos (I. 4.60) “ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον εὐερκέα (Pae. 4.45) μή μιν εὔφρον' ἐς οἶ[κ]ον μήτ ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου (supp. Housman) Πα. . 11. ]οἶκον Ἀμφιτρύωνος (Pae. 20.16) ὃς ἀμαξοφόρητον οἶκον οὐ πέπαται of the wagon of the Scythian nomads fr. 105b. 2.
   b house, family τρισολυμπιονίκαν ἐπαινέων οἶκον (O. 13.2) “κοὔ με πονεῖ τεὸν οἶκον ταῦτα πορσύνοντ' ἄγαν” (P. 4.151) ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία πλεόνων ταμίαν στεφάνων (N. 6.25) τόν τε Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον τάνδε πόλιν θεοφιλῆ ναίοισι (I. 6.65) ἀλλ' ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφαλῇ πάμπαν οἶκος βιαίᾳ δαμεὶς ἀνάγκᾳ Παρθ. 1. 1. ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται (cf. οἴκοθεν, arising from the achievements of one's family ) *fr. 181.*

Spanish

habitación

English (Abbott-Smith)

οἶκος, -οῦ, ὁ, [in LXX chiefly for בַּיִת, also for אֹהֶל,הֵכָל, etc.;]
1.prop., a house, dwelling: Ac 2:2 19:16; c. gen. poss., Mt 9:6, 7 Mk 2:11, Lk 1:23, al.; c. gen. attrib., ἐμπορίου, Jo 2:16; προσευχῆς, Mt 21:13, al.; of a sanctuary (Hdt., Eur.): οἶ. τ. θεοῦ, of the tabernacle, Mt 12:4, al.; the temple, Mt 21:13, al.; metaph. of a city: Mt 23:38, Lk 13:35; of the body, Mt 12:44, Lk 11:24; of Christians, I Pe 2:5; ἐν οἴ (M, Pr., 81f.), at home, Mk 2:1, I Co 11:34 14:35; so κατ᾽ οἶκον, Ac 2:46 5:42; οἱ εἰς (= οἱ ἐν; v.s. εἰς) τ. οἶ., Lk 7:10 15:6; κατ᾽οἴκους, from house to house, Ac 8:3 20:20; εἰς (κατ᾽) οἶκον, c. gen. (Bl., §46, 9), Mk 8:3, Lk 14:1, Ro 16:5, al.
2.By meton., a house, household, family: Lk 10:5, Ac 7:10, I Co 1:16, I Ti 3:4, 5 al.; of the Church, ὁ οἶ. τ. θεοῦ, I Ti 3:15, He 3:2, I Pe 4:17; of descendants, οἶ Ἰσραήλ (Δαυείδ, Ἰακώβ; Bl, §47, 9), Mt 10:6, Lk 1:27, 33 al. (cf. Ex 6:14, I Ki 2:30, al.). SYN.: v.s. οἰκία.

English (Strong)

of uncertain affinity; a dwelling (more or less extensive, literal or figurative); by implication, a family (more or less related, literally or figuratively): home, house(-hold), temple.

English (Thayer)

οἴκου, ὁ (cf. Latin vicus, English ending -wich; Curtius, § 95), from Homer down; the Sept. in numberless places for בַּיִת, also for הֵיכַל, a palace, אֹהֶל, a tent, etc.;
1. a house;
a. strictly, an inhabited house (differing thus from δόμος the building): τίνος, ἔρχεσθαι εἰς οἶκον, to come into a house (domurn venire), εἰς τόν οἶκον, into the (i. e. his or their) house, home, ἐν τῷ οἴκῳ, in the (her) house, ἐν οἴκῳ, at home, οἱ εἰς τόν οἶκον(see εἰς, C. 2), κατ' οἶκον, opposed to ἐν τῷ ἱερῷ, in a household assembly, in private (R. V. at home; see κατά, II:1d.), κατ' οἴκους, opposed to δημοσίᾳ, in private houses (A. V. from house to house; see κατά, II:3a.), κατά τούς οἴκους εἰσπορευόμενος, entering house after house, ἡ κατ' οἶκον τίνος ἐκκλησία, see ἐκκλησία, 4b. aa.
b. any building whatever: ἐμπορίου, προσευχῆς, τοῦ βασιλέως, τοῦ ἀρχιερέως, the palace of etc., T Tr WH οἰκία); τοῦ Θεοῦ, the house where God was regarded as present — of the tabernacle, οἶκος ἅγιος Θεοῦ, of heaven, οἶκος πνευματικός, any dwelling-place: of the human body as the abode of demons that possess it, the place where one has fixed his residence, one's settled abode, domicile: οἶκος ὑμῶν, of the city of Jerusalem, the inmates of a house, all the persons forming one family, a household: ἐπί either locally (see ἐπί, C. I:1), or of succession (see ἐπί, C. I:2c.)); ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ, the family of God, of the Christian church, stock, race, descendants of one (A. V. house): ὁ οἶκος Δαυίδ, οἶκος Ἰσραήλ, ὁ οἶκος Ἰακώβ), 46 L T Tr marginal reading); ὁ σεβαστός οἶκος, Philo in Flac. § 4)). The word is not found in the Apocalypse. [ SYNONYMS: οἶκος, οἰκία: in Attic (and especially legal) usage, οἶκος denotes one's household establishment, one's entire property, οἰκία, the dwelling itself; and in prose οἶκος is not used in the sense of οἰκία. In the sense of family οἶκος and οἰκία are alike employed; Schmidt vol. ii., chapter 80. In relation to distinctions (real or supposed) between οἶκος and οἰκία the following passages are of interest (cf. Valckenaer on Herodotus 7,224): Xenophon, oecon. 1,5 οἶκος δέ δή τί δοκεῖ ἡμῖν κειναι; ἄρα ὅπερ οἰκία, ἤ καί ὅσα τίς ἔξω τῆς οἰκίας κέκτηται, πάντα τοῦ οἴκου ταῦτα ἐστιν ... πάντα τοῦ ὀκου εἶναι ὅσα τίς κέκτηται. Aristotle, polit. 1,2, p. 1252{b}, 9ff, ἐκ μέν οὖν τούτων τῶν δύο κοινωνιων (viz. of a man with wife and servant) οἰκία πρώτη, καί ὀρθῶς ἡσιοδος εἶπε ποιήσας "οἶκον μέν prootista] γυναῖκα τέ βοῦν τ' ἀροτηρα." ... ἡ μέν οὖν εἰς πᾶσαν ἡμέραν συνεστηκυια κοινωνία κατά φύσιν οἶκος ἐστιν. ibid. 3, p. 1253{b}, 2ff, πᾶσα πόλις ἐκ οἰκιῶν σύγκειται. οἰκίας δέ μέρη, ἐκ ὧν αὖθις οἰκία συνισταται. οἰκία δέ τέλειος ἐκ δούλων καί ἐλευθέρων ... πρῶτα δέ καί ἐλάχιστα μέρη οἰκίας δεσπότης καί δοῦλος καί πόσις καί ἄλοχος. πατήρ καί τέκνα, etc. Plutarch, de audiend. poetis § 6 καί γάρ οἶκον πότε μέν τήν οἰκίαν καλοῦσιν, "οἶκον ἐς ὑψοροφον." πότε δέ τήν οὐσίαν, "ἐσθίεται μοι οἶκος." (see οἰκία, c.) Hesychius' Lexicon, under the words οἰκία, οἶκοι, under the word οἶκος. ὀλίγη οἰκία ... καί μέρος τί τῆς οἰκίας ... καί τά ἐν τῇ οἰκία. In the N.T., although the words appear at times to be used with some discrimination (e. g. 1 Corinthians 16:15).]

Greek Monotonic

οἶκος: ὁ,
I. 1. σπίτι, τόπος διαμονής, κατοικία, οικία, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· αιτ. οἶκον = οἶκονδε, οἴκαδε, προς το σπίτι, προς την πατρίδα, σε Ομήρ. Οδ.· κατ' οἴκους, στο σπίτι, μέσα στο σπίτι, σε Ηρόδ.· κατ' οἶκον, σε Σοφ. κ.λπ.· ἐπ' οἴκου ἀποχωρεῖν, επιστρέφω στην πατρίδα, σε Θουκ. κ.λπ.· ἀπ'οἴκου, μακριά απ' την πατρίδα, στον ίδ.
2. τμήμα ενός σπιτιού, δωμάτιο, δώμα, σε Ομήρ. Οδ.· πληθ. οἶκοι, λέγεται για ένα μόνο σπίτι, μονοκατοικία, Λατ. aedes, lecta, στο ίδ., Αττ.
3. κατοικία ενός θεού, ναός, ιερό, σε Ηρόδ., Ευρ.
II. σπιτικό, οικιακά αγαθά, περιουσία, σε Όμηρ. κ.λπ.
III. σπιτικό, νοικοκυριό, οικογένεια, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: house, dwelling of any kind, room, home, household, native land (Il.).
Other forms: dial. Ϝοῖκος
Dialectal forms: Myc. woikode /woikon-de/ home
Compounds: Very many compp., e.g. οἰκο-νόμος m. householder, keeper with -νομέω, -νομία (att.), compoun δ of οἶκον νέμειν, -εσθαι; μέτ-οικος (ion. att.), πεδά-Ϝοικος (Arg.) living among others, attending, rear vassal; ἐποίκ-ιον n. outbuilding, countryhouse, village (Tab. Heracl., LXX, pap.), hypostasis of ἐπ' οἴκου.
Derivatives: (very short survey). A. Subst. 1. τὰ οἰκία pl. (Il.), sg. τὸ οἰκίον (since LXX) residence, palace, nest (cf. Scheller Oxytonierung 30, Schwyzer-Debrunner 43). 2. οἰκία, ion. -ίη f. (posthom.; for hexam. uneasy), Ϝοικία (Cret., Locr.) house, building (Scheller 48 f.) with the dimin. οἰκΐδιον n. (Ar., Lys.), οἰκιή-της (ion.), Ϝοικιά-τας m. (Locr., Thess., Arc.) = οἰκέτης (s. 5), οἰκια-κός belonging to the house, housemate (pap., Ev. Matt.). 3. Rare dimin. οἰκ-ίσκος m. little house, little room, bird cage (D., Ar., inscr.), -άριον n. little house (Lys.). 4. οἰκεύς (Il.), Ϝοικεύς (Gort.) m. housemate, servant (Bosshardt 32f., Ruijgh L'élém. ach. 107 against Leumann Hom. Wörter 281); f. Ϝοικέα (Gort.). 5. οἰκέ-της (ion. att.), Boeot. Ϝυκέ-τας m. housemate, servant, domestic slave, f. -τις (Hp., trag.), with -τικός (Pl., Arist., inscr.; Chantraine Études 137 a. 144), -τεία f. the whole of domestic servants, attendants (Str., Aristeas, J., inscr.); οἰκετεύω to be a housemate, to occupy only E. Alc. 437 (lyr.) and H.; on οἰκέτης, οἰκεύς, οἰκιήτης E. Kretschmer Glotta 18, 75ff.; compound πανοικεσίᾳ adv. with all οἰκέται, with the whole of attendants (Att.) -- B. Adj. 6. οἰκεῖος (Att.), οἰκήϊος (ion. since Hes. Op. 457) belonging to the house, domestic, homely, near with -ειότης (-ηϊότης), -ειόω (-ηϊόω), from where -είωμα, -είωσις, -ειωτι-κός. 7. οἰκίδιος id. (Opp.); κατοικ-ίδιος (:κατ' οἶκον) indoor (Hp., Ph.). -- C. Verbs. 8. οἰκεω (Il.), Ϝοικέω (Locr.), very often w. prefix, e.g. ἀπ-, δι-, ἐν-, ἐπ-, κατ-, μετ-, to house, to reside, also to be located (see Leumann Hom. Wörter 194), to occupy, to manage with οἴκ-ησις (late also διοίκ-εσις), -ήσιμος, -ημα, -ηματιον, -ηματικός, -ητήρ, -ητήριον, -ήτωρ, -ητής, -ητικός. 9. οἰκίζω, often w. ἀπ-, δι-, κατ-, μετ-, συν- a. ο. to found, to settle (since μ 135 ἀπῴκισε; cf. Chantraine Grannn. hom. 1, 145) with οἴκ-ισις, -ισία, -ισμός, -ιστής, -ιστήρ, -ιστικός. -- Adverbs. 10. οἴκο-θεν (Il.), -θι (ep.), -σε (A. D.) beside fixed loc. οἴκ-οι (Il.), -ει (Men.; unoriginal? Schwyzer 549 w. lit.). 11. οἴκα-δε homeward (Il., Ϝοίκαδε Delph.), prob. from (Ϝ)οῖκα n. pl. like κέλευθα, κύκλα a. o. (Wackernagel Akzent 14 n. = Kl. Schr. 2, 1082 n. 1; diff. Schwyzer 458 a. 624), -δις (Meg.; Schwyzer 625 w. lit.); besides οἶκόν-δε (ep).
Origin: IE [Indo-European] [1131] *u̯eiḱ-, u̯oiḱ- house
Etymology: Old name of the living, the house, identical with Lat. vīcus m. group of houses, village, quarter, Skt. veśa- m. hous, esp. brothel; IE *u̯óiḱo-s m. Besides in Indo-Ir. and Slav. zero grade and mososyll. Skt. viś- f., acc. viś-am, Av. vīs- f., acc. vīs-ǝm, OPers. viÞ-am living, house (OIr. esp. house of lords, kings), community, Slav., e.g. OCS vьsь f. (i-st. second.) village, field, piece of ground, Russ. vesь village, IE *u̯iḱ- f. Beside these old nouns Indo-Ir. has a verb meaning enter, go in, settle, Skt. viśáti, Av. vīsaiti, IE *u̯iḱ-éti. It can be taken as demon. of *u̯iḱ-'house'; so prop. "come in the house, be (as guest) in the house"? To this verb is connected, first as nom. actionis, IE *u̯óiḱo-s, prop. "entering, go inside", concret. entrance, living. Beside it as oxytone nom. agentis Skt. veśá- m. inhabitant, Av. vaēsa- m. servant, IE *u̯oiḱó-s m. Another nomen actionis is Goth. weihs, gen. weihs-is n. village, which goes back on IE *u̯éiḱos- n.. -- The formally identical τὰ οἰκία and Skt. veśyà- n. house, village are separate innovations (Schindler, BSL 67, 1972, 32). -- More forms w. rich lit. in WP. 1, 231, Pok. 1131, W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. vīcus a. vīlla, Vasmer vesь. -- Not here prob. τριχάϊκες, s. v.

Middle Liddell

οἶκος, ὁ,
I. a house, abode, dwelling, Hom., Hes., etc.:— acc. οἶκον, = οἶκόνδε, οἴκαδε, homeward, home, Od.; κατ' οἴκους at home, within, Hdt.; κατ' οἶκον Soph., etc: —ἐπ' οἴκου ἀποχωρεῖν to go homewards, Thuc., etc.: ἀπ' οἴκου from home, Thuc.
2. part of a house, a room, chamber, Od.: pl. οἶκοι for a single house, Lat. aedes, tecta, Od., Attic
3. the house of a god, a temple, Hdt., Eur.
II. one's house, household goods, substance, Hom., etc.
III. a house, household, family, Od., etc.

Frisk Etymology German

οἶκος: {oĩkos}
Forms: dial. ϝοῖκος
Grammar: m.
Meaning: Haus, Wohnung jeder Art, Zimmer, Hausstand, Haus und Hof, Heimat (seit Il.).
Composita: Sehr zahlreiche Kompp., z.B. οἰκονόμος m. Haushalter, Verwalter mit -νομέω, -νομία (att.), Zusammenbildung von οἶκον νέμειν, -εσθαι; μέτοικος (ion. att.), πεδάϝοικος (arg.) ‘unter andern Wohnung habend, Bei-, Hintersasse’; ἐποίκιον n. Nebengebäude, Landhaus, Dorf (Tab. Heracl., LXX, Pap. usw.), Hypostase von ἐπ’ οἴκου.
Derivative: Ableitungen (sehr gedrängte Übersicht). A. Subst. 1. τὰ οἰκία pl. (seit Il.), sg. τὸ οἰκίον (seit LXX) Wohnsitz, Palast, Nest (vgl. Scheller Oxytonierung 30, Schwyzer-Debrunner 43). 2. οἰκία, ion. -ίη f. (nachhom.; f. Hexam. sehr unbequem), ϝοικία (kret., lokr.) Haus, Gebäude (Scheller 48 f.) mit dem Demin. οἰκΐδιον n. (Ar., Lys. u.a.), οἰκιήτης (ion.), ϝοικιάτας m. (lokr., thess., ark.) = οἰκέτης (s. 5), οἰκιακός zum Haus gehörig, Hausgenosse (Pap., Ev. Matt. u.a.). 3. Seltene Demin. οἰκίσκος m. Häuschen, Kämmerchen, Vogelbauer (D., Ar., Inschr. u.a.), -άριον n. Häuschen (Lys.). 4. οἰκεύς (ep. poet. seit Il.), ϝοικεύς (gort.) m. Hausgenosse, Diener (Bosshardt 32f., Ruijgh L’élém. ach. 107 gegen Leumann Hom. Wörter 281); f. ϝοικέα (gort.). 5. οἰκέτης (ion. att.), böot. ϝυκέτας m. Hausgenosse, Diener, Haussklave, f. -τις (Hp., Trag. u.a.), mit -τικός (Pl., Arist., Inschr. u.a.; Chantraine Études 137 u. 144), -τεία f. Hausgesinde, Dienerschaft (Str., Aristeas, J., Inschr. u.a.); οἰκετεύω Hausgenosse sein, bewohnen nur E. Alk. 437 (lyr.) und H.; zu οἰκέτης, οἰκεύς, οἰκιήτης E. Kretschmer Glotta 18, 75ff.; Zusammenbildung πανοικεσίᾳ Adv. mit allen οἰκέται, mit der ganzen Dienerschaft (att. usw.) — B. Adj. 6. οἰκεῖος (att.), οἰκήϊος (ion. seit Hes. Op. 457) zum Hause gehörig, häuslich, heimisch, vertraut mit -ειότης (-ηϊότης), -ειόω (-ηϊόω), wovon -είωμα, -είωσις, -ειωτικός. 7. οἰκίδιος ib. (Opp.); κατοικίδιος (:κατ’ οἶκον) im Hause befindlich (Hp., Ph. usw.). — C. Verba. 8. οἰκεω (seit Il.), ϝοικέω (lokr.), sehr oft m. Präfix, z.B. ἀπ-, δι-, ἐν-, ἐπ-, κατ-, μετ-, hausen, wohnen, auch gelegen sein (dazu Leumann Hom. Wörter 194), bewohnen, bewirtschaften mit οἴκησις (sp. auch διοίκεσις), -ήσιμος, -ημα, -ηματιον, -ηματικός, -ητήρ, -ητήριον, -ήτωρ, -ητής, -ητικός. 9. οἰκίζω, oft m. ἀπ-, δι-, κατ-, μετ-, συν- u.a. gründen, ansiedeln (seit μ 135 ἀπῴκισε; vgl. Chantraine Grannn. hom. 1, 145) mit οἴκισις, -ισία, -ισμός, -ιστής, -ιστήρ, -ιστικός. — Adverbia. 10. οἴκοθεν (seit Il.), -θι (ep.), -σε (A. D.) neben erstarrten Lok. οἴκοι (seit Il.), -ει (Men.; unursprünglich? Schwyzer 549 m. Lit.). 11. οἴκαδε nach Hause (seit Il., ϝοίκαδε delph.), wohl von (ϝ)οῖκα n. pl. wie κέλευθα, κύκλα u. a. (Wackernagel Akzent 14 A. = Kl. Schr. 2, 1082 A. 1; anders Schwyzer 458 u. 624), -δις (meg.; Schwyzer 625 m. Lit.); daneben οἶκόνδε (ep), myk. wo-i-ko-de??
Etymology: Alte Benennung des Wohnsitzes und des Hauses, mit lat. vīcus m. Häusergruppe, Dorf, Stadtviertel, aind. veśa- m. Haus, bes. Hurenhaus identisch; idg. *u̯óiḱo-s m. Daneben im Indoir. und Slav. das schwundstufige und einsilbige aind. viś- f., Akk. viś-am, aw. vīs- f., Akk. vīs-əm, apers. viþ-am Wohnsitz, Haus (air. bes. ‘Herren-, Königshaus'), Gemeinde, slav., z.B. aksl. vьsь f. (i-St. sekund.) Dorf, Feld, Grundstück, russ. vesь Dorf, idg. *u̯iḱ- f. Neben diesen alten Nomina steht im Indoir. ein Verb der Bed. eingehen, einkehren, sich niederlassen, aind. viśáti, aw. vīsaiti, idg. *u̯iḱ-éti. Es läßt sich als Demon. von *u̯iḱ-’Haus' auffassen; somit eig. "ins Haus kommen, im Hause (als Gast) sein"? An dieses Verb schließt sich, zunächst als Nom. actionis, idg. *u̯óiḱo-s, eig. "das Eintreten, das Einkehren", konkret. Einkehr, Wohnsitz. Daneben als oxytones Nom. agentis aind. veśá- m. Insasse, aw. vaēsa- m. Knecht, idg. *u̯oiḱó-s m. Ein anderes Nomen actionis ist got. weihs, Gen. weihs-is n. Dorf, das auf idg. *u̯éiḱos- n. zurückgeht. — Die formal identischen τὰ οἰκία und aind. veśyà- n. Haus, Gehöft sind einzelsprachliche Neubildungen. — Weitere Formen m. reicher Lit. bei WP. 1, 231, Pok. 1131, W.-Hofmann und Ernout-Meillet s. vīcus u. vīlla, Vasmer vesь. — Fern bleibt wahrscheinlich τριχάϊκες, s. d.
Page 2,360-361

Chinese

原文音譯:oŒkoj 哀可士
詞類次數:名詞(114)
原文字根:家 相當於: (בַּיִת‎ / בַּת‎ / בֵּית אַשְׁבֵּעַ‎ / בֵּית הַגָּן‎ / בֵּית תֹּוגַרְמָה‎)
字義溯源:住處*,家,殿,宮,殿宇,房屋,房子,屋子,屋,宅,居所,家人,家務,家庭。神以我們為住處,保羅寫給提摩太的信中說,神的家就是永生神的教會( 提前3:15);彼得在他的書信中也有類似的說法,審判要從神的家起首,就是先從我們起首。( 彼前4:17)
同源字:1) (ἀνοικοδομέω)重新建造 2) (ἐγκατοικέω)住在其間 3) (ἐνοικέω)居住於 4) (ἐποικοδομέω)建立 5) (κατοικέω / κατοικίζω)定居 6) (κατοίκησις)住所 7) (κατοικητήριον)住處 8) (μετοικεσία)更換住所 9) (μετοικίζω)遷移 10) (οἰκεῖος)屬於家的 11) (οἰκέτης)家人,家僕 12) (οἰκέω)居住 13) (οἴκημα)多家合居之房屋 14) (οἰκητήριον)住所 15) (οἰκία)家,屋 16) (οἰκιακός)家裏的人 17) (οἰκοδεσποτέω)作一家之主 18) (οἰκοδεσπότης)一家之主 19) (οἰκοδομέω / οἰκοδόμος)作匠人,建造 20) (οἰκοδομή)建築 21) (οἰκοδομία)確定,造就 22) (οἰκονομέω)經營 23) (οἰκονομία)管理 24) (οἰκονόμος)家務分配者 25) (οἶκος)住處 26) (οἰκουμένη)天下 27) (οἰκουργός / οἰκουρός)料理家務的 28) (πανοικεί)和全家 29) (παροικέω)就近住 30) (παροικία)僑居 31) (πάροικος)寄居的 32) (περιοικέω)周圍居住 33) (περίοικος)鄰里 34) (συνοικέω)同住 35) (συνοικοδομέω)構造
出現次數:總共(112);太(10);可(11);路(34);約(5);徒(24);羅(1);林前(4);西(1);提前(5);提後(2);多(1);門(1);來(11);彼前(2)
譯字彙編
1) 家(75) 太9:6; 太9:7; 太10:6; 太15:24; 太23:38; 可2:11; 可5:19; 可5:38; 可7:30; 可8:3; 可8:26; 路1:23; 路1:27; 路1:33; 路1:40; 路1:56; 路1:69; 路5:24; 路5:25; 路7:10; 路8:39; 路8:41; 路9:61; 路10:5; 路10:38; 路12:52; 路13:35; 路14:1; 路15:5; 路16:4; 路16:27; 路18:14; 路19:5; 路19:9; 約2:16; 約2:16; 約2:17; 約8:1; 約11:20; 徒2:36; 徒2:46; 徒5:42; 徒7:10; 徒7:20; 徒8:3; 徒10:2; 徒10:22; 徒10:30; 徒11:12; 徒11:14; 徒16:15; 徒16:31; 徒16:34; 徒18:8; 徒21:8; 羅16:5; 林前1:16; 林前11:34; 林前14:35; 提前3:4; 提前3:5; 提前3:12; 提前3:15; 提後1:16; 門1:2; 來3:2; 來3:5; 來3:6; 來3:6; 來8:8; 來8:8; 來8:10; 來10:21; 來11:7; 彼前4:17;
2) 殿(8) 太12:4; 太21:13; 太21:13; 可2:26; 路6:4; 路11:51; 路19:46; 路19:46;
3) 一家(4) 路2:4; 路11:17; 路11:17; 徒16:15;
4) 屋子(4) 可7:17; 可9:28; 路14:23; 徒2:2;
5) 房屋(3) 路12:39; 來3:3; 來3:4;
6) 屋(3) 太12:44; 路11:24; 徒11:13;
7) 家的(2) 徒20:20; 西4:15;
8) 宮(2) 太11:8; 彼前2:5;
9) 房子(2) 可2:1; 徒19:16;
10) 家裏(1) 林前16:19;
11) 家中(1) 提前5:4;
12) 家人(1) 提後4:19;
13) 家庭(1) 多1:11;
14) 殿宇(1) 徒7:47;
15) 宅(1) 路22:54;
16) 家阿(1) 徒7:42;
17) 一個房子(1) 可3:20;
18) 居所(1) 徒7:49

English (Woodhouse)

family, house, household, room, dwelling place, inhabited properly

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=σπίτι). Πρωτότυπη λέξη. Ἀρχικά ἦταν ϝοῖκος.
Παράγωγα: οἴκαδε (=στήν πατρίδα), οἴκοι (=στήν πατρίδα, γιά στάση σέ τόπο), οἰκεῖος, οἰκείως, οἰκειότης, οἰκειόω -ῶ (=κάνω κάποιον φίλο), οἰκείωμα, οἰκείωσις, οἰκειωτέον, οἰκειωτικός, οἰκέω -ῶ (=κατοικῶ), οἰκέτης και θηλ. οἰκέτις, οἴκημα, οἰκηματικός, οἰκημάτιον (ὑποκορ.), οἴκησις, (διοίκησις, ἐνοίκησις, ἐξοίκησις, κατοίκησις, μετοίκησις, παροίκησις, συνοίκησις), οἰκήσιμος, οἰκητήρ, οἰκητήριον, κατοικητήριον, οἰκητής, διοικητής, οἰκητικός, διοικητικός, οἰκητός, ἀδιοίκητος, ἀοίκητος, δυσοίκητος, οἰκήτωρ (=κάτοικος), οἰκία, κατοικία, συνοικία, οἰκιακός, οἰκίζω, κατοικίδιος, μέτοικος, νεώσοικος, οἰκοδόμος, οἰκοδομῶ, οἰκοδόμημα, οἰκοδόμησις, οἰκοδομητέον, οἰκοδομητικός, οἰκοδομητός, οἰκοδομικός, οἴκοθεν (=ἀπό τήν πατρίδα), οἰκονόμος, οἰκονομῶ (=διευθύνω), οἰκονόμημα, οἰκονομητέον, οἰκονομία, οἰκονομικός, ἀνοικονόμητος, οἰκόπεδον, οἰκότριψ (-ιβος) (=οἰκογενής δοῦλος), οἰκοφθόρος (=ἄσωτος), οἰκοφθορία, οἰκοφθορῶ (=σπαταλῶ τήν περιουσία), πρόσοικος (=γειτονικός), οἰκουρός, -όν (οὖρος), (=αὐτός πού φυλάει τό σπίτι, οἰκιακός), οἰκουρός, ἡ (=νοικοκυρά), οἰκωφελής, -ές (=αὐτός πού ὠφελεῖ τό σπίτι).

Léxico de magia

habitación en la que se actúa δήσας δέ τινα πανδέτην ἔγκλεισον εἰς οἶκον, καὶ ἔξω στὰς λέγε τὸν λόγον ἑξάκις ἢ ἑπτάκις οὕτως ata a alguien totalmente seguro, enciérralo en una habitación y mientras tú en pie desde fuera di la fórmula seis o siete veces así P XII 163 de planta baja ἄμεινον δὲ ἐν τῇ ἀνατολῇ <τῇ τοῦ ἡλίου τὴν> σύστασιν ποιήσεις ... ἐξ οἴκου ἐπιπέδου podrás llevar a cabo mejor el encuentro al salir el sol, desde una habitación de planta baja P VI 4 ἐν οἴκῳ ἐπιπέδῳ χωρὶς φωτὸς ... δίωκε τὸν λόγον τοῦτον en una habitación de planta baja, sin luz, recita esta fórmula P VII 727 ἔχε δὲ οἶκον ἐπίπεδον, ὅπου πρὸ ἐνιαυτοῦ οὐδεὶς ἐτελεύτησε elige una habitación de planta baja, donde no haya muerto nadie desde hace un año P XIII 6 limpia ἐλθὼν οὖν εἰς οἶκον καθαρὸν θήσεις τράπεζαν ve a una habitación limpia y prepara una mesa P IV 2188 σιδηρᾶν λυχνίαν θὲς ... ἐν οἴκῳ καθαρῷ pon un portalámparas de hierro en una habitación limpia P VII 541 ἀπόθου αὐτὴν πρὸς σελήνην ἐν οἴκῳ καθαρῷ guárdala mirando a la luna en una habitación limpia P VII 875 en el centro ἐπίγραψον ἐν τῷ ἐδάφει μέσον τοῦ οἴκου περὶ τὸν τρίποδα λευκῇ γραφίδι τὸν ὑποκείμενον χαρακτῆρα graba en el suelo, en el medio de la habitación, alrededor del trípode, con un estilo blanco el siguiente signo P III 304 ἀναπήξας μέσον τοῦ οἴκου βωμὸν γέϊνον καὶ ξύλα κυπαρίσσινα coloca en medio de la habitación un altar de barro y leños de ciprés P XIII 8

Lexicon Thucydideum

domus, house, home, 1.17.1, 1.129.3, 1.137.4, 2.14.1, 2.60.4,
domesticis calamitatibus, by domestic misfortunes. 8.63.4,
a domo, away from home, 1.99.3,
ne domo abessent, lest they be away from home.
domum, home, 1.30.2, 1.30.5. 1.54.1, 1.55.1. 1.55.11.87.5. 1.89.1. 1.92.1. 1.106.2. 1.108.2. 1.111.3. 1.112.4. 1.114.2. 1.145.1. 2.31.1. 2.33.2. 2.33.3. 2.56.7. 2.66.2. 2.68.9. 2.82.1. 2.101.6. 3.7.3, 3.16.2. 3.18.1. 3.81.1. 3.91.6. 4.6.1. 4.25.9. 4.10.1. 4.39.3. 4.45.2. 4.50.3. 4.74.2. 4.90.4, 4.91.1. 4.94.1. 4.96.2. 4.100.5. 4.125.1. 4.130.1. 5.11.3. 5.13.1. 5.27.2, 5.3.1. 5.30.5. 5.33.3. 5.36.1. 5.50.5. 5.54.2. 5.55.4. 5.60.4. 5.62.2. 5.64.3. 5.78.1. 5.82.3. 6.7.1. 6.7.2. 6.75.2. 6.105.3. 7.25.4. 7.26.3. 7.87.6. 8.19.4. 8.27.6. 8.64.1. 8.71.3. 8.100.5.

Translations

house

Abenaki: wigwôm; Abkhaz: аҩны; Adyghe: унэ; Afar: qari; Afrikaans: huis; Aghwan: 𐕄𐕒𐕁; Ahom: 𑜍𑜢𑜤𑜃𑜫; Ainu: チセ; Akan: fi, fie, ofi, efie; Akkadian: 𒂍; Aklanon: baeay; Albanian: banesë, banë, shtëpi; Alviri-Vidari: کیه‎; Ama: nu; Ambonese Malay: rumah; Amharic: ቤት; Andi: гьакъу; Apache Western Apache: kįh; Arabic: بَيْت‎, مَنْزِل‎, دَار‎; Egyptian Arabic: بيت‎; Gulf Arabic: بيت‎, دار‎; Hijazi Arabic: بيت‎, دار‎; Moroccan Arabic: دار‎, خيمة‎; Aramaic Classical Syriac: ܒܝܬܐ‎; Jewish Babylonian Aramaic: בֵּיתָא‎; Armenian: տուն; Aromanian: casã; Assamese: ঘৰ; Asturian: casa; Atayal: ngasal; Avar: мина, рукъ; Azerbaijani: ev, beyt; Baba Malay: ruma; Bahnar: hnam; Bakhtiari: حونه‎; Baluchi: لوگ‎, گس‎; Bashkir: өй; Basque: etxe; Belarusian: дом, хата; Bengali: ঘর; Berber Central Atlas Tamazight: ⵜⵉⴳⵎⵎⵉ, ⵜⴰⴷⴷⴰⵔⵜ; Tachawit: taddarṭ; Tarifit: taddart; Tashelhit: tigmmi; Bikol Central: harong; Blackfoot: naapiooyis; Borôro: bai; Bouyei: raanz; Breton: ti; Brunei Malay: rumah; Budukh: кӏул; Bulgarian: къ́ща, дом; Burmese: အိမ်; Buryat: гэр, байшан; Catalan: casa; Cebuano: balay; Central Dusun: walai; Chamicuro: ajkochi; Chechen: цӏа, цӏенош, хӏусам; Cherokee: ᎨᏣᏗ, ᎦᎵᏦᏕ; Cheyenne: mȧhēō'o; Chichewa: nyumba, chilowero; Chickasaw: abooha, aboowa, chokka'; Chinese Cantonese: 屋; Dungan: фонзы; Hakka: 屋, 屋仔; Mandarin: 房屋, 家, 房子, 屋子, 住宅; Min Bei: 厝; Min Dong: 厝; Min Nan: 厝, 住宅; Wu: 房子; Chinook Jargon: haws; Choctaw: chuka; Chulym: em; Chuvash: ҫурт, кил; Comanche: kahni; Coptic: ⲏⲓ; Cornish: chi; Corsican: casa; Cree: wikowin; Plains Cree: wâskahikan; Crimean Tatar: ev; Czech: dům; Dalmatian: cuosa; Danish: hus; Dhivehi: ގެ‎; Dogrib: kǫ̀; Drung: kyeum; Dutch: huis, onderkomen; Dzongkha: ཁྱིམ; Eastern Arrernte: warle; Eastern Cham: ꨧꩃ; Elfdalian: aus; Emilian: cà, chèśa, abitasiòun, abitasiòṅ; Erzya: кудо; Eshtehardi: کیه‎; Esperanto: domo; Estonian: maja, hoone, elamu; Even: дьу; Evenki: дю, гулэ; Farefare: yire; Faroese: hús; Fijian: vale; Finnish: talo; French: maison; Friulian: cjase, čhase; Gagauz: ev; Galician: casa; Ge'ez: ቤት; Georgian: სახლი; German: Haus; Alemannic German: Huus; Gothic: 𐍂𐌰𐌶𐌽; Greek: σπίτι; Ancient Greek: οἶκος, οἰκία; Greenlandic: illu; Guaraní: óga; Gujarati: ઘર; Haitian Creole: kay; Hausa: 'daki, gida, soro; Havasupai-Walapai-Yavapai: 'waː; Hawaiian: hale; Hebrew: בַּיִת‎; Higaonon: balay; Hiligaynon: balay; Hindi: घर, मकान, गृह; Hittite: 𒂍; Hungarian: ház, lakóhely, lakhely, hajlék; Hunsrik: Haus; Icelandic: hús, híbýli; Ilocano: balay; Indonesian: rumah; Ingush: цӏа; Interlingua: casa; Irish: teach, tithe; Old Irish: tech; Isan: เฮือน; Istro-Romanian: cåsĕ; Italian: casa; Iu Mien: biauv; Japanese: 家, 建物, 家屋, 一戸建て, お宅, お住まい; Jarai: sang; Javanese: omah, griya, dalem; Jersey Dutch: häus; Kabardian: унэ; Kaingang: ĩn; Kalenjin: kot; Kalmyk: гер; Kamba: mumba; Kannada: ಮನೆ; Kapampangan: bale; Karachay-Balkar: юй; Karaim: üj; Kashmiri: گَرٕ‎, गरॖ; Kashubian: dóm; Kazakh: үй; Ket: иӈг̡усь; Khakas: тура, иб; Khalaj: häv; Khinalug: цӏва; Khmer: ផ្ទះ, ឃរ, សំបែង; Khumi Chin: ing; Kildin Sami: пэ̄ҏҏт; Kilivila: bwala; Komi-Zyrian: керка; Korean: 집, 댁(宅); Koryak: яяӈа; Kumyk: уьй; Kuna: nega; Kurdish Central Kurdish: خانوو‎; Northern Kurdish: xanî; Kyrgyz: үй; Ladin: cèsa, cesa, cësa; Lakota: tipi; Laboya: umma; Lao: ບ້ານ, ເຮືອນ; Latgalian: noms, sāta, kuorms; Latin: domus, casa, aedes; Latvian: māja, nams; Lezgi: кӏвал; Limburgish: hoes; Lingala: ndáko; Lithuanian: namas; Lombard: cà; Louisiana Creole French: lamézon, kabann, kabònn, kay; Low German Dutch Low Saxon: hoes, huus; German Low German: Huus; Luganda: nyumba; Luhya: enju; Luiseño: kíiča; Luo: ot; Luxembourgish: Haus; Lü: ᦢᦱᧃᧉ, ᦊᦱᧁᧉᦵᦣᦲᧃ, ᦵᦣᦲᧃ; Maasai: enkaji; Macedonian: куќа; Malagasy: trano; Malay: rumah, balai; Malayalam: വീട്, ഗൃഹം; Maltese: dar; Manchu: ᠪᠣᠣ, ᡡᠯᡝᠨ; Mansi: кол; Manx: çhagh; Maori: whare, kaaruhi; Maranao: astana', walay; Marathi: घर; Mari Eastern Mari: пӧрт; Meänkieli: talo; Middle English: hous, hom; Mingrelian: ოხორი; Mohawk: kanónhsa; Moksha: куд; Mongolian Cyrillic: байшин, гэр; Mongolian: ᠪᠠᠶ᠋ᠢᠰᠢᠩ, ᠭᠡᠷ; Moore: zaka, yiri; Mwani: nyumba; Mòcheno: haus; Nahuatl: calli, chan; Nama: oms; Nanai: дё; Navajo: kin; Nepali: घर, बास्स्थान; Ngazidja Comorian: ɗaho; Nheengatu: suka; Nigerian Pidgin: haus; Nivkh: тыф; Nogai: уьй; Norman: maîson, maiethon; North Frisian: hüs; Northern Ohlone: núw̄ai'; Northern Sami: dállu, viessu; Northern Thai: ᩁᩮᩬᩥᩁ; Northern Yukaghir: ниме; Norwegian Bokmål: hus; Nynorsk: hus; O'odham: ki꞉; Occitan: ostal, casa; Ojibwe: waakaa'igan, waakaa'iganan; Okinawan: 家; Old Church Slavonic Cyrillic: домъ; Glagolitic: ⰴⱁⰿⱏ; Old East Slavic: домъ; Old English: hūs; Old French: meson; Old Javanese: umah, śāla, weśma; Old Norse: hús; Old Saxon: hūs, hof; Old Tupi: oka; Old Turkic: 𐰋‎; Oriya: ଘର; Oromo: mana, waxee; Ossetian: хӕдзар, бӕстыхай; Pacoh: dúng, dúng xu; Pali: agāra; Pangasinan: abong; Papiamentu: kas; Pashto: کور‎, کوټه‎; Pela: ja̠m⁵⁵; Pennsylvania German: Haus; Penobscot: wigwom; Persian: خانه‎, کاشانه‎; Peñoles Mixtec: be'e; Phoenician: 𐤁𐤉𐤕‎, 𐤁𐤕‎; Pirahã: kaiíi; Pite Sami: dåhpe; Pitjantjatjara: waḻi; Plautdietsch: Hus; Pohnpeian: ihmw; Polish: dom; Portuguese: casa; Punic: 𐤁𐤕‎; Punjabi: ਮਕਾਨ, ਘਰ; Quechua: wasi sg, wasikuna; Rapa Nui: hare; Rarotongan: 'are; Romani: kher; Romanian: casă; Romansch: chasa; Russian: дом; Rusyn: хыжа; S'gaw Karen: ဒၢး; Saho: care; Samoan: fale; Sango: da bê; Sanskrit: गृह, गेह, अस्त, अगार; Sardinian: domu; Saterland Frisian: Húus; Scots: hoose; Scottish Gaelic: taigh; Serbo-Croatian Cyrillic: ку̏ћа; Roman: kȕća; Shan: ႁိူၼ်; Shor: эм; Sichuan Yi: ꑳ; Sidamo: mine; Sindhi: گھَر‎; Sinhalese: ගෙය, නිවස; Skolt Sami: põrtt; Slovak: dom; Slovene: hiša; Somali: guri; Sorbian Lower Sorbian: dom; Upper Sorbian: dom; Sotho: ntlo; Southern Altai: ӱй; Spanish: casa; Sumerian: 𒂍; Svan: ქორ; Swahili: nyumba; Swedish: hus; Sylheti: ꠊꠞ, ꠛꠣꠠꠤ; Tachawit: taddarṭ; Tagalog: bahay, tahanan, tirahan; Tahitian: fare; Tai Dam: ꪹꪭꪙ; Tai Nüa: ᥞᥫᥢᥰ; Tajik: хона; Talysh: که‎; Tamil: வீடு; Taos: thə́na; Tatar: йорт, өй; Tausug: bay; Tedim Chin: inn; Telugu: ఇల్లు; Ternate: fala; Tetum: uma; Thai: บ้าน, เรือน; Tibetan: ཁང་པ, ཁྱིམ; Tigrinya: ቤት; Tlingit: hít; Tocharian A: waṣt; Tocharian B: ost; Tofa: öh; Tok Pisin: haus; Tongan: fale; Tourangeau: houstiau; Tswana: ntlo; Turkish: ev, hane; Turkmen: öý; Tuvaluan: fale; Tuvan: ӧг, бажың; Tzotzil: na; Udi: кӏож, кӏодж; Udmurt: корка; Ugaritic: 𐎁𐎚; Ukrainian: дім, хата; Umotína: xipá; Unami: wikewam; Urdu: گھر‎, مکان‎; Uyghur: ئۆي‎; Uzbek: hovli, uy; Venetian: ca', caxa; Veps: pert; Vietnamese: nhà, nhà ở; Volapük: dom; Walloon: måjhon, måjhone; Waray-Waray: balay; Welsh: tŷ, annedd; West Frisian: hûs; Western Juxtlahuaca Mixtec: be'e; White Hmong: tsev; Wolof: kër; Xhosa: indlu; Yakut: дьиэ; Yiddish: הויז‎; Yonaguni: 家; Yoruba: ilé; Yucatec Maya: naj, otoch; Yup'ik: ne, ena; Zazaki: keye, xane, çe; Zealandic: 'uus, huus; Zhuang: ranz; Zou: in; Zulu: indlu

dwelling

Arabic: مَنْزِل‎, سَكَن‎; Moroccan Arabic: سكنة‎; Azerbaijani: mənzil, ev; Basque: bizileku, bizitoki; Belarusian: жыллё; Bengali: মকান, মঞ্জিল; Bulgarian: жилище; Catalan: habitatge, vivenda; Central Sierra Miwok: ˀu·ču-; Chinese Mandarin: 住宅, 住所; Czech: obydlí; Danish: bolig, bopæl; Dutch: woning, woonst; Esperanto: loĝejo; Finnish: asunto, asumus; French: domicile, habitation; Galician: eido, vivenda, moranza, moradía, soxorno, lar; German: Wohnsitz, Wohnung, Behausung, Wohnstätte; Gothic: 𐌱𐌰𐌿𐌰𐌹𐌽𐍃; Ancient Greek: ἀναστροφή, δίαιτα, δῶ, δῶμα, ἕδος, ἕδρα, ἕδρανον, ἐμβιωτήριον, ἐνδιαιτητήριον, ἐνοίκιον, ἑστία, ἤθη, θεράπνη, κατοικία, οἴκημα, οἴκησις, οἰκητήριον, οἰκία, οἶκος, σκήνωμα, σταθμός, στέγα, στέγη; Hebrew: דירה‎, דיור‎, מגורים‎, שכן‎; Hungarian: lakás, lakóhely, otthon, lak; Ido: lojeyo; Italian: abitazione, residenza, dimora; Japanese: 居留, 住居, 住宅; Korean: 주거, 주택, 거류; Latin: domicilium; Low German: Wahnung, Wahnen, Wahnsitt; Macedonian: живеалиште; Manchu: ᠪᠣᠣ; Maori: tuohunga; Middle English: dwellynge, herberwe; Norman: d'meuthe; Old Norse: bo, bú; Old Turkic: 𐰋‎; Orok: дуку; Pashto: کور‎, خونه‎; Plautdietsch: Wonunk; Polish: mieszkanie; Portuguese: domicílio, moradia; Romanian: locuință, domiciliu; Russian: жилище, жильё; Scottish Gaelic: còmhnaidh; Slovak: obydlie; Slovene: bivališče, domovanje; Spanish: domicilio, morada, residencia, casa; Swedish: bostad, boning; Thai: ชุมรุม, ทำเนียบ, เวสน์; Turkish: ev, konut; Ugaritic: 𐎎𐎌𐎋𐎐𐎚; Ukrainian: житло, помешкання; Vietnamese: chổ ở; Walloon: dimorance, lodjisse