περιβάλλω

From LSJ
Revision as of 10:32, 17 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περῐβᾰ́λλω Medium diacritics: περιβάλλω Low diacritics: περιβάλλω Capitals: ΠΕΡΙΒΑΛΛΩ
Transliteration A: peribállō Transliteration B: periballō Transliteration C: perivallo Beta Code: periba/llw

English (LSJ)

fut. περιβᾰλῶ: aor. περιέβᾰλον (v. infr.):—
A throw round, throw about, or throw over, put on or put over, c. acc. rei, φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε Od. 11.211; περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες Il.11.454; περὶ δ' ἄντυγα βάλλε φαεινήν 18.479; περιβάλλω χέρας Ar.Th.914, E.Or.1044: freq. c. dat., χέρας περιβάλλω τινί Id.Ph.1459, etc.; περὶ δ' ὠλένας δέρᾳ… βάλοιμι ib.165 (lyr.); περιβάλλω τινὶ δεσμά, βρόχους, A.Pr.52, E.Ba.619; Τροίᾳ ζευκτήριον A.Ag. 529; κρατὶ περιβάλλω σκότον E.HF1159; περιβάλλω τινὰ χαλκεύματι put him round the sword, i.e. stab him, A.Ch.576; also περὶ τὰ στέρνα θώρηκας περιβάλλω Hdt. 1.215, cf. 5.85; αἱμασιὴν περιβάλλω κατὰ τὸν κύκλον Id.7.60; περὶ ἕρμα περιβάλλω ναῦν wreck it on... Th.7.25:—Med., throw round oneself or throw over oneself, put on, c. acc. rei, περιβαλλόμενοι τεύχεα putting on their arms, Od.22.148; περὶ δὲ ζώνην βάλετ' ἰξυῖ 5.231; ξίφος περὶ στιβαροῖς βάλετ' ὤμοις 14.528; εἷμα, φᾶρος περιβάλλεσθαι, Hdt. 1.152, 9.109; φάρεα καὶ πλοκάμους E.IT1150(lyr.); κόσμον σώμασιν Id.HF334; κύκλον ὅσον περιβάλλεται αἰθήρ Hermesian.7.87; freq. of defences, τεῖχος καὶ σωτηρίην περιβαλέσθαι τοῖς τε χρήμασι καὶ τοῖς σώμασιν Democr.280; also ὅταν περιβάλωνται χειρις μοὺς παραλλάττοντας Phld.Rh.1.8 S.; περιβάλλω ἕρκος ἔρυμα τῶν νεῶν Hdt.9.96; τείχεα Id.1.141, cf. 6.46, Th.1.8; ταῖς πόλεσιν ἐρύματα περιβάλλονται X.Mem.2.1.14; Πελοποννήσῳ περιβάλλω ἓν τεῖχος Arist.Pol.1276a27; λιμένι τεῖχος, χάρακα τῇ παρεμβολῇ, Plb.4.65.11, 5.20.5; also περὶ τὴν Πελοπόννησον τεῖχος περιβαλέσθαι Lys.2.45: c. dupl. acc., τεῖχος περιβαλέσθαι πόλιν build a wall round it, Hdt.1.163: in pf. Pass., have a thing put round one, Pl.Smp. 216d; τὸ τεῖχος περιβεβλημένος = having his wall around him, encompassed by it, Id.Tht. 174e, cf. Arist.Pol.1331a8.
2 metaph., put round or put upon a person, i.e. invest him with it, περιβάλλω τινὶ ἀγαθόν (i.e. βασιληΐην), τυραννίδα, Hdt.1.129, E.Ion829; περιβάλλω σωτηρίαν [τισί] Id.HF304; ὕδασι δουλείαν Id.Ph.189 (lyr.); οἶκτον Id.IA934; τινὶ περιβάλλω ἀνανδρίαν, i.e. make him faint-hearted, Id.Or.1031; περιβάλλω τὴν αἰτίαν τῷ ἰατρῷ impute blame to... Pall.in Hp.12.283 C.:—Pass., c. acc., to be involved in, μεγίστην ζημίαν τὸ ταμεῖον περιβληθήσεται SIG888.87 (Scaptopara, iii A. D.).
II reversely c. dat. rei, surround, encompass with... περιβαλεῖν πλῆθος τῶν ἰχθύων (sc. τῷ ἀμφιβλήστρῳ) Hdt.1.141; βρόχῳ περιβάλλω τὸν αὐχένα Id.4.60 (tm.); [Βόσπορον] πέδαις περιβάλλω A.Pers.748; περιβάλλω τινὰ ὑφάσματι E.Or.25; δοραῖσι σῶμα Id.Cyc.330; περιβάλλω τινὰ χερσί embrace, Id.Or.372:—Med., surround or enclose for one's advantage or defence, τὴν νῆσον περιβάλλω τείχει Pl.Criti.116a; χωρίον X.Cyr.6.3.30; περιβάλλω θύννους net them, Arist.HA 537a20, cf. 533b25.
2 metaph., περιβάλλω τινὰ κακῷ, περιβάλλω τινὰ συμφοραῖς, involve one in evil or calamity, E.Or.906, Antipho 3.2.12; ἀνηκέστοις πόλιν συμφοραῖς And.1.142, cf. Lys.4.20; ὀνείδει D.22.35; περιβάλλω τινὰ φυγῇ, i.e. banish him, Plu.2.775c; τινὰ κλοπῆς καταδίκῃ Id.Arist.4:—Pass., (συμφοραῖς) Phld.Piet.35b.
III c. acc. only, encompass, surround, περιβάλλει με σκότος, νέφος, E.Ph.1453, HF1140; περιβάλλω ἀλλήλους embrace each other, X.An.4.7.25, cf. Men.Pk.36, III; also, clothe, τινα Ev.Matt.25.36; τὸ περιβεβλημένον = the space enclosed, enclosure, Hdt.2.91; cf. περίβολος II.2:—Med., ἤλαυνον περιβαλόμενοι [τὰ ὑποζύγια] surrounding them, Id.9.39, cf. X.Cyr.1.4.17.
2 fetch a compass round, double, ἵπποι περὶ τέρμα βαλοῦσαι Il.23.462; especially of ships, round a cape, περιβάλλω τὸν Ἄθων Hdt.6.44; Σούνιον Th.8.95: abs., of a hare, double, X.Cyn.5.29, 6.18.
3 amplify, expand, λόγον Hermog.Id.1.4, cf. ΙΙ: abs., ib.3,al.
IV Med., bring into one's power, compass, ἰδίῃ περιβάλλω ἑωυτῷ κέρδεα Hdt.3.71; πολλὰ [χρήματα] Id.8.8, cf. 7.190; σωφροσύνης δόξαν περιβάλλεσθαι X.Mem.4.2.6; τὰ λοιπὰ τῶν πραγμάτων περιβαλλόμενος D.18.231; πλῆθος λείας Plb.1.29.7, cf. 3.69.7: pf. Pass., to have come into possession of... πόλιν Hdt.6.24; δυναστείας Isoc.4.184, cf. 2.25.
2 appropriate mentally, comprehend, περιβάλλεσθαι τῇ διανοίᾳ τὰς πράξεις Id.5.118; πολλὰ περιβεβλῆσθαι πράγματα to have aimed at learning many things, Men.683; logically, ξύμπαντα τὰ οἰκεῖα… γένους τινὸς οὐσίᾳ περιβάλλω embrace, Pl.Plt. 285b.
3 use circumlocution, κομψῶς κύκλῳ περιβαλλόμενος Id.Smp.222c, cf. Phdr.272d.
V throw beyond, beat in throwing: hence generally, excel, surpass, μνηστῆρας δώροισι Od.15.17; περιβάλλω ἀρετῇ to be superior in... Il.23.276.
VI περιβάλλειν τὸ λουτρόν take a bath, Cass.Pr.5; περιβάλλειν πρὸς λουτρόν ibid.

German (Pape)

[Seite 569] (s. βάλλω), 1) umwerfen, umlegen; bei Hom. in tmesi, v.l. Od. 9, 185; περὶ δ' ἄντυγα βάλλε φαεινήν, Il. 18, 479; φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε, umschlingen, Od. 11, 211; vgl. Ar. περίβαλλε δὲ χέρας, Thesm. 914; u. in Prosa, Plat. Conv. 191 a 219 b u. A., wofür Eur. sagt πρὸς στέρνα πατρὸς στέρνα τἀμὰ περιβαλῶ, I. A. 632; vgl. περιβαλὼν πλευροῖς ἐμοῖσι πλευρά, Or. 798; περιβεβληκότες ἀλλήλους, einander umarmt haltend, Xen. Conv. 9, 7; c. gen., περίβαλλε θόλοιο, Od. 22, 468; bes. von Kleidungsstücken und Waffen; gew. τινί τι, τοιόνδε Τροίᾳ περιβαλὼν ζευκτήριον, Aesch. Ag. 515; aber auch τινά τινι, νεκρὸν θήσω ποδώκει περιβαλὼν χαλκεύματι, Ch. 569, wie πόσιν ἀπείρῳ περιβαλοῦσ' ὑφάσματι, Eur. Or. 25; auch ἤδη με περιβάλλει σκότος, mich umgiebt, umfängt Dunkel, Soph. Phil. 1462; vgl. στεναγμῶν με περιβάλλει νέφος, Eur. Herc. Fur. 1140; uneigentl., πέπλοισι κρατὶ περιβάλω σκότος, 1159; auch τινὰ κακῷ, Or. 904, Einen mit Unglück umgeben, in Unglück verstricken, wie συμφοραῖς, Antiph. 3 β 12; Isocr. 4, 127; Σικελίαν πένθει, Plat. Ep. VII, 351 e; u. mit der andern Struktur, οἶκτον περιβαλών, Eur. I. A. 934; φόβος εἰς τὸ δεῖμα περιβαλών μ' ἄγει, Hel. 319; βρόχῳ περὶ ὦν ἔβαλε τὸν αὐχένα, Her. 4, 60; u. übh. Einem Etwas beilegen, z. B. eine Eigenschaft, Würde, 1, 129, τινί τι; auch ἀνανδρίαν τινί beilegen, Eur. Or. 1031; Pol. vrbdt τῷ λιμένι τεῖχος περιβαλών, 4, 65. 11; übertr., οὐ μικροῖς ἐλαττώμασι περιβεβληκὼς τὴν Ῥώμ ην, 1, 52, 2; ähnlich φυγῇ περιέβαλον τὸν ἄνδρα, sie belegten im mit der Verbannung, Plut. amat. narr. 5. – Häufiger im med., sichumwerfen, umthun, bes. sich Waffen und Kleider anlegen, περιβαλλομένους ἴδε τεύχεα, Od. 22, 148, wohin man auch als Tmesis zu rechnen pflegt περὶ δὲ ζώνην βάλετ' ἰξυῖ, 5, 231 u. öfter; ὁπόσαι στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονται, Aesch. Suppl. 853; auch περιβάλλοντό οἱ πτεροφόρον δέμας θεοί, Ag. 1118; φάρεα καὶ πλοκάμους περιβαλλόμεναι, Eur. I. T. 1151; κόσμον σώμασιν, Herc. Fur. 334; χλανίδιον, φᾶρος περιβάλλεσθαι u. dgl., Her. 1, 195. 3, 139. 9, 109; absolut, Matth. 6, 29, wie das act. S. Emp. adv. phys. 1, 90 braucht. So auch von Befestigungswerken, sich zum Schutze herum aufführen, bauen. τείχεα περιεβάλοντο, Her. 1, 141; ἕρκος ὑψηλόν, 7, 192. 9, 96; u. mit doppeltem accus., τεῖχος περιβαλέσθαι τὴν πόλιν, 1, 163. 6, 46; so auch Thuc. καί τινες καὶ τεῖχος περιεβάλλοντο, 1, 8; ταῖς πόλεσιν ἐρύματα, Xen. Mem. 2, 1, 14; u. mit anderer Struktur, τὴν νῆσον λιθίνῳ περιεβάλλοντο τείχει, Plat. Critia. 116 a; und τοῦτο γὰρ οὗτος ἔξωθεν περιβέβληται, Conv. 216 d; auch übertr., sich in einen Wortschwall hüllen, um seine Meinung zu verbergen, ibd. 222 c; viel Umstände machen, Phaed. 272 d. – 2) übertreffen, überlegen sein, ὅσσον ἐμοὶ ἀρετῇ περιβάλλετον ἵπποι, an Tüchtigkeit, Il. 23, 276, wie ὁ γὰρ περιβάλλει ἅπαντας μνηστῆρας δώροισι, Od. 15, 17. – 3) umgeben, umschlingen, umfassen, λαβεῖν ἀμφίβληστρον καὶ περιβαλεῖν πλῆθος πολλὸν τῶν ἰχθύων, mit dem Netz eine große Menge Fische einschließen, fangen, Her. 1, 141; χωρία, τόπους, eine Gegend lieb daben, sie oft besuchen, Xen. Cyn. 5, 29; τὸ περιβεβλημένον, die Umgebung, Her. 2, 91. – 4; med. an sich bringen, sichaneignen, in seinen Besitz, seine Gewalt bringen, ἰδίῃ περιβαλλόμενος ἑωυτῷ κέρδεα, Her. 3, 71; πολλὰ ἔσωσε χρήματα τοῖσι Πέρσῃσι, πολλὰ δὲ καὶ αὐτὸς περιεβάλετο, 8, 8; ἀπονητὶ πόλιν περιεβεβλήατο, 6, 25; τόπον, Isocr. 4, 36; δυναστείαν περιβεβλημένοι, ib. 184; κέρδεα, χρήματα u. ä., Xen. Cyr. 1, 4, 17 An. 6, 1, 3 Hell. 4, 8, 17 u. öfter, u. Sp., Pol. πλῆθος λείας, 1, 29, 7, öfter. – 5) umschiffen, umsegeln, τὸν Ἄθων περιέβαλλον, Her. 6, 44; αἱ νῆες παραπλεύσασαι καὶ περιβαλοῦσαι Σούνιον, Thuc. 8, 95, vgl. 7, 25.

French (Bailly abrégé)

I. tr. jeter autour :
1 abs. πεῖσμα κίονος ἐξάψας περίβαλλε OD il fixa une corde à une colonne et la passa autour (du cou des servantes);
2 avec l'acc. de la chose que l'on jette autour et le dat. de la pers. ou de la chose autour de laquelle on jette : χεῖρας περιβάλλειν τινί EUR jeter les mains autour de qqn, embrasser qqn;
3 avec l'acc. de la pers. ou de la chose que l'on entoure et le dat. de l'objet dont on entoure : περιβάλλειν τινὰ χαλκεύματι ESCHL frapper qqn d'une épée ; τὸν αὐχένα βρόχῳ HDT entourer le cou d'un lacet ; d'où sans dat. περιβάλλειν ἰχθύων πλῆθος HDT prendre dans des filets une multitude de poissons ; περιβάλλειν τινὰ φυγῇ PLUT jeter qqn en exil;
4 avec l'acc. de la chose que l'on jette et une prép. : ναῦν περιβάλλειν περὶ ἕρμα THC pousser un vaisseau sur un banc de sable, échouer avec le navire;
II. intr. en appar. (s.e. ἑαυτόν, ἵππον, νῆα, etc.) s'élancer autour : τὸν Ἄθων περιβάλλειν HDT tourner autour de l'Athos avec la flotte, doubler le mt Athos ; περιβάλλειν Σούνιον THC doubler le cap Sounion ; fig. faire le tour de, càd dépasser, surpasser : τινά τινι surpasser qqn en qch ; abs. περιβάλλειν ἀρετῇ IL être supérieur en vaillance;
Moy. περιβάλλομαι;
I. tr. 1 jeter autour de soi : τεύχεα OD ses armes, revêtir son armure ; τείχεα HDT ou τεῖχος THC élever des murs, un mur tout autour pour se protéger ; avec deux rég. τεῖχος τὴν πόλιν HDT élever un mur autour de la ville ; ταῖς πόλεσι ἐρύματα XÉN élever des retranchements autour des villes;
2 jeter autour de en gén. : περιεβάλοντο οἱ πτεροφόρον δέμας θεοί ESCHL les dieux l'entourèrent (le rossignol) d'un corps couvert de plumes;
II. intr. 1 se jeter autour de ; cerner, entourer;
2 s'emparer de, acc. ; fig. embrasser par la pensée, considérer, acc..
Étymologie: περί, βάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-βάλλω, Ion. plqperf. med. 3 plur. περιεβεβλέατο om... heen werpen, om... heen leggen, met acc. van het voorwerp dat gelegd wordt en dat. of prep. bep. van de ontvanger act.; met acc.:; περὶ δ’ ἄντυγα βάλλε φαεινήν eromheen (om het schild) bracht hij een schitterende band aan Il. 18.479; met acc. en dat.:; τῷδε δεσμὰ περιβαλεῖν hem hier de boeien aan te doen Aeschl. PV 52; θανάτου πέλας βεβῶσι περιβαλεῖν χέρας degenen die de dood nabij zijn, omhelzen Eur. Or. 1044; met acc. en prep. bep.:; ὥσπερ περὶ ἕρμα περιβάλῃ τὴν ναῦν dat men het schip als het ware op een klip vast zou laten lopen Thuc. 7.25.7; overdr. voorzien van:. τυραννίδ’ αὐτῷ περιβαλεῖν ἔμελλε hij was van plan hem de alleenheerschappij te bezorgen Eur. Ion 829; μή... μοι περιβάλῃς ἀνανδρίαν bezorg mij geen lafheid Eur. Or. 1031. med. ((voor) zich) omdoen, aantrekken; met acc.:; περιβαλλομένους ἴδε τεύχεα hij zag dat zij hun wapenrusting omdeden Od. 22.148; met acc. en dat.:; ὅταν δὲ κόσμον περιβάλησθε σώμασιν wanneer jullie de fraaie kleding hebben aangetrokken Eur. HF 334; met acc. en prep. bep.:; ξίφος ὀξὺ περὶ στιβαροῖς βάλετ’ ὤμοις hij wierp het scherpe zwaard om zijn stevige schouders Od. 14.528 (tmesis); rondom bouwen, ((voor) zich) omgeven:; ταῖς πόλεσι ἐρύματα περιβάλλονται zij leggen vestingwerken om hun steden aan Xen. Mem. 2.1.14; med.-pass..; τοῖς περιβεβλημένοις τείχη περὶ τὴν πόλιν degenen die muren hebben opgetrokken rond hun stad Aristot. Pol. 1331a8; met dubb. acc.. τεῖχος περιβαλέσθαι τὴν πόλιν (geld) om een muur om hun stad te leggen Hdt. 1.163.3. omringen met, rondom voorzien van, met acc. van wat omringd wordt en dat. instr. act..; Βόσπορον... πέδαις... π. de Bosporus in boeien slaan Aeschl. Pers. 748; βρόχῳ περὶ... ἔβαλε τὸν αὐχένα hij omvatte de nek met een strop Hdt. 4.60.2 (tmesis); overdr. doen terechtkomen in:; αὐτοὺς π. κακῷ τινι hen in een of andere ramp storten Eur. Or. 906; Σικελίαν πένθει π. μυρίῳ Sicilië in onmetelijk leed storten Plat. Epist. 351e; ook met alleen acc. rondom... gaan:; περὶ τέρμα βαλούσας om de keerzuil draaiend (met hun wagens) Il. 23.462 (tmesis); τὸν Ἄθων περιέβαλλον zij rondden Athos (met hun schepen) Hdt. 6.44.2; omhullen:; περιβάλλει με σκότος de duisternis omhult mij Eur. Phoen. 1453; kleden:; οὐ περιεβάλετέ με jullie hebben mij niet van kleding voorzien NT Mt. 25.43; omhelzen:; περιέβαλλον ἀλλήλους zij omhelsden elkaar Xen. An. 4.7.25; subst. ptc. perf. pass. τὸ περιβεβλημένον ommuurde ruimte. Hdt. 2.91.2. med. omringen, omsingelen:; χωρίον περιβάλλεσθαι een gebied omsingelen Xen. Cyr. 6.3.30; zich verhullen:; κομψῶς κύκλῳ περιβαλλόμενος je zo geraffineerd aan alle kanten verhullend Plat. Smp. 222c; zich voorzien van, zich meester maken van, verwerven:; πολλὰ καὶ αὐτὸς περιεβάλετο hij had ook zichzelf veel toegeëigend Hdt. 8.8.1; σωφροσύνης δόξαν περιβάλλεσθαι de reputatie van verstandigheid verwerven Xen. Mem. 4.2.6; med.-pass..; τοῖς μείζους... τὰς δυναστείας... περιβεβλημένοις degenen die grotere heerschappij bezitten Isocr. 4.184; overdr. zich eigen maken, begrijpen:. περιβάλλεσθαι τῇ διανοίᾳ τὰς πράξεις met zijn verstand de handelingen begrijpen Isocr. 5.118; πρὶν ἂν σύμπαντα τὰ οἰκεῖα... γένους τινὸς οὐσίᾳ περιβάληται voordat men alles wat op elkaar lijkt in een bepaalde klasse heeft ondergebracht Plat. Plt. 285b. overtreffen: alleen act..; ὁ γὰρ περιβάλλει ἅπαντας μνηστῆρας δώροισι want hij overtreft alle vrijers in geschenken Od. 15.17; ook abs. de beste zijn:. ἀρετῇ περιβάλλετον ἵπποι de beide paarden blinken uit in kwaliteit Il. 23.276.

Russian (Dvoretsky)

περιβάλλω: (fut. περιβᾰλῶ, aor. περιέβᾰλον; эп. impf. περίβαλλον; ион. 3 л. ppf. pass. περιεβεβλήατο = περιεβέβληντο)
1 закидывать, накидывать, набрасывать (πεῖσμα Hom.): π. στέρνα πρὸς στέρνα τινός Eur. прижаться грудью к чьей-л. груди; med. накидывать на себя (χλανίδα περιβαλλόμενος Her.; περιβεβλημένος σινδόνα NT);
2 надевать (ζευκτήριον Τροίᾳ Aesch.): περιβαλλόμενοι τεύχεα Hom. с надетым на себя оружием, вооруженные;
3 одевать (τινὰ γυμνόν NT); pass. одеваться (ἐν ἱματίοις λευκοῖς NT);
4 запрокидывать: π. χεῖράς τινι Eur., Plat. обвивать кого-л. руками (ср. 8);
5 строить вокруг, возводить кругом (τεῖχος Πελοποννήσῳ Arst. и τῷ λιμένι Polyb.; χάρακά τινι NT; med. τείχη Thuc. и τεῖχος τὴν πόλιν Her.): ταῖς πόλεσιν ἐρύματα περιβάλλεσθαι Xen. возводить укрепления вокруг городов;
6 внушать (ἀνανδρίαν τινί Eur.);
7 оказывать, давать (τὸ ἀγαθόν τινι Her.): π. σωτηρίαν τινί Eur. спасать кого-л.;
8 опутывать, захватывать: περιβαλεῖν πλῆθος τῶν ἰχθύων Her. поймать множество рыб(ы); περιβαλέσθαι τὴν πόλιν Her. захватить город; π. τινὰ πέδαις Aesch. наложить на кого-л. оковы; π. τὸν αὐχένα βρόχῳ Her. обвивать шею петлей; π. τινὰ χερσί Eur. (ср. 4) обнимать кого-л.; σκότος περιβάλλει τινά Eur. тьма окутывает кого-л.; περιβάλλεσθαι σωφροσύνης δόξαν Xen. стяжать себе репутацию благоразумного человека;
9 обнимать (ἀλλήλους Xen.);
10 окружать, брать в кольцо (τοὺς πολεμίους Plat.): περιβάλλεσθαί τινι πτεροφόρον δέμας Aesch. окружать пернатым телом, т. е. превращать в птицу кого-л.; περιβάλλεσθαι μεῖζον χωρίον Xen. окружать большую площадь; ἐν τῷ περιβεβλημένῳ Her. в огороженном месте, внутри ограды;
11 возлагать (τυραννίδα τινί Eur.);
12 налагать (τινὶ δουλείαν Eur.);
13 поражать (τινὰ χαλκεύματι Aesch.; τινὰ κακῷ Eur.): π. τινὰ φυγῇ Plut. карать кого-л. изгнанием; π. τινὰ ὀνείδει Dem. покрывать кого-л. позором;
14 бросать, устремлять: π. περὶ ἕρμα τὴν ναῦν Thuc. налететь с кораблем на скалу;
15 огибать, объезжать (τὸν Ἄθων Her.; Σούνιον Thuc.);
16 превосходить (τινά τινι Hom.): ἀρετῇ π. Hom. отличаться высокими качествами, быть превосходным;
17 часто посещать (τόπους Xen.);
18 med. перен. охватывать (τῇ διανοίᾳ τι Isocr.; ξυμπάντα τὰ οἰκεῖα Plat.);
19 med. пускаться в рассуждения: μακρὰν περιβαλλόμενοι Plat. пространно разглагольствуя; κομψῶς κύκλῳ π. Plat. ловко кружиться вокруг да около.

English (Autenrieth)

aor. 2 περιέβαλον: throw about or around; πεῖσμά τινος, Od. 22.466; met., excel, surpass, Il. 23.276, Od. 15.17; mid., of putting on armor, Od. 23.148.

English (Slater)

περιβάλλω put around, c. acc. & dat., met., devote to κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει (P. 9.87)

Spanish

envolver, poner alrededor

English (Strong)

from περί and βάλλω; to throw all around, i.e. invest (with a palisade or with clothing): array, cast about, clothe(-d me), put on.

English (Thayer)

future περιβαλῶ; 2nd aorist περιέβαλον; perfect passive participle περιβεβλημένος; 2nd aorist middle περιεβαλομην; 2future middle περιβαλοῦμαι; from Homer down; the Sept. chiefly for כָּסָה, to cover, cover up; also for לָבַשׁ, to clothe, and עָטָה, to veil; to throw around, to put round;
a. χάρακα, to surround a city with a bank (palisade), R G Tr L text WH marginal reading); see παρεμβάλλω, 2).
b. of garments, τινα, to clothe one: τινα τί, to put a thing on one, to clothe one with a thing (Buttmann, 149 (130); Winer's Grammar, § 32,4a.): T WH omit; L Tr brackets accusative of person); has the dative of the thing; (so L WH txt, but others ἐν with the dative of thing)); to put on or clothe oneself: absolutely, Buttmann, § 135,2), ἐν τίνι (Buttmann, as above; see ἐν, I:5b., p. 210a), Revelation 3:5.

Greek Monolingual

ΝΜΑ βάλλω
1. θέτω, τοποθετώ κάτι ολόγυρα ή πάνω από κάτι άλλο
2. περικλείω, περικυκλώνω, ζώνω
3. καλύπτω, σκεπάζω κάτι ολόγυρα, επικαλύπτω, περικαλύπτω (α. «μέ περιβάλλει βαθύ σκοτάδι» β. «ἤδη γάρ με περιβάλλει σκότος», Ευρ.)
4. ντύνω, ενδύω
νεοελλ.
1. (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η περιβάλλουσα
βλ. περιβάλλουσα
2. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το περιβάλλον
βλ. περιβάλλον
νεοελλ.-αρχ.
1. αγκαλιάζω
2. μτφ. επιθέτω κάτι σε κάποιον, προσάπτω, παρέχω (α. «περιβάλλει τα παιδιά με αγάπη και εμπιστοσύνη» β. «μὴ πρὸς θεῶν μοι περιβάλῃς ἀνανδρίαν» — μη μέ κάνεις να λιποψυχήσω, Παλλαδ.
β. «περιβάλλειν τὴν αἰτίαν τῷ ἰατρῷ» — αποδίδω μομφή στον γιατρό, Ιπποκρ.)
μσν.
1. μέσ. περιβάλλομαι
νικώ
2. παθ. (σχετικά με ιδιοκτησία, ακίνητη περιουσία, κυριότητα) επιστρέφω, επανέρχομαι
μσν.-αρχ.
μτφ. αναμιγνύω κάποιον σε συμφορά, τον εμπλέκω και τον ρίχνω σε κάτι κακό, περιπλέκω
αρχ.
1. (σχετικά με οχυρωματικά κ.ά. παρόμοια έργα) οικοδομώ γύρω από κάτι άλλο, κατασκευάζω ολόγυρα τείχη, οχυρώνω
2. αποφεύγω κάτι
3. (για πλοία) παρακάμπτω ακρωτήριο, καβατζάρω, περιπλέω
4. (για λαγό) συχνάζω
5. επεκτείνω, αναπτύσσω
6. υπερτερώ στη βολή, στη ρίψη
7. υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον
8. μέσ. α) περικλείω, περικυκλώνω κάτι προς όφελός μου
β) περιχαρακώνομαι, τοποθετώ κάτι γύρω μου για να υπερασπίσω τον εαυτό μου
γ) κατανοώ, καταλαβαίνω
δ) χρησιμοποιώ περιφράσεις, καλύπτω την ουσία πίσω από τις λέξεις
9. (παθ. με μέσ. σημ.) παίρνω κάτι υπό την εξουσία μου, σφετερίζομαι, ιδιοποιούμαι
10. (ο παθ. παρακμ. με μέσ. σημ.) περιβέβλημαι
καταλαμβάνω, κυριεύω
11. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τo περιβεβλημένον
χώρος κλεισμένος ολόγυρα, περίβολος
12. φρ. α) «περιβάλλω λόγον» — κάνω τον λόγο κομψό
β) «περιβάλλω τινὰ φυγῇ» — εξορίζω
γ) «περιβάλλω τινὰ χαλκεύματι» — διατρυπώ με το ξίφος μου
δ) «περιβάλλειν το [ή πρὸς] λουτρόν» — κάνω μπάνιο, παίρνω το λουτρό μου.

Greek Monotonic

περιβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ, αόρ. βʹ -έβᾰλον·
I. 1. ρίχνω ολόγυρα, περὶ χαῖρε βαλών, έχοντας βάλει τα χέρια του ολόγυρα του, σε Ομήρ. Οδ.· χέρας περιβάλλω τινί, σε Ευρ.· περὶ δι' ὠλένας δέρᾳ βάλοιμι, στον ίδ.· περιβάλλω τινὶ δεσμά, σε Αισχύλ.· περιβάλλω, ναῦν περὶ ἕρμα, προσαράζω σε ξέρα, σε Θουκ. — Μέσ., βάζω κάτι επάνω μου, φορώ, με αιτ. πράγμ., τεύχεα περιβαλλόμενοι, φόρεσαν τα όπλα τους, σε Ομήρ. Οδ.· περιβάλλω ἔρυμα, ἕρκος, τείχεα, περιβάλλω κάποιον για να τον υπερασπίσω, περιτειχίζω, σε Ηρόδ.· με διπλή αιτ., τεῖχος περιβάλλεσθαι πόλιν, χτίζω τείχος γύρω της, στον ίδ.· σε Παθ. παρακ., έχω τοποθετήσει ένα πράγμα γύρω από κάποιον, σε Πλάτ.· περιβεβλημένος το τεῖχος, έχει το τείχος γύρω του, στον ίδ.
2. μεταφ., τοποθετώ κάτι γύρω από ένα πρόσωπο, δηλ. τον περιβάλλω μ' αυτό, περιβάλλω τινὶ βασιληΐην, τυραννίδα, στον ίδ., Ευρ.· δουλείαν Μυκήναις, σε Ευρ.· περιβάλλω ἀνανδρίαν τινί, δηλ. κάνω κάποιον άτολμο, δειλό, στον ίδ.
II. αντιστρόφως με δοτ. πράγμ., περιβάλλω, περιστοιχίζω, περιτριγυρίζω, περιβάλλειν βρόχῳ τὸν αὐχένα, στον ίδ.· μεταφ., περιβάλλω τινὰ χερσί, εναγκαλίζομαι, στον ίδ.· μεταφ., περιβάλλω τινὰ συμφοραῖς, κακοῖς, εμπλέκω κάποιον σε συμφορές, δυστυχίες κ.λπ., στον ίδ.· ομοίως στη Μέσ., περικλείω ή περιβάλλω για την υπεράσπισή μου, σε Ξεν.
2. περιβάλλω τινὰ χαλκεύματι, περιβάλλω κάποιον με το ξίφος μου, δηλ. τον διαπερνώ με αυτό, σε Αισχύλ.
III. 1. με αιτ. μόνο, περικυκλώνω, περικλείω, περιβάλλει με σκότος, σε Ευρ.· περιβάλλω τινά, αγκαλιάζω αυτόν, σε Ξεν.· αλλά επίσης και ενδύω, ντύνω, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., τὸ περιβεβλημένον, περίβολος, περίφρακτος χώρος, σε Ηρόδ. — Μέσ. ἤλαυνον περιβαλλόμενοι (τὰ ὑποζύγια), περιτριγυρίζοντας, στον ίδ.
2. φέρνω την πυξίδα γύρω-γύρω, αναστρέφω, με αιτ., ἵπποι περὶ τέρμα βαλοῦσαι, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πλοία, περιβάλλω τὸν Ἄθων, σε Ηρόδ. κ.λπ.
3. συχνάζω, αγαπώ ένα μέρος, σε Ξεν.
IV. 1. Μέσ., προσπαθώ να κερδίσω προς όφελός μου, στοχεύω, Λατ. affectare, καθώς λέμε «μηχανεύομαι» ένα πράγμα, περιβάλλω ἑωυτῷ κέρδεα, σε Ηρόδ.· σωφροσύνης δόξαν περιβάλλω, σε Ξεν.· Παθ. παρακ., έχω την κατοχή ενός πράγματος, σε Ηρόδ.
2. καλύπτω ή σκεπάζω με λόγια, σε Πλάτ.
V. υπερβάλλω, και επομένως γενικά, υπερέχω, υπερβαίνω, μνηστῆρας δώροισι, σε Ομήρ. Οδ.· απλώς, περιβάλλω ἀρετῇ, υπερέχω στην αρετή, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

περιβάλλω: μέλλ. -βᾰλῶ: ἀόριστ. περιέβᾰλον. Ρίπτω, βάλλω ὁλόγυρα ἢ ἐπάνω, ἐπιτίθημι, ἐνδύω, μετ’ αἰτ. πράγμ., ὄφρα καὶ εἰν Ἀΐδαο φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε ἀμφοτέρω κρυεροῖο τεταρπώμεσθα γόοιο; Ὀδ. Λ. 210· περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες Ἰλ. Λ. 454· περὶ δ’ ἄντυγα βάλε φαεινὴν Σ. 479· (ἐν Ὀδ. Φ. 466, ἐν τῷ στίχῳ: κίονος ἐξάψας μεγάλης περίβαλλε θόλοιο ἡ γενικὴ ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ ἐξάψας)· χέρας π. Ἀριστοφ. Θεσμ. 914· συχνάκις μετὰ δοτικ., χέρας π. τινὶ Εὐρ. Ὀρ. 1044, Φοίν. 1459, κτλ.· περὶ δ’ ὠλένας δέρᾳ ... βάλοιμι αὐτόθι 165· π. τινὶ δεσμά, βρόχους Αἰσχύλ. Πρ. 52, Εὐρ. Βάκχ. 619· ζευκτήριον Τροίᾳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 529· ἐν πέπλοισι κρατὶ π. σκότος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1159· - ὡσαύτως, π. θώρηκας περὶ τὰ στέρνα Ἡρόδ. 1. 215, πρβλ. 5. 85· π. αἱμασιὴν κατὰ τὸν κύκλον ὁ αὐτ. 7. 60· π. ναῦν περὶ ἕρμα, προσαράττω εἰς .., Θουκ. 7. 25. - Μέσ., βάλλω τι ἐπάνω μου, ἐνδύομαι, μετ’ αἰτιατ. πράγμ., τεύχεα περιβαλλόμενοι, ἐνδυόμενοι τὰ ὅπλα των, Ὀδ. Χ. 148· περὶ δὲ ζώνην βάλετ’ ἰξυῖ Ε. 231· ξίφος περὶ στιβαροῖς βάλετ’ ὤμοις Ξ. 518· οὕτως, εἷμα, φᾶρος περιβάλλεσθαι Ἡρόδ. 1. 152., 9. 109· φάρεα καὶ πλοκάμους Εὐρ. Ι. Τ. 1150· κόσμον σώμασιν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 334· ὡσαύτως, π. ἔρυμα, ἕρκος, τείχεα Ἡρόδ. 1. 141., 9. 96, 97, πρβλ. Θουκ. 1. 8· ταῖς πόλεσιν ἐρύματα περιβάλλεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 14· π. τεῖχος περί τι Λυσ. 194. 43· καὶ μετὰ διπλῆς αἰτ., τεῖχος περιβάλλεσθαι πόλιν, περιβάλλειν αὐτὴν διὰ τείχους, Ἡρόδ. 1. 163, πρβλ. 6. 46· πρβλ. Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τόμ. Α΄, σελ. 517· - ἐν τῷ παθητ. πρκμ., Πλάτ. Συμπ. 216D· περιβεβλημένος τὸ τεῖχος, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 174Ε, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 11, 11. 2) μεταφορ. ὡς τὸ περιτιθέναι, περιάπτειν, π. τινὶ βασιληίην, τυραννίδα Ἡρόδ. 1. 129, Εὐρ. Ἴων 829· ὡσαύτως, π. σωτηρίαν [τισὶ] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 304· δουλείαν Μυκήναις ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 189· οἶκτον ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 934· μὴ πρὸς θεῶν μοι περιβάλῃς ἀνανδρίαν ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1031. ΙΙ. τἀνάπαλιν μετὰ δοτ. πράγμ., κυκλώνω, περικλείω, περιβαλεῖν πλῆθος τῶν ἰχθύων (δηλ. τῷ ἀμφιβλήστρῳ) Ἡρόδ. 1. 141· βρόχῳ π. τὸν αὐχένα ὁ αὐτ. 4. 60· οὕτω παρ’ Ἀττ., [Βόσπορον] πέδαις π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 748· περικαλύπτω, ἐνδύω, π. τινὰ ὑφάσματι, πέπλοις, δοραῖς, κτλ., Εὐρ. Ὀρ. 25, κτλ.· π. τινὰ χερσί, ἐναγκαλίζομαι, αὐτόθι 372 (ἴδε ἐν ἀρχῇ)· - ἀκολούθως μεταφορ., π. τινὰ συμφοραῖς, κακοῖς, ὀνείδεσι, κινδύνοις ὁ αὐτ. 906, Ἀντιφῶν 122. 25, Ἀνδοκ. 18. 33, Λυσ. 102. 57, Δημ. 604. 9, κτλ.· π. τινὰ φυγῇ, δηλ. ἐξορίζω τινά, Πλούτ. 2. 775C· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, περικλείω πρὸς ἰδίαν μου ὑπεράσπισιν, τὴν νῆσον π. τείχει Πλάτ. Κριτί. 116Α, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 3, 30· π. θύννους Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 8, πρβλ. 13. 2) π. τινὰ χαλκεύματι, βάλλω τινὰ ὁλόγυρα εἰς τὸ ξίφος μου, δηλ. διατρυπῶ διὰ τοῦ ξίφους (ἴδε ἐν λέξ. περὶ Β. Ι. 2), Αἰσχύλ. Χο. 576. ΙΙΙ. μόνον μετ’ αἰτ., περικυκλώνω, περιβάλλει με σκότος, νέφος Εὐρ. Φοίν. 1453, Ἡρ. Μαιν. 1140· π. τινά, ἐναγκαλίζομαι, Ξεν. Ἀν. 4. 7, 25· ἀλλὰ καὶ ἐνδύω, τινὰ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κε΄, 36· - τὸ περιβεβλημένον, τὸ ἐγκεκλεισμένον μέρος, περίβολος, Ἡρόδ. 2. 91· πρβλ. περίβολος ΙΙ. 2· - μέσ., ἤλαυνον περιβαλλόμενοι [τὰ ὑποζύγια], περιτριγυρίζοντες, ὁ αὐτ. 9. 39. 2) ἵπποι περὶ τέρμα βαλοῦσαι, περιελθοῦσαι τὸν καμπτῆρα, Ἰλ. Ψ. 462· ἰδίως ἐπὶ πλοίων, π. τὸν Ἄθων Ἡρόδ. 6. 44· Σούνιον Θουκ. 8. 95· ὡς τὸ περιπλέω παρ’ Ἡροδ. 7. 21. 3) συχνάζω, ἀγαπῶ νὰ φοιτῶ εἴς τι μέρος, Ξεν. Κυνηγ. 5. 29., 6. 18. 4) π. λόγον, στρογγυλώνω, ἀποκαθιστῶ αὐτὸν στρογγύλον, Ἐρμογέν., Φώτ. IV. Μέσ., προσπαθῶ νὰ κερδήσω τι πρὸς ἐμὴν ὠφέλειαν, ἀποβλέπω εἰς ἴδιον κέρδος, Λατιν. affectare, ἰδίῃ π. ἑωυτῶ κέρδεα Ἡρόδ. 3. 71· πολλὰ χρήματα ὁ αὐτ. 8. 8, πρβλ. 7. 190· σωφροσύνης δόξαν περιβάλλεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 6· τὰ λοιπὰ περιβαλλόμενος Δημ. 304. 25· πρβλ. Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 287· - παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημασ., κυριεύω, λαμβάνω εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, Σάμιοι δὲ ἀπαλλαχθέντες Μήδων, ἀπονητὶ πόλιν καλλίστην Ζάγκλην περιεβεβλήατο (Ἰων. ἀντὶ περιεβέβληντο) Ἡρόδ. 6.24· δυναστείαν Ἰσοκρ. 79C. 2) περιβάλλεσθαι τῇ διανοίᾳ ὑποτίθεσθαι Ἰσοκρ. 106C ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ· πολὺ κρεῖττόν ἐστιν ἕν καλῶς μεμαθηκέναι ἢ πολλὰ περιβεβλῆσθαι πράγματα Μένανδρος ἐν Ἀδήλ. 474·-λογικῶς, πρὶν ἂν ξύμπαντα τὰ οἰκεῖα ἐντὸς μιᾶς ὁμοιότητος ἔρξας γένους τινὸς οὐσίᾳ περιβάληται, περιλάβῃ, Πλάτ. Πολιτικ. 285Β. 3) περικαλύπτω, καλύπτω, περικαλύπτω διὰ λέξεων, κομψῶς κύκλῳ π. τι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 222C· ἀπολ.,=τῷ Λατ. ambagibus uti, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 272D. V. (ἐκ τῆς περὶ Α. ΙΙΙ) νικῶ ἐν τῷ βάλλειν, ὑπερβάλλω, καὶ οὕτω καθόλου, νικῶ, ὑπερέχω, ὑπερτερῶ, μνηστῆρας δώροισι Ὀδ. Ρ. 17· ἢ ἁπλῶς, π. ἀρετῇ, ὑπερτερεῖν κατὰ τὴν ἀρετήν, Ἰλ. Ψ. 276.

Middle Liddell

fut. -βᾰλῶ aor2 -έβᾰλον
I. to throw round, περὶ χαῖρε βαλών having thrown his arms round him, Od.; χέρας π. τινί Eur.; περὶ δ' ὠλένας δέρᾳ βάλοιμι Eur.; π. τινὶ δεσμά Aesch.; π. ναῦν περὶ ἕρμα to wreck it on a reef, Thuc.:—Mid. to throw round oneself, put on, c. acc. rei, τεύχεα περιβαλλόμενοι putting on their arms, Od.; π. ἔρυμα, ἕρκος, τείχεα to throw round oneself for defence, Hdt.; c. dupl. acc., τεῖχος περιβάλλεσθαι πόλιν to build a wall round it, Hdt.:—in perf. pass. to have a thing put round one, Plat.; περιβεβλημένος τὸ τεῖχος having his wall around him, Plat.
2. metaph. to put round a person, i. e. invest him with it, π. τινὶ βασιληίην, τυραννίδα Plat., Eur.; δουλείαν Μυκήναις Eur.; π. ἀνανδρίαν τινί, i. e. to make him faint-hearted, Eur.
II. reversely, c. dat. rei, to surround, encompass, enclose with, περιβάλλειν βρόχῳ τὸν αὐχένα Hdt.; τινὰ πέπλοις Eur.; π. τινὰ χερσί to embrace, Eur.:—metaph., π. τινὰ συμφοραῖς, κακοῖς to involve one in calamities, evils, etc., Eur.:—so in Mid. to surround or enclose for oneself, Xen.
2. π. τινὰ χαλκεύματι to put him round the sword, i. e. stab him, Aesch.
III. c. acc. only, to encompass, surround, περιβάλλει με σκότος Eur.; π. τινά to embrace him, Xen.; but also to clothe, NTest.:—Pass., τὸ περιβεβλημένον the space enclosed, enclosure, Hdt.:—Mid., ἤλαυνον περιβαλλόμενοι [τὰ ὑποζύγια] surrounding them, Hdt.
2. to fetch a compass round, double, c. acc., ἵπποι περὶ τέρμα βαλοῦσαι Il.; of ships, π. τὸν Ἄθων Hdt., etc.
3. to frequent, be fond of a place, Xen.
IV. Mid. to bring into one's power, aim at, Lat. affectare, as we say "to compass" a thing, π. ἑωυτῷ κέρδεα Hdt.; σωφροσύνης δόξαν π. Xen.:—perf. pass. to have come into possession of a thing, Hdt.
2. to cloke or veil in words, Plat.
V. to throw beyond, and so, generally, to excel, surpass, μνηστῆρας δώροισι Od.; or, simply, π. ἀρετῇ to be superior in virtue, Il.

Chinese

原文音譯:perib£llw 胚里-巴羅
詞類次數:動詞(24)
原文字根:周圍-投 相當於: (כָּסָה‎) (מוּסָב‎ / סָבִיב‎) (פָּרַשׂ‎)
字義溯源:披裹,四圍移動,放棄,覆蓋,給衣穿,穿,穿上,穿著,披,披上,披著,穿戴;由(περί / περαιτέρω)=周圍)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成;而 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=刺)。參讀 (ἀμφιέζω / ἀμφιέννυμι)同義字
出現次數:總共(23);太(5);可(2);路(2);約(1);徒(1);啓(12)
譯字彙編
1) 穿著(3) 可16:5; 啓7:9; 啓11:3;
2) 穿上(2) 路23:11; 約19:2;
3) 披著(2) 啓10:1; 啓12:1;
4) 穿(2) 啓4:4; 啓7:13;
5) 穿著⋯衣服(2) 啓17:4; 啓18:16;
6) 她可以穿(1) 啓19:8;
7) 你們給⋯穿(1) 太25:36;
8) 你們⋯穿(1) 太25:43;
9) 必要⋯穿(1) 啓3:5;
10) 他⋯穿著(1) 啓19:13;
11) 你穿上(1) 啓3:18;
12) 給衣穿(1) 太25:38;
13) 我們穿(1) 太6:31;
14) 披(1) 可14:51;
15) 所穿戴的(1) 路12:27;
16) 披上(1) 徒12:8;
17) 穿戴(1) 太6:29

Léxico de magia

1 envolver λαβὼν μέλαν Ἰσιακὸν περίβαλε τὴν χεῖράν σου toma una cinta negra de Isis y envuelve tu mano P VII 227 P VIII 66 med. ἴσθι δὲ σινδόνα καθαρὰν περιβεβλημένος Ἰσιακῷ σχήματι ve envuelto en un lienzo limpio a la manera de un sacerdote de Isis P IV 3095 θὲς (τὸ γλωσσόκομον) ἐπὶ τριπόδου καθαροῦ περιβεβλημένου ὀθονίῳ pon el estuche en un trípode limpio envuelto en lino P XIII 1011 2 poner alrededor γρ(άψας) εἰς καινὴν χάρτην περίβαλε ἡμιόνου τρίχας escribe en un rollo de papiro nuevo y pon alrededor pelos de mulo P XXIIa 14