σκηνή

From LSJ
Revision as of 15:22, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνή Medium diacritics: σκηνή Low diacritics: σκηνή Capitals: ΣΚΗΝΗ
Transliteration A: skēnḗ Transliteration B: skēnē Transliteration C: skini Beta Code: skhnh/

English (LSJ)

Dor. σκανά, ἡ (not in Hom., who uses κλισίη (q.v.)).
I tent, booth, IG12.314.110, E.Hec.1289; ἐπὶ σκηναῖς.. ναυτικαῖς S.Aj. 3; σκηνῆς ἔνδον ib.218 (anap.); ὑπὸ σκηναῖσι ib.754; σκηνῆς ὕπαυλος ib.796; σκηνὴν ποιήσαντες Th.2.34; πηξάμενοι Hdt.6.12, cf. And.4.30; ἵστασθαι X.Cyr.8.5.3; τὰς σ. καταλύειν, διαλύειν, strike camp, Plb.6.40.2, Paus.10.25.3; σ. δερματίνη PCair.Zen.13.14 (iii B.C.); but also σ. μάλα ἰσχυρῶν ξύλων hut, D.Chr.7.23; booth in the marketplace, Ar.Th.658, D.18.169 (both pl.), Theoc.15.16; σκανὰν ἐμ Πυλαίᾳ τὰν πρώταν ὑπάρχειν αὐτῷ SIG422.11 (Delph., iii B.C.): pl., camp, A. Eu.686, Ar.Pax731, X.An.3.5.7.
2 σκηνὰς ἐς ἱεράς to the holy tabernacle, E.Ion806, cf. 1129, LXX Ex.26.1, al.
II stage building as background for plays, Pl.Lg.817c, Poll.4.123 sqq., Vitr.5.6.1; τῆς σ. τὸ τέγος IG11(2).161 A115, cf. D127 (Delos, iii B.C.), 153.14 (ibid.); τραγικὴ σκηνή a sort of πῆγμα, such as that from which the prologue of A.Ag. is perhaps spoken, X.Cyr.6.1.54, Plu.Demetr.44, Suid. s.v. τραγικὴ σκηνή
2 οἱ ἀπὸ τῆς σκηνῆς [ἥρωες] heroes represented on the stage, D.18.180; οἱ ἀπὸ σκηνῆς actors, players, opp. χορός, Arist.Pr.922b17; also οἱ περὶ σκηνήν Plu.Galb.16; οἱ ἐπὶ σκηνῆς Alciphr.3.65 codd., cf. Luc.Nec.16; cf. σκηνικός and v. infr. 111.1b.
3 τὸ ἐπὶ τῆς σκηνῆς μέρος = that which is actually represented on the stage, Arist.Po.1459b25; τὰ ἀπὸ τῆς σκηνῆς (sc. ᾄσματα), songs or odes sung by one of the actors standing on the stage (not by the chorus), ib.1452b18; τὰ μὲν ἀπὸ τῆς σ. οὐκ ἀντίστροφα, τὰ δὲ τοῦ χοροῦ ἀντίστροφα Id.Pr.918b27.
4 metaph., stage effect, acting, unreality, σκηνὴ πᾶς ὁ βίος 'all the world's a stage', AP10.72 (Pall.); ἡ σκηνή τοῦ βίου Max.Tyr.7.10; theatrical trick, deception, J.BJ2.21.2, Hdn.3.12.3.
III tented cover, tilt of a wagon or tilt of a carriage, X.Cyr.6.4.11, D.S.20.25, Plu.Them.26; σ. τροχήλατοι A.Pers.1000 (lyr.); also, bed tester, D.41.11.
b metaph., τὸν ὑπὸ (prob. cj. for ἐπὶ) σκηνῆς βίον the hidden life, Luc.Icar.21.
2 in large ships, state-cabin on the poop, Poll.1.89, Palaeph.29; τῶν συριῶν ὑπὲρ τὴν σ. οὐσῶν PHib.1.38.7 (iii B.C.); ἀποκαταστήσω [τὸν σῖτον] ἐπὶ σκηνήν ib.86.8 (iii B.C.).
IV entertainment given in tents, banquet, X.Cyr.2.3.1, 4.2.34, etc.; σ. δημοσία Id.Lac.15.4.

German (Pape)

[Seite 895] ἡ (nach Phot. ein Fremdwort), jeder bedeckte oder beschattete Ort, Laube, Zelt, Hütte; Ἀμαζόνων ἕδραν σκηνάς τε, Aesch. Eum. 656; ἐν σκηναῖς σε ναυτικαῖς ὁρῶ Αἴαντος, Soph. Ai. 3, u. öfter; Eur. Hec. 53 u. öfter; Ar. Pax 715 Th. 658; Plat. Legg. XII, 944 b; σκηνὴν ποιήσαντες, Thuc. 2, 34; Xen. Cyr. 4, 2, 34 u. öfter; überh. Lagerort, ἐπεὶ ἐπὶ τὰς σκηνὰς ἀπῆλθον, An. 3, 5, 7; εἰς τὴν σκηνὴν καλεῖν, d. i. zum Schmause, Cyr. 2, 3, 22. 3, 2, 31 u. öfter; Bude, τούς τ' ἐκ τῶν σκηνῶν τῶν κατὰ την ἀγορὰν ἐξεῖργον, Dem. 18, 169. – Das Verdeck des Wagens, Xen. Cyr. 6, 4, 11, D. Sic. 20, 25; auch Bettvorhang, Betthimmel, Dem. 41, 11; nach Harpocr. οἱ μὲν κόσμον τινὰ γυναικεῖον εἶναί φασιν, οἱ δὲ σκιάδιον. – Bes. das bedeckte, hölzerne Gerüst, worauf die Schauspieler spielten, und später in den kunstmäßig eingerichteten Theatern die Scene, Bühne, der Teil, auf welchem die eigentlichen Schauspieler stehen und sprechen, im Gegensatz zur θυμέλη, bei der sich der Chor befand, Plat. Legg. VII, 817 c; s. Ruhnk. Tim. 259; daher οἱ ἀπὸ σκηνῆς und οἱ ἐπὶ σκηνῆς, die eigentlichen Schauspieler, die σκηνικοί, im Gegensatz der θυμελικοί, Schaef. mel. p. 27; u. τὰ ἀπὸ σκηνῆς, sc. μέλη, der von der Bühne herab von dem Schauspieler, nicht von dem Chore vorgetragene Gesang, Arist. poet. 12 probl. 19, 15. Im engern Sinne heißt auch der Teil der Bühne σκηνή, auf welchem die Decorationen standen.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 cabane, hutte;
2 tente ; αἱ σκηναί campement, camp : σκηναὶ ναυτικαί SOPH campement ou quartiers des marins ; p. ext. repas donné sous la tente ; en gén. résidence, habitation, maison, temple;
3 boutique, échoppe;
4 voiture couverte, sorte de tente portative;
5 très souv. construction en bois et couverte où l'on jouait les pièces de théâtre, d'où scène, et particul. la partie de la scène où jouaient les acteurs : οἱ ἐπὶ σκηνῆς LUC, οἱ περὶ σκηνήν PLUT, οἱ ἀπὸ σκηνῆς DÉM les acteurs ; τραγικὴ σκηνή XÉN sorte de construction élevée pour la représentation des tragédies;
6 tenture, banne de voiture;
7 ciel de lit, baldaquin;
NT: tabernacle.
Étymologie: DELG pê apparenté à σκιά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκηνή -ῆς, ἡ [~ σκιά?] Dor. σκᾱνά tent, barak:; σκηνὴν ποιεῖν een tent opzetten Thuc. 2.34.2; plur. tentenkamp; Aeschl. Eum. 686; kraam:; σκηναὶ αἱ κατὰ τὴν ἀγοράν de marktkramen Dem. 18.169; uitbr. (‘diner in een tent’) diner:. ἐν τῇ σκηνῇ bij het diner Xen. Cyr. 2.3.1. huif:. σκηναὶ τροχήλατοι rijdende tenten, huifkarren Aeschl. Pers. 1001; κατεκάλυψαν τῇ σκηνῇ zij hielden (haar) verborgen door een huif Xen. Cyr. 6.4.11. toneelgebouw; Aristoph. Pax 731; toneel:. οἱ ἐπὶ σκηνῆς de toneelspelers Luc. 38.16.

Russian (Dvoretsky)

σκηνή:
1 палатка, шатер Soph., Thuc., Xen., Polyb.; pl. лагерная стоянка, лагерь (σκηναὶ ναυτικαί Soph.);
2 торговая палатка (αἱ κατὰ τὴν ἀγορὰν σκηναί Dem.);
3 верх экипажа, навес (κατακαλύπτειν τινὰ τῇ σκηνῇ Xen.);
4 крытая повозка (σκηναὶ τροχήλατοι Aesch.);
5 балдахин над кроватью, полог Dem.;
6 театральный помост, подмостки, сцена: οἱ ἀπὸ σκηνῆς Dem., οἱ περὶ σκηνήν Plut. и οἱ ἐπὶ σκηνῆς Luc. действующие на сцене лица, актеры; τὰ ἀπὸ σκηνῆς (sc. μέλη или ᾄσματα) Arst. песни, исполняемые действующими лицами драмы (не хором);
7 досл. театральное произведение, перен. вымысел или призрак Anth.;
8 пиршество (в шатре): τὴν σκηνὴν εἰς κοίτην διαλύειν Xen. после пира отправиться спать;
9 обитель (αἰώνιοι σκηναί NT);
10 дом, род (σ. Δαυὶδ ἡ πεπτωκυῖα NT);
11 скиния NT.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνή: ἡ, (ἴδε σκιά ἐν τέλ.), τόπος ἐστεγασμένος, ἐσκεπασμένος· (ὁ Ὅμηρ. ἔχει μόνον κλισίη, ὃ ἴδε)· ἰδίως, Ι. σκηνή, σκιάς, καλύβη, ἐπὶ σκηναῖς… ναυτικαῖς Σοφ. Αἴ 3· σκηνῆς ἔνδον αὐτόθι 218· ὑπὸ σκηναῖσιν αὐτόθι 754· σκηνῆς.. ὕπαυλος αὐτόθι 796· σκηνὴν ποιεῖν Θουκ. 2. 34· πήξασθαι Ἡρόδ. 3. 83, πρβλ. Ἀνδοκ. 83. 8· ἵστασθαι Ξεν. Κύρ. 8. 5, 3· τάς σκηνάς καταλύειν, διαλύειν Πολύβ. 6. 40, 2, Παυσ. 10. 25, 3· - καλύβῃ, παράπηγμα ἐν τῇ ἀγορᾷ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 658, Δημ. 284. 24· - ἐν τῷ πληθ., στρατόπεδον, Λατ. castra, Αἰσχύλ. Εὐμ. 686, Ἀριστοφ. Εἰρήν. 731, συχν. παρὰ Ξεν. 2) καθόλου, κατοικία, οἰκία, ναός, Εὐρ. Ἑκ. 1289, Ἴων. 806. ΙΙ. ξυλίνη σκηνὴ ἢ παράπηγμα ἐφ’ οὗ ὑποκριταὶ θεάτρου παριστάνουσι, Πλάτ. Νόμ. 817C, πρβλ. Βιτρούβ. 5. 8· σκανὰ ἐμ Πυλαίᾳ ἁ πρώτα Ἀνέκδ. Δελφ. 45· - ἐν τῷ συνήθει θεάτρῳ ἡ σκηνὴ ἦτο ὁ κατὰ τὸ ὄπισθεν μέρος τῆς καλουμένης σκηνῆς τοῖχος ἔχων κίονας καὶ θύρας πρὸς εἴσοδον καὶ ἔξοδον· ἡ δὲ νῦν καλουμένη σκηνὴ ἐκαλεῖτο προσκήνιονλογεῖον, τὰ δὲ πλάγια ἢ αἱ πτέρυγες αὐτῆς παρασκήνια, ὁ δὲ τοῖχοςκάτωθεν καὶ ἐνώπιον τῆς νῦν σκηνῆς ὁ ἔναντι τῆς ὀρχήστρας ὑποσκήνια. - Αἱ «σκηναὶ» ἢ σκηνογραφίαι καὶ παραστάσεις μετεβάλλοντο διὰ πολλῶν μηχανημάτων (ἴδε ἐκκύκλημα, ἐξώστρα, περίακτος). - Περὶ τῆς ζωγραφήσεως τῶν σκηνῶν ἴδε σκηνογραφία· - τραγικὴ σκηνὴ ἦτο ἰδίως εἶδος ὑψηλοῦ πύργου, οἷος ὁ πύργος ἐφ’ οὗ ἴσως ἀπηγγέλθη «πρόλογος τοῦ Αἰσχύλ. Ἀγ., πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 1, 54, Πλουτ. Δημήτρ. 44, Σουΐδ. - Περὶ τῆς ὅλης ὑποθέσεως ἴδε Πολυδ. Δ΄, 123-132, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. σ. 1122. 2) οἱ ἀπὸ σκηνῆς, οἱ ὑποκριταί, ἠθοποιοί, οἱ σκηνικοί, ἀντίθετον τῷ θυμελικοὶ (μέλη τοῦ χοροῦ), Δημ. 288. 18· ὡσαύτως, οἱ περὶ σκηνήν Πλουτ. Γάλβ. 16· οἱ ἐπὶ σκ. Ἀλκίφρων 3. 65, Λουκ. Νεκυομ. 16, ἴδε Schäf. Mel. 27· πρβλ. σκηνικός. 3) τὸ ἐπὶ σκηνῆς μέρος, τὸ παριστανόμενον ἐπὶ τῆς σκηνῆς μέρος, τὸ παριστανόμενον ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Ἀριστ. Ποιητ. 24. 6· - καὶ, τὰ ἀπὸ τῆς σκηνῆς (ἐξυπακ. ᾄσματα), ᾄσματα ἢ ᾠδαὶ ἃ ἔψαλλεν εἷς τῶν ὑποκριτῶν ἐπὶ τῆς σκηνῆς (οὐχὶ ὁ χορὸς ἐκ τῆς ὀρχήστρας), αὐτόθι 12, 2· τὰ μὲν ἀπὸ τῆς σκηνῆς οὐκ ἀντίστροφα, τὰ δὲ τοῦ χοροῦ ἀντίστροφα ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 19. 15, πρβλ. 48. 40 μεταφορ., σκηνικὴ παράστασις, ὑπόκρισις, οὐχὶ πραγματικότης, σκηνὴ πᾶς ὁ βίος Ἀνθ. Π. 10. 72· θεατρικὸν τέχνασμα, ἀπάτη, Ἰωσήπ. Ἱουδ. Πόλ. 2. 21, 2, Ἡρῳδ. 3. 12. ΙΙΙ τὸ ὡς σκηνὴ ἐπικάλυμμα ἀμάξης, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 11· σκ. τροχήλατοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 1000, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 69· ὡσαύτως παραπέτασμα τῆς κλίνης αἴθουσα ἐπὶ τῆς πρύμνης ἢ ἐπὶ τοῦ δευτέρου καταστρώματος τῆς πρύμνης, Πολυδ. Α΄, 89. IV. εὐωχία παρεχομένη ἐν σκηναῖς, συμπόσιον, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 1., 4, 2, 34, κτλ.· σκ. δημοσία ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 15, 4.

English (Strong)

apparently akin to σκεῦος and σκιά; a tent or cloth hut (literally or figuratively): habitation, tabernacle.

English (Thayer)

σκηνῆς, ἡ (from the root, ska 'to cover' etc.; cf. σκιά, σκότος, etc.; Latin casa, cassis, castrum; English shade, etc.; Curtius, § 112; Vanicek, p. 1054 f), from (Aeschylus), Sophocles and Thucydides down; the Sept. chiefly for אֹהֶל, often also for מִשְׁכָּן, also for סֻכָּה; a tent, tabernacle (made of green boughs, or skins, or other materials): αἱ αἰώνιοι σκηναί (see αἰώνιος, 3), et dabo iis tabernacula aeterna quae praeparaveram illis, 4 (5) Esdr. B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Temple): st, 21; with τοῦ μαρτυρίου added (see μαρτύριον, c. at the end), σκηνή in σκηνή πρώτη, the front part of the tabernacle (and afterward of the temple), the Holy place, ἡ σκηνή ἡ ἀληθινή, heaven, ἡ σκηνή τοῦ Θεοῦ will be μετά τῶν (after the analogy of σκηνουν μετά τίνος), ὁ ναός τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου (see μαρτύριον, c. at the end), the heavenly temple, in which was the tabernacle of the covenant, i. e. the inmost sanctuary or adytum, ἡ σκηνή τοῦ Μολόχ, the tabernacle i. e. portable shrine of Moloch, ἡ ἱερά σκηνή of the Carthaginians in Diodorus 20,65, where see Wesseling (but cf. סִכּוּת in Mühlau and Volck's Gesenius, or the recent commentaries on ἡ σκηνή Δαυίδ (from סֻכָּה), the hut (tabernacle) of David, seems to be employed, in contempt, of his house, i. e. family reduced to decay and obscurity, דָּוִד אֹהֶל in Isaiah 16:5).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σκανά Α
1. πρόχειρο φορητό λυόμενο κατασκεύασμα για προσωρινή διαμονή, αντίσκηνο, τσαντίρι, τέντα (α. «έστησαν τις σκηνές τους δίπλα στην θάλασσα» β. «σκηνὴ ξύλων» — ξύλινη καλύβα, Δίων Χρυσ.)
2. το μέρος του θεάτρου όπου οι ηθοποιοί παίζουν μπροστά στο κοινό και, ιδίως στο αρχαίο θέατρο, ο τοίχος που βρισκόταν στο πίσω μέρος αυτού που σήμερα ονομάζεται σκηνή
3. το θέατρο στο σύνολό του και, στην αρχαιότητα, ιδίως το πρόχειρα κατασκευασμένο (α. «λυρική σκηνή» — β «σκηνάς τε πήξαντες κατ' ἀγορὰν καὶ καλλιφώνους ὑποκριτὰς εἰσαγομένους», Πλάτ.)
4. φρ. «σκηνή του μαρτυρίου» — φορητός ναός που κατασκευάστηκε από τον Μωυσή πάνω στο Όρος Σινά («προσάξεις τὸν μόσχον ἐπὶ τὰς θύρας τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου», ΠΔ)
νεοελλ.
1. σκηνογραφία, σκηνικά («σε λίγο αλλάζει η σκηνή»)
2. η αυλαία του θεάτρου («πέφτει η σκηνή»)
3. υποδιαίρεση τών πράξεων θεατρικού έργου («το έργο αποτελείται από τέσσερεις σκηνές»)
4. επεισόδιο, συμπλοκή
5. φρ. α) «κάνω σκηνή» — λογομαχώ, τσακώνομαι («μού έκανε σκηνή γιατί άργησα»)
β) «ανέρχομαιανεβαίνω] στη σκηνή»
i) (για πρόσ.) γίνομαι ηθοποιός
ii) (για θεατρ. έργο) παριστάνομαι
γ) «ανεβάζω στη σκηνή»
(σχετικά με θεατρ. έργο) παίζω, παριστάνω
νεοελλ.-μσν.
φρ. «σκηναί δικαίων» — τόπος όπου κατοικούν οι ψυχές τών δικαίων (Ακολ. Ακάθ. Ύμν.)
μσν.
1. το σώμα και ιδίως, η ανθρώπινη φύση του Χριστού
2. κατοικία
μσν.-αρχ.
1. προσποίηση, υποκρισία (α. «μηδεὶς... τὴν ἀρετὴν ἄτεχνος καὶ σκηνῆς ἐλεύθερος», Γρηγ. Ναζ.
β. «διήλεγξεν αὐτοὺς καὶ τὴν σκηνὴν αὐτῶν φανερὰν ἐποίησεν», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. διακόσμηση, στολίδια («τὴν ἀρχικὴν σκηνὴν αἵροντες», Γρηγ. Ναζ.)
αρχ.
1. παράπηγμα, παράγκα στην αγορά
2. ιερή κατοικία, ναός (καὶ τὴν σκηνὴν ποιήσεις...», ΠΔ)
3. (σε μεγάλα πλοία) επίσημη αίθουσα στην πρύμνη ή στο δεύτερο κατάστρωμα της πρύμνης («τῶν συριῶν ὑπὲρ τὴν σκηνὴν οὐσῶν», πάπ.)
4. κάλυμμα, κουκούλα άμαξας
5. ουρανός, θόλος κρεβατιού
6. παραπέτασμα κρεβατιού
7. μτφ. α) σκηνική παράσταση, σε αντιδιαστολή με την πραγματικότητα
β) θεατρικό τέχνασμα, θεατρική απάτη
8. συμπόσιο που παρέχεται σε σκηνή
9. στον πληθ. αἱ σκηναί
συγκρότημα σκηνών, κατασκήνωση, καταυλισμός, στρατόπεδο («περὶ τὰς σκηνὰς πλεῖστοι κλέπται κυπτάζειν καὶ κακοποιεῖν», Αριστοφ.)
10. φρ. α) «τραγικὴ σκηνή» — είδος υψηλού πυργίσκου, όπως ήταν ο πυργίσκος από όπου απαγγέλθηκε ο πρόλογος του Αγαμέμνονος του Αισχύλου («ὥσπερ τραγικῆς σκηνῆς τῶν ξύλων πάχος ἐχόντων», Ξεν.)
β) «oἱ ἀπὸ σκηνῆς»
(ενν. ἥρωες) τα πρόσωπα της τραγωδίας
γ) «οἱ ἀπὸ σκηνῆς» ή «οἱ περὶ σκηνὴν» ή «οἱ ἐπὶ τῆς σκηνῆς» — οι ηθοποιοί, οι υποκριτές
δ) «τὸ ἐπὶ σκηνῆς μέρος» — το μέρος θεατρικού έργου που παριστάνεται στην σκηνή
ε) «τὰ ἀπὸ τῆς σκηνῆς» — άσματα ή ωδές που τραγουδούσαν στη σκηνή οι ηθοποιοί και όχι ο χορός («τὰ μὲν ἀπὸ τῆς σκηνῆς οὐκ ἀντίστροφα, τά δὲ τοῦ χοροῦ ἀντίστροφα», Αριστοτ.)
στ) «τὸν ὑπὸ σκηνῆς βίον» — η απόκρυφη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. σκη-νή (πρβλ. ευνή, ποινή) συνδέεται πιθ. με τη λ. σκιά (βλ. λ. σκιά). Το λατ. scaena / scena, τέλος, είναι δάνειο από την Ελληνική].

Greek Monotonic

σκηνή: ἡ,
I. 1. στεγασμένος τόπος, τέντα, αντίσκηνο, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· στον πληθ., στρατόπεδο, Λατ. castra, σε Αισχύλ., Ξεν.
2. γενικά, τόπος διαμονής, στέγη, κατοικία, σπίτι, ναός, σε Ευρ.
II. 1. σκηνή ή παράπηγμα ξύλινο πάνω στο οποίο ερμήνευαν τους ρόλους τους οι ηθοποιοί, σε Πλάτ.· στο κανονικό θέατρο, η σκηνή ήταν ένας τοίχος στο πίσω μέρος αυτού που τώρα ονομάζουμε σκηνή, με πόρτες για την είσοδο και την έξοδο· η σκηνή (με τη σημασία που της αποδίδουμε σήμερα), ονομαζόταν προσκήνιον ή λογεῖον, τα πλάγια μέρη ή πτέρυγες παρασκήνια, κι ο τοίχος κάτω από τη σκηνή, αντίκρυ στην ορχήστρα, ὑποσκήνια. 2. οἱ ἀπὸ σκηνῆς, οι ηθοποιοί, οι ερμηνευτές, οι υποκριτές, σε Δημ.
3. τὸ ἐπὶ σκηνῆς μέρος, αυτό που παριστάνεται στη σκηνή, σε Αριστ.· τὰ ἀπὸ σκηνῆς (ενν. ᾄσματα), ωδές που άδονταν επί σκηνής, στον ίδ.
4. μεταφ., το σκηνικό αποτέλεσμα, το αίσθημα του πλασματικού, του μη πραγματικού, σκηνὴ πᾶςβίος, «όλη η ζωή είναι θέατρο», σε Ανθ.
III. στέγαστρο που μοιάζει με σκηνή, κάλυμμα, σκέπασμα της άμαξας, σε Αισχύλ., Ξεν.· επίσης, παραπέτασμα του κρεβατιού, σε Δημ.
IV.ψυχαγωγία που παρέχεται στις σκηνές, συμπόσιο, σε Ξεν.

Middle Liddell

σκηνη, ἡ,
I. a covered place, a tent, Hdt., Soph., etc.: —in pl. a camp, Lat. castra, Aesch., Xen.
2. generally, a dwelling-place, house, temple, Eur.
II. a wooden stage for actors, Plat.:—in the regular theatre, the σκηνή was a wall at the back of the stage, with doors for entrance and exit; the stage (in our sense) was προσκήνιον or λογεῖον, the sides or wings παρασκήνια, and the wall under the stage, fronting the orchestra, ὑποσκήνια.
2. οἱ ἀπὸ σκηνῆς, the actors, players, Dem.
3. τὸ ἐπὶ σκηνῆς μέρος that which is actually represented on the stage, Arist.; τὰ ἀπὸ τῆς σκηνῆς (sc. ᾄσματἀ, odes sung on the stage, Arist.
4. metaph. stage-effect, unreality, σκηνὴ πᾶς ὁ βίος "all the world's a stage, " Anth.
III. the tented cover, tilt of a wagon, Aesch., Xen.: also a bed-tester, Dem.
IV. an entertainment given in tents, a banquet, Xen.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: tent(-roof), booth, banquet; stage (building), scene (IA., Dor.).
Other forms: Dor. σκανά.
Compounds: Compp., e.g. σκηνο-πηγ-ία f. tent-building (Arist.), the feast of tabernacles (LXX, NT a.o.), σύ-σκηνος, Dor. σύν-σκανος m. tent-, house-, table-mate (Att., Tenedos a.o.) with -ία (X. a.o.); with ιο-suffix e.g. παρα-σκήν-ιον, -ια n. room(s) next to the σκηνή (D., Delos a. o.).
Derivatives: 1. Diminut.: σκην-ίς, -ίδος f. (Plu.), -ίδιον n. (Th.), -ύδριον (Plu.). 2. -ίτης m. tent-dweller, chandler, nomad etc. (Isoc., Str., inscr. a.o.; Redard 26f.); also -ευτής m. (EM, AB). 3. -εῖον n. tent-pole, -rod (pap. IIIa). 4. -ικός belonging to the stage, actor (hell. inscr., Plu. a. o.) with -ικεύομαι to perform as an actor (Memn.). Denom. verbs: 5. σκην-άομαι, also w. κατα- a.o., to pitch a tent, to camp (Att.), -άω to feast (X.). 6. -έω, also w. δια-, συν-, ἀπο- a. o., to be in a tent, to camp (Att., esp. X., in non-pres. forms of -άω not well to distinguish) with -ημα (Dor. σκάναμα) n. tent, camp (A., X., Epid. IIIa a. o.), also body (Maced. inscr.; cf. σκῆνος). 7. -όω, often w. κατα-, παρα-, συν-, ἐπι-, ἀπο- a. o., 'to pitch a tent, to camp' (Pl., X. etc.) with -ωμα n., mostly pl., camp, dwelling, also body (E., LXX a. o.), κατα- σκηνη cover, curtain (A. Cho. 985), -ωσις (κατα-) f. (Agatharch., LXX a. o.); -ωταί συσκηνοῦντες H. -- Besides σκῆνος, Dor. (Ti. Locr.) σκᾶνος n. body (= tent of the soul), corpse (Hp., Democr., Ion. inscr., Nic., Ep. Kor. a. o.; Leumann Hom. Wörter 308 f. w. n. 81); n. after σῶμα, cf. also κτῆνος, σμῆνος a. o. -- Unclear σκῆν ὅ τινες μεν ψυχήν, τινες δε φάλαιναν H., i. e. butterfly resp. moth (cf. σκήνωμα papilio gloss.); prop. of the pup, cf. Immisch Glotta 6, 198ff., Güntert Kalypso 233.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like ποινή, εὑνή, φερνή etc. (Chantraine Form. 191f., Schwyzer 489); further isolated. On possible remote cognates s. σκιά and Solmsen Unt. 278 n. 2 (S. 279f.). Lat. LW [loanword] scaena (unly in the sense of stage).

Frisk Etymology German

σκηνή: {skēnḗ}
Forms: dor. σκανά
Grammar: f.
Meaning: ‘Zelt(dach), Bude, Schmaus; Bühne(ngebäude), Szene’ (ion. att., dor.).
Composita: Kompp., z.B. σκηνοπηγία f. Zeltbau (Arist.), das Laubhüttenfest (LXX, NT u.a.), σύσκηνος, dor. σύνσκανος m. ‘Zelt-, Haus-, Tischgenosse’ (att., Tenedos u.a.) mit -ία (X. u.a.); mit ιο-Suffix z.B. παρασκήνιον, -ια n. ‘Raum (Räume) neben der σκηνή’ (D., Delos u. a.).
Derivative: Ableitungen. 1. Deminutiva: σκηνίς, -ίδος f. (Plu.), -ίδιον n. (Th.), -ύδριον (Plu.). 2. -ίτης m. Zeltbewohner, Krämer, Nomade (Isok., Str., Inschr. u.a.; Redard 26f.); auch -ευτής m. (EM, AB). 3. -εῖον n. ‘Zeltstange, -pfahl' (Pap. IIIa). 4. -ικός zur Bühne gehörig, Schauspieler (hell. Inschr., Plu. u. a.) mit -ικεύομαι als Schauspieler auftreten (Memn.). Denom. Verba: 5. σκηνάομαι, auch m. κατα- u.a., ein Zelt aufschlagen, sich lagern (att.), -άω schmausen (X.). 6. -έω, auch m. δια-, συν-, ἀπο- u. a., in einem Zelte sein, sich lagern (att., bes. X., in außerpräs. Formen von -άω nicht sicher zu trennen) mit -ημα (dor. σκάναμα) n. Zelt, Lager (A., X., Epid. IIIa u. a.), auch Körper (maked. Inschr.; vgl. σκῆνος). 7. -όω, oft m. κατα-, παρα-, συν-, ἐπι-, ἀπο- u. a., ein Zelt aufschlagen, sich lagern (Pl., X. usw.) mit -ωμα n., meist pl., Lager, Wohnung, auch Körper (E., LXX u. a.), κατα- ~ Decke, Vorhang (A. Cho. 985), -ωσις (κατα-) f. (Agatharch., LXX u. a.); -ωταί· συσκηνοῦντες H. — Daneben σκῆνος, dor. (Ti. Lokr.) σκᾶνος n. Körper (= Zelt der Seele), Leichnam (Hp., Demokr., ion. Inschr., Nik., Ep. Kor. u. a.; Leumann Hom. Wörter 308 f. m. A. 81); n. nach σῶμα, vgl. noch κτῆνος, σμῆνος u. a. — Unklar σκῆν· ὅ τινες μὲν ψυχήν, τινὲς δὲ φάλαιναν H., d. h. Schmetterling bzw. Motte (vgl. σκήνωμα· papilio Gloss.); eig. von der Puppe, vgl. Immisch Glotta 6, 198ff., Güntert Kalypso 233.
Etymology: Bildung wie ποινή, εὐνή, φερνή usw. (Chantraine Form. 191f., Schwyzer 489); sonst isoliert. Über allfällige entlegene Verwandte s. σκιά und Solmsen Unt. 278 A. 2 (S. 279f.). Lat. LW scaena (nur im Sinn von Bühne).
Page 2,727-728

Chinese

原文音譯:skhn» 士咳尼
詞類次數:名詞(20)
原文字根:帳棚 相當於: (אֹהֶל‎)
字義溯源:帳棚,布棚,棚,櫃,住處,帳幕;源自(σκεῦος)*=器具,容器)。舊約的帳幕,常稱為會幕(或:見證的帳棚),乃是神與他的百姓相會的地方。其次,以色列人每年守三個節期,其中一個是住棚節。到了新約,主耶穌道成肉身,住在我們中間( 約1:14),原文是支搭帳棚在我們中間。到末了新天新地來到,聖城新耶路撒冷由神那裏從天而降,就有大聲音從寶座出來說,看哪,神的帳幕在人間( 啓21:3)
出現次數:總共(20);太(1);可(1);路(2);徒(3);來(10);啓(3)
譯字彙編
1) 帳幕(15) 路16:9; 徒7:43; 徒7:44; 徒15:16; 來8:2; 來8:5; 來9:2; 來9:3; 來9:6; 來9:8; 來9:11; 來9:21; 來13:10; 啓13:6; 啓21:3;
2) 棚(3) 太17:4; 可9:5; 路9:33;
3) 櫃(1) 啓15:5;
4) 帳棚(1) 來11:9

English (Woodhouse)

hut, tent, in a play, in a theatre, stage in a theatre

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=καλύβα, παράπηγμα). Ἴσως ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τά σκιά, σκότος. Εἶναι συγγενικό καί μέ τό σκέπω.
Παράγωγα: σκηνάω καί σκηνέω (=κατοικῶ σέ σκηνή), σκήνημα (=κατοικία), σκηνίτης, σκηνικός, σκῆνος, σκηνόω (=στήνω σκηνές, στρατοπεδεύω), σκήνωμα, σκήνωσις, κατασκήνωσις, σκηνωτής, κατασκηνωτής, σκηνωτός, διασκηνωτέον, παρασκήνια.

Lexicon Thucydideum

tabernaculum, tent, 1.49.5, 2.34.2, 6.75.2, 6.100.1.

Translations

tent

Albanian: çadër; Arabic: خَيْمَة‎; Egyptian Arabic: خيمة‎; Hijazi Arabic: خيمة‎; Armenian: վրան; Assamese: তম্বু, তামীঘৰা, ডেৰা, ৰভা, চায়না; Azerbaijani: çadır, alaçıq; Basque: karpan; Belarusian: палатка; Bulgarian: палатка; Burmese: တဲ; Catalan: tenda; Chechen: четар; Chichewa: hema; Chinese Mandarin: 帳篷, 帐篷; Crimean Tatar: çadır, çalaş; Czech: stan; Danish: telt; Dutch: tent; Elfdalian: telt; Esperanto: tendo; Estonian: telk; Faroese: tjald; Finnish: teltta; French: tente, guitoune; Friulian: tinde; Galician: tenda; Georgian: კარავი; German: Zelt; Greek: σκηνή; Ancient Greek: σκηνή; Doric: σκανά; Greenlandic: tupeq; Hausa: laima; Hebrew: אוהל / אֹהֶל‎; Hindi: ख़ैमा; Hungarian: sátor; Icelandic: tjald; Indonesian: tenda; Irish: puball; Italian: tenda; Japanese: テント; 幕屋, 天幕; Kalmyk: нәәхн; Kazakh: шатыр; Khmer: តង់, តង់ត្ណិ; Korean: 텐트; Kurdish Central Kurdish: چادر‎; Northern Kurdish: çadir, kon; Kyrgyz: чатыр; Lak: чятир; Lao: ຜ້າເຕັ້ນ, ກະໂຈມ, ຜາມ, ຜາມຜ້າ, ເຕັນ, ຕູບຜ້າ; Latin: tabernaculum, tentorium; Latvian: telts; Lithuanian: palapinė; Luxembourgish: Zelt; Macedonian: шатор; Malay: khemah, tenda, ceteri; Malayalam: കൂടാരം; Manchu: ᠮᠠᡳᡴᠠᠨ; Manx: booage, bwaag, paalan, ynragh; Maori: tēneti; Mongolian: майхан; Navajo: níbaal; Ngazidja Comorian: hema; Northern Sami: goahti; Norwegian Bokmål: telt; Nynorsk: telt; Old English: teld; Old Irish: pupall; Old Norse: tjald; Ossetian: цатыр; Persian: چادر‎, گیان‎; Plautdietsch: Zelt; Polish: namiot; Portuguese: tenda, barraca; Romanian: cort; Romansch: tenda; Russian: палатка, шатёр; Sardinian: denda; Scottish Gaelic: pùball; Serbo-Croatian Cyrillic: шатор; Roman: šator; Sherpa: གུར; Shor: шадыр; Slovak: stan; Sorbian Upper Sorbian: stan; Spanish: tienda, toldo, carpa; Swahili: hema; Swedish: tält; Tajik: хайма; Tamil: கூடாரத்தில்; Tatar: чатыр; Telugu: గుడారము, టెంటు; Thai: กระโจม, เต็นท์; Tibetan: གུར; Turkish: çadır, çerge, otağ; Ugaritic: 𐎀𐎅𐎍; Ukrainian: намет, шатро; Urdu: خیمہ‎; Vietnamese: lều; Volapük: tänad; Welsh: lluest, lluesty, pabell, pall; Yiddish: געצעלט‎, בײַדל‎, פּאַלאַטקע‎; Yup'ik: pelatekaq; Zazaki: çadir

stage

Albanian: skenë; Arabic: مُنَصَّة‎, مَسْرَح‎, خَشَبَةُ الْمَسْرَح‎; Armenian: բեմ; Azerbaijani: səhnə; Bashkir: сәхнә; Basque: agertoki; Belarusian: сцэна, падмосткі, эстрада; Bulgarian: сцена; Burmese: ဇာတ်ခုံ; Catalan: escena, escenari; Chinese Mandarin: 舞臺, 舞台; Czech: jeviště; Danish: scene, skueplads; Dutch: toneel, podium; Elfdalian: sen; Estonian: lava, estraad; Faroese: pallur; Finnish: näyttämö; French: scène; Galician: escenario; Georgian: სცენა; German: Bühne, Brettl; Greek: σκηνή; Ancient Greek: σκηνή; Greenlandic: scene; Hebrew: בָּמָה‎; Hindi: मंच, चबूतरा; Hungarian: színpad; Icelandic: svið; Indonesian: babak; Irish: stáitse, ardán; Italian: scena, palco; Japanese: 舞台, ステージ; Kazakh: сахна; Khmer: ឆាក; Korean: 무대(舞臺); Kyrgyz: сахна, сцена; Lao: ເວທີ; Latin: scaena, suggestus; Latvian: skatuve; Lithuanian: scena; Luxembourgish: Bühn; Macedonian: сцена, бина; Malay: pentas; Maltese: palk; Manx: ardan; Maori: atamira, whatārangi; Middle English: stage; Northern Sami: lávdi; Norwegian Bokmål: scene, skueplass; Pashto: صحنه‎, ناټک‎; Persian: صحنه‎, سن‎; Plautdietsch: Bien; Polish: scena, podium, estrada; Portuguese: palco; Romanian: scenă; Romansch: tribuna, palc; Russian: сцена, подмостки, эстрада; Scottish Gaelic: àrd-ùrlar; Serbo-Croatian Cyrillic: позорница, бина, казалница; Roman: pozórnica, bína, kazalnica; Slovak: javisko; Slovene: oder, prizor; Sorbian Upper Sorbian: jewišćo; Spanish: escenario, escena; Swahili: ukumbi; Swedish: platform, scen; Tagalog: entablado; Tajik: саҳна; Tatar: сәхнә; Thai: เวที; Turkish: sahne, staj; Turkmen: sahna; Ukrainian: сцена, підмостки, естрада; Urdu: چَبُوتْرا‎; Uyghur: سەھنە‎; Uzbek: sahna; Vietnamese: vũ đài; Welsh: llwyfan; Yiddish: בינע‎

tabernacle

Afrikaans: tabernakel; Armenian: խորան; Basque: tabernakulu; Bavarian: Tabernakel, Mischkan; Bulgarian: скиния; Catalan: tabernacle; Chinese Mandarin: 会幕; Dutch: tabernakel; Esperanto: tabernaklo; Finnish: telttamaja, asumus, tabernaakkeli; French: tabernacle; German: Tabernakel, Stiftshütte, Mischkan; Greek: αίθουσα θρησκευτικών συγκεντρώσεων, αρτοφόριο, εκκλησία, ευκτήριος οίκος, θολοσκεπής κόγχη, θολωτή κόγχη, κατοικία, ναός, πρόχειρο κατάλυμα, σήραγξ ιστοπέδης, Σκηνή Μαρτυρίου, Σκηνή του Μαρτυρίου, σκήνωμα, τόπος λατρείας, φορητός ναός Εβραίων; Ancient Greek: σκηνή, σκῆνος, σκήνωμα, οἶκος τοῦ θεοῦ; Hebrew: מִשְׁכָּן‎; Hungarian: szent sátor; Ido: tabernaklo; Italian: tabernacolo; Japanese: 幕屋; Latin: tabernaculum; Latvian: tabernākuls; Malayalam: ടാബർനാകിൾ; Maori: tāpenakara; Norwegian Bokmål: tabernakel; Nynorsk: tabernakel; Polish: tabernakulum; Portuguese: tabernáculo; Romanian: tabernacul; Russian: скиния; Serbo-Croatian Cyrillic: табернакл; Roman: tabernakl; Spanish: tabernáculo; Swedish: tabernakel; Tagalog: tabernakulo; Turkish: mişkan; Ukrainian: скинія

temple

Afrikaans: tempel; Aghwan: 𐕊𐔰𐕜𐔰𐕙; Albanian: faltore, tempull; Apache Western Apache: kįh biyiʼ daʼchʼokąąhí; Arabic: مَعْبَد‎, هَيْكَل‎; Egyptian Arabic: معبد‎; Armenian: տաճար, մեհյան, բագին; Asturian: templu; Azerbaijani: məbəd, ibadətxana; Baba Malay: tempeh; Bashkir: ғибәҙәтхана; Basque: tenplu; Belarusian: храм; Bengali: মন্দির, মঠ; Bhojpuri: 𑂧𑂢𑂹𑂠𑂱𑂪; Bulgarian: храм; Burmese: ဘုရား, ဝတ်ကျောင်း, နားထင်; Catalan: temple; Chinese Cantonese: 廟/庙; Mandarin: 寺廟/寺庙, 寺, 庙, 寺院; Cornish: eglos teg; Czech: chrám; Danish: tempel; Dutch: tempel; Dzongkha: ལྷ་ཁང; Esperanto: templo; Faroese: tempul; Finnish: temppeli; French: temple; Galician: templo; Georgian: ტაძარი; German: Tempel; Gothic: 𐌰𐌻𐌷𐍃, 𐌲𐌿𐌳𐌷𐌿𐍃; Greek: ναός; Ancient Greek: ἅγιον, ἕδρα, ἕδρη, ἵδρυμα, ἱερόν, ἱρόν, ναός, οἴκημα, ὄροφος, σκανά, σκηνή, σκήνωμα, τέμενος; Gujarati: મંદિર; Hawaiian: heiau; Hebrew: מִקְדָּשׁ‎; Hindi: मन्दिर, मठ; Hungarian: szentély, templom; Icelandic: musteri, hof; Ido: templo; Indonesian: kuil, pura, wihara, kelenteng temple); Interlingua: templo; Irish: teampall; Italian: tempio; Japanese: 神殿, Buddhist temple: 堂塔, 寺, 寺院, 神社, 寺院; Kannada: ದೇವಸ್ಥಾನ; Kazakh: ғыйбадатһана, храм, ғибадатхана; Khmer: វត្ត, ទេវាល័យ, ប្រាសាទ; Korean: 절, 사찰(寺刹), 사원; Kurdish Central Kurdish: پەرستگا‎; Kyrgyz: ибадаткана, храм; Lao: ວັດ; Latin: templum, aedis, delubrum, fanum; Latvian: templis; Lithuanian: šventykla; Lü: ᦞᧆ; Macedonian: храм; Magahi: 𑂧𑂢𑂹𑂠𑂱𑂪; Malay: kuil; Malayalam: അമ്പലം, ദേവാലയം; Maltese: tempju, maqdes; Maori: temepara; Marathi: देऊळ; Mongolian: сүм, ᠰᠦᠮ; ᠡ, сүм дуган, дуган; Norman: templ'ye; Norwegian Bokmål: tempel; Nynorsk: tempel; Occitan: temple; Old English: ealh, tempel; Oriya: ମନ୍ଦିର; Parthian: 𐭁𐭂𐭍𐭉‎; Persian: پرستشکده‎, معبد‎, ناوس‎, فرخار‎, فغستان‎, عبادتخانه‎; Plautdietsch: Tempel; Polish: świątynia; Portuguese: templo; Romani: khangeri; Romanian: templu; Russian: храм, место богослужения; Sanskrit: देवालय, मठ; Serbo-Croatian Cyrillic: храм, богомоља; Roman: hram, bogomolja; Slovak: chrám; Slovene: tempelj; Spanish: templo; Swahili: hekalu; Swedish: tempel; Tagalog: templo; Tajik: ибодатхона, маъбад, фархор; Tamil: கோயில், தேவளம், தேவாலயம்; Telugu: కోవెల, ఆలయము, గుడి, దేవళము; Thai: วัด; Tibetan: ལྷ་ཁང; Turkish: tapınak, toplak, ibadethane, mabet; Turkmen: ybadathana; Ukrainian: храм; Umbrian: 𐌖𐌄𐌓𐌚𐌀𐌋𐌄; Urdu: مندر‎, معبد‎, مٹھ‎; Uyghur: يباداتھانا‎, تاۈينيديغان چاي‎; Uzbek: ibodatxona, butxona; Vietnamese: đền, thiền viện; Welsh: teml; Yiddish: טעמפּל‎, שול‎; Yoruba: tẹmpili, ile Ọlọrun; Zhuang: caeh