εὖ

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὖ Medium diacritics: εὖ Low diacritics: ευ Capitals: ΕΥ
Transliteration A: Transliteration B: eu Transliteration C: ev Beta Code: eu)=

English (LSJ)

Ep. also
A ἐΰ Od.1.302, etc., cf. A.D.Adv.200.20: Adv. (prop. neut. of ἐΰς):—well, opp. κακῶς (as in Th.4.63), Hom., etc.
I of knowledge or action, well, thoroughly, competently, εὖ μέν τις δόρυ θηξάσθω, εὖ δ' ἀσπίδα θέσθω Il.2.382; εὖ καὶ ἐπισταμένως κέασαν ξύλα Od. 20.161; τὴν πόλιν κοσμέων καλῶς τε καὶ εὖ Hdt.1.59; τὸ πρᾶγμα βασανίσας καλῶς τε καὶ εὖ Pl.Euthd.307b, etc.; τόξων ἐῢ εἰδώς cunning with the bow, Il.2.718, etc.; εὖ τόδ' ἴσθι A.Pers.173 (troch.); εὖ γὰρ σαφῶς τόδ' ἴστε ib.784; εὖ οἶδ' ὅτι parenthetic in colloquial speech, σὺ γὰρ εὖ οἶδ' ὅτι οὐ πράγματ' ᾄσει Ar.Pax1296, cf. D.14.2, etc.; εὖ οἶδα, in answers, Dioxipp.4; εὖ μήδεο consider well, Il.2.360; εὖ λέγεις well spoken! Pl.Ap.24e, cf. D.5.2, etc.: with λέγω omitted, οὐδὲ τοῦτ' εὖ Ἐρατοσθένης Str.1.3.1.
2 morally well, kindly, εὖ ἔρδειν, = εὐεργετεῖν, Il.5.650; εὖ εἰπεῖν τινα to speak well of him, Od.1.302; εὖ δρᾶν εὖ παθών S.Ph.672, etc.
3 with passive or intransitive Verbs, fortunately, happily, in good case, εὖ ζώουσι Od.19.79; εὖ οἴκαδ' ἱκέσθαι safely, Il.1.19, cf. Od.3.188; τοῦ βίου εὖ ἥκειν Hdt.1.30; εὖ φρονῶν in one's right mind, A.Pr.387, etc. (but εὖ φρονεῖν εἴς τινας, τὰ σά, to be well-disposed towards, And.2.4, S.Aj.491); standing last for emphasis, ἄνδρες γεγονότες εὖ Hdt.7.134; νόμους μὴ λύειν ἔχοντας εὖ Id.3.82; τελευτήσει τὸν βίον εὖ Id.1.32, cf. Th.1.71, Arist.EN1124b13, etc.: separated from its Verb, εὖ πρᾶγμα συντεθέν D. 18.144.
II coupled with other Adverbs, esp. when qualifying nouns, adjectives, and adverbs, εὖ μάλα Od.4.96, etc.; ἡ ἀορτὴ εὖ μάλα κοίλη Arist.HA514b22; εὖ μάλα πᾶσαι h.Ap.171; εὖ μάλα πολλά Heraclit.35; εὖ μάλα πρεσβύτης Pl.Euthphr.4a; μάλα εὖ καὶ κομψῶς Id.Sph.236d; εὖ καὶ μάλα Id.Smp.194a (sed cf. CQ15.4); κάρτα εὖ Hdt.3.150; εὖ… πάνυ or πάνυ εὖ, Ar.Pl.198, Pl.Men.80b; εὖ σφόδρα Nicostr.8, Philem.75.4; εὖ κἀνδρικῶς, εὖ κἀνδρείως, Ar.Eq.379 (lyr.), Th.656; καλῶστεκαὶ εὖ (v.supr.1.1); εὖ τε καὶ καλῶς Pl.R. 503d.
III as substantive, τὸ εὖ the right, the good cause, τὸ δ' εὖ νικάτω A.Ag.121; τὸ γὰρ εὖ μετ' ἐμοῦ Ar.Ach.661; the Good, final cause, τὸ εὖ τεκταινόμενος ἐν πᾶσιν τοῖς γιγνομένοις Pl.Ti.68e; τοῦ εὖ ἕνεκα Arist.Sens.437a1, cf. eund.Metaph.1092b26: in Art, perfection, the ideal, τὸ εὖ διὰ πολλῶν ἀριθμῶν γίνεται Polyclit.2.
IV as the Predicate of a propos., τί τῶνδ' εὖ; A.Ch.338 (lyr.), cf. 116; εὖ εἴη may it be well, Id.Ag.216 (lyr.); εὐορκεῦντι μέμ μοι εὖ εἶμεν or εἴη, SIG953.9 (Calymna, ii B.C.), PEleph.23.19 (iii B.C.); εὖ σοι γένοιτο well be with thee, E.Alc.627, cf.Fr.707.
V Interjection, well done! to cheer on dogs, εὖ κύνες X.Cyn.9.20; ahoy! ho! Lyr.Alex.Adesp.20.11; cf. εὖγε.
VI in Compds., implying abundance (εὐανδρία), prosperity (εὐδαίμων, opp. κακοδαίμων), ease (εὔβατος, opp. δύσβατος): compounded only with Nouns and Adjs. (hence εὖ πάσχω, εὖ ποιέω are better written divisim, but εὐποιητικός implies εὐποιέω: v. ἀντευποιέω) ; εὐδοκέω is exceptional. (Replaced by καλῶς in later Gr., exc. in set phrases.)

German (Pape)

[Seite 1054] neutr. von ἐΰς (s. unten), bei Epik. vor einem Doppelconsonanten auch ἐΰ, Il. 3, 235 Od. 4, 408, gut, wohl, recht, tüchtig, im Gegensatz von κακῶς, von Hom. an überall, bes. in Verbindung mit Verbis, εὖ καὶ ἐπισταμένως, Il. 10, 265 Od. 20, 161; εὖ κατὰ κόσμον, wohl nach Gebühr, Il, 10, 472; vgl. ὀρθῶς τε καὶ εὖ, Plat. Men. 96 e; seltener = wohlbehalten, glücklich, behaglich, Od. 3, 188. 190. 19, 79, u. auch sp. in der Vrbdg mit ζῆν. Am häufigsten sind sonst die Vrbdgn mit οἶδα, εὖ εἰδώς, εὖ ἔγνωκα u. ähnl., Pind. N. 4, 43 P. 4, 287; Aesch. Spt. 357; Soph. O. R. 59; εὖ μέντοι ἴστε Plat. Apol. 20 d. – Εὖ ἔρδειν τινά, Gutes erweisen, wie εὐεργετέω, Il. 5, 650; εὖ δρᾶν τινα, Tragg. u. sonst, wie εὖ παθεῖν, der Ggstz, Wohlthaten von Einem empfangen; ὅστις γὰρ εὖ δρᾶν εὖ παθὼν ἐπίσταται Soph. Phil. 668, wie Aesch. εὖ δρῶσαν, εὖ πάσχουσαν Eum. 830 abdi; εὖ πάσχειν = glücklich sein, Soph. Phil. 501, wie oft εὖ πράττειν, sich wohl befinden (s. das verbum), u. εὖ ἔχειν, sich in einem guten Zustande befinden. – Εὖ λέγειν τινά, Gutes von ihm sagen; εὖ λέγεις, gut gesprochen, Plat.; εὖ κλύειν, in einem guten Rufe stehen, u. ä., die bei den einzelnen Verbis bemerkt sind. – Mit dem Artikel, ἀνδρός τοι τὸ μὲν εὖ δίκαιον εἰπεῖν, das Gute, Passende, Soph. Phil. 1125, ch., wie Aesch. τὸ δ' εὖ νικάτω, κρατοίη, Ag. 120. 340, das was Glück u. Segen bringt; τοῦ εὖ ἕνεκα, zu einem guten Zwecke, Arist. de sens. 1. – Mit ausgelassenem εἶναι, τί τῶνδ' εὖ; Aesch. Ch. 534; εὖ τὰ τῶν ἐγχωρίων Suppl. 595. – Bei manchen Wörtern dient es zur Verstärkung, so Sp. 'εὖ σαφῶς u. σαφῶς εὖ u. ä.; auch εὖ καὶ μάλα, Plat. Conv. 194 a; κάρτα εὖ Her. 3, 150.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰ;
adv.
I. bien :
1 avec idée d'origine ou de condition noblement : ἄνδρες φύσει γεγονότες εὖ HDT des hommes de bonne naissance, de noble origine;
2 bien, régulièrement, justement : εὖ καὶ ἐπισταμένως IL bien et avec habileté ; νόμους… ἔχοντας εὖ HDT des lois bien conçues ; abs. εὖ κατὰ κόσμον IL en bon ordre ; subst. τὸ εὖ ESCHL le bien, le bon droit, la bonne cause;
3 bien, avec bienveillance, avec bonté : εὖ ἔρδειν τινά IL faire du bien à qqn ; εὖ εἰπεῖν τινά OD dire du bien de qqn;
4 pour marquer une idée d'achèvement, de perfection, avec un verbe εὖ μήδεο IL considère bien ; εὖ οἶδα, εὖ ἔγνωκα ATT je sais bien ; en forme de parenthèse εὖ οἶδ' ὅτι, je sais bien : σὺ γὰρ, εὖ οἶδ' ὅτι, οὐ πράγματ' ᾄσει AR car pour toi, je le sais bien, tu ne crieras pas l'affaire sur les toits litt. tu ne chanteras pas les affaires ; avec un adj. ou un adv. εὖ πάντες OD tous sans exception ; εὖ πάντα OD tout sans exception ; εὖ μάλα OD tout à fait ; κάρτα εὖ HDT, εὖ πάνυ AR tout à fait ; εὖ σαφῶς ESCHL très évidemment ; εὖ καὶ καλῶς PLAT, καλῶς τε καὶ εὖ HDT bel et bien;
II. heureusement : εὖ οἴκαδ' ἱκέσθαι IL revenir heureusement chez soi.
Étymologie: neutre de ἐΰς.

Russian (Dvoretsky)

εὖ: эп.-ион. = οὖ (gen. 3 л. к pron. reflex.).
εὖ:
I эп. перед двумя согласн. ἐΰ adv.
1 хорошо: εὖ καὶ ἐπισταμένως Hom. с большим искусством; ἅρματα εὖ πεπυκασμένα Hom. тщательно закрытые колесницы; νόμοι ἔχοντες εὖ Her. хорошо составленные законы; εὖ κατὰ κόσμον Hom. в полном порядке; ἄλλα τε πολλά, οἷσιν εὖ ζώουσι Hom. и многое другое, благодаря чему (люди) хорошо живут; εὖ ἐλθέμεν Hom. благополучно возвратиться; εὖ εἰπεῖν τινα Hom. хорошо отзываться о ком-л., хвалить кого-л.; εὖ ἔρδειν τινά Hom. делать добро кому-л.; εὖ οἶδα или ἔγνωκα Thuc., Xen., Plat. etc. я отлично знаю; вводн. εὖ οἶδ᾽ ὅτι … Arph. я уверен, несомненно, что …; εὖ μήδεο Hom. рассуди как следует, здравое εὖ γεγονώς Her. благородного происхождения, родовитый, знатный; τὸ εὖ ἔχειν τὴν ψυχήν Arst. душевное благородство; (в ответах) εὖ κἀνδρείως (= καὶ ἀνδρείως) Plat., Arph., εὖ (τε) καὶ καλῶς Her., Plat. etc. очень хорошо, превосходно, отлично;
2 полностью, вполне: εὖ (μάλα) πάντες Hom. решительно все, все без исключения; εὖ (καὶ) μάλα Plat., Arst., Theocr. и μάλ᾽ εὖ Arph., Plat. целиком, совершенно, крайне, весьма; εὖ μάλα πρεσβύτης Plat. очень старый, глубокий старик; κάρτα εὖ Her., πάνυ εὖ Plat., εὖ πάνυ Arph. совершенно, полностью; εὖ σαφῶς Aesch., Arph.; совершенно очевидно;
3 охот. давай! или пиль! (εὖ! κύνες! Xen.).
II τό indecl.
1 добро, благо (τἀγαθὸν καὶ τὸ εὖ Arst.);
2 правое дело (τὸ εὖ δίκαιον εἰπεῖν Soph.): τὸ δ᾽ εὖ νικάτω! Aesch. правое дело да победит!

Greek Monolingual

(I)
εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α)
επίρρ.
1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» — καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ.
«εὖ γὰρ σαφῶς τόδ' ἴστε», Αισχύλ.)
2. κατ' ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ' ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.)
3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά, ευάρεστα, αίσια
4. (με επίθ. ή μτχ.) πολύ (α. «ἐΰ πάντες» — απαξάπαντες, Ομ. Οδ.
β. «κάρτα εὖ» — υπερβολικά, Ηρόδ.
5. ως ουσ. τo εὖ
α) το ορθό, το σωστό, το δίκαιο («τὸ δ' εὖ νικάτω» — ας υπερισχύσει το δίκαιο, Αισχύλ.)
β) παροιμ. φρ. «οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ» — το καλό δεν βρίσκεται στο πολύ, αλλά το πολύ στο καλό
γ) (στην τέχνη) η καλλιτεχνική αρτιότητα, η τελειότητα
6. (ως επιφών.) μπράβο, εύγε
7. φρ. α) «τὸ εὖ ζῆν» — η ενάρετη ζωή
β) «εὖ ἔχω ή εὖ ἥκω» — είμαι καλά, υγιαίνω
γ) «εὖ πράττω» — ευτυχώ
δ) «εὖ ποιῶ» — ευεργετώ
ε) «εὖ πάσχω» — ευεργετούμαι
στ) «εὖ λέγω» — επαινώ
ζ) «εὖ ἀκούω» — επαινούμαι
η) «εὖ ἠγμένος» — ο καλοαναθρεμμένος
θ) «εὖ γεγονώς» — ο καλής καταγωγής
8. εν συνθέσει ως α' συνθετικό επίθ. της Αρχαίας και της Νέας σημαίνει κυρίως καλή ιδιότητα αυτού που σημαίνει το β' συνθετικό (συνών. του καλο-) ή ευκολία ως προς τη δυνατότητα πραγματοποιήσεως αυτού που σημαίνει το β' συνθετικό (συνών. του ευκολο-) π.χ. ευανάγνωστος, ευκατάστατος κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουδέτερο του επιθ. ἐὺς, που χρησιμοποιήθηκε ως επίρρ. («καλώς») και απαντά σε αρκετές εκφράσεις (πρβλ. ευ οίδα, ευ πάσχω) καθώς και σε πλήθος συνθέτων (είτε με τη μορφή ευ- είτε ως ηυ-, με μετρική έκταση) από τα οποία πολλά σώζονται μέχρι σήμερα. Το εύ εξάλλου ως α' συνθετικό έχει άλλοτε τη σημασία «εύκολος» (πρβλ. ευανάγνωστος) και άλλοτε τη σημασία «καλός» (πρβλ. εύηχος).
ΣΥΝΘ. (κατ' επιλογή) ευάγγελος, ευαγής, ευανάγνωστος, ευαπόδεικτος, ευάρεστος, ευημερία, εύηχος, εύκαιρος, ευκατάστατος, ευκίνητος
αρχ.
εύειλος, ευεπίτακτος, ευήρετμος, ευκάρδιος, εύκρηνος, εύμαχος, ευφεγγής, εύωρος, ευώψ, ηΰκομος
αρχ.-μσν.
ευάγκαλος, εύεικτος, εύεργος, εύκριτος, εύυδρος
μσν.
ευαύξητος, ευαύχην, ευδιάμετρος, εύζωδος εύκτιστος, ευμέθυστος
μσν.- νεοελλ.
ευλύγιστος, ευσύνοπτος, ευσχήμων, ευυπόληπτος
νεοελλ.
ευαίσθητος, ευαρέσκεια, ευδιάθετος, ευεξήγητος, ευεπίφορος, ευοίωνος, ευπρόσβλητος, εύσπλαγχνος, εύστοχος, ευσυνείδητος, εύσωμος, ευφάνταστος].
(II)
εὗ, εγκλιτ. εὑ (Α)
ιων. και επικ. τ. 1. αντί οὗ (οὑ), γεν. της αυτοπαθούς αντωνυμίας του γ' προσ.
2. αντί ἑαυτοῦ, αὑτοῦ
3. εγκλιτικώς αντί αὐτοῦ.

Greek (Liddell-Scott)

εὖ: Ἐπικ. ἐΰ (ἀλλὰ μόνον πρὸ διπλοῦ συμφώνου, ὥστε τὸ υ γίνεται θέσει μακρόν· ἴδε κατωτ. V). Ἐπίρρ. (κυρίως οὐδ. τοῦ ἐΰς), καλῶς, Λατιν. bene, ἀντίθ. τῷ κακῶς, ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς: συχνάκις συνδέεται μετ’ ἄλλου Ἐπιρρήματος, εὖ καὶ ἐπισταμένως, καλῶς καὶ ἐμπείρως, Ἰλ. Κ. 265, Ὀδ. Υ. 161· εὖ λειήνας, ἅρματα εὖ πεπυκασμένα, κτλ., ἴδε Ἰλ. Β. 382 κἑξ.· οὕτως, εὖ κατὰ κόσμον Κ. 472· σπανιώτερον, εὐτυχῶς, καλῶς, Ὀδ. Γ. 188, 190, Τ. 79. - Χρήσεις: 2) μετὰ ῥημάτων ἰδίως γνωστικῶν, εὖ οἶδα, εὖ εἰδώς, εὖ γιγνώσκειν, κτλ., Ὅμ. κλ.· ἡ φράσις εὖ οἶδ’ ὅτι, συνηθέστατα προστίθεται ἐν τοῖς διαλόγοις τῶν Ἀττ. ποιητῶν καὶ πεζογράφων, σὺ γάρ, εὖ οἶδ’ ὅτι οὐ πράγματ’ ᾄσει Ἀριστοφ. Εἰρ. 1296, Δημ., κλ.· εὖ γὰρ σαφῶς τόδ’ ἵστε Αἰσχύλ. Πέρσ. 784· εὖ οἶδα, ἐν ἀποκρίσεσι, Διώξιππος ἐν «Φιλαργύρῳ» 1· ὡσαύτως, εὖ μήδεο, «καλῶς βουλεύου» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 360· εὖ ἔρδειν, = εὐεργετεῖν, Ε. 650· εὖ εἰπεῖν τινα, εἰπεῖν καλὸν λόγον περὶ τινος, Ὀδ. Α. 302: - μεθ’ Ὅμ., εὖ δρᾶν, ποιεῖν, θέσθαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὖ πάσχειν, εὖ πράσσειν. εὖ βεβηκέναι, ἔχειν καλῶς, διάγειν καλῶς, ὅρα τὰ ῥήματα· οὕτως, εὖ ἔχειν, ἤκειν, λαχεῖν Ἡρόδοτ. κτλ.· μετὰ γεν., εὖ ἥκειν τοῦ βίου Ἡρόδ. 1, 30· εὖ φρονεῖν, ἴδε φρονέω· εὖ σέβειν, ἴδε εὐσεβέω, κτλ· - πρὸς ἔμφασιν ἐνίοτε τίθεται ἐν τέλει τῆς φράσεως, ἄνδρες γεγονότες εὖ Ἡρόδ. 7. 134· νόμους μὴ λύειν ἔχοντας εὖ ὁ αὐτ. 3. 82· καὶ ἐνίοτε χωρίζεται ἀπὸ τοῦ ἰδίου ῥήματος: εὖ πρᾶγμα συντεθὲν Δημ. 275. 26. 2) εὖ γε, συχν. ἐν ἀποκρίσεσιν, ἴδε ἐν λ. εὖγε. II. μετ’ ἐπιθ. ἢ Ἐπιρρ., εὖ πάντες ἢ πάντα, ὡς τὸ μάλα πάντα Ὀδ. Θ. 37, 39, κτλ.· εὖ μάλα Δ. 96, κτλ.· εὖ μάλα πάντες Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 172· εὖ μάλα πρεσβύτης Πλάτ. Εὐθύφρων 4Α· μάλ’ εὖ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 142, Πλάτ. Σοφιστ. 236D· εὖ καὶ μάλα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 191Α· κάρτα εὖ Ἡρόδ. 3. 150· εὖ πάνυ… ἢ πάνυ εὖ Ἀριστοφ. Πλ. 198, Πλάτ. Μένων 80Α· εὖ σαφῶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 784· εὖ πως Εὐρ. Ἐκάβ. 902· εὖ γ’, ἄνδρες, εὖ σφόδρ’ Νικόστρατος ἐν «Ἀπελαυνομένῳ» 1· οὕτως ὡσαύτως, καλῶς τε καὶ εὖ, εὖ τε καὶ καλῶς Ἡρόδ. 1. 59, Πλάτ.· εὖ κἀνδρικῶς, εὖ κἀνδρείως Ἀριστοφ. Ἱππ. 379, Θεσμ. 656. III. ὡς οὐσιαστ., τὸ εὖ, τὸ ὀρθόν, τὸ δίκαιον, τὸ δ’ εὖ νικάτω Αἰσχύλ. Ἀγ. 121, 139, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1140, Ἀριστοφ. Ἀχ. 661· τοῦ εὖ ἕνεκα Ἀριστ. περὶ Αἰσθ. 1, 8. IV. ὡς τὸ κατηγορούμενον προτάσεως, τί τῶνδ’ εὖ; Αἰσχύλ. Χο. 337, πρβλ. 116· εὖ εἴη, εἴθε ν’ ἀποβῇ εἰς καλόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 216· εὖ σοι γένοιτο, εἴθε νὰ εὐτυχήσῃς, Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 186C. V. ἐν συνθέσει ἔχει πάσας τὰς σημασίας τοῦ Ἐπιρρ., ἀλλὰ συνήθως συνυπονοεῖται μέγεθος, ἀφθονία, εὐτυχίαεὐκολία· οὕτω τὰ μετ’ αὐτοῦ σύνθετα συχνάκις = τοῖς μετὰ τοῦ πολὺ συνθέτοις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ σύνθετα του κακὸς καὶ δύσ-. Ὁπόταν διπλοῦν σύμφωνον ἀκολουθῇ ἐν συνθέσει, παρ’ Ἐπικ. συνήθως γίνεται ἐϋ- μετὰ θέσει μακροῦ υ, ὡς ἐΰγναμπτος, ἐΰδμητος, ἐΰζυγος, κτλ., Ἕρμανν. ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 36· τὰ ἡμίφωνα διπλασιάζονται μετ’ αὐτό, οἷον ἐϋμμελίης, ἐΰννητος, ἐΰρροος, ἐΰσσελμος· ἐνίοτε παρ’ Ἐπικ. παρεμβάλλεται η χάριν τοῦ μέτρου, εὐηγενής, εὐηπελής. Ὡς τὸ στερ. α, Λατ. in, καὶ τὸ δύσ-, συντίθεται μόνον μετ’ ὀνομάτων· τὰ δὲ ῥήματα, ἐν οἷς τὸ εὖ ἀποτελεῖ τὴν πρώτην συλλαβήν, παράγονται ἐκ συνθέτων ὀνομάτων, ὡς εὐπαθέω, ἐκ τοῦ εὐπαθής· τύποι δὲ οἷοι τὰ εὐπάσχω, εὐποιέω δέον νὰ γράφωνται διῃρημένως: εὖ πάσχω, εὖ ποιέω, κτλ.· ἐν τοiς ἐϋκτίμενος, εὐναιόμενος, κτλ., ἡ μετοχὴ ἐγένετο ἐπίθ.· ἴδε πρὸ πάντων Λοβέκ. ἐν Φρυν. 561, κἑξ.: - τὸ εὐδοκέω φαίνεται ἀποτελοῦν ἐξαίρεσιν.

English (Autenrieth)

(neut. of ἐύς): well, answering in meaning as adv. to the adjectives ἀγαθός and κᾶλός; hencerightly,’ ‘finely,’ ‘carefully,’ etc., esp. ‘happily,’ ‘prosperously,’ εὖ ζώειν, εὖ οἴκαδ' ἱκέσθαι, Od. 17.423, Il. 1.19, Od. 3.188, 1; εὖ ἔρδειν τινά, i. e. ἀγαθὰ ἔρδειν, Il. 5.650; used to strengthen other words, εὖ μάλα, εὖ πάντες, ‘quite all,’ Od. 10.452, Od. 18.260.

English (Slater)

εὖ (ἠὺ coni. (O. 5.16) )
   1 well
   a εὖ νιν ἔγνωκεν (P. 4.287) “εὖ καθορᾷς” (P. 9.49) τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ κρυπτέτω (P. 9.93) εὖ οἶδ' ὅτι (N. 4.43) ὁ δ' εὖ φράσθη (N. 5.34) εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον, εὖ δ' ἑταίρους (N. 11.3) τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι (I. 4.41)
   b
   I εὖ πράσσω, prosper ξείνων δ' εὖ πρασσόντων, ἔσαναν ἐσλοί (O. 4.4) εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι (O. 11.4) ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς εὖ πέπραγεν (P. 2.73)
   II εὖ τυγχάνω, succeed ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν (Hermann: εὖ δ(ὲ) ἔχοντες codd.: εὖ δὲ τυχόντες Boeckh) (O. 5.16) χρὴ πρὸς μακάρων τυγχάνοντ' εὖ πασχέμεν (τὸ εὖ κοινόν. Σ.) (P. 3.104)
   III εὖ πάσχω, be successful τὸ δὲ παθεῖν εὖ πρῶτον ἀέθλων (P. 1.99), cf. (P. 3.104) εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (I. 5.13) ἔραμαι ἐόντων εὖ τε παθεῖν καὶ ἀκοῦσαι φίλοις ἐξαρκέων (N. 1.32)
   IV εὖ ἀκούω, have a good reputation εὖ δ' ἀκούειν δευτέρα μοῖῤ (P. 1.99), cf. (N. 1.32) [
   c dub. εὖζωᾶς (codd.: εὐζοίας Schr.) (P. 4.131) ]

English (Strong)

neuter of a primary eus (good); (adverbially) well: good, well (done).

English (Thayer)

adverb (properly, εὖ, the unused neuter of the adjective ἐΰς in Homer), well: εὖ πράσσω, not as many interpreters take it, contrary to ordinary Greek usage, to do well i. e. act rightly (which in Greek is expressed by ὀρθῶς or καλῶς πράσσω), but to be well off, fare well, prosper, R. V. it shall be well with you) (Xenophon, mem. 1,6, 8; 2,4, 6; 4,2, 26; oec. 11,8; Josephus, Antiquities 12,4, 1; ὅστις καλῶς πραττει, οὐχί καί εὖ πραττει; Plato, Alc. i., p. 116b.; εἰ εὖ πραττουσι ἀδικουντες, Prot., p. 333d.; εἰ τίς ἄλλος εὖ μέν ἐποίησεν ὑμᾶς εὖ πράττων, Demosthenes 469,14; and some began their letters with εὖ πράττειν, cf. Diogenes Laërtius 3,61and Menagius (Menage) in the place cited. In one passage alone, Xenophon, mem. 3,9, 14, the drift of the discussion permits Socrates to deviate from common usage by attaching to the phrase the notion of right conduct, acting well; (yet this sense occurs in ecclesiastical Greek, see e. g. Justin Martyr, Apology 1,28 and Otto's note; cf. Liddell and Scott, under the word πράσσω, IV.)); ἵνα εὖ σοι γένηται that it may be well, things may turn out well, with thee, εὖ ποιεῖν τινα, to do one good, T omits the accusative; L Tr WH read the dative) (Xenophon, Cyril 1., 6,30). In commendations, εὖ (δοῦλε ἀγαθέ), "Well! Well done!" R G; Xenophon, venat. 6,20; see εὖγε.

Greek Monotonic

εὖ: Επικ. ἐΰ, επίρρ. (ουδ. του ἐΰς
I. 1. καλά, ευτυχώς, Λατ. bene, αντίθ. προς το κακῶς, σε Όμηρ. κ.λπ.· μαζί με άλλο επίρρ., εὖ καὶ ἐπισταμένως, καλώς και με γνώση, σε Όμηρ.· ομοίως και, εὖ κατὰ κόσμον, καλά και τακτικά, όπως ταιριάζει, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, ευτυχώς, κατ' ευτυχή συγκυρία, ευχαρίστως, σε Ομήρ. Οδ.· στον Πεζό λόγο, εὖ ἔχειν, έχειν καλώς, βρίσκομαι σε καλή κατάσταση, σε Αττ.· με γεν., εὖ ἥκειν τοῦ βίου, έχειν καλώς ως προς το ζην, ως προς τους πόρους της ζωής, ευπορώ, σε Ηρόδ.
2. εὖ γε, συχνά σε απαντήσεις, βλ. εὖγε·
3. με επίθ. ή επιρρ., επιτείνοντας τη σημασία τους, εὖ πάντες, όπως το μάλα πάντες, σε Ομήρ. Οδ.· εὖ μάλα, στο ίδ.· εὖ πάνυ, σε Αριστοφ.· εὖ σαφῶς, σε Αισχύλ.
II. ως ουσ., τὸ εὖ, το δίκαιο, το ορθό, τὸ δ' εὖ νικάτω, στον ίδ.
III. 1. ως κατηγορ. πρότασης, τί τῶνδ' εὖ; ποιο από αυτό είναι καλό; στον ίδ.· εὖ εἴη, μακάρι να αποβεί σε καλό, στον ίδ.
IV.στα σύνθ., έχει όλες τις σημασίες του επιρρ., αλλά συνήθως υποδηλώνει μέγεθος, αφθονία, ευημερία, ευκολία, αντίθ. προς το δυσ- (όπως τα στερητικά α-, Λατ. in-, και το δυσ-, συντίθεται μόνο με ονόματα· τα ρήματα, στα οποία το εὖ αποτελεί την πρώτη συλλαβή, παράγονται από σύνθετα ονόματα, όπως εὐπαθέω από εὐπαθής. Το εὖ-δοκέω, αποτελεί εξαίρεση).

Frisk Etymological English

See also: s. ἐύς.

Middle Liddell

[neut. of ἐΰς]
I. well, Lat. bene, opp. to κακῶς, Hom., etc.; with another adv., εὖ καὶ ἐπισταμένως well and workmanlike, Hom.; so, εὖ κατὰ κόσμον well and in order, Il.:—also, luckily, happily, well off, Od.:—in Prose, εὖ ἔχειν to be well off, Attic;c. gen., εὖ ἥκειν τοῦ βίου to be well off for livelihood, Hdt.
2. εὖ γε, oft. in answers, v. εὖγε.
3. with Adjectives or Adverbs, to add to their force, εὖ πάντες, like μάλα πάντες, Od.; εὖ μάλα Od.; εὖ πάνυ Ar.; εὖ σαφῶς Aesch.
II. as substantive, τὸ εὖ the right, the good cause, τὸ δ' εὖ νικάτω Aesch.
III. as the Predicate of a propos., τί τῶνδ' εὖ; which of these things is well? Aesch.; εὖ εἴη may it be well, Aesch.
IV. in Compos., it has all the senses of the adv., but commonly implies greatness, abundance, prosperity, easiness, opp. to δυσ-. (Like α- privat., Lat. in-, δυσ-, it is properly compounded with Nouns only, Verbs beginning with εὖ being derived from a compd. Noun, as, εὐπαθέω from εὐπαθής. εὐ-δοκέω is an exception.)

Frisk Etymology German

εὖ: {eũ}
See also: s. ἐύς.
Page 1,584

Chinese

原文音譯:eâ 由
詞類次數:副詞(6)
原文字根:好 相當於: (יָטַב‎) (יָשָׁר‎)
字義溯源:好,很好,善,福,行善,仁慈,作好,行妥;源自(εὐρύχωρος)X*=善,美)。
同義字:1) (εὖ / εὖγε)好,行善 2) (καλῶς)好,對的
出現次數:總共(5);太(2);可(1);徒(1);弗(1)
譯字彙編
1) 好(2) 太25:21; 太25:23;
2) 福(1) 弗6:3;
3) 善(1) 可14:7;
4) 很好了(1) 徒15:29

English (Woodhouse)

auspiciously, fortunately, happily, honestly, properly, well

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

bene, scite, well, cleverly, 1.18.3, 1.71.7,
item likewise 1.73.3
et and 1.84.4. 2.35.1,
item likewise 3.38.4
et and 3.40.3
et and 3.42.2. Ibid. in the same place 3.38.5, 3.48.2,
item likewise 4.62.1
et and 4.87.5, et and 5.111.4. 6.24.2, 6.36.3, 7.23.2, 7.48.3, 8.38.3, 8.46.5, 8.97.2,
probe scire, to know thoroughly, 1.76.1. 5.104.1. 6.34.7. 6.34.9. 6.38.1. 6.68.3. 7.21.4. 7.48.3. 8.48.5.
bene consulere, bene disponere, to advise well, arrange well, 1.75.5, 4.59.4, 4.61.6. 6.11.6. 8.84.5,
rite, duly, properly, 3.104.5 (ex Hom. H. Ap. from Homer's Hymn to Apollo 171). —
prospere, feliciter, successfully, prosperously, 1.120.3, 5.15.2,
item likewise 5.16.1. 46,
prospera fortuna uti, to enjoy good fortune, 2.64.1. 6.75.3.
beneficio afficere, to confer a favor on, 3.43.3. 7.15.2. 8.82.3.
idem, the same 3.54.1. 4.63.2.
beneficio uti, to receive a favor, 1.34.1. 2.40.4. 3.40.3. 3.54.2. 3.55.3.