μέρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑM [[μέρος]])<br /><b>1.</b> [[τμήμα]] ενός όλου, [[τεμάχιο]], [[κομμάτι]] (α. «γκρεμίστηκε ένα [[μέρος]] του τοίχου» β. «[[κίνησις]] γὰρ αὕτη δὴ [[μεγίστη]] τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτό που αναλογεί στον καθένα, [[μερίδιο]], [[μέρισμα]], [[μερτικό]] («πήρε το [[μέρος]] του από τα χρήματα της κληρονομιάς και έφυγε στα [[ξένα]]»<br /><b>3.</b> [[τοποθεσία]], [[περιοχή]] (α. «έχτισαν το [[σπίτι]] σε [[ωραίο]] [[μέρος]]» β. «καὶ νῦν ἐσμὲν ἐν Κάδης πόλει, ἐκ μέρους τῶν ὁρίων σου», ΠΔ)<br /><b>4.</b> [[τμήμα]] τόπου, [[θέση]], [[σημείο]], [[πλευρά]] (α. «καθόταν στο αριστερό [[μέρος]]» β.«καὶ δούλκιον ἐποίει ὁ [[κύριος]] Θεοφύλακτος ὁ Πατριάρχης ἐπὶ τὸ [[μέρος]] τοῦ εὐκτηρίου», Κ. Πορφ.)<br /><b>5.</b> η [[συμμετοχή]] κάποιου σε ένα [[έργο]] ή σε μια [[πράξη]] (α. «έχει κι αυτός ένα [[μέρος]] της ευθύνης για την [[περίθαλψη]] τών σεισμοπλήκτων» β. «αὐτῶν τῶν ἔργων, δι' [[ἅπερ]] ἡ [[πόλις]] ἐσώθη οὐκ ἔλαττον [[μέρος]] οἱ ἐμοὶ πρόγονοι συνεβάλοντο», Ανδοκ.)<br /><b>6.</b> [[τμήμα]] ή [[σημείο]] του σώματος (α. «σε ποιο [[μέρος]] πονάς;» β. «τῶν τοῦ σώματος αὐτοῦ μελῶν καὶ μερῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> (για λόγο) [[τμήμα]] κειμένου, [[χωρίο]], [[απόσπασμα]] («διάβασε ένα [[μέρος]] μόνο από την εισήγησή του»)<br /><b>8.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ομάδα]], [[τάξη]] («καὶ μὴ τῇ προαιρέσει τῶν κοινῶν ἐν τῷ τῶν ἐναντίων μέρει τετάχθαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «μέρη του λόγου»<br /><b>γραμμ.</b> οι μεγάλες ομάδες τών λέξεων στις οποίες υποδιαιρείται το γλωσσικό υλικό [[κάθε]] γλώσσας με [[βάση]] τον τύπο τους ή με [[βάση]] τη [[λειτουργία]] τους στη [[σύνταξη]]<br />β) «[[κατά]] [[μέρος]]» — ιδιαιτέρως, ξεχωριστά, κατ' ιδίαν<br />γ) «εκ μέρους κάποιου» ή «από μέρους κάποιου» από πλευράς κάποιου<br />από κάποιον, σε ό,τι αφορά κάποιον<br />δ) «ο επί μέρους» — ο [[μερικός]], ο [[λεπτομερειακός]], ο [[ιδιαίτερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] καταγωγής, [[πατρίδα]] («θα πάνε [[πάλι]] στα μέρη τους»)<br /><b>2.</b> [[θεατρικός]] [[ρόλος]]<br /><b>3.</b> κοινωνική, στρατιωτική ή [[πολιτική]] [[δράση]], [[ενεργός]] [[συμμετοχή]]<br /><b>4.</b> (κατ' ευφημ.) [[αποχωρητήριο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λαμβάνω]] [[μέρος]]» ή «έχω [[μέρος]]» ή «[[παίρνω]] [[μέρος]]» — [[μετέχω]], [[συμμετέχω]]<br />β) «[[αφήνω]] [[κατά]] [[μέρος]]» ή «[[βάζω]] [[κατά]] [[μέρος]]» ή «έχω [[κατά]] [[μέρος]]»<br />i) [[παραμερίζω]], δεν [[χρησιμοποιώ]]<br />ii) [[τοποθετώ]] [[κάτι]] σε ιδιαίτερη [[θέση]], [[αποταμιεύω]], [[φυλάγω]]<br />iii) [[απορρίπτω]]<br />γ) «εν μέρει» — [[μερικώς]], [[κάπως]], ώς έναν βαθμό<br />δ) «[[έρχομαι]] με το [[μέρος]] κάποιου» ή «[[παίρνω]] το [[μέρος]] κάποιου» ή «[[πηγαίνω]] με το [[μέρος]] κάποιου» — [[υπερασπίζω]], [[υποστηρίζω]], [[ακολουθώ]] τις απόψεις κάποιου<br />ε) «τί [[μέρος]] του λόγου [[είναι]] αυτός ο [[άνθρωπος]]» — τί [[λογής]] [[είναι]] ο [[άνθρωπος]] αυτός, ποιο [[είναι]] το [[ποιόν]] ή ποια [[είναι]] η [[αξία]] του; στ) «[[μέρος]] και όλο(ν)»<br /><b>(φιλοσ.)</b> φιλοσοφικές κατηγορίες που δηλώνουν ένα [[σύνολο]] δυναμικά δομημένο και σχετικά σταθερό, ένα ολοκληρωμένο [[σύστημα]] χαρακτηριζόμενο από την ύπαρξη σύνθετων δεσμών, αμοιβαίων δράσεων και αλληλεπιδράσεων [[μεταξύ]] τών συστατικών στοιχείων του συνόλου, αφ' ενός, και [[μεταξύ]] τών στοιχείων αυτών και του συνόλου, αφ' ετέρου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για άτομα, ομάδες, οργανισμούς, χώρες ή κράτη) [[καθένας]] από τους μετέχοντες σε μια οικονομική, [[πολιτική]] κ.ά. φύσης [[σύμβαση]] ή σε μια [[κοινή]] [[ενέργεια]] («τα συμβαλλόμενα μέρη αποφάσισαν να συνεργαστούν στενότερα σε όλους τους τομείς»)<br /><b>2.</b> αντίδικη [[πλευρά]], [[διάδικος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εκ μέρους κάποιου» ή «ἐκ τὸ [[μέρος]] κάποιου» — εξ ονόματος κάποιου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η στρατιωτική [[μονάδα]] που αποτελούνταν από δύο ή από [[τρεις]] μοίρες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «.ἄνω μέρου» — περισσότερο<br />β) «ἀπάνω μέρου» — [[προηγουμένως]], [[παραπάνω]]<br />γ) «εἰς κάποιον [[μέρος]]» — [[κάπως]], ώς έναν βαθμό<br />δ) «εἰς [[μέρος]]» — [[παράμερα]], στην [[άκρη]]<br />ε) «[[γίνομαι]] εἰς [[μέρος]]» — αποχωρίζομαι, αποσχίζομαι<br />στ) «ἔχω [[μέρος]] εἰς [[κάτι]]»<br />i) [[συμμετέχω]]<br />ii) ενέχομαι<br />ζ) «έχω [[μέρος]] με κάποιον»<br />i) σχετίζομαι, [[συνδέομαι]]<br />ii) [[μοιάζω]]<br />η) «[[θέτω]] εις [[μέρος]]» — [[παραμερίζω]], [[αποβάλλω]]<br />θ) «κόβονται τά μέρη μου» — [[αποκάμνω]], [[παραλύω]]<br />(μσν.-αρχ.)·1. [[τμήμα]], [[υποδιαίρεση]] στρατεύματος<br /><b>2.</b> (στον ιππόδρομο) η [[φατρία]]<br /><b>3.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) [[μερικώς]], εν μέρει («ὃ διὰ τὴν ὕλην [[μέρος]] τι ἐγένετο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μοίρα]], πεπρωμένο («ἔχετον κοινοῡ θανάτου [[μέρος]] [[ἄμφω]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[σειρά]] κάποιου, η [[θέση]], η [[αράδα]] («ὄταν ἥκῃ [[μέρος]] ἔργων» — όταν έλθει η [[σειρά]] τών έργων, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> [[υποδιαίρεση]], [[υποπολλαπλάσιο]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μέρη</i><br />οι παρονομαστές τών κλασμάτων<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «πρὸς [[μέρος]]» — κατ' [[αναλογία]]<br />β) «τὸ ἐμὸν [[μέρος]]» ή «τοὐμὸν [[μέρος]]» — όσον αφορά εμένα<br />γ) «ἀνὰ [[μέρος]]» ή «ἐν μέρει» — [[κατά]] [[σειρά]], [[κατά]] [[διαδοχή]]<br />δ) «ἐν τῷ μέρει» ή «παρὰ τὸ [[μέρος]]» — με τη [[σειρά]] κάποιου<br />ε) «τὸ πλεῖστον [[μέρος]]» ή «ἐκ τοῦ πλείστου μέρους» ή «κατὰ τὸ πολὺ [[μέρος]]» — ως επί το πλείστον<br />στ) «ὁ κατὰ [[μέρος]]» — ο [[ιδιαίτερος]], ο [[μερικός]]<br />ζ) «ἐκ μέρους ή «ἀπὸ μέρους» — [[μερικώς]]<br />η) «[[μέρος]] της λέξεως»<br />i) [[στοιχείο]] του λόγου, της ομιλίας<br />ii) [[λέξη]]<br />θ) «[[τίθημι]] ἐν μέρει τινός» ή «[[εἰμὶ]] ἐν μέρει τινός» ή «[[γίγνομαι]] ἐν μέρει τινός» — [[θεωρώ]] ή θεωρούμαι<br />ι) «ἐν προσθήκης μέρει» — ως πρόσθετο, ως [[παράρτημα]]<br />ια) «εἰς [[μέρος]] τινός κατατίθεμαι» — [[θεωρώ]] ως [[κάτι]]<br />ιβ) «ἐν οὐδενὸς μέρει»<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[ανάξιος]] λόγου, [[ασήμαντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μερ</i>- του [[μείρομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μερίς]](-<i>ίδα</i>), [[μερίδιο]](<i>ν</i>), [[μερικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέρεια]]<br />(αρχ.-μνσ.) [[μερίτης]]<b>μσν.</b> [[μεράδιος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μεριά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μέροθεν]], [[μεράρχης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μεροποιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μέραρχος]], [[μερολήπτης]]. (Β' συνθετικό) α) σε -<i>μερής</i>: [[αδρομερής]], [[ανομοιομερής]], [[διμερής]], [[εξαμερής]], [[επταμερής]], [[ετερομερής]], [[ισομερής]], [[λεπτομερής]], [[μονομερής]], [[οκταμερής]], [[ομοιομερής]], [[πενταμερής]], [[τετραμερής]], [[τριμερής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμερής]], [[μεγαλομερής]], [[μικρομερής]], [[ολομερής]], [[ποδομερής]], [[υπεπιμερής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αμφιμερής</i>, [[ανισομερής]], [[αυξομερής]], [[ολιγομερής]], [[πολυμερής]]<br />β) σε -[[μέρος]]: <b>νεοελλ.</b> [[απόμερος]], <i>μονόμερος</i>.
|mltxt=το (ΑM [[μέρος]])<br /><b>1.</b> [[τμήμα]] ενός όλου, [[τεμάχιο]], [[κομμάτι]] (α. «γκρεμίστηκε ένα [[μέρος]] του τοίχου» β. «[[κίνησις]] γὰρ αὕτη δὴ [[μεγίστη]] τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτό που αναλογεί στον καθένα, [[μερίδιο]], [[μέρισμα]], [[μερτικό]] («πήρε το [[μέρος]] του από τα χρήματα της κληρονομιάς και έφυγε στα [[ξένα]]»<br /><b>3.</b> [[τοποθεσία]], [[περιοχή]] (α. «έχτισαν το [[σπίτι]] σε [[ωραίο]] [[μέρος]]» β. «καὶ νῦν ἐσμὲν ἐν Κάδης πόλει, ἐκ μέρους τῶν ὁρίων σου», ΠΔ)<br /><b>4.</b> [[τμήμα]] τόπου, [[θέση]], [[σημείο]], [[πλευρά]] (α. «καθόταν στο αριστερό [[μέρος]]» β.«καὶ δούλκιον ἐποίει ὁ [[κύριος]] Θεοφύλακτος ὁ Πατριάρχης ἐπὶ τὸ [[μέρος]] τοῦ εὐκτηρίου», Κ. Πορφ.)<br /><b>5.</b> η [[συμμετοχή]] κάποιου σε ένα [[έργο]] ή σε μια [[πράξη]] (α. «έχει κι αυτός ένα [[μέρος]] της ευθύνης για την [[περίθαλψη]] τών σεισμοπλήκτων» β. «αὐτῶν τῶν ἔργων, δι' [[ἅπερ]] ἡ [[πόλις]] ἐσώθη οὐκ ἔλαττον [[μέρος]] οἱ ἐμοὶ πρόγονοι συνεβάλοντο», Ανδοκ.)<br /><b>6.</b> [[τμήμα]] ή [[σημείο]] του σώματος (α. «σε ποιο [[μέρος]] πονάς;» β. «τῶν τοῦ σώματος αὐτοῦ μελῶν καὶ μερῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> (για λόγο) [[τμήμα]] κειμένου, [[χωρίο]], [[απόσπασμα]] («διάβασε ένα [[μέρος]] μόνο από την εισήγησή του»)<br /><b>8.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ομάδα]], [[τάξη]] («καὶ μὴ τῇ προαιρέσει τῶν κοινῶν ἐν τῷ τῶν ἐναντίων μέρει τετάχθαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «μέρη του λόγου»<br /><b>γραμμ.</b> οι μεγάλες ομάδες τών λέξεων στις οποίες υποδιαιρείται το γλωσσικό υλικό [[κάθε]] γλώσσας με [[βάση]] τον τύπο τους ή με [[βάση]] τη [[λειτουργία]] τους στη [[σύνταξη]]<br />β) «[[κατά]] [[μέρος]]» — ιδιαιτέρως, ξεχωριστά, κατ' ιδίαν<br />γ) «εκ μέρους κάποιου» ή «από μέρους κάποιου» από πλευράς κάποιου<br />από κάποιον, σε ό,τι αφορά κάποιον<br />δ) «ο επί μέρους» — ο [[μερικός]], ο [[λεπτομερειακός]], ο [[ιδιαίτερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] καταγωγής, [[πατρίδα]] («θα πάνε [[πάλι]] στα μέρη τους»)<br /><b>2.</b> [[θεατρικός]] [[ρόλος]]<br /><b>3.</b> κοινωνική, στρατιωτική ή [[πολιτική]] [[δράση]], [[ενεργός]] [[συμμετοχή]]<br /><b>4.</b> (κατ' ευφημ.) [[αποχωρητήριο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λαμβάνω]] [[μέρος]]» ή «έχω [[μέρος]]» ή «[[παίρνω]] [[μέρος]]» — [[μετέχω]], [[συμμετέχω]]<br />β) «[[αφήνω]] [[κατά]] [[μέρος]]» ή «[[βάζω]] [[κατά]] [[μέρος]]» ή «έχω [[κατά]] [[μέρος]]»<br />i) [[παραμερίζω]], δεν [[χρησιμοποιώ]]<br />ii) [[τοποθετώ]] [[κάτι]] σε ιδιαίτερη [[θέση]], [[αποταμιεύω]], [[φυλάγω]]<br />iii) [[απορρίπτω]]<br />γ) «εν μέρει» — [[μερικώς]], [[κάπως]], ώς έναν βαθμό<br />δ) «[[έρχομαι]] με το [[μέρος]] κάποιου» ή «[[παίρνω]] το [[μέρος]] κάποιου» ή «[[πηγαίνω]] με το [[μέρος]] κάποιου» — [[υπερασπίζω]], [[υποστηρίζω]], [[ακολουθώ]] τις απόψεις κάποιου<br />ε) «τί [[μέρος]] του λόγου [[είναι]] αυτός ο [[άνθρωπος]]» — τί [[λογής]] [[είναι]] ο [[άνθρωπος]] αυτός, ποιο [[είναι]] το [[ποιόν]] ή ποια [[είναι]] η [[αξία]] του; στ) «[[μέρος]] και όλο(ν)»<br /><b>(φιλοσ.)</b> φιλοσοφικές κατηγορίες που δηλώνουν ένα [[σύνολο]] δυναμικά δομημένο και σχετικά σταθερό, ένα ολοκληρωμένο [[σύστημα]] χαρακτηριζόμενο από την ύπαρξη σύνθετων δεσμών, αμοιβαίων δράσεων και αλληλεπιδράσεων [[μεταξύ]] τών συστατικών στοιχείων του συνόλου, αφ' ενός, και [[μεταξύ]] τών στοιχείων αυτών και του συνόλου, αφ' ετέρου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για άτομα, ομάδες, οργανισμούς, χώρες ή κράτη) [[καθένας]] από τους μετέχοντες σε μια οικονομική, [[πολιτική]] κ.ά. φύσης [[σύμβαση]] ή σε μια [[κοινή]] [[ενέργεια]] («τα συμβαλλόμενα μέρη αποφάσισαν να συνεργαστούν στενότερα σε όλους τους τομείς»)<br /><b>2.</b> αντίδικη [[πλευρά]], [[διάδικος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εκ μέρους κάποιου» ή «ἐκ τὸ [[μέρος]] κάποιου» — εξ ονόματος κάποιου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η στρατιωτική [[μονάδα]] που αποτελούνταν από δύο ή από [[τρεις]] μοίρες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «.ἄνω μέρου» — περισσότερο<br />β) «ἀπάνω μέρου» — [[προηγουμένως]], [[παραπάνω]]<br />γ) «εἰς κάποιον [[μέρος]]» — [[κάπως]], ώς έναν βαθμό<br />δ) «εἰς [[μέρος]]» — [[παράμερα]], στην [[άκρη]]<br />ε) «[[γίνομαι]] εἰς [[μέρος]]» — αποχωρίζομαι, αποσχίζομαι<br />στ) «ἔχω [[μέρος]] εἰς [[κάτι]]»<br />i) [[συμμετέχω]]<br />ii) ενέχομαι<br />ζ) «έχω [[μέρος]] με κάποιον»<br />i) σχετίζομαι, [[συνδέομαι]]<br />ii) [[μοιάζω]]<br />η) «[[θέτω]] εις [[μέρος]]» — [[παραμερίζω]], [[αποβάλλω]]<br />θ) «κόβονται τά μέρη μου» — [[αποκάμνω]], [[παραλύω]]<br />(μσν.-αρχ.)·1. [[τμήμα]], [[υποδιαίρεση]] στρατεύματος<br /><b>2.</b> (στον ιππόδρομο) η [[φατρία]]<br /><b>3.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) [[μερικώς]], εν μέρει («ὃ διὰ τὴν ὕλην [[μέρος]] τι ἐγένετο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μοίρα]], πεπρωμένο («ἔχετον κοινοῦ θανάτου [[μέρος]] [[ἄμφω]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[σειρά]] κάποιου, η [[θέση]], η [[αράδα]] («ὄταν ἥκῃ [[μέρος]] ἔργων» — όταν έλθει η [[σειρά]] τών έργων, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> [[υποδιαίρεση]], [[υποπολλαπλάσιο]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μέρη</i><br />οι παρονομαστές τών κλασμάτων<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «πρὸς [[μέρος]]» — κατ' [[αναλογία]]<br />β) «τὸ ἐμὸν [[μέρος]]» ή «τοὐμὸν [[μέρος]]» — όσον αφορά εμένα<br />γ) «ἀνὰ [[μέρος]]» ή «ἐν μέρει» — [[κατά]] [[σειρά]], [[κατά]] [[διαδοχή]]<br />δ) «ἐν τῷ μέρει» ή «παρὰ τὸ [[μέρος]]» — με τη [[σειρά]] κάποιου<br />ε) «τὸ πλεῖστον [[μέρος]]» ή «ἐκ τοῦ πλείστου μέρους» ή «κατὰ τὸ πολὺ [[μέρος]]» — ως επί το πλείστον<br />στ) «ὁ κατὰ [[μέρος]]» — ο [[ιδιαίτερος]], ο [[μερικός]]<br />ζ) «ἐκ μέρους ή «ἀπὸ μέρους» — [[μερικώς]]<br />η) «[[μέρος]] της λέξεως»<br />i) [[στοιχείο]] του λόγου, της ομιλίας<br />ii) [[λέξη]]<br />θ) «[[τίθημι]] ἐν μέρει τινός» ή «[[εἰμὶ]] ἐν μέρει τινός» ή «[[γίγνομαι]] ἐν μέρει τινός» — [[θεωρώ]] ή θεωρούμαι<br />ι) «ἐν προσθήκης μέρει» — ως πρόσθετο, ως [[παράρτημα]]<br />ια) «εἰς [[μέρος]] τινός κατατίθεμαι» — [[θεωρώ]] ως [[κάτι]]<br />ιβ) «ἐν οὐδενὸς μέρει»<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[ανάξιος]] λόγου, [[ασήμαντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μερ</i>- του [[μείρομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μερίς]](-<i>ίδα</i>), [[μερίδιο]](<i>ν</i>), [[μερικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέρεια]]<br />(αρχ.-μνσ.) [[μερίτης]]<b>μσν.</b> [[μεράδιος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μεριά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μέροθεν]], [[μεράρχης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μεροποιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μέραρχος]], [[μερολήπτης]]. (Β' συνθετικό) α) σε -<i>μερής</i>: [[αδρομερής]], [[ανομοιομερής]], [[διμερής]], [[εξαμερής]], [[επταμερής]], [[ετερομερής]], [[ισομερής]], [[λεπτομερής]], [[μονομερής]], [[οκταμερής]], [[ομοιομερής]], [[πενταμερής]], [[τετραμερής]], [[τριμερής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμερής]], [[μεγαλομερής]], [[μικρομερής]], [[ολομερής]], [[ποδομερής]], [[υπεπιμερής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αμφιμερής</i>, [[ανισομερής]], [[αυξομερής]], [[ολιγομερής]], [[πολυμερής]]<br />β) σε -[[μέρος]]: <b>νεοελλ.</b> [[απόμερος]], <i>μονόμερος</i>.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:07, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέρος Medium diacritics: μέρος Low diacritics: μέρος Capitals: ΜΕΡΟΣ
Transliteration A: méros Transliteration B: meros Transliteration C: meros Beta Code: me/ros

English (LSJ)

εος, τό, (μείρομαι) first in h.Cer.399 (v. infr. IV), h.Merc.53 (v. infr. II.2):—A share, portion, Pi.O.8.77, Hdt.1.145, Berl.Sitzb. 1927.167 (Cyrene), etc.; μέρος ἔχοντα Μουσᾶν B.3.71; ἔχει δόμων μέρος E.Ph.483; κτεάνων μέρος A.Ag.1574 (anap.); συμβαλέσθαι τὸ μέρος D.41.11; τὰ μέρη τινῶν κομίζεσθαι ibid.; λαβεῖν τῆς μεθόδου τὸ μέρος Arist. Pol.1295a3; of work put out to contract, allotment, IG22.463.7, 26. 2 heritage, lot, destiny, μεθέξειν τάφου μ. A.Ag.507; ἔχετον κοινοῦ θανάτου μέρος S.Ant.147 (anap.); τοῦτο γὰρ… σπάνιον μέρος is a rare portion, E.Alc.474 (lyr.); ἀπὸ μέρους προτιμᾶσθαι from considerations of rank or family, Th.2.37. II one's turn, ἐπείτε αὐτῆς μ. ἐγίνετο τῆς ἀπίξιος Hdt.3.69; μ. ἑκατέρῳ νέμειν Id.2.173; ὅταν ἥκῃ μέρος ἔργων = the turn or time for... A.Ch.827 (lyr.), cf. Pl.R.540b; ἀγγέλου μέρος his turn of duty as messenger, A.Ag.291. 2 with Preps., ἀνὰ μέρος in turn, successively, E.Ph.478, Arist.Pol.1287a17; κατὰ μέρος h.Merc.53, Th.4.26, etc.; κατὰ μέρος λέγειν severally, Pl.Tht.157b; κατὰ μέρη ἄκουε ib.182b; τὰ κατὰ μέρος = the particulars, Phld.Sign. 23, D.1.22; τὸ κατὰ μέρος ἄστρον ib.3.9; ἐν μέρει = in turn, Hdt.1.26, al.; κλῦθί νυν ἐν μέρει, ἀντάκουσον ἐν μέρει, A.Ch.332 (lyr.), Eu.198; by turns, in succession, Id.Ag.332, 1192, Th.8.93; ἐν μ. καὶ ἐφεξῆς Pl. Lg.819b; ἐν τῷ μέρει in one's turn, Hdt.5.70, E.Or.452, Ar.Ra.32, 497, Pl.Grg.462a; ἐν τῷ μέρει καὶ παρὰ τὸ μέρος = in and out of turn, X.An. 7.6.36; παρὰ μέρος = in turn, by turns, ἄρχειν Plu.Fab.10, cf. Ant. Lib.30.1, Nicom.Ar.1.8.10, Iamb.in Nic.p.33 P.; [ἡ ψυχὴ] παρὰ μ. ἐν τῇ γενέσει γίνεται καὶ ἐν τοῖς θεοῖς ἐστιν Procl.Inst.206 (but also, partially, Alciphr.3.66). III the part one takes in a thing, μέτεστι χὑμῖν τῶν πεπραγμένων μ. E.IT1299; ὑμέτερον μέρος [ἐστί] c. inf., Pl.La.180a. 2 freq. in periphrases, τοὐμὸν μέρος, τὸ σὸν μέρος, my or thy part, i.e. simply I or me, thou or thee, ὅσον τὸ σὸν μέρος S.OT1509, cf. Ant.1062, Pl.Cri.45d: abs. as adverb, τοὐμὸν μέρος as to me, οὐ καμῇ τοὐμὸν μέρος S.Tr.1215, cf. E.Heracl.678; τὸ σὸν μέρος as to thee, S.OC1366; τοὐκείνου μέρους E.Hec.989: rarely, κατὰ τὸ σὸν μέρος Pl.Ep. 328e. IV part, opp. the whole, ὡρέων τρίτατον μέρος h.Cer.399, etc.; τρίτον κασιγνητᾶν μέρος, i. e. one of three sisters, Pi.P.12.11; μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων Th.1.1; τὰ δύο μέρη two-thirds, ib.104, Aeschin. 3.143, D.59.101; τρία μέρη... τὸ δὲ τέταρτον Nic.Dam.130.17 J.; οὐδὲν ἂν μέρος οὖσαι φανεῖεν τῶν… no fraction of... i. e. infinitesimal compared with... Isoc.5.43, cf.12.54; ὅσα ἄλλα μέρη ἐντὸς τοῦ Ἴστρου parts of the country, regions, Th.2.96, cf. 4.98; ξυγκαταδουλοῦν… τὸ τῆς θαλάσσης μέρος, i. e. the sea as their part of the business, Id.8.46: hence, branch, business, matter, Men.Epit.17, Pk.107, Plb.1.4.2, 1.20.8, al., PRyl.127 (i A.D.); τὰ τοῦ σώματος μέλη καὶ μέρη Pl.Lg.795e; division of an army, X.An.6.4.23, etc.; class or party, Th.2.37, D.18.292; of the factions in the circus, πρασίνων μ. POxy.145.2 (vi A.D.); party in a contract or lawsuit, BGU168.24 (ii A.D.), PRein.44.34 (ii A.D.); caste, Str.15.1.39:—special uses, in Geom., direction, ἐπὶ θάτερον μέρος interpol. in Archim.Aequil.1.13, cf. Euc.1.27, al.: Arith., submultiple, Id.7 Def.3, 4; τὰ μέρη the denominators of fractions, Hero *Stereom.2.14: Gramm., μέρος τῆς λέξεως = part of speech, Arist.Po.1456b20, D.H.Comp. 2: more freq. μέρος λόγου D.T.634.4, A.D.Pron.4.6, al.; μέρος λόγου, also, = word, S.E.M.1.159, Heph.1.4 (v. λόγος IX. 3 c); section of a document, Mitteis Chr.28.30 (iii B. C.), etc. 2 abs. as adverb, μέρος τι in part, Th.4.30, etc.; μέρος μέν τι... μέρος δέ τιX.Eq.1.12; τὸ πλεῖστον μέρος for the most part, D.S.22.10. b with Preps., κατά τι μέρος Pl.Lg.757e; κατὰ τὸ πολὺ μ. Id.Ti.86d; ἐκ μέρους = in part, γινώσκομεν 1 Ep.Cor.13.9 (but ἐκ μ. τινός by the side of, LXX 1 Ki. 6.8; ἐκ μέρους τῶν ὁρίων ib.Nu.20.16; ἐκ τοῦ ἑνὸς μέρους ib.8.2); ἐκ τοῦ πλείστου μέρους = for the most part, Hdn.8.2.4; ἀπὸ μέρους = in part, Antip.Stoic.3.249, BGU1201.15 (i A.D.), 2 Ep.Cor.2.5; ἐπὶ μέρους Luc.Bis Acc.2; τὰς ἐπὶ μέρους γράφειν πράξεις special histories, Plb. 7.7.6; αἱ ἐπὶ μ. συντάξεις Id.3.32.10; πρὸς μέρος = in proportion, Th. 6.22, D.36.32. 3 ἐν μέρει τινὸς τιθέναι, etc., to put in the class of... consider as so and so, εἰ ἐν ἀρετῆς τιθεῖς μέρει τὴν ἀδικίαν Pl.R.348e; οὐ τίθημ' ἐν ἀδικήματος μ. D.23.148; also ἐν τεκμηρίου μ. ποιεῖσθαι τἀδίκημα Id.44.50; ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρος to be as no one, Id.2.18; μήτ' ἐν ἀνθρώπου μέρει μήτ' ἐν θεοῦ ζῆν Alex.240.2; ἐν προσθήκης μέρος as an appendage, D.11.8; ἐν ὑπηρέτου καὶ προσθήκης μ. γίγνεσθαι Id.3.31; ἐν χάριτος μ. Id.21.165; τοῦτ' ἐν εὐεργεσίας ἀριθμήσει μέρει ib.166; ἐν ἰδιώτου μ. διαγαγεῖν Isoc.9.24; ὡς ἐν παιδιᾶς μ. Pl.R.424d; also εἰς εὐεργεσίας μέρος καταθέσθαι D.23.17. 4 in local sense, district, POxy.2113.25 (iv A.D.). 5 in Neo-Platonism, by way of species or element, ἐν μέρει καὶ ὡς στοιχεῖον Dam.Pr.193; οὕτω ὁ μέγας Ἰάμβλιχος ἐνόησεν τὸ ἓν ὂν ἐν μέρει ἑκάτερον ib.176; πάντα μὲν ἅμα, ἐν μέρει δὲ ἕκαστον Plot.3.6.18.

German (Pape)

[Seite 135] τό, 1) Theil, Antheil, so Viel von einer Sache auf den Einzelnen kommt; Pind. P. 12, 11 u. öfter; ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολεῖ, P. 4, 157; μεθέξειν φίλτατον τάφου μέρος, Aesch. Ag. 493 (vgl. μετέχειν τὸ μέρος τῶν δεινῶν ὥςπερ τῶν ἀγαθῶν μετέχουσιν, Lys. 31, 5; κάλλους γὰρ πλεῖστον μέρος μετέσχεν, Isocr. 10, 54); εἰς ἡμέρας μέρος βραχὺ δός μοι σεαυτόν, Soph. Phil. 83; εἰ δείματός γ' ἔχει μέρος, wer dieser Furcht theilhaftig, O. R. 294; ἔχετον κοινοῦ θανάτου μέρος ἄμφω, Ant. 147; ἕως φροντίδος λάβῃ μέρος, Tr. 148; τὸ ἐμὸν οἴχεται βίου τὸ πλέον μέρος ἐν στοναχῇσι, Eur. Or. 203; παγκληρίας μέρος κατασχεῖν, Suppl. 15; μέτεστιν ὑμῖν τῶν πεπραγμένων μέρος, I. T. 1299; μέχρι τρίτου μέρους ὥρας, Plat. Legg. VI, 784 a, öfter, wie bei den Folgdn, der Theil im Ggstz des Ganzen, τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος, u. ä. Thuc. τοῦ ποταμοῦ κρατοῦντες καὶ τῆς Μέμφιδος τῶν δύο μερῶν, πρὸς τὸ τρίτον μέρος ἐπολέμουν, 1, 104, da sie zwei Drittel von Memphis in ihrer Gewalt hatten; (u. so sind immer τὰ πέντε μέρη fünf Sechstel, τὰ ὀκτὼ μέρη acht Neuntel u. s. w.); μέρος τι, zum Theil, 4, 30; κατά τι μέρος, Plat. Legg. VI, 757 d; κατὰ τὸ πολὺ μέρος, größtentheils, Tim. 86 d. – 2) die Theilnahme an Etwas, Gemeinschaft mit Anderen; μέρος ἑκατέρῳ νέμω, jedem seine Rolle anweisen, Her. 2, 173; τὰ δ' ἄλλα πράξω κοὐ καμεῖ τοὐμὸν μέρος, Soph. Tr. 1215, d. h. ich für meinen Theil werde nicht ermüden; dah. die Reihe, die jeden trifft, ἐπεί τε αὐτῆς μέρος ἐγίνετο τῆς ἀπίξιος παρὰ τὸν Μάγον, da sie die Reihe traf, Her. 3, 69; κατὰ μέρος, der Reihe nach, abwechselnd, H. h. Merc. 53; πάντων ἐρήμους πλὴν ὅσον τὸ σὸν μέρος, so Viel auf dich kommt, so Viel an dir liegt, Soph. O. R. 1509 u. öfter; – τὸ σὸν μέρος, Soph. Ant. 1049; Eur. Rhes. 405; τοὐμὸν μέρος, Heracl. 678; τὸ αὑτοῦ μέρος, Plat. Phaedr. 256 a; τὸ σὸν μέρος, ὅ τι ἂν τύχωσι, τοῦτο πράξουσι, Crit. 45 d; auch κατὰ τὸ σὸν μέρος, u. μέρος ὅσον ἐπὶ σοὶ γέγονε, Ep. VII, 328 e; ἤδη ὑμέτερον μέρος συμβουλεύειν, es ist eure Rolle, Sache, Lach. 180 a; ἐγὼ ἐρῶ ἐν τῷ σῷ μέρει – σὺ δ' ἐν τῷ ἐμῷ, »an deiner, meiner Stelle«, Conv. 185 d; ἐν μέρει, der Reihe nach, Einer nach dem Andern, κλῦθί νυν, ὦ πάτερ, ἐν μέρει, πολυδάκρυτα πένθη, Aesch. Ch. 329; ἀντάκουσον ἐν μέρει, Eum. 189; ἔπος δ' ἀμείβου πρὸς ἔπος ἐν μέρει τιθείς, 556; ἀκούσας σοῦ τε τῆσδέ τ' ἐν μέρει, Eur. Hec. 1130; in Prosa, κατὰ ἔθνεα κεκοσμημένοι ἐν μέρει ἐμάχοντο, Her. 7, 212, vgl. 1, 26; λέγοντάς τε καὶ ἀκούοντας ἐν μέρει, Plat. Prot. 347 d; ἐν τῷ μέρει ἐρωτῶν τε καὶ ἐρωτώμενος, Gorg. 462 e; auch bei Folgdn; oft mit ἕκαστος verbunden, ἕκαστον ἐν μέρει λόγον περὶ Ἔρωτος εἰπεῖν, jeder, an den die Reihe komme, Alle der Reihe nach sollten sprechen, Plat. Conv. 214 b; Xen. πολλὰ κινδυνεύσαντα καὶ ἐν τῷ μέρει καὶ παρὰ τὸ μέρος, wenn die Reihe an ihn kam, so Viel auf seinen Antheil kam, u. außer der Reihe, außer dem, wozu er verpflichtet war, An. 7, 6, 36; vgl. Arr. An. 3, 26, 8; ἐν μέρει καὶ αὐτός, ich meinerseits wieder, Luc. Nigr. 3. – 3) Anders sind die Verbindungen, wo ἐν μέρει eigtl. »in der Klasse, Abtheilung« bedeutet u. im Deutschen oft durch »als«, »für« zu übersetzen ist, οὐκ ἀποδεχόμενοι ὡς ἐν οὐσίας μέρει, Plat. Theaet. 155 e; εἰ ἐν ἀρετῆς καὶ σοφίας τίθης μέρει τὴν ἀδικίαν, wenn du die Ungerechtigkeit zu der Tugend u. Weisheit rechnest, sie als Tugend ansiehst oder gelten läßt, Rep. I, 348 e; ὡς ἐν παιδιᾶς γε μέρει, IV, 424 d; ἐν σκώμματος μέρει παραφέρει ἑαυτόν, Aesch. 1, 125, zum Spott; ἐν προσθήκης μέρει, Dem. 2, 14, wie ein Anhang, verachtet; ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει, für Nichts gelten, ib. 18; εἰς εὐεργεσίας μέρος καταθέσθαι, 23, 17, als Wohlthat anrechnen; οὐ δίκαιόν ἐστιν ἐν τεκμηρίου μέρει ποιεῖσθαι τἀδίκημα, 44, 50; ἀγγέλου μέρος, das Botenamt, Aesch. Ag. 282; Thuc. 2, 37 sagt von der Demokratie, daß in ihr, ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους (nicht weil er von einer bestimmten, bevorrechteten Klasse ist) τὸ πλεῖον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ' ἀρετῆς προτιμᾶται. – Κατὰ μέρος, einzeln, Plat. Theaet. 157 b Soph. 246 c, wie κατὰ μέρη οὖν ἄκουε Theaet. 182 b.

Greek (Liddell-Scott)

μέρος: -εος, συνῃρ. ους, τό, (μείρομαι)· - μέρος, μερίδιον, πρώτον ἐν Ἡροδ. 1. 145, Πινδ., κλ. 2) τὸ μερίδιόν τινος, ἡ κληρονομία, τὸ ἀναλογοῦν εἰς ἕκαστον, κλῆρος, τὸ ὑπὸ τῆς μοίρας ὡρισμένον, ὡς τὸ μοῖρα, μεθέξειν τάφου μ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 507, πρβλ. Χο. 291, Σοφ. Ἀντ. 147· τὸ γὰρ ἐν βιότῳ σπάνιον μέρος, διότι τοῦτο ἐν τῷ βίῳ εἶναι σπανία τύχη, ἔνθα ἐξυπακ. τὸ τοιαύτης κῦρσαι, Εὐρ. Ἄλκ. 474· ἀπὸ μέρους προτιμᾶσθαι, ἕνεκα κοινωνικῆς θέσεως ἢ καταγωγῆς, Θουκ. 2. 37. ΙΙ. ἡ «σειρά» τινος, ἡ «ἀράδα», Λατ. vices, ἐπεί τε αὐτῆς μέρος ἐγίνετο τῆς ἀπίξιος παρὰ τὸν Μάγον, ὅτε ἦλθεν ἡ σειρά της νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν Μάγον, Ἡρόδ. 3. 69· μ. ἑκατέρῳ νέμειν ὁ αὐτ. 2. 173· ὅταν ἥκῃ μ. ἔργων, ἡ σειρά, ὁ καιρὸς τῶν ἔργων..., Αἰσχύλ. Χο. 827, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 540Β· ἀγγέλου μ., ἡ σειρά του ὡς ἀγγελιαφόρου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 291· λαβεῖν τὸ μ. τινὸς Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 10, 1. 2) μετὰ προθέσεως, ἀνὰ μέρος, κατὰ σειράν, ἀλληλοδιαδόχως, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, Εὐρ. Φοίν. 478, 483, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 3· οὕτω, κατὰ μέρος Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 53, Θουκ. 4. 26, κτλ.· ἢ κατὰ μ. ἢ κατὰ γένος, ὅ ἐστι, λαμβάνειν ἀξίωμα κατὰ σειρὰν ἢ κατὰ τὸ δίκαιον διαδοχῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 2· κατὰ μ., ὡσαύτως, χωριστά, Πλάτ. Θεαίτ. 157Β· κατὰ μέρη αὐτόθι 182Α· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παρὰ μέρος Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 2, 7· - ἐν μέρει, κατὰ σειράν, Ἡρόδ. 1. 26, κ. ἀλλ.· κλῦθι νῦν ἐν μ., ἀντάκουσον ἐν μ. Αἰσχύλ. Χο. 332, Εὐμ. 198· (ἀλλ’ ὡσαύτως ὡς τὸ ἀνὰ μέρος, κατὰ σειράν, ἐκ διαδοχῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 332, 1192, Θουκ. 8. 93)· ἐν τῷ μέρει, ἐν τῇ σειρᾷ τινος, Ἡρόδ. 5. 70, Εὐριπ. Ὀρ. 452, Ἀριστοφ. Βάτρ. 32, 497· ἐν τῷ μ. καὶ παρὰ τὸ μ., εἰς τὴν σειρὰν καὶ παρὰ τὴν σειράν, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 36· οὕτω καί, τὸ μέρος, ἀπολ., ἄρχομεν τὸ μ. Ἡρόδ. 1. 120, πρβλ. 2. 173. ΙΙΙ. τὸ μέρος ὅπερ λαμβάνει τις ἔν τινι, ἢ τὸ μέρος ὅπερ ὁρίζεται εἴς τινα, ἐστί τι μ. τινὶ Πινδ. Ο. 8. 102· μέτεστί τινος μ. τινὸς Εὐρ. Ι. Τ. 1299· μετέχειν μ. τινὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 507, κτλ.· ἔχειν, λαβεῖν, λαχεῖν μ. τινὸς Σοφ. Ἀντ. 147, κτλ.· ὑμέτερον μ. [ἐστί], μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Λάχ. 180Α. 2) συχνάκις, τοὐμὸν μέρος, τὸ σὸν μ., τὸ μέρος μου, τὸ μέρος σου, δηλ. ἁπλῶς, ἐγὼ ἢ ἐμέ, σὺ ἢ σέ, ὅσον τό σὸν μ. Σοφ. Ἀντ. 1062, πρβλ. Ο. Τ. 1509· καὶ ἀπολ. ὡς ἐπίρρ., τοὐμὸν μ., ὡς πρὸς ἐμέ, Λατ. quod ad me attinet, οὐ καμεῖ τοὐμὸν μ. ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1215, πρβλ. Εὐρ. Ἡρακλ. 678· τὸ σὸν μέρος, ὡς πρὸς σέ, Σοφ. Ο. Κ. 1366· τοὐκείνου μ. Εὐρ. Ἑκ. 989, κτλ.· σπανίως, κατὰ τὸ σόν μ. Πλάτ. Ἐπιστ. 328Ε. ΙV. μέρος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὅλον, ἡμέρας μ., κτεάνων μ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 557, 1573· μέρει τινὶ τῶν Βαρβάρων Θουκ. 1. 1· τὰ δύο μέρη, τὰ δύο τρίτα, ὁ αὐτ. 1. 104, κ. ἀλλ.· ὅσα ἄλλα μέρη ἐντὸς τοῦ Ἴστρου, μέρη τῆς χώρας, χῶραι, ὁ αὐτ. 2. 96, πρβλ. 4. 98· ξυγκαταδουλοῦν... τὸ τῆς θαλάσσης μ., δηλ. τὸ ἀποβλέπων τὴν θάλασ- ἢ καθ’ ὅσον ἀφορᾷ τὴν θάλασσαν, ὁ αὐτ. 8. 46· τὰ τοῦ σώματος μέρη Πλάτ. Νόμ. 795Ε· τάγμα στρατοῦ, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 23, κτλ.· τὰ πέντε μ., πέντε ἕκτα, τὰ ὀκτὼ μ., ὀκτὼ ἔνατα, κτλ. 2) ἀπολ. ὡς ἐπίρρ., τό μέρος, ἐν μέρει, μέρος τι Θουκ. 4. 30, κτλ.· μέρος μέν τι.., μέρος δέ τι.., Ξεν. Ἱππ. 1, 12· τὸ πλεῖστον μ., κατὰ τὸ πλεῖστον, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, Διοδ. Ἀποσπ. 498. 67· - οὕτω μετὰ προθέσ., κατὰ τι μέρος Πλάτ. Νόμ. 757D, πρβλ. Τίμ. 86D· -ἐπὶ μέρους Λουκ. Δὶς κατηγ. 2· τὰς ἐπὶ μέρους γράφειν πράξεις, γράφειν ἰδιαιτέρας ἱστορίας, Πολύβ. 7. 7, 6· οὕτω, αἱ ἐπὶ μ. συντάξεις ὁ αὐτ. 3. 32, 10· - ἐκ τοῦ πλείστου μέρους Ἡρῳδιαν. 8. 2· - πρὸς μέρος ἀναλόγως, Θουκ. 6. 22, πρβλ. Δημ. 954. 15. 3) ἐν μέρει τινὸς τιθέναι, ποιεῖσθαι, καταθέσθαι, λαβεῖν, κτλ., ὡς τὸ ἐν μοίρᾳ, ἐν ἀριθμῷ, ἐν λόγῳ ποιεῖσθαι, Λατ. in numero habere, Stallb. εἰς Πλάτ. Πολ. 424D· ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει τὸν τοιοῦτον, ὁ τοιοῦτος θεωρεῖται ἀνάξιος λόγου, μηδενὸς ἄξιος, Δημ. 23. 14· μήτ’ ἐν ἀνθρώπου μέρει μήτ’ ἐν θεοῦ ζῆν Ἄλεξ. ἐν «Ὕπνῳ» 1. 2 (οὕτω, οὐδὲν ἂν μέρος οὖσαι φανεῖεν τῶν διὰ Θηβαίους καὶ Λακεδαιμονίους ἡμῖν γεγενημένων, θὰ ἐφαίνοντο μηδὲν ἐν συγκρίσει πρὸς τὰς συμφορὰς ἃς ὑπέστημεν ἐκ τῶν Θηβ. κ. Λακ., Ἰσοκρ. 90Ε, πρβλ. 243Ε)· ἐν προσθήκης μέρει, ὡς πρόσθετον, ὡς παράρτημα, Δημ. 22. 4· ἐν ὑπηρέτου μέρει γίγνεσθαι ὁ αὐτ. 37. 4· ἐν χάριτος μέρει ὁ αὐτ. 568. 1· ταῦτ’ ἐν εὐεργεσίαις ἀριθμήσει μέρει αὐτόθι 5, κτλ.· πρβλ. μερὶς ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. partie, càd :
1 partie, part, portion en gén. ; au pl. accompagné d’un n. de nombre, marque une fraction touj. inférieure d’une part au total : τὰ δύο μέρη, les deux tiers ; τὰ τρία μέρη, les trois quarts ; μέρος τι THC en partie ; μέγα μέρος PLAT en grande partie ; κατὰ μέρος THC en partie, partiellement ; ἐπὶ μέρους LUC ou ἀπὸ μέρους THC m. sign.
2 t. milit. partie d’une armée ; particul. ἐν τοῖς μέρεσι ESCHN parmi les jeunes soldats, les conscrits;
3 part de suffrages, d’ord. le 5ᵉ, nécessaire pour une élection;
II. part d’action, de temps, d’autorité, etc. attribuée à qqn ou à qch, càd :
1 fonction, charge, rôle : ὅσον τὸ σὸν μέρος, ou simpl. τὸ σὸν μέρος SOPH pour ce qui te concerne, pour ta part ; ἐν μέρει ποιεῖσθαί τινα ou τι, compter qqn ou qch pour qch ; ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει, ne compter pour rien;
2 tour, alternance : ἐπεί τε αὐτῆς μέρος ἐγένετο τῆς ἀπίξιος HDT quand son tour fut venu d’approcher ; ἐν μέρει, ἐν τῷ μέρει, à son tour, tour à tour ; κατὰ μέρος, m. sign. ; ἐγὼ δ’ ἐν τῷ μέρει XÉN pour moi à mon tour;
3 part d’action ou de résolution ; action ou résolution, p. ext. chose en gén.
Étymologie: R. Μερ, Σμερ, partager ; cf. μείρομαι.

English (Slater)

μέρος (-ος nom., acc.)
   1 part, portion ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμον ἐρδόμενον (ἐρδομένων coni. Er. Schmid: “ihren Anteil, der nach dem Herkommen geopfert wird”, Wil.) (O. 8.77) ἐν παισὶ νέοισι παῖς ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι, μέρος ἕκαστον οἷον ἔχομεν βρότεον ἔθνος (N. 3.73) c. gen., τὸν μὲν ὀξείαισι θύγατρες ἐρήμωσαν πάθαις εὐφροσύνας μέρος (P. 3.98) “ἀλλ' ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολεῖ” (P. 4.157) c. ordinal adj., παισὶ τούτοις ὄγδοον θάλλει μέρος Ἀρκεσίλας as eighth in line (P. 4.65) Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων i. e. Medusa, one of the three Gorgon sisters (P. 12.11) ὃς ἀναίνετο αὐταρχεῖν πολίων δ' ἑκατὸν πεδέχειν μέρος ἕβδομον Πασιφάας λτ;σὺνγτ; υἱοῖσι (Pae. 4.38) [[[ἐξοπίσω]] μέρος ἔσσεσθαι (γέρας v.l.) (O. 7.68) ]

English (Strong)

from an obsolete but more primary form of meiromai (to get as a section or allotment); a division or share (literally or figuratively, in a wide application): behalf, course, coast, craft, particular (+ -ly), part (+ -ly), piece, portion, respect, side, some sort(-what).

Greek Monolingual

το (ΑM μέρος)
1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος του τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.)
2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε το μέρος του από τα χρήματα της κληρονομιάς και έφυγε στα ξένα»
3. τοποθεσία, περιοχή (α. «έχτισαν το σπίτι σε ωραίο μέρος» β. «καὶ νῦν ἐσμὲν ἐν Κάδης πόλει, ἐκ μέρους τῶν ὁρίων σου», ΠΔ)
4. τμήμα τόπου, θέση, σημείο, πλευρά (α. «καθόταν στο αριστερό μέρος» β.«καὶ δούλκιον ἐποίει ὁ κύριος Θεοφύλακτος ὁ Πατριάρχης ἐπὶ τὸ μέρος τοῦ εὐκτηρίου», Κ. Πορφ.)
5. η συμμετοχή κάποιου σε ένα έργο ή σε μια πράξη (α. «έχει κι αυτός ένα μέρος της ευθύνης για την περίθαλψη τών σεισμοπλήκτων» β. «αὐτῶν τῶν ἔργων, δι' ἅπερπόλις ἐσώθη οὐκ ἔλαττον μέρος οἱ ἐμοὶ πρόγονοι συνεβάλοντο», Ανδοκ.)
6. τμήμα ή σημείο του σώματος (α. «σε ποιο μέρος πονάς;» β. «τῶν τοῦ σώματος αὐτοῦ μελῶν καὶ μερῶν», Πλάτ.)
7. (για λόγο) τμήμα κειμένου, χωρίο, απόσπασμα («διάβασε ένα μέρος μόνο από την εισήγησή του»)
8. (για πρόσ.) ομάδα, τάξη («καὶ μὴ τῇ προαιρέσει τῶν κοινῶν ἐν τῷ τῶν ἐναντίων μέρει τετάχθαι», Δημοσθ.)
9. φρ. α) «μέρη του λόγου»
γραμμ. οι μεγάλες ομάδες τών λέξεων στις οποίες υποδιαιρείται το γλωσσικό υλικό κάθε γλώσσας με βάση τον τύπο τους ή με βάση τη λειτουργία τους στη σύνταξη
β) «κατά μέρος» — ιδιαιτέρως, ξεχωριστά, κατ' ιδίαν
γ) «εκ μέρους κάποιου» ή «από μέρους κάποιου» από πλευράς κάποιου
από κάποιον, σε ό,τι αφορά κάποιον
δ) «ο επί μέρους» — ο μερικός, ο λεπτομερειακός, ο ιδιαίτερος
νεοελλ.
1. τόπος καταγωγής, πατρίδα («θα πάνε πάλι στα μέρη τους»)
2. θεατρικός ρόλος
3. κοινωνική, στρατιωτική ή πολιτική δράση, ενεργός συμμετοχή
4. (κατ' ευφημ.) αποχωρητήριο
5. φρ. α) «λαμβάνω μέρος» ή «έχω μέρος» ή «παίρνω μέρος» — μετέχω, συμμετέχω
β) «αφήνω κατά μέρος» ή «βάζω κατά μέρος» ή «έχω κατά μέρος»
i) παραμερίζω, δεν χρησιμοποιώ
ii) τοποθετώ κάτι σε ιδιαίτερη θέση, αποταμιεύω, φυλάγω
iii) απορρίπτω
γ) «εν μέρει» — μερικώς, κάπως, ώς έναν βαθμό
δ) «έρχομαι με το μέρος κάποιου» ή «παίρνω το μέρος κάποιου» ή «πηγαίνω με το μέρος κάποιου» — υπερασπίζω, υποστηρίζω, ακολουθώ τις απόψεις κάποιου
ε) «τί μέρος του λόγου είναι αυτός ο άνθρωπος» — τί λογής είναι ο άνθρωπος αυτός, ποιο είναι το ποιόν ή ποια είναι η αξία του; στ) «μέρος και όλο(ν)»
(φιλοσ.) φιλοσοφικές κατηγορίες που δηλώνουν ένα σύνολο δυναμικά δομημένο και σχετικά σταθερό, ένα ολοκληρωμένο σύστημα χαρακτηριζόμενο από την ύπαρξη σύνθετων δεσμών, αμοιβαίων δράσεων και αλληλεπιδράσεων μεταξύ τών συστατικών στοιχείων του συνόλου, αφ' ενός, και μεταξύ τών στοιχείων αυτών και του συνόλου, αφ' ετέρου
νεοελλ.-μσν.
1. (για άτομα, ομάδες, οργανισμούς, χώρες ή κράτη) καθένας από τους μετέχοντες σε μια οικονομική, πολιτική κ.ά. φύσης σύμβαση ή σε μια κοινή ενέργεια («τα συμβαλλόμενα μέρη αποφάσισαν να συνεργαστούν στενότερα σε όλους τους τομείς»)
2. αντίδικη πλευρά, διάδικος
3. φρ. «εκ μέρους κάποιου» ή «ἐκ τὸ μέρος κάποιου» — εξ ονόματος κάποιου
μσν.
1. η στρατιωτική μονάδα που αποτελούνταν από δύο ή από τρεις μοίρες
2. φρ. α) «.ἄνω μέρου» — περισσότερο
β) «ἀπάνω μέρου» — προηγουμένως, παραπάνω
γ) «εἰς κάποιον μέρος» — κάπως, ώς έναν βαθμό
δ) «εἰς μέρος» — παράμερα, στην άκρη
ε) «γίνομαι εἰς μέρος» — αποχωρίζομαι, αποσχίζομαι
στ) «ἔχω μέρος εἰς κάτι»
i) συμμετέχω
ii) ενέχομαι
ζ) «έχω μέρος με κάποιον»
i) σχετίζομαι, συνδέομαι
ii) μοιάζω
η) «θέτω εις μέρος» — παραμερίζω, αποβάλλω
θ) «κόβονται τά μέρη μου» — αποκάμνω, παραλύω
(μσν.-αρχ.)·1. τμήμα, υποδιαίρεση στρατεύματος
2. (στον ιππόδρομο) η φατρία
3. (η αιτ. ως επίρρ.) μερικώς, εν μέρει («ὃ διὰ τὴν ὕλην μέρος τι ἐγένετο», Θουκ.)
αρχ.
1. μοίρα, πεπρωμένο («ἔχετον κοινοῦ θανάτου μέρος ἄμφω», Σοφ.)
2. η σειρά κάποιου, η θέση, η αράδα («ὄταν ἥκῃ μέρος ἔργων» — όταν έλθει η σειρά τών έργων, Αισχύλ.)
3. μαθημ. υποδιαίρεση, υποπολλαπλάσιο
4. στον πληθ. τὰ μέρη
οι παρονομαστές τών κλασμάτων
5. φρ. α) «πρὸς μέρος» — κατ' αναλογία
β) «τὸ ἐμὸν μέρος» ή «τοὐμὸν μέρος» — όσον αφορά εμένα
γ) «ἀνὰ μέρος» ή «ἐν μέρει» — κατά σειρά, κατά διαδοχή
δ) «ἐν τῷ μέρει» ή «παρὰ τὸ μέρος» — με τη σειρά κάποιου
ε) «τὸ πλεῖστον μέρος» ή «ἐκ τοῦ πλείστου μέρους» ή «κατὰ τὸ πολὺ μέρος» — ως επί το πλείστον
στ) «ὁ κατὰ μέρος» — ο ιδιαίτερος, ο μερικός
ζ) «ἐκ μέρους ή «ἀπὸ μέρους» — μερικώς
η) «μέρος της λέξεως»
i) στοιχείο του λόγου, της ομιλίας
ii) λέξη
θ) «τίθημι ἐν μέρει τινός» ή «εἰμὶ ἐν μέρει τινός» ή «γίγνομαι ἐν μέρει τινός» — θεωρώ ή θεωρούμαι
ι) «ἐν προσθήκης μέρει» — ως πρόσθετο, ως παράρτημα
ια) «εἰς μέρος τινός κατατίθεμαι» — θεωρώ ως κάτι
ιβ) «ἐν οὐδενὸς μέρει»
(για πρόσ.) ανάξιος λόγου, ασήμαντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μερ- του μείρομαι.
ΠΑΡ. μερίς(-ίδα), μερίδιο(ν), μερικός
αρχ.
μέρεια
(αρχ.-μνσ.) μερίτηςμσν. μεράδιος
μσν.- νεοελλ.
μεριά.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μέροθεν, μεράρχης
μσν.
μεροποιός
νεοελλ.
μέραρχος, μερολήπτης. (Β' συνθετικό) α) σε -μερής: αδρομερής, ανομοιομερής, διμερής, εξαμερής, επταμερής, ετερομερής, ισομερής, λεπτομερής, μονομερής, οκταμερής, ομοιομερής, πενταμερής, τετραμερής, τριμερής
αρχ.
αμερής, μεγαλομερής, μικρομερής, ολομερής, ποδομερής, υπεπιμερής
νεοελλ.
αμφιμερής, ανισομερής, αυξομερής, ολιγομερής, πολυμερής
β) σε -μέρος: νεοελλ. απόμερος, μονόμερος.

Greek Monotonic

μέρος: -εος, τό,
I. 1. μέρος, μερίδιο, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. μερίδιο, κληρονομιά, κλήρος, σε Αισχύλ.· ἀπὸ μέρους, λαμβάνοντας υπόψη τη σειρά, την τάξη (σε προαγωγή, διαδοχή), σε Θουκ.
II. η σειρά κάποιου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἀγγέλου μέρος, η σειρά του να αναλάβει καθήκοντα αγγελιοφόρου, σε Αισχύλ.· ἀνὰ μέρος, με κανονική ακολουθία (ο ένας μετά τον άλλον), ακολουθία, διαδοχή που σέβεται την τάξη, σε Ευρ.· ομοίως, κατὰ μέρος, σε Θουκ.· ἐν μέρει, σε κανονική ακολουθία, με τάξη, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐντῷ μέρει, στη σειρά, στον ίδ.· παρὰ τὸ μέρος, εκτός σειράς, σε Ξεν.· πρὸς μέρος, κατ' αναλογία, αναλόγως, σε Θουκ.· τὸ μέρος, μερικώς, εν μέρει, σε Ηρόδ.
III. το μερίδιο που λαμβάνει κάποιος από κάτι, το μέρος που προορίζεται για κάποιον, τοὐμὸν μέρος, τὸ σὸν μέρος, το μέρος μου ή το μέρος σου, δηλ. απλώς εγώ ή εμένα, εσύ ή εσένα, σε Σοφ.· και απόλ. ως επίρρ., τοὐμὸν μέρος, κατά τη γνώμη μου, Λατ. quod ad me attinet, στον ίδ.
IV.1. ένα μέρος, σε αντίθ. προς το σύνολο, ἡμέρας μέρος, σε Αισχύλ.· διαίρεση, τμήμα στρατεύματος, σε Ξεν. τὰπέντε μέρη, πέντε έκτα, τὰ ὀκτὼ μέρη, οκτώ ένατα, κ.λπ.
2. ἐν μέρει τινὸς τιθέναι, ποιεῖσθαι, τοποθετώ στην τάξη, στη σειρά του..., θεωρώ κάποιον ασήμαντο, σε Πλάτ.· ἐνοὐδενὸς εἶναι μέρει, θεωρείται ανάξιος λόγου, σε Δημ.· ἐν προσθήκης μέρει, ως παράρτημα, προσθήκη, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μέρος: εος τό
1) часть, доля (τὰ τοῦ σώματος μέρη Plat.; εἰς ἡμέρας μ. βραχύ Soph.): μετέχειν τὸ μ. τῶν δεινῶν ὥσπερ τῶν ἀγαθῶν Lys. делить невзгоды и радости; τὸ τρίτον μ. Thuc. треть; обычно в дробях указывается только числитель, а знаменатель подразумевается большим на единицу: τὰ δύο μέρη Thuc. две трети; τὰ ὀκτὼ μέρη Sext. восемь девятых; μ. τι Thuc. или κατά τι μ. Plat. частично, отчасти; κατὰ μ. и κατὰ μέρη Plat. или ἐκ μέρους NT по частям, поодиночке, порознь; κατὰ τὸ πολὺ μ. и μέγα μ. Plat. в большой части, значительно; τὸ πλεῖστον μ. Diod. большею частью; πρὸς μ. Dem. соразмерно, пропорционально;
2) сторона, личность: τοὐμὸν μ. Eur. что касается меня; (ὅσον) τὸ σὸν μ. Soph. или κατὰ τὸ σὸν μ. Plat. что касается тебя, ты лично;
3) перен. часть, отношение: κατὰ или περὶ τοῦτο τὸ μ. и ἐν τούτῳ τῷ μέρει Polyb., NT в этом отношении;
4) роль, значение, положение, тж. должность, место: ἐν μέρει τινὸς τιθέναι (λαβεῖν, ποιεῖσθαί) τινα Plat. считать кого-л. кем(чем)-л.; ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει Dem. не иметь никакого значения; ἀπὸ μέρους προτιμᾶσθαι Thuc. выдвигаться на почетные места в зависимости от сословного положения; ἐν προσθήκης μέρει Dem. в качестве придатка; ἐν ἀρετῆς μέρει τιθέναι τι Plat. считать что-л. добродетелью; ἐν σκώμματος μέρει Aeschin. в насмешку; ἀγγέλου μ. Aesch. служба гонца; κατὰ τὸ Χειρισόφου μ. Xen. вместо (т. е. в качестве преемника) Хирисофа;
5) черед, смена (ἐπεὶ δὲ αὐτῆς μ. ἐγένετο Her.): ἐν (τῷ) μέρει Thuc., Plat., κατὰ μ. Thuc., ἀνὰ μ. Eur. и παρὰ μ. Arst. по очереди, попеременно; καὶ ἐν τῷ μέρει καὶ παρὰ τὸ μ. Xen. и в порядке очереди, и вне очереди;
6) воинская часть, подразделение, отряд Xen.: ἐν τοῖς μέρεσι Aeschin. (находящиеся) на действительной военной службе;
7) pl. пределы, территория (τῆς Γαλιλαίας NT).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: part, share, section, row, rank (h. Hom., Thgn., Pi., IA.).
Compounds: Rarely as 1. element, e.g. μερ-άρχης m. distributing official (Att. inscr.), commander of a military division (hell.), very often as 2. part, e.g. πολυ-μερής consisting of many parts (Ti. Locr., Arist.).
Derivatives: (s. also on μερίζω below) μερίς, -ίδος f. part, distribution, contribution, plot of ground, district, class (Att., hell.; on the meaning as against μέρος Chantraine Form. 345) with μερίδ-ιον (Arr.); as 1. member a. o. in μεριδ-άρχης m. governor of a district (pap., LXX). -- From μέρος also: μερίτης m. participant (D., Plb.; Fraenkel Nom. ag. 2, 211, Redard 43) with μεριτικός belonging to the με-ρίτης (Lyd.), (συμ-)μεριτεύω, -ομαι distribute(among themselves) (LXX, pap.), with μεριτεία distribution of property (pap.); μερικός concerning the part, individual, special (Aristipp. ap. D. L.) with -κεύω consider as individual (Steph. in Rh., Eust.); μερόεν μεριστικόν H.; μέρεια or -εία in ἐν τᾶι μερείαι (Tab. Heracl.; cf. Schwyzer 469). -- Denomin. (first from μέρος, but also from μερίς): μερίζω, Dor. -ίσδω, also mith prefix as ἐπι-, δια-, κατα-, distribute, midd. dictribute among one another, drive apart (IA., Theoc., Bion) with (ἐπι-, κατα-) μερισμός dictribution (Pl., Arist.), μέρισμα part (Orph.), κατα-, ἀνα-μέρισις distribution (Epicur.), (συμ-)μεριστής distributor resp. fellow-heir (Ev. Luc., pap.), f. -ίστρια (sch.).
Origin: IE [Indo-European] [969] *smer- think of, remember, care
Etymology: Verbal noun to μείρομαι take ones share (s. v.), perf. ἔμμορε participate; a supposition on νέμος (connected with νέμω distribute) as example by Porzig Satzinhalte 264; the neutral σ-stems with ε-vowel were in general very productive (Schwyzer 512).

Middle Liddell

μέρος, έος, εος, τό,
I. a part, share, Hdt., etc.
2. one's portion, heritage, lot, Aesch.; ἀπὸ μέρους from considerations of rank, Thuc.
II. one's turn, Hdt., etc.; ἀγγέλου μ. his turn of duty as messenger, Aesch.:— ἀνὰ μέρος in turn, by turns, Eur.; so, κατὰ μέρος Thuc.; ἐν μέρει in turn, Hdt., etc.; ἐν τῷ μέρει in one's turn, Hdt.; παρὰ τὸ μ. out of one's turn, Xen.; πρὸς μέρος in proportion, Thuc.; τὸ μέρος in part, Hdt.
III. the part one takes in a thing, or the part assigned one, τοὐμὸν μέρος, τὸ σὸν μ. my or thy part, i. e. simply I or me, thou or thee, Soph.; and absol. as adv., τοὐμὸν μ. as to me, Lat. quod ad me attinet, Soph.
IV. a part, as opp. to the whole, ἡμέρας μ. Aesch.: a division of an army, Xen.; τὰ πέντε μ. five-sixths, τὰ ὀκτὼ μ. eight-ninths, etc.
2. ἐν μέρει τινὸς τιθέναι, ποιεῖσθαι to put in the class of…, consider as so and so, Plat.; ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει to be as no one, Dem.; ἐν προσθήκης μέρει as an appendage, Dem.

Frisk Etymology German

μέρος: {méros}
Grammar: n.
Meaning: Teil, Anteil, Abteilung, Reihe, Rang (h. Hom., Thgn., Pi., ion. att.);
Composita : vereinzelt als Vorderglied, z.B. μεράρχης m. Verteilungsbeamter (att. Inschr.), Befehlshaber eines militärischen Verbands (hell. u. sp.), sehr oft als Hinterglied, z.B. πολυμερής aus vielen Teilen bestehend (Ti. Lokr., Arist. usw.).
Derivative: Davon (s. auch zu μερίζω unten) μερίς, -ίδος f. Teil, Zuteilung, Beitrag, Ackerlos, Distrikt, Partei (att., hell. u. sp.; zur Bed. gegenüber μέρος Chantraine Form. 345) mit μερίδιον (Arr. u. a.); als Vorderglied u. a. in μεριδάρχης m. Distriktsvorsteher (Pap., LXX u. a.). — Von μέρος auch: μερίτης m. ‘Teilnehmer, -haber’ (D., Plb. usw.; Fraenkel Nom. ag. 2, 211, Redard 43) mit μεριτικός [[zum μερίτης gehörig]] (Lyd. u. a.), (συμ-)μεριτεύω, -ομαι ‘(unter sich) verteilen’ (LXX, Pap.), wozu μεριτεία Verteilung von Besitz (Pap.); μερικός den Teil betreffend, individuell, speziell (Aristipp. ap. D. L. usw.) mit -κεύω als individuell betrachten (Steph. in Rh., Eust.); μερόεν· μεριστικόν H.; μέρεια od. -εία in ἐν τᾶι μερείαι (Tab. Herakl.; vgl. Schwyzer 469). — Denominativum (zunächst von μέρος, aber auch auf μερίς beziehbar; letzteres z.T. postverbal?): μερίζω, dor. -ίσδω, auch mit Präfix wie ἐπι-, δια-, κατα-, ‘(zu)teilen’, Med. unter sich verteilen, sich teilen, entzweien (ion. att., Theok., Bion) mit (ἐπι-, κατα- usw.) μερισμός Verteilung (Pl., Arist. usw.), μέρισμα Teil (Orph.), κατα-, ἀναμέρισις ‘Ver-, Zerteilung’ (Epikur. u. a.), (συμ-)μεριστής Verteiler bzw. Miterbe (Ev. Luk., Pap.), f. -ίστρια (Sch.).
Etymology : Verbalnomen zu μείρομαι sein Anteil nehmen (s. d.), Perf. ἔμμορε ist teilhaft; eine Vermutung über νέμος (zu νέμω verteilen gezogen) als Vorbild bei Porzig Satzinhalte 264; die neutralen σ-Stämme mit ε-Vokal waren ja überhaupt sehr produktiv (Schwyzer 512).
Page 2,212

Chinese

原文音譯:mšroj 姆羅士
詞類次數:名詞(43)
原文字根:分 相當於: (קָצָה‎ / קְצֹות‎)
字義溯源:份,分,分享,部分,一分,幾分,片,分配,境內,地區,地方,方面,地業,地帶,事業,派別,稍微,輪流各自,比較,仔細,一片,邊,期,段;源自(μείζων)X*=分得的份)
出現次數:總共(43);太(4);可(1);路(4);約(4);徒(7);羅(3);林前(7);林後(4);弗(2);西(2);來(1);啓(4)
譯字彙編
1) 分(6) 路12:46; 約13:8; 約19:23; 啓20:6; 啓21:8; 啓22:19;
2) 一部分(4) 羅11:25; 林前13:9; 林前13:9; 林前13:12;
3) 部分(4) 徒5:2; 徒23:6; 林前13:10; 弗4:9;
4) 幾分(3) 林前11:18; 林後1:14; 林後2:5;
5) 境內(3) 太2:22; 太15:21; 太16:13;
6) 一分(2) 路15:12; 約19:23;
7) 地方(2) 徒19:1; 羅15:15;
8) 地區(2) 可8:10; 徒20:2;
9) 比較(1) 林後3:10;
10) 事上(1) 林後9:3;
11) 期(1) 西2:16;
12) 段(1) 啓16:19;
13) 仔細的(1) 來9:5;
14) 方面(1) 西2:16;
15) 輪流(1) 林前14:27;
16) 部分的(1) 弗4:16;
17) 派別(1) 徒23:9;
18) 一片(1) 路24:42;
19) 部份(1) 路11:36;
20) 份(1) 太24:51;
21) 邊(1) 約21:6;
22) 地帶(1) 徒2:10;
23) 稍微(1) 羅15:24;
24) 事業(1) 徒19:27;
25) 各自(1) 林前12:27

English (Woodhouse)

division, part, piece, portion, quota, share, turn, part separated, quarter of a town, share allotted, what is allotted

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)