μέλλω: Difference between revisions
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
(T21) |
(24) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=[[future]] [[μελλήσω]] (L T Tr WH in ἔμελλον (so [[all]] editions in T WH); R G); T); L Tr); R [[present]]); L Tr)) and [[ἤμελλον]] (so [[all]] editions in R G); R G L); R G); R G T); L); cf. references [[under]] the [[word]] [[βούλομαι]], at the [[beginning]] and Rutherford's [[note]] on Babrius 7,15), to be [[about]] to do [[anything]]; so:<br /><b class="num">1.</b> the participle, ὁ μέλλων, [[absolutely]]: τά μέλλοντα and τά ἐνεστῶτα are contrasted, [[εἰς]] τό μέλλον, for the [[future]], [[hereafter]], [[εἰς]], A. II:2 ([[where]] Grimm [[supplies]] [[ἔτος]])); τά μέλλοντα, things [[future]], things to [[come]], i. e., according to the context, the [[more]] [[perfect]] [[state]] of things [[which]] [[will]] [[exist]] in the [[αἰών]] μέλλων, ὁ [[αἰών]] ὁ μέλλων, ζωῆς τῆς [[νῦν]] καί τῆς μελλούσης, [[τήν]] οἰκουμένην [[τήν]] μέλλουσαν, τῆς μελλούσης ὀργῆς τό [[κρίμα]] τό μέλλον, [[πόλις]], τά μέλλοντα ἀγαθά, L Tr marginal [[reading]] WH [[text]] γενομένων); [[τοῦ]] μέλλοντος [[namely]], [[Ἀδάμ]], i. e. the Messiah, Winer s Grammar, 333 f (313); Buttmann, § 140,2), a. to be on the [[point]] of doing or [[suffering]] [[something]]: [[with]] an infinitive [[present]], ἤμελλεν ἑαυτόν ἀναιρεῖν, τελευτᾶν, ἀποθνῄσκειν, to [[intend]], [[have]] in [[mind]], [[think]] to: [[with]] an infinitive [[present]], L T Tr WH); [[Homer]] [[down]]; cf. Winer s Grammar, 333 f (313 f); Lob. ad Phryn., p. 745ff; ([[but]] [[see]] Rutherford, New Phryn., p. 420ff)): L T WH; βαλεῖν R G); [[ἔσεσθαι]], R G.<br /><b class="num">c.</b> as in Greek writings from [[Homer]] [[down]], of those things [[which]] [[will]] [[come]] to [[pass]] (or [[which]] [[one]] [[will]] do or [[suffer]]) by [[fixed]] [[necessity]] or [[divine]] [[appointment]] (German sollen (are to be, [[destined]] to be, etc.)); [[with]] [[present]] infinitive [[active]]: [[ἡλιάς]] ὁ μέλλων ἔρχεσθαι, ὁ μέλλων λυτροῦσθαι, κρίνειν, WH marginal [[reading]] κρῖναι); [[with]] [[present]] infinitive [[passive]]: Tdf. [[γενέσθαι]]); τῆς μελλούσης ἀποκαλύπτεσθαι δόξης, [[τήν]] μέλλουσαν [[δόξαν]] ἀποκαλυφθῆναι, [[τήν]] μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι, [[ἔσεσθαι]], to [[delay]]: τί μέλλεις; [[Aeschylus]] Prom. 36; τί μέλλετε; [[Euripides]], Hec. 1094; Lucian, [[dial]]. mort. 10,13, and [[often]] in [[secular]] authors; 4 Maccabees 6:23; 9:1). | |txtha=[[future]] [[μελλήσω]] (L T Tr WH in ἔμελλον (so [[all]] editions in T WH); R G); T); L Tr); R [[present]]); L Tr)) and [[ἤμελλον]] (so [[all]] editions in R G); R G L); R G); R G T); L); cf. references [[under]] the [[word]] [[βούλομαι]], at the [[beginning]] and Rutherford's [[note]] on Babrius 7,15), to be [[about]] to do [[anything]]; so:<br /><b class="num">1.</b> the participle, ὁ μέλλων, [[absolutely]]: τά μέλλοντα and τά ἐνεστῶτα are contrasted, [[εἰς]] τό μέλλον, for the [[future]], [[hereafter]], [[εἰς]], A. II:2 ([[where]] Grimm [[supplies]] [[ἔτος]])); τά μέλλοντα, things [[future]], things to [[come]], i. e., according to the context, the [[more]] [[perfect]] [[state]] of things [[which]] [[will]] [[exist]] in the [[αἰών]] μέλλων, ὁ [[αἰών]] ὁ μέλλων, ζωῆς τῆς [[νῦν]] καί τῆς μελλούσης, [[τήν]] οἰκουμένην [[τήν]] μέλλουσαν, τῆς μελλούσης ὀργῆς τό [[κρίμα]] τό μέλλον, [[πόλις]], τά μέλλοντα ἀγαθά, L Tr marginal [[reading]] WH [[text]] γενομένων); [[τοῦ]] μέλλοντος [[namely]], [[Ἀδάμ]], i. e. the Messiah, Winer s Grammar, 333 f (313); Buttmann, § 140,2), a. to be on the [[point]] of doing or [[suffering]] [[something]]: [[with]] an infinitive [[present]], ἤμελλεν ἑαυτόν ἀναιρεῖν, τελευτᾶν, ἀποθνῄσκειν, to [[intend]], [[have]] in [[mind]], [[think]] to: [[with]] an infinitive [[present]], L T Tr WH); [[Homer]] [[down]]; cf. Winer s Grammar, 333 f (313 f); Lob. ad Phryn., p. 745ff; ([[but]] [[see]] Rutherford, New Phryn., p. 420ff)): L T WH; βαλεῖν R G); [[ἔσεσθαι]], R G.<br /><b class="num">c.</b> as in Greek writings from [[Homer]] [[down]], of those things [[which]] [[will]] [[come]] to [[pass]] (or [[which]] [[one]] [[will]] do or [[suffer]]) by [[fixed]] [[necessity]] or [[divine]] [[appointment]] (German sollen (are to be, [[destined]] to be, etc.)); [[with]] [[present]] infinitive [[active]]: [[ἡλιάς]] ὁ μέλλων ἔρχεσθαι, ὁ μέλλων λυτροῦσθαι, κρίνειν, WH marginal [[reading]] κρῖναι); [[with]] [[present]] infinitive [[passive]]: Tdf. [[γενέσθαι]]); τῆς μελλούσης ἀποκαλύπτεσθαι δόξης, [[τήν]] μέλλουσαν [[δόξαν]] ἀποκαλυφθῆναι, [[τήν]] μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι, [[ἔσεσθαι]], to [[delay]]: τί μέλλεις; [[Aeschylus]] Prom. 36; τί μέλλετε; [[Euripides]], Hec. 1094; Lucian, [[dial]]. mort. 10,13, and [[often]] in [[secular]] authors; 4 Maccabees 6:23; 9:1). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑM [[μέλλω]])<br /><b>1.</b> [[προτίθεμαι]], [[σκοπεύω]], έχω στον νου μου να [[κάνω]] [[κάτι]] («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον [[πατέρα]] τὸν ἐμόν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (το γ' εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε<br />πρόκειται να... ή [[είναι]] ενδεχόμενο να... ή [[είναι]] πεπρωμένο να...<br />β) έμελλε<br />ήταν μοιραίο<br />γ) <i>μέλλεται</i><br />[[είναι]] γραφτό, [[είναι]] πεπρωμένο<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) [[μέλλων]], -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br />[[μελλοντικός]]<br /><b>4.</b> (το αρσ. και το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[μέλλοντας]] και [[μέλλον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> α) «όπου του μέλλει να πνιγεί [[ποτέ]] του δεν πεθαίνει» — εάν [[είναι]] μοιραίο να έχει [[κάποιος]] αιφνίδιο και επώδυνο θάνατο, δεν πεθαίνει από συνήθεις ασθένειες<br />β) «ό,τι μέλλει δεν ξεμέλλει και ό,τι γράφει δεν ξεγράφει» — ό,τι [[είναι]] μοιραίο να πάθει [[κάποιος]] δεν μπορεί να το αποφύγει<br /><b>μσν.</b><br />[[αναμένω]], [[περιμένω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είμαι]] προορισμένος από τη [[μοίρα]] να πράξω ή να υποστώ [[κάτι]] («ἔμελλον ἄρα παύσειν ποθ' ὑμᾱς τοῡ [[κοάξ]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οφείλω]] σύμφωνα με το [[δίκαιο]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («καὶ [[λίην]] σέ γ' ἔμελλε κιχήσεσθαι κακὰ ἔργα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[δήλωση]] συμπεράσματος που εξάγεται εκ τών προτέρων) [[συμπεραίνω]] ύστερα από [[σκέψη]] ότι θα γίνει [[κάτι]] (α. «[[μέλλω]] που ἀπέχθεσθαι Διὶ πατρί», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «κελευσέμεναι δὲ σ' ἔμελλε [[δαίμων]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[δήλωση]] [[μεγάλης]] πιθανότητας στο [[παρόν]]) [[νομίζω]], [[υποθέτω]], μού φαίνεται πιθανό («ἐμέλλετ' ἆρ ἅπαντες ἀνασείειν βοήν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[χρονοτριβώ]], [[αναβάλλω]], [[καθυστερώ]] («τοὺς ξυμμάχους... οὐ μελλήσομεν τιμωρεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «τί οὐ [[μέλλω]];» ή «τί μέλλει;» — βεβαίως, ναι, [[πράγματι]], τί νόμιζες; β) «[[μέλλων]] [[σφυγμός]]» — [[αραιός]] [[σφυγμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[μέλλω]] ανάγεται πιθ. σε τ. <i>μελ</i>-<i>γο</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>mel</i>- «[[διστάζω]], [[αργώ]]») και συνδέεται πιθ. με τα λατ. <i>pr</i><i>ō</i>-<i>mellere</i> «[[αναβάλλω]] μια [[δίκη]]» και αρχ. ιρλδ. <i>mall</i> «[[αργός]], [[οκνηρός]]». Κατ' άλλους, η λ. ανάγεται σε [[μέλος]] «[[φροντίδα]]», [[οπότε]] συνδέεται με την [[οικογένεια]] του [[μέλω]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τους τ. [[μολεῖν]] «[[έρχομαι]]», «[[πορεύομαι]]», ενώ [[είναι]] αμφίβολη και προβληματική η [[σύνδεση]] της με τη λ. [[μέλος]] και το λατ. <i>molior</i> «[[κινώ]], [[παρακινώ]]». Η αρχική σημ. του ρήματος [[είναι]] «προορίζομαι, [[προτίθεμαι]]», ενώ η [[τοποθέτηση]] της πρόθεσης στο [[μέλλον]] και η μελλοντική [[χροιά]] που έλαβε το ρ. οφείλεται σε λόγους [[καθαρά]] εμφατικούς (ειδικά όταν πρόκειται για το πεπρωμένο). Η [[σημασία]] «[[διστάζω]], [[αργώ]]» [[είναι]] [[υστερογενής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[μέλλημα]], [[μέλλησις]], [[μελλησμός]], [[μελληστής]], [[μελλητής]], [[μελλώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μέλλησμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μελλόγαμπρος]], [[μελλόγαμος]], [[μελλοθάνατος]], [[μελλόνυμφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μελλάρχων]], [[μελλέβιος]], [[μελλείρην]], [[μελλέπταρμος]], [[μελλέφηβος]], [[μελλιέρη]], [[μελλογραμματεύς]], <i>μελλογυμνασίαρχος</i>, [[μελλοδειπνικός]], [[μελλολέων]], [[μελλονικιώ]], [[μελλονυμφίος]], [[μελλόπαις]], [[μελλόπλουτος]], [[μελλόποσις]], [[μελλοπρόεδρος]], [[μελλοπρύτανις]], [[μελλοφωτιστής]], [[μελλυμέναιος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μελλοβασιλεύς]], [[μελλοκυρία]], [[μελλοπατρίκιος]], [[μελλοπεθερά]], [[μελλοφανής]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αντεπιμέλλω]], [[αντιμέλλω]], [[διαμέλλω]], [[καταμέλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
impf. ἔμελλον and ἤμελλον (v. infr.), Ep.
A μέλλον Il.17.278, Od.1.232, 9.378, B.12.164; Ep., Ion. μέλλεσκον Theoc.25.240, Mosch.2.109: fut. μελλήσω D.6.15, Ev.Matt.24.6: aor. ἐμέλλησα Th.3.55, X.HG5.4.65, etc., and ἠμ- (v. infr.):—Pass. and Med., v. infr. v.—Only pres. and impf. in Hom., Hes., Lyr., and Trag.: aor. only in Prose (exc. Thgn., v. infr.): the impf. ἤμελλον with long augm. is established by the metre in Hes.Th.898, Thgn.906, Ar.Ec. 597, Ra.1038 (both anap.), A.R.1.1309 (cf. Sch. ad loc.), Call.Del. 58: aor. 1 ἠμέλλησα Thgn.259; ἤμελλον is not found in earlier Att. Inscrr., but occurs in Pap., as PPetr.2p.146 (iii B. C.), Phld.Rh.1.145 S. (but ἔμελλον Hyp.Ath.7, Arist.Ath.25.3). I to be destined or likely to, indicating an estimated certainty or strong probability in the present, past, or future (cf. Aristonic. ap. Sch.Il.10.326, 11.817, 16.46,al.): a. c. pres. inf. (or its equivalent), of a probability in the present, ὅθι που μέλλουσιν ἄριστοι βουλὰς βουλεύειν where belike the best are holding counsel, Il.10.326; ᾧ μέλλεις εὔχεσθαι to whom thou doubtless prayest, 11.364; μέλλεις δὲ σὺ ἴδμεναι doubtless thou knowest, Od.4.200; τὰ δὲ μέλλετ' ἀκουέμεν belike you have heard it, Il.14.125, cf. Od.4.94; οὕτω που Διὶ μέλλει ὑπερμενέϊ φίλον εἶναι Il.2.116; ὄλβον δὲ θεοὶ μέλλουσιν ὀπάζειν methinks it is the gods who give wealth, Od.18.19; εἰ δ' οὕτω τοῦτ' ἐστίν, ἐμοὶ μέλλει φίλον εἶναι you may be sure it is my good pleasure, Il.1.564. b. c. aor. inf., of a probability in the past, μέλλω που ἀπεχθέσθαι Διὶ πατρί I must have become hateful to father Zeus, 21.83; κελευσέμεναι δέ σ' ἔμελλε δαίμων a god must surely have bidden thee, Od.4.274; πολλάκι που μέλλεις ἀρήμεναι you must often have prayed, 22.322; μέλλω ἀθανάτους ἀλιτέσθαι I must have sinned against the immortals, 4.377; ἄλλοτε δή ποτε μᾶλλον ἐρωῆσαι πολέμοιο μέλλω at any other time rather than this I may have drawn back... Il.13.777; μέλλει μέν πού τις καὶ φίλτερον ἄλλον ὀλέσσαι before now, no doubt, a man has lost... 24.46, cf. 18.362; τοῦ δ' ἤδη μέλλουσι κύνες ταχέες τ' οἰωνοὶ ῥινὸν ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι Od.14.133; of a destiny in the past, ἔμελλεν οἷ αὐτῷ θάνατον . . λιτέσθαι he was fated to have been praying for his own death, Il.16.46; ἐπεὶ οὐκ ἄρ' ἔμελλον ἑταίρῳ κτεινομένῳ ἐπαμῦναι since I was (i.e. am) not destined to have succoured my comrade when they were slaying him, 18.98: c. pres. inf., οὐκ ἄρ' ἔμελλες ἀνάλκιδος ἀνδρὸς ἑταίρους ἔδμεναι he was to turn out no helpless man whose comrades you ate, Od.9.475. c. c. fut. inf., of a destin y or probability in the future, ἅ οὐ τελέεσθαι ἔμελλον which were not to be accomplished, Il.2.36; τάχα δ' ἀνστήσεσθαι ἔμελλεν ib.694; ἐπεὶ οὐκ ἄρ' ἔμελλον ἔγωγε νοστήσας οἶκόνδε . . εὐφρανέειν ἄλοχον 5.686, cf. 12.113, 22.356, Od.13.293,384; μέλλον ἔτι ξυνέσεσθαι ὀϊζυῖ πολλῇ 7.270; περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι they were to have run... Il.11.700, cf. E.HF463; χρόνῳ ἔμελλέ σ' Ἕκτωρ . . ἀποφθίσειν S.Aj.1027; ἔμελλον ἄρα παύσειν ποθ' ὑμᾶς τοῦ κοάξ Ar.Ra.268; φεύγεις; ἔμελλόν σ' ἆρα κινήσειν ἐγώ Id.Nu.1301, cf. V.460, Pl.103, Ach.347: c. pres. inf., καὶ γὰρ ἐγώ ποτ' ἔμελλον ἐν ἀνδράσιν ὄλβιος εἶναι I had a chance of being, might have been... Od.18.138; μέλλεν ποτὲ οἶκος ὅδ' ἀφνειὸς καὶ ἀμύμων ἔμμεναι, ὄφρ' ἔτι κεῖνος ἀνὴρ ἐπιδήμιος ἦεν 1.232: c. aor. inf. (cf. infr. 11), οὐδεὶς ἂν οὐδὲ μελλήσειε γενέσθαι ἀγαθός Arist.EN1105b11: with inf. understood, [τὰ μὲν] πάσχουσι, τὰ δὲ μέλλουσι [πάσχειν] A.Pers.814; ἀλλ' οὐχ οὑμὸς τοῦτο πέπονθεν βίος οὐ μὰ Δί' οὐδέ γε μέλλει no, not likely! Ar.Pl.551; οὐδὲν . . οὔτε ἐπάθετε οὔτε ἐμελλήσατε Th.3.55; οὔτ' ἐμὲ ἀπέφηνεν ἡ βουλὴ οὔτ' ἐμέλλησεν Din.1.49. d in εἰ clauses, εἰ μέλλει πόλις εἶναι if it is to be a city, Pl.Prt.324e: c. fut. inf., εἰ ἐμέλλομεν . . ἀνοίσειν if we were to refer... Id.Phd.75b: c. aor. inf., εἰ μέλλομεν . . δηλῶσαι Id.Lg.713a, cf. Smp.184d, Plt. 268d, al.: so in part., τὴν μέλλουσαν οἰκήσεσθαι πόλιν καλῶς Arist. Pol.1261a3, etc. e in final clauses, ξυνεπιμέλεσθαι ᾗ μέλλει ἄριστα ἕξειν, = ᾗ ἄριστα ἕξει, Th.8.39; εἴχομεν ἂν . . ἐπιστάτην λαβεῖν . . ὃς ἔμελλεν . . ποιήσειν Pl.Ap.20b, cf. App.Syr.46, etc. f in questions, the inf. being understood, τί οὐ μέλλω (μέλλεις, etc.); why shouldn't I? why is it not likely that I should?, i. e. yes, of course, τὸν υἱὸν ἑόρακας αὐτοῦ; Answ. τί δ' οὐ μέλλω (sc. ἑορακέναι); of course I have, X. HG4.1.6; τί δ' οὐ μέλλει, εἴπερ γε δρᾷ αὐτό; Pl.R.605c; πῶς γὰρ οὐ μέλλει; Id.Phd.78b, etc.; ἀλλὰ τί μέλλει; what (else) would you expect? i. e. yes, of course, Id.R.349d, Hp.Mi.373d. II to be about to, in purely temporal sense, c. fut. inf., Ἕκτορα δῖον ἔτετμεν ἀδελφεόν, εὖτ' ἄρ' ἔμελλε στρέψεσθ' ἐκ χώρης Il.6.515; ὁ μέν μιν ἔμελλε γενείου . . ἁψάμενος λίσσεσθαι (perh. pres. inf.), ὁ δ' αὐχένα μέσσον ἔλασσε 10.454; ἄλεισον ἀναιρήσεσθαι ἔμελλε Od.22.9, cf. Il.23.544, 2.39, 6.52,393; δειπνήσειν μέλλομεν, ἢ τί; Ar.Av.464, cf. Eq.931 (lyr.), Th.2.8, etc.: c. pres. inf., τί μέλλεις δρᾶν; Ar.V.1379,Th.215, cf. Ec. 760, Ach.493, Av.498, al.; μέλλω μαίνεσθαι Lyr.Alex.Adesp.1.23: more rarely c. aor. inf., παθεῖν A.Pr.625; κτανεῖν S.OT967 (nisi leg. κτενεῖν) ; ἀναλαβεῖν, λιπεῖν, θανεῖν, E.Or.292, Heracl.709, Med.393; ἀπολέσαι, λαβεῖν, Ar.Av.366, Ach.1159 (lyr.); προσθεῖναι Th.3.92; οὐδὲ ἐμέλλησαν οὐδὲ διενοήθησαν ἐνθέσθαι D.35.19: Phryn.316 wrongly condemns this constr.—The inf. is sts. omitted, τὸ μέλλειν ἀγαθά (sc. πράσσειν or πράξειν) the expectation of good things, E.Or.1182, cf. IA1118. III to be always going to do without ever doing: hence, delay, put off, freq. in Trag. (also in Med. μέλλομαι, v. infr. IV fin.): in this signf. usu. folld. by pres. inf., S.OT678 (lyr.), OC1627, etc.; τοὺς ξυμμάχους . . οὐ μελλήσομεν τιμωρεῖν· οἱ δ' οὐκέτι μέλλουσι κακῶς πάσχειν we shall not delay to succour our allies, for their sufferings are not being delayed, Th.1.86: freq. with μὴ οὐ, A.Pr.627, S.Aj.540: with μή, τί μέλλομεν . . μὴ πράσσειν κακά; E.Med.1242: rarely folld. by aor. inf., Id.Ph.299 (lyr.), Rh.673: inf. is freq. omitted, τί μέλλεις; why delayest thou? A.Pr.36, cf. Pers.407, Ag.908, 1353, S.Fr.917, Th.8.78, etc.; μακρὰ μ. S.OC219 (lyr.); Ἄρης στυγεῖ μέλλοντας E. Heracl.723; ἴωμεν καὶ μὴ μέλλωμεν ἔτι Pl.Lg.712b; μέλλον τι . . ἔπος a hesitating word, which one hesitates to speak, E.Ion 1002; μέλλων σφυγμός a hesitating pulse, Gal.8.653. IV part. μέλλων is used quasi-adjectivally, ὁ μ. χρόνος the future time, Pi.O.10(11).7, A.Pr. 839, Arist.Top.111b28: Gramm., ὁ μέλλων the future tense, D.T.638.23, A.D.Synt.69.28, etc.; ἡ μ. αὐτοῦ δύναμις his future power, Pl.R. 494c; μ. φυλάξασθαι χρέος Pi.O.7.40; τὸν μ. βλαστόν (καρπόν codd.) Thphr.HP4.15.1: esp. in neut., τὸ μέλλον, τὰ μέλλοντα things to come, the future, Pi.O.2.56, A.Pr.102, Th.1.138, 4.71, Pl.Tht.178e, etc.; opp. to what is simply future (τὸ ἐσόμενον), Arist.Div.Somn.463b29, cf. GC337b4; εἰς τὸ μέλλον (sc. ἔτος) Ev.Luc.13.9, cf. PLond.3.1231.4 (ii A. D.), Plu.Caes.14:—also in Med., τὰ ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται your strongest pleas are hopes in futurity, Th.5.111:— but V Pass. μέλλομαι, ὡς μὴ μέλλοιτο τὰ δέοντα that the necessary steps might not be delayed, X.An.3.1.47; ἐν ὅσῳ ταῦτα μέλλεται while these delays are going on, D.4.37: fut. μελλήσομαι dub. l. in Procop. Goth.2.30: pf. part. μεμελλημένος, = μέλλων, σφυγμός Gal.9.308.
German (Pape)
[Seite 125] fut. μελλήσω, aor. ἐμέλλησα u. att. ἠμέλλησα, Hom., Hes., Pind. u. Tragg. nur praes. u. impf., μέλλεσκον, Theocr. 25, 240; auch bei Plat. steht das fut. nur einmal, Ep. VII, 326 c; – 1) ich bin im Begriff, habe vor, gedenke Etwas zu thun, c. inf., u. zwar – a) vorherrschend des fut.; μέλλεις γὰρ ἀφαιρήσεσθαι ἄεθλον, Il. 23, 544; θήσειν γὰρ ἔτ' ἔμελλεν ἐπ' ἄλγεα Τρωσίν, er gedachte den Troern noch Schmerzen aufzulegen, 2, 39, vgl. 694. 12, 3. 34 Od. 11, 596 u. sonst; καὶ δή μιν τάχ' ἔμελλε δώσειν ᾧ θεράποντι καταξέμεν, er war eben im Begriff, ihn seinem Diener zum Wegführen zu übergeben, Il. 6, 52, vgl. 515, wie ἤτοι ὁ καλὸν ἄλεισον ἀναιρήσεσθαι ἔμελλεν Od. 22, 9; προσηγορεύθης ἡ Διὸς κλεινὴ δάμαρ μέλλουσ' ἔσεσθαι, Aesch. Prom. 837; τοιάνδε πάλην μέλλει θεῖος Ὀρέστης ἅψειν, Ch. 854, vgl. 846; Soph. El. 352. 371; Eur. Gr. 544; μελλόντων αὐτῶν συνάψειν, Her. 5, 75. 7, 157; u. bes. in attischer Prosa, μέλλω ὑμᾶς διδάξειν Plat. Apol. 21 b, εἰ μέλλεις ῥώμην ἐμποιήσειν Phaedr. 270 b; ὡς διαβαινόντων μέλλοιεν ἐπιθήσεσθαι Xen. An. 2, 4, 24, vgl. Krüger zu 1, 8, 1. – b) c. inf. praes., Hom., ἀλλ' ὅτε δὴ ἄρ' ἔμελλε πάλιν οἶκόνδε νέεσθαι Od. 6, 110, vgl. 19, 94; μέλλοντα φέρειν, Pind. Ol. 8, 45; μέλοι δέ τοι σοὶ τῶνπερ ἂν μέλλῃς τελεῖν, Aesch. Ag. 948; Suppl. 1043; μέλλοντι δ' αὐτῷ τεύχειν σφαγὰς κήρυξ ἵκετο, Soph. Trach. 753; Eur. Hec. 726; Her. 6, 108; ὃ μέλλεις νῦν πράττειν, Plat. Prot. 312 b; λέγει ὅτι περιμείνειεν ἂν αὐτοὺς εἰ μέλλοιεν ἥκειν, Xen. An. 2, 1, 3. 5, 7, 5 u. öfter. Doch bei guten Schriftstellern seltner als das fut. – c) auch aor., was die Atticisten verwerfen, wie Phryn. 336 es als groben Fehler bezeichnet, vgl. Lob. zu Phryn. p. 745 ff., der eine hinreichende Menge von Beispielen aus den Attikern anführt, z. B. τί μέλλετ' – ἀπολέσαι Ar. Av. 366, Thuc. 6, 31, Plat. Gorg. 525 a u. öfter, wo aber meist ein Sollen ausgedrückt ist; die Beispiele aus Hom., wo der Sinn ein anderer ist, s. weiter unten; hierher kann man rechnen ἀλλ' ὅτε δὴ τάχ' ἔμελλον ἐπαΐξασθαι ἄεθλον Il. 23, 773; vgl. Hes. Sc. 126; Theogn. 152. 1074; ὅπερ μέλλω παθεῖν, Aesch. Prom. 628; μέλλεις ἐνεῖκαι, θέμεν, τεῦξαι, Pind. P. 9, 54 Ol. 7, 61. 8, 32, vgl. Böckh zu letzter Stelle. Bei Her. 8, 40 schwankt die Lesart. Bei den Attikern steht so auch fut. und aor. von μέλλω, τοὺς ὑπάρχοντας πολεμίους μεγαλύνετε, τοὺς δὲ μηδὲ μελλήσαντας γενέσθαι, ἄκοντας ἐπάγεσθε, die, welche gar nicht daran gedacht hatten, es zu werden, Thuc. 5, 99; τὸ δοκεῖν με ὑπὸ σοῦ μελλήσαντά τι παθεῖν ἐκπεφευγέναι, Xen. Cyr. 6, 1, 40. – d) der inf. wird auch ausgelassen, wo er sich aus dem Zusammenhange leicht ergiebt, οὐκ ἐλάσσονα πάσχουσι, τὰ δὲ μέλλουσι, sc. πάσχειν, Aesch. Pers. 800; vgl. τὰ μὲν ἔχει, τὰ δὲ μέλλει, Isocr. 4, 136; μέλ λετον τολμήματα αἴσχιστα, Eur. Phoen. 1225; πράξασ' ἃ μέλλω, sc. πράξειν, Med. 758, wie bei Thuc. ὅτι μέλλετε, εὐθὺς πράττετε, was ihr vorhabt, thun wollt, thut gleich. – e) bes. steht das partic. absolut, zur Bezeichnung des Zukünftigen, nahe Bevorstehenden, wie die Gramm. das fut. ὁ μέλλων mit u. ohne χρόνος nennen; so ὁ μέλλων χρόνος, die Zukunft, Pind. Ol. 11, 7, wie Aesch. Prom. 841; Eur. I. A. 865; Plat. Theaet. 178 a; οὐδὲν τὸ μέλλον, Pind. Ol. 2, 62; ἄπορος ἐπ' οὐδὲν ἔρχεται τὸ μέλλον, Soph. Ant. 358; οὐδεὶς μάντις τῶν μελλόντων, Ai. 1399; οὐ γὰρ τὸ μέλλον ἐκ θεῶν ἠπίστατο, Aesch. Pers. 365 u. öfter; τὸ μέλλον ἥξει, Ag. 1213; κρινεῖ φάος τὸ μέλλον, Eur. Phoen. 1315; ᾗ τὸ μέλλον κρίνεται, Plat. Phaedr. 244 c; περὶ τῶν μελλόντων, Phil. 39 c; τρέμοντι τὸ μέλλον, Parm. 137 a; ἄδηλον μὲν παντὶ ἀνθρώπῳ ὅπη τὸ μέλλον ἕξει, wie die Zukunft beschaffen sein wird, Xen. An. 5, 9, 21 u. sonst; περὶ τῶν γεγονότων ἢ τῶν μελλόντων, Pol. 4, 16, 4; τὸ μέλλον προσδοκῶν, Plut. Them. 3. So auch ὁ μέλλων βίος, Soph. O. C. 1688, der auch Ant. 607 neben einander stellt τό τ' ἔπειτα καὶ τὸ μέλλον καὶ τὸ πρίν, wie Aesch. vrbdt πολλὰ καὶ παρόντα καὶ μέλλοντ' ἔτι, Pers. 829; vgl. μέλλουσιν ἢ πάρεισιν, Eur. Heracl. 384; τὴν μέλλουσαν αὐτοῦ δύναμιν, Plat. Rep. VI, 494 c; εἰς τὴν μέλλουσαν πόλιν, in den künftigen Staat, Legg. III, 702 d; auch vollständiger, τὸ μέλλον ἀποβήσεσθαι, Theaet. 178 c. In einigen dieser Vrbdgn drückt es auch bestimmter das, was geschehen soll, aus. Denn – 2) das, was der Mensch vorzunehmen im Begriff ist, erscheint als Etwas, wozu er veranlaßt wird, was er thun soll, so daß bes. im impf. ἔμελλον der Begriff des Sollens liegt, u. zwar – a) nach dem Willen des Schicksals, was verhängt ist, mit dem Nebenbegriff des Unausbleiblichen, unfehlbar Erfolgenden, τὰ φρονέοντ' ἀνὰ θυμὸν ἅ ῥ' οὐ τελέεσθαι ἔμελλον, was (nach den Bestimmungen des Schicksals) nicht in Erfüllung gehen sollte, vgl. Il. 5, 686 Od. 2, 156; eben so οὐ πείσεσθαι ἔμελλεν, er sollte es nicht durch Ueberredung erreichen, Il. 20, 466 Od. 3, 146; τάχα δ' ἀνστήσεσθαι ἔμελλεν, d. i. es war vom Schicksal bestimmt, daß er sich bald wieder erheben sollte, Il. 2, 694, ἔμελλον ἔτι ξυνέσεσθαι ὀϊζυῖ πολλῇ Od. 7, 270, oft, gew. mit dem inf. fut., vgl. H. h. Ap. 521 Merc. 15 Cer. 454; seltener c. praes., μάλα δέ σφισιν ἔλπετο θυμὸς αὐτώ τε κτενέειν –, νήπιοι, οὐδ' ἄρ' ἔμελλον ἀναιμωτί γε νέεσθαι, Il. 17, 495, sie hofften, die beiden Männer zu tödten, die Thörichten, sie sollten nicht einmal ohne Blut, unverwundet heimkehren. H. h. Apoll. 379. Auch c. inf. aor., ἃς φάτο λισσόμενος, μέγα νήπιος· ἦ γὰρ ἔμελλεν οἷ αὐτῷ θάνατον – λιτέσθαι, Il. 16, 46. 18, 98; ὄρνις, ὧν ὑφηγητῶν κτανεῖν ἔμελλον πατέρα, nach denen ich den Vater tödten sollte, Soph. O. R. 967, vgl. Phil. 1072 Ai. 908, der auch das partic. so braucht, τί γὰρ θνήσκειν ὁ μέλλων τοῦ χρόνου κέρδος φέροι; El. 1478, der sterben soll; ἔστω τὸ μέλλον Phil. 1238. – b) nach menschlicher Anordnung, περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι, um einen Dreifuß sollten sie wettlaufen, Il. 11, 700, nämlich nach der Bestimmung der Eleer. – Aber auch – 3) müssen; nach den Begriffen von Recht u. Pflicht, vgl. Nitzsch zu Od. 1, 232; καὶ λίην σέγ' ἔμελλε κιχήσεσθαι κακὰ ἔργα, dich mußte Unglück treffen, Od. 9, 477; nach muthmaßlicher Folgerung, nach welcher das Ergebniß als nothwendig aus der Thatsache hervorgehend bezeichnet werden soll, μέλλω που ἀπέχθεσθαι, ich muß wohl dem Zeus verhaßt sein, Il. 21, 83, nämlich nach meinen Schicksalen zu schließen; vgl. οὕτω που Διῒ μέλλει φίλον εἶναι, es muß wohl dem Zeus so belieben, wie der Erfolg zu zeigen scheint, 1, 116. 9, 23 u. öfter, wo wir auch mit mög en ausreichen; ἀλλὰ τὰ μέν που μέλλεν ἀγάσσεσθαι θεὸς αὐτός, das mochte wohl die Gottheit selbst beneiden, Od. 4, 181; κελευσέμεναι δέ σ' ἔμελλε δαίμων, ein Gott muß, mag's dir geheißen haben, ib. 274 u. 377; εἰ δ' οὕτω τοῦτ' ἐστίν, ἐμοὶ μέλλει φίλον εἶναι, wenn es so ist, so folgt nothwendig daraus, daß es mir so beliebt, Il. 1, 564. Schwächer ist die Bdtg in manchen Stellen, wo unser mög en, und die adv. wohl, vielleicht, wahrscheinlich ausreichen, aber auch sol len zuweilen entspricht, welches bei uns auch nicht immer den ursprünglichen Nachdruck behält, u. die alten Gramm. es durch ἔοικεν erkl., μέλλεις δὲ σὺ ἴδμεναι, du wirst, magst es wohl wissen, vermuthlich weißt du es, Od. 4, 200, wo hinzugesetzt ist »denn ich kannte ihn nicht«; vgl. Il. 10, 326. 14, 125 Od. 4, 94; πολλάκι που μέλλεις ἀρήμεναι, oft wohl magst du gefleht haben, 22, 322, wie ᾡ μέλλεις εὔχεσθαι, zu dem du vermuthlich flehst, Il. 11, 364; εἰ ἀεὶ δὴ μέλλοιμεν ἀγήρω τ' ἀθανάτω τ' ἔσσεσθαι, wenn wir immerdar unalternd u. unsterblich sein sollten, 12, 323; c. inf. aor., μέλλει πού τις καὶ φίλτερον ἄλλον ὀλέσσαι, es mag wohl Mancher einen Geliebteren verloren haben, 24, 46, wie ἄλλοτε δή ποτε μᾶλλον ἐρωῆσαι πολέμοιο μέλλω, d. i. ein andermal mag ich wohl eher das Ansehen gehabt haben, mich dem Kampfe zu entziehen, aber jetzt nicht, 13, 776; vgl. noch 18, 362 Od. 14, 133. 18, 138, wo der inf. praes. gebraucht ist, καὶ γὰρ ἐγώ ποτ' ἔμελλον ἐν ἀνδράσιν ὄλβιος εἶναι, ich sollte od. mochte einst glücklich sein, jetzt bin ich es nicht, wie Od. 1, 232, μέλλεν ποτὲ οἶκος ἀφνειὸς ἔμμεναι, einst, so lange er noch zu Hause war, sollte es reich sein, jetzt ist es nicht mehr so, νῦν δ' ἑτέρως ἐβάλοντο θεοί – So auch bei den Folgdn; τούτων ἐγὼ οὐκ ἔμελλον ἐν θεοῖσι τὴν δίκην δώσειν, Soph. Ant. 454, ich mochte nicht, vgl. Ai. 438 u. auch El. 538, οὐκ ἔμελλε τῶνδέ μοι δώσειν δίκην; mußte er nicht büßen? u. so auch mit ausgelassenem Verbum, ᾔδη, τί δ' οὐκ ἔμελλον; ich wußte es, was sollte ich nicht? Soph. Ant. 444, vgl. Phil. 444; ἑώρακας, ὡς καλός ἐστι; τί δ' οὐ μέλλω; Xen. Hell. 4, 1, 6; ἀλλὰ τί μέλλει; Plat. Rep. 1, 349 d u. öfter; πῶς γὰρ οὐ μέλλει; Gorg. 506 e; τί δ' οὐ μέλλει; Theaet. 159 c; auch mit dem inf. fut., εἰ μέλλει τις ἡμῶν καὶ τὴν ὁδὸν ἑκάστοτε ἐξευρήσειν οἴκαδε, wenn Einer im Stande sein soll, den Weg zu finden, Phil. 62 b, vgl. Phaed. 75 b; ἐπειδὰν μέλλωσιν συνήσειν τὰ γεγραμμένα, sobald sie im Stande sind, Phaedr. 325 e; auch c. inf. praes., εἴπερ μέλλει πόλις εἶναι, wenn ein Staat sein soll, Prot. 324 e; ὅτι γενεαὶ πολλαὶ ἀτεχνότεραι μέλλουσιν εἶναι, es müssen viele Geschlechter gewesen sein, Legg. III, 679 d, vgl. Soph. 266 d. – 4) wie auch bei uns sich bedenken, besinnen so viel ist wie zögern, zaudern, so tritt auch in μέλλω der Begriff »thun wollen« einseitig hervor, nämlich ohne wirklich zu thun, zu handeln, auch anstehen, Bedenken tragen, τί μέλλεις καὶ κατοικτίζῃ μάτην; Aesch. Prom. 36, u. oft in dieser Verbindung; auch κοὐκ ἔτ' ἦν μέλλειν ἀκμή, es war nicht Zeit zu zögern, Pers. 399; ἄγομαι δὴ κοὐκ ἔτι μέλλω, Soph. Ant. 830; μάλιστ' Ἄρης στυγεῖ μέλλοντας, Eur. Heracl. 723; ἐγκονεῖτε, σπεύδεθ', ὡς ὁ καιρὸς οὐχὶ μέλλειν, Ar. Plut. 255; χώρει – οὐ μέλλειν ἐχρῆν, Av. 364, vgl. Ran. 1505; ἴωμεν δὴ καὶ μὴ μέλλωμεν ἔτι, Plat. Legg. IV, 712 b; μὴ μέλλωμεν, Xen. An. 3, 1, 46, wo darauf auch das pass. folgt, ἀνέστη ὡς μὴ μέλλοιτο ἀλλὰ περαίνοιτο τὰ δέοντα, damit das Nöthige nicht aufgeschoben würde, ib. 47; ὑμῶν τὰ μὲν ἰσχνότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται, Thuc. 5, 111; ἐν ὅσῳ ταῦτα μέλλεται προαπόλωλεν ἐφ' ἃ ἂν ἐκπλέωμεν, Dem. 4, 37, wo Bekker μέλλετε lies't; ἡμῶν μελλόντων καὶ ψηφιζομένων καὶ πυνθανομένων ist verbunden 2, 23; oft bei Sp., μὴ μέλλε, Luc. Pisc. 28 D. Merc. 3; ἀνεπτοίηντο δὲ πάντες καὶ μηδὲ μελλήσαντες προσέκειντο, Hdn. 2, 7, 12; dazu gehört das adj. verb., μελλητέον οὐδὲν ἔτι, Plat. Critia. 108 e; Ar. Eccl. 876. – Ueber den Homerischen Gebrauch von μέλλω s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 120.
Greek (Liddell-Scott)
μέλλω: παρατ. ἔμελλον ἢ ἤμελλον (ἴδε κατωτ.), Ἐπικ. μέλλον Ἰλ. Ρ. 178, Ὀδ. Α. 232., Ι. 378: Ἰων. μέλλεσκον Θεόκρ. 25. 240, Μόσχ. 2. 109: μέλλ. μελλήσω: ἀόρ. ἐμέλλησα, Θουκ. 5. 98, Δημ., κτλ., καὶ ἠμ- (ἴδε κατωτ.)· - Παθ. καὶ μέσ., ἴδε κατωτ. V. - Μόνον ὁ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ., Ἡσ., Πινδ., καὶ τοῖς Τραγικοῖς· ὁ ἀόρ. εὔχρηστος μόνον παρὰ πεζογράφοις· - ὁ μετὰ διπλῆς αὐξήσεως παρατ. ἤμελλον εἶναι βεβαιωμένος διὰ τοῦ μέτρου ἐν πολλοῖς ποιητικοῖς χωρίοις, πρῶτον ἐν Ἡσ. Θεογ. 478, ἀκολούθως ἐν Θεόγνιδι 906, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 597, Ἀπολλ. Ροδ., κτλ.· οὕτως ἠμέλλησα παρὰ τῷ Θεόγν. 209: τὸ ἤμελλον ἀπαντᾷ ὡσαύτως ἔν τισι χωρίοις τοῦ πεζοῦ λόγου ἄνευ διαφ. γραφῆς, ὡς ἐν Αἰσχίν. 77. 10, Δημ. 292· 15· πρβλ. βούλομαι. (μέλλω φαίνεται ἐπιτεταμένος τύπος ἐκ τῆς √ΜΕΛ, μέλω, ὅπερ πάλιν δυνάμεθα νὰ ἀναφέρωμεν εἰς τὴν ῥίζαν ΜΕΡ τὴν ἐν ταῖς λ. μέριμνα, μερ-μηρίζω, κλ.: - ἡ δὲ κοινὴ ἔννοια ἐν πᾶσιν εἶναι ἡ τῆς σκέψεως, ἴδε τὰ ἀκόλουθα). Ριζικὴ ἢ πρώτη σημασία: σκέπτομαι νὰ πράξω τι, ἔχω κατὰ νοῦν, «σκοπεύω» νὰ πράξω τι (χωρὶς καὶ νὰ τὸ πράττω)· συντάσσεται δὲ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀπαρεμ. μέλλ., σπανιώτερον δὲ ἐνεστ. καὶ ἔτι σπανιώτερον ἀορ. (ὡς ἐν Ἰλ. Ν. 777., Π. 46., Ὀδ. Δ. 377, κ. ἀλλ., ἀλλ’ ἐνίοτε παρὰ πᾶσι τοῖς ποιηταῖς τε καὶ πεζογράφοις, Αἰσχύλ. Πρ. 625, καὶ ἀλλαχοῦ, καθ’ ἃ κατωτέρω ἀναφέρεται, ἴδε Pors. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 929, Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 710, Λοβ. Φρύνιχ. 133, 745 κ. ἑξ.)· μέλλω μετ’ ἀπαρ. μέλλ. διαφέρει τοῦ ἁπλοῦ μέλλοντος τοῦ ῥήματος ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατ. facturus sum ἀπὸ τοῦ faciam· - ἡ σύνταξις ἐν τῇ σημασ. III., ἀργοπορῶ, βραδύνω, τροποποιεῖταί πως, ἴδε κατωτ.· ὁ παρατ. ἔμελλον οὐδέποτε ἐν χρήσει μετ’ ἀορ., Φρύνιχ 336· τὴν δὲ παρατήρησιν ταύτην οὐχὶ προση κόντως ὁ Θωμᾶς Μ. ἐπεκτείνει εἰς πάντας τοὺς χρόνους τοῦ μέλλω· - ὁ Buttm. καὶ ἕτεροι σφάλλονται περιορίζοντες τὴν σημασίαν τοῦ ἀορ. μόνον εἰς τὴν τῆς ἀργοπορίας ἢ ἀναβολῆς, ἴδε Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 1. 134., 3. 55, 92, κτλ. ΙΙ. «σκοπεύω», σκέπτομαι ἢ ἔχω κατὰ νοῦν ἢ ἑτοιμάζομαι νὰ πράξω τι (ἐξ ἰδίας ἐλευθέρας θελήσεως), συχνάκις μετὰ τοῦ τάχα, ὡς, καὶ δή μιν τάχ’ ἔμελλε δώσειν ᾧ θεράποντι καταξέμεν... Ἰλ. Ζ. 52, πρβλ. 393, 515· θήσειν ἔτ’ ἔμελλεν ἐπ’ ἄλγεά τε στοναχάς τε Τρωσί τε καὶ Δαναοῖσι Β. 39· μέλλεις ἀφαιρήσεσθαι ἄεθλον, διανοεῖσαι νά μου ἀφαιρέσῃς τὸ βραβεῖον, Ψ. 544· συχνάκις μετὰ τοῦ οὐκ ἄρα, ὡς, οὐδ’ ἄρ’ ἔμελλον πείσειν, οὐδὲ ἐνόμιζον ὅτι ἤθελον σὲ πείσῃ, Χ. 356· οὐκ ἄρ’ ἔμελλες... λήξειν ἀπατάων...; οὐκ ἄρα ἔμελλες... παύσασθαι παραλογισμῶν...; (Σχόλ.), Ὀδ. Ν. 293· συχνάκις παρ’ Ἀττ., οὐδ’ ἐμέλλησαν οὐδὲ διενοήθησαν ἐνθέσθαι Δημ. 929. 9, κτλ. ΙΙ. μέλλω νὰ πράξω τι (ἀναγκαζόμενος ὑφ’ ἑτέρου). 1) ὑπὸ τῆς μοίρας (ἴδε Nitzsch εἰς Ὀδ. Α. 232), εἶμαι ὡρισμένος ἢ προωρισμένος νὰ πράξω ἢ νὰ εἶμαι..., τὰ φρονέοντ’ ἀνὰ θυμὸν ἅ ῥ’ οὐ τελέεσθαι ἔμελλον, ἅπερ δὲν ἦσαν προωρισμένα νὰ γίνωσι, Ἰλ. Β. 36· τάχα δ’ ἀνστήσεσθαι ἔμελλεν, ἦτο προωρισμένον ταχέως νὰ σηκωθῇ, αὐτόθι 694· ἐπεὶ οὐκ ἄρ’ ἔμελλον ἐγώγε, νοστήσας οἶκόνδε... εὐφρανέειν ἄλοχον Ε. 686· ἔμελλον ἔτι ξυνέσεσθαι ὀϊζυῖ πολλῇ, ἦτο πεπρωμένον νὰ ζήσω ἀκόμη ἐν πολλῇ δυστυχίᾳ, Ὀδ. Η. 270· καὶ γὰρ ἐγώ ποτ’ ἔμελλον ἐν ἀνδράσιν ὄλβιος εἶναι, ἔμελλον νὰ εἶμαι εὐτυχής, Σ. 138· μέλλεν ποτὲ οἶκος ἀφνειὸς ἔμμεναι Α. 232· - ὅυτω παρ’ Ἀττ., καταλειπομένης τῆς ἐννοίας τοῦ πεπρωμένου, εἰ μέλλει πόλις εἶναι, ἐὰν πρόκειται νὰ εἶναι πόλις, Πλάτ. Πρωτ. 324Ε· εἰ ἐμέλλομεν... ἀνοίσειν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 75Β, κτλ. 2) κατὰ τὴν θέλησιν ἑτέρου (σπανιώτατα) περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι, ἔμελλον νὰ ἀγωνισθῶσι... κατὰ διαταγὴν τῶν Ἠλείων, Ἰλ. Λ. 700. 3) πρὸς δήλωσιν συμπεράσματος ἐξαγομένου ἐκ τῶν προηγουμένων, οἷον, μέλλω που ἀπεχθέσθαι Διὶ πατρί, «ἔοικα δήπου μισητὸς εἶναι τῷ Διῒ πατρὶ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Φ. 83· κελευσέμεναι δέ σ’ ἔμελλε δαίμων, «προτρέψαι δέ σε ἐῴκει ὁ Θεός» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 274· μέλλω ἀθανάτους ἀλιτέσθαι, «ἀλλὰ ἔοικα ἡμαρτηκέναι εἰς τοὺς θεοὺς» (Σχόλ.), αὐτόθι 377· εἰ δ’ οὕτω τοῦτ’ ἔστιν, ἐμοὶ μέλλει φίλον εἶναι, ἐμοὶ προσφιλὲς ἔοικεν ἢ φαίνεται εἶναι, Ἰλ. Α. 564, πρβλ. Β. 116, κ. ἀλλ. 4) πρὸς δήλωσιν ἰσχυρᾶς πιθανότητος, ὅτε δύναται συχνάκις νὰ ἑρμηνευθῇ διὰ τοῦ «πιθανὸν εἶναι νά...» ἢ δι’ ἐπιρρήματος, πιθανῶς..., κτλ., τὰ δὲ μέλλετ’ ἀκουέμεν, «ταῦτα δὲ εἰκὸς ὑμᾶς ἀκηκοέναι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ξ. 125· καὶ πατέρων τάδε μέλλετ’ ἀκουέμεν, καὶ παρὰ τῶν γονέων σας πιθανὸν νὰ τὰ ἠκούσατε, Ὀδ. Δ. 94· μέλλεις δὲ σὺ ἴδμεναι, πιθανὸν σὺ νὰ τὸν ἐγνώρισες, Δ. 200· ὅθι που μέλλουσιν ἄριστοι βουλὰς βουλεύειν, ὅπου πιθανῶς οἱ ἄριστοι συσκέπτονται, Ἰλ. Κ. 326· εἰ αἰεὶ δὴ μέλλοιμεν ἀγήρω τ’ ἀθανάτω τε ἔσεσθ’, ἐὰν μέλλωμεν νά..., Μ. 323· καὶ μὲν δή πού τις μέλλει βροτὸς ἀνδρὶ τελέσσαι, πῶς δή ἔγωγ’... οὐκ ὄφελον Τρώεσσι κακὰ ῥάψαι; ἀφοῦ τῷ ὄντι θνητὸς ἄνθρωπος φροντίζει νὰ βλάψῃ τὸν ὅμοιόν του, πῶς λοιπὸν ἐγὼ νὰ μή..., Ἰλ. Σ. 362· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἐμέλλετ’ ἆρα πάντες ἀνασείειν βοήν, τὸ ἐνόμιζα ὅτι ὅλοι σας θὰ ἐκάμνετε βοήν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 347. ΙΙΙ. δηλῶ ἁπλῶς σκοπὸν ἢ πρόθεσιν, πάντοτε σκοπεύω νὰ πράξω τι χωρὶς νὰ πράττω αὐτὸ ποτέ, ἑπομένως, βραδύνω, ἀναβάλλω, διστάζω, ἀργοπορῶ, μόνον παρ’ Ἀττ. οἱ ὁποῖοι ἔχουσι καὶ μέσον τύπον μέλλομαι ἀκριβῶς μετὰ τῆς σημασίας τοῦ ἐνεργ. (ἴδε κατωτ. 6. ἐν τέλ.) ἐπὶ ταύτης δὲ τῆς ἐννοίας ἀείποτε συντάσσεται μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ., τί μέλλετε... στορνύναι; Αἰσχύλ. Ἀγ. 908, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 678, Ο. Κ. 1627, κτλ.· συχνάκις μετὰ τοῦ μὴ οὐ, Αἰσχύλ. Πρ. 627, Σοφ. Αἴ. 540, Ἀριστοφ. Ἀχ. 319· μετὰ τοῦ μή, τί μέλλομεν... μὴ πράσσειν; Εὐρ. Ἡρακλ. 1209· - ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας σπανίως μετ’ ἀπαρ. ἀορ., Εὐρ. Φοίν. 300, Ρῆσ. 673· οὐδέποτε δὲ μετὰ μέλλοντος, Ἔλμσλ. καὶ Ἕρμανν. εἰς Εὐρ. Μήδ. 1209· - ἀλλὰ τὸ ἀπαρέμφ. συχνάκις παραλείπεται, τί μέλλεις; τί βραδύνεις; τί ἀργοπορεῖς; Αἰσχύλ. Πρ. 36, πρβλ. Πέρσ. 407, Ἀγ. 908, 1353, Θουκ. 8. 78, κτλ.· τί μέλλετε; Σοφ. Ἀποσπ. 776· μακρὰ μ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 219· μέλλον τι... ἔπος, λόγος ὃν διστάζει τις νὰ εἴπῃ, Εὐριπ. Ἴων 1002. IV. μέλλω συχνάκις εὕρηται ἄνευ τοῦ ἀπαρεμφ., ὅτε τὸ ρῆμα ἀμέσως προηγεῖται ἢ ἕπεται, τὸν υἱὸν ἐόρακας αὐτοῦ; Ἀπόκρ. τί δ’ οὐ μέλλω; διὰ τί νὰ μὴ τὸν [ἔχω ἰδεῖ]; ἤ: «πῶς ὄχι;» δηλ. βεβαίως τὸν ἔχω ἰδεῖ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 6· τί δ’ οὐ μέλλει, εἴπερ γε δρᾷ αὐτό; Πλάτ. Πολ. 605C· οὕτω, πῶς γὰρ οὐ μέλλει; ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 78Β, κτλ.· ἀλλὰ τί μέλλω; ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 349D, Ἱππ. Ἐλάττ. 373D· οὕτω καὶ [τὰ μὲν] πάσχουσι, τὰ δὲ μέλλουσι [πάσχειν] Αἰσχύλ. Πέρσ. 814, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 551· οὐδέν... οὐδὲ ἐπάθετε οὐδὲ ἐμελλήσατε Θουκ. 3. 55· οὔτ’ ἐμὲ ἀπέφηνεν ἡ βουλὴ οὔτ’ ἐμέλλησεν Δείναρχ. 96. 26, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 148Ε, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 23. - Οὕτως ἐνίοτε τὸ μέλλω φαίνεται συντασσόμενον μετ’ αἰτ., ἥτις ὅμως πράγματι ἀποδίδοται εἰς τὸ παραλειπόμενον ἀπαρέμφ., τὸ μέλλειν ἀγαθὰ (ἐξυπ. πράσσειν), ἡ προσδοκία καλῶν πραγμάτων, Εὐριπ. Ὀρ. 1182, πρβλ. Ι. Α. 1118· - ἐντεῦθεν ἡ μετοχὴ μέλλων κεῖται συχνάκις ἰδίως παρ’ Ἀττ. ἄνευ τῆς ἀπαρ. (ἔνθα δύναται νὰ ὑπονοηθῇ τὸ εἶναι ἢ γίγνεσθαι), ὁ μ. χρόνος Πινδ. Ο. 10 (11). 9, Αἰσχύλ. Πρ. 838, Πλάτ. Θεαίτ. 178Ε· (παρὰ Γραμμ. ὁ μέλλων εἶναι ὁ ῥηματικὸς τύπος ὁ δηλῶν τὸ μέλλον)· ἡ μ. αὐτοῦ δύναμις, ὁ αὐτ. ἐν. Πολ. 494C: ἰδίως ἐν τῷ οὐδετ., τὸ μέλλον, τὰ μέλλοντα, τὰ μέλλοντα νὰ συμβῶσι, τὸ ἀποτέλεσμα, τὸ συμβησόμενον, Πινδ. Ο. 2. 103, Αἰσχύλ. Πρ. 102, Θουκ. 1. 138., 4. 71, Πλάτ., κλ.· ἀλλὰ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἁπλῶς γενησόμενον (τὸ ἐσόμενον), Ἀριστ. περὶ τῆς Καθ’ ὕπν. μαντικῆς 2, 4, πρβλ. π. Γεν. κ. Φθορ. 2. 11, 2· εἰς τὸ μέλλον (δηλ. ἔτος) Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιγ΄, 9, πρβλ. Πλουτ. Καίσ. 14, Μοῖρ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. νέωτα· - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ., τὰ ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται, τὰ ἰσχυρότατα ὑμῶν ἐπιχειρήματα εἶναι ἐλπίδες τοῦ μέλλοντος, Θουκ. 5. 111· - ἀλλά, V. τὸ μέλλομαι φαίνεται ὡς νὰ εἶναι καὶ πράγματι παθητικόν, ὡς μὴ μέλλοιτο τὰ δέοντα, ὅπως μὴ ἀναβάλλωνται εἰς τὸ μέλλον τὰ δέοντα, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 47· ἐν ὅσῳ ταῦτα μέλλεται, ἐν ὅσῳ ἐξακολουθοῦσιν αἱ ἀναβολαὶ αὗται, Δημ. 50. 23 (κοινῶς: μέλλετε): μετοχ. παρακ. μεμελλημένος μόνον παρὰ Γαλην.
French (Bailly abrégé)
impf. ἔμελλον, att. ἤμελλον, f. μελλήσω, ao. ἐμέλλησα, rar. ἠμέλλησα, pf. inus.
I. être sur le point de : οἰκόνδε νέεσθαι OD être sur le point de retourner dans sa patrie ; δῃώσειν τὴν γῆν THC être sur le point de ravager le territoire ; τι παθεῖν XÉN être sur le point de souffrir qch ; qqf avec l’inf. s.-e. : ὅ τι μέλλετε εὐθὺς πράττετε THC ce que vous êtes sur le point de faire, ou ce que vous avez l’intention de faire, faites-le tout de suite;
II. 1 être en situation de, être destiné à, devoir : ἅ ῥ’ οὐ τελέεσθαι ἔμελλε IL choses qui ne devaient point s’accomplir ; καὶ γὰρ ἐγώ ποτ’ ἔμελλον ἐν ἀνδράσιν ὄλβιος εἶναι OD car j’étais destiné à être heureux parmi les hommes ; τί δ’ οὐκ ἔμελλον (en s.-e. un verbe exprimé précédemment) SOPH pourquoi non ? sans contredit ; χρόνῳ ἔμελλέ σ’ ἀποφθίσαι SOPH avec le temps il devait te faire périr ; en ce sens il équivaut qqf à notre « il se peut que, peut-être » : μέλλεις δὲ σὺ ἴδμεναι OD tu dois le savoir, peut-être le sais-tu;
2 être à venir, devoir arriver : abs. ἔμελλε SOPH cela devait être, cela était à prévoir ; τὸ μέλλον ἔστω SOPH que ce qui doit arriver s’accomplisse ; ὁ μέλλων χρόνος, le temps à venir ; t. de gramm. le futur ; τὸ μέλλον, l’avenir, le temps ou les choses à venir ; t. de gramm. le futur;
III. hésiter, différer, tarder : τί μέλλεις ; ESCHL que tardes-tu ? avec μὴ οὐ : μ. μὴ οὐ SOPH tarder à, différer de ; Pass. τὰ ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται THC vos plus fortes ressources sont des espérances dans l’avenir ; ὡς μὴ μέλλοιτο ἀλλὰ περαίνοιτο τὰ δέοντα XÉN pour que l’on achevât sans différer ce que l’on devait faire.
Étymologie: R. Μερ, attendre ; cf. mora.
English (Autenrieth)
ipf. ἔμελλον, μέλλε: be going or about to do something, foll. by fut. inf., sometimes pres., rarely aor., Ψ 773; μέλλω never means to intend, although intention is of course sometimes implied, τῇ γὰρ ἔμελλε διεξίμεναι πεδίονδε, ‘for by that gate he was going to pass out,’ Il. 6.393; by destiny as it were, of something that was or was not meant to happen, Κύκλωψ, οὐκ ἄρ' ἔμελλες ἀνάλκιδος ἀνδρὸς ἑταίρους | ἔδμεναι, ‘you were not going to eat the comrades of a man unable to defend himself after all,’ i. e. he was no coward whose companions you undertook to eat, and therefore it was not meant that you should eat them with impunity, Od. 9.475, and often similarly. Virtually the same is the usage that calls for must in paraphrasing, οὕτω που Διὶ μέλλει ὑπερμενέϊ φίλον εἶναι, such methinks ‘must’ be the will of Zeus; τὰ δὲ μέλλετ' ἀκουέμεν, ye ‘must’ have heard, Il. 2.116, Il. 14.125, Od. 4.94, Od. 1.232 ; μέλλει μέν πού τις καὶ φίλτερον ἄλλον ὀλέσσαι, ‘may well’ have lost, Il. 24.46.
English (Slater)
μέλλω (μέλλεις, -ει; μέλλων, -οντα, -οντες, -όντων, -ον acc.: impf. μέλλεν.)
a abs., be about to be “χὤ τι μέλλει, χὠπόθεν ἔσσεται, εὖ καθορᾷς” (P. 9.49) esp. part., future, μέλλον ἔντειλεν φυλάξασθαι χρέος παισὶν φίλοις (O. 7.40) ἕκαθεν δ' ἐπελθὼν ὁ μέλλων χρόνος (Schadewaldt, 273̆{2}: contra Wil., “Zeit des Zögerns”) (O. 10.7) τῶν δὲ μελλόντων τετύφλωνται φραδαί (O. 12.9) σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῖον ἄνεμον ἔμαθον (N. 7.17)
b be about to, intend
a c. aor. inf. Ζεὺς ἄμπαλον μέλλεν θέμεν (O. 7.61) Ἰλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῦξαι (O. 8.32) “καὶ μέλλεις ὑπὲρ πόντου Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαι” (P. 9.52)
II c. pres. inf. ἄνδρα ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν (O. 8.64)
English (Abbott-Smith)
μέλλω, [in LXX: Jb 3:8 (עָתִיד) 19:25 (אַחֲרוֹן); elsewhere for fut., and freq. in Wi, II, IV Mac;]
to be about to be or do;
1.c. inf. (Bl., §62, 4; 68, 2; M, Pr., 114);
(a)of intending or being about to do ofone's own free will: c. inf. praes., Mt 2:13, Lk 10:1, Ac 3:3 5:35, He 8:5, II Pe 1:12 (Field, Notes, 240), al.; c. inf. aor. (Bl., §58, 3), Ac 12:6, Re 3:16;
(b)of compulsion, necessity or certainty: c. inf. praes., Mt 16:27, Lk 9:31, Jo 6:71, Ro 4:24, al.; c. inf. aor., Ro 8:18, Ga 3:23, Re 3:2 12:4.
2.Ptcp., ὁ μέλλων: absol., Ro 8:38, I Co 3:22; τὰ μ., Col 2:17; εἰς τὸ μ. (Field, Notes, 65); c. subst., Mt 3:7 12:32 (ὁ αἰὼν ὁ μ.; LXX for עַד), Ac 24:25, I Ti 4:8, He 2:5, al.
English (Strong)
a strengthened form of μέλω (through the idea of expectation); to intend, i.e. be about to be, do, or suffer something (of persons or things, especially events; in the sense of purpose, duty, necessity, probability, possibility, or hesitation): about, after that, be (almost), (that which is, things, + which was for) to come, intend, was to (be), mean, mind, be at the point, (be) ready, + return, shall (begin), (which, that) should (after, afterwards, hereafter) tarry, which was for, will, would, be yet.
English (Thayer)
future μελλήσω (L T Tr WH in ἔμελλον (so all editions in T WH); R G); T); L Tr); R present); L Tr)) and ἤμελλον (so all editions in R G); R G L); R G); R G T); L); cf. references under the word βούλομαι, at the beginning and Rutherford's note on Babrius 7,15), to be about to do anything; so:
1. the participle, ὁ μέλλων, absolutely: τά μέλλοντα and τά ἐνεστῶτα are contrasted, εἰς τό μέλλον, for the future, hereafter, εἰς, A. II:2 (where Grimm supplies ἔτος)); τά μέλλοντα, things future, things to come, i. e., according to the context, the more perfect state of things which will exist in the αἰών μέλλων, ὁ αἰών ὁ μέλλων, ζωῆς τῆς νῦν καί τῆς μελλούσης, τήν οἰκουμένην τήν μέλλουσαν, τῆς μελλούσης ὀργῆς τό κρίμα τό μέλλον, πόλις, τά μέλλοντα ἀγαθά, L Tr marginal reading WH text γενομένων); τοῦ μέλλοντος namely, Ἀδάμ, i. e. the Messiah, Winer s Grammar, 333 f (313); Buttmann, § 140,2), a. to be on the point of doing or suffering something: with an infinitive present, ἤμελλεν ἑαυτόν ἀναιρεῖν, τελευτᾶν, ἀποθνῄσκειν, to intend, have in mind, think to: with an infinitive present, L T Tr WH); Homer down; cf. Winer s Grammar, 333 f (313 f); Lob. ad Phryn., p. 745ff; (but see Rutherford, New Phryn., p. 420ff)): L T WH; βαλεῖν R G); ἔσεσθαι, R G.
c. as in Greek writings from Homer down, of those things which will come to pass (or which one will do or suffer) by fixed necessity or divine appointment (German sollen (are to be, destined to be, etc.)); with present infinitive active: ἡλιάς ὁ μέλλων ἔρχεσθαι, ὁ μέλλων λυτροῦσθαι, κρίνειν, WH marginal reading κρῖναι); with present infinitive passive: Tdf. γενέσθαι); τῆς μελλούσης ἀποκαλύπτεσθαι δόξης, τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι, τήν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι, ἔσεσθαι, to delay: τί μέλλεις; Aeschylus Prom. 36; τί μέλλετε; Euripides, Hec. 1094; Lucian, dial. mort. 10,13, and often in secular authors; 4 Maccabees 6:23; 9:1).
Greek Monolingual
(ΑM μέλλω)
1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.)
2. (το γ' εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε
πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να...
β) έμελλε
ήταν μοιραίο
γ) μέλλεται
είναι γραφτό, είναι πεπρωμένο
3. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) μέλλων, -ουσα, -ον
μελλοντικός
4. (το αρσ. και το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. μέλλοντας και μέλλον
νεοελλ.
παροιμ. α) «όπου του μέλλει να πνιγεί ποτέ του δεν πεθαίνει» — εάν είναι μοιραίο να έχει κάποιος αιφνίδιο και επώδυνο θάνατο, δεν πεθαίνει από συνήθεις ασθένειες
β) «ό,τι μέλλει δεν ξεμέλλει και ό,τι γράφει δεν ξεγράφει» — ό,τι είναι μοιραίο να πάθει κάποιος δεν μπορεί να το αποφύγει
μσν.
αναμένω, περιμένω
μσν.-αρχ.
είμαι προορισμένος από τη μοίρα να πράξω ή να υποστώ κάτι («ἔμελλον ἄρα παύσειν ποθ' ὑμᾱς τοῡ κοάξ», Αριστοφ.)
αρχ.
1. οφείλω σύμφωνα με το δίκαιο να κάνω κάτι («καὶ λίην σέ γ' ἔμελλε κιχήσεσθαι κακὰ ἔργα», Ομ. Οδ.)
2. (για δήλωση συμπεράσματος που εξάγεται εκ τών προτέρων) συμπεραίνω ύστερα από σκέψη ότι θα γίνει κάτι (α. «μέλλω που ἀπέχθεσθαι Διὶ πατρί», Ομ. Ιλ.
β. «κελευσέμεναι δὲ σ' ἔμελλε δαίμων», Ομ. Οδ.)
3. (για δήλωση μεγάλης πιθανότητας στο παρόν) νομίζω, υποθέτω, μού φαίνεται πιθανό («ἐμέλλετ' ἆρ ἅπαντες ἀνασείειν βοήν», Αριστοφ.)
4. χρονοτριβώ, αναβάλλω, καθυστερώ («τοὺς ξυμμάχους... οὐ μελλήσομεν τιμωρεῑν», Θουκ.)
5. φρ. α) «τί οὐ μέλλω;» ή «τί μέλλει;» — βεβαίως, ναι, πράγματι, τί νόμιζες; β) «μέλλων σφυγμός» — αραιός σφυγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. μέλλω ανάγεται πιθ. σε τ. μελ-γο (< ΙΕ ρίζα mel- «διστάζω, αργώ») και συνδέεται πιθ. με τα λατ. prō-mellere «αναβάλλω μια δίκη» και αρχ. ιρλδ. mall «αργός, οκνηρός». Κατ' άλλους, η λ. ανάγεται σε μέλος «φροντίδα», οπότε συνδέεται με την οικογένεια του μέλω. Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με τους τ. μολεῖν «έρχομαι», «πορεύομαι», ενώ είναι αμφίβολη και προβληματική η σύνδεση της με τη λ. μέλος και το λατ. molior «κινώ, παρακινώ». Η αρχική σημ. του ρήματος είναι «προορίζομαι, προτίθεμαι», ενώ η τοποθέτηση της πρόθεσης στο μέλλον και η μελλοντική χροιά που έλαβε το ρ. οφείλεται σε λόγους καθαρά εμφατικούς (ειδικά όταν πρόκειται για το πεπρωμένο). Η σημασία «διστάζω, αργώ» είναι υστερογενής.
ΠΑΡ. αρχ. μέλλημα, μέλλησις, μελλησμός, μελληστής, μελλητής, μελλώ
μσν.
μέλλησμα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μελλόγαμπρος, μελλόγαμος, μελλοθάνατος, μελλόνυμφος
αρχ.
μελλάρχων, μελλέβιος, μελλείρην, μελλέπταρμος, μελλέφηβος, μελλιέρη, μελλογραμματεύς, μελλογυμνασίαρχος, μελλοδειπνικός, μελλολέων, μελλονικιώ, μελλονυμφίος, μελλόπαις, μελλόπλουτος, μελλόποσις, μελλοπρόεδρος, μελλοπρύτανις, μελλοφωτιστής, μελλυμέναιος
μσν.
μελλοβασιλεύς, μελλοκυρία, μελλοπατρίκιος, μελλοπεθερά, μελλοφανής. (Β' συνθετικό) αρχ. αντεπιμέλλω, αντιμέλλω, διαμέλλω, καταμέλλω.