κομίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(21)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κομίζω]])<br />[[φέρω]], [[μεταφέρω]], [[κουβαλώ]] («[[σφέα]] ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιποιούμαι]] κάποιον («[[οὐδέ]] νυ τον γε [παῑδα] γηράσκοντα [[κομίζω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φιλοξενώ]] («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν», Ανδοκ.)<br /><b>3.</b> [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]] («ἀλλ' εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ' αὐτῆς ἐργα κόμιζε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] [[μαζί]] μου κάποιον ή [[κάτι]] για να του παράσχω [[φροντίδα]] («Ἀμφίμαχον... κόμισαν [[μετὰ]] λαὸν Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σώζω]] («ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] ως [[βραβείο]] ή ως [[λεία]] («χρυσὸν δ' Ἀχιλεὺς ἐκόμισε δαΐφρων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> (για καρπούς) [[συλλέγω]], [[δρέπω]]<br /><b>7.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] από άλλον<br /><b>8.</b> (ενεργ. και μεσ.) πλήττομαι από [[βλήμα]]<br /><b>9.</b> [[εισάγω]] [[κάτι]] σε μια [[χώρα]]<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με [[τέχνη]], [[επιστήμη]], [[φιλοσοφία]] <b>κ.λπ.</b>) [[είμαι]] ο [[πρώτος]] [[εισηγητής]], [[μεταδίδω]]<br /><b>11.</b> [[οδηγώ]], [[συνοδεύω]]<br /><b>12.</b> [[επαναφέρω]] κάποιον από την [[εξορία]] ή από τον Άδη<br /><b>13.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[αναλαμβάνω]], [[ανακτώ]] («τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους αὐτοί... ἐκομίσαντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>14.</b> [[παρουσιάζω]] κάποιον ως [[αυθεντία]] («κομίζειν Θεμιστοκλέα», Φιλόδ.)<br /><b>15.</b> [[χορηγώ]], [[προσφέρω]]<br /><b>16.</b> [[διασώζω]] από τη [[λήθη]] («ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλὰ ἔργ' ἐκόμισαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>17.</b> (το ενεργ. και μέσ. συναρτημένα στον λόγο) [[δίνω]] και [[παίρνω]] [[πίσω]] («χθὼν [[πάντα]] κομίζει καὶ [[πάλιν]] κομίζεται», Μέν.)<br /><b>18.</b> <b>μέσ.</b> <i>κομίζομαι</i><br />α) [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]]<br />β) πληρώνομαι, [[εισπράττω]] τα οφειλόμενα<br /><b>19.</b> <b>παθ.</b>. [[ταξιδεύω]] με μεταφορικό [[μέσο]] στην [[ξηρά]] ή στη [[θάλασσα]]<br /><b>20.</b> <b>φρ.</b> «[[κομίζω]] ἐμαυτόν» — [[απέρχομαι]], [[φεύγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρ. του <i>κομῶ</i> / <i>έω</i> «[[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]]» παρεκτεταμένο σε -<i>ίζω</i> ([[πρβλ]] <i>γεμ</i>-<i>ίζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[γέμω]]). Το ρ. [[κομίζω]] είχε αρχικά τη σημ. «[[περιποιούμαι]], [[φροντίζω]]», η οποία εξελίχθηκε στην [[έννοια]] «[[μεταφέρω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κομιστής]], [[κομιστικός]], [[κόμιστρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κομιδή]], [[κομιστήρ]], [[κομιστός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κόμισις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αποκομίζω]], [[διακομίζω]], [[εισκομίζω]], [[εκκομίζω]], [[μετακομίζω]], [[προσκομίζω]], [[συγκομίζω]], [[συναποκομίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανακομίζω]], <i>αντεκομίζω</i>, <i>αντικκομίζω</i>, <i>επεισκομίζω</i>, [[επικομίζω]], [[κατακομίζω]], [[νεκροκομίζω]], [[παρακομίζω]], [[παρεισκομίζω]], [[περικομίζω]], [[προεκκομίζω]], [[προκομίζω]], [[συγκατακομίζω]], [[συμπαρακομίζω]], [[συμπερικομίζω]], [[συνανακομίζω]], [[συνδιακομίζω]], [[συνεισκομίζω]], [[συνεκκομίζω]], [[υπεκκομίζω]], [[υπερκομίζω]]].
|mltxt=(AM [[κομίζω]])<br />[[φέρω]], [[μεταφέρω]], [[κουβαλώ]] («[[σφέα]] ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιποιούμαι]] κάποιον («[[οὐδέ]] νυ τον γε [παῑδα] γηράσκοντα [[κομίζω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φιλοξενώ]] («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν», Ανδοκ.)<br /><b>3.</b> [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]] («ἀλλ' εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ' αὐτῆς ἐργα κόμιζε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] [[μαζί]] μου κάποιον ή [[κάτι]] για να του παράσχω [[φροντίδα]] («Ἀμφίμαχον... κόμισαν [[μετὰ]] λαὸν Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σώζω]] («ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] ως [[βραβείο]] ή ως [[λεία]] («χρυσὸν δ' Ἀχιλεὺς ἐκόμισε δαΐφρων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> (για καρπούς) [[συλλέγω]], [[δρέπω]]<br /><b>7.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] από άλλον<br /><b>8.</b> (ενεργ. και μεσ.) πλήττομαι από [[βλήμα]]<br /><b>9.</b> [[εισάγω]] [[κάτι]] σε μια [[χώρα]]<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με [[τέχνη]], [[επιστήμη]], [[φιλοσοφία]] <b>κ.λπ.</b>) [[είμαι]] ο [[πρώτος]] [[εισηγητής]], [[μεταδίδω]]<br /><b>11.</b> [[οδηγώ]], [[συνοδεύω]]<br /><b>12.</b> [[επαναφέρω]] κάποιον από την [[εξορία]] ή από τον Άδη<br /><b>13.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[αναλαμβάνω]], [[ανακτώ]] («τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους αὐτοί... ἐκομίσαντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>14.</b> [[παρουσιάζω]] κάποιον ως [[αυθεντία]] («κομίζειν Θεμιστοκλέα», Φιλόδ.)<br /><b>15.</b> [[χορηγώ]], [[προσφέρω]]<br /><b>16.</b> [[διασώζω]] από τη [[λήθη]] («ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλὰ ἔργ' ἐκόμισαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>17.</b> (το ενεργ. και μέσ. συναρτημένα στον λόγο) [[δίνω]] και [[παίρνω]] [[πίσω]] («χθὼν [[πάντα]] κομίζει καὶ [[πάλιν]] κομίζεται», Μέν.)<br /><b>18.</b> <b>μέσ.</b> <i>κομίζομαι</i><br />α) [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]]<br />β) πληρώνομαι, [[εισπράττω]] τα οφειλόμενα<br /><b>19.</b> <b>παθ.</b>. [[ταξιδεύω]] με μεταφορικό [[μέσο]] στην [[ξηρά]] ή στη [[θάλασσα]]<br /><b>20.</b> <b>φρ.</b> «[[κομίζω]] ἐμαυτόν» — [[απέρχομαι]], [[φεύγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρ. του <i>κομῶ</i> / <i>έω</i> «[[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]]» παρεκτεταμένο σε -<i>ίζω</i> ([[πρβλ]] <i>γεμ</i>-<i>ίζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[γέμω]]). Το ρ. [[κομίζω]] είχε αρχικά τη σημ. «[[περιποιούμαι]], [[φροντίζω]]», η οποία εξελίχθηκε στην [[έννοια]] «[[μεταφέρω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κομιστής]], [[κομιστικός]], [[κόμιστρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κομιδή]], [[κομιστήρ]], [[κομιστός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κόμισις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αποκομίζω]], [[διακομίζω]], [[εισκομίζω]], [[εκκομίζω]], [[μετακομίζω]], [[προσκομίζω]], [[συγκομίζω]], [[συναποκομίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανακομίζω]], <i>αντεκομίζω</i>, <i>αντικκομίζω</i>, <i>επεισκομίζω</i>, [[επικομίζω]], [[κατακομίζω]], [[νεκροκομίζω]], [[παρακομίζω]], [[παρεισκομίζω]], [[περικομίζω]], [[προεκκομίζω]], [[προκομίζω]], [[συγκατακομίζω]], [[συμπαρακομίζω]], [[συμπερικομίζω]], [[συνανακομίζω]], [[συνδιακομίζω]], [[συνεισκομίζω]], [[συνεκκομίζω]], [[υπεκκομίζω]], [[υπερκομίζω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κομίζω:''' μέλ. [[κομιῶ]], [[έπειτα]] <i>κομίσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκόμισα</i>, Επικ. [[ἐκόμισσα]] ή <i>[[κόμισσα]]</i>, Δωρ. <i>ἐκόμιξα</i>· παρακ. <i>κεκόμικα</i> — Μέσ., μέλ. <i>κομιοῦμαι</i>, Ιων. <i>-ιεῦμαι</i>· αόρ. αʹ <i>ἐκομισάμην</i>, Επικ. <i>ἐκομισσ-</i> ή <i>κομισσ-</i> — Παθ., μέλ <i>-ισθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκομίσθην</i>, παρακ. <i>κεκόμισμαι</i> ([[συχνά]] με Μέσ. [[σημασία]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φροντίζω]], [[προσφέρω]], [[παρέχω]], [[επιμελούμαι]], [[περιποιούμαι]], σε Όμηρ.· [[καλοδέχομαι]], [[ξενίζω]], [[περιποιούμαι]], σε Θουκ.· περισσότερο κοινώς στη Μέσ., σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[ενδιαφέρομαι]], [[παρακολουθώ]], [[νοιάζομαι]], [[υπολογίζω]], στον ίδ. κ.λπ.· [[ἔξω]] κομίζειν πηλοῦ [[πόδα]], [[κρατώ]] το [[πόδι]] μου έξω από τη [[λάσπη]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μεταφέρω]] ώστε να κρατήσω, [[μεταφέρω]] προς [[φύλαξη]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· απλά, [[διασώζω]], [[φυλάω]], <i>τινὰ ἐκ θανάτου</i>, σε Πίνδ.· [[αλλά]], <i>νεκρὸν κ</i>., [[μεταφέρω]] για [[ταφή]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κερδίζω]] σαν [[βραβείο]] ή [[λάφυρο]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ. — Μέσ., [[παίρνω]] για τον εαυτό μου, [[αποκτώ]], [[κερδίζω]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[μεταφέρω]], [[βαστάζω]], [[μεταβιβάζω]], [[διακομίζω]], σε Όμηρ. κ.λπ. — Παθ., μεταφέρομαι, [[ταξιδεύω]] στη [[θάλασσα]] ή στην [[ξηρά]], σε Ηρόδ.· [[εἴσω]] κομίζου, είσελθε, μπες, σε Αισχύλ.· ομοίως στον μέλ. και Μέσ. αόρ. αʹ, <i>κομιεύμεθα ἐς Σῖριν</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[φέρνω]] σε κάποιο [[μέρος]], [[εισάγω]], [[εισφέρω]], <i>καρπὸν κ</i>., κάνω τη [[συγκομιδή]] του σιταριού, στον ίδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ., σε Σοφ.· και Παθ. παρακ. με Μέσ. [[σημασία]], <i>τοὺς καρποὺς κεκόμισθε</i>, έχετε θερίσει τους καρπούς, σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> [[οδηγώ]], [[συνοδεύω]], σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.· κ. [[ναῦς]], σε Θουκ.<br /><b class="num">6.</b> [[επαναφέρω]], [[επιστρέφω]], σε Πίνδ., Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. — Μέσ., [[επιστρέφω]], [[ανακτώ]], σε Ευρ., Θουκ.· <i>κομίζεσθαι χρήματα</i>, [[εξοφλώ]] [[χρέος]], σε Δημ. — Παθ., [[έρχομαι]] ή [[πηγαίνω]] [[πίσω]], [[υποστρέφω]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">7.</b> όπως το Λατ. affeco, [[χορηγώ]], [[προσφέρω]], [[παρέχω]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομίζω Medium diacritics: κομίζω Low diacritics: κομίζω Capitals: ΚΟΜΙΖΩ
Transliteration A: komízō Transliteration B: komizō Transliteration C: komizo Beta Code: komi/zw

English (LSJ)

fut.

   A κομιῶ Od.15.546, Hdt.2.121.γ, Ar.Ec.800, etc.; κομίσω only late, as AP6.41 (Agath.): aor. ἐκόμισα, Ep. ἐκόμισσα Il.13.579, κόμισσα Od.18.322, κόμισα Il.13.196; Dor. ἐκόμιξα Pi.P.4.159: pf. κεκόμικα Hdt.9.115, etc.:—Med., fut. κομιοῦμαι Ar.V.690, Th.1.113, etc.; Ion. -ιεῦμαι, v. infr. 11.4; late κομίσομαι Phalar.Ep.135: aor. ἐκομισάμην Hdt.6.118, etc.; Ep. ἐκομισς- or κομισς-, Od.14.316, Il. 8.284:—Pass., fut. -ισθήσομαι Th.1.52, D.18.301: aor. ἐκομίσθην Hdt.1.31, Th.5.3, etc.: pf. κεκόμισμαι D.18.241: but more freq. in med. sense, v. infr. 11.2: (κομέω):—take care of, provide for, τόν γε γηράσκοντα κομίζω Il.24.541; τόνδε τ' ἐγὼ κομιῶ Od.15.546; ἐμὲ κεῖνος ἐνδυκέως ἐκόμιζε 17.113, etc.; κόμισσε δὲ Πηνελόπεια, παῖδα δὲ ὢς ἀτίταλλε 18.322, cf. 20.68: rare in Trag., A.Ch.262, 344; receive, treat, φιλίως, οὐ πολεμίως κ. Th.3.65 codd.:—more freq. in Med., καί σε . . κομίσσατο ᾧ ἐνὶ οἴκῳ Il.8.284, cf. Od.14.316; Σίντιες . . ἄφαρ κομίσαντο πεσόντα Il.1.594; κομίζεσθαί τινα ἐς τὴν οἰκίαν And.1.127, cf. Is.1.15:—Pass., οὔ τι κομιζόμενός γε θάμιζεν not often was he attended to, Od.8.451.    2 of things, attend, give heed to, τὰ ο' αὐτῆς ἔργα κόμιζε Il.6.490, Od.21.350; κτήματα μὲν . . κομιζέμεν ἐν μεγάροισι 23.355; δῶμα κ., of the mistress of the house, 16.74, etc.; τὸν χρυσόν Hdt.1.153; ἔξω κ. πηλοῦ πόδα keep it out of the mud, A.Ch. 697:—Med., ἔργα κ. Δημήτερος Hes.Op.393; Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν μέτρῳ εὖ κομίσασθαι ἐν ἄγγεσιν store up... ib.600.    II carry away so as to preserve, Ἀμφίμαχον . . κόμισαν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν they carried away his body, Il.13.196 (so in Med., κόμισαί με carry me safe away, 5.359, cf.E.IT774); of things, τὴν δὲ κόμισσε κῆρυξ the herald took up the mantle, that it might not be lost, Il.2.183; [τρυφάλειαν] κόμισαν . . ἑταῖροι 3.378, cf. 13.579; later, simply, save, rescue, ἄνδρ' ἐκ θανάτου Pi.P.3.56; ἄρουραν πατρίαν σφίσιν κόμισον Id.O.2.14; of the dead, νεκρὸν κ. carry out to burial, E.Andr.1264, cf. S.Aj. 1397:—in Med., Is.8.21; also, simply, carry the body home, opp. θάπτω, A.Ch.683, cf. Hdt.4.71.    2 carry off as a prize or booty, χρυσὸν δ' Ἀχιλεὺς ἐκόμισσε Il.2.875; κόμισσα δὲ μώνυχας ἵππους 11.738; τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν four victories they won, Pi. N.2.19; ἔπαινος, ὃν κομίζετον τοῦδ' ἀνδρός S.OC1411:—in Med., Orac. ap. Hdt.1.67:—later freq., get for oneself, acquire, gain, δόξαν ἐσθλήν v.l. in E.Hipp.432; τριώβολον Ar.V.690; τὴν ἀξίαν Pl.R. 615c; τὰ ἆθλα αὐτῆς ib.621d; κ. τί τινος S.OT580; τι παρά τινος Th.1.43; τι ἀπό τινος X.Cyr.1.5.10; gather in, reap, καρπόν Hdt.2.14: pf. Pass. in med. sense, ὑμεῖς τοὺς καρποὺς κεκόμισθε you have reaped the fruits, D.18.231; κεκόμισται χάριν Id.21.171; ὡμολόγει κεκομίσθαι τὴν προῖκα Id.27.14, cf. Is.5.22; simply, receive, ἐνηρόσιον SIG1044.31 (Halic., iv/iii B.C.); ἐπιστολήν PCair.Zen.186 (iii B.C.) ; μισθόν IG42(1).99.24 (Epid., ii B.C.); ἀπ' ἀλλήλων χρείας Phld.D.3Fr. 84.    3 receive a missile in one's body, ἀλλά τις Ἀργείων κόμισε χροΐ (sc. τὸν ἄκοντα) Il.14.456, cf. 463:—Med., ὡς δή μιν σῷ ἐν χροΐ πᾶν κομίσαιο (sc. τὸ ἔγχος) 22.286.    4 carry, convey, κόμισαν δέπας 23.699, cf. Od.13.68, Hdt.5.83, etc.; κομίζοις ἂν σεαυτόν betake thyself, S.Ant.444:—Pass., to be conveyed, journey, travel, by land or sea, Hdt.5.43, etc.; εἴσω κομίζου get thee in, A.Ag.1035, cf. Pr.394; κ. παρά τινα betake oneself to him, Hdt.1.73: in this sense fut. and aor. Med. sts. occur, κομιεύμεθα ἐς Σῖριν Id.8.62; οἳ ἂν κομίσωνται . . ἐς Βαβυλῶνα Id.1.185; ἔξω κομίσασθ' οἴκων E.Tr.167 (lyr.).    5 bring to a place, bring in, introduce, κόμιζέ νύν μοι παῖδα S.Aj.530; import, Pl.R.370e, etc.; ξενικοῦ κομισθέντος νομίσματος Id.Lg.742c; κ. τὴν φιλοσοφίαν εἰς τοὺς Ἕλληνας Isoc.11.28; οἱ κομίσαντες τὴν δόξαν ταύτην Arist.EN1096a17, cf. Metaph.990b2:—in Med., [τὸν ἀνδριάντα] ἐπὶ Δήλιον Hdt.6.118; ποίμνας ἐς δόμους S.Aj.63, cf. Ar.V. 833.    6 conduct, escort, τί μέλλεις κομίζειν δόμων τόνδ' ἔσω; S.OT 678 (lyr.), cf. Ph.841 (hex.), Th.7.29, Pl.Phd.113d, etc.; κ. ἐξ ὀμμάτων γυναῖκα τήνδε take her from my sight, E.Alc.1064; κ. ναῦς Th.2.85; ἄρχοντα Id.8.61.    7 bring back from exile, Pi.P.4.106 (dub.); τεὰν ψυχὰν κ. (from the world below), Id.N.8.44; πάλιν κ. Pl.Phd. 107e, etc.    8 get back, recover, Pi.O.13.59; τέκνων . . κομίσαι δέμας E.Supp.273 (hex.), cf. 495:—Med., get back for oneself, τὸν παῖδα Id.Ba.1225, cf. IT1362; τὴν βασιλείαν Ar.Av.549; τοὺς ἄνδρας Th.1.113, cf. 4.117; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους κ. Id.6.103; τὰ πρέποντα Id.4.98; ἃ νῦν ἀπολαβεῖν οὐ δυνάμεθα διὰ πολέμου, ταῦτα διὰ πρεσβείας ῥᾳδίως κομιούμεθα Isoc.8.22; esp. of money, recover debts, etc., Lys.32.14, And.1.38, D.4.7, etc.; διπλάσια Lys.19.57; τόκους πολλαπλασίους Pl.R.556a, etc.; κ. τιμωρίαν παρά τινος Lys.12.70; κ. τὴν θυγατέρα take back one's daughter (on the death of her husband), Is.8.8.    9 metaph., rescue from oblivion, ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλὰ ἔργ' ἐκόμισαν Pi.N.6.30.    10 bring, give, θράσος . . ἀνδράσι θνῄσκουσι κ. A.Ag. 804 (anap.):—Act. and Med. combined, χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται gives all things and gets them back again, Men.Mon.539, cf. 89, 668.    II cite as an authority, Θεμιστοκλέα Phld.Rh.2.205 S.    12 Medic., extract, remove, Gal.2.632.    III Pass., come or go back, return, Hdt.4.76,al.; ἐκομίσθησαν ἐπ' οἴκου Th.2.33, cf. 73; κομισθεὶς οἴκαδε Pl.R.614b.

German (Pape)

[Seite 1477] (von κομέω), fut. κομίσω, att. κομιῶ, – 1) besorgen, warten, pflegen, mit dem Nöthigen versehen; den Gastfreund, τὸν δέ τ' ἐγὼ κομιῶ, ξενίων δέ οἱ οὐ ποθὴ ἔσται Od. 15, 546; ἃς ἐμὲ κεῖνος ἐνδυκέως ἐκόμιζε 17, 111, vgl. 18, 321 κόμισσε δὲ Πηνελόπεια, παῖδα δὲ ἃς ἀτίταλλε; ernähren, κόμισσε δὲ δῖ' Ἀφροδίτη τυρῷ καὶ μέλιτι 20, 68; pass., οὔτι κομιζόμενός γε θ άμιζεν, er ward nicht oft gepflegt, Homerisch = er ward gar nicht gepflegt, 8, 451; im med., τινά, gastlich bei sich aufnehmen, Il. 8, 284 Od. 14, 316. – Auch von Sachen, besorgen, beschicken; τὰ σαυτῆς ἔργα κόμιζε, ἱστόν τ' ἠλακάτην τε Il. 6, 490 u. wiederholt in der Od.; auch κτήματα κομίζειν, das Vermögen verwalten, Od. 23, 355; im med., ἔργα κομίζεσθαι Δημήτερος Hes. O. 391, die Feldarbeit für sich besorgen, Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν μέτρῳ εὐ κομίσασθαι ἐν ἄγγεσιν, die Feldfrucht nach dem Maaße in Gefäßen wohl aufbewahren, 598; – ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν Pind. N. 5, 31; vgl. Aesch. Ch. 260. 340. – 2) daran reiht sich νεκρὸν κομίζειν, Il. 13, 196, den Todten besorgen, indem man ihn aufnimmt u. wegträgt, damit er nicht in die Hände der Feinde falle, aufhebenn. wegtragen; ῥῖψ' ἐπιδινήσας, er schleuderte den Helm, κόμισαν δ' ἐρίηρες ἑταῖροι, 3, 378; ἀπὸ δὲ χλαῖναν βάλε· τὴν δ' ἐκόμισσε κήρυξ, der Herold nahm das Kleid auf, 2, 183; im med., κόμισαί με, bringe mich weg, bringe mich in Sicherheit, 5, 359; ähnlich Σίντιες ἐκομίσαντο πεσόντα, sie hoben den vom Olymp gestürzten Hephästus auf u. verpflegten ihn bei sich, 1, 594. – Daher davontragen, als Beute, χρυσόν, ἵππους, Il. 2, 875. 11, 738; ἄκοντα κόμισε χροΐ, er trug den Wurfspieß im Leibe davon, bekam einen Wurfspieß in den Leib, 14, 456, vgl. 463; so im med., ἔγχος ἐν χροῒ κομίσασθαι, 22, 286; Pind. τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νί. κας ἐκόμιξαν, N. 2, 19. – 3) übh. tragen, bringen, fortschaffen; Il. 23, 699 Od. 13, 68; ἔξω κομίζων ὀλεθρίου πηλοῦ πόδα Aesch. Ch. 686, den Fuß aus dem Sumpfe tragend, lenkend; θράσος ἀκούσιον ἀνδράσι θνήσκουσι κομίζων Ag. 778; κόμιζε νῦν μοι παῖδα Soph. Ai. 526; τί μέλλεις κομίζειν δόμων τῶνδ' ἔσω O. R. 679; ἔπαινον O. C. 1413; πέμψον ἀμέμπτως, ἔνθ' ἡ μεγάλη Μοῖρα κομίζει, wohin die Parze führt, mitgehen heißt, Phil. 1452; vgl. Plat. Henez. 247 c; süh ren, ἀλλά νιν κομίζετ' εἴσω Soph. Ant. 574; auch κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις, ib. 444; κόμιζε πρὸς θεῶν ἀπ' ὀμμάτων γυναῖκα τήνδε, schaff sie aus den Augen, Eur. Alc. 1064, wie im med., κομίζου δ' ὡς τάχιστ' ἐξ ὀμμάτων, Aesch. Suppl. 927; κομίζουσι τὸν νεκρὸν ἐν ἁμάξῃ ἐς ἄλλο ἔθνος, sie schaffen den Todten auf einem Wagen zu einem andern Volke, Her. 4, 71; ἔδει τὴν μητέρα ζεύγεϊ κομισθῆναι ἐς τὸ ἱρόν 1, 31; ναῦς Thuc. 2, 85. 4, 16; οἷ ὁ δαίμων ἕκαστον κομίζει Plat. Phaed. 113 d; εἷς κεκόμικεν ἀργύριον ἱκανόν Crit. 45 b; auch ὕδατα ἄνω πηγαῖα κομίσας, hinausleiten, Critia. 113 e; ἐξ ἄλλης πόλεως αὐτῇ κομιοῦσιν ὧν δεῖται Rep. II, 370 e; – pass., gebracht werden, kommen, reisen, ziehen, bes. zurückkehren; ὅταν μεταλλάξηταί τις, κομίζεται εἰς τὴν ἀγοράν Pol. 6, 53, 1; πεζῇ κομιζόμενος ἐς Παιονίην Her. 5, 98; öfter im fut. u. aor. med., κομιεύμεθα ἐς Σίριν 8, 62, οἳ ἂν κομίσωνται ἀπὸ τῆσδε τῆς θαλάττης ἐς Βαβυλῶνα 1, 185; ἐκομίσθησαν ἐπ' οἴκου Thuc. 2, 33; ἡμέρας ἐσπείσατο ἐν αἷς εἰκὸς ἦν κομισθῆναι, in denen sie muthmaßlich zurückkehren konnten, 2, 73; κομισθέντα ἐκ Λακεδαίμονος Plat. Legg. I, 629 b; κομισθεὶς οἴκαδε Rep. X, 614 b; Xen. u. Folgde. – Med. für sich fortbringen, sich Etwas verschaffen, sich erwerben; δόξαν ἐσ θλήν Eur. Hipp. 432; τὸ τριώβολον οὐ κομιεῖται Ar. Vesp. 690; σώφρονά τε ἀντὶ αἰσχρᾶς κομίσασθαι χάριν Thuc. 3, 58; τὸ αὐτὸ παρ' ὑμῶν 1, 43; τὴν ἀξίαν ἂν παρὰ θεῶν κομιζοίμεθα Plat. Legg. IV, 718 a, öfter; auch τόκους, Zinsen eintreiben, Rep. VIII, 555 e, wie τόκον παρά τινος Dem. 30, 9; χρήματα Lys. 32, 8, Geld einfordern; ähnl. κομίζεσθαι τιμωρίαν 12, 70; κομισάμενος τὴν θυγατέρα, nachdem ihr Mann gestorben, die Tochter wieder zu sich ins Haus nehmen, Is. 8, 8; anders Eur. Bacch. 1223 I. T. 1362. – Wieder bekommen, wiedererlangen; εἰ μὴ κομιούμεθα τὴν βασιλείαν Ar. Av. 550; so bes. von den Gefallenen, τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους Thuc. 6, 103; auch = Gefangene wiedererhalten, 1, 113; ἃ νῦν ἀπολαβεῖν οὐ δυνάμεθα διὰ πολέμου, ταῦτα διὰ πρεσβείας ῥᾳδίως κομιούμεθα Isocr. 8, 22; Pol. 3, 51, 12 u. A. – Daher = retten, erhalten; im act. bei Pind., ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον Ol. 2, 14, ἐκ θανάτου P. 3, 56, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

κομίζω: μέλλ. κομιῶ, οὐ μόνον παρ’ Ἀττ., ἀλλὰ καὶ ἐν Ὀδ. Ο. 546· κομίσω, μόνον παρὰ μεταγεν., οἷον ἐν Ἀνθ. (ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 768 εἶναι ἀόρ. ὑποτ.)· ― ἀόρ. ἐκόμισα, Ἐπικ. ἐκόμισσα ἢ κόμισσα Ἰλ., Δωρ. ἐκόμιξα Πινδ. Π. 4. 284· ― πρκμ. κεκόμικα Πλάτ., κτλ. ― Μέσ., μέλλ. κομιοῦμαι Ἀριστοφ., Θουκ. κτλ.· Ἰων. -ιεῦμαι (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 4)· μεταγεν. κομίσομαι Φάλαρ.· ― ἀόρ. ἐκομισάμην, Ἐπικ. ἐκομισσ- ἢ κομισσ-, Ὅμ. ― Παθ. μέλλ. -ισθήσομαι Θουκ. 1. 52, Δημ.· ἀόρ. ἐκομίσθην Ἡρόδ., Θουκ., κτλ.· πρκμ. κεκόμισμαι Δημ. 307. 18, ἀλλὰ συχνότερον μὲ μέσ. σημασ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3. (Παθ. ἐκ τῆς √ΚΟΜΙΔJ, ἧς τὸ J ἀπώλετο ἐν τῷ κομιδή, τὸ δὲ δJ ἔγεινε ζ ἐν τῷ κομίζω, ἴδε Ζζ. ΙΙ. 3). Λαμβάνω φροντίδα περί τινος, φροντίζω, ἐπιμελοῦμαι, περιποιοῦμαι, τόν γε γηράσκοντα κομίζω Ἰλ. Ω. 541· τόνδε τ’ ἐγὼ κομιῶ Ὀδ. Ο. 546· ἐμὲ κεῖνος ἐνδυκέως ἐκόμιζε Ρ. 113· κτλ., κόμισσε δὲ Πηνελόπεια, παῖδα δὲ ὣς ἀτίταλλε Σ. 322, πρβλ. Υ. 68· σπάνιον παρ’ Ἀττ., οἷον Αἰσχύλ. Χο. 262, 344· ― δέχομαι φιλίως, ξενίζω, περιποιοῦμαι, Θουκ. 3. 65· κοινότερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, καί σε... κομίσσατο ᾧ ἐνὶ οἴκῳ Ἰλ. Θ. 284, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 316· κομίσασθαί τινα ἐς τὴν οἰκίαν Ἀνδοκ. 16. 37, Ἰσαῖ. 36. 25· ― ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Θ. 451 εἶναι παθ., οὔτι κομιζόμενός γε θάμιζεν, δὲν ἦτο ἀντικείμενον συχνῆς περιποιήσεως. 2) ἐπὶ πραγμάτων, προσέχω εἴς τι, φροντίζω, δίδω προσοχήν, τά σ’ αὐτῆς ἔργα κόμιζε Ἰλ. Ζ. 490, Ὀδ. Φ. 350· κτήματα μὲν... κομιζέμεν ἐν μεγάροισιν Ψ. 355· δῶμα κ. ἐπὶ τῆς οἰκοδεσποίνης, Π. 74, κτλ.· ἔξω κομίζειν πηλοῦ πόδα, τηρεῖν αὐτὸν ἔξω τοῦ βορβόρου, Αἰσχύλ. Χο. 697. ― Μέσ., ἔργα κομίζεσθαι Δημήτερος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 391· Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν... μέτρῳ εὖ κομίσασθαι ἐν ἄγγεσιν, νὰ ἀποθηκεύσῃ τις..., αὐτόθι 598. ΙΙ. κομίζω τι πρὸς φύλαξιν, Ἀμφίμαχον... κόμισαν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν, ἀπεκόμισαν τὸ πτῶμά του, Ἰλ. Ν. 196· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Σίντιες... ἄφαρ κομίσαντο πεσόντα, τὸν παρέλαβον, τὸν ἔφερον εἰς τὸν οἶκόν του, Α. 594· κόμισαί με, παράλαβέ με ἀσφαλῆ, σῶσόν με, Ε. 359, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 774· ― ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, τὴν δ’ ἐκόμισσεν κῆρυξ, ὁ κῆρυξ ἔλαβε καὶ ἐκόμισεν αὐτὴν (τὴν χλαῖναν) διὰ νὰ μὴ χαθῇ, Ἰλ. Β. 183· τρυφάλειαν κόμισαν... ἑταῖροι Γ. 378, πρβλ. Ν. 579· ― παρὰ μεταγεν. ἁπλῶς, σῴζω, ἀπολυτρώνω, διασῴζω, τινὰ ἐκ θανάτου Πινδ. Π. 3. 97, πρβλ. Ν. 8. 76· ἄρουσαν πατρίαν σφίσι κόμισον ὁ αὐτ. Ο. 2. 28· ― νεκρὸν κ., φέρω εἰς ταφήν, (ὡς τὸ ἐκφέρω), Σοφ. Αἴ. 1397, Εὐρ. Ἀνδρ. 1264· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἰσαῖ. 71. 13· ἀλλ’ ἁπλῶς κομίζειν, φέρω τὸ σῶμα εἰς τὸν οἶκον, ἀντίθετ. τῷ θάπτω, Αἰσχύλ. Χο. 683, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 71. 2) δέχομαι, ἀλλά τις Ἀργείων κόμισε χροῒ (δηλ. τὸν ἄκοντα, τουτέστι τὸ ἀκόντιον τοῦ Πανθοίδου), Ἰλ. Ξ. 456, πρβλ. 463· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὡς δή μιν τῷ ἐν χροῒ ἐδέξατο τῷ σώματι πᾶν κομίσαιο (δηλ. τὸ ἔγχος) Χ. 286. 3) ἀποφέρω ὡς βραβεῖον ἢ ὡς λείαν, χρυσὸν δ’ Ἀχιλεὺς ἐκόμισε Β. 875· κόμισσα δὲ μούνυχας ἵππους Λ. 738· τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν, ἐκέρδησαν τέσσαρας νίκας, Πινδ. Ν. 2. 30· ἔπαινος, ὃν κομίζετον τοῦδ’ ἀνδρὸς Σοφ. Ο. Κ. 1411· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67· ― μετέπειτα, συχνάκις ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, λαμβάνω δι’ ἐμαυτόν, λαμβάνω τι πλῆρες, κτῶμαι, κερδαίνῳ, δόξαν ἐσθλὴν Εὐρ. Ἱππ. 432· τριώβολον Ἀριστοφ. Σφ. 690· τὴν ἀξίαν Πλάτ. Πολ. 615Β· τὰ ἆθλα αὐτῆς αὐτόθι 621D· τόκους αὐτόθι 555Ε· κ. τί τινος Σοφ. Ο. Τ. 580· τι παρά τινος Θουκ. 1. 43· τι ἀπό τινος Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10· καὶ παθ. πρκμ. μὲ μέσ. σημασ., ὑμεῖς τοὺς καρποὺς κεκόμισθε, ἔχετε θερίσῃ τοὺς καρπούς, Δημ. 304. 26· κεκόμισται χάριν 569. 27· ὡμολόγει κεκομίσθαι τὴν προῖκα 818. 1, πρβλ. Θουκ. 8. 61, Ἰσαῖ 53. 6. 4) φέρω, μεταφέρω, βαστάζω, κόμισαν δέπας Ἰλ. Ψ. 699, πρβλ. Ὀδ. Ν. 68, Ἡρόδ., κτλ.· κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις, δύνασαι ν’ ἀπέλθῃς ὅπου θέλεις, Σοφ. Ἀντ. 444. ― Παθ., μεταφέρομαι, ταξειδεύω διὰ ξηρᾶς ἢ διὰ θαλάσσης, Ἡρόδ. 5. 43, κτλ.· εἴσω κομίζου, εἴσελθε, ἔμβαινε, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1035· κ. παρά τινα, προστρέχω, καταφεύγω εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 73· ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ἀπαντῶσιν ἐνίοτε ὁ μέσ. μέλλ. καὶ ἀόρ., κομιεύμεθα ἐς Σίριν Ἡρόδ. 8. 62· οἳ ἂν κομίσωνται... ἐς Βαβυλῶνα ὁ αὐτ. 1. 185· ἔξω κομίσασθ’ οἴκων Εὐρ. Τρῳ. 167. 5) φέρω εἴς τινα τόπον, εἰσφέρω, εἰσάγω, κόμιζε νῦν μοι παῖδα Σοφ. Αἴ. 530, πρβλ. Ἀντ. 444, Πλάτ. Πολ. 370Ε, καρπὸν κ., συγκομίζω τὸν σῖτον (πρβλ. κομιδὴ ΙΙ), Ἡρόδ. 2. 14· ξενικὸν νόμισμα κ., εἰσάγω, Πλάτ. Νόμ. 742Β· οὕτω, κ. τὴν φιλοσοφίαν εἰς τοὺς Ἕλληνας Ἰσοκρ. 227Α· οἱ κομίσαντες τὴν δόξαν ταύτην Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 6, 2, πρβλ. Μεταφ. 1. 9, 1· ― καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τὸ ἄγαλμα ἐπὶ Δήλιον Ἡρόδ. 6. 118· ποίμνας ἐς δόμους Σοφ. Αἴ. 63, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 833. 6) ὁδηγῶ, συνοδεύω, τί μέλλεις κομίζειν δόμων τόνδ’ ἔσω; Σοφ. Ο. Τ. 678, πρβλ. Φιλ. 841, Πλάτ. Φαίδων 113D, κτλ.· κ. αὐτὴν ἐξ ὀμμάτων, ἐξάγαγε αὐτὴν ἀπ’ ἔμπροσθέν μου, Εὐρ. Ἄλκ. 1064· κ. ναῦς Θουκ. 2. 85, κτλ. 7) ἐπανάγω ἐκ τῆς ἐξορίας, Πινδ. Π. 4. 188· τεὰν ψυχὰν κ. (ἐκ τοῦ κάτω κόσμου), ὁ αὐτ. Ν. 8. 75. 8) ἀνακτῶμαι, ὁ αὐτ. Ο. 13. 82· τέκνων... κομίσαι δέμας Εὐρ. Ἱκέτ. 273, πρβλ. 495· καὶ παρὰ πεζογράφοις, πάλιν κ. Πλάτ. Φαίδων 107Ε, κτλ. ― Μέσ., ἀνακτῶμαι, λαμβάνω ὀπίσω, τὸν παῖδα Εὐρ. Βάκχ. 1225, πρβλ. Ι. Τ. 1362· τὴν βασιλείαν Ἀριστοφ. Ὄρν. 549· τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους κομίζεσθαι Θουκ. 1. 113, πρβλ. 4. 117., 6. 103· κομίζομαι χρήματα, πληρώνομαι χρέος, Λυσ. παρὰ Διογ. 910, Ἀνδοκ. 6. 11, Δημ. 42. 13, κτλ.· τόκους Πλάτ. Πολ. 555Ε, κτλ.· οὕτω, κ. τιμωρίαν παρά τινος Λυσ. 126. 34· κομίζεσθαι τὴν θυγατέρα, λαμβάνω ὀπίσω τὴν θυγατέρα μου (μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀνδρός της), Ἰσαῖ. 69. 30, ἴδε κατωτ. 9. ― Παθ., ἔρχομαιὑπάγω ὀπίσω, ὑποστρέφω, συχνὸν παρ’ Ἡροδότῳ, Ξεν., κτλ.· ἐκομίσθησαν ἐπ’ οἴκου Θουκ. 2. 33, πρβλ. 73· κομισθεὶς οἴκαδε Πλάτ. Πολ. 614Β. 9) μεταφ., προφυλάττω ἐκ τῆς λήθης, ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλὰ ἔργ’ ἐκόμισαν Πινδ. Ν. 6. 52. 10) ὡς τὸ Λατ. affero, χορηγῶ, προσφέρω, παρέχω, θράσος... ἀνδράσι θνήσκουσι κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 804· ― τὸ ἐνεργ. καὶ μέσ. συνδυάζονται, χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται, παρέχει τὰ πάντα καὶ πάλιν τὰ λαμβάνει ὀπίσω, Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 539, πρβλ. 89, 668.

French (Bailly abrégé)

f. κομιῶ, ao. ἐκόμισα, pf. κεκόμικα;
I. prendre soin de, d’où
1 soigner avec sollicitude ; particul. nourrir, élever;
2 introduire (dans la ville);
3 donner des soins à, s’occuper activement de : δῶμα OD des soins de la maison;
II. p. suite
1 emporter pour mettre en lieu sur : νεκρόν IL un mort (pour le soustraire à l’ennemi) ; χλαῖναν IL ramasser un manteau pour qu’il ne soit pas perdu;
2 emporter (pour déposer en terre ou pour porter au bûcher);
III. p. ext. ;
1 emporter sur soi : χροῒ ἄκοντα IL un javelot enfoncé dans la peau;
2 emporter ou emmener avec soi comme butin : χρυσόν IL, ἵππους IL de l’or, des chevaux ; ἔπαινον SOPH obtenir de la gloire;
3 emmener, transporter (par terre ou par mer), conduire, accompagner;
4 apporter, amener, introduire : τινα SOPH amener qqn ; τὴν φιλοσοφίαν εἰς τοὺς Ἕλληνας ISOCR introduire la philosophie chez les Grecs ; θράσος τινὶ κ. ESCHL donner du courage à qqn;
IV. ramener (des enfers, de l’exil, etc.) ; Pass. revenir : ἐπ’ οἴκου THC ou οἴκαδε PLAT chez soi;
Moy. κομίζομαι;
A. tr. I. prendre soin de ; accueillir, donner l’hospitalité à : τινα ᾧ ἐνὶ οἴκῳ IL à qqn dans sa maison;
II. emporter pour mettre à l’abri : τινα, qqn;
III. 1 emporter sur soi : ἔγχος ἐν χροΐ IL recevoir une javeline dans le corps;
2 emporter avec soi ; remporter, gagner, obtenir ; καρπὸν ἀπό τινος XÉN recueillir le fruit de qch ; δόξαν EUR obtenir de la gloire ; χάριν THC recueillir de la reconnaissance ; τινα οἰκεῖον ISOCR faire de qqn son familier, se concilier l’amitié de qqn;
3 transporter : τὸ ἄγαλμα ἐπὶ Δήλιον HDT la statue à Dèlion ; ποίμνας ἐς δόμους SOPH emmener les troupeaux dans sa demeure;
4 recouvrer : τοὺς νεκρούς THC ramasser ses morts (pendant une trêve) ; recevoir de l’argent dû, recouvrer une dette, τί τινος;
B. intr. se transporter : ἐς Βαβυλῶνα HDT à Babylone ; παρά τινα HDT auprès de qqn.
Étymologie: κόμη.

English (Autenrieth)

(κομέω), fut. κομιῶ, aor. κόμισσα, (ἐ)κόμισε, mid. aor. (ἐ)κομίσσατο, κομίσαντο: I. act. (1) wait upon, attend, care for, esp. entertain as guest, Od. 10.73, Od. 17.113, cf. 111; of feeling (τινά τινι), Od. 20.69; pass., Od. 8.451.—(2) take or bring away to be cared for, fetch, convey, Il. 2.183, Il. 3.378, Il. 11.738, Il. 13.196, Il. 23.699, Od. 13.68.—II. mid., take to one's care, entertain hospitably, take or convey home or to oneself, Il. 5.359, Il. 8.284, Od. 14.316, Il. 1.594, Od. 6.268; of carrying off a spear in one's body, Il. 22.286.

English (Slater)

κομίζω (κόμιζε; κομίζων, -οντες: impf. κόμιζε(ν): aor. ἐκόμιξαν, ἐκόμᾰσαν; κόμᾰσον; κομίξαις; κομίξαι, κομᾰσαι.)
   a bring, carry back τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες (O. 13.59) ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι ἤδη ἁλωκότα (P. 3.56) “κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι Φρίξος” (P. 4.159) σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν sc. Achilles (N. 3.48) ξανθῷ Μενέλᾳ δάμαρτα κομίσαι θοαῖς ἂν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαὶ πρὸς Ἴλου πόλιν (sc. Αἴαντα) (N. 7.28) ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν (N. 8.44) fig., τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν (N. 2.19)
   b preserve Αἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε (P. 8.99) παροιχομένων γὰρ ἀνέρων, ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν (Tricl.: ἐκόμιξαν codd.) (N. 6.30) “ἱκόμαν οἴκαδ, ἀρχαίαν κομίζων πατρὸς ἐμοῦ τιμάν” (ἀρχὰν ἀγκομίζων coni. Chaeris) (P. 4.106) add. pr. adj. εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει (O. 2.14) ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις ὅλον δίφρον κομίξαις (P. 5.51)

English (Strong)

from a primary komeo (to tend, i.e. take care of); properly, to provide for, i.e. (by implication) to carry off (as if from harm; genitive case obtain): bring, receive.

English (Thayer)

1st aorist participle feminine κομίσασα; middle, present participle κομιζόμενος; 1future κομίσομαι (L T Tr WH; L text WH) and Attic κομιοῦμαι (R G L marginal reading T Tr; (R G); WH s Appendix, p. 163 f); Buttmann, 37 (33); (Winer s Grammar, § 13,1c.; Veitch, under the word)), participle κομιουμενος (WH Tr marginal reading ἀδικούμενοι; see ἀδικέω, 2b.)); 1st aorist ἐκομισάμην,(l Buttmann, § 135,1); rare in the Sept., but in Greek writings from Homer down, frequent in various senses;
1. to care for, take care of, provide for.
2. to take up or carry away in order to care for and preserve.
3. universally, to carry away, bear off.
4. to carry, bear, bring to: once so in the N. T., viz. ἀλάβαστρον, to carry away for oneself; to carry off what is one's own, to bring back; i. e.
a. to receive, obtain: τήν ἐπαγγελίαν, the promised blessing, τάς ἐπαγγελίας L; so T Tr WH in σωτηρίαν ψυχῶν, τῆς δόξης στέφανον, μισθόν ἀδικίας, τόν ἄξιον τῆς δυσσεβείας μισθόν, δόξαν ἐσθλην (others, καρπίζεται), Euripides, Hipp. 432; τήν ἀξίαν παρά θεῶν, Plato, legg. 4, p. 718a., and other examples elsewhere).
b. to receive what was previously one's own, to get back, receive back, recover: τό ἐμόν σύν τόκῳ, τόν ἀδελφόν ἀνυβριστον, Philo de Josepho § 35; οἱ δέ παῥ ἐλπίδας ἑαυτούς κεκομίσμενοι t, having received each other back, been restored to each other, contrary to their expectations, of Abraham and Isaac after the sacrifice of the latter had been prevented by God, Josephus, Antiquities 1,13, 4; τήν ἀδελφήν, Euripides, Iph. T. 1362; used of the recovery of hostages, captives, etc., Thucydides 1,113; Polybius 1,83, 8; 3,51, 12; 3,40,10; the city and temple, Polybius; τήν βασιλείαν, Aristophanes an. 549; τήν πατρῴαν ἀρχήν, Josephus, Antiquities 13,4, 1). Since in the rewards and punishments of deeds, the deeds themselves are as it were requited and so given back to their authors, the meaning is obvious when one is said κομίζεσθαι that which he has done, i. e. either the reward or the punishment of the deed (Winer's Grammar, 620f (576)): παρά κυρίου added, ἁμαριταν, ἕκαστος, καθώς ἐποίησε, κομειται, the Epistle of Barnabas 4,12 [ET]). (Compare: ἐκκομίζω, συγκομίζω.)

Greek Monolingual

(AM κομίζω)
φέρω, μεταφέρω, κουβαλώσφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.)
αρχ.
1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τον γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.)
2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν», Ανδοκ.)
3. φροντίζω, μεριμνώ («ἀλλ' εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ' αὐτῆς ἐργα κόμιζε», Ομ. Ιλ.)
3. παίρνω μαζί μου κάποιον ή κάτι για να του παράσχω φροντίδα («Ἀμφίμαχον... κόμισαν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.)
4. σώζω («ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι», Πίνδ.)
5. παίρνω κάτι ως βραβείο ή ως λεία («χρυσὸν δ' Ἀχιλεὺς ἐκόμισε δαΐφρων», Ομ. Ιλ.)
6. (για καρπούς) συλλέγω, δρέπω
7. δέχομαι κάτι από άλλον
8. (ενεργ. και μεσ.) πλήττομαι από βλήμα
9. εισάγω κάτι σε μια χώρα
10. μτφ. (σχετικά με τέχνη, επιστήμη, φιλοσοφία κ.λπ.) είμαι ο πρώτος εισηγητής, μεταδίδω
11. οδηγώ, συνοδεύω
12. επαναφέρω κάποιον από την εξορία ή από τον Άδη
13. (ενεργ. και μέσ.) αναλαμβάνω, ανακτώ («τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους αὐτοί... ἐκομίσαντο», Θουκ.)
14. παρουσιάζω κάποιον ως αυθεντία («κομίζειν Θεμιστοκλέα», Φιλόδ.)
15. χορηγώ, προσφέρω
16. διασώζω από τη λήθη («ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλὰ ἔργ' ἐκόμισαν», Πίνδ.)
17. (το ενεργ. και μέσ. συναρτημένα στον λόγο) δίνω και παίρνω πίσω («χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται», Μέν.)
18. μέσ. κομίζομαι
α) επανέρχομαι, επιστρέφω
β) πληρώνομαι, εισπράττω τα οφειλόμενα
19. παθ.. ταξιδεύω με μεταφορικό μέσο στην ξηρά ή στη θάλασσα
20. φρ. «κομίζω ἐμαυτόν» — απέρχομαι, φεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρ. του κομῶ / έω «φροντίζω, περιποιούμαι» παρεκτεταμένο σε -ίζω (πρβλ γεμ-ίζω < γέμω). Το ρ. κομίζω είχε αρχικά τη σημ. «περιποιούμαι, φροντίζω», η οποία εξελίχθηκε στην έννοια «μεταφέρω».
ΠΑΡ. κομιστής, κομιστικός, κόμιστρο
αρχ.
κομιδή, κομιστήρ, κομιστός
μσν.
κόμισις.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αποκομίζω, διακομίζω, εισκομίζω, εκκομίζω, μετακομίζω, προσκομίζω, συγκομίζω, συναποκομίζω
αρχ.
ανακομίζω, αντεκομίζω, αντικκομίζω, επεισκομίζω, επικομίζω, κατακομίζω, νεκροκομίζω, παρακομίζω, παρεισκομίζω, περικομίζω, προεκκομίζω, προκομίζω, συγκατακομίζω, συμπαρακομίζω, συμπερικομίζω, συνανακομίζω, συνδιακομίζω, συνεισκομίζω, συνεκκομίζω, υπεκκομίζω, υπερκομίζω].

Greek Monotonic

κομίζω: μέλ. κομιῶ, έπειτα κομίσω, αόρ. αʹ ἐκόμισα, Επικ. ἐκόμισσα ή κόμισσα, Δωρ. ἐκόμιξα· παρακ. κεκόμικα — Μέσ., μέλ. κομιοῦμαι, Ιων. -ιεῦμαι· αόρ. αʹ ἐκομισάμην, Επικ. ἐκομισσ- ή κομισσ- — Παθ., μέλ -ισθήσομαι, αόρ. αʹ ἐκομίσθην, παρακ. κεκόμισμαι (συχνά με Μέσ. σημασία
I. 1. φροντίζω, προσφέρω, παρέχω, επιμελούμαι, περιποιούμαι, σε Όμηρ.· καλοδέχομαι, ξενίζω, περιποιούμαι, σε Θουκ.· περισσότερο κοινώς στη Μέσ., σε Όμηρ.
2. λέγεται για πράγματα, ενδιαφέρομαι, παρακολουθώ, νοιάζομαι, υπολογίζω, στον ίδ. κ.λπ.· ἔξω κομίζειν πηλοῦ πόδα, κρατώ το πόδι μου έξω από τη λάσπη, σε Αισχύλ.
II. 1. μεταφέρω ώστε να κρατήσω, μεταφέρω προς φύλαξη, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· απλά, διασώζω, φυλάω, τινὰ ἐκ θανάτου, σε Πίνδ.· αλλά, νεκρὸν κ., μεταφέρω για ταφή, σε Σοφ., Ευρ.
2. κερδίζω σαν βραβείο ή λάφυρο, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ. — Μέσ., παίρνω για τον εαυτό μου, αποκτώ, κερδίζω, σε Σοφ. κ.λπ.
3. μεταφέρω, βαστάζω, μεταβιβάζω, διακομίζω, σε Όμηρ. κ.λπ. — Παθ., μεταφέρομαι, ταξιδεύω στη θάλασσα ή στην ξηρά, σε Ηρόδ.· εἴσω κομίζου, είσελθε, μπες, σε Αισχύλ.· ομοίως στον μέλ. και Μέσ. αόρ. αʹ, κομιεύμεθα ἐς Σῖριν, σε Ηρόδ. κ.λπ.
4. φέρνω σε κάποιο μέρος, εισάγω, εισφέρω, καρπὸν κ., κάνω τη συγκομιδή του σιταριού, στον ίδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ., σε Σοφ.· και Παθ. παρακ. με Μέσ. σημασία, τοὺς καρποὺς κεκόμισθε, έχετε θερίσει τους καρπούς, σε Δημ.
5. οδηγώ, συνοδεύω, σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.· κ. ναῦς, σε Θουκ.
6. επαναφέρω, επιστρέφω, σε Πίνδ., Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. — Μέσ., επιστρέφω, ανακτώ, σε Ευρ., Θουκ.· κομίζεσθαι χρήματα, εξοφλώ χρέος, σε Δημ. — Παθ., έρχομαι ή πηγαίνω πίσω, υποστρέφω, σε Ηρόδ., Αττ.
7. όπως το Λατ. affeco, χορηγώ, προσφέρω, παρέχω, σε Αισχύλ.