σώμα

From LSJ
Revision as of 18:45, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source

Greek Monolingual

το / σῶμα, ΝΜΑ
1. το σύνολο τών μελών και τών οργάνων που απαρτίζουν έναν ζωντανό οργανισμό (α. «έχει αθλητικό σώμα» β. «ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός», ΚΔ
γ. «...τὸ σῶμα μάλα εὔρωστος καὶ ἄλλως φιλόπονος», Ξεν.)
2. το κορμί, η υλική υπόσταση του ανθρώπου, σε αντιδιαστολή προς την ψυχή ή το πνεύμα (α. «είμαι η ψυχή και ντύθηκα το σώμα για να σέ βρω», Παλαμ.
β. «ἀσθενεῑ τὸ σῶμα, ἀσθενεῑ μου καὶ ἡ ψυχή», Παρ. Καν.
γ. «φοβεῑται μὴ ἡ ψυχὴ ὅμως καὶ θειότερον καὶ κάλλιον ὂv τοῦ σώματος προαπολλύηται», Πλάτ.)
3. λείψανο, πτώμα (α. «η πατρική γη θα δεχθεί σε λίγο το σώμα του...» β. «Ἰωσὴφ τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾱτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῡ», ΚΔ
γ. «σῶμα γὰρ... κατελείπομεν ἡμεῑς ἄκλαυτον καὶ ἄθαπτον», Ομ. Οδ.)
4. η μάζα, η ύλη από την οποία αποτελείται ένα αντικείμενο (α. «ο νόμος της πτώσης τών σωμάτων» β. «ὁ λίθος σῶμά ἐστι», Λουκιαν.)
5. μαθημ. σχήμα με τρεις διαστάσεις, στερεό, σε αντιδιαστολή προς το επίπεδο ή την επιφάνεια (α. «στερεά σώματα» β. «σῶμά δέ ἐστι, τὸ τριχῇ διαστατόν, ἤγουν τὸ ἔχον μῆκος καὶ πλάτος καὶ βάθος, ἤτοι πάχος», Δαμασκ.)
6. το ευχαριστιακό σώμα του Χριστού, ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας («λάβετε, φάγετε, τοῡτό ἐστι τὸ σῶμά μου», ΚΔ)
7. το σύνολο της χριστιανικής Εκκλησίας, με τον Χριστό ως κεφαλή και τους αγίους, τον κλήρο και τους πιστούς ως μέλη (α. «οι αιρετικοί αποκόπτονται από το σώμα της Εκκλησίας» β. «τοῡ σώματος τοῦ ἐκκλησιαστικοῡ», Ιωάνν. Χρυσ.
γ. «σῶμα τὴν ἐκκλησίαν καὶ οἶκον θεοῡ ἐκ λίθων ζώντων οἰκοδομούμενον», Ωριγ.)
8. το ουσιώδες μέρος βιβλίου (α. «ποια άποψη υποστηρίζει στο σώμα της διατριβής;» β. «ὡς ἂν μὴ τὸ σῶμα τῆς παρούσης ἡμῑν διακόπτοιτο ἱστορίας», Ευσ.
γ. «ὡς τὸ σῶμα καὶ τὸ ὕφος τῆς προφητείας ὑπαγορεύει», Κλήμ. Αλ.)
9. ανθρώπινη ύπαρξη, άτομο (α. «για να κλαύσετε τα σώματα / που θε να βρει η συμφορά», Σολωμ.
β. «τῶν δ' ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλά σώμαθ' ἡ πειθαρχία», Σοφ.)
νεοελλ.
1. βιολ. το σύνολο τών κυττάρων που αποτελούν τη μάζα ενός φυτού ή ενός ζώου με εξαίρεση τα γεννητικά κύτταρα
2. (φιλοσ.) γενικός χαρακτηρισμός για πράγματα αντιληπτά με τις αισθήσεις
3. μαθημ. το σύνολο τών αριθμών που προκύπτουν από αλγεβρικό αριθμό, όταν αυτός συνδυάζεται προς τους ρητούς συντελεστές με τις τέσσερεις στοιχειώδεις πράξεις
4. το κύριο μέρος ενός συνόλου, σε αντιδιαστολή προς τα άκρα ή τα παραρτήματα («το σώμα της μηχανής»)
5. στρ. α) στρατιωτική δύναμη με δική της διοίκηση (α. «έφιππο σώμα» β. «άτακτα σώματα»)
β) τμήμα στρατού, ιδίως τεχνικών, σε αντιδιαστολή με το όπλο (α. «το σώμα του μηχανικού» β. «το υγειονομικό σώμα»)
6. φρ. α) «ψυχή τε και σώματι» — ολόψυχα, ολοκληρωτικά
β) «σώμα με σώμα» ή «σώμα προς σώμα»
(για μάχη) εκ του συστάδην, με άμεση συμπλοκή με τον εχθρό
γ) «εν σώματι» — όλοι μαζί, με όλα τα μέλη ενός συνόλου
δ) «απλό σώμα»
χημ. άλλη ονομασία του χημικού στοιχείου
ε) «αστρικό σώμα»
αστρον. το ουράνιο σώμα
στ) «ετερόφωτο σώμα»
αστρον. ουράνιο σώμα, χωρίς δικό του φως, που ανακλά το φως του Ηλίου το οποίο προσπίπτει επάνω του
ζ) «ακτινωτό σώμα»
ανατ. μοίρα του αγγειώδους χιτώνα του οφθαλμού με πάρα πολλές προσεκβολές, από τις οποίες αναρτάται ο κρυσταλλοειδής φακός
η) «ραβδωτό σώμα»
ανατ. φαιά μάζα στη βάση του εγκεφάλου του ανθρώπου
θ) «ξένο σώμα» ή αλλότριο σώμα»
i) ιατρ. σώμα που δεν αποτελεί μέρος του οργανισμού αλλά έχει εισέλθει από έξω ή έχει σχηματιστεί μέσα του
ii) (κτην.) αντικείμενο που προσλαμβάνεται μαζί με την τροφή από μυρηκαστικά και το οποίο, όταν είναι αιχμηρό, μπορεί να προκαλέσει τραυματική δικτυοπεριτονίτιδα λόγω μετανάστευσης διά μέσου του πεπτικού σωλήνα προς το διάφραγμα και την καρδιά
ι) «κοκκιώδες σώμα»
ιατρ. ονομασία λευκοκυττάρου μεγάλων διαστάσεων, που είναι γεμάτο με λιπώδεις κοκκιάσεις και απαντά σε αφθονία σε περιπτώσεις βλαβών του νευρικού συστήματος, ιδιαίτερα στην εγκεφαλική μαλάκυνση και σε άλλες εκφυλιστικές διεργασίες
ια) «κεντρικό σώμα»
βιολ. κεντρική χρωματινική μάζα τών κυανοφυκών, η οποία θεωρείται ως διάχυτος πυρήνας
ιβ) «μέλαν σώμα»
φυσ. βλ. μέλας
ιγ) «νομοθετικό σώμα»
(νομ.) βλ. νομοθετικός
ιδ) «σώμα του εγκλήματος»
(νομ.) το όργανο που χρησιμοποιήθηκε για την τέλεση του εγκλήματος
ιε) «σώμα εφοδιασμού και μεταφορών» — οργανωμένο σώμα του στρατού ξηράς, το οποίο έχει την ευθύνη για τη μεταφορά τών στρατευμάτων, όπου απαιτηθεί, και για τον εφοδιασμό και ανεφοδιασμό του στρατού σε καιρό ειρήνης ή πολέμου
ιστ) «σώμα στρατού»
στρ. μορφή σχηματισμού του στρατού ξηράς που αποτελείται από σύνολο μεραρχιών και συγκροτημάτων διαφόρων όπλων και σωμάτων, υπό την ενιαία διοίκηση αντιστρατήγου
ιζ) «σώμα υλικού πολέμου»
στρ. σώμα του στρατού ξηράς του οποίου αποστολή είναι να αποθηκεύει και να εφοδιάζει τις μονάδες με υλικό πολέμου
νεοελλ.-μσν.
1. σύνολο προσώπων που συγκροτούν θρησκευτική κοινότητα, οργάνωση, τάξη, ομάδα με καθορισμένες αρμοδιότητες (α. «δικαστικό σώμα» β. «νομοθετικό σώμα» γ. «τῷ προειρημένῳ σώματι τών Χριστιανῶν», Ευσ.)
2. συγκροτημένο βιβλίο, τόμος μετά τη βιβλιοδεσία (α. «έχουν απομείνει είκοσι σώματα του πρώτου τόμου» β. «βιβλίον ἔχον ὅλην τὴν νέαν διαθήκην ἐν σώματι πολὺ καλῷ», Μόσχ. Ι.)
3. φρ. «ουράνιο(ν) σώμα» — γενικός χαρακτηρισμός για τους πλανήτες, τους αστέρες και τους γαλαξίες
μσν.
προσωπική εργασία, προσωπική αγγαρεία («κελεύει δὲ ἐκ τούτων ὀκτακόσια μὲν ἐν σώματι λειτουργεῑν, τὰ δὲ λοιπὰ ἐν ἀπαργυρισμῷ», Αθ. Σχιλ.)
μσν.-αρχ.
1. μορφή, κατά λέξιν σημασία τών γραφών («μή τὸ σῶμα τῆς ἐπιστολῆς ἀναγινώσκειν μόνον, αλλὰ καὶ τὴν κάτω κειμένην πρόσρησιν», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. φρ. «αἱ τοῦ σώματος ἡδοναί» ή «αἱ κατὰ τὸ σῶμα ἡδοναί» — οι σαρκικές απολαύσεις, κυρίως η σεξουαλική ηδονή (Πλάτ. Μηναί.)
αρχ.
1. υλική ύπαρξη («ἢ μέγεθός ἐστιν ἢ σῶμά ἐστι», Πλάτ.)
2. φρ. α) «τὰ τοῦ σώματος ἔργα» — οι σωματικοί κόποι, η χειρωνακτική εργασία (Ξεν.)
β) «τὰ εἰς τὸ σῶμα ἀδικήματα» — αδικήματα που στρέφονται κατά της σωματικής ακεραιότητας πάπ.
γ) «οἰκετικὰ σώματα» — οι δούλοι (Αισχίν.)
δ) «σῶμα παιδοποιόν» — το γεννητικό όργανο (Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. αρχαία, η οποία παραμένει δυσερμήνευτη όπως και τ. άλλων ΙΕ γλωσσών με την ίδια σημ. (πρβλ. λατ. corpus). Κατά μία άποψη, η λ. σώμα έχει προέλθει από έναν τ. tuōmn με αρχική σημ. «φούσκωμα, πρήξιμο» (< ΙΕ ρίζα tēu- «φουσκώνω») και συνδέεται, επομένως, με τον τ. σω-ρός, ο οποίος εμφανίζει διαφορετικό επίθημα (βλ. και λ. σώος). Έχουν επίσης απόψεις για διάφορες άλλες συνδέσεις, όπως π.χ. με το ρ. σήπομαι (μέσω ενός τ. σῶπ-μα), με το ρ. σίνομαι «βλάπτω» ή με το αρχ. ινδ. styā «πήζω, γίνομαι σκληρός», οι οποίες, όμως, παραμένουν ανεπιβεβαίωτες. Η λ. απαντά ως β' συνθετικό πολλών λ. με τις μορφές -σώματος (από το θ. της γεν.) και σπανιότερα -σωμος.
ΠΑΡ. σωματίδιο(ν), σωματικός, σωμάτιο(ν), σωματώδης
αρχ.
σωματίζω, σωμάτινος
αρχ.-μσν.
σωματότης, σωματώ
μσν.- νεοελλ.
σωματείο(ν)
νεοελλ.
σωματάκι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) σωμασκία, σωματέμπορος, σωματοφύλακα(-αξ)
αρχ.
σωματεκμαγείον, σωματεμπορώ, σωματοβλάβεια, σωματοθήκη, σωματοκάπηλος, σωματομαχώ, σωματοπλαστώ, σωματοπλόκος, σωματοποιός, σωματοπρεπής, σωματοτροφείον, σωματοφθορώ, σωματοφορδός, σωματοφυής, σωματοφυλάκιον
αρχ.-μσν.
σωματοειδής, σωματοποιώ, σωματουργός, σωματοφθόρος, σωματοφόρος
μσν.
σωματέμψυχος, σωματηγός, σωματοβόρος, σωματογραφώ, σωματοεμψυχωμένως, σωματοκτόνος, σωματομιξία, σωματόμορφος, σωματοπράτης, σωματόστρωτος, σωματοτροφώ, σωματοφρουρητήρ, σωματοψύχως, σωμαφορώ, σωμεραστής, σωμόβουβλον
νεοελλ.
σωματάρχης, σωματογνωσία, σωματογραφία, σωματολογία, σωματομετρία, σωματόπλασμα, σωματοσκοπία, σωματοτονία, σωματοτροπίνη, σωματοτρόπος. (Β' συνθετικό) ασώματος / άσωμος, βαρύσωμος, βραχύσωμος, ενσώματος, εύσωμος / -σώματος, λεπτόσωμος, μεγαλόσωμος / -σώματος, ολοσώματος / ολόσωμος, πλατύσωμος, σύσσωμος / -σώματος
αρχ.
απαλοσώματος, δισώματος / δίσωμος, επισώματος / επίσωμος, ηδυσώματος, θηλυκόσωμος, ισοσώματος / ισόσωμος, ισχυροσώματος, κοιλοσώματος, λευκοσώματος, λιμνοσώματος, μαλακόσωμος, μεγιστόσωμος, μελανοσώματος, μισοσώματος, μονόσωμος, ολιγοσώματος, παντοσώματος, πολυσώματος, πυρισώματος, σκληροσώματος, στερνοσώματος, στερροσώματος, τρισώματος / τρίσωμος, τρυγοσώματος, φιλοσώματος
νεοελλ.
γιγαντόσωμος, γυμνόσωμος, ισχνόσωμος, καλλίσωμος, κοντόσωμος, μακρόσωμος, μικρόσωμος, παχύσωμος, υψηλόσωμος, χοντρόσωμος, ωραιόσωμος].