μαλακός

From LSJ
Revision as of 10:38, 20 December 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Med.''" to "E., ''Med.'' ")

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκός Medium diacritics: μαλακός Low diacritics: μαλακός Capitals: ΜΑΛΑΚΟΣ
Transliteration A: malakós Transliteration B: malakos Transliteration C: malakos Beta Code: malako/s

English (LSJ)

μαλακή, μαλακόν,
A soft:
I of things subject to touch, εὐνή Il.9. 618; κώεα Od.3.38; τάπης μαλακοῦ ἐρίοιο 4.124; χιτών Il.2.42, PSI 4.364.5 (iii B.C.); πέπλοι Il.24.796; νειὸς μαλακός fresh-ploughed fallow, 18.541; λειμῶνες μαλακοί soft grassy meadows, Od.5.72, cf. Il.14.349; πόας ἄνθος Sapph.54; τάπητες… μαλακώτεροι ὕπνω Theoc.15.125; of the skin or flesh, μ. παρειαί S.Ant.783 (lyr.); χρώς E., Med. 1403 (anap.); σώματα X.Mem.3.10.1; πρόβατα μαλακά soft-fleeced, D.47.52; τόποι πεδινοὶ καὶ μαλακοί, opp. hard, rugged ground, Arist.HA607a10; οἱ κρημνοὶ οἱ μαλακοί ib.615b31; μαλακὴ πέτρα SIG970.8 (iii B.C.), PPetr.2p.6 (iii B.C.); μαλακὴ τέφρα = a slow fire, Ph.Bel.89.36; so μαλακὸν πῦρ Androm. ap. Gal.13.26; μ. ἀνθρακιά Dsc.2.76; ὕδωρ μαλακόν, of marsh water, A.Fr.192.8 (anap.), Pl.Ti.59d (cf. μαλθακός); of soil, X.Oec.19.8, Pl.Criti.111b. Adv., μαλακῶς ἐνεύδειν, μαλακῶς εὑδέμεναι, to sleep softly, i.e. on soft bedding, Od. 3.350, 24.255; μαλακώτατα καθεύδειν X.Mem.2.1.24; καθίζου μαλακῶς = sit softly, i.e. on a cushion, Ar.Eq.785; ὑποστορεῖτε μ. τῷ κυνί Eub.90, cf. 108; but ὡς μαλακῶς ἐσθίεις = what dainty food you have! Thphr. Char.2.10.
2 μαλακά (sc. σκεύη), τά, household utensils, Men.Per.Fr.3, Diph.19.
II of things not subject to touch, gentle, θάνατος Od. 18.202; ὕπνος Il.10.2; κῶμα 14.359; μαλακὰ ἔπεα soft, fair words, 1.582, 6.337; λόγοι Od.1.56; ἐπαοιδαί Pi.P.3.51; παρηγορίαι A.Ag.95 (anap.); αὖραι X.Oec.20.18; μαλακὸν βλέμμα tender, youthful looks, Ar. Pl.1022; μαλακὰ φρονέων ἐσλοῖς Pi.N.4.95; μ. οἶνος mild wine, Arist.Pr. 873b34; μαλακή [φωνή] soft, Id.Aud.803a8 (Comp.); of scent, faint, delicate, Thphr.HP6.7.4; of climate, mild, ib.6.8.1. Adv. μαλακῶς, αὐλεῖν Arist.Aud.803a20; ἐὰν τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται Id.Rh.1408b9.
2 light, mild, μαλακώτεραι ζημίαι Th.3.45.
III of persons or modes of life, soft, mild, gentle, μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι easier to handle, of a fallen hero, Il.22.373; ἐκ τῶν μ. χώρων μ. ἄνδρας γίνεσθαι Hdt.9.122; μαλακώτερον ἐκ σκληροτέρου τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος Pl.Lg.666b; ἀρνίου μαλακώτερος Philippid.29; μαλακώτερον τὸ ἦθος τὸ τῶν θηλειῶν Arist.HA 608a25; ἀρρένων καὶ μ. ἠθῶν καὶ πράξεων Phld.Mus.p.92 K.
2 in bad sense, soft, μ. ἐν τῇ ξυναγωγῇ τοῦ πολέμου Th.2.18; μ. ἦν περὶ τοῦ μισθοῦ Id.8.29; πρὸς τὸ πονεῖν X.Mem.1.2.2. Adv. μαλακῶς, ξυμμαχεῖν Th.6.78; μαλακωτέρως ἀνθήπτετο attacked him somewhat feebly, Id.8.50; μ. φιλεῖν X.Mem.3.11.10.
b faint-hearted, cowardly, Th.6.13, X. HG4.5.16 (Comp.), etc.
c morally weak, lacking in self-control, Hdt.7.153 (Comp.); ἀντίκειται τῷ μ. ὁ καρτερικός Arist.EN1150a33: c. inf., μαλακὸς καρτερεῖν πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας Pl.R.556c; τὸ τρυφῶν καὶ μ. Ar.V.1455 (lyr.); μαλακὸν οὐδὲν ἐνδιδόναι = not to give in from weakness or want of spirit, Hdt.3.51,105, Ar.Pl.488; τὰ μαλακά = indulgences, Epich.288, cf. X.Cyr.7.2.28.
d = παθητικός, PHib.1.54.11 (iii B.C.), 1 Ep.Cor.6.9, Vett.Val.113.22, D.L.7.173.
e of music, soft, effeminate, μ. ἁρμονίαι Pl.R.398e, 411a, cf. Arist.Pol.1290a28; tuned to a low pitch, opp. σύντονος, χρῶμα μ. Cleonid.Harm.7, etc.
f of style, feeble, τὸ μαλακώτερον καὶ ταπεινότερον Phld.Rh.1.197 S.
g of reasoning, weak, loose, λόγος Isoc.12.4 (Comp.), cf. 5.149 (Comp.); λόγος λίαν μ. Arist.Metaph.1090b8. Adv. μαλακῶς, συλλογίζεσθαι to reason loosely, Id.Rh.1396b1 (Comp.); ἀποδεικνύειν μαλακώτερον Id.Metaph.1025b13.
3 weakly, sickly, μαλακῶς ἔχειν to be ill, Hermipp.58, Ps.-Hdt. Vit.Hom.34, Luc.DDeor.9.1; μαλακῶς διάκειται PCair.Zen.263.3 (iii B.C.).
IV Adv. μαλακῶς, v. supr. I, II, III.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. mou :
1 au propre : μαλακὴ νειός IL champ fraîchement labouré;
2 mou, moelleux : μαλακὸς λειμών OD prairie ou gazon moelleux ; en parl. de la peau doux, tendre, délicat;
II. fig. 1 doux, agréable : αὖραι μαλακαί XÉN brises douces ; μαλακὸς θάνατος OD mort douce ; μαλακὸς ὕπνος IL sommeil qui détend ; μαλακὰ ἔπεα, μαλακοὶ λόγοι, etc. IL, OD douces paroles, etc. ; en parl. de pers. : μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι IL plus facile à toucher en parl. d'Hector étendu mort ; ἐκ μαλακῶν χωρῶν μαλακοὺς ἄνδρας γενέσθαι HDT des régions où le climat est mou naissent des hommes mous;
2 facile, complaisant : μαλακαὶ ζημίαι THC peines indulgentes;
3 en mauv. part mou, sans vigueur : μαλακὸς ἐν τῇ ξυναγωγῇ τοῦ πολέμου THC mou pour réunir les alliés et diriger la guerre ; μαλακὸς πρὸς τὸ πονεῖν XÉN sans résistance contre la fatigue ; μαλακὸς περί τινος, faible au sujet de qch ; οὐδὲν μαλακὸν ἐνδιδόναι HDT ne pas s'abandonner ; τὰ μαλακά XÉN complaisances;
Cp. μαλακώτερος. Sp. μαλακώτατος;
NT: efféminé, homosexuel.
Étymologie: R. Μαλ, être mou ; cf. lat. mollis.

German (Pape)

(verwandt mit βλάξ, mollis), weich, zart; von Allem, was sich weich anfühlt, μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι, Il. 22.373, mit der Nebenbdtg sanfter anzutasten, vom gefallenen Hektor; χιτών, Il. 2.42, ἐσθής, Od. 23.290, τάπητα μαλακοῦ ἐρίοιο, 4.124, κώεα, 3.38, und öfter εὐνή, wie λέκτρα, 20.58, πέπλοι, Il. 24.796; μαλακὴ νειός, weicher Brachacker, der aufgepflügt ist, 18.541; λειμών, weiche, grasreiche Au, Od. 5.72; ὑάκινθος, Il. 14.349; κρόκαι, Pind. N. 10.44; χείρ, P. 4.271; χρίσματος ἁγνοῦ μαλακαῖς παρηγορίαις, Aesch. Ag. 95; ἐν μαλακαῖς παρειαῖς, Soph. Ant. 779; μαλακοῦ χρωτός, Eur. Med. 1403; βλέμμα, Ar. Plut. 1022; – Gegensatz von σκληρός, Plat. Prot. 321d; neben λεῖος, Crat. 434c; μαλακὰς εὐνὰς εἶχον Polit. 172a; στρῶμναι, Ath. XII.512; σκευάριον, Men. und Diphil. bei Poll. 10.12, der εὐμεταχείριστα erkl.; καὶ ὀλίγον πῦρ, gelindes Feuer, Ath. II.54c. – übertragen von nicht körperlichen Dingen, sanft, linde, θάνατος, Od. 18.202, wie ὕπνος, Il. 10.2, Od. 15.6. κῶμα, 18.201, und so
• adv., μαλακῶς ἐνεύδειν, sanft darin schlafen, 3.350, εὕδειν, 24.255. – ἔπεα, λόγοι, sanfte, einschmeichelnde Worte, Il. 6.337 und öfter, καὶ αἱμύλιοι, Od. 1.56; ἐπαοιδαί, lindernde, Pind. P. 3.51, und so von der Gesinnung, μαλακὰ φρονέων, N. 4.95; μαλακῇ γνώμῃ, Eur. I.A. 601; μαλακὸν ἐνδιδόναι, Ar. Plut. 488, wie Her. μαλακὸν ἐνδιδόναι βουλόμενος οὐδέν, Nichts nachlassen, nicht nachgeben, vgl. 3.105, μαλακὸς ἦν περὶ τοῦ μισθοῦ Thuc. 8.29; ζημίαι, gelinde Strafen, 3.45; – gew. tadelnd, weichlich, verzärtelt, schlaff, Her. 7.153; ἐν τῇ ξυναγωγῇ τοῦ πολέμου, Thuc. 2.18; πρὸς τὸ πονεῖν, Xen. Mem. 1.2.2; Gegensatz von θρασύς, Hell. 4.5.16, τοῖς μαλακοῖς τῶν ἀνθρώπων, Plat. Men. 81d; μαλακοὺς καρτερεῖν πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας, Rep. VIII.556b; κατὰ τὰς πράξεις βραδέα καὶ μαλακά, Polit. 307a, und so öfter, = unfähig den Sinneneindrücken zu widerstehen, unenthaltsam, üppig, im Gegensatz von καρτερικός, mit τρυφῶν vrbdn, Arist. Eth. 7.7; τὰ μαλακά, Sinnengenüsse, üppiges Wohlleben, neben εὐφροσύναι, Xen. Cyr. 7.2.28.
• Adv. μαλακῶς, σώμασι μαλακῶς καὶ πράως ὑπείκουσαν, Plat. Tim. 74c; saumselig, feige, Ax. 365b; μαλακῶς ἔχειν, = μαλακίζεσθαι, vgl. Lobeck Phryn. 389; unpäßlich, kränklich sein, Vit. Hom. 34. – S. μαλθακός.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκός:
1 мягкий (на ощупь) (εὐνή, χιτών Hom.; τρίχες Arst.; ἱμάτια NT);
2 взрыхленный, распаханный (νειός Hom.);
3 нежный (παρειαί Soph.; σώματα Xen.);
4 мягкошерстный, тонкорунный (πρόβατα Dem.);
5 тихий, безмятежный, спокойный (ὕπνος, κῶμα Hom.);
6 безболезненный, легкий (θάνατος Hom.);
7 нежный, ласковый, приветливый (ἔπεα Hom.; παρηγορίαι Aesch.; βλέμμα Arph.);
8 мягкий, кроткий, смирный (τὸ ἦθος τῶν θελειῶν Arst.; ἄνδρες Her.);
9 мягкий, снисходительный (ζημίαι Thuc.);
10 с мягким климатом, благодатный (χῶραι Her.);
11 легкий, некрепкий (οἶνος Arst.);
12 нежный, негромкий (ἐπαοιδαί Pind.; ψόφος Arst.);
13 вялый, беспечный (ἔν τινι или περί τινος Thuc. и πρός τι Xen.);
14 слабый, безвольный (περὶ τὰς ἡδονάς Arst. и καρτερεῖν πρὸς ἡδονάς Plat.);
15 робкий, малодушный (sc. οἱ στρατιῶται Xen.);
16 изнеженный, развращенный (μοιχοὶ καὶ μαλακοί NT).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκός: -ή, -όν, ἴδε ἐν τέλ.)· - ὡς καὶ νῦν, μαλακός, ἀντίθετ. τῷ σκληρός. Ι. ἐπὶ πραγμάτων ὑποκειμένων εἰς τὴν ἁφήν, εὐνή, κῶας, τάπης, χιτών, πέπλος Ὅμ.· μ. νειός, νεωστὶ ἀροθὲν χωράφιον, «νειάμα», Ἰλ. Σ. 541· μ. λειμών, μαλακός, ποώδης λειμών, Ὀδ. Ε. 72, πρβλ. Ἰλ. Ξ. 349· τάπητες... μαλακώτεροι ὕπνω Θεόκρ. 15. 125· ἐπὶ τῆς ἐπιδερμίδος ἢ τῆς σαρκός, μ. παρειαὶ Σοφ. Ἀντ. 783· χρὼς Εὐρ. Μήδ. 1403· σώματα Ξεν. Ἀπομνημ. 3. 10, 1· - πρόβατα μ., ἔχοντα μαλακὰ ἔρια, Δημ. 1154. 4· - τόποι πεδινοὶ καὶ μ., κατ’ ἀντίθεσ. πρὸς τὸ ὀρεινὸν καὶ πετρῶδες ἔδαφος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 29, 1· οἱ κρημνοὶ οἱ μ. αὐτόθι 9. 13, 3· - μ. ὕδατα, ἐπὶ λιμναζόντων ὑδάτων, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192, Πλάτ. Τίμ. 59D· οὕτως ἐπὶ ἐδάφους, Αἰσχύλ. Ἀγ. 95· - οὕτω καὶ ἐν τῷ Ἐπιρρ., καθίζου μαλακῶς, «κάθισε μαλακά», δηλ. ἐπὶ προσκεφαλαίου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 785· ὑποστορεῖτε μαλακῶς τῷ κυνὶ Εὔβουλ. ἐν «Πρόκριδι» 1· πρβλ. μαλθακὸς Ι. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων μὴ ὑποκειμένων εἰς ἁφήν, μαλακός, πρᾷος, ἥσυχος, θάνατος, ὕπνος, κῶμα Ὅμ.· οὕτω, μαλακῶς εὕδειν, ἐνεύδειν, ἡσύχως κοιμᾶσθαι, Ὀδ. Γ. 350., Ω. 255· μαλακώτατα καθεύδειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 24· μ. ἔπεα, λόγοι, ἤπιοι λόγοι, Ἰλ. Α. 582., Ζ. 337, Ὀδ. Α. 56, κτλ.· ἐπαοιδαὶ Πινδ. Π. 3. 92· παρηγορίαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 95· αὖραι Ξεν. Οἰκ. 20, 18· μ. βλέμμα, τρυφερόν, νεανικὸν βλέμμα, Ἀριστοφ. Πλ. 1022· μαλακὰ φρονέων ἐσλοῖς Πινδ. Ν. 4. 155· μ. οἶνος, γλυκύς, ἤπιος, Ἀριστ. Προβλ. 3. 18· μ. ψόφος, ἥσυχος, ὁ αὐτ. περὶ Ἀκουστ. 44· - οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., μαλακῶς αὐλεῖν αὐτόθι 48· τὰ σκληρὰ μ. λέγειν ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 7, 10. 2) ἐλαφρός, ὀλίγος, μαλακώτεραι ζημίαι Θουκ. 3. 45. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, τρόπων τοῦ βίου καὶ αὐτοῦ τοῦ βίου, ἥσυχος, ἤπιος, πρᾷος, εὔκολος, μὴ παρέχων ἀντίστασιν, μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι, ἡμερώτερος ψηλαφᾶσθαι, ἐπὶ τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Χ. 373· ἐκ μαλακῶν χωρῶν μαλακοὺς ἄνδρας γενέσθαι Ἡρόδ. 9. 112· τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος μαλακώτερον ἐκ σκληροτέρου Πλάτ. Νόμ. 666Β· ἀρνίου μαλακώτερος Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 7· μ. τὸ ἦθος τῶν θηλειῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 3· ὀλιγαρχίαι μ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 4. 3, 8. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, μαλακός, ὑποχωρῶν, ἐνδοτικός, ἀμελής, μ. ἐν τῇ ξυναγωγῇ τοῦ πολέμου Θουκ. 2. 18· μ. ἦν περὶ τοῦ μισθοῦ ὁ αὐτ. 8. 29· πρὸς τὸ πονεῖν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 2· καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., μαλακῶς ξυμμαχεῖν Θουκ. 6. 78· μαλακωτέρως ἀνθήπτετο, προσέβαλλεν αὐτὸν οὐχὶ ἐρρωμένως, ὁ αὐτ. 8. 50· μ. φιλεῖν Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 10. β) ἔχων μαλακὴν καρδίαν, ἄτολμος, δειλός, Θουκ. 6. 13, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5. 16, κτλ. γ) ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ὑποφέρῃ κόπους, ἀντίθετ. τῷ καρτερικός, Ἡρόδ. 7.153, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 7. 4., 4, κ. ἀλλ.· μετ’ ἀπαρεμφ., μαλακὸς καρτερεῖν πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας Πλάτ. Πολ. 556Β· τὸ τρυφῶν καὶ μαλακὸν Ἀριστοφ. Σφ. 1455· μαλακὸν οὐδὲν ἐνδιδόναι, μὴ ὑποχωρεῖν ἕνεκα ἀδυναμίας, ἢ ἐλλείψεως θάρρους, μηδόλως ὑποχωρεῖν, Ἡρόδ. 3. 51, 105, Ἀριστοφ. Πλ. 488· (ἀλλά, μαλθακόν τι ἐνδ., παρέχω σημεῖα ὑποχωρήσεως, πραΰνσεως, Εὐρ. Ἠλ. 508)· - τὰ μαλακά, αἱ τρυφαί, Ἐπίχ. 121 Ahr., πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 2, 28. - Ἐπὶ αἰσχρᾶς πράξ.: δ) = κίναιδος, Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. Α΄, ϛʹ, 9, Ὠριγ. ΙΙΙ, 393Β, Ἰω. Χρυσ. IX, 446Α, κτλ. ε) ὁ δεφόμενος, μαλακιζόμενος, Στουδίτ. 1753C. ζ) ἐπὶ μουσικῆς, μαλακή, ἐκτεθηλυμμένη, Πλάτ. Πολ. 398Ε, 411Α· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σύντονος, Μουσ. Συγγρ. η) ἐπὶ συλλογισμοῦ, ἀσθενής, ἀδύνατος, χαλαρός, λόγος Ἰσοκρ. 233C, πρβλ. 112Β· - Ἐπίρρ., μαλακῶς συλλογίζεσθαι, σχηματίζειν συλλογισμὸν χαλαρόν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 10· ἀποδεικνύειν μαλακώτερον ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 2, πρβλ. 13. 3. 7. 3) ἀδύνατος, ἀσθενικός, μαλακῶς ἔχω, εἶμαι ἀσθενής, Βίος Ὁμ. 34, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 9. 1· πρβλ. μαλακίζω ἐν τέλ., καὶ ἴδε Λοβ. Φρύν. 389. IV. Ἐπίρρ. ἴδε ἀνωτ. Ι, ΙΙΙ. (Πρβλ. μαλθακός, ἀμαλός, μαλάσσω, κτλ.· ὡσαύτως βλάξ, βληχρός, ἀβληχρὸς (μεταβαλλομένου τοῦ μαλ- εἰς βλα-, ὡς τὸ μορτὸς γίνεται βροτός, ἴδε Μ μ. ΙΙ. 2) πρβλ. ὡσαύτως μῶλυς, Λατ. mollis, καὶ ἴσως mulceo, ἂν καὶ περὶ τούτου ἀμφισβητεῖ ὁ Corssen).

English (Autenrieth)

comp. μαλακώτερος: soft, and metaph., mild, gentle; θάνατος, ὕπνος, Il. 10.2, ς 2, Il. 22.373.—Adv., μαλακῶς.

English (Slater)

μᾰλᾰκός (-άν, -αῖς(ι), -αῖσιν; -ά acc.: cf. μαλθακός.) soft, gentle μαλακαῖς ἐπαοι- δαῖς (P. 3.51) μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα (sc. Ἀπόλλωνα) (P. 4.271) ἐπιεσσάμενοι νῶτον μαλακαῖσι κρόκαις (N. 10.44) μαλακαῖς εὐδίαις (Pae. 2.52) χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα of girls' hands Παρθ. 2. 7. n. pl. pro adv., μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος (Er. Schmid: μαλθακά codd.: with gentle disposition towards the noble ) (N. 4.95)

English (Strong)

of uncertain affinity; soft, i.e. fine (clothing); figuratively, a catamite: effeminate, soft.

English (Thayer)

μαλακή, μαλακον, soft; soft to the touch: ἱμάτια, R G L brackets; ἱματίων πολυτελῶν καί μαλακων, Artemidorus Daldianus, oneir. 1,78; ἐσθής, Homer, Odyssey 23,290; Artemidorus Daldianus, oneir. 2,3; χιτών, Homer, Iliad 2,42); and simply τά μαλακά, soft raiment (see λευκός, 1): T Tr WH. Like the Latin mollis, metaphorically, and in a bad sense: effeminate, of a catamite, a male who submits his body to unnatural lewdness, Dionysius Halicarnassus, Antiquities 7,2under the end; (Diogenes Laërtius 7,173at the end)).

Greek Monolingual

-ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM μαλακός, -ή, -όν)
1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε αντιδιαστολή προς τον σκληρό (α. «μαλακό μαξιλάρι» β. «τάπης μαλακοῦ ἐρίοιο», Ομ. Οδ.)
2. (για την επιδερμίδα) απαλός στην αφή (α. «μαλακό δέρμα» β. «Ἔρως, ὃς ἐν μαλακαῑς παρειαῑς νεάνιδος ἐννυχεύεις», Σοφ.)
3. (για τη φωνή) ευχάριστος στην ακοή
4. (για πρόσ.) α) ήπιος, πράος, καλόβολος («ἐκ τῶν μαλακῶν χωρῶν μαλακοὺς ἄνδρας γίγνεσθαι», Ηρόδ.)
β) υποχωρητικός, ενδοτικός («πρὸς τὸ πονεῖν μαλακοὺς ἐποίησεν», Ξεν.)
νεοελλ.
1. ανεκτικός («μην είσαι τόσο μαλακός γιατί στο τέλος θα σέ κάνουν ό,τι θέλουν»)
2. αυτός που μαλάζεται εύκολα, εύπλαστος («μαλακό ψωμί»)
3. χημ. αυτός που δεν περιέχει διαλυμένα άλατα μετάλλων («μαλακό νερό»)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαλακά
α) το υπογάστριο, τα λαγαρά
β) η βρεγματική περιοχή του εγκεφάλου
4. φρ. α) «με το μαλακό» — ήρεμα, σιγά σιγά, με προσοχή, χωρίς βιασύνη ή χωρίς αγριάδα
β) «έπεσα στα μαλακά» — έπαθα ανεπαίσθητη ζημιά
μσν.
1. εύθραυστος
2. ευνούχος
3. αυτός που αυνανίζεται, μαλάκας
4. φρ. «πάσχω τι μαλακόν» — αδρανώ, γίνομαι νωθρός

Greek Monotonic

μᾰλᾰκός: -ή, -όν, Λατ. mollis·
I. μαλακός, απαλός, σε Όμηρ. κ.λπ.· μαλακὸς νειός, φρεσκοοργωμένος αγρός, σε Ομήρ. Ιλ.· μαλακὸς λειμών, λιβάδι με απαλό χώμα και γρασίδι, σε Ομήρ. Οδ.· μαλακαὶ παρειαί, σε Σοφ.· μαλακὰ σώματα, σε Ξεν.· επίρρ., καθίζου μαλακῶς, κάθησε αναπαυτικά, π.χ. σε ένα μαξιλάρι, σε Αριστοφ.
II. λέγεται για πράγματα που δεν είναι χειροπιαστά, ήρεμος, ήσυχος, θάνατος, ύπνος, σε Όμηρ.· μαλακῶς εὕδειν, κοιμάμαι ήσυχα, σε Ομήρ. Οδ.· μαλακὰ ἔπεα, μαλακοὶ λόγοι, ήρεμα, ξεκάθαρα λόγια, σε Όμηρ.· μαλακὸν βλέμμα, τρυφερό, νεανικό βλέμμα, σε Αριστοφ.· ανάλαφρος, ήπιος, μέτριος, ζημία, σε Θουκ.
III. με αρνητική έννοια, λέγεται για πρόσωπα, μαλθακός, παραιτημένος, παραμελημένος, σε Θουκ., Ξεν.· επίρρ., μαλακωτέρως ἀνθήπτετο, προσβλήθηκε από ασθένεια, σε Θουκ.· επιπλέον, λιπόψυχος, εκθηλυσμένος, δειλός, στον ίδ., Ξεν.· μαλακὸν οὐδὲν ἐνδιδόναι, να μην υποχωρώ από έλλειψη φρονήματος, να μην υποχωρώ σπιθαμή, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: weak, soft (Il.; on the meaning Treu Von Homer zur Lyrik 183, 187 f.).
Compounds: Compp., e.g. μαλακογνώμων of weak mind (A.), μαλακο-κρανεύς "Weakskull", bird-name, gray shrike (Arist.); Boßhardt 62, Chantraine Form. 130.
Derivatives: μαλακία, -ίη (IA.), μαλακότης (Pl., Arist., Herod.) weakness, effefeminacy. - μαλακίων m. in address sweetheart (Ar. Ek. 1058; Chantraine 165); τὰ μαλάκια molluscs (Arist.); μαλακώδης weakhearted (St. Byz.). -- Denomin. verbs: 1. μαλάσσω, -ττω make weak, soften (Pi., IA.) with μάλαγμα n. emollient, softening plaster, softening material (Pl., Thphr., Ph. Bel. etc.) with μαλαγμα-τώδης (medic.), -τίζω (Zos.Alch.); μάλαξις softening (Thphr., Plu.); μαλακ-τήρ "weakener", μαλακός ἐλέφαντος ivory workerer (Plu.); -τικός softening (Hp., Plu.). 2. μαλακίζομαι be softened (Att.). 3. μαλακύνω soften (X., hell.) with μαλάκυνσις softening (Alex. Aphr.).
Origin: IE [Indo-European] [716] *melh₂- meal, rub down
Etymology: The nearest cognate of μαλακός seems monosyllabic βλάξ (with long vowel; s. v. and Schwyzer 360); so a primary κ-deriv. If we separate the two, an n-stem as intermediate is possible (Schwyzer 496 f., Chantraine Form. 384). The basis could be the wide-spread verb rub, meal, s. μύλη; also μέλδομαι, ἀμαλδύνω, ἀμαλός. Cf. also μαλθακός. It could be *mlh₂-k- > *μλακ- and *mlh₂-ek- > *μαλ-ακ-.

Middle Liddell

μᾰλᾰκός, ή, όν
I. Lat. mollis, soft, Hom., etc.; μ. νειός a fresh-ploughed fallow, Il.; μ. λειμών a soft grassy meadow, Od.; μ. παρειαί Soph.; σώματα Xen.: —adv., καθίζου μαλακῶς sit softly, i. e. on a cushion, Ar.
II. of things not subject to touch, soft, gentle, θάνατος, ὕπνος Hom.; μαλακῶς εὕδειν to sleep softly, Od.; μαλακὰ ἔπεα, μ. λόγοι soft, fair words, Hom.; μ. βλέμμα tender, youthful looks, Ar.; light, mild, ζημία Thuc.
III. in bad sense, of persons, soft, yielding, remiss, Thuc., Xen.:—adv., μαλακωτέρως ἀνθήπτετο attacked him somewhat feebly, Thuc.: —also faint-hearted, effeminate, cowardly, Thuc., Xen.; μαλακὸν οὐδὲν ἐνδιδόναι not to give in from want of spirit, not to flag a whit, Hdt., Ar.

Frisk Etymology German

μαλακός: {malakós}
Meaning: weich, sanft, zart, weichlich, schlaff (seit Il.; zur Bed. Treu Von Homer zur Lyrik 183, 187 f.).
Composita: Kompp., z.B. μαλακογνώμων weichen Sinnes (A.), μαλακοκρανεύς "Weichschädel", Vogelname, Neuntöter, Würger (Arist.; Boßhardt 62, (Chantraine Form. 130).
Derivative: Ableitungen: μαλακία, -ίη (ion. att.), μαλακότης (Pl., Arist., Herod. u. a.) Weichheit, Weichlichkeit. — μαλακίων m. in Anrede Liebchen (Ar. Ek. 1058; Chantraine 165); τὰ μαλάκια Weichtiere, Mollusken (Arist.); μαλακώδης weichartig (St. Byz.). — Denominative Verba: 1. μαλάσσω, -ττω erweichen, besänftigen (Pi., ion. att.) mit μάλαγμα n. Erweichungsmittel, linderndes Pflaster, Polsterungsmaterial (Pl., Thphr., Ph. Bel. usw.) mit μαλαγματώδης (Mediz.), -τίζω (Zos.Alch.); μάλαξις Erweichung (Thphr., Plu.); μαλακτήρ "Erweicher", ~ ἐλέφαντος Elfenbeinarbeiter (Plu.); -τικός mildernd (Hp., Plu. u. a.). 2. μαλακίζομαι ‘verweichlicht usw. sein’ (att. usw.). 3. μαλακύνω erweichen (X., hell. usw.) mit μαλάκυνσις Erweichung (Alex. Aphr.).
Etymology: Als nächster Verwandter von μαλακός scheint sich das einsilbige und langvokalische βλάξ zu melden (s. d. und Schwyzer 360); es muß sich dann um eine primäre κ-Ableitung handeln. Wenn man μαλακός von βλάξ trennt, ist als Zwischenglied auch ein n-Stamm möglich (Schwyzer 496 f., Chantraine Form. 384). Als Grundlage ist das weitverzweigte Verb zerreiben, mahlen anzunehmen, s. μύλη; auch μέλδομαι, ἀμαλδύνω, ἀμαλός. Vgl. noch μαλθακός.
Page 2,165-166

Chinese

原文音譯:malakÒj 馬拉可士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:柔軟的
字義溯源:柔軟的*,細軟的,作孌童的
同源字:1) (μαλακία)軟弱 2) (μαλακός)柔軟的
出現次數:總共(4);太(2);路(1);林前(1)
譯字彙編
1) 細軟(3) 太11:8; 太11:8; 路7:25;
2) 作孌童的(1) 林前6:9

English (Woodhouse)

cowardly, effeminate, remiss, slack, soft, supine, tender, weak, infirm of purpose, soft alluring, without energy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἔχει σχέση μέ τίς λέξεις: μαλθακός, ἀμαλός, μαλάσσω, βλάξ (μαλάκς). (Λατιν. mollis).
Παράγωγα: μαλακία, μαλακίζομαι, μαλακισμός, μαλακότης, μαλακύνω, μαλάσσω.

Lexicon Thucydideum

mollis, segnis, soft, idle, 2.18.3, 6.13.1, 8.29.2,
COMP. 3.45.3, (leviores, rather light, trivial)

Translations

soft

Afrikaans sag; Albanian: i butë; Arabic: نَاعِم‎; Egyptian Arabic: نَاعِم‎; Armenian: փափուկ; Aromanian: moali; Assamese: নৰম; Azerbaijani: yumşaq; Bashkir: йомшаҡ; Belarusian: мя́ккі; Bengali: নরম; Bikol Central: malumoy; Bulgarian: мек; Burmese: ပျော့; Catalan: tou; Chamicuro: kala chmawa, pe'cha; Chechen: кӏеда; Chinese Cantonese: 軟; Mandarin: 軟, 软; Crimean Tatar: yumşaq, yımşaq; Czech: měkký; Danish: sagte; Dolgan: һымнагас; Dutch: zacht; Esperanto: mola; Estonian: pehme; Evenki: немумэ; Finnish: pehmeä; French: mou, molle, doux; Friulian: mol; Galician: mol, dondo, olmo, nidio; Georgian: რბილი; German: weich; Greek: απαλός, μαλακός; Ancient Greek: ἁπαλός, μαλακός, μαλθακός; Hebrew: רַך‎; Hindi: कोमल, नरम; Hungarian: lágy, puha; Icelandic: mjúkur; Ido: mola; Indonesian: lembut; Ingush: кӏаьда; Irish: bog; Italian: morbido, morbida, soffice, molle; Japanese: 柔らかい; Javanese: lembut; Jingpho: mäni, nu; Karachay-Balkar: джумушакъ; Karaim: йымшакъ; Kazakh: жұмсақ; Khakas: нымзах; Khmer: កោមល; Korean: 부드럽다; Kumyk: йымышакъ; Kyrgyz: жумшак; Lao: ນຸ່ມ; Latgalian: meiksts; Latin: mollis; Latvian: mīksts; Lithuanian: minkštas; Livonian: pīemdõ; Lombard: mòll; Luxembourgish: weech, mëll, siddeleg; Macedonian: мек; Malay: lembut; Manchu: ᡥᠠᡳᡥᡡ, ᡠᡥᡠᡴᡝᠨ; Maori: māngohe, kōparuparu, kūteretere, pūngahungahu, pūngorungoru; Marathi: मऊ; Mongolian: зөөлөн; Nogai: юмсак; Norman: mo; Norwegian: svak, myk; Occitan: mòl; Old Church Slavonic Cyrillic: мѧкъкъ; Old English: sēfte; Old Javanese: lĕmbut; Persian: نرم‎; Plautdietsch: wieekj, saunft; Polish: miękki; Portuguese: mole; Quechua: api; Rohingya: norom; Romanian: moale; Romansch: lom; Russian: мя́гкий; Rusyn: мня́гкый; Sanskrit: मृदु, कोमल; Sardinian: modde, moddi, moddu, modhe, modhi, modhu; Scottish Gaelic: bog, maoth, sèimh; Serbo-Croatian Cyrillic: ме̏к; Roman: mȅk; Shor: чымчақ; Sicilian: moddu; Slovak: mäkký; Slovene: mêhek; Sorbian Lower Sorbian: měki; Southern Altai: јымжак; Spanish: blando, muelle, mole; Swedish: mjuk; Tagalog: malambot; Tajik: нарм; Tatar: йомшак; Thai: นุ่ม, นิ่ม; Tocharian B: lalaṃṣke; Tofa: чымҷақ; Turkish: yumuşak; Turkmen: ýumşak; Tuvan: чымчак; Ukrainian: м'яки́й; Urdu: کومل‎, نرم‎; Urum: йымшах, йумшах; Uyghur: يۇمشاق‎; Uzbek: yumshoq; Venetian: mòlo, moło, mol, tènaro; Vietnamese: mềm; Welsh: meddal; White Hmong: muag; Yakut: сымнаҕас; Yiddish: ווייך‎

catamite

Chinese Mandarin: 孌童/娈童; Coptic: ⲙⲁⲗⲁⲕⲟⲥ; Finnish: katamiitti; French: catamite; German: Lustknabe; Ancient Greek: ἀνδρόγυνος, ἀνδρόπορνος, ἐρώμενος, κίναιδος, λάσταυρος, λωγάλιος, μαλακός, μάχλης, μάχλος, πόρνος, σφίγκτης; Hebrew: קָדֵשׁ‎; Hindi: विदूषक; Japanese: 陰間, 稚児; Latin: catamitus, pathicus, delicium, glaber; Mongolian: ᠠᠷᠤᠤᠬᠠᠨ; ᠬᠥᠪᠡᠭᠦᠨ, аруухан хөвгүүн; Ottoman Turkish: ككز‎, حیز‎, ابنه‎; Pashto: چسکه‎; Persian: بچه‌قشنگ‎, بچه‌خوشگل‎; Portuguese: catamita; Russian: катамит; Sanskrit: विदूषक; Spanish: catamito; Turkish: oğlan; Uyghur: ھەزىلەك‎

effeminate

Amharic: ሴታ ሴት; Arabic: مُخَنَّث‎; Armenian: կնաբարո, ղզիկ; Aromanian: muljirashcu; Bikol Central: babayinhon; Bulgarian: женствен; Chinese Cantonese: 乸型; Mandarin: 娘娘腔, 女人氣/女人气; Coptic: ⲙⲁⲗⲁⲕⲟⲥ; Czech: zženštilý; Danish: kvindagtig; Dutch: verwijfd; Esperanto: virineca, ineca; Finnish: naismainen, epämiehekäs, feminiininen; French: efféminé, efféminée; Galician: afeminado; German: weibisch, tuntig, effeminiert, verweichlicht, verweiblicht; Greek: θηλυπρεπής; Ancient Greek: ἁβρόβιος, ἁβρός, αἰσχροπαθής, ἀνδρογύναιος, ἀνδρογύνης, ἀνδρόγυνος, ἁπαλός, ἀπομάλακος, βακέλας, βάκηλος, βάναυσος, γυναικάνηρ, γυναικεῖος, γυναικηρός, γυναικίας, γυναικικός, γυναικοήθης, γυναικόμιμος, γυναικόμορφος, γυναικοπαθής, γυναικοτραφής, γυναικόφρων, γυναικώδης, γύννις, διακεκλασμένος, διονῦς, ἐκτεθηλυμμένος, θηλυδρίας, θηλυδρίης, θηλυδριῶδες, θηλυδριώδης, θηλυκῶδες, θηλυκώδης, θηλύμορφος, θηλύνους, θηλύφρων, θηλύψυχος, θρυπτικός, Ἰωνικός, κατακεκλασµένος, κατατεθηλυμμένος, κατεαγός, κατεαγώς, μαλακός, μαλακόσωμος, μαλθακός, μαλθάκων, μεῖραξ, μόλθακος, ὄλολυς, σαβακός, σαλμακίς, Σαλμακίς, τρυφερόβιος, τρυφερός, τρυφῶν, ὑπόθηλυς, χλιδανός; Indonesian: banci, kemayu; Irish: baineanda, baineann, piteogach, piteánta; Italian: effemminato; Japanese: 女々しい; Korean: 유약; Kurdish Northern Kurdish: serejin, nemêr; Latin: eviratus, perfluus; Macedonian: женствен; Manx: dendeaysagh, soailtagh, bwoirrin, benoil; Norwegian: kvinneaktig, umandig, jentete, jenteaktig, kvinnelig, femi, bløtaktig; Bokmål: feminin, fjollete; Nynorsk: feminin; Persian: امرد‎; Polish: zniewieściały, zbabiały, wydelikacony, babski, babski; Portuguese: afeminado, efeminado, mulheril, adamado, amulherado, afemeado, amaricado, dengoso, inviril, mulherengo, amulherengado, paneleiro, apaneleirado, maricas, mariconço, bicha, abichanado, larilas, panilas, enerve; Romanian: afemeiat; Russian: женоподобный; Scottish Gaelic: boireannta; Slovak: zoženštený; Spanish: afeminado, amanerado, amujerado, ahembrado, adamado, mujeril, amariconado; Swedish: fjollig; Tagalog: binabae; Turkish: yumuşak, efemine; Ukrainian: жоновидий, жінкуватий; Uzbek: xotinchalish, xezalak; Welsh: merchetaidd

coward

Afrikaans: lafaard, papbroek; Albanian: frikacak; Arabic: جَبَان; Armenian: վախկոտ, ղզիկ; Azerbaijani: qorxaq; Bashkir: ҡурҡаҡ; Basque: koldar; Belarusian: баязлі́вец, баязлі́ўка, палахлі́вец, палахлі́ўка; Bulgarian: страхливец, страхливка; Catalan: covard; Cebuano: talawan; Chakma: 𑄛𑄘𑄢; Chamicuro: s̈hamle'c̈homa; nMandarin: 懦夫, 孬種, 孬种, 孱頭, 孱头, 膽小鬼, 胆小鬼; Chukchi: айыԓгыԓьын; Crimean Czech: zbabělec, zbabělkyně, bázlivec, posera; Danish: bangebuks, kujon, kryster; Dutch: lafaard, slapjanus, watje; Erzya: тандаль; Esperanto: malkuraĝulo, timemulo, timulo, poltrono; Estonian: argpüks; Faroese: bloyta, ræðuskítur, rædduskítur, bløka, ónytta; Finnish: pelkuri; French: couard, couarde, poltron, poltronne, froussard, froussarde, lâche; Galician: covarde, cagainas; Georgian: მშიშარა, მხდალი, ლაჩარი, ჯაბანი, ქვეშაჯვია; German: Feigling, Angsthase, Schisser, Schisserin, Hosenscheißer, Warmduscher; Greek: δειλός, δειλή, άνανδρος, κότα, φοβιτσιάρης, κιοτής, φοβητσιάρης; Ancient Greek: ἀβλεμής, ἀγεννής, ἀθέλιμνος, ἀθυμητής, ἄθυμος, αἰκέλιος, ἀκάρδιος, ἀνάλκιμος, ἄναλκις, ἄνανδρος, ἀνδρογύνης, ἄνευρος, ἀπομάλακος, ἀπότολμος, ἀσπιδαποβλής, ἄσπλαγχνος, ἄτολμος, ἀφάρυμος, ἀφιλοπόλεμος, ἄψυχος, βληχρός, γυναικίας, δεδείκελος, δειδήμων, δείλανδρος, δειλός, δειλόψυχος, δειμαλέος, ἐκπάλαιστος, ἐλεγχής, ἔνδειλος, κακόσπλαγχνος, λευκηπατίας, λυγρός, μαλακός, μαλακόψυχος, μαλθακός, ὀλιγόψυχος, περίδειλος, ῥίψασπις, τρέστης, φιλόζωος, φιλόψυχος, φυγαίχμης, φυγόμαχος, φύξηλις; Haitian Creole: kapon; Hebrew: פַּחְדָן, פחדנית, מוּג לֵב; Hindi: कायर, डरपोक, बुज़दिल, बुजदिल; Hungarian: gyáva; Icelandic: bleyða; Ido: poltrono, deskurajozo; Ilocano: natakrot; Indonesian: pengecut; Irish: cladhaire; Italian: codardo, pusillanime, vigliacco, vile, coniglio; Ivatan: matahaw; Japanese: 臆病者, 怖がり, 怖がり屋, 腰抜け, 弱虫, 卑怯者; Kapampangan: bayugin, galgawu, mataloti; Kazakh: қорқақ; Khmer: អ្នកកំសាក, កំសាក; Korean: 겁쟁이, 비겁자(卑怯者), 겁꾸러기, 겁보, 겁부(怯夫); Kurdish Northern Kurdish: tirsok, newêrek, bêcesaret, bêkulek, tirsonek, tirsoke; Kyrgyz: коркок; Lao: ຄົນຕາຂາວ, ຄົນຂີ້ຢ້ານ; Latvian: gļēvulis, gļēvule; Lithuanian: bailys; Luxembourgish: Feigling; Macedonian: кукавица, страшливец; Malagasy: fananga; Malay: pengecut; Malayalam: ഭീരു; Manx: aggleydagh; Maori: tautauhea, tautauwhea, tautauā, whiore hume, hukehuke, hamo pango, poromataku; Maranao: talaw; Middle English: coward; Mongolian Cyrillic: аймхай хүн, хулчгар хүн; Norwegian Bokmål: feiging, reddhare; Nynorsk: feiging, reddhare; Occitan: coard; Old English: earg; Persian: ترسو, نامرد, بزدل; Plautdietsch: Schietstremp; Polish: tchórz, strachajło, bojaźliwiec; Portuguese: covarde; Romanian: laș, lașă; Russian: трус, трусиха, трусишка, ссыкун, бздун, ссыкло, бояка, боягуз, боягузка; Scottish Gaelic: cladhaire, gealtaire; Serbo-Croatian Cyrillic: ку̏кавица; Roman: kȕkavica; Shan: ၵူၼ်းၶီႈယၢၼ်ႈ; Shor: қортуқ; Slovak: zbabelec, zbabelkyňa, bojazlivec, ustrašenec; Slovene: strahopetnež, strahopetnica; Spanish: cobarde, gallina; Swahili: mwoga; Swedish: fegis, mes; Tagalog: duwag; Tajik: тарсу, тарсончак, номард, буздил; Tatar: куркак; Telugu: పిరికివాడు; Thai: คนขี้ขลาด, ขี้ขลาด; Turkish: korkak, ödlek, tabansız; Ukrainian: боягуз, боягузка, страхополох; Uyghur: قورقۇنچاق; Uzbek: qoʻrqoq; Vietnamese: người nhát gan, người nhút nhát; Volapük: dredöfan, hidredöfan, jidredöfan, dredajiedan, dredahijiedan, dredajijiedan; Welsh: cachadur, cachgi, cachwr, llwfrgi, llyfrgi, cilgi; West Frisian: fiich, leffert; Yiddish: פּחדן, פּחדנטע, טרוס

fainthearted

Bulgarian: страхлив, малодушен; nMandarin: 膽怯, 胆怯, 無勇氣的, 无勇气的, 无勇气的; Danish: frygtsom, forsagt; French: timoré; German: zaghaft, feige, mutlos, schüchtern, furchtsam; Gothic: 𐌲𐍂𐌹𐌽𐌳𐌰𐍆𐍂𐌰𐌸𐌾𐌹𐍃; Ancient Greek: ἄθυμος, ἄψυχος, δειλόψυχος, κακόσπλαγχνος, μαλακός, μαλακόψυχος, μαλθακός, μόλθακος, ὀλιγόψυχος, φιλόψυχος; Hungarian: bátortalan; Japanese: 勇気のない; Kyrgyz: коркок, жүрөгү жок; Manx: faase-chreeagh; Maori: harotu, hōpīpī, hopī, tunutunu; Norwegian Bokmål: forknytt; Russian: малодушный, трусливый, робкий, боязливый, слабый духом; Spanish: pusilánime, medroso, apocado; Swedish: försagd, klenmodig, modlös, räddhågad, nedslagen, rädd, osäker; Turkish: ürkek