τελέω
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
Ep. also τελείω, both in Hom.
A (τελέοντες Od.3.262, cf. 4.776, al., τελείει 6.234, 23.161): Ep. impf. τέλεον Il.23.373, 768; ἐτέλειον 9.456, 15.593; Ion. τέλεσκον Call.Dian.123, Fr.434; τελέεσκον Q.S.8.213: fut. τελέσω Pi.N.4.43, X.Cyr.8.6.3, (δια-) Pl.R. 425e codd., D.21.66 codd. (-τελῶ Cobet in both places), PAvrom.2A9 (i B.C.); Ep.also τελέω, Il.8.415, 12.59, Od.2.256, etc.; Att. τελῶ S.El.1435, Ar.Ra.173, Pl.Prt. 311b: aor. (ἐ) τέλεσα Od.5.390; Ep. τέλεσσα and ἐτέλεσσα Il.246, Il.12.222, 23.543, 559, al. (inf. τελέσσαι Pi.P.3.9); Att. ἐτέλεσα Th.4.78, etc.: pf. τετέλεκα Pl.Ap.20a, (δια-) D.18.203:—Med., fut. (v. infr.): aor. ἐτελεσάμην Id.38.18, etc.; pf. τετέλεσμαι Inscr.Prien.11.34 (iii B.C.):—Pass., Ep. impf. ἐτελείετο Il.1.5: fut. τελεσθήσομαι Thphr. Char.16.12; fut. Med. in this sense, τελεῖται A.Pr.929, Ag.68 (anap.), etc., τελέεσθαι Il.2.36, τελεῖσθαι Od.23.284; part. τελεόμενος Hdt.1.206, τελεύμενος Id.3.134: aor. ἐτελέσθην Od.4.663, etc.; Aeol. inf. τελέσθην Sapph. Supp.1.4: pf. τετέλεσμαι Il.18.74, etc.: plpf. τετέλεστο 19.242: Cret. pf. part. τετελημένος GDI4963; Ion. 3pl. pf. τετέληνται dub. in SIG 1024.22 (Myconus, iii/ii B.C.): (τέλος):—fulfil, accomplish, execute, perform, freq. in Poets from Hom. downwds., less freq. in Prose (except in signfs. ΙΙ and III); τελέσαι ἔργον τε ἔπος τε Od.2.272, cf. Il.1.108, 523, etc.; τ. φιλοτήσια ἔργα Od.11.246; μ' ἔφαντο ἄξειν εἰς Ἰθάκην, οὐδ' ἐτέλεσσαν but did it not, 13.212; τ. ἀέθλους 3.262; πόνον 23.250; πύματον δρόμον Il.23.373; ὁδόν Od.2.256, Mimn. 11; sometimes without ὁδόν, ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν ἤματι τῷ αὐτῷ καὶ ἀπήνυσαν οἴκαδ' ὀπίσσω Od.7.325; ὁδῷ δὲ τὰ ξυντομώτατα ἐξ Ἀβδήρων ἐς Ἴστρον ἀνὴρ εὔζωνος ἑνδεκαταῖος τελεῖ Th.2.97; ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐς Φάρσαλον ἐτέλεσε Id.4.78; κίνδυνον τελέσσαι perform a dangerous feat, Epich.99; ἔργον S.El.1399; δίδυμα κακά A.Th.782 (lyr.); προστάγματα Pl.Lg.926a, cf. d:—Pass., Hdt.1.206; καὶ εἰ τετελεσμένον ἐστί, = τελεῖσθαι δύναται, Od.5.90, Il.14.196; τετέλεστο δὲ ἔργον 7.465; αὐτίκ' ἔπειθ' ἅμα μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον 'no sooner said than done', 19.242; ἐάνπερ ἐπὶ λόγῳ ἔργα τελῆται Pl. R.389d, cf. Plt.288c; γραφὴ τῶν τετελεσμένων ἔργων PPetr.3p.340 (iii B.C.); τετέλεσται Ev.Jo.19.30 (cf. 28).
2 fulfil one's word, τ. ἔπος, μῦθον, ὑπόσχεσιν, Il.14.44, Od.4.776, 10.483; τελέω τὰ πάροιθεν ὑπέστην Il.23.20; τελέσαι κότον, χόλον, glut one's fury, wrath, 1.82, 4.178: also, grant one the fulfilment or accomplishment of anything, τ. νόον τινί fulfil his wish, 23.149, cf. Od.22.51; τ. ἐέλδωρ Hes.Sc.36; λιτάς A.Th.627 (lyr.); κατάρας ib.724 (lyr.); rarely c. inf., οὐδ' ἐτέλεσσε φέρων δόμεναι he succeeded not in... Il.12.222 (cf. ἀνύω 1.6):—Pass., to be fulfilled, 2.36,330, al.: esp. pf. part., [μῦθος] τετελεσμένος ἐστί Il.1.388, cf.h.Ven.26; elsewhere in Hom. only neut., τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται Il.1.212, cf. 8.286, al.:—Med., τελέσασθαι δίκην bring a suit to issue, D.38.18, cf. 39.18 (Pass.).
3 grant in full, work out, ἀγαθόν τινι, ὅ τι φρεσὶν ᾗσι μενοινᾷ Od.2.34; νόστον 15.112; μόγις δ' ἐτέλεσσε Κρονίων 3.119; τ. λυγρά 18.134; γῆρας ἄρειον 23.286; κακὰ κήδεα τ. τινί Il.18.8, cf. Od.4.699, 18.389, S.Ant.3; θεῶν τελεσάντων (sc. αὐτό) Pi.P.10.49; εὖ τελεῖ θεός A. Th. 35.
4 ὅρκια τελεῖν = make an oath effective, Il.7.69: later, execute a legal document, δημόσιος χρηματισμὸς τετελεσμένος δι' ἐπιτηρητῶν ἀγορανομίας Mitteis Chr.200.10 (iii A.D.), cf. POxy.290.22 (i A.D.), etc.
5 bring to fulfilment or bring to perfection, ἀρετὰν.. πεπρωμέναν τελέσει Pi.N.4.43; τ. τινά bless him with perfect happiness, Id.I.6(5).46 (dub.); so τετελεσμένον ἐσλόν Id.N.9.6; τελεσθεὶς ὄλβος A.Ag.751 (lyr.): also, bring a child to maturity, bring it to the birth, E.Ba.100 (lyr.).
b with an Adj. added, ἅπαντας ἡ παίδευσις ἡμέρους τελεῖ = education makes everybody perfectly gentle, Men.Mon.41.
6 bring to an end, finish, end, ἐξ ἀγαθοῦ γὰρ ἀρξάμενος τελέω τὸν λόγον εἰς ἀγαθόν Lyr.Alex. Adesp. 21.2.
7 of time, ὅτε δὴ τρίτον ἦμαρ.. τέλεσ' Ἠώς Od.5.390; βίον τ. Simon.36, S.Ant.1114; πολλοὺς τρόχους ἡλίου ib.1065; τελευτὴν τοῦ βίου Id.Tr.79; also τ. νοῦσον come to the end of it, Hes. Th.799:—Pass., περὶ δ' ἤματα μακρὰ τελέσθη Od.10.470, cf. Hes. Th.59; τετελεσμένον εἰς ἐνιαυτόν ib.795; ἐν τοῖς ἔτεσι τοῖς δὶς ἑπτὰ τετελ. Arist.HA581a14, cf. Metaph.994a26; of men, come to one's end, οἴμοι.. δεσπότου τελουμένου A.Ch.875 (s. v.l.).
8 sometimes intr., like the Pass., come to an end, be fulfilled, turn out, οὐ γὰρ οἶδ' ὅπῃ τελεῖ ib.1021, cf. Pers.225 (troch.), S.El.1417 (lyr.): later = τελέθω, to be, φύσει τελῶν μνησίκακος Tz.H.2.83, al.
II pay what one owes, what is due, λιπαρὰς τελέουσι θέμιστας Il.9.156, 298 (unless this means 'will administer good laws'); νῆας.. αἵ κεν τελέοιεν ἕκαστα ἄστε' ἐπ' ἀνθρώπων ἱκνεύμεναι bring supplies of everything, Od. 9.127: generally, pay, present, δῶρα, δωτίνην, Il.9.598, Od.11.352; μισθόν Il.21.457, Eup.4; ἀργύριον Pl.Ly.208b; ἀργύριον.. μισθόν Id.Prt.311d; δύο δραχμὰς μισθόν Ar.Ra.173: metaph., τ. ὕμνον Pi.P. 1.79, 2.13; τ. ψυχὰν Ἀΐδᾳ, i.e. die, Id.I.1.68.
b esp. pay tax, duty, toll, φόρον Pl.Alc.1.123a; τὰ τέλη Cratin.Jun.9.5, Arist.Ath. 55.3, cf. Pl.Lg.847b; τ. μετοίκιον pay the tax of a μέτοικος, ib. 850b; ἱππάδα Is.7.39; θητικόν Arist.Ath.7.4, Lex ap. D.43.54; ξενικά D.57.34; συντάξεις Aeschin.3.91; freq. in Papyri, οἱ τελοῦντες τὰ καθήκοντα εἰς τὸ βασιλικόν PTeb.5.174 (ii B.C.), etc.; τ. σῖτον pay one's contribution of corn, X.HG5.3.21: abs., pay tax, IG12.1.2,3, Hdt.2.109:—Pass., of money, etc., to be paid, Id.9.93; of persons, to be in receipt of rent, χώραν ἀτέλεστον ἔχουσιν αὐτοὶ τετελεσμένοι D. Prooem. 55.
2 lay out, spend, χρήματα μεγάλα Hdt.3.137, Pl. Ap.20a, cf. X.Cyr.8.1.13:—Pass., to be spent or be expended, Hdt.2.125; ἐς τὸ δεῖπνον τετρακόσια τάλαντα τετελεσμένα laid out upon the dinner, Id.7.118; ἕνδεκα μυριάδας μεδίμνων τελεομένας ἐπ' ἡμέρῃ ἑκάστῃ ib.187, cf. Pl.Lg.955e.
b consume, eat (cf. ἀναλίσκω 1.3), [σιτία] μέτρια τελεύμενα Hp.Aff.47, cf. 26,43,44.
3 since, in many Greek cities, the citizens were distributed into classes acc. to their taxable property, τ. εἴς τινας meant to belong to a class, to be reckoned among, τ. ἐς Ἕλληνας, ἐς Βοιωτούς, belong to the Greeks, the Boeotians, Hdt.2.51, 6.108; εἰς ἀστοὺς τ. become a citizen, S.OT 222; εἰς ἄνδρας τ. come to man's estate, Pl.Lg.923e; εἰς γυναῖκας ἐξ ἀνδρὸς τ. become a woman instead of a man, E.Ba.822; ἕκαστος ἡμῶν ὑπό τινα τελεῖ δαίμονα ὃς πάσης ἡμῶν τῆς ζωῆς ἐπάρχει belongs.., Herm. in Phdr.p.93 A.
4 from the last sense perhaps may be expld. the phrase, κοῖός τις δοκέοι ἀνὴρ εἶναι πρὸς τὸν πατέρα τελέσαι to compare with his father, Hdt.3.34 (τελέσαι om. cod. E, secl. Hude).
III initiate in the mysteries, τινα Pl.Euthd.277d; τῇ μητρὶ τελούσῃ τὰς βίβλους ἀναγιγνώσκειν D.18.259; τυμπανίζειν καὶ τ. Plu.2.60a; τ. τῷ Διονύσῳ Milet.6.23:—Pass., to have oneself initiated, Ar.Nu.258; τετελεσμένος Pl.Phd. 69c, Berl.Sitzb.1927.169 (Cyrene), etc.; ἐτέλεις, ἐγὼ δ' ἐτελούμην D.18.265; Διονύσῳ τελεσθῆναι to be consecrated to Dionysus, be initiated in his mysteries, Hdt.4.79; ὀργίοισι Hp.Lex5, cf. X.Smp.1.10: c. acc., Βακχεῖ' ἐτελέσθη Ar.Ra.357 (anap.); τελέους τελετὰς τελούμενος Pl.Phdr.249c, cf. 250b; also τ. μεγάλοισι τέλεσι Id.R.560e.
b in Magic, endow a thing with potency, consecrate it, PMag.Par.1.1744, PMag.Lond.46.242, 121.590, Sch.Ar.Pl. 884.
c enchant, Παλλάδιον τετελεσμένον Eust.ad D.P.620.
2 metaph., τελεσθῆναι στρατηγός to be formally appointed general, D. 13.19; τετελεσμένος σωφροσύνῃ a votary of temperance, X.Oec.21.12.
3 also of sacred rites, perform, ἱερά E.Ba.485, cf. IT464 (anap.); θυσίαν τοῖς θεοῖς D.S.4.34, cf. Plu.Thes.16; ὄργια IG14.1183 (Rome), Paus.4.14.1; γάμον, γάμους, Call.Ap.14, Lyc. 1387:—Pass., Pl.Lg.775a.
4 Pass., of women, to be married, GDI3721.5,9 (Cos).
German (Pape)
[Seite 1087] ep. τελείω, fut. τελέσω, ep. τελέσσω, att. τελῶ, Plat. Prot. 311 b, vgl. Il. 8, 415, u. so auch τελεύμενα bei Her. 3, 134 zu nehmen; pass. τετέλεσμαι u. s. w.; – 1) vollenden, vollbringen, vollführen, ins Werk richten, in Erfüllung gehen lassen, was man versprochen hat, das Gebet, den Wunsch u. dgl.; πύματον δρόμον τέλεον ἵπποι, Il. 23, 373. 768, wie Soph. El. 716; ἀέθλους, Od. 3, 262; Hes. Th. 951. 994; ἦμαρ, Od. 5, 390. 9, 76; τελέωμεν μῦθον, 4, 776, das Wort od. Versprechen erfüllen, wie πάντα γὰρ ἤδη τοι τελέω, τὰ πάροιθεν ὑπέστην, Il. 23, 20; vgl. 21, 457; Od. 4, 699 u. öfter; ὑπόσχεσιν, 10, 483; ἔπος, Il. 14, 44. 23, 543 Od. 20, 236; νόον, Einem seinen Wunsch erfüllen, Il. 23, 149; τινί τι, Einem Etwas gewähren, verleihen, 9, 157. 23, 559 Od. 22, 51; auch τελέσαι κότον, χόλον, den Groll, Zorn ausführen, sättigen, befriedigen, Il. 1, 82. 4, 178; ὅρκια τελεῖν, = ὅρκον τελευτᾶν, den Schwur gültig machen, in Kraft treten lassen, 7, 69; ἐέλδωρ, Hes. Sc. 36; c. inf., οὐδ' ἐτέλεσσε φέρων δόμεναι τεκέεσσιν, Il. 12, 222, er führte es nicht aus, es seinen Jungen zu bringen; übh. bewirken, bereiten, ἀγαθόν, Od. 2, 34; γῆρας ἄρειον, 23, 286; κακόν τινι, Il. 18, 389; λυγρά, Od. 18, 134, κακὰ κήδεα, Il. 18, 9. Eben so pass. vollendet, erfüllt werden, in Erfüllung gehen, geschehen; ἤματα μακρὰ τελέσθη, Od. 10, 470. 19, 153; Hes. Th. 59; τὰ δἢ νῦν πάντα τελεῖται, Il. 2, 330 u. oft; ἅ ῥ' οὐ τελέεσθαι ἔμελλον, 2, 36, was nicht in Erfüllung gehen sollte; ὦ γέρον, οὔπω τοῦτο ἔπος τελέεσθαι ὀΐω, Od. 3, 226, wie ὧδε γὰρ ἡμέτερόν γε νόον τελέεσθαι ὀΐω, 22, 215; ἦ μέγα ἔργον ὑπερφιάλως τετέλεσται Τηλεμάχῳ, ὁδὸς ἥδε, er hat ein großes Werk ausgeführt; oft in der Vrbdg ὧδε γὰρ ἐξερέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται; im masc. nur Il. 1, 388 H. h. Ven. 26; τελεύμενόν ἐστι, Her. 1, 206; αὐτίκ' ἔπειθ' ἅμα μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον, Il. 19, 242, gesagt, gethan; χρησθὲν τέλεσσεν, Pind. Ol. 2, 40, erfüllte die Weissagung; τελεῖ κούφαν κτίσιν, 13, 83; πεπρωμέναν τελέσει ἀρετάν, N. 4, 43; ἐτέλεσσεν βασιλεῦσιν ὕμνον, P. 2, 13; πρὶν τελέσσαι σὺν Εἰλειθυίᾳ, 3, 9, d. i. ehe sie geboren; νεκρῶν τελεσθέντων, Ol. 6, 15; δεσπότου τελουμένου, da der Herr getödtet worden, Aesch. Ch. 862, wie es später mit u. ohne βίον »das Leben beschließen«, »sterben« heißt. – In allen diesen Beziehungen auch bei den Tragg.: ψευδηγορεῖν γὰρ οὐκ ἐπίσταται στόμα τὸ Δῖον, ἀλλὰ πᾶν ἔπος τελεῖ, Aesch. Prom. 1035; τὰς ἐμὰς εὐχὰς τέλει, Ag. 947; τελέσαι τὰς κατάρας, Spt. 706; ἔξεστι γάρ μοι μὴ λέγειν ἃ μὴ τελῶ, Eum. 859; βίον, τελευτὴν βίου, Soph. Trach. 79; ὡς τελεσθῆναι χρεὼν τὰ μαντεῖα, 173; ausführen, τοὔργον, El. 1391; ὑμῖν δὲ ταῦτα πάντ' ἐπισκήπτω τελεῖν, O. R. 252, vgl. Tr. 285; ἐπαίνο υ τεύξεται, ἐὰν μόνον τὸ ταχθὲν εὖ τολμᾷ τελεῖν, Ai. 524; ἱερά (s. τέλος u. τελετή), Eur. Bacch. 485; πάντα ἤδη τετέλεσται βασιλεῦσι, Alc. 130; τὰ δοκηθέντ' οὐκ ἐτελέσθη, Med. 1417; u. in Prosa, τὰ προστάγματα τελεῖν, Plat. Legg. XI, 926 a, u. öfter, wie Folgde überall. – 2) eine bestimmte Abgabe, einen Tribut erlegen, bezahlen, zollen; θέμιστας, Il. 9, 156. 298; darbringen, geben, δῶρα, δωτίνην, 9, 598 Od. 11, 352; gew. aber mit der Nebenbdtg, daß man zu der Gabe verpflichtet ist; in Athen von allen Abgaben an den Staat, Zöllen u. dgl., τελεῖν τὸ ἱππικόν, τὸ θητικόν (Dem. 43, 54), τὸ ξενικόν (Dem. 57, 34), die Abgabe des θής, ξένος entrichten, s. Böckh's Ath. Staatshaush. II p. 36; μισθόν, Ar. Ran. 173, wie Plat. Prot. 311 c; ὃν φόρον τελοῦσιν οἱ Λακεδαιμόνιοι τοῖς βασιλεῦσι, Alc. I, 123 a; μετοίκιον, Legg. VIII, 850 b; ὃς τετέλεκε χρήματα σοφισταῖς πλείω ἤ, Apol. 20 a; ἐνοίκιον, Plut. Sull. 1; übh. ausgeben, aufwenden, εἰς τὸ δεῖπνον τετρακόσια τάλαντα τετελεσμένα, Her. 7, 118; πολλὰ εἴς τι, Xen. Cyr. 8, 1, 13. – Pass. sich bezahlen lassen, Dem. prooem. 55. – Weil in Athen die sämmtlichen Bürger nach ihrem Vermögen in Klassen getheilt waren und danach ihre Steuern u. Abgaben entrichteten, hieß τελεῖν εἰς ἱππάδα oder εἰς ἱππέας, zur Ritterschaft steuern, so viel wie dem Vermögen nach zum Ritterstande gehören u. danach die Abgaben entrichten; oft bei Sp., wie Plut.; auch τελεῖν τὴν ἱππάδα, Sol. 18; vgl. Isae. 7, 39. – Dah. allgemein, τελεῖν εἴς τι, εἰς τάξιν τινά, wozu gehören, zu einer Klasse gezählt werden, ἐς Βοιωτοὺς τελέειν, zu den Böotern gehören, Her. 6, 108; u. dah. ist auch die ungewöhnl. Vrbdg zu erkl. κοῖός τις δοκέοι ἀνὴρ εἶναι πρὸς τὸν πατέρα τελέσαι Κῦρον, 3, 34, um ihn mit seinem Vater Kyros zu vergleichen; ὕστερος γὰρ ἀστὸς εἰς ἀστοὺς τελῶ, Soph. O. R. 222; τί δὴ τόδ' εἰς γυναῖκας ἐξ ἀνδρὸς τελῶ, Eur. Bacch. 820; πρὶν εἰς ἄνδρας δυνατὸς εἶναι τελεῖν, Plat. Legg. XI, 923 e, Sp.; Plut. sagt auch τοὺς ἐν συγκλήτῳ τελοῦντας, Romul. 13. – 3) weihen, einweihen, bes. in die Mysterien, wahrscheinlich nicht etwa diese als das Höchste, od. dem Menschen die wahre Vollendung Gebende betrachtet, sondern von 2: zu den Eingeweihten rechnen (vgl. τέλος); Διονύσῳ Βακχείῳ τελεσθῆναι, Her. 4, 79; Ar. Ran. 257 Nubb. 259; Plat. Euthyd. 277 d; τελούμενος μεγάλοισι τέλεσι, Rep. VIII, 560 e, u. sonst; Dem. u. A.; τετελεσμένος θεῷ, einem Gotte geweiht, Xen. Conv. 1, 10; auch übertr., τετελεσμένος σωφροσύνῃ, Oec. 21, 12; dah. auch wozu ernennen, erwählen, τελεσθῆναι ἐκαστος στρατηγὸς σπουδάζων, Dem. 13, 19. – 4) intr., wie τελευτάω, in Erfüllung gehen, τάχ' εἰσόμεσθα τἀπίσημ' ὅπη τελεῖ, Aesch. Spt. 641; Ch. 1017 Pers. 221; τελοῦσ' ἀραί, Soph. El. 1409. – Auch τελεῖν εἰς πόλιν, γῆν, nach einem Orte hingelangen, wobei man ὁδόν oder πλοῦν u. dgl. ergänzen kann, eigtl. den Weg nach einem Orte vollenden, Eur. Suppl. 1142; ἐς Φάρσαλον ἐτέλεσε, Thuc. 4, 78, vgl. 2, 97; ἐπὶ τὸ τέρμα, Luc. Tim. 20, vgl. Tex. 52. S. Schäf. melet. p. 94 u. ἀνύω.
French (Bailly abrégé)
τελῶ :
impf. ἐτέλουν, f. τελέσω, att. τελῶ, ao. ἐτέλεσα, pf. τετέλεκα;
Pass. f. τελεσθήσομαι, ao. ἐτελέσθην, pf. τετέλεσμαι;
A. tr. I. accomplir, d'où :
1 exécuter, réaliser : τι qch ; ἔργον OD accomplir une œuvre ; τ. ἔργον τε ἔπος τε OD litt. accomplir action et parole tout à la fois, càd faire ce qu'on dit ; ἦμαρ OD faire poindre le jour ; Pass. être accompli, être exécuté : ἅμα μῦθος ἐην, τετέλεστο δὲ ἔργον IL la chose était aussitôt faite que dite ; τ. θυσίαν PLUT accomplir un sacrifice ; ὑπόσχεσιν OD accomplir une promesse ; ἔπος IL, μῦθον OD m. sign. ; εὐχάς ESCHL, λιτάς ESCHL exaucer une prière ; νόον IL accomplir la pensée de qqn, càd répondre à son attente ; Pass. s'accomplir : τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται IL et cela aussi s'accomplira ; en parl. de sentiments τ. κότον IL, χόλον IL laisser éclater sa colère;
2 laisser s'accomplir : ὅρκια IL une promesse faite avec serment ; τι un projet;
3 causer, produire, procurer : λυγρά OD envoyer des choses pénibles (revers, contrariétés, etc.) ; κακά SOPH envoyer des maux ; τινι γῆρας ἄρειον OD procurer à qqn une vieillesse meilleure ; νόστον OD procurer à qqn son retour;
II. mettre un terme à ; achever, finir, terminer : δρόμον IL une course ; ἀέθλους OD soutenir des combats ; τὸν βίον SOPH passer sa vie, mourir ; δεσπότου τελουμένου ESCHL le maître étant tué;
III. s'acquitter de, payer : θέμιστας des rétributions ; μισθόν IL un salaire ; δῶρα τ. τινι IL faire des présents à qqn ; ἀργύριον τ. τινι PLAT payer une somme d'argent à qqn ; abs. payer une taxe ; τελεῖν εἴς τινας ATT payer l'impôt dans une classe ; Pass. être acquitté, être payé ; être classé, compter : ἐς Ἕλληνας HDT, ἐς Βοιωτούς HDT faire partie des Grecs, des Béotiens ; εἰς ἀστούς SOPH faire partie des citoyens ; p. anal. ἐν συγκλήτῳ PLUT être du sénat ; fig. κοῖός τις δοκέοι ἀνὴρ εἶναι πρὸς τὸν πατέρα τελέσαι Κῦρον HDT (Cambyse demandait) quel homme il avait la réputation d'être par comparaison (litt. pour être classé) avec son père ; p. ext. payer, en gén. dépenser de l'argent ; οὐ πολὺ τελέσας XÉN sans avoir dépensé beaucoup ; acquitter une dépense;
IV. amener à achèvement, à terme ; amener à la perfection au sens religieux, càd accomplir la cérémonie de l'initiation, initier aux mystères ; d'ord. au Pass. Διονύσῳ τελεσθῆναι HDT avoir été initié aux mystères de Dionysos ; abs. être initié, se faire initier ; fig. τετελεσμένος σοφρωσύνῃ XÉN initié aux mystères de la sagesse, parfaitement sage ; p. anal. initier à une fonction, investir d'une charge;
B. intr. 1 s'accomplir, se réaliser : τελοῦσ' ἀραί SOPH les malédictions s'accomplissent;
2 arriver au terme, particul. arriver au terme d'un voyage : ἐς Ἴστρον THC, εἰς Σκύθας LUC parvenir à l'Ister, chez les Scythes ; ἐπὶ τὸ τέρμα LUC au but ; avec un inf., venir à bout de, parvenir à ; avec idée de temps εἰς ἐνενήκοντα τ. ἔτη LUC parvenir jusqu'à l'âge de quatre-vingt-dix ans.
Étymologie: τέλος.
Russian (Dvoretsky)
τελέω: эп. тж. τελείω (fut. τελέσω - эп. τελέσσω и τελέω, атт. τελῶ, aor. ἐτέλεσα - эп. ἐτέλεσσα, pl. τετέλεκα; pass.: aor. ἐτελέσθην, pf. τετέλεσμαι)
1 кончать, оканчивать (τι, τετέλεστο ἔργοι Hom.): τελέσαι δόμον Theocr. выстроить дом; τετελεσμένον γενέσθαι Arst. возникнуть в законченном виде; τελέσασθαι δίκην Dem. довести судебное дело до конца;
2 совершать, выполнять (ἱερά Eur.): τ. ἀέθλους Hom. сражаться; νόμους σώζοντα τὸν βίον τ. Soph. всю жизнь соблюдать законы, жить согласно законам; τελέσαι ἔργον τε ἔπος τε Hom. сказать и тут же сделать; ἅμα μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον Hom. сказано - сделано; ὅτε τρίτον ἦμαρ τέλεσ᾽ Ἠώς Hom. с наступлением третьего дня (досл. когда свершила третий день Эос);
3 осуществлять, исполнять (ὑπόσχεσιν Hom.; λιτάς Aesch.; τελεσθήσεται πάντα τὰ γεγραμμένα NT): ἅ ῥ᾽ οὐ τελέεσθαι ἔμελλον Hom. то, чему не суждено было сбыться; τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται Hom. и это исполнится; τ. κότον или χόλον Hom. удовлетворять (свой) гнев, вымещать злобу; σὺ δέ οἱ νόον οὐκ ἐτέλεσσας Hom. ты не исполнил его желания; Διὸς δ᾽ ἐτελείετο βουλή Hom. свершалась воля Зевса;
4 осуществляться, сбываться Aesch.: τελοῦσιν ἀραί Soph. сбываются проклятья;
5 умерщвлять, убивать: οἴμοι τελουμένου! Aesch. увы, он убит!;
6 доводить до совершенства (ἀρετάν Pind.; τελεσθεὶς ὄλβος Aesch.);
7 делать счастливым (τινα Pind.);
8 делать (ἡμέρους ἅπαντας Men.);
9 производить на свет, создавать (ταυρόκερων θεόν Eur.);
10 причинять, доставлять, ниспосылать (γῆρας ἄρειόν τινι Hom.; κακά τινι Soph.);
11 вносить, платить, уплачивать (μισθόν Hom.; ἀργύριόν τινι Plat.; φόρους NT): τ. τὸ μετοίκιον Plat. платить установленный для метэков налог; τ. τὴν ἱππάδα Isae., Plut.; платить налоги по всадническому цензу;
12 (от)давать, приносить (δῶράτινι Hom.): ψυχὰν Ἀΐδᾳ τ. Pind. отдавать душу Аиду, т. е. умирать;
13 платить налоги: κατὰ λόγον τῆς τεταγμένης ἀποφορῆς τ. Her. платить налоги в соответствии с установленной податной разверсткой; τὸν σῖτον τ. Her. вносить (натуральный) налог хлебом; τ. εἰς ἱππέας Plut. платить налоги по списку всадников, т. е. принадлежать к сословию всадников;
14 принадлежать, относиться (ἐς Ἓλληνας Her.; εἰς ἄνδρας Plat.; ἐν συγκλήτῳ Plut.): εἰς ἀστοὺς τ. Soph. числиться горожанином; πρός τινα τελέσαι Her. сравнить (кого-л.) с кем-л.;
15 расходовать, тратить (χρήματα πολλά Her.): οὐ πολὺ τελέσας Xen. без больших расходов; τὰ τελούμενα εἴς τι Plat. расходы на что-л.;
16 приходить, доходить (ἐξ Ἀβδήρων ἐς Ἴστρον Thuc.): τ. ἐπὶ τὸ τέρμα Luc. достигать места назначения; τὰς πόλεις τ. NT обойти (все) города; εἰς ἐνενήκοντα τ. ἔτη Luc. дожить до девяностолетнего возраста; ἄχρι τελεσθῇ τὰ χίλια ἔτη NT пока не пройдет тысяча лет;
17 вводить в таинства, посвящать (τινα Plat.): τελεσθῆναι Διονύσῳ Her. или Βακχεῖα Arph. быть посвященным в таинства Диониса (Вакха): τελεῖσθαι τελετὴν или τέλεσι Plat. получать посвящение; τετελεσμένος σωφροσύνῃ Xen. приобщившийся к благоразумию, благоразумный; στρατηγὸς τελεσθῆναι Dem. быть назначенным в полководцы.
Greek (Liddell-Scott)
τελέω: καὶ τελείω Ἐπικ., ἀμφότερα παρ’ Ὁμ.: Ἐπικ. παρατ. τέλεον Ἰλ. Ψ. 768, Ἰων. τέλεσκον Καλλ. εἰς Ἄρτ. 123, κλπ.· ― μέλλ. τελέσω Πινδ. Ν. 4. 76, Ξενοφ. Κύρ. 8. 6, 3, (δια-) Πλάτ.· Ἐπικ. τελέσσω Ἰλ. Ψ. 559· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. καὶ Ἴωσι τελέω Ἰλ. Θ. 415., Μ. 59, Ὁδ. Β. 256, κλπ.· Ἀττικ. τελῶ Σοφ. Ἠλ. 1435, Ἀριστοφάν. Βάτρ. 173, Πλάτ. Πολιτικ. 311Β, ὡσαύτως ἐν Ἰλ. Δ. 161· ― ἀόρ. ἐτέλεσα Ἀττ., Ἐπικ. ἐτέλεσσα Ἰλ. Μ. 222· ― πρκμ. τετέλεκα Πλάτ. Ἀπολ. 20Α, Δημ. 295. 29. ― Μέσ., μέλλ. (ἴδε κατωτ.)· ἀόρ. ἐτελεσάμην Δημ. 990. 1, κλπ. ― Παθ., Ἐπικ. ἐνεστ. τελείομαι· μέλλ. τελεσθήσομαι Θεοφρ. Χαρ. 16· ἀλλὰ μέσ. μέλλ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, τελεῖται Αἰσχύλ. Πρ. 929, Ἀγ. 68, κλπ., τελέεσθαι Ἰλ. Β. 36, τελεῖσθαι Ὀδ. Ψ. 284, μετοχ. τελεύμενος Ἡρόδ. 1. 206., 3. 134· ἀόρ. ἐτελέσθην καὶ πρκμ. τετέλεσμαι Ὅμηρ., κλπ.· ― ὑπερσυντ. τετέλεστο Ἰλ. Τ. 242· (τέλος). Ἐκτελῶ, ἐπληρῶ, καὶ καθόλου, κάμνω, διενεργῶ, τελειώνω, φέρω εἰς πέρας, Λατ. perficere, συχν. παρὰ ποιηταῖς ἀπὸ τοῦ Ὁμήρ. καὶ ἐφεξῆς, ἀλλ’ οὐχὶ τοσοῦτον σύνηθες ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ (πλὴν ἐν τῇ σημασ. ΙΙ καὶ ΙΙΙ)· τελέσαι ἔργον τε ἔπος τε Ὀδ. Β. 272, πρβλ. Ἰλ. Α. 108, 523, κλπ.· τ. φιλοτήσια ἔργα Ὀδ. Λ. 246· μ’ ἔφαντο ἄξειν εἰς Ἰθάκην, οὐδ’ ἐτέλεσσαν, ἀλλὰ δὲν ἐξετέλεσαν τὸν λόγον των, Ν. 212· τ. ἀέθλους, πόνον Γ. 262, Ψ. 250, κλπ.· ἀλλὰ παρὰ Τραγικ. ὡσαύτως, τ. τὰ προστάγματα Πλάτ. Νόμ. 926Α, πρβλ. D. ― Παθητ., τελοῦμαι, ἐκτελοῦμαι, ἐκπληροῦμαι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατ’ οὐδ. μετοχ. πρκμ., τὸ καὶ τετελεσμένον ἐστί, ἔσται, κτλ.· τὸ ἀρσεν. μόνον ἐν Ἰλ. Α. 388, Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 26· τὸ θηλ. οὐδαμοῦ· οὕτως, ἔσται ταῦτα τελεύμενα Ἡρόδ. 1. 206· εἰ καὶ τετελεσμένον ἐστὶ = τελεῖσθαι δύναται Ὀδ. Ε. 90, κλπ., πρβλ. Ηeyne εἰς Ἰλ. Ξ. 195· ὡσαύτως, τετέλεστο δὲ ἔργον Η. 465· αὐτίκ’ ἔπειθ’ ἅμα μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον, ἐλέχθην δὲ ὁ λόγος καὶ ἀμέσως ἦτο τελειωμένον τὸ ἔργον, Υ. 242· ἐάν... ἔργον τελῆται Πλάτ. Πολ. 389D, πρβλ. Πολιτικ. 288C. 2) ἐκτελῶ, ἐκπληρῶ τὸν λόγον μου, ἔπος, μῦθον, ὑπόσχεσιν Ἰλ. Ξ. 44, Ὀδ. Ε. 776, Κ. 483· τελέω τὰ πάροιθεν ὑπέστην Ἰλ. Ψ. 20, πρβλ. Φ. 457, Ὀδ. Δ. 699· ἐντεῦθεν ὡσαύτως, παρέχω εἴς τινα τὴν ἐκπλήρωσιν πράγματός τινος, τινί τι Ἰλ. Ι. 157, Ὀδ. Χ. 51· τελ. νόον τινί, ἐκπληρῶ τὴν ἐπιθυμίαν τινός, Ἰλ. Ψ. 149· τελ. ἐέλδωρ Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 36· τελέσαι κότον, χόλον, νὰ καταπίῃ τὸν θυμόν του, τὴν ὀργήν του, Ἰλ. Α. 82, Δ. 178· λιτὰς Αἰσχύλ. Θήβ. 627· κατάρας αὐτόθι 725· σπανίως μετ’ ἀπαρεμφ., οὐδ’ ἐτέλεσσε φέρειν, οὐδὲ κατώρθωσε νά..., Ἰλ. Μ. 222, (πρβλ. ἀνύω Ι. 4). ― Παθ., ἐκτελοῦμαι, ἐκπληροῦμαι, Β. 36, 330, κ. ἀλλ.· τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται Α. 212, Θ. 286, κλπ. ― Μέσ., τελέσασθαι δίκην, ἀγαγεῖν εἰς τέλος, Δημ. 990. 2, πρβλ. 999. 25. 3) ἐκτελῶ, παρέχω, δίδω, εἴθε οἱ αὐτῷ Ζεὺς ἀγαθὸν τελέσειεν ὅ τι φρεσὶν ᾗσι μενοινᾷ Ὀδ. Β. 34· νόστον Ο. 112· μόγις δ’ ἐτέλεσσε Κρονίων Γ. 119· ὡσαύτως ἐπὶ κακοῦ, τ. λυγρὰ Σ. 134· γῆρας Ψ. 286· κακὰ κήδεα τ. τινὶ Ἰλ. Σ. 8, πρβλ. Ὀδ. Σ. 389, Σοφ. Ἀντ. 3, κλπ. 4) ὅρκια τελεῖν, ὡς τὸ ὅρκον τελευτᾶν, τελειώνω, συμπληρῶ ἢ ἐπιβεβαιῶ ὅρκον, Ἰλ. Η 69· ἀπολ., ἐκτελῶ τι, θεῶν τελεσάντων Πινδ. Π. 10. 78, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 35, 782, Σοφ. Ἠλ. 947, κλπ. 5) ποιῶ τι τέλειον, τελειοποιῶ, ἀρετὰν Πινδ. Ν. 4. 70· τ. τινα, παρέχω εἴς τινα τὰς εὐλογίας τελείας εὐτυχίας, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 6 (5). 67· οὕτω, τετελεσμένον ἐσλὸν ὁ αὐτ. ἐν Ν. 9. 13· τελεσθεὶς ὄλβος Αἰσχύλ. Ἀγ. 752· ― ὡσαύτως, ποιῶ τι τέλειον, ἐπὶ βρέφους, ἁνίκα Μοῖραι τέλεσαν ταυρόκερων θεὸν Εὐρ. Βάκχ. 100. β) μετ’ ἐπιθέτου, ἅπαντας ἡ παίδευσις τελεῖ, καθιστᾷ ἡμέρους, Μενάνδρ. Μονόστ. 41. β) φέρω εἰς τέλος, τελειώνω, δρόμον, ὁδὸν Ἰλ. Ψ. 373, Β. 256· ὁδοῦ τέρματα Θέογν. 1166· ἀλγινόεσσαν ὁδὸν Μίμνερμ. 11. β) ἐνίοτε ὡσαύτως καὶ ἄνευ τοῦ ὁδὸν (ὡς τὸ ἀνύω Ι. 4), ἐξ Ἀβδήρων ἐς Ἴστρον τ. Θουκ. 2. 97· ἐς Φάρσαλον Δ. 78. 7) ἐπὶ χρόνου, ὅτε δὴ τρίτον ἦμαρ... τέλεσ’ ἠὼς Ὀδ. Ε. 390· βίον τ. Σιμωνίδ. 45, Σοφ. Ἀντ. 1114· πολλοὺς τροχοὺς ἡλίου αὐτόθι 1065· τελευτὴν τοῦ βίου ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 79· ὡσαύτως, τελῶ νοῦσον, φθάνω εἰς τὸ τέλος τῆς νόσου, αὐτὰρ ἐπὴν νοῦσον τελέσῃ Ἡσ. Θεογ. 800, ― Παθ., ἤματα μακρὰ τελέσθη Ὀδ. Κ. 470, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 59· τετελεσμένον εἰς ἐνιαυτὸν αὐτόθι 795· ἐν τοῖς ἔτεσι τοῖς δὶς ἑπτὰ τετελ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἰστ. 7. 1. 2, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1 (ἐλάττ.). 2, 6· ― καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων, ἔρχομαι εἰς τὸ τέλος μου, εἰς τὸ τέλος τῆς ζωῆς μου, οἴμοι... δεσπότου τελουμένου Αἰσχύλ. Χο. 875, πρβλ. Dissen εἰς Πινδ. Ο. 9. 15 (23). 8) ἐνίοτε ἀμεταβ. ὡς τὸ παθ., ἔρχομαι εἰς τέλος, ἐκτελοῦμαι, ἀποβαίνω κατά τινα τρόπον, Αἰσχύλ. Χο. 1021, Θήβ. 693, Πέρσ. 225, Σοφ. Ἠλ. 1419· ― παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως τελέθω, εἶμαι, Τζέτζ. ΙΙ. ἀποτίνω ὅ,τι ὀφείλω, ὅ,τι εἶναι πρέπον, θέμιστας Ἰλ. Ι. 156, 298· καθόλου, τελῶ, πληρώνω, παρέχω δῶρον, δωροῦμαι, δῶρα, δωτίνην Ἰλ. Ι. 598, Ὀδ. Λ. 352· μισθὸν Ἰλ. Φ. 457· ἀργύριον Πλάτ., κλπ.· δύο δραχμὰς μισθὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 173· μεταφόρ., τ. ὕμνον Πινδ. Π. 1. 153., 2. 24· τ. ψυχὰν Ἁΐδᾳ, δηλ. ἀποθνήσκω, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 1. 99. β) ἰδίως, πληρώνω φόρον, δασμόν, τέλος, τ. τὸν μισθὸν Εὔπολ. ἐν «Αἰξὶ» 12· φόρον Πλάτ. Ἀλκ. 4. 123Α· τὰ τέλη τελῶ Κρατῖν. Νεώτ. ἐν «Χείρωνι» 1. 5, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 847Β· χρήματα Πρωτ. 311D· τ. τὸ μετοίκιον, πληρώνω τὸν φόρον μετοίκου, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 850Β· ἱππάδα Ἰσαῖ. 67. 23· τὸ θητικόν, τὸ ξενικόν, παρὰ Δημ. 1067. 27., 1309. 5· σύνταξιν Αἰσχίν. 66. 40· τ. σῖτον, πληρώνω ἢ καταβάλλω τὸ ἀνάλογον μέρος σίτου, τὴν εἰσφοράν μου εἰς σῖτον. Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 21· ἀπολ., τελῶ, πληρώνω φόρους, Ἡρόδ. 2. 109. ― Παθ., ἐπὶ χρημάτων, πληρώνομαι, καταβάλλομαι, ὁ αὐτ. 9. 93· ἐπὶ δὲ προσώπου, ὑπόκειμαι εἰς πληρωμὴν φόρου, φορολογοῦμαι, χώραν ἀτέλεστον ἔχουσιν αὐτοὶ τετελεσμένοι Δημ. 1461. 16. 2) δαπανῶ, ἐξοδεύω, χρήματα πολλὰ Ἡρόδ. 3. 137. ― Παθητ., δαπανῶμαι, ἐξοδεύομαι, ὁ αὐτ. 2. 125· ἐς τὸ δεῖπνον τετρακόσια τάλαντα τετελεσμένα, δεδαπανημένα, ἐψωδευμένα, ὁ αὐτ. 7. 118· ἕνδεκα μυριάδας μεδίμνων τελεομένας ἐπ’ ἡμέρῃ ἑκάστῃ αὐτόθι 187, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 1, 13, Πλάτ. Νόμ. 955Ε· (ἐντεῦθεν τὰ εὐτελής, πολυτελής, κτλ.). 3) ἐπειδὴ ἐν πολλαῖς τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων οἱ πολῖται διῃροῦντο εἰς τάξεις κατὰ τὴν φορολογήσιμον περιουσίαν των, ἡ φράσις τ. εἴς τινας ἐσήμαινεν, ἀνήκω εἴς τινα τάξιν, ὑπολογίζομαι, θεωροῦμαι μεταξύ..., Λατ. censeri inter, τ. ἐς Ἕλληνας, ἐς Βοιωτούς, ἀνήκω εἰς τοὺς Ἕλληνας, τοὺς Βοιωτούς, Ἡρόδ. 2. 51., 6. 108· νῦν δ’ ὕστερος γὰρ ἀστὸς εἰς ἀστοὺς τελῶ, ἀνήκω εἰς ἀστούς, Σοφ. Ο. Κ. 222· εἰς ἄνδρας τ., φθάνω εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, Πλάτ. Νόμ. 923Ε· τί δὴ τόδ’; εἰς γυναῖκας ἐξ ἀνδρὸς τελῶ, τί εἶναι τοῦτο; ἐνῶ εἶμαι ἀνὴρ νὰ καταταχθῶ εἰς τὰς γυναῖκας; Εὐρ. Βάκχ. 822, πρβλ. συντελέω ΙΙΙ, συντελὴς ΙΙ. 4) ἐκ τῆς τελευταίας ταύτης σημασίας δύναται νὰ ἐξηγηθῇ ἡ φράσις, κοῖός τις δοκέοι εἶναι πρὸς τὸν πατέρα τελέσαι, ἐν συγκρίσει πρὸς τὸν πατέρα του, Ἡρόδ. 3. 34. ΙΙΙ. ὡς τὸ τελειόω ΙΙ, ποιῶ τινα τέλειον, μυῶ εἰς τὰ μυστήρια, Πλάτ. Εὐθύδ. 277D· τῇ μητρὶ τελεύσῃ τὰς βίβλους ἀναγιγνώσκειν Δημ. 313. 14, πρβλ. 403. 18. ― Παθητ., μυοῦμαι, εἰσάγομαι εἰς τὰ μυστήρια, Λατ. initiari, Ἀριστοφ. Νεφ. 258· τετελεσμένος Πλάτ. Φαίδων 69C, κλπ.· ἐτέλεις, ἐγὼ δὲ ἐτελούμην Δημ. 315. 8. Διονύσῳ τελεσθῆναι, νὰ καθιερωθῇ εἰς τὸν Διόνυσον, νὰ μυηθῇ εἰς τὰ μυστήρια αὐτοῦ, Ἡρόδ. 4. 79 βεβήλοισι δὲ οὐ θέμις πρὶν ἢ τελεσθῶσιν ὀργίοισιν ἐπιστήμης Ἱππ. Νόμος ἐν τέλ., πρβλ. Ξεν. Συμπ. 1, 10, πρβλ. τέλος V, τελετή· ― μετ’ αἰτ., τελεσθῆναι Βακχεῖα Ἀριστοφ. Βάτρ. 357· τελέους τελετὰς τελούμενος Πλάτ. Φαῖδρ. 249C, πρβλ. 250Β· ἀλλὰ καὶ, τ. μεγάλοισι τέλεσι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 560 Ε. 2) μεταφορ., στρατηγὸς τελεσθῆναι, νὰ διορισθῇ ἐπισήμως ἢ μετὰ τελετῆς στρατηγός, Δημ. 171. 19· τετελεσμένος σωφροσύνῃ, ὀπαδὸς τῆς σωφροσύνης, ἀφωσιωμένος αὐτῇ, Ξεν. Οἰκ. 21, 12. 3) ὡσαύτως ἐπὶ ἱερῶν τελετῶν, τελῶ, ἱερὰ Εὐρ. Βάκχ. 485, πρβλ. Ι. Τ. 464· θυσίαν τοῖς θεοῖς Διόδ. 4. 34, Πλούτ.· ὄργια Ἀνθ. Π. παράρτ. 185, Παυσ.· γάμον, γάμους Λυκόφρ. 1387, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 14. ― Παθ., Πλάτ. Νόμ. 775Α. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 118, καὶ Παντοῖα Φιλολογικὰ τοῦ αὐτοῦ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΖ΄, σ. 435.
English (Autenrieth)
ipf. τέλεον, ἐτέλειον, fut. τελέω, τελεῖ, aor. (ἐ)τέλε(ς)σα, mid. fut., w. pass. signif., τελεῖται, inf. τελέεσθαι, -εῖσθαι, pass. perf. τετέλεσται, plup. -το, aor. (ἐ)τελέσθη: bring to an end or to completion, end, complete, accomplish, fulfil; freq. the pass., be fulfilled, come to pass, Od. 2.176, Od. 5.302; τὸ καὶ τετελεσμένον ἔσται, Il. 1.212; but τετελεσμένος also means ‘to be accomplished,’ ‘practicable,’ Il. 14.196, Od. 5.90.— Pay, render (τινί τι), tribute, gifts, Il. 9.156 f., 598, Od. 2.34.
English (Slater)
τελέω (τελεῖς, -εῖ; -έων: fut. τελέσσω, τελέσει: impf. τέλει: aor. (ἐ)τέλεσσεν, τέλεσαν; τέλεσσον; τελέσαις, -άντων: τελέσαι, τελέσσαι: pass. aor. τελεσθέντων: pf. τετελεσμένον.)
a
I bring to pass, bring about τελεῖ δὲ θεῶν δύναμις καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κούφαν κτίσιν (O. 13.83) “τοῦτ' ἔργον βασιλεὺς ἐμοὶ τελέσαις” (P. 4.230) ἔργον πελώριον τελέσαις (P. 6.41) ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον (P. 10.49) ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ, εὖ οἶδ ὅτι χρόνος ἕρπων πεπρωμέναν τελέσει (N. 4.43) ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι (N. 9.6) ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες (I. 8.30) “Κρονίων, τελεῖς ς[ ]πεπρωμέναν πάθαν (Π̆{ac} et Σ: τέλει Π̆{pc}: δύναται τελέω ἐπιτελέω Σ.) Πα. 8A. 15.
II fulfil (prophecies) ἐν δὲ Πυθῶνι χρησθὲν παλαίφατον τέλεσσεν (sc. Οἰδίπους) (O. 2.40) “τοῦτον ἄεθλον ἑκὼν τέλεσον” (P. 4.165)
III bring to fulness θεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν (P. 5.117)
IV complete (ναῦν) τέλεσαν ἃν πλαγαὶ σιδάρου (τέλεσεν Σ̆{γρ˙}, Wackernagel) (P. 4.246)
b bring to birth τὸν μὲν εὐίππου Φλεγύα θυγάτηρ πρὶν τελέσσαι ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ (P. 3.9) “νῦν σε (Δία) — λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε ξεῖνον ἁμὸν μοιρίδιον τελέσαι” (I. 6.46) τᾶς ὁ κράτιστος ἐράσσατο μιχθεὶς τοξοφόρον τελέσαι γόνον[ Πα. 7B. 52.
c pay tribute of c. acc. & dat. παίδεσσιν ὕμνον Δεινομένεος τελέσαις (P. 1.79) ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον (P. 2.13) ψυχὰν Ἀίδᾳ τελέων οὐ φράζεται δόξας ἄνευθεν (I. 1.68)
d dub., ? reckon up ἑπτὰ δ' ἔπειτα πυρᾶν νεκρῶν τελεσθέντων Ταλαιονίδας εἶπεν (νεκροῖς coni. Wil.: τελεσθεισᾶν Pauw, cf. Fraenkel on Ag. 562: τὰς πυρὰς ὁ Πίνδαρος καταριθμεῖται οὐ πρὸς αὐτοὺς τοὺς στρατηγοὺς ἀλλὰ τὰ τούτων στρατεύματα Σ; of the army of the Seven, cf. Thummer, 17̆{2}) (O. 6.15)
e fragg. τελέσαι δ' ὀλ[ κα]τελάμβανον[ (Snell: τελε.αι G-H: τελεται Lobel) Πα. 12. 1. μάντις ὡς τελέσσω ἱεραπόλος Παρθ. 1. 5.
Spanish
llevar a cabo, cumplir, consagrar, dotar de poder mágico, iniciar en los misterios
English (Strong)
from τέλος; to end, i.e. complete, execute, conclude, discharge (a debt): accomplish, make an end, expire, fill up, finish, go over, pay, perform.
English (Thayer)
τέλω; 1st aorist ἐτελεσα (cf. Winer's Grammar, § 13,3c.); perfect τετέλεκα (τελεῖται (L T Tr WH); perfect τετελεσμαι; 1st aorist ἐτελέσθην; 1future τελεσθήσομαι; (τέλος); from Homer down;
1. to bring to a close, to finish, to end: ἔτη, passive, passed, finished, Homer and Hesiod down; Aristotle, h. a. 7,1at the beginning, p. 580{a}, 14 ἐν τοῖς ἔτεσι τος δίς ἑπτά τετελεσμενοις); τριῶν τελουμενων ἡμερῶν, Lucian, Alex. 38); τόν δρόμον (Homer, Iliad 23,373, 768; Sophocles Electr. 726), τούς λόγους, L T Tr WH; τάς παραβολάς, ἄχρι τελεσθῶσιν αἱ πληγαί, τέλειν τάς πόλεις, i. e. your flight or journey through the cities (R. V. ye shall not have gone through the cities, etc.), ἀνύειν τούς τόπους, Polybius 5,8, 1; τά ἕλη, 3,79, 5; consummare Italiam, Flor. 1, (13) 18,1; explere urbes, Tibull. 1,4, 69; conficere aequor immensum, Vergil Georg. 2,541; also xii., signorum orbem, Cicero, nat. deor. 2,20, 52); with the participle of a verb (like ἄρχομαι, παύομαι, cf. Winer's Grammar, § 45,4a.; Buttmann, § 144,14), to perform, execute, complete, fulfill (so that the thing done corresponds to what has been said, the order, command, etc.), i. e. α. with special reference to the subject-matter, to carry out the contents of a command": τόν νόμον, Winer's Grammar, 134 (127)); τήν ἐπιθυμίαν (i. e. τό ἐπιθυμουμενον), β. with reference also to the form, to do just as commanded, and generally involving a notion of time, to perform the last act which completes a process, to accomplish, fulfill: ἅπαντα (πάντα) τά κατά νόμον, τήν μαρτυρίαν, the duty of testifying, τό μυστήριον, passive, Winer's Grammar, 277 (260)); τό βάπτισμα, passive, πάντα, passive, τελέω and τελειόω may be seen in this verse); τούς λόγους (τά ῤήματα) τοῦ Θεοῦ, passive, ἅπαντα (πάντα) τά γεγραμμένα, γράφω, 2c.); with ἐν ἐμοί (in me) added, in my experience, ἐν πληγαῖς, in the infliction of calamities, τετέλεσται (A. V. it is finished) everything has been accomplished which by the appointment of the Father as revealed in the Scriptures I must do and bear, τελειόω, 2, which see (made perfect): L T Tr WH.
3. to pay: τά δίδραχμα, φόρους, τόν φόρον, Plato, Alc. 1, p. 123a.; τά τέλη, often in Attic writings). (Compare: ἀποτελέω, διατελέω, ἐκτελέω, ἐπιτελέω, συντελέω.)
Greek Monotonic
τελέω: Επικ. επίσης τελείω· Επικ. παρατ. τέλεον· μέλ. τελέσω, Επικ. τελέσσω, Ιων. τελέω, Αττ. τελῶ, αόρ. ἐτέλεσα, Επικ. ἐτέλεσσα· παρακ. τετέλεκα — Παθ., Επικ. ενεστ. τελείομαι, μέλ. τελεσθήσομαι, και Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία, γʹ ενικ. τελεῖται, απαρ. τελέεσθαι, τελεῖσθαι, μτχ. τελεύμενος· αόρ. ἐτελέσθην· παρακ. τετέλεσμαι, γʹ ενικ. υπερσ. τετέλεστο· (τέλος)·
I. 1. συμπληρώνω, τελειώνω, εκπληρώνω, και γενικά, διενεργώ, φέρνω σε πέρας, Λατ. perficere, σε Όμηρ. — Παθ., στον ίδ.· ἅμα μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον, ειπώθηκε ο λόγος και αμέσως ήταν τελειωμένο το έργο, σε Ομήρ. Ιλ.
2. εκπληρώνω το λόγο μου, σε Όμηρ.· παρέχω σε κάποιον την εκπλήρωση κάποιου πράγματος, τί τινι, στον ίδ.· τελέω νόον τινί, εκπληρώνω την επιθυμία κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· τελέσαι κότον, χόλον, να καταπιεί το θυμό του, την οργή του, στο ίδ.· με απαρ., οὐδ' ἐτέλεσσε φέρειν, ούτε κατόρθωσε να φέρει, στο ίδ.· ὅρκια τελεῖν, όπως το ὅρκον τελευτᾶν, εκπληρώνω ή επιβεβαιώνω έναν όρκο, στο ίδ.
3. κάνω κάτι τέλειο, τελειοποιώ, ἀρετάν, σε Πίνδ.· τελέω τινα, δίνω σε κάποιον ευλογίες, ευχές τέλειας ευτυχίας, στον ίδ.· ομοίως, τελεσθεὶς ὄλβος, σε Αισχύλ.· επίσης, φέρνω το παιδί στην ωριμότητα, το φέρνω στην ζωή, σε Ευρ.
4. φέρνω σε ολοκλήρωση, τελειώνω, ὁδόν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· χωρίς το ὁδόν, τελειώνω την πορεία κάποιου σε ένα μέρος, φτάνω σ' αυτό, σε Θουκ.
5. λέγεται για το χρόνο, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. — Παθ., ἤματα μακρὰ τελέσθη, στο ίδ.· λέγεται για ανθρώπους, φτάνω στο τέλος μου, στο τέλος της ζωής μου, σε Αισχύλ.
6. αμτβ. όπως το Παθ., εκπληρώνομαι, αποβαίνω κατά κάποιο τρόπο, στον ίδ., σε Σοφ.
II. 1. πληρώνω ό,τι οφείλω, πληρώνω τα τέλη μου, σε Ομήρ. Ιλ.· γενικά, πληρώνω, παρέχω δώρο, σε Όμηρ., Αττ.· απόλ., πληρώνω φόρους, σε Ηρόδ. — Παθ., λέγεται για χρήματα, πληρώνομαι, καταβάλλομαι, στον ίδ.· λέγεται για πρόσωπα, υπόκειμαι σε πληρωμή φόρου ή φορολογούμαι, σε Δημ.
2. δαπανώ, ξοδεύω, σε Ηρόδ. — Παθ., δαπανούμαι, ξοδεύομαι, στον ίδ.· ἐς τὸ δεῖπνον τετρακόσιοι τάλαντα τετελεσμένα, δαπανημένα στο δείπνο, στον ίδ.
3. επειδή σε πολλές ελληνικές πόλεις οι πολίτες ήταν διαιρεμένοι σε τάξεις ανάλογα με τη φορολογήσιμη περιουσία τους, η φράση τελέω εἴς τινας, σήμαινε ανήκω σε κάποια τάξη, υπολογίζομαι ότι ανήκω σε κάποια τάξη, Λατ. censeri inter, τελέω ἐς Ἕλληνας, ἐς Βοιωτούς, ανήκω στους Έλληνες, στους Βοιωτούς, στον ίδ.· εἰςἀστοὺς τελέω, ανήκω στους πολίτες, σε Σοφ.· εἰς γυναῖκας ἐξ ἀνδρῶν τελέω, να καταταχθώ στις γυναίκες ενώ είμαι άνδρας, σε Ευρ.· απ' όπου να συγκριθεί πρὸς τὸν πατέρα τελέσαι, με τον πατέρα του, σε Ηρόδ.
III. 1. όπως το τελειόω II, κάνω κάτι τέλειο, δηλ. μυώ στα μυστήρια, σε Πλάτ., Δημ. — Παθ., μυούμαι, Λατ. initiari, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· Διονύσῳ τελεσθῆναι, να αφιερωθεί στον Διόνυσο, να μυηθεί στα μυστήριά του, σε Ηρόδ.· με αιτ., τελεσθῆναι Βακχεῖα, σε Αριστοφ.
2. μεταφ., στρατηγὸς τελεσθῆναι, να διοριστεί επίσημα στρατηγός, σε Δημ.· τετελεσμένος σωφροσύνῃ, οπαδός της σωφροσύνης, της εγκράτειας, σε Ξεν.
3. επίσης, λέγεται για ιερές τελετές, τελώ, σε Ευρ., Ανθ.
Middle Liddell
1. to complete, fulfil, accomplish, and, generally, to execute, perform, Lat. perficere, Hom.: —Pass., Hom.; ἅμα μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον "no sooner said than done, " Il.
2. to fulfil one's word, Hom.: to grant one the fulfilment of anything, τί τινι Hom.; τ. νόον τινί to fulfil his wish, Il.; τελέσαι κότον, χόλον to glut his fury, wrath, Il.: c. inf., οὐδ' ἐτέλεσσε φέρειν he succeeded not in bringing, Il.; ὅρκια τελεῖν, like ὅρκον τελευτᾶν, to complete or confirm an oath, Il.
3. to make perfect, ἀρετάν Pind.; τ. τινα to bless him with perfect happiness, Pind.; so, τελεσθεὶς ὄλβος Aesch.:—also, to bring a child to maturity, bring it to the birth, Eur.
4. to bring to an end, finish, end, ὁδόν Il., etc.; without ὁδόν, to finish one's course to a place, arrive at it, Thuc.
5. of time, Od., etc.:— Pass., ἤματα μακρὰ τελέσθη Od.: of men, to come to one's end, Aesch.
6. intr. like Pass. to be fulfilled, turn out so and so, Aesch., Soph.
II. to pay what one owes, pay one's dues, Il.: generally, to pay, present, Hom., Attic: absol. to pay tax, Hdt.:—Pass., of money, to be paid, Hdt.; of persons, to be subject to tax or tribute, Dem.
2. to lay out, spend, Hdt.:—Pass. to be spent or expended, Hdt.; ἐς τὸ δεῖπνον τετρακόσια τάλαντα τετελεσμένα laid out upon the supper, Hdt.
3. since, in many Greek cities, the citizens were distributed into classes acc. to their taxable property, τ. εἴς τινας meant to be rated as belonging to a class, Lat. censeri inter, τ. ἐς Ἕλληνας, ἐς Βοιωτούς to belong to the Greeks, the Boeotians, Hdt.; εἰς ἀστοὺς τ. to become a citizen, Soph.; εἰς γυναῖκας ἐξ ἀνδρῶν τ. to become a woman instead of a man, Eur.: hence, πρὸς τὸν πατέρα τελέσαι to compare with his father, Hdt.
III. like τελειόω II, to make perfect, i. e. to initiate in the mysteries, Plat., Dem.:—Pass. to have oneself initiated, Lat. initiari, Ar., Plat., etc.; Διονύσῳ τελεσθῆναι to be consecrated to Dionysus, initiated in his mysteries, Hdt.:—c. acc., τελεσθῆναι Βακχεῖα Ar.
2. metaph., στρατηγὸς τελεσθῆναι to be formally appointed general, Dem.; τετελεσμένος σωφροσύνῃ a votary of temperance, Xen.
3. also of sacred rites, to perform, Eur., Anth.
Chinese
原文音譯:telšw 帖累哦
詞類次數:動詞(26)
原文字根:完成
字義溯源:完畢,完成,完了,說完了,講完了,辦完了,作完了,成全了,完畢了,成就了,成了,納,執行,應驗,成就,走遍,跑盡,遵守,全守,作完,講完,發盡,放縱;源自(τέλος)=界限,結局),而 (τέλος)出自(τελέω)X*=有目標的計劃)。參讀 (ἀναβιβάζω) (ἀναπληρόω)同義字
同源字:1) (ἀποτελέω)全部完成 2) (διατελέω)徹底完成 3) (ἐκτελέω)完全的完成 4) (ἐπιτελέω)成全 5) (λυσιτελέω)達到目的 6) (ὁλοτελής)貫徹到底 7) (πολυτελής)極貴的 8) (συντέλεια)結束 9) (συντελέω)圓滿 10) (τελεσφορέω)結成熟果實 11) (τελευτάω)命終 12) (τελέω)完畢 13) (τέλος)界限,結局 14) (τελωνεῖον / τελώνιον)稅關
出現次數:總共(27);太(7);路(4);約(2);徒(1);羅(2);加(1);提後(1);雅(1);啓(8)
譯字彙編:
1) 完了(4) 太11:1; 啓20:3; 啓20:5; 啓20:7;
2) 說完了(3) 太13:53; 太19:1; 太26:1;
3) 成了(2) 約19:28; 約19:30;
4) 都應驗了(1) 啓17:17;
5) 發盡了(1) 啓15:1;
6) 你們⋯走遍(1) 太10:23;
7) 完畢了(1) 啓15:8;
8) 他們⋯辦完了(1) 路2:39;
9) 你們⋯遵守(1) 雅2:8;
10) 你們⋯納(1) 羅13:6;
11) 他們作完了(1) 啓11:7;
12) 納⋯麼(1) 太17:24;
13) 我已跑盡了(1) 提後4:7;
14) 應驗(1) 路22:37;
15) 要成就(1) 路18:31;
16) 被成就了(1) 路12:50;
17) 成就了(1) 徒13:29;
18) 全守(1) 羅2:27;
19) 講完了(1) 太7:28;
20) 放縱(1) 加5:16;
21) 成全了(1) 啓10:7
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=τελειώνω). Ἀπό τό οὐσ. τέλος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ τελῶ: τέλεσμα (=πληρωμή, συμπλήρωση), ἀποτέλεσμα, τελεσμός, τελεστής (=ἱερέας), τελεστήριον, τελέστρια, τελεστικός, τελεστήρια (ἐνν. ἱερά = εὐχαριστήρια θυσία), ἐπιτελεστέος, ἀτέλεστος, ἡμιτέλεστος, τελέ-στωρ, ἀποτέλεσις, ἐπιτέλεσις, τελετή (=μυστική γιορτή), τελευτή (=ἐκτέλεση, θάνατος), τελευταῖος, τελευτάω -ῶ (=τελειώνω, πεθαίνω), ἀτελεύτητος (=αἰώνιος).
Léxico de magia
1 llevar a cabo, cumplir una acción mágica c. suj. la divinidad τελέσατε τὰ γινόμενα ἐπὶ τῆς ἀγωγῆς ταύτης cumplid lo que hay en este encantamiento P IV 1456 πάντα μοι τελέσαι διὰ τῆς χρείας τοῦ δακτυλίου τούτου cúmpleme todo por medio del uso de este anillo P IV 1712 P IV 1679 P IV 1701 μοι τόδε πρᾶγμα τέλεσσον εὐχομένῳ τε ἐπάκουσον ἐμοί cúmpleme este asunto y escúchame en mis súplicas P IV 2565 P VII 1025 P XII 258 ἐνθῶ τὴν παρακαταθήκην ταύτην, ἵνα μοι τελέσητε πάντα τὰ ἐν τῷ πιττακίῳ γεγραμμένα depositaré este hechizo, para que me cumpláis todo lo que está escrito en la tablilla P XV 9 P XV 17 P IV 2094 P XIXa 15 ὅπως ἂν πέμψωσί μοι τὸ θεῖον πνεῦμα καὶ τελέσῃ ἃ ἔχω κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν para que me envíen al espíritu divino y cumpla lo que tengo en mi mente y en mi corazón P I 313 SM 42 25 πλουτοδότα Αἰών, ἱερὲ Ἀγαθὲ Δαίμων, τέλει πάσας χάριτας Eón dador de riquezas, sagrado Demon Bueno, cumple todos los favores P IV 3169 τέλεσόν μοι καὶ δυνάμωσόν μοι τοῦτο πρᾶγμα realiza para mí esta práctica y llénala de poder mágico P XII 266 ναί, δέσποτα, δέσποτα, τέλει τελείαν τελετήν sí, señor, señor, realiza de modo completo esta consagración P XII 306 τελέσατέ μοι τὴν τελείαν ἐπαοιδήν cumplidme el encantamiento completamente P IV 294 P IV 2939 P VII 992 P XX 2 (fr. lac.) SM 45 53 SM 72 1.13 SM 72 1.27 SM 72 2.8 SM 72 2.25 τέλει μοι, Μιχαήλ, ἀγγέλων ἀρχάγγελε cúmplelo para mí, Miguel, arcángel de los ángeles P IV 2356 τελέσαντι δέ σοι θυσίαν ἀποδώσω si me lo cumples, te presentaré una ofrenda P IV 2095 ἄν μοι τοῦτο τελέσῃς, λύσω σε ταχέως si realizas esto para mí, te liberaré rápidamente SM 50 71 P IV 384 τέλεσόν μοι τὸ δεῖνα πρᾶγμα realiza para mí este asunto P XIII 847 P XIII 870 P LXXVIII 11 ἐὰν δὲ παρακούσητε καὶ μὴ ταχέως τελέσητε ὃ λέγω ὑμῖν, οὐ δύνεται ὁ ἥλιος ὑπὸ γῆν si me desobedecéis y no cumplís rápidamente lo que os digo, el sol no se ocultará bajo la tierra SM 45 10 SM 14 δίχα <γὰ>ρ αὐτοῦ (τοῦ θεοῦ) ἁπλῶς οὐδὲν τελεσθήσεται pues sin el dios no se realizará nada en absoluto P XIII 755 c. suj. el mago ὅταν τελέσῃς πάντα τὰ προειρημένα, κάλει τῇ ἐπαοιδῇ cuando hayas realizado todo lo dicho anteriormente, invócalo con este cántico P I 295 σπονδὴν τέλεσον ἀπὸ οἶνου καὶ μέλιτος καὶ γάλακτος καὶ ὀμβρίου ὕδατος completa la libación con vino, miel, leche y agua de lluvia P I 286 τέλει τὴν προγνωστικὴν τρανὴς τῇ ὁμιλίᾳ, μέχρι οὗ θέλεις realiza la investigación del futuro claramente, en unión con él, hasta que tú quieras P III 194 Uuχὴν τέλεσον ταὐτὸν ὡς Ἔρωτα realiza una figura de Psique como la de Eros P XII 20 ὅταν δὲ τὸν λόγον τοῦτον τελῇς, ἑκάστης ἡμέρας μὲν λέγε τρίς cuando lleves a cabo esta fórmula, dila tres veces cada día P XII 307 τελεῖται ἡλίοις τῆς ιγʹ αὕτη ἡ τελετή esta consagración se realiza en los soles del decimotercer día P XIII 888 τέλει δὲ καὶ τὸ τοῦ Ἡλίου ὄνομα πρὸς πάντα ejecuta también el nombre de Helios para todo P XII 176 2 consagrar, dotar de poder mágico gener. amuletos c. suj. el dios τέλει τὸ μέγα φυλακτήριον ἐπ' ἀγαθῷ τῷ δεῖνα ἀπὸ τῆς σήμερον ἡμέρας εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον da poder mágico al gran amuleto para el buen fulano, desde el día de hoy hasta siempre P IV 1690 c. suj. el mago δὸς ... δύναμιν ᾧ ἐπιτελοῦμαι σήμερον τῷ δεῖνα λίθῳ (ἢ φυλακτηρίῳ τελουμένῳ) πρὸς τὸν δεῖνα da fuerza a esta piedra (o amuleto consagrado) con la que hoy celebro contra fulana P IV 1620 ἄρχου δὲ αὐτὸν τελεῖν τῇ ἐν λέοντι κατὰ θεὸν νουμηνίᾳ comienza a consagrarlo con la luna nueva en Leo P IV 787 πλάσσε δὲ αὐτὸν ... καὶ τέλει εὐφραινόμενος καὶ τὸν ἐπὶ μελῶν αὐτοῦ λόγον ἐπανάγνωθι modélalo, conságralo alegrándote y recita la fórmula que hay sobre sus miembros P IV 2389 τελέσας (πλάκαν) ἐν ἀρώμασιν φαιοῖς οἷον ζμύρνᾳ y habiendo consagrado la lámina con especias oscuras como mirra P VII 433 γλυφέντι δὲ τῷ λίθῳ καὶ τελεσθέντι χρῶ οὕτως una vez que la piedra haya sido grabada y consagrada, úsala de este modo P IV 1744 P V 242 τελέσσας τὸν λίθον ἐν χρυσῷ δακτυλίῳ φόρει cuando hayas consagrado la piedra, llévala en un anillo de oro P XII 207 τελέσεις δὲ τὸ δακτυλίδιον ἅμα τῇ ψήφῳ consagrarás el anillo junto con la piedra P XII 209 τελέσας αὐτὴν τὴν ναόν τῇ κατὰ πάντων τελετῇ <ἀπόθου> tras consagrar la capilla con la consagración general, guárdala P VII 872 τελέσας φόρει (τὸν λίθον) καθαρείως tras haber consagrado la piedra, llévala con pureza P XII 276 P VII 590 P X 27 ἔχε δὲ τοῦτο κατὰ τοῦ τραχήλου τελέσας συνεργὸν ὄν τῶν πάντων lleva esto al cuello durante la consagración, como colaborador en todo P XIII 113 P XIII 669 a un demon ἐγὼ σε ἐτέλεσα, ἵνα μοι ἥ σου οὐσία γένῃ χρήσιμος yo te he consagrado, para que tu entidad me sea útil P IV 763 3 consagrar, iniciar en los misterios al mago λαβὼν δὲ μετὰ ταῦτα νυκτικόρακος χολὴν, ἀπ' αὐτῆς ἐγχρίου πτερῷ ἴβεως τοὺς ὀφθαλμούς σου, καὶ ἔσει τετελεσμένος toma después de esto hiel de una lechuza y úngete los ojos con el ala de un ibis y quedarás consagrado P IV 48 P XIII 37 τέλεσόν με τοῖς πράγμασί μου τούτοις καὶ σύστησόν με conságrame para estas prácticas y úneme (al dios) P XIII 610 ἧκε <μοι>, κύριε, ... ὁ μηδένα τόπον μιαίνων, ὅτι τετέλεσμαί σου τὸ ὄνομα ven a mí, señor, tú que ningún lugar manchas, porque estoy consagrado a tu nombre P XIII 90 P LXX 13 λαβὼν σινδόνα καθαρὰν ἔνγραψον κροσῷ τοὺς τξεʹ θεούς, ποίησον καλύβην, ὑφ' ἣν ἴθι τελούμενος toma una sábana limpia, escribe en el borde los trescientos sesenta y cinco dioses y haz con ella una tienda, bajo la que entrarás al consagrarte P XIII 100 P XIII 655
Lexicon Thucydideum
conficere (iter), to complete (a journey), 2.97.1, 4.78.5,
PASS. perfici, to be completed, 1.93.5, 3.2.2.