αἴρω: Difference between revisions
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=airo | |Transliteration C=airo | ||
|Beta Code=ai)/rw | |Beta Code=ai)/rw | ||
|Definition= | |Definition=v. [[ἀείρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:33, 24 August 2022
English (LSJ)
v. ἀείρω.
Greek (Liddell-Scott)
αἴρω: (ἐπιτεταμ. Ἐπ. καὶ ποιητ. ἀείρω, ὃ ἴδε): μέλλ. ἀρῶ [ᾰ] (τὸ ὁποῖον σπανίως συμβαίνει ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ, ἴδε κατωτέρ.)· πρέπει ἀπὸ τούτου νὰ διακρίνωμεν τὸ ἀρῶ [ᾱ] συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀερῶ, μέλλ. τοῦ ἀείρω: ― ἀόρ. ἦρα, Ἡρόδ. 9. 59, Αἰσχύλ. Ἀγ. 47, Θουκ., μὲ ᾱ εἰς ὅλας τὰς ἐγκλίσεις· ― προστακτ. ἆρον· ― ὑποτακτ. ἄρῃς· ― εὐκτ. ἄρειας· ― μετοχ. ἄρας [ᾱ], Αἰσχύλ., Σοφ.· ― ἀπαρ. ἆραι, Καλλ. Δήμ. 35: ― πρκμ. ἦρκα, Δημ. 786. 4, (ἀπ-), Θουκ. 8. 100: ― ὑπερσυντ. ἤρκεσαν (ἀπ-), Δημ. 387. 28. ― Μέσ., Εὐρ. Ἠλ. 360, Θουκ. 4. 60: ― παρατ. ᾐρόμην, Σοφ. Ἀντ. 907· μέλλ. ἀροῦμαι [ᾰ], ὁ αὐτ. Ο. Κ. 460, Αἴ. 75· (ἔνθα ἀρεῖ φαίνεται οὖσα ἡ ὀρθὴ γραφή), Πλάτ. Νόμ. 969Α· ἀρέομαι, Πινδ. Π. 1. 146. (περὶ τοῦ ἀροῦμαι [ᾱ] ἴδε ἀείρω): ― ἀόρ. αϳ ἠράμην, Ἰλ. Ξ. 510. Εὐρ., Πλάτ., ― μὲ ᾱ καθ’ ὅλας τὰς ἐγκλίσεις: ― ὑποτακ. ἄρῃ· ― εὐκτ. ἀραίμην· ― ἀπαρ. ἄρασθαι· ― μετοχ. ἀράμενος, Σοφ., Εὐρ., καὶ παρὰ πεζοῖς: ― παρ’ Ἐπ. ποιηταῖς καὶ ἀόρ. βϳ ἀρόμην [ᾰ] Ἰλ. Λ. 625, Ψ. 592· ― Ἐπ. ὑποτακ. ἄρηαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 632· ― ἄρηται, Ἰλ. Μ. 435· εὐκτ. ἀροίμην, Ἰλ., Τραγ. ― ἀπαρέμ. ἀρέσθαι, Ὅμ., Σοφ., Αἴ. 245· ― μετοχ. ἀρόμενος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 168· ― πρκμ. (μ. μέσ. σημασ.) ἦρμαι, Σοφ. Ἠλ. 54. ― Παθ. μέλλ. ἀρθήσομαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 565: ― ἀόρ. ἤρθην, Αἰσχύλ., Θουκ., κτλ. καὶ ἐπαρθείς, κτλ. ἔτι καὶ παρ’ Ἡροδ. 1. 90, κτλ.: ― πρκμ. ἦρμαι, Εὐρ. Ἀποσπ. 1029, Θουκ., ἀλλὰ μ. μέσ. σημασ. Σοφ. Ἠλ. 54. ― Πρβλ. ἀν-, ἀντ-, ἀπ-, δι-, εἰσ-, ἐξ-, ἐπ-, κατ-, μετ-, προσ-, συν-, ὑπεραίρω. (Περὶ τῆς ρίζης ἴδε ἀείρω. Ὁ Κούρτιος νομίζει ὅτι οἱ χρόνοι οἱ ἔχοντες τὸ ᾰ, ἤτοι μέλλ. ἀρεῖσθαι, ἀόρ. βϳ ἀρέσθαι, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνήκωσιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, εἰς ἣν καὶ οἱ ἔχοντες ᾱ, μέλλ. ἀρῶ (ἴδε ἐν λ. ἀείρω), ἀόρ. αϳ ἆραι, ἄρασθαι: ἀναμφιβόλως ὁ μνημονευθεὶς μέλλων ἀνήκει εἰς τὸ ἀείρω, ἀλλ’ οἱ τύποι τοῦ ἀορίστου δυνατὸν νὰ προέκυψαν ἐκ τοῦ αἴρω, ἀνεξαρτήτως τοῦ ἀείρω, ὅπως τὸ φαίνω, μέλλ. φανῶ, ἔχει ὡς ἀόρ. αϳ ἔφηνα). Α. Ἐνεργ. σηκώνω, ὑψώνω, ἀνατείνω, ἐγείρω, νέκυν, Ἰλ. Ρ. 724 (τὸ μόνον παράδειγμα παρ’ Ὁμήρ. ἔνθα τὸ αἴρω κεῖται ἀντὶ τοῦ ἀείρω)· οὕτως: ἔμπνους ἀρθείς, Ἀντιφῶν 116. 7: ἐγείρω, ὑποβαστάζω τινά, Σοφ. Φ. 879· ἀπὸ γῆς αἴρ., Πλάτ. Τίμ. 90Α· συχν. κατὰ μετοχ., ἄρας ἔπαισε, ὑψώσας (τὰς περόνας) ἐκτύπησε, Σοφ. Ο. Τ. 1270· ― σηκώνω ἐπάνω μου, φέρω, μεταφέρω, τινί τι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1339. ― Φράσεις: αἴρειν βῆμα, = βαδίζειν, περιπατεῖν, Εὐρ. Τρῳ. 342· αἴρ. σκέλη, περὶ ἵππου, Ξεν. Ἱπ. 10. 15· πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ζῴων πορείας 11. 3: ― ὀρθὸν αἴρειν τὸ κάρα, Αἰσχύλ. Χο. 496· ὀφθαλμὸν ἄρας, Σοφ. Τρ. 795· ἄρασα μύξας (τους μυκτῆρας), ἐπὶ ἐλάφου, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 110· ― αἴρ. τεῖχος ἱκανόν, Θουκ. 1. 90. πρβλ. 2. 75· αἴρ. σημεῖον, κάμνω σημεῖον, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 23· αἴρ. μηχανήν, παρουσιάζω ἀπροσδόκητον σκηνὴν ἐν τῷ θεάτρῳ, Ἀντιφ. ἐν «Ποιήσει» 1. 15· αἴρ. θεούς, ἀναβιβάζειν (ἐπὶ τραγῳδοποιῶν), Πλάτ. Κρατ. 425D. ― Παθ., ἀναβαίνω ὑψηλά, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5· ἄνω ἀρθῆναι, ἀναβῆναι ὑψηλὰ ἐν τῷ οὐρανῷ· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἱππ. Ἀέρ. 283. (οὕτως ἀμετάβ. ἐν τῇ ἐνεργ. φωνῇ) ὡς ἄν... ἥλιος αἴρῃ, Σοφ. Φ. 1331· συλλαμβάνομαι, «πιάνομαι», Sublimis rapi, Ἀριστοφ. Ἀχ. 565· πρβλ. 571. 2) συχνάκις ἐπὶ στρατιῶν, καὶ πλοίων, αἴρ. τὰς ναῦς, ἀπομακρύνω τὰ πλοῖα ἀπὸ τῆς ξηρᾶς, Θουκ. 1. 52· ὡσαύτως ἀμετάβ. εἶμαι ἕτοιμος δι’ ἀναχώρησιν, ἀναχωρῶ, ἐκκινῶ, ἆραι τῷ στρατῷ, ὁ αὐτ. 2. 12· οὕτως ἀπολ. αὐτόθ. 23: ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὸ παθ. ἀερθῆναι ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, πρβλ. ἀείρω, ὡσαύτως κατὰ μέσ. τύπον, Σοφ. Τρ. 1235. ΙΙ. φέρω, ὑποφέρω, μόρον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 547· ἆθλον, Σοφ. Τρ. 80. ΙΙΙ. ἐγείρω, ἀνυψῶ, μεγαλύνω, ἀπὸ σμικροῦ δ’ ἂν ἄρειας μέγαν, Αἰσχύλ. Χο. 262· πρβλ. 791· ὄλβον ὃν Δαρεῖος ἦρεν, ὁ αὐτ. Πέρσ. 164: ― ἰδίως ἐπὶ ὑπερηφανείας καὶ ὀργῆς, ἐξερεθίζω, αὐξάνω, ὑψοῦ αἴρειν θυμόν, ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον ἐξάπτομαι, Σοφ. Ο. Τ. 914· αἴρειν θάρσος, λαμβάνειν, ἀντλεῖν θάρρος, Εὐρ. κτλ. πρβλ. κατωτέρ. Β: ― Παθ. ἐγείρομαι, ὑψοῦμαι, αὐξάνομαι· ἡ δύναμις ᾔρετο, Θουκ. 1. 118· ᾔρετο τὸ ὕψος τοῦ τείχους μέγα, ὁ αὐτ. 2. 75· ἤρθη μέγας, ἐγένετο μέγας, Δημ. 20. 9· ― οὐκ ἤρθη νοῦν ἐς ἀτασθαλίην, Σιμων. 111· ἀρθῆναι φόβῳ, δείμασι, Αἰσχύλ. Θήβ. 196, Εὐρ. Ἑκ. 68· ― ἀπολ. ἐξερεθίζομαι, ἐξεγείρομαι, Σοφ. Ἀντ. 111. 2) ἐξυψῶ διὰ λόγων, ἑπομ. ὑμνῶ, ἐπαινῶ, μεγαλύνω, Εὐρ. Ἡρακλ. 322, κτλ. ― αἴρειν λόγῳ, ἐξογκώνω διὰ λόγων, Δημ. 537, 13. IV. ἀφαιρῶ, μετακινῶ· ἀπό με τιμῶν ἦραν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 880· τινὰ ἐκ πόλεως, Πλάτ. Πολ. 578Ε. - καθόλου, ἀφαιρῶ ἐκ μέσου, θέτω τέρμα εἴς τι, τὰ κακά, Εὐρ. Ἠλ. 942· αἴρ. τραπέζας, δίδω τέλος εἰς τὸ δεῖπνον, «σηκώνω τὸ τραπέζι», Μένανδ. ἐν «Κεκρυφάλῳ», 2· ἀρθέντος τοῦ αἰτίου, Ἀριστ. Πρβλ. 19. 36. 2) ἀφαιρῶ τι ἔκ τινος πράγματος, μ. γεν. Αἰσχύλ. Εὐμ. 846. 3) μεταγ. ἐκβάλλω ἐκ τοῦ μέσου, φονεύω, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κδ΄, 39., κ. Λουκ. κγ΄, 18, κτλ. Β. Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ. ἦρμαι, (ἴδε ἀνωτ.), λαμβάνω ἢ κομίζω τι δι’ ἐμαυτὸν ἢ ὅ, τι εἶναι ἴδιον ἐμαυτοῦ, κτῶμαι, κερδαίνω, κλέος ἐσθλὸν ἄροιτο, Ἰλ. Ε. 3. πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 969Α· ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο (ἐπὶ ἵππων), Ἰλ. Ι. 124· κῦδος ἀρέσθαι, Ι. 303, Ὀδ. Χ. 253: - Ἐντεῦθεν, ἁπλῶς δέχομαι, λαμβάνω· ἕλκος ἀρέσθαι, Ἰλ. Ξ. 130· τόλμαν, Πινδ. Ν. 7. 87: οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., δειλίαν ἀρεῖ (οὕτως ὁ Schneidew. ἀντὶ ἀρεῖς), θὰ ἐπισύρῃς..., Σοφ. Αἴ. 75· ὄγκον ἀρ., ὑπερηφανεύομαι, φουσκώνω, αὐτόθι 129, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 277Β. ΙΙ. λαμβάνω ἐπάνω μου, ὑφίσταμαι, ὑπέχω, σηκώνω· οὐδ’ ἂν νηῦς... ἄχθος ἄροιτο, Ἰλ. Υ. 247· ἄγος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 167· πόνον, Σοφ. Ἀντ. 907· βάρος, Εὐρ. Κύκλ. 473. 2) ἐπιχειρῶ, ἀρχίζω, πόλεμον, Αἰσχύλ. Ἱκ. 341. Θουκ. 4. 60. Δημ. 58. 7· κίνδυνον, Ἀντιφῶν 136.44· νεῖκος, ἔχθραν, κτλ., Εὐρ. Ἡρακλ. 986, 991: - ὡσαύτως φυγὴν ἀρέσθαι, fugam capere, Αἰσχύλ. Πέρσ. 481. Εὐρ. Ρῆσ. 54· οὕτω: ποδοῖν κλοπάν, Σοφ. Αἴ. 247. ΙΙΙ. ἐγείρω, ἀνεγείρω, σωτῆρά τινα, Σοφ. Ο. Κ. 460· ἐπὶ ἤχων, αἴρεσθαι φωνήν, ὑψώνω τὴν φωνήν μου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 546· πένθος, Σοφ. Ο. Τ. 1225. IV. ὡς τὸ ἐνεργ. λαμβάνω ἐκ τοῦ μέσου, ἀφαιρῶ, Εὐρ. Ι. Τ. 1201.
French (Bailly abrégé)
impf. ἦρον, f. ἀρῶ, ao. ἦρα, pf. ἦρκα;
Pass. f. ἀρθήσομαι, ao. ἤρθην > sbj. ἄρθω, opt. ἀρθείην, inf. ἀρθῆναι, part. ἀρθείς, pf. ἦρμαι;
I. lever : αἴρ. τὴν χεῖρα XÉN lever la main (pour voter) ; Pass. être enlevé, s'enlever : ἐς αἰθέρα OD dans l’éther ; être suspendu : πὰρ ξίφεος κουλεὸν ἄωρτο (μάχαιρα) IL près de la gaine de l’épée pendait (un couteau) ; particul.
1 t. milit. et de mar. τὰς ναῦς ἄραντες THC ayant mis à la voile ; αἴρειν τῷ στρατῷ THC lever le camp ; abs. αἴρειν lever l’ancre et mettre à la voile, lever le camp;
2 lever pour apporter, emporter : μή μοι οἶνον ἄειρε IL ne m’offre pas de vin ; ἀρθείσης τῆς τραπέζης PLUT la table enlevée ; μῆλα ἐξ Ἰθάκης ἄειραν νηυσί OD ils emmenèrent les troupeaux d'Ithaque sur leurs navires;
II. faire une levée : στόλον ESCHL lever l’équipage d'une flotte;
III. fig. élever, exalter, grandir : τινα qqn ; αἴρειν τὸ πρᾶγμα λόγῳ DÉM exagérer l’affaire en la rapportant ; ἤρθη μέγας DÉM on l’a grandi, exalté;
IV. mettre hors de soi ; Pass. être transporté, être excité;
Moy. αἴρομαι (f. ἀροῦμαι, ao. ἠράμην, pf. ἦρμαι);
1 lever sur sa tête, sur ses épaules, acc.;
2 lever pour soi : ἱστούς XÉN, ἱστία HDT lever, hisser, larguer les voiles;
3 fig. soulever, exciter (une querelle, une guerre, etc.) acc.;
4 enlever, remporter (une victoire, de la gloire, etc.) acc..
Étymologie: contr. p. ἀείρω, de ἀ- prosth. et R. Ἐρ, p. Ϝερ, ΣϜερ, enlever ; cf. εἴρω.
English (Autenrieth)
(ἀϝείρω), aor. ἤειρα and ἄειρα, mid. I. ἀειράμην, pass. ἀέρθην (ἀερθείς, ἀρθείς), plupf. ἄωρτο, cf. ἄρνυμαι: raise up, lift; freq. w. ὑψόσε; of ‘swinging’ the lash (μάστῖγα), of the ‘carrying’ capacity of ships (ἄχθος ἄειραν, Od. 3.312), ‘made him light,’ Il. 19.386; mid. and pass., rise up, lift oneself, of dust in the air, of the balance, Il. 8.74, of birds ‘soaring,’ and of horses flinging up their heels. The part. ἀείρᾶς is added to verbs by way of amplification, Od. 1.141. Of ‘bringing and offering,’ Il. 6.264, esp. mid. (out of one's store), 293, Od. 15.106.
see ἀείρω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ép., jón., lír. ἀείρω A.Pers.660, lesb. ἀέρρω Alc.363, Sapph.111.3
• Morfología: pres. part. med. fem. plu. ἀυηρομέναι Alcm.1.63; aor. ind. act. ἤροσα LXX Io.3.14, subj. ἀέρσω Panyas.17.13, cret. part. ac. plu. ἤραντας ICr.4.181.8 (Gortina II a.C.); perf. 2a sg. ἦρκες PMich.216.28 (III d.C.); plusperf. med.-pas. 3a sg. ἄωρτο Il.3.272, 19.253, Theoc.24.43
A tr.
I c. mov. ‘hacia arriba’
1 levantar, alzar στεφάνην Il.10.30, δέπας Il.11.637, (κυνέην) ἀπὸ ἕθεν ὑψόσ' ἀείρας Il.10.465, με αἴ. ἀπὸ χθονός IG 12(3).449 (Tera VI/V a.C.), ἀπὸ γῆς ἡμᾶς αἴ. Pl.Ti.90a, cf. ἔμπνους ἔτι ἀρθείς levantado del suelo todavía vivo Antipho 2.1.9
•izar ἱστὸν ... στῆσαν ἀείραντες Od.15.290, ἱστία ... στεῖλαν ἀείραντες Od.3.11, cf. A.R.2.1229, κεραίας D.S.13.12, τὴν Ἱερὰν (ἄγκυραν) Plu.Cor.32
•mismo sent. en v. med. ἱστία Hdt.8.56, cf. E.Fr.81D.
•en escenografía μηχανήν Antiph.189.15, θεούς Pl.Cra.425d
•levantar, enarbolar τοῖς κέρασι σημεῖον hacer una señal a las alas (levantando algo), X.Cyr.7.1.23
•levantar algo para herir o golpear ἔγχος Il.8.424, ἐφ' ἵπποιιν μάστιγας Il.23.362, ἄρας (περόνας) ἔπαισεν alzando (los broches) se los clavó S.OT 1270
•gener. de partes del cuerpo χεῖρας (para orar) Il.7.130, Od.11.423, LXX Ps.27.2, para votar ἀράτω τὴν χεῖρα IG 22.1368.23 (II d.C.), σκέλη ἄνω αἴ. ἵππος X.Eq.10.15, Arist.IA 710b20, τὸ κάρα A.Ch.496, μύξας S.Fr.89, ὀφθαλμὸν ἄρας levantando la vista S.Tr.795, ὁ τὰς ὀφρῦς αἴρων de un pedante, Diph.86.4, Men.Fr.37, 349
•en v. med. mismo sent. κεφαλὴν ἀραμένη Plb.21.38.5
•levantar la cabeza de la víctima en el sacrificio πατὴρ φίλον υἱὸν ἀείρας Emp.B 137
•en v. med. τὸν βοῦν αἴρεσθαι Thphr.Char.27.5, cf. IG 22.1028.10, 13, 28 (I a.C.), pero ταῦρον ἀράμενοι κομίζουσι πρὸς τὸ ἱερόν subiéndose un toro sobre los hombros lo llevan al templo Paus.8.19.2
•c. sent. hostil ἦρε τὰς χεῖρας ... πρός τὸν ... αὐλητήν lazó los puños contra el flautista Plb.30.22.10, ἤραντο κατὰ Χριστοῦ χεῖρας Eus.DE 1.1 (p.4.28)
•c. sent. obsceno αἴρειν τὰ σκέλη Ar.Ec.265
•ref. al acto de andar εὔμαριν ἀείρων levantando la sandalia A.Pers.660, κοῦφον αἴ. βῆμ' andar con paso ligero E.Tr.342.
2 fig. levantar, suscitar (φήμη κακή) κούφη μὲν ἀεῖραι Hes.Op.761, δείδια ... μή σ' Ὕβρις ἐνὶ φρεσὶ θυμὸν ἀέρσῃ Panyas.17.13, πόλεμον Plb.11.4.6
•en v. med. mismo sent. νεῖκος Thgn.90, E.Heracl.966, πόλεμον A.Supp.342, αἴρεσθαι ... τὸ ῥόθιον levantar un torrente de aplausos Ar.Eq.546, cf. Hdt.7.132, Th.4.60, D.5.5, Plb.7.9.13, κίνδυνον Antipho 5.63
•levantar, aumentar, engrandecer ὄλβον A.Pers.164, θυμόν S.OT 914, θάρσος cobrar valor E.IA 1598, ἀπὸ σμικροῦ δ' ἂν ἄρειας μέγαν δόμον A.Ch.262, ἀ. τῷ λόγῳ τὸ πρᾶγμα exagerar D.21.71
•en v. med. ὄγκον S.Ai.129, cf. Pl.Plt.277b
•de pers. exaltar, alabar (σε) ὑψηλὸν ἀρῶ E.Heracl.322.
II según el cont. indique mov. ‘hacia’ o ‘desde’
1 levantar y traer o llevar de cosas μή μοι οἶνον ἄειρε no me traigas vino, Il.6.264, νέκυν Il.17.724, πίνακας Od.1.141
•en v. med. mismo sent. τύπωμα ... ᾐρμένοι χεροῖν S.El.54, κανοῦν Ar.Au.850
•llevar, transportar (en vehículo) μῆλα ... ἐξ' Ἰθάκης ... ἄειραν νηυσί Od.21.18, κτήματ' ... ὅσα οἱ νέες ἄχθος ἄειραν Od.3.312, ἐπ' ἄμαξαν ... ἄχθος ἀείρας Hes.Op.692, ἦρκα τὰ σπέρματα εἰς Σεμολώ PSarap.102.2 (II d.C.), un cadáver a enterrar PFay.103.3 (III d.C.), en v. pas. φορέ(τρου) κε(ραμίων) αἰρομένων ἀπὸ ἡλι<α>στ(ηρίου) εἰς πλοῖον PSarap.56.27 nota (II d.C.)
•fig. en v. pas. ser arrebatado o arrastrado φόβῳ A.Th.214, δείμασι E.Hec.69, c. ac. de rel. ἣ ... οὐκ ἤρθη νοῦν ἐς ἀτασθαλίην Simon.85D.
•ref. a un ejército o escuadra poner en movimiento τὰς ναῦς Th.1.52, στόλον A.Pers.795, cf. A.46, ref. a pers. individuales ἆρον Στρουθὸν μετ' ἐσοῦ llévate a Estruto contigo, PCair.Isidor.133.11 (III d.C.), ἦρεν αὐτὸν πρὸς τὴν μητέρα LXX 4Re.4.20
•en v. med. coger para sí, alzar, coger en alto (πέπλων) ἕν' ἀειραμένη φέρε Il.6.293, ἀυηρομέναι (φᾶρος) Alcm.1.63, ἀειράμενος πελέκεας ... φερέσθω Il.23.856, βάρος E.Cyc.473, ἀειραμένους νιν ἐξενεγκεῖν IG 42.122.112 (Epidauro IV a.C.), τὰ Σαμόσατα ὁ αὐτὸς ... ἀράμενος αὐτῇ ἀκροπόλει καὶ τείχεσιν μετέθηκεν ἐς τὴν Μεσοποταμίαν Luc.Hist.Cons.24
•alcanzar ἄρατο νίκαν B.2.5, cf. Plb.Fr.2, Str.3.2.13, κλέος Pl.Lg.969a
•adoptar, tomar φυγὴν αἴρεσθαι A.Pers.481, E.Rh.54
•en v. act. tb. coger ἄρας οὖν τὰ μέλη Χριστοῦ 1Ep.Cor.6.15.
2 sacar ἄρτους ἐκ κανέοιο Od.18.120, ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ar.Ra.1339, ἐκ βελέων Σαρπηδόνα δῖον ἀείρας Il.16.678.
3 fig. llevar encima como una carga, soportar, sufrir πολύστονον ἄλγος A.R.4.65
•en v. med. mismo sent. πόνον S.Ant.907, πένθος S.OT 1225.
4 quitar, retirar κακά E.El.942, ἤραντας τὰν ἐνεστακυῖαν διαφοράν ICr.4.181.8 (Gortina II a.C.), τὸ ἱμάτιον Eu.Luc.6.29, en v. pas. ἀρθέντος τοῦ αἰτίου Arist.Pr.920b11
•en v. med. mismo sent. οὐ γάρ ποτ' ἄν νιν ἠράμην βάθρων ἄπο no la habría quitado (la estatua) del pedestal E.IT 1201
•anular, suspender, abrogar νόμον Plb.18.4.8, συγγραφήν PEnteux.48.9 (III a.C.), cf. 85.10 (III a.C.), en v. pas. ὠνὰ ἀρμένα GDI 1746.5 (Delfos II a.C.), IG 92.624d.6 (Naupacto II a.C.)
•negar τι S.E.P.1.4
•de pers. echar, sacar ἄρας ἐκ τῆς πόλεως αὐτόν Pl.R.578e, αὐτὸ (χειρόγραφον) ἐκ τοῦ μέσου Ep.Col.2.14, αὐτὸν ἐκ τῶν ζώντων IKnidos 147.18 (III/II a.C.), ἆρον ἆρον σταύρωσον αὐτόν ¡fuera, fuera, crucifícalo!, Eu.Io.19.15
•de colectividades, ciudades destruir, aniquilar ὁ κατακλυσμὸς ἦρεν ἅπαντας Eu.Matt.24.39
•en v. med. mismo sent. πόλιν D.H.6.23, παιδία D.H.4.4
•fig. ἀπό με ... τιμᾶν ... ἦραν A.Eu.846, ἆραι τὸν ζυγὸν ἀπ' αὐτῶν LXX 1Ma.8.18.
III usos esp.
1 levantar, construir τεῖχος Th.1.90
•táct., de señales alzar, poner en alto φρυκτοὶ ᾔροντο Th.2.94, λαμπτὴρ αἰρέσθω Aen.Tact.26.14.
2 criar un niño, Herod.9.13, Nic.Fr.108.
3 de cosechas recoger οὐ φορβὰν ... οὐκ ἄλλων αἴρων τῶν νεμόμεσθ' ἀνέρες S.Ph.709
•de plantas coger αἴρω σε, ἥ τις βοτάνη, χειρὶ πενταδακτύλῳ PMag.4.287, cf. 24.19
•de otras cosas recoger, levantar la mesa τραπέζας Men.Fr.209
•cobrar los intereses, Plu.2.829b, τῖμον Ant.Lib.17.5.
4 llevar encima, ponerse vestidos LXX 1Re.2.28.
5 mat., c. ἀπό y gen. restar de ἀπὸ τῶν κ̅ε̅ ἆρον τὰ θ̅, λοιπὰ ις geom. en PGen.124.7 (II d.C.), cf. astr. en PRyl.27.8 (III d.C.)
•c. ἐπί multiplicar por ἆρον ... τὰ λοιπὰ ἐπὶ τξε multiplica el resto por 365, astr. en PRyl.27.1
•c. ἀνά dividir por τὰ πλήρη ἔτη, πρ(όσθες) β, ἆρον ἀνὰ κε al número completo de años súmale 2, divídelo por 25 astr. en PRyl.27.1.
6 αἴρειν μασχάλην ahuecar el brazo, danzar, realizar una danza rústica Hsch., Greg.Cypr.1.1.12, Apostol.1.74
•μασχάλην αἴρειν empinar el codo, beber, emborracharse Cratin.301, Hsch.s.u. μασχάλην, Poll.6.26, Diogenian.1.6.33, Greg.Cypr.2.2.72 (Leid.), Apostol.11.8b, Zen.5.7, Phot.μ 139, Sud.s.u. μασχάλην.
B intr.
I c. mov. ‘hacia’ o ‘desde’ ponerse en marcha c. dat. ἄρας τῷ στρατῷ saliendo con el ejército Th.2.12, cf. Plu.Publ.22, por mar στόλῳ Ἴωνας ἀερθέντας πλέειν ἐς Σαρδώ Hdt.1.170, abs. ἀερθέντες ἀπαλλάσσοντο Hdt.9.52, ἄραντες ἐκ τῶν Ἀχαρνῶν Th.2.23, Πολυνείκης ἀρθεὶς νεικέων ἐξ ἀμφιλόγων S.Ant.111, ἀερθέντες ἐκ τῶν Οἰνουσσέων ἔπλεον Hdt.1.165
•en v. med. mismo sent. βαρὺς ἀείρεσθαι pesado para ponerme en camino Hdt.4.150.
II c. mov. ‘hacia arriba’
1 en v. med. y med.-pas. levantarse κονίη Il.2.151, cf. Simon.11, τρίχες ... ἀειρόμεναι los pelos que se erizan (de frío), Hes.Op.540, ᾔρετο δὲ τὸ ὗψος τοῦ τείχους μέγα Th.2.75, βοὴ αἴρεται I.AI 19.249
•elevarse κῆρες ... πρὸς οὐρανόν ... ἄερθεν Il.8.74, κέαρ δ' ἀνόρουσε πρὸς αἰθέρα δῖαν ἀερθέν IG 7.117.2 (Mégara III/IV d.C.), (αἰετός) ἐς αἰθέρα δῖαν Od.19.540, ἴρηξ ... ἀπ' αἰγίλιπος πέτρης Il.13.63, tb. en v. act. (ἡ ψυχὴ) ἦρεν Pl.Phdr.248a
•de cuerpos celestes ὁ ἥλιος πρὶν ἄνω ἀρθῆναι Hp.Aër.6, cf. S.Ph.1331, σελήνη E.Alc.450, Ὠρίων Arat.326, 405
•subirse ποτὶ ἐρινεόν Od.12.432
•dar un salto οἱ ἵπποι ὑψόσ' ἀειρέσθην Il.23.501, cf. Od.13.83
•saltar de júbilo, fig. sentirse levitar S.Tr.216, αἴρεσθ' ἄνω Ar.Ec.1180
•salir despedido εἰ θενεῖς τὸν ἄνδρα τοῦτον, αὐτὸς ἀρθήσει τάχα si tocas a este hombre, tú mismo saldrás despedido al punto Ar.Ach.565
•fig. surgir πόλεμος αἴρεται Ar.Au.1188
•crecer, aumentar ἡ δύναμις Th.1.118.
2 hincharse de las olas κῦμα ... ποταμοῖο ἵστατ' ἀειρόμενον Il.21.327, cf. Il.21.307
•subir, desbordarse ἐμφραχθείσης δὲ τῆς ἀπορροίας ᾔρετο τὸ ὕδωρ ὑπὲρ ... θεμελίον X.HG 5.2.5, Νεῖλος ἀρθείς AP 9.568 (Dioscor.)
•medic. inflamarse (σπλήν) ἀερθείς Hp.Mul.1.61, μαζοὶ ἀείρονται Hp.Mul.2.174, ἀειρόμενον στόμα γαστρός Nic.Al.20
•de pers. engrandecerse, hacerse poderoso ἣ ... οὐκ ἤρθη νοῦν ἐς ἀτασθαλίην Simon.85D. ἤρθη μέγας D.2.8.
3 estar colgado (μάχαιρα) πὰρ ξίφεος ... ἄωρτο Il.3.272, cf. Il.19.253.
C 1αἴροντας· μισοῦντας Hsch.
• Etimología: Etimología desconocida a no ser que se acepte la derivación de ἀερ- ‘aire’.
English (Abbott-Smith)
αἴρω, [in LXX chiefly for נשׂא, also for לקח, etc.;]
1.to raise, take up, lift or draw up: Jo 8:59 11:41, Ac 27:17, al.
2.to bear, carry: Mt 4:6 16:24, al.
3.to bear or take away, carry off, remove: Mt 21:21, Jo 19:31, I Co 5:12 6:15 (v. Lft., Notes, 216), al.; of the taking away sin by Christ, Jo 1:29, I Jo 3:5. (Cf. ἀπ’, ἐξ-, ἐπ-, μετ-, συν-, ὑπερ-αίρω). For exx. from π., v. MM, VGT, s.v.)
English (Strong)
a primary root; to lift up; by implication, to take up or away; figuratively, to raise (the voice), keep in suspense (the mind), specially, to sail away (i.e. weigh anchor); by Hebraism (compare נָשָׂא) to expiate sin: away with, bear (up), carry, lift up, loose, make to doubt, put away, remove, take (away, up).
English (Thayer)
(contracted from the poetic ἀείρω); future ἀρῶ 1st aorist ἦρα, infinitive ἆραι, impv ἆρον; perfect ἠρκα (αἴρομαι); perfect ἤρμαι (ἤρθην; (on the rejection of the iota subscript in these tenses see Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. i., pp. 413,439; (Winer's Grammar, 47 (46))); 1future ἀρθήσομαι; (from Homer down); in the Sept. generally equivalent to נָשָׂא; to lift up, raise.
1. to raise up;
a. to raise from the ground, take up: stones, to raise upward, elevate, lift up: the hand, τήν ψυχήν, to raise the mind, equivalent to excite, affect strongly (with a sense of fear, hope, joy, grief, etc.); in to draw up: a fish, ἀνασπᾶν, σκάφην, τάς ἀγκύρας; cf. Kuinoel at the passage; (Winer's Grammar, 594 (552); Buttmann, 146 (127)).
2. to take upon oneself and carry what has been raised, to bear: τινα ἐπί χειρῶν, Prayer of Manasseh, ζυγόν, τόν σταυρόν, Matt. ( R L brackets); λίθον) to carry with one, (A. V. take): αἴρεσθαι.
3. to bear away what has been raised, carry off;
a. to move from its place: ἄρθητι be thou taken up, removed (Buttmann, 52 (45)), namely, from thy place); Rec.); to take off or away what is attached to anything: to remove: ἀρθῇ should be read for Rec. ἐξαρθῇ); tropically: faults, τήν ἁμαρτίαν, αἴρειν ἁμάρτημα, ἀνόμημα, τάς ἁμαρτίας ἡμῶν αἴρειν is to cause our sins to cease, i. e., that we no longer sin, while we enter into fellowship with Christ, who is free from sin, and abide in that fellowship, cf. to carry off; carry away with one: to appropriate what is taken: to take away from another what is his or what is committed to him, to take by force: τί ἀπό with the genitive of person, Mark 4:(to take and apply to any use: to take from among the living, either by a natural death, ἐκ τοῦ κόσμου take away from contact with the world), or by violence, ἀπό τῆς γῆς, αἴρεται ἀπό τῆς γῆς ἡ ζῶν αὐτοῦ, of a bloody death inflicted upon one, to take out of the way, destroy: χειρόγραφον, cause to cease: τήν κρίσιν, ἀπαίρω, ἐξαίρω, ἐπαίρω, μεταίρω, συναίρω, ὑπεραίρω.)
Greek Monotonic
αἴρω: (Επικ. και ποιητ. ἀείρω, βλ. αυτ.), μέλ. ἀρῶ [ᾰ], που πρέπει να διακριθεί από το ἀρῶ [ᾱ], συνηρ. του ἀερῶ, μέλ. του ἀείρω· αόρ. αʹ ἦρα, προστ. ἆρον, βʹ ενικ. υποτ. ἄρῃς, ευκτ. βʹ ενικ. ἄρειας, μτχ. ἄρας [ᾱ]· παρακ. ἦρκα· γʹ πληθ. υπερσ. ἤρκεσαν — Μέσ., παρατ. ᾐρόμην, μέλ. ἀροῦμαι [ᾰ], ποιητ. ἀρέομαι· αόρ. αʹ ἠράμην· στους Επικ. ποιητές, επίσης, αόρ. βʹ ἀρόμην [ᾰ], Επικ. βʹ ενικ. υποτ. ἄρηαι, γʹ ενικ. ἄρηται· ευκτ. ἀροίμην, απαρ. ἀρέσθαι, μτχ. ἀρόμενος· παρακ. (με Μέσ. σημασία) ἦρμαι — Παθ., μέλ. ἀρθήσομαι, αόρ. αʹ ἤρθην, παρακ. ἦρμαι, αλλά με Μέσ. σημασία, σε Σοφ.
Α. Ενεργ.,
I. 1. σηκώνω, υψώνω, ανυψώνω, ανασηκώνω, εγείρω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· αἴρειν βῆμα, βαδίζω, περπατώ, σε Ευρ.· αἴρειν σημεῖον, κάνω σήμα, σινιάλο, σε Ξεν. — Παθ. ανέρχομαι, αναβιβάζομαι, ανεβαίνω ψηλά, στον ίδ.
2. λέγεται συχνά για στρατεύματα και πλοία, αἴρω τὰς ναῦς, απομακρύνω τα πλοία απ' την ξηρά, σε Θουκ.· επίσης ως αμτβ., είμαι έτοιμος για αναχώρηση, ξεκινώ, αναχωρώ· ἆραι τῷ στρατῷ, στον ίδ.· ομοίως σε Μέσ. και Παθ., σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. υποφέρω, βαστώ, υφίσταμαι· μόρον, σε Αισχύλ.· ἆθλον, σε Σοφ.
III. 1. ανυψώνω, εξυμνώ, εκθειάζω, σε Αισχύλ.· λέγεται για πάθη, εξερεθίζω, εξάπτω, αυξάνω, διεγείρω· ὑψοῦ αἴρειν θυμόν, εξάπτομαι διαρκώς όλο και περισσότερο, σε Σοφ.· αἴρειν θάρσος, αντλώ, παίρνω θάρρος, σε Ευρ. κ.λπ. — Παθ., οὐκ ἤρθη νοῦν ἐς ἀτασθαλίην, σε Σιμων.
2. εξυψώνω με λόγια, εγκωμιάζω, εκθειάζω, υμνώ, μεγαλύνω, σε Ευρ., Δημ.
IV. αφαιρώ, απομακρύνω, μετακινώ, σε Αισχύλ. κ.λπ.· βγάζω από τη μέση, φονεύω, σε Καινή Διαθήκη Β. Μέσ.,
I. με Παθ. παρακ. ἦρμαι (βλ. ανωτ.), λαμβάνω, αποκομίζω κάτι για τον εαυτό μου ή αποκομίζω ό,τι μου ανήκει· αποσπώ, κερδίζω, αποκτώ· κλέος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀέθλια (λέγεται για άλογα), στο ίδ.· κῦδος, σε Όμηρ.· απ' όπου, απλώς λαμβάνω, παίρνω, δέχομαι· ἕλκος ἀρέσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, δειλίαν ἀρεῖ, θα επισύρεις την κατηγορία της δειλίας, σε Σοφ.
II. 1. παίρνω πάνω μου, υφίσταμαι, υποφέρω, σηκώνω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
2. αναλαμβάνω, επιχειρώ, αρχίζω, ξεκινώ· πόλεμον, σε Θουκ. κ.λπ.· φυγὴν ἀρέσθαι, Λατ. fugam capere, σε Αισχύλ.
III. ανεγείρω, αναψύνω· σωτῆρά τινι, σε Σοφ.· λέγεται για ήχο, αἴρεσθαι φωνήν, υψώνω τον τόνο της φωνής μου, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
αἴρω: эп.-ион. ἀείρω (aor. ἦρα, ἤειρα и ἄειρα, pf. ἦρκα; med.: aor. 1 ἠράμην, pf. ἦρμαι; pass.: fut. ἀρθήσομαι, aor. ἤρθην, pf. ἦρμαι) тж. med.
1) поднимать (ὑψόσε τι Hom.; τινὰ ἀπὸ γῆς Plat.): ὁ αἰετὸς ἐς αἰθέρα ἀέρθη Hom. орел поднялся в небо; ὀρθὸν αἴ. κάρα Aesch., поднимать голову; ἡ μάχαιρά οἱ ἄωρτο Hom. (сбоку) у него был подвешен нож; τινὸς ἄντα ἔγχος ἀεῖραι Hom. поднять копье на кого-л.; ὅπλα ἀρέσθαι Xen. пустить в ход оружие; τὰ σημεῖα ἤρθη Thuc. сигнальные значки были подняты (к бою); ὀφθαλμὸν ἄρας, εἶδέ με Soph. подняв глаза он увидел меня; κοῦφον αἴ. βῆμα ἔς τι Eur. спешить куда-л.; αἴ. τινὰ εἰς ὕψος или ἐπαίνῳ ὑψηλόν Eur. превозносить кого-л. до небес; τὰ ἱστία ἀείρασθαι Hom. или ἱστοὺς ἀρέσθαι Xen. поднять паруса; τὸ ὕδωρ ᾔρετο Xen. вода поднялась; αἴ. θεούς Plat. или μηχανὴν αἴ театр. Plut. поднимать на сцену машину с богами (для развязки драматического действия), перен. пускать в ход чрезвычайные средства; ζυγὸν ἀ. Thuc. принять на себя ярмо;
2) возводить, строить (τεῖχος Thuc.): ὄλβος, ὃν Δαρεῖος ἦρεν Aesch. процветание, которое создал Дарий;
3) захватывать, похищать, уводить (μῆλα ἐξ Ἰθάκης Hom.): ἀρθῆναι φόβῳ Aesch. или δείμασι Eur. быть охваченным страхом;
4) убирать прочь, удалять (τινὰ ἐκ τῆς πόλεως Plat.): ἀρθείσης τῆς τραπέζης Plut. когда стол был унесен; εἰ θενεῖς τὸν ἄνδρα τοῦτον, αὐτὸς ἀρθήσει τάχα Arph. если ударишь его, сам будешь немедленно уничтожен; συνθήκας ἄρασθαι Diog. L. отменять (расторгать) договоры;
5) лог. отрицать (οὔτε αἴρειν τι, οὔτε τίθεσθαι Sext.);
6) подниматься: ἕως ἂν ἥλιος αἴρῃ Soph. пока будет восходить солнце;
7) стойко выдерживать, переносить (μόρον πολυπενθῆ Aesch.; ἆθλον Soph.);
8) med. приобретать, получать: ἕλκος ἀρέσθαι Hom. получить рану; κῦδος ἀρέσθαι Hom. стяжать славу; νίκας ἀρέσθαι Pind. одержать победы; ὄγκον ἀρέσθαι Soph. возгордиться;
9) med. брать (что-л.) на себя, предпринимать (πόλεμον Aesch., Her., Thuc., Xen.; πόνον Eur.): πατρὶ δίκας ἀρέσθαι τῶν φονευσάντων πάρα Soph. покарать убийц отца;
10) восстанавливать: ἀπὸ σμικροῦ μέγα τι αἴ. Aesch. вернуть былое величие чему-л.;
11) преподносить, подавать (οῖνόν τινι Arph.): αἶρε τὸ νᾶμα Theocr. принеси воды;
12) воен. отправлять: τὰς ναῦς ἄραντες ἀπὸ τῆς γῆς Thuc. выйдя на кораблях в море; στόλον ἀπὸ τῆς χώρας ἆραι Aesch. отплыть с флотом;
13) воен. отправляться: ἄρας τῷ στρατῷ Thuc. выступив в поход с войском; ἆραι ἐκ τῶν Ἀχαρνῶν Thuc. покинуть район Ахарны; νόστον ἀρέσθαι Eur. пуститься в обратный путь;
14) увеличивать, расширять: ὑψοῦ αἴ. θυμὸν λύπαισι Soph. целиком предаваться своему горю; ἡ δύναμις τῶν Ἀθηναίων ᾔρετο Thuc. могущество афинян возросло; τῷ λόγῳ τὸ πρᾶγμα αἴ. Dem. раздувать вопрос, преувеличивать значение дела; ῇρθη μέγας Dem. он достиг большого могущества.
Frisk Etymological English
See also: 1. ἀείρω.
Middle Liddell
[epic and poet. ἀείρω q.v.] distinguish ἀρῶ from ἀ¯ρῶ, contr. of ἀερῶ.]
A. Act.
I. to take up, raise, lift up, Il., etc.; αἴρειν βῆμα to step, walk, Eur.; αἴρ. σημεῖον to hoist a signal, Xen.:—Pass. to mount up, ascend, Xen.
2. often of armies and ships, αἴρ. τὰς ναῦς to get the fleet under sail, Thuc.:—also intr. to get under way, start, set out, ἆραι τῶι στρατῶι Thuc.;—so in Mid. and Pass., Hdt., etc.
II. to bear, sustain, μόρον Aesch.; ἆθλον Soph.
III. to raise up, exalt, Aesch.:—of passion, to exalt, excite, ὑψοῦ αἴρειν θυμόν to grow excited, Soph.; αἴρειν θάρσος to pluck up courage, Eur., etc.: Pass., οὐκ ἤρθη νοῦν ἐς ἀτασθαλίην Simon.
2. to raise by words, to extol, exaggerate, Eur., Dem.
IV. to lift and take away, to remove, Aesch., etc.:—to take off, kill, NTest.
B. Mid., with perf. pass. ἦρμαι, to take up for oneself: to carry off, win, gain, κλέος Il.; ἀέθλια (of horses) Il.; κῦδος Hom.:—hence simply to receive, get, ἕλκος ἀρέσθαι Il.; also, δειλίαν ἀρεῖ wilt incur a charge of cowardice, Soph.
II. to take upon oneself, undergo, carry, bear, Il., etc.
2. to undertake, begin, πόλεμον Thuc., etc.; φυγὴν ἀρέσθαι, Lat. fugam capere, Aesch.
III. to raise up, σωτῆρά τινι Soph.: of sound, αἴρεσθαι φωνήν to raise, lift up one's voice, Ar.
Frisk Etymology German
αἴρω: {aírō}
See also: s. 1. ἀείρω.
Page 1,44
Chinese
原文音譯:a‡rw 埃羅
詞類次數:名詞(103)
原文字根:舉起 相當於: (נָשָׂא)
字義溯源:舉起*,懸掛,提起,拾起,背起,帶壞,帶去,拿去,領去,挪去,奪去,除掉,挪開,收拾,拿;字面上的字義:‘拿’石頭( 約8:59);拿起來( 太17:27);‘起了’錨( 徒27:13)。隱喻上的字義:向天‘舉起’右手來⋯起誓( 啓10:5,6);耶穌‘舉’目望天說,父阿( 約11:41)
同源字:1) (αἴρω)舉起 2) (ἀπαίρω)取去 3) (ἐξαίρω)除去 4) (ἐπαίρω)高舉 5) (μεταίρω)去,離開 6) (συναίρω)共同完成 7) (ὑπεραίρομαι)高抬自己
同義字:1) (αἴρω)舉起 2) (ἀποφέρω)帶走 3) (βαστάζω)舉起 4) (δέχομαι)領受 5) (ἐπαίρω)高舉 6) (κομίζω)供給 7) (λαμβάνω)拿,取 8) (παραλαμβάνω)帶到身邊 9) (ὑψόω)升高 10) (φέρω)負擔,攜帶
出現次數:總共(100);太(19);可(20);路(20);約(26);徒(9);林前(1);弗(1);西(1);約壹(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 拿(13) 太9:6; 太20:14; 太24:17; 可2:9; 可2:11; 可13:15; 路5:24; 路5:25; 路17:31; 約5:8; 約5:11; 約5:12; 徒21:11;
2) 除掉(4) 路23:18; 徒21:36; 徒22:22; 約壹3:5;
3) 拿去(3) 路6:29; 路6:30; 約19:31;
4) 背起(3) 太16:24; 可8:34; 路9:23;
5) 奪去(3) 路8:12; 約10:18; 約16:22;
6) 領去(3) 太14:12; 可6:29; 約19:38;
7) 也要⋯奪去(2) 太13:12; 可4:25;
8) 拿著(2) 可2:12; 約5:10;
9) 你們收拾(2) 可8:19; 可8:20;
10) 除掉他(2) 約19:15; 約19:15;
11) 帶壞了(2) 太9:16; 可2:21;
12) 要去拿(2) 路19:21; 路19:22;
13) 他們⋯挪了去(2) 約20:2; 約20:13;
14) 舉起(2) 啓10:5; 啓18:21;
15) 取(2) 太24:18; 可13:16;
16) 他們收拾(2) 太15:37; 可6:43;
17) 他們⋯收拾(1) 太14:20;
18) 就起了(1) 徒27:13;
19) 奪去了(1) 徒8:33;
20) 被奪去了(1) 徒8:33;
21) 扶起來(1) 徒20:9;
22) 將⋯奪去(1) 太21:43;
23) 可用(1) 林前6:15;
24) 拉上來(1) 徒27:17;
25) 撤去(1) 西2:14;
26) 你們⋯帶(1) 路9:3;
27) 你叫⋯猶疑不定(1) 約10:24;
28) 拿起⋯來(1) 約5:9;
29) 他們⋯挪開(1) 約11:41;
30) 他就⋯剪去(1) 約15:2;
31) 當⋯除掉(1) 弗4:31;
32) 你⋯領(1) 約17:15;
33) 拿⋯出去(1) 約2:16;
34) 奪⋯來(1) 路19:24;
35) 他們⋯托著(1) 路4:11;
36) 他們⋯要拿(1) 可16:18;
37) 將要⋯奪去(1) 路8:18;
38) 提高(1) 徒4:24;
39) 你們⋯拿了去(1) 路11:52;
40) 也要⋯奪過來(1) 太25:29;
41) 挪開(1) 約11:39;
42) 帶(1) 可6:8;
43) 奪了去(1) 可4:15;
44) 他們收拾了(1) 可8:8;
45) 你要挪開(1) 可11:23;
46) 背著(1) 可15:21;
47) 抬著的(1) 可2:3;
48) 背負(1) 太27:32;
49) 拿起來(1) 太17:27;
50) 負(1) 太11:29;
51) 你挪開(1) 太21:21;
52) 沖去(1) 太24:39;
53) 奪過(1) 太25:28;
54) 得(1) 可15:24;
55) 收拾(1) 路9:17;
56) 舉(1) 約11:41;
57) 托著(1) 太4:6;
58) 奪(1) 約11:48;
59) 領去了(1) 約19:38;
60) 挪開了(1) 約20:1;
61) 他們拿(1) 約8:59;
62) 除去(1) 約1:29;
63) 就奪去(1) 路11:22;
64) 高(1) 路17:13;
65) 奪過來(1) 路19:26;
66) 可以帶著(1) 路22:36;
67) 去取(1) 約20:15