ψῆφος
English (LSJ)
Dor. ψᾶφος, Aeol. ψᾶφαξ, ἡ, gen. pl.
A ψηφάων Man.4.448: (ψάω):—a small round worn stone, pebble, ψᾶφος ἑλισσομένα Pi.O. 10(11).9; ὡς μὰν σαφές οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν = so would I not know clearly how to say the number of pebbles in the sea ib.13.46; ψήφῳ μούνῃ διατετρανέεις = a stone will hardly break them opp. μόγις ἂν λίθῳ παίσας διαρρήξειας, Hdt. 3.12; ψῆφος ἄμμου = a grain of sand, LXX Si.18.10.
2 precious stone, gem, Philostr.VA3.27; esp. worn in a ring, Luc.DMeretr.9.
II acc. to the various uses made of such pebbles:
1 pebble used for reckoning, counter, λογίζεσθαι ψήφοις calculate or reckon by abacus, cipher, Hdt.2.36, etc.: hence to reckon exactly or accurately, opp. ἀπὸ χειρὸς λογίζεσθαι, Ar.V.656 (anap.); οὐ τιθεὶς ψήφους D.18.229; ἐν ψήφῳ λέγειν A.Ag.570; ἐν ψήφου λόγῳ θέσθαι E.Rh. 309: metaph., ταῖς τοῦ συμφέροντος ψήφοις μετρεῖν τὰς ἔχθρας καὶ τὰς φιλίας Plb.2.47.5: hence ψῆφος itself for a cipher, number, πὸτ ἄρτιον (sc. ἀριθμὸν) ποτθέμειν . . ψᾶφον Epich.170: pl., accounts, καθαραὶ ψῆφος, where there is an exact balance, D.18.227; οἱ περὶ τὰς ψ. calculators, Alciphr.1.26; ψήφων ἄπειρος Plu.2.812e; δακτυλικὴ ψῆφος reckoning on the fingers, AP11.290 (Pall.); of astrological calculations, Vett.Val.10.15, al.
b in Magic, κατέχων τὴν ψῆφος (i.e. the object on which the number is written) λέγε . . PMag.Par.1.1048, cf. 937.
2 pebble used for a draughtsman or chessman, Pl.R.487c; κύβος ἐν παιδιᾷ ψήφων Plu.2.427f.
b pebble used by jugglers, ψηφάων παῖκται Man.4.448.
3 pebble used in divination, ἡ διὰ ψήφων μαντική Apollod.3.10.2.
4 cube used in mosaic pavements, Gal.Protr.8.
5 pebble used in voting, ψήφῳ ψηφίζεσθαι Hdt.9.55; ἐὰν μὴ τῇ ψ… ψηφίσωνται κρύβδην ψηφιζόμενοι D.59.89: hence, the vote itself, ψῆφον φέρειν = give one's vote, ἐν καρδίᾳ ψ. φέροντες A.Eu.680, cf. And.1.2, D.57.61, etc.; ὑπέρ τινος Lycurg.7; περί τινος Id.11, etc.; ψήφου φορά E.Supp.484; ψῆφον τίθεσθαι = ψηφίζεσθαι, Hdt.8.123, cf. 6.57; εἰς τεῦχος . . ψήφους ἔθεντο A.Ag.816; c. inf., Hdt.3.73; ψῆφον προσθέσθαι Th.1.40; ψήφῳ διαιρεῖν = to determine by vote, A.Eu.630; ψήφῳ κρίνειν, Th.1.87, etc.; μεταλαβὼν τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψ. Pl.Ap.36b, cf. Lex ap.D.21.47: in collect. sense, ἐχρῆν . . ψ. περὶ αὐτοῦ γενέσθαι a vote is taken, Antipho 5.47; ἡ καθαιροῦσα ψῆφος Lys.13.37; ἡ σῴζουσα ψῆφος D.19.66; οἷς ἂν πλείστη γένηται ψῆφος a majority of votes, Pl.Lg.759d: τὴν ψῆφον ἐπάγειν to put the vote or question, of the president, Th.1.119, 125; ψῆφον δοῦναι περί τινος IG22.222.24, cf. D.21.188; ψ. ἀναδοὺς περί τινος App.BC1.100; so ψ. περὶ ἡμῶν ὑπὲρ ἀνδραποδισμοῦ προτεθεῖσαν D.19.65; διένεμον (vv.ll. διενέμοντο, ἔφερον) τὰς ψῆφος were casting their votes, Hdt.8.123; ὑπὸ ψήφου μιᾶς with one accord, Ar.Lys.270; ψῆφος φανερά open voting, ψῆφον φανερὰν διενεγκεῖν Th.4.74; τὴν ψῆφον οὐκ εἰς καδίσκους ἀλλὰ φανερὰν ἐπὶ τὰς τραπέζας τίθεσθαι Lys.13.37, cf. Pl.Lg.767d, 855d; opp. ψῆφος ἀφανής = voting by ballot, Aeschin.3.233; κρύβδην τὴν ψῆφον φέρειν Arist. Rh.Al.1433a23, cf. 1424b2, Ath.69.1.
b that which is carried by vote, a vote, ψῆφος καταγνώσεως a vote of condemnation, Th.3.82; ψῆφος αὐτῷ ἐπῆκτο περὶ φυγῆς a vote of banishment was moved for against him, X.An.7.7.57, cf. A.Th.198; ψήφῳ πόλεως γνωσθεῖσαι Id.Supp.7 (anap.):—hence,
c any resolve or decree, ψῆφος τυράννων S.Ant.60; λιθίνα ψᾶφος a decree written on stone, Pi.O.7.87; διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς [the oak] gives judgement of itself, Id.P.4.265; ψ. φλεγυρὰ βροτῶν, i.e. public opinion, Cratin.57 (lyr.); τίν' ἂν ψῆφον θεῖο; what judgment . . ? Pl.Prt.330c, cf. R.450a; ἡ ἐμὴ ψῆφος Id.Phlb. 57a.
d Ἀθηνᾶς ψῆφος, calculus Minervae, prov. phrase to express acquittal, when the votes were even, Philostr.VS2.3.
e ψῆφος is sometimes omitted, κἂν ἴσαι γένωνται Ar.Ra.685 (lyr.); πάσαις κρατεῖν Luc.Bis Acc.18, cf. 22.
f Διὸς ψῆφος (ψῆφοι Hsch.), prov. ἐπὶ τῶν ἱερῶν καὶ ἀθίκτων, of the scene of contest between Athena and Poseidon, Suid., etc.
g Κόννου ψῆφος, negligible quantity, cipher, Ar.V.675 (anap.), cf. Κοννᾶς.
6 place of voting, tribunal, E.IT945, El. 1263.
7 metaph., influence, πόλις μεγάλην ψῆφον ἔχουσα Lib.Or.18.13.
8 judgement as a faculty, ψῆφον ὀρθήν Lib.Ep.19.10.
German (Pape)
[Seite 1398] ἡ, ein Steinchen, bes. ein kleiner abgeriebener, geglätteter, gerundeter Stein, ein Kiesel, ein glattgeriebener Flußkiesel; Pind. ποντία, Ol. 13, 44; auch ein künstlich geglätteter, polirter Stein, 7, 87; dah. Steinchen zu Mosaikarbeiten, Sp., auch Edelstein, δακτυλική, im Ringe, Pallad. 87 (XI, 290). – Dergleichen Steinchen wurden aber bes. gebraucht – a) zum Zählen od. Rechnen; ἐν ψήφῳ λέγειν, anrechnen, Aesch. Ag. 556; στρατοῦ πλῆθος οὐδ' ἂν ἐν ψήφου λόγῳ θέσθαι δυναίμην Eur. Rhes. 369; Rechenpfennig, Zahlzeichen, Her. 2, 36; vgl. Euen. 16 (IX, 251); D. Sic. 12, 13; αἱ ἐπὶ τῶν ἀβακίων ψῆφοι Pol. 5, 26, 13; οἱ περὶ τὰς ψήφους, der Rechner od. Wechsler, Ath. VII, 305; Alciphr. 1, 26; καθαραὶ ψῆφοι, reine Rechnung, die aufgeht, Dem. 18, 227. – b) der Stein im Brettspiel; – ψήφων παιδιά, Taschenspielerei, οὐκ ἐν ψήφοις, ἀλλ' ἐν λόγοις Plat. Rep. VI, 487 c. – c) ein Steinchen oder Loos, womit eine Art Wahrsagerei getrieben wurde, ἡ διὰ τῶν ψήφων μαντική, Heyne Apoll. 3, 10, 2. 9 p. 274. – d) am häufigsten bes. bei Att. das Steinchen, dessen man sich zum Abgeben der Stimme bediente, das man in die Stimmurne, ὑδρία warf, Her. 8, 123; dah. auch die Stimme selbst, die man bei Wahlen od. beim Abstimmen über Beschlüsse abgiebt, ψήφου φορά Eur. Suppl. 500; εἰς ψῆφον ἔρχεται πόλεμος, er kommt zur Abstimmung, Entscheidung, 497; ψῆφον φέρειν, seine Stimme abgeben, Aesch. Eum. 645, u. öfter; Eur.; in Prosa, Plat., Andoc. 1, 2, ὑπέρ τινος, Lycurg. 7. 147. 149, περί τινος, 11. 13; ψῆφον θέσθαι, Aesch. Ag. 790 Suppl. 631; οὐδὲ μετ' ἀρσένων ψῆφον ἔθεντο 634; Lycurg. 13. 128; vgl. Dem. 29, 4; aber bei Her. 8, 123 ist ψῆφον τίθεσθαι »sich selbst seine Stitume geben«; διαφέρειν, Aesch. 3, 198; προσθέσθαι τινί, zu Jemandes Gunsten stimmen, Dem. 57, 69; διδόναι δήμῳ τὴν ψῆφον, abstimmen lassen, 59, 90; τὴν ψῆφον ἐπάγειν, dasselbe, Thuc. 1, 119. 125; ψῆφος ἐπῆκτο αὐτῷ περὶ φυγῆς, es wird auf Verbannung gegen ihn angetragen, Xen. An. 7, 7,57; ψῆφος κατ' αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεται Aesch. Spt. 181; ψήφῳ διαιρεῖν τοῦδε πράγματος πέρι Eum. 600; μή μ' ἁπλῇ κτάνῃς ψήφῳ, διπλῇ δέ, τῇ τ' ἐμῇ καὶ σῇ Soph. O. R. 607; Eur., der es sogar für Gerichtshof braucht, vom Areopag, I. T. 915; u. Ar., κατά τινος τὴν ψῆφον ἰχνεύειν Equ. 805, Schol. καταδικάσαι, ψήφῳ δακεῖν Ach. 354, Schol. οἷον καταδικάζειν; Plat. οἷς ἂν πλείστη γένηται ψῆφος, Legg. VI, 759 d; οὐ μεταλαβὼν τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων XII, 948 a; νικᾷ γὰρ πάσαισι ταῖς ψήφοις ὁ νόμος VII, 801 a; φανερὰ ψῆφος, offene Abstimmung, Xen. Hell. 2, 4,9; vgl. Thuc. 5, 74; ἄγειν ὑπὸ τὴν ὑμετέραν ψῆφον Dem. 59, 126; ἔρχεσθαι ὑπὸ τὴν τῶν δικαστηρίων ψῆφον Aesch. 3, 19; ὑποχείρι ον ἔχοντες τῇ ψήφῳ Lycurg. 115, wie ἔχειν ὑπὸ τῇ ψήφῳ 2; – übertr., ταῖς τοῦ συμφέροντος ψήφοις μετρεῖν πάντα Pol. 2, 47, 5; – Abstimmung, ἐν μιᾷ ψήφῳ καὶ ἑνὶ ἀγῶνι Is. 6, 4; Stimmrecht, u. der durch Stimmenmehrheit gefaßte Beschluß, bes. einer Volksversammlung; aber auch τυράννων, Soph. Ant. 60, vgl. 628; übh. Urtheil, öffentliche Stimme, σὺ δὲ τίν' ἂν ψῆφον θεῖο Plat. Prot. 330 c; ψῆφος φλεγυρὰ βροτῶν Cratin. bei Ath. VIII, 344; – ψῆφοι ἱεραί sind heilige Bücher, Euen. 6 (XII, 172).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
petite pierre polie par le frottement de l'eau, caillou :
I. caillou pour compter : ψήφοις λογίζεσθαι HDT compter avec des cailloux ; ψήφων ἄπειρος PLUT inhabile à compter ; fig. ἐν ψήφῳ λέγειν ESCHL énumérer, compter;
II. caillou pour jouer, particul. pion au jeu de dames ; ψήφων παιδιά PLUT prestidigitation avec des cailloux;
III. caillou pour la divination;
IV. caillou servant à voter et qu'on déposait dans l'ὑδρία : ψῆφος λευκή ou πλήρης, caillou blanc ou plein, càd non percé (pour l'acquittement) ; μέλαινα ou διατετρυπημένη, caillou noir ou percé (pour la condamnation) ; ψῆφος καταγνώσεως THC vote de condamnation ; caillou pour signifier :
1 suffrage : ψῆφον φέρειν τινί ESCHL voter pour qqn ; ψῆφον θέσθαι, déposer son suffrage, càd voter ; ψῆφον προστίθεσθαί τινι ESCHL, THC ajouter sa voix en faveur de qqn ; λαμβάνειν ψήφους, prendre des cailloux (sur l'autel) pour voter DÉM, PLUT ou obtenir des suffrages ; φανερὰ ψῆφος, vote visible (cf. franç. « à bulletin ouvert ») ; ψῆφος ἀφανής ESCHN suffrage non apparent, scrutin secret ; avec ellipse de ψῆφοι : avec ἴσαι AR suffrages en nombre égal ; πάσαις κρατεῖν LUC l'emporter avec l'unanimité des suffrages ; la décision : τυράννων SOPH édit du maître ; μιᾷ ψήφῳ XÉN par une décision unanime;
2 action de voter, vote : τὴν ψῆφον ἐπάγειν τινὶ περί τινος THC proposer à qqn de voter sur qch, càd proposer la discussion sur qch ; τὴν ψῆφον διδόναι τινί DÉM ou ψήφου ἐξουσίαν διδόναι PLUT faire voter qqn, donner la faculté de voter en parl. du président d'une assemblée ou d'un tribunal;
3 tribunal.
Étymologie: ψάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψῆφος -ου, ἡ, Dor. ψᾶφος [~ ψάω?] steentje:; εἰ θέλοις ψήφῳ μούνῃ βαλεῖν als je een enkel steentje zou willen gooien Hdt. 3.12.1; edelsteen:. ψήφος ἐνεβέβλητο τῶν τριχρώμων een driekleurige edelsteen was erin gezet Luc. 80.9.2. spec. stemsteen:; ἐς... τεῦχος... ψήφους ἔθεντο zij legden hun stemstenen in de urn Aeschl. Ag. 816; ταύτῃ τῇ ψήφῳ ψηφίζεσθαι met die steen zijn stem uitbrengen Hdt. 9.55.2; ψῆφος λευκή witte steen (vrijspraak) Plut. Alc. 22.2; ψῆφος μέλαινα zwarte steen (veroordeling) Plut. Alc. 22.2; stem:; ψῆφον φέρειν (zijn) stem uitbrengen Aeschl. Eum. 680; μεταλαμβάνειν τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων een vijfde deel van de stemmen krijgen Plat. Ap. 36b; τίν’ ἂν ψῆφον θεῖο; hoe zou je stemmen? Plat. Prot. 330c; ἐξουσίαν ψήφου διδόναι stemrecht geven Plut. Publ. 7.8; stemming:; τὴν ψῆφον ἐπάγειν in stemming brengen Thuc. 1.125.1; ὑπὸ ψήφου μιᾶς eenstemmig Aristoph. Lys. 270; ψῆφος φανερά een openbare stemming Thuc. 4.74.3; spreekw.:; Κόννου ψῆφος Connus' stem (waardeloze stem) Aristoph. Ve. 675; uitbr.: tribunaal:; ὁσία ψῆφος ἥν... Ζεὺς εἵσατο een heilig tribunaal dat Zeus heeft ingesteld Eur. IT 945; vonnis, oordeel:; ψῆφος ὀλετρία doodvonnis Aeschl. Sept. 198; decreet:. ψῆφοι τυράννων decreet van de heersers Soph. Ant. 60. voor ander gebruik: rekenen rekensteentje:; λογίζεσθαι ψήφοις met steentjes rekenen Hdt. 2.36.4; ἂν καθαραὶ ὦσιν αἱ ψῆφοι als de rekening klopt Dem. 18.227; bij spelen spelsteentje:. οὐκ ἐν ψήφοις ἀλλ’ ἐν λόγοις (damspel) dat niet met stenen, maar met woorden (wordt gespeeld) Plat. Resp. 487c.
Russian (Dvoretsky)
ψῆφος: дор. ψᾶφος ἡ
1 круглый камешек, галька, голыш Pind., Plat., Plut.: ψήφῳ διατετραίνειν τι Her. пробить что-л. камешком;
2 драгоценный камень Luc.: δακτυλικὴ ψ. Anth. камень в перстне;
3 счетный камешек: ψήφοις λογίζεσθαι Her., Arph. или ψήφους τιθέναι Dem. считать с помощью камешков; ἐν ψήφῳ λέγειν Aesch. высчитывать, исчислять; ἐν ψήφου λόγῳ θέσθαι Eur. высчитать, исчислить; αἱ ψῆφοι καθαραί Dem. ровный счет;
4 игральный камешек, шашка, костяшка Plat. Plut.;
5 вотивный камешек (для подачи голоса - преимущ. в судебной практике): ψήφῳ ψηφίζεσθαι Her., φῆφον θέσθαι Aesch., Her., Xen., Plat., διαφέρειν Thuc., Xen., ἀναφέρειν Xen., ἐπιφέρειν или βάλλειν Plut. подавать голос; οἷς πλείστη γίγνεται ψ. Plat. получающие большинство голосов; ψ. ἀφανής Aeschin. тайное голосование; πάσαις (sc. ψήφοις) κρατεῖν Luc. получить все голоса, т. е. единогласное одобрение; ὑπὸ ψήφου μιᾶς Arph. или μιᾷ ψήφῳ Xen. единогласно; ψ. πλήρης Aeschin., Plut., σῴζουσα или καθαιροῦσα Lys., λευκή Plut. полный (непросверленный), спасающий или очищающий, белый камень, т. е. оправдательный голос; ψ. καταγνώσεως Thuc., διατετρυπημένη Aeschin., μέλαινα Plut. камень осуждения, просверленный, черный, т. е. обвинительный голос; τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων μεταλαβεῖν Plat., Dem. получить пятую часть (всех) голосов;
6 суждение, мнение: κατὰ τὴν ἐμὴν ψῆφον Plat. по моему мнению;
7 решение, постановление: λιθίνα ψᾶφος Pind. постановление, высеченное на камне;
8 указ, повеление (τυράννων Soph.);
9 голосование: τὴν ψῆφον ἐπάτειν περί τινος Thuc. или προτιθέναι ὑπέρ τινος Dem. предложить приступить к голосованию (обсуждению) чего-л.; ἐπὶ τὴν ψῆφον καλεῖν Plut. призвать к голосованию;
10 право голоса (τὴν ψῆφον или ἐξουσίαν ψήφου διδόναι τινί Dem., Plut.);
11 суд, судилище: ὁσία ψ., ἣν Ζεὺς εἵσατο Eur. установленное Зевсом священное судилище.
Spanish
English (Strong)
from the same as ψηλαφάω; a pebble (as worn smooth by handling), i.e. (by implication, of use as a counter or ballot) a verdict (of acquittal) or ticket (of admission); a vote: stone, voice.
English (Thayer)
ψῆφου, ἡ (from ψάω, see ψάλλω), a small, worn, smooth stone; pebble (from Pindar, Herodotus down; (in Homer ψηφίς));
1. since in the ancient courts of justice the accused were condemned by black pebbles and acquitted by white (cf. Passow, under the word, ψῆφος, 2c, vol. ii, p. 2574 b; (Liddell and Scott, under the word, 4d.); Ovid. met. 15,41; (Plutarch, Alcib. 22,2)), and a man on his acquittal was spoken of as νικησας (Theophrastus, char. 17 (19), 3) and the ψῆφος acquitting Dim called νικητήριος (Heliodorus 3,3under the end), Christ promises that to the one who has gained eternal life by coming off conqueror over temptation (τῷ νικουντι (A. V. to him that overcometh)) he will give ψῆφον λευκήν, B. D. under the word, Stones, 8). Ewald (Die Johann. Schriften, ii., p. 136; (cf. Lee as above; Plumptre in B. D. under the word, Hospitality, at the end)) understnads it to be the tessera hospitalis (cf. Rich, Dict. of Antiq., under the word, Tessera, 3; Becker, Charicles, namely, i. note 17), which on being shown secures admission to the enjoyment of the heavenly manna; the Greek name, however, for this tessera, is not ψῆφος, but σύμβολον.
2. a vote (on account of the use of pebbles in voting): καταφέρω (which see), Acts 26:10.
Greek Monolingual
η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α
καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν ψήφων ὁ ἀριθμὸς ἐξ ἴσου γενόμενος τὸν φεύγοντα μᾶλλον ὠφέλησεν ἢ τὸν διώκοντα», Αντιφ.)
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) κάθε άλλο μέσο που χρησιμοποιείται σήμερα σε ψηφοφορία, όπως είναι το ψηφοδέλτιο
2. (νομ.) μέσο με το οποίο εκφράζεται η βούληση ορισμένου υποκειμένου σε σχέση προς ένα συγκεκριμένο θέμα ή ερώτημα ή υπέρ κάποιου προσώπου
3. η έκφραση γνώμης, ιδίως ευνοϊκής, με τον τρόπο αυτό, υπερψήφιση, επιδοκιμασία, έγκριση («η κυβέρνηση έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή»)
4. το δικαίωμα του να ψηφίζει κανείς («άργησε να δοθεί ψήφος στις γυναίκες»)
5. το εκλογικό σύστημα («αναλογική ψήφος»)
6. φρ. «συμβουλευτική ψήφος» — βλ. συμβουλευτικός
αρχ.
1. μικρή πέτρα που έχει γίνει στρογγυλή και λεία από την μακροχρόνια τριβή, βότσαλο, χοχλάδι
2. πολύτιμος λίθος, πετράδι («δακτυλικὴν ψῆφόν τις ἔχων περὶ δάκτυλα χειρῶν», Ανθ. Παλ.)
3. αριθμός («ἄρτιον... ψᾱφον», Επίχ.)
4. λιθαράκι που το χρησιμοποιούσαν στο παιχνίδι τών πεσσών
5. χαλίκι ή κλήρος με τον οποίο γινόταν η ψηφομαντεία («ἡ διὰ ψήφων μαντική», Απολλόδ.)
6. ψηφοφορία («οἷς ἂν πλείστη γένηται ψῆφος», Πλατ.)
7. ο τόπος όπου διεξάγεται ψηφοφορία
8. κάθε απόφαση ή δόγμα άρχοντα ή μονάρχη («ψῆφον τυράννων», Σοφ.)
9. (γενικά) ικανότητα κρίσεως
10. μτφ. επιρροή
11. συν. στον πληθ. αἱ ψῆφοι
λιθαράκια με την βοήθεια τών οποίων αριθμούσαν ή έκαναν υπολογισμούς
12. φρ. α) «ψήφοις λογίζομαι»
i) αριθμώ με την βοήθεια λιθαριών (Ηρόδ.)
ii) υπολογίζω ακριβώς (Αριστοφ.)
β) «καθαραὶ ψῆφοι» — ακριβείς λογαριασμοί (Δημοσθ.)
γ) «ψῆφος ἄμμου» — κόκκος άμμου (ΠΔ)
δ) «ψήφῳ διαιρῶ» — ορίζω με ψήφους (Αισχύλ.)
ε) «τὰς ψήφους διανέμομαι» — αριθμώ, λογαριάζω (Ηρόδ.)
στ) «ὑπὸ μιᾱς ψήφου» — ομόφωνα (Αριστοφ.)
ζ) «ψήφους τίθημι» — υπολογίζω με ψηφίδες (Δημοσθ.)
η) «τὴν ψῆφον ἐπάγω» — προτείνω ψηφοφορία (Θουκ.)
θ) «λιθίνη ψῆφος» — ψήφισμα γραμμένο σε λίθινη πλάκα
ι) «βροτῶν ψῆφος» — η κοινή γνώμη (Κρατίν.)
ια) «ψῆφος Ἀθηνᾱς»
(πιθ. σε περίπτωση ισοψηφίας) αθωωτική ψήφος (Φιλόστρ.)
ιβ) «Κόννου ψῆφος» — γνώμη ανάξια λόγου (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψῆ-φ-ος ανάγεται πιθανότατα στη ρίζα του ψήω / ψῆν, με δασεία παρέκταση -φ- (πρβλ. ψάμμος). Προβλήματα, ωστόσο, γεννά ο φωνηεντισμός του δωρ. τ. ψᾶφος και του επιθ. ψᾰφαρός, ο οποίος, κατά την επικρατέστερη άποψη, οφείλεται σε Ελληνική καινοτομία, όπως και οι φωνηεντισμοί -ι-, -αι-, -αυ- (πρβλ. ψάμμος, ψίω, ψαύω) της ίδιας οικογένειας (βλ. λ. ψήω). Η σύνδεση του τ. ψῆφος με το χεττιτ. paššila- «χαλίκι» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Αρχική σημ. της λ. ψῆφος είναι «μικρή πέτρα, στρογγυλή και λεία από μακροχρόνια τριβή», από όπου «χαλίκι με το οποίο γινόταν η ψηφοφορία», «ψηφοφορία» και, κατ' επέκταση, «ικανότητα κρίσεως, έκφραση γνώμης μέσω ψηφοφορίας». Στη Νέα Ελληνική η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάθε μέσο με το οποίο διεξάγεται η ψηφοφορία, όπως το ψηφοδέλτιο, και γενικά το εκλογικό σύστημα. Τη λ. ψῆφος, τέλος, στον πληθ. ψῆφοι χρησιμοποιούσαν στην Αρχαία Ελληνική με σημ. «λιθαράκια, χαλίκια με την βοήθεια τών οποίων αριθμούσαν ή λογάριαζαν», από όπου «αριθμός» και το νεοελλ. ψηφίο «καθένα από τα στοιχεία αραβικού αριθμού, σημείο που παριστάνει αριθμό».
ΠΑΡ. ψηφίδα, ψηφίο(ν)
αρχ.
ψηφάς, ψηφίδιον, ψηφικός, ψήφινος, ψηφοῦμαι, ψήφων
αρχ.-μσν.
ψηφίζομαι
μσν.
ψηφεῖον
νεοελλ.
ψηφίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ψηφοθέτης, ψηφοφόρος
αρχ.
ψηφοδέτης, ψηφοειδής, ψηφοθήκη, ψηφοκλέπτης, ψηφολόγος, ψηφομαντεία, ψηφοπαίκτης, ψηφοποιός
μσν.
ψηφοβόλον, ψηφοτερπής
νεοελλ.
ψηφοδέλτιο, ψηφοδόχος, ψηφοθήρας, ψηφολέκτης. (Β' συνθετικό) άψηφος, ισόψηφος, ομόψηφος, πολύψηφος
αρχ.
αντίψηφος, απόψηφος, έμψηφος, λεπτόψηφος, μονόψηφος, νεόψηφος, περίψηφος, σύμψηφος, υπόψηφος
νεοελλ.
δίψηφος].
Greek Monotonic
ψῆφος: Δωρ. ψᾶφος, ἡ (ψάω)·
I. μικρή πέτρα, πετραδάκι λείο και στρογγυλό, όπως αυτά που βρίσκονται στις κοίτες των ποταμών ή στην ακτή της θάλασσας, χαλίκι, βότσαλο, Λατ. calculus, σε Πίνδ., Ηρόδ.
II. 1. πετραδάκι που το χρησιμοποιούσαν για την αρίθμηση, μετρητής, ψήφοις λογίζεσθαι, υπολογίζω χρησιμοποιώντας πετραδάκια, σε Ηρόδ.· υπολογίζω τέλεια ή με ακρίβεια, σε Αριστοφ.· ἐν ψήφῳ λέγειν, σε Αισχύλ.· στον πληθ., υπολογισμοί, λογαριασμοί, καθαραὶ ψῆφοι, εκεί όπου υπάρχει ακριβής εξίσωση, σε Δημ.
2. πετραδάκι που το χρησιμοποιούσαν στο παιχνίδι των πεσσών, σε Πλάτ. 3. α) πετραδάκι που το χρησιμοποιούσαν για ψηφοφορία, το οποίο το έριχναν μέσα στην κάλπη (ὑδρία), σε Ηρόδ., Αττ.· ψῆφον φέρειν, δίδω την ψήφο μου σε κάποιον, Λατ. suffragium ferre, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, ψῆφοντίθεσθαι, σε Ηρόδ.· ψήφῳ κρίνειν, διακρίνειν, αποφασίζω με ψήφο, σε Θουκ. κ.λπ.· με περιληπτική σημασία, ψῆφος γίγνεται περί τινος, γίνεται ψηφοφορία για κάτι, σε Αντιφ.· ἡ σώζουσα, ἡ καθαιροῦσα ψῆφος, ψήφος αθωωτική ή καταδικαστική, σε Λυσ., Δημ.· τὴν ψῆφον ἐπάγειν, προτείνω ψηφοφορία, λέγεται για τον προεδρεύοντα, όπως το ἐπιψηφίζειν, σε Θουκ. β) αυτό που αποφασίζεται με ψηφοφορία, ψῆφος καταγνώσεως, καταδικαστική απόφαση, σε Θουκ.· ψῆφος περὶ φυγῆς, ψήφος για εξορία, σε Ξεν. γ) κάθε είδους απόφαση ή δόγμα, π.χ. ενός βασιλιά ή μονάρχη, σε Σοφ.· λιθίνα ψᾶφος, δόγμα γραμμένο πάνω σε πέτρα, σε Πίνδ.· διδοῖ ψᾶφον παρ' αὐτᾶς, (η δρυς) δίνει ψήφο, βγάζει δικαστική απόφαση γι' αυτήν την ίδια, στον ίδ.· δ) ψῆφος Ἀθηνᾶς, Calculus Minervae, παροιμ. φράση που χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει αθώωση· η ψηφοφορία δια ψήφου (ψῆφος) πρέπει να διακρίνεται από την ψηφοφορία δια κυάμου, κλήρου· ο πρώτος τύπος ψυφοφορίας χρησιμοποιούνταν στις δικαστικές δοκιμασίες (στα δικαστήρια), ενώ ο δεύτερος στην εκλογή αρχών·
4. το μέρος όπου γίνεται η ψηφοφορία (όπως το πεσσοί, δηλώνει το μέρος όπου παιζόταν το ομώνυμο παιχνίδι), σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
ψῆφος: Δωρ. ψᾶφος, Αἰολ. ψάφαξ, ἡ· (ψάω)· - λιθάριον λιανθὲν καὶ στρογγυλωθὲν ἐκ τῆς τριβῆς, οἷα τὰ εὑρισκόμενα ἐν ταῖς κοίταις τῶν ποταμῶν καὶ παρὰ τὴν ἀκτὴν τῆς θαλάσσης, «χαλίκι», «χοχλακάκι», «βόλι», «ψηφῖδα», Λατ. calculus, ψᾶφος ἑλισσομένα Πινδ. Ο. 10 (11), 13· οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμὸν αὐτόθι 13. 65· ψήφῳ μούνῃ [βαλὼν] διατετρανέεις ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μόγις ἂν λίθῳ παίσας διαράξειας, Ἡρόδ. 3. 12· ψ. ἄμμου, κόκκος ἄμμου, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΙΗ΄, 10). 2) πολύτιμος λίθος, «πετράδι», Φιλόστρ. 117· μάλιστα ἐν δακτυλίῳ φορούμενος, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 9. 2, Ἀνθ. Παλατ. 11. 290. ΙΙ. ὡς ἐκ τῶν διαφόρων χρήσεων τῶν μικρῶν τούτων λιθαρίων παρὰ τοῖς παλαιοῖς ἡ λέξις ἐσήμαινε: 1) λιθάριον ἐν χρήσει εἰς ἀρίθμησιν, ψήφοις λογίζεσθαι, ἀριθμεῖν διὰ λιθαρίων, ἀριθμεῖν διὰ τῆς ἀριθμητικῆς τέχνης, Ἡρόδ. 2.36, κλπ.: ὅθεν ὑπολογίζω ἀκριβῶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπὸ χειρὸς λ., Ἀριστοφ. Σφ. 656· οὕτως οὐ τιθεὶς ψήφοις Δημ. 304. 4· ἐν ψήφῳ λέγειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 570· ἐν ψήφου λόγῳ θέσθαι Εὐρ. Ρῆσ. 309· μεταφορ., ταῖς τοῦ συμφέροντος ψήφοις μετρεῖν πάντα Πολύβ. 2. 47, 5· - ὅθεν ψῆφος ἐλέγετο αὐτὸς ὁ ἀριθμὸς, τὸν ἄρτιον ποτθέμεν .. ψᾶφον Ἐπίχ. 94. 8 Ahr. - ἐν τῷ πληθ., ὑπολογισμοὶ, λογαριασμοὶ, καθαραὶ ψῆφοι, ἔνθα ὑπάρχει ἀκριβὴς ἐξίσωσις, Δημ. 303. 22 οἱ περὶ τὰς ψήφους, οἱ λογισταὶ ἢ λογιστικοὶ, Ἀλκίφρων 1. 26· ψήφων ἄπειρος Πλούτ. 2. 812Ε. 2) λιθάριον ἐν χρήσει κατὰ τὴ παιδιὰν τῶν πεσσῶν, Λατ. scrupus, Πλάτ. Πολ. 487C· κύβος ἐν παιδιᾷ ψήφων Πλούτ. 2. 427F. 3) λιθάριον χρησιμεῦον εἰς εἶδός τι μαντικῆς, ἡ διὰ ψήφων μαντικὴ, Heyne Ἀπολλόδ. 3. 10, 2, σ. 274 πρβλ. Θριαί. 4) λιθάριον ἐν χρήσει κατὰ τὴν ψηφοφορίαν, ὅτε καὶ ἐρρίπτετο εἴς τινα πρὸς τοῦτο κάλπην (ὑδρίαν), πρῶτον παρ. Ἡρόδοτ. καὶ συχν. παρὰ τοῖς Ἀττ.· τὰς ψ. διενέμοντο Ἡρόδ. 8 123· ψήφῳ ψηφίζεσθαι ὁ αὐτ. 9. 55· ἐὰν μὴ τῇ ψήφῳ .. ψηφίσωνται κρύβδην ψηφιζόμενοι Δημ. 1375. 16· ὅθεν καὶ αὐτὸ τὸ ἔργον τῆς ψηφοφορίας, ψῆφον φέρειν, ψηφοφορεῖν, Λατ. suff agium ferre, συχν. παρ’ Ἀττικ., οἷον 680. Ἀνδοκ. 1. 12, Δημ. 1317. 27 κτλ.· ὑπέρ τινος Λυκοῦργ. 148. 29· περί τινος ὁ αὐτ. 149. 13, κλπ.: ψήφου φορὰ Εὐρ. Ἱκ. 484 ψῆφον τίθεσθαι, ἀκριβῶς ὡς τὸ ψηφίζεσθαι, Ἡρόδοτ. 6. 57., 8. 123· μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 3. 73, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 816, Πλάτ. Πρωτ. 330C, κ. ἀλλ.· ψ. προστίθεσθαι Θουκ. 1. 40, πρβλ. προστίθημι Β. Ι. 3· - ψήφῳ διαιρεῖν, διὰ ψήφων ὁρίζειν, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 630· οὕτω, ψήφῳ κρίνειν, διακρίνειν Θουκ. 1. 87, κτλ.· τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων μεταβαλλεῖν Πλάτ. Ἀπολ. 36Β, Δημ. 529. 24· - περιληπτικῶς, ψ. γίγνεται περί τινος, γίνεται ψηφοφορία, Ἀντιφῶν 135. 2· ἡ σώζουσα, ἡ καθαιροῦσα ψῆφος Λυσί. 133. 13, πρβλ. Δημ. 362. 6· οἷς ἄν πλείστη γένηται ψ., πλειονοψηφία, Πλάτ. Νόμ. 759D· - τὴν ψῆφον ἐπάγω, προτείνω ψηφοφορίαν, ἐπὶ τοῦ προεδρεύοντος, ὡς τὸ ἐπιψηφίζειν. Θουκ. 1. 119, 125· οὕτω, τὴν ψ. προτιθέναι Δημ. 361, ἐν τέλ.· ἀλλά, τὰς ψ. διανέμεσθαι, ἀριθμεῖν λογαριάζειν, Ἡρόδ. 8. 123· ὑπὸ ψήφου μιᾶς, ὁμοθύμως, ἐκ συμφώνου, Ἀριστοφ. Λυσ. 270. β) τὸ διὰ τῆς ψήφου ἀποφασιζόμενον, ἡ ἀπόφασις τῆς ἐκκλησίας, ψ. καταγνώσεως, καταδικαστικὴ ἀπόφασις, Θουκ. 3. 82· οὐ γάρ πω ψῆφος ἐπῆκτο αὐτῷ περὶ φυγῆς, δὲν εῖχε γίνει εἰσέτι ψηφοφορία κατ’ αὐτοῦ περὶ ἐξορίας, Ξεν. Αν. 7. 7, 57, πρβλ. Αἰσχὐλ. Θήβ. 198, Ἰκέτ. 8· - ὅθεν. γ) καθόλου, πᾶσα ἀπόφασις, ἢ δόγμα μονάρχου, ψῆφον τυράννων Σοφοκλ. Ἀντιγ. 60· λιθίνα ψᾶφος, δόγμα γεγραμμένον ἐπὶ λίθου, Πινδ. Ο. 7. 159· διδοῖ ψᾶφον παρ’ αὐτᾶς [ἡ δρῦς] ψῆφον περὶ ἑαυτῆς δίδωσιν ὅτι δύναται εἴς τι χρησιμεύειν καὶ ἄκαρπος οὖσα, ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 471· βροτῶν ψῆφος φλεγυρὰ, ἡ κοινὴ γνώμη, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 1· τίν ἂν ψῆφον θεῖο; τίνα κρίσιν, γνώμην, ἢ ἀπόφασιν...; Πλάτ. Πρωταγ. 330C, πρβλ. Πολ. 450Α. δ) ψῆφος Ἀθηνᾶς Calculus, Minervae ἦτο φράσις παροιμιώδης δηλοῦσα ἀθῴωσιν, πιθανῶς ἐπὶ ἰσοψηφίας, Φιλόστρ. 568, πρβλ. Müller Eumen. Append., καὶ πρβλ. στίχ. 753, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 966. - Ἡ ψηφοφορία, διὰ ψήφου, πρέπει νὰ διακρίνηται τῆς διὰ κυάμου ἢ κλήρου ἐκλογῆς· ἡ ψῆφος ἦν ἐν χρήσει ἐν τοις δικαστηρίοις, ὁ δὲ κύαμος ἐν τῇ ἐκλογῇ διαφόρων ἀρχῶν (εἰ καὶ ἐνίοτε εἶναι ἐν χρήσει ἡ λέξ ψῆφος ἐπὶ ἐκλογῆς, Δημ. 271. ἐν τέλ., Πλούτ. Κάτων Νεώτ. 50). Αἱ καταδικαστικαὶ ἢ ἀθῳωτικαὶ ψῆφοι ἐνίοτε διεκρίνοντο, αἱ μὲν τετρυπημέναι αἱ δὲ πλήρεις, Αἰσχίνης 12. 34· ὡσαύτως αἱ μὲν λευκαὶ αἱ δὲ μέλαιναι, Πλουτ. Ἀλκ. 22· - χοιρῖναι, ἤτοι κόγχαι θαλάσσιαι ἐνίοτε ἐχρησίμευον ὡς ψῆφοι (Ἀριστοφ. Σφ. 333, κτλ.), ἀλλ’ οὐδέποτε οἱ κύαμοι, πρβλ. κημός, καὶ ἴδε Philol. Museum 1. σ. 420. Ὁ Θουκυδ. λέγει καὶ ψῆφον φανερὰν διενεγκεῖν, 4. 74· ὁ Λυσίας, τὴν ψ. οὐκ εἰς καδίσκους, ἀλλὰ φανερὰν ἐπὶ τὰς τρεπέζας τίθεσθαι, 133. 12· ὁ Πλάτων, ἔστω δὴ φανερὰ .. ἡ ψ. τιθεμένη Νόμ. 855D, πρβλ. 767D· ὁ Αἰσχίνης, ἡ ψ. ἀφανὴς φέρεται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φανερὰ ψ. 87. 13· οὕτω κρύβδην τὴν ψ. φέρειν, Ἀριστ. Ρήτ. πρὸς Ἀλέξ. 19, 8, πρβλ. 3, 17· - ἀλλὰ κατ’ ἀρχαιοτέρους χρόνους ὁ βαθμὸς τῆς μυστικότητος ἐν τᾖ ψηφοφορίᾳ εἶναι μᾶλλον ἀμφίβολος, ἴδε Scott on the Athen. Ballot (Oxf. 1838). -Ἐν Ἀριστοφ. Βατράχ. 685, κἄν ἴσαι γένωνται, ὑπακουστέον τὸ ψήφοι· οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ πάσαις κρατεῖν Λουκιαν. Δὶς Κατ. 18, πρβλ. 22, κτλ. ε) περὶ τοῦ Κόννου ψ., ἴδε ἐν λέξ. Κόννᾶς. 5) ὁ τόπος ἔνθα γίνεται ἡ ψηφοφορία (ὡς τὸ πεσσοὶ λέγεται ἐπὶ τοῦ τόπου ἔνθα γίνεται ἡ παιδιὰ τῶν πεσσῶν), Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 947· πρβλ. Meineke Cm. Fragm. 2. 19. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 372-374.
Middle Liddell
ψῆφος, δοριξ ψᾶφος, ἡ, [ψάω]
I. a small stone, a pebble, rubbed and rounded in river-beds or on the sea-shore, Lat. calculus, Pind., Hdt.
II. a pebble used for reckoning, a counter, ψήφοις λογίζεσθαι to calculate by arithmetic, to cipher, Hdt.; hence to reckon exactly or accurately, Ar.; ἐν ψήφῳ λέγειν Aesch.:— in plural accounts, καθαραὶ ψῆφοι an exact balance, Dem.
2. a pebble used for playing at draughts, Plat.
3. a pebble used in voting, which was thrown into the voting-urn (ὑδρίἀ, Hdt., Attic; ψῆφον φέρειν to give one's vote, Lat. suffragium ferre, Aesch., etc.; so, ψῆφον τίθεσθαι Hdt.:— ψήφῳ κρίνειν, διακρίνειν to determine by vote, Thuc., etc.:—in collective sense, ψ. γίγνεται περί τινος a vote is taken, Antipho.; ἡ σώζουσα, ἡ καθαιροῦσα ψῆφος the vote of acquittal, of condemnation, Lys., Dem.:— τὴν ψῆφον ἐπάγειν to put the vote or question, like ἐπιψηφίζειν, Thuc. b. that which is carried by vote, ψ. καταγνώσεως a vote of condemnation, Thuc.; ψῆφος περὶ φυγῆς a vote of banishment, Xen. c. any resolve or decree, e. g. of a king, Soph.; λιθίνα ψᾶφος a decree written on stone, Pind.; διδοῖ ψᾶφον παρ' αὐτᾶς [the oak] gives judgment of itself, Pind. d. ψῆφος Ἀθηνᾶς, calculus Minervae, a proverb. phrase to express acquittal.—the vote by ψῆφος, ballot, must be distinguished from that by κύαμος, lot; the former being used in trials, the latter in elections.
4. the place of voting (as πεσσοί for the place of play), Eur.
Frisk Etymology German
ψῆφος: {psē̃phos}
Forms: dor. ψᾶφος
Grammar: f.
Meaning: Steinchen, Kiesel, bes. zum Zählen und Rechnen, Stimmsteinchen, Stimme, Beschluß (Pi., ion. att.; vgl. ψηφίς unten).
Composita: Zahlreiche Kompp., z.B. ψηφοφορέω seine Stimme abgeben mit -φορία f. Abstimmung (Arist., hell. u. sp.; -φόρος D.H.), ἰσόψηφος mit gleicher Stimme, gleiches Stimmrecht besitzend (att.).
Derivative: Ableitungen: 1. ψηφίς, -ῖδος f. Steinchen (Φ 260 u.a.) mit -ιδώδης (Gp.), -ίον n. (sp.), -ίδιον n. (Iamb.). 2. Äol. ψᾶφιγξ, -ιγγος f. (EresosIVa: λᾶιγξ), -αξ (Greg.Kor.: λίθαξ) ib.. 3. ψηφάς, -άδος m. Gaukler, Taschenspieler (Cat. Cod. Astr.). 4. Adj. -ικός zum Rechnen gehörig (Vett. Val.), -ινος von Steinchen (PMag. Par., H., AB). 5. Verb -ίζομαι, -ίζω, sehr oft m. Präfix, z.B. ἀπο-, ἐπι-, κατα-, abstimmen, beschließen, Akt. zur Abstimmung bringen, auch ‘(mit Steinchen) zählen’ (dor., ion. att.) mit -ισμα, kret. ψάφιγμα, -ιμμα (Schwyzer 523) n. Abstimmung, Antrag, Beschluß (Emp., att.), -ισμός (δια-, ἐπι-, παρα-, κατα-) m. das Abstimmen (Arist., sp.), -ισις (ἐπι-, κατα- usw.) f. ib. (att.; ψάφιξξις lokr. Va; Schwyzer 271; zur Gemination 238), -ιστής (ἐπι-, συν- u.a.) m. Amtsbez. (Pap. u.a.). 6. Auch -όω mit Steinchen, Mosaik belegen (Inschr., Lyd.) mit -ωτός (Lydien Ip), -ωσις f. (Gloss.). — Daneben mit Tiefstufe ψαφαρός (-ερός Hp.) locker, morsch, zerbröckelt (ion. att.) mit -αρία f. (Dsk.), -αρίτης m. (AP), -αρόομαι (Olymp. Alch.); vgl. λαγαρός, χαλαρός usw.
Etymology: Wie so viele andere Wörter auf anl. ψ- läßt sich auch ψῆφος, ψᾶφος mit ψῆν semantisch zusammenbringen; ein tiefstufiges ψαφ- ist auch in ψάμμος, wenn aus *ψάφμος, vermutet worden und läßt sich auch in lat. sabulum Sand nachweisen; s. ψάμμος m. Lit. — Zu ψῆφος stimmt semantisch heth. paššila- Kieselstein (Goetze Lang. 30, 403); zu idg. bhes- in bábhasti (s. ψῆν) und mit ψῆφος indirekt verwandt?
Page 2,1136-1137
Chinese
原文音譯:yÁfoj 普些賀士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:小圓石
字義溯源:小圓石(用來計算票數),小石,石,定案;源自(ψηλαφάω)=操作),而 (ψηλαφάω)出自(ψάλλω)*=彈琴,歌唱)
出現次數:總共(3);徒(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 一塊⋯石(1) 啓2:17;
2) 石(1) 啓2:17;
3) 定案(1) 徒26:10
English (Woodhouse)
decree, vote, act of voting, decree of the people, for reckoning, legislative act, vote of the people, voting pebble
Mantoulidis Etymological
(=λιθάρι, χαλίκι, ἀπόφαση τῆς ἐκκλησίας). Ἀπό τό ψάω ψήω-ῶ (=τρίβω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα ψηφίζω.
Léxico de magia
ἡ 1 guijarro, piedra κατέχων τὴν ψῆφον λέγε sujetando el guijarro di P IV 1048 καμμύσας ἀπόλυσον τὴν ψῆφον cerrando los ojos suelta el guijarro P IV 1057 τελέσεις δὲ τὸ δακτυλίδιον ἅμα τῇ ψήφῳ consagrarás el anillo junto con la piedra P XII 209 ψήφους πυρώσας βάλ' ἐν αὐτῷ quema unas piedras y arrójalas en él SM 76 9 2 por. ext. número grabado en un guijarro κρατῶν ψῆφον γχξγ ἐπὶ μασθούς, καὶ οὕτως κάλει sujeta el número tresmil seiscientos sesenta y tres sobre el pecho e invócalo así P IV 937 τὸ δὲ δεύτερο<ν> ὄνομα ἔχον ἀριθμὸν ζʹ τῶν κυριευόντων τοῦ κόσμου, τὴ<ν> ψῆφον ἔχον τξεʹ πρὸς τὰς ἡμέρας τοῦ ἐνιαυτοῦ. ἀληθῶς· Ἀβρασάξ el segundo nombre que tiene el número siete de los que gobiernan el cosmos y contiene la cifra total de trescientos sesenta y cinco, para los días del año. En realidad: Abrasax P VIII 48 3 cubo, dado para adivinaciones μέθοδος διὰ ψήφου μαθεῖν, εἰ ζῇ ἢ ἐτελεύτησεν medio para saber mediante un dado si alguien vive o murió P LXII 47 ἐὰν οὖν εὑρεθῇ ζεύγη ἐν τῇ ψήφῳ, ζῇ así pues, si aparece una cifra par en el dado, vive P LXII 51
Translations
pebble
Afrikaans: spoelklippie, kiesel; Albanian: çakëll, hakëll; Arabic: حَصَاة; Egyptian Arabic: حصوة; Hijazi Arabic: حَصْوة; Aromanian: chitritseauã; Brunei Malay: batu; Bulgarian: гладко камъче; Catalan: còdol, mac; Chinese Cantonese: 石仔; Mandarin: 礫石, 砾石, 石子, 卵石, 鵝卵石, 鹅卵石; Classical Nahuatl: ātōyātetl; Czech: oblázek; Danish: ral; Dutch: kiezel; Esperanto: ŝtoneto; Estonian: veeris; Finnish: pikkukivi; Franco-Provençal: calyou; French: galet, caillou; Galician: seixo, pelouro, louro, callau, sento, radego, brello, candollo, xógara, salavedro, coio, rebo; Georgian: კენჭი; German: Stein, Steinchen, Kiesel, Kieselstein; Ancient Greek: ψῆφος, χάλιξ; Hebrew: חַלּוּק; Hindi: पथ्थर; Hungarian: kavics; Icelandic: steinn; Ido: stono, stoneto; Indonesian: kerikil; Irish: méaróg; Italian: ciottolo; Japanese: 小石; Kazakh: жұмыр тас; Korean: 자갈; Kurdish Central Kurdish: زیخ; Northern Kurdish: zixir; Latgalian: ūļs, akmisteņš; Latin: calculus, lapillus; Latvian: olis; Luxembourgish: Wak, Kiselsteen; Macedonian: камче; Maltese: ċagħqa; Navajo: tséʼáwózí; Norman: galet, galot; Norwegian Bokmål: småstein, småsten; Nynorsk: småstein; Persian: سنگریزه, ریگ; Polish: kamyk, kamyczek; Portuguese: seixo, pedregulho, pedrinha; Romanian: pietricică, pietriș, prundiș; Russian: галька; Scottish Gaelic: dèideag; Slovak: okruhliak; Spanish: guijarro, canto pelado, canto rodado, china; Swedish: småsten; Tagalog: mikbato; Tajik: шағал; Thai: กรวด; Turkish: çakıl; Ukrainian: галька; Welsh: carreg gron; Yiddish: שטײנד
voting
Arabic: تَصْوِيت; Azerbaijani: səsvermə; Belarusian: галасаванне; Bengali: ইন্তেখাব; Bulgarian: гласуване; Catalan: votació; Chinese Mandarin: 投票; Czech: hlasování; Finnish: äänestys, äänestäminen; French: votation; Galician: votación; Georgian: ხმის მიცემა; German: Abstimmung; Italian: votazione; Japanese: 投票; Korean: 투표; Macedonian: гласање; Navajo: iʼiiʼnííł; Norman: vot'tie; Polish: głosowanie; Portuguese: votação; Russian: голосование; Serbo-Croatian Cyrillic: гла̀са̄ње; Roman: glàsānje; Slovak: hlasovanie; Slovene: glasovanje; Spanish: votación; Swahili: upigaji kura; Ukrainian: голосування
decree
Arabic: أَمْر, مَرْسُوم; Armenian: պատգամ; Old Armenian: հրովարտակ; Azerbaijani: göstəriş, fərman, dekret; Bashkir: фарман; Belarusian: указ, дэкрэт, пастанова; Bulgarian: декрет, указ; Chinese Mandarin: 法令, 上諭, 上谕, 詔書, 诏书; Czech: dekret; Danish: dekret, forordning; Esperanto: dekreto; Finnish: asetus, määräys, dekreetti; French: décret; Galician: decreto; Georgian: ბრძანებულება; German: Erlass, Dekret, Verordnung; Gothic: 𐌲𐌰𐌲𐍂𐌴𐍆𐍄𐍃; Ancient Greek: ἅδος, ἀκρίβασμα, ἁλίασμα, ἀξίωμα, βόλλα, βουλή, βωλά, δέκρετον, δέσποσμα, διαβούλιον, διαγνώμη, διάταξις, δικαίωμα, δόγμα, ἐπίκριμα, ἦδος, θέσπισμα, κατάστασις, κρίμα, κρῖμα, ὁρισμός, πρόσταγμα, ῥήτρα, σύγκριμα, σύνεσις, συντομή, ὑπομνηματισμός, χρηματισμός, ψᾶφαξ, ψάφιγμα, ψᾶφος, ψήφισμα, ψῆφος, ψηφοφορία; Hindi: न्यायिक आदेश, आज्ञा, डिक्री; Hungarian: rendelet, dekrétum; Indonesian: dekret, titah; Irish: acht; Italian: decreto, ordinanza; Japanese: 命令, 詔書, 詔勅; Korean: 법령(法令), 칙령(勅令); Latin: edictum, decretum, iussio; Macedonian: декрет; Malay: dekri; Norwegian Bokmål: forordning; Nynorsk: forordning; Persian: فرمان; Polish: dekret; Portuguese: decreto; Romanian: decret; Russian: указ, декрет, постановление; Slovak: dekrét; Spanish: decreto; Swedish: dekret, förordning; Turkish: genelge, sirküler, kararname; Ukrainian: указ, декрет, постанова; Zazaki: qanunname, ferman