θάνατος

From LSJ
Revision as of 12:26, 2 March 2019 by Spiros (talk | contribs)

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰ́νᾰτος Medium diacritics: θάνατος Low diacritics: θάνατος Capitals: ΘΑΝΑΤΟΣ
Transliteration A: thánatos Transliteration B: thanatos Transliteration C: thanatos Beta Code: qa/natos

English (LSJ)

[θᾰ], ὁ, (θνῄσκω)

   A death, whether natural or violent, Hom., etc.; τῶν ὑπαλευάμενος θάνατον the death threatened by them, Od.15.275; ὣς θάνον οἰκτίστῳ θανάτῳ 11.412; θάνατόνδε to death, Il.16.693, 22.297; θανάτου τέλος, μοῖρα, A.Th.906 (lyr.), Pers.917 (anap.), etc.; θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς for life and death, Pi.N.9.29; θ. ἢ βίον φέρει S. Aj.802; θάνατος μὲν τάδ' ἀκούειν Id.OC529; θανάτῳ ἴσον πάθος Id.Aj. 215; ἐν ἀγχόναις θάνατον λαβεῖν E.Hel.201; πόλεώς ἐστι θ., ἀνάστατον γενέσθαι it is its death, Lycurg.61; γῆρας ζῶν θ. Secund.Sent.12; θάνατον ἀποθνῄσκειν, τελευτᾶν, Plu.Crass.25, D.H.4.76.    2 in Law, death-penalty, θάνατον καταγνῶναί τινος to pass sentence of death on one, Th.3.81; θανάτου δίκῃ κρίνεσθαι ib.57; θανάτου κρίνειν X.Cyr.1.2.14, Plb.6.14.6; περὶ θανάτου διώκειν X.HG7.3.6; πρὸς τοὺς ἐχθροὺς… ἀγωνίσασθαι περὶ θ. D.4.47; θ. τῆς ζημίας ἐπικειμένης the penalty is death, Isoc.8.50; ellipt., παιδίον κεκος μημένον τὴν ἐπὶ θανάτῳ (sc. στολήν) Hdt.1.109; τὴν ἐπὶ θ. προσαγαγεῖν τινα Luc.Alex.44; but δῆσαί τινα τὴν ἐπὶ θανάτῳ (sc. δέσιν) Hdt.3.119; τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι to go to execution, Id.7.223; ἐπὶ θάνατον ἄγεσθαι Id.3.14; τοῖς Ἀθηναίοις ἐπιτρέψαι περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου for any penalty short of death, Th.4.54; εὐθύνας εἶναι πλὴν φυγῆς καὶ θανάτου καὶ ἀτιμίας IG12.39.73; εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι short of death or maiming, Aeschin.1.183.    3 pl., θάνατοι kinds of death, Od.12.341; the deaths of several persons, S.OT1200, E.Heracl.628 (both lyr.); poet., of one person, A.Ch.53, S.OT496, El.206 (all lyr.); οὐχ ἑνός, οὐδὲ δυοῖν ἄξια θανάτοιν Pl.Lg.908e; πολλῶν θ., οὐχ ἑνὸς ἄξιος D.21.21, cf.19.16, Ar.Pl.483, D.H.4.24; δεύτερος θ. *apoc. 2.11, cf. Plu.2.942f; esp. of violent death, θ. αὐθένται A.Ag.1572 (lyr.), cf. Th.879 (lyr.); εἰς θανάτους ἰέναι Pl.R.399b.    II as pr. n., Θάνατος Death, Ὕπνῳ… κασιγνήτῳ Θανάτοιο Il.14.231, cf. S.Aj.854, Ph.797, etc.; μόνος θεῶν γὰρ Θ. οὐ δώρων ἐρᾷ A.Fr.161; ὃν [ἰὸν] τέκετο Θ. S.Tr. 834; character in E.Alc.    III corpse, θ. ἀτύμβευτος AP9.439 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 1186] ὁ (θανεῖν), der Tod, sowohl der natürliche, als der gewaltsame Todtschlag, Mord, Hom. u. Folgde; οἰκτίστῳ θανάτῳ θανεῖν, des jämmerlichsten Todes sterben, Od. 11, 412 (aber στρατηγοῦ θάνατον ἀποθνήσκειν Plut. comp. Sull. 4, wie ὀξύν Crass. 25; τὸν ῥᾷστον θάνατον τελευτᾶν D. Hal. 4, 76; a. Sp.); im plur. die Todesarten, πάντες μὲν στυγεροὶ θάνατοι δειλοῖσι βροτοῖσιν Od. 12, 341; auch der Tod, Mord von mehreren, μελέους θανάτους εὕροντο Aesch. Spt. 860; θανάτοις αὐθένταισι Ag. 1554; δεσποτῶν θανάτοισι Ch. 52; εἰ σέβεις θανάτους ἀγαθῶν Eur. Heracl. 629; Plat. ἔν τε ζωῇ καὶ ἐν πᾶσι θανάτοις, Legg. X, 904 e; εἰς τραύματα ἢ εἰς θανάτους ἰόντος Todesgefahren, Rep. III, 399 a; μυρίων ἄξια θανάτων D. Hal. 4, 24; ἱκανοὺς νομίζεις δῆτα θανάτους εἴκοσι Ar. Plut. 483. – Bei den Attikern bes. die gerichtliche Todesstrafe, Hinrichtung, ἀτιμίαις καὶ θανάτοις κολάζειν Plat. Rep. VI, 492 d; θάνατον καταγιγνώσκειν τινός, die Todesstrafe gegen Einen erkennen, Thuc. u. A.; τὸν παῖδα ἀγόμενον ἐπὶ θανάτῳ Her. 3, 14; τοὺς ἄλλους κατέδησαν τὴν ἐπὶ θανάτῳ 5, 72, vgl. ἐπί; ἡ ἐπὶ θανάτῳ, sc. ζημία, Todesstrafe; θανάτου δίκῃ κρίνεσθαι, einen Proceß haben, wo der Tod die Strafe ist, Thuc. 3, 37; ähnl. κρίνεσθαι τὴν ἐπὶ θανάτῳ, sc. δίκην, Ath. XIII, 590 d; ὑπάγειν τινὰ θανάτου, Einen auf Tod u. Leben anklagen, Xen. Hell. 2, 3, 12. Auch übertr., wie bei uns, θάνατος μὲν τάδ' ἀκούειν, das zu hören ist der Tod, Soph. O. C. 523, vgl. θανάτῳ γὰρ ἴσον πάθος ἐκπεύσει Ai. 214. – Bei Crinag. 35 (IX, 439), ἀτυμβεύτου θανάτοιο λείψανον, steht es für Leichnam. – S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

θάνᾰτος: ὁ, (√ΘΑΝ, θνῄσκω) θάνατος εἴτε φυσικὸς εἴτε βίαιος, Ὅμ., κτλ.· θ. τινος, ὁ θάνατος ὅν τις ἀπειλεῖ, Ὀδ. Ο. 275· ὣς θάνον οἰκτίστῳ θανάτῳ Λ. 412· θάνατόνδε, εἰς θάνατον, Ἰλ. Π. 693, Χ. 297· θανάτου τέλος Αἰσχύλ. Θήβ. 906· μοῖρα ὁ αὐτ. Πέρσ. 917. κτλ.· θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς, «περὶ ζωῆς καὶ θανάτου», Πίνδ. Ν. 9. 68· θ. ἢ βίον φέρει Σοφ. Αἴ. 802· θάνατος μὲν τάδ’ ἀκούειν ὁ αὐτ. Ο. Κ. 529, πρβλ. Αἴ. 215· ἀν ἀγχόναις θάνατον λαβεῖν Εὐρ. Ἑλ. 199· πόλεώς ἐστι θ., ἀνάστατον γενέσθαι Λυκοῦργ. 155. 35· θάνατον θνῄσκειν, ἀποθνῄσκειν, ὄλλυσθαι, τελευτᾶν Λοβ. Αἴ. 1008, Παραλ. 515. 2) παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως. θάνατος διὰ καταδίκης τοῦ νόμου, θάνατον καταγιγνώσκω τινός, καταδικάζω τινὰ εἰς θάνατον, Θουκ. 3. 81· θανάτου κρίνομαι, κρίνομαι, δικάζομαι διὰ θάνατον, ὁ αὐτ. 3. 57, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 14· ὡσαύτως, περὶ θανάτου διώκειν ὁ αὐτ. Ἑλλην. 7. 5. 6.· πρὸς ἐχθροὺς... ἀγωνίσασθαι περὶ θ. Δημ. 53. 27· θ. ἡ ζημία ἐπίκειται, ἡ ποινὴ εἶνε θάνατος, Ἰσοκρ. 169C· - παρ’ Ἡροδ. ἐλλειπτ., τὴν ἐπὶ θανάτῳ κεκοσμημένος (ἐνν. στολήν) 1. 109· οὕτω, δῆσαί τινα τὴν ἐπὶ θανάτῳ (ἐνν. δέσιν) 3. 119· ἀλλά, τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι 7. 223· καί, ἐπὶ θάνατον ἄγεσθαι 3. 14· τοῖς Ἀθηναίοις ἐπιτρέψαι περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου, πᾶσαν τιμωρίαν πλὴν τοῦ θανάτου, Θουκ. 4. 54, πρβλ. ὑπέγγυος· εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι, πλὴν θανάτου καὶ ἀκρωτηριάσεως, Αἰσχίν. 26. 16. 3) πληθ. θάνατοι, εἴδη, τρόποι θανάτου, Ὀδ. Μ. 341· ἢ οἱ θάνατοι πολλῶν προσώπων, Αἰσχύλ. Χο. 53, Σοφ. Ο. Τ. 1200, Εὐρ. Ἡρακλ. 629· ἢ ἑνὸς προσώπου, Σοφ. Ο. Τ. 496, Ἠλ. 206· οὐχ ἑνὸς οὐδὲ δυοῖν ἄξια θανάτοιν Πλάτ. Νόμ. 908Ε· πολλῶν θανάτων ἄξιος καὶ οὐχ ἑνὸς Δημ. 521. 24, πρβλ. 345. 25, Ἀριστοφ. Πλούτ. 483 - καὶ ἐμφατικῶς ἐπὶ βιαίου θανάτου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1572, Θήβ. 877, Πλάτ. Πολ. 399Α. II. ὡς κύριον ὄνομα, Θάνατος, ἀδελφὸς δίδυμος τοῦ Ὕπνου, Ἰλ. Ξ. 231, Π. 672· μόνος θεῶν γὰρ Θ. οὐ δώρων ἐρᾷ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 156· ὂν ἰὸν τέκετο Θ. Σοφ. Ἀποσπ. 834· εἰσαγόμενος εἰς τὴν σκηνὴν ὑπὸ τοῦ Εὐρ. ἐν τῇ Ἀλκήστιδι. III. = νεκρός, πτῶμα, ἀτυμβεύτου θανάτοιο λείψανον Ἀνθ. Π. 9. 439, πρβλ. Burm. Propert. 2. 13, 22, καὶ ἴδε ἐν λ. φόνος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. la mort :
1 mort naturelle ou autre ; plur. au sens du sg. θανάτοις αὐθένταισι ESCHL par une mort volontaire, par un suicide ; fig. θάνατος τάδ’ ἀκούειν SOPH c’est une mort d’entendre cela;
2 peine de mort : περὶ θανάτου διώκειν XÉN poursuivre pour une cause capitale ; θανάτου κρίνεσθαι THC être jugé pour une affaire capitale ; θάνατον καταγιγνώσκειν τινός THC prononcer contre qqn la peine de mort ; θάνατοςζημία ἐπικεῖται ISOCR la pénalité est la mort ; δεῖν τὴν ἐπὶ θανάτῳ (s.e. δέσιν) HDT ou καταδεῖν HDT lier qqn pour le mener au supplice;
II. plur. οἱ θάνατοι :
1 genres de mort;
2 meurtre de plusieurs personnes ou d’un peuple;
3 peine de mort.
Étymologie: R. Θαν, mourir ; cf. θνῄσκω.

English (Autenrieth)

death; θάνατόνδε, to death, Il. 16.693.—Personified, Death, twinbrother of Sleep, Il. 14.231.

English (Slater)

θᾰνᾰτος (-ου, -οιο, -ῳ, -ον.)
   1 death ἤτοι βροτῶν γε κέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου (O. 2.31) Κύκνον τε θανάτῳ πόρεν (O. 2.82) θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν (O. 10.42) ὥρᾳ ἅ ποτε ἀναιδέα Γανυμήδει θάνατον ἆλκε (μόρον coni. Mommsen) (O. 10.105) ὀλέσσαι οἰκτροτάτῳ θανάτῳ (P. 3.42) ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι ἤδη ἁλωκότα (P. 3.56) ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις (P. 4.186) ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός (P. 6.39) νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων (sc. Περσεύς) (P. 10.48) μέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου λτ;στείχοι> (Er. Schmid, Wil.: θάνατον v. l.) (P. 11.57) τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ φύτευέ οἱ θάνατον Πελίαο παῖς (N. 4.59) ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται (N. 7.19) πεῖραν ταύταν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι (N. 9.29) “καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξ” (N. 10.77) “θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον” (N. 10.83) ]τό οἱ ἔτει θανατο[ (Pae. 22.10) ]μαν θάνατον[ Δ. 1. 3. Ἀλαλά ᾇ θύεται ἄνδρες ὑπὲρ πόλιος τὸν ἱρόθυτον θάνατον (τὸν ἱρ. θα. secl. Sternbach) fr. 78. 3. θάνατον κεροέσσᾳ εὑρέμεν ματεῖσ' ἐλάφῳ (sc. κύων) fr. 107a. 4. σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ fr. 131b. 1.

English (Abbott-Smith)

θάνατος, -ου, ὁ (θνήσκω), [in LXX chiefly for מָוֶת ,מוּת, sometimes דֶּבֶר;]
death;
1.of the death of the body, whether natural or violent: Jo 11:13, Phl 2:27, He 7:23, al; opp. to ζωή, Ro 8:38, Phl 1:20; of the death of Christ, Ro 5:10, Phl 3:10, He 2:9; ῥυέσθαι (σώζειν) ἐκ θ., II Co 1:10, He 5:7; περίλυπος ἕως θανάτου, Mt 26:38, Mk 14:34; μέχρι (ἄχρι), Phl 2:8, Re 2:10; πληγὴ θανάτου, a deadly wound. Re 13:3; ἰδεῖν θάνατον, Lk 2:26, He 11:5; γεύεσθαι θανάτου, Mk 9:1; ἔνοχος θανάτου, Mk 14:64; θανάτῳ τελευτᾶν ( Ex 21:17, מוּת יוּמָת), Mk 7:10; death personified, Ro 6:9, I Co 15:26, Re 21:4; pl., of deadly perils, II Co 11:23.
2.Of spiritual death: Jo 5:24 8:51, Ro 7:10, Ja 1:15, 5:20, I Jo 3:14 5:16, al.; of eternal death, Ro 1:32 7:5, al.; ὁ θ. ὁ δεύτερος, Re 2:11 21:8 (cf. Cremer, 283ff.; DB, iii, 114ff.; DCG, i, 791f.).

English (Strong)

from θνήσκω; (properly, an adjective used as a noun) death (literally or figuratively): X deadly, (be…) death.

English (Thayer)

θανάτου, ὁ (θανεῖν); the Sept. for מָוֶת and מוּת, also for דֶּבֶר pestilence (Winer s Grammar, 29 note); (one of the nouns often anarthrous, cf. Winer s Grammar, § 19,1under the word; (Buttmann, § 124,8c.); Grimm, commentary on Sap., p. 59); death;
1. properly, the death of the body, i. e. that separation (whether natural or violent) of the soul from the body by which the life on earth is ended: Tr marginal reading ᾅδου) (on this see ὠδίν); ζωή, χώρα καί σκιά θανάτου (צַלְמָוֶת) is equivalent to the region of thickest darkness, i. e. figuratively, a region enveloped in the darkness of ignorance and sin: θάνατος is used of the punishment of Christ, Hebrews 2:(9),14; σῴζειν τινα ἐκ θανάτου, to free from the fear of death, to enable one to undergo death fearlessly, ῤύεσθαι ἐκ θανάτου, to deliver from the danger of death, θανατοῖ, deaths (i. e. mortal perils) of various kinds, περίλυπος ἕως θανάτου, even unto death, i. e. so that I am almost dying of sorrow, λελύπημαι ἕως θανάτου, λύπη ἕως θανάτου, μέχρι θανάτου, so as not to refuse to undergo even death, ἄχρι θανάτου, ἐσφαγμένος εἰς θάνατον, that has received a deadly wound, πληγή θανάτου, a deadly wound (death-stroke, cf. Winer's Grammar, § 34,3b.), ἰδεῖν θάνατον, to experience death, γεύεσθαι θανάτου (see γεύω, 2), διώκειν τινα ἄχρι θανάτου, even to destruction, κατακρίνειν τινα θανάτῳ, to condemn one to death (ad mortem damnare, Tacitus), Tdf. εἰς θάνατον); κατακρίνω, a.); πορεύεσθαι εἰς θάνατον, to undergo death, παραδιδόναι τινα εἰς θάνατον, that he may be put to death, παρέδωκαν ... εἰς κρίμα θανάτου, ἀποκτεῖναι τινα ἐν θανάτῳ (a Hebraism (cf. Buttmann, 184 (159f))), Winer's Grammar, 29 note); αἰτία θανάτου (see αἰτία, 2), ἄξιον τί θανάτου, some crime worthy of the penalty of death, αἴτιον (which see 2b.) θάνατος); ἔνοχος θανάτου, worthy of punishment by death, θανάτῳ τελευτάτω, let him surely be put to death, Sept. (Hebrew יוּמָת מות); cf. Winer s Grammar, § 44at the end N. 3; (Buttmann, as above); θανάτου ... σταυροῦ, ποιῶ θανάτῳ, by what kind of death, 1 Corinthians 15:(26),54,56; R G; κλείς); the loss of that life which alone is worthy of the name, i. e. "the misery of soul arising from sin, which begins on earth but lasts and increases after the death of the body": Clement of Rome, 2 Corinthians 1,6 [ET] says of life before conversion to Christ, ὁ βίος ἡμῶν ὅλος ἄλλο οὐδέν ἦν εἰ μή θάνατος (cf. Philo, praem. et poenis § 12, and references in 4below)); opposed to ἡ ζωή, σωτηρία, σῴζειν ψυχήν ἐκ θανάτου, μεταβεβηκέναι ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, μένειν ἐν τῷ θανάτῳ, θεωρεῖν θάνατον, γεύεσθαι θανάτου, ἁμαρτία and ἁμαρτάνειν πρός θάνατον (see ἁμαρτία, 2b.), לָמוּת חֵטְא — after Sept. ἁμαρτία θανατηφόρος — is a crimen capitale).
3. the miserable state of the wicked dead in hell is called — now simply θάνατος, Tatian or. ad Graec. c. 13; the author of the epistle ad Diognet. c. 10,7 [ET] distinguishes betweenδοκῶν ἐνθάδε θάνατος, the death of the body, and ὁ ὄντως θάνατος, ὅς φυλάσσεται τοῖς κατακριθησομενοις εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον); nowδεύτερος θάνατος and ὁ θάνατοςδεύτερος (as opposed to the former death, i. e. to that by which life on earth is ended), Plutarch, de fade in orbe lunae 27,6, p. 942f.); θάνατος αἰώνιος, the Epistle of Barnabas 20,1 [ET] and in ecclesiastical writings (ὁ ἀΐδιος θάνατος, Philo, post. Cain. § 11at the end; see also Wetstein on death comprises all the miseries arising from sin, as well physical death as the loss of a life consecrated to God and blessed in him on earth (Philo, alleg. legg. i. § 33 ὁ ψυχῆς θάνατος ἀρετῆς μέν φθορά ἐστι, κακίας δέ ἀνάληψις (de profug. § 21 θάνατος ψυχῆς ὁ μετά κακίας ἐστι βίος, especially §§ 10,11; qued det. pot. insid. §§ 14,15; de poster. Cain. § 21, and de praem. et poen. as in 2above)), to be followed by wretchedness in the lower world (opposed to ζωή αἰώνιος): θάνατος seems to be so used in Romans 5:12; Messner, Lehre der Apostel, p. 210ff

Greek Monolingual

ο (AM θάνατος)
1. οριστική παύση όλων τών λειτουργιών που χαρακτηρίζουν τη ζωή ενός ολοκληρωμένου ζωικού ή φυτικού ατόμου, η οποία προέρχεται από φυσικό ή βίαιο τρόπο (α. «πάντα θανάτοι, δυστυχιές και θρήνοι», Σολωμ. β. «θάνατον ἤ βίον φέρει», Σοφ.)
2. η θανατική ποινή («θάνατον καταγιγνώσκω τινός» — καταδικάζω κάποιον σε θάνατο, Θουκ.)
νεοελλ.
1. παύση της πνευματικής ζωής, νέκρωση τών διανοητικών λειτουργιών («θάνατος του λογικού»)
2. πολύ θλιβερό ή ολέθριο γεγονός («η οικονομική καταστροφή ήταν θάνατος γι' αυτόν»)
3. φρ. α) «πολιτικός θάνατος» — η στέρηση όλων τών πολιτικών δικαιωμάτων
β) «ηθικός θάνατος» — η απώλεια της κοινωνικής υπόληψης και τιμής
γ) «λυπημένος μέχρι θανάτου» — αυτός που κατέχεται από υπερβολική λύπη και κινδυνεύει κατά κάποιον τρόπο να πεθάνει από αυτή
δ) «τον μισώ μέχρι θανάτου» — μισώ κάποιον τόσο ώστε να ποθώ τον θάνατό του
ε) «είναι μεταξύ ζωής και θανάτου» — παλεύει με τον θάνατο ή βρίσκεται κοντά σε μεγάλη καταστροφή
στ) «είναι για θάνατο» — δεν υπάρχουν ελπίδες διασώσεώς του
ζ) «σιγή θανάτου» — απόλυτη σιωπή
η) «ο θάνατος σου η ζωή μου» — λέγεται γι' αυτούς που βρίσκονται σε μεγάλο ανταγωνισμό
θ) «γίνομαι του θανάτου» ή «κείτομαι του θανάτου» — κοντεύω να πεθάνω
ι) «πεθαίνω του θανάτου μου» — πεθαίνω από φυσικό θάνατο
ια) «βάνω κάποιον εις θάνατο» ή «δίνω σε κάποιον θάνατο» — σκοτώνω κάποιον
μσν.
επιδημία, θανατικό
αρχ.
1. το πτώμα, ο νεκρός
2. στον πληθ. οἱ θάνατοι
τρόποι θανάτου
3. φρ. α) «τήν ἐπί θανάτῳ ἔξοδον ποιοῡμαι» — πηγαίνω για εκτέλεση
β) «θανάτῳ ἡ ζημία επίκειται» — η ποινή είναι θάνατος (Ισοκρ.)
4. ως κύριο όν. ὁ Θάνατος
δίδυμος αδελφός του Ύπνου («Ὕπνῳ... κασιγνήτῳ Θανάτοιο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάνα-τος < θανᾰ- που αποτελεί την απαθή και συνεσταλμένη μορφή της αρχικής δισύλλαβης μακρόφωνης ρίζας θανᾱ-. Απαντά επίσης θ. θνᾱ-/θνη-(μηδενισμένη και απαθής μορφή της ίδιας ρίζας) στα τέ-θνη-κα, θνη-τός, καθώς και θ. θνᾰ- (μηδενισμένη και συνεσταλμένη μορφή της ρίζας) στα τέ-θνᾰ-μεν, τε-θνᾱναι. Σύμφωνα όμως με τη λαρυγγική θεωρία, η λ. θάνατος εμφανίζει τη συνεσταλμένη μορφή dh°nә2- μιας αρχικής μονοσύλλαβης ρίζας dhneә2
> θηᾱ-, βάσει της οποίας σχηματίστηκε και θ. θνᾰ- που απαντά στα τέ-θνα-μεν, τε-θνᾰ-ναι. Από το θ. του παρακμ. προήλθε υστερογενώς ο ενεστ. θνῄσκω ή θνήσκω. Στον πεζό λόγο της Ιωνικής-Αττικής το ρήμα απαντά μόνο στον παρακμ. χωρίς πρόθεση, ενώ στους άλλους χρόνους σύνθετο συνήθως με την πρόθεση απο- (πρβλ. αποθνήσκω), από τον αόρ. απέθανε του οποίου προήλθε ο νεοελλ. ενεστ. πεθαίνω. Οι λέξεις αυτής της οικογένειας συνδέονται, εξάλλου, με αρχ. ινδ. αόρ. a-dhvanī-t «έσβησε, εξαφανίστηκε», μτχ. dhvān-ta- «σκοτεινός», ενώ η χρήση αυτών τών λέξεων με σημ. «πεθαίνω» θα προερχόταν με ευφημισμό. Από το θ. θνᾱ- (ιων. θνη) προήλθε επίσης το ρηματ. επίθ. θνητός (σε αντίθεση προς το αθάνατος) και το ίδιο θέμα μαρτυρείται εν συνθέσει ως β' συνθ. με τη μορφή -θνής (πρβλ. ανοροθνής, ημιθνής, λιμοθνής, νεοθνής, χειμοθνής), ενώ το θ. -θαν- με τη μορφή -θανής (πρβλ. αρτιθανής, ημιθανής
αρχ.
αειθανής, αθανής, αωροθανής, δισθανής, δυσθανής, επιθανής, κοινοθανής, νεοθανής, τρισθανής).
ΠΑΡ. θανάσιμος, θανατικός, θανατώνω (-ώ)
αρχ.
θανατιώ, θανατόεις, θανατώ, θανατώδης
(αρχ.-μσν) θανατήσιος
νεοελλ.
θανατάς.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. θανατοφόρος
μσν.
θανατογραφή
(Β συνθετικό) αθάνατος, αργοθάνατος, βιαιοθάνατος, ετοιμοθάνατος, κακοθάνατος, μελλοθάνατος, πεισιθάνατος
αρχ.
αξιοθάνατος, αυτοθάνατος, αωροθάνατος, βιαθάνατος, βραδυθάνατος, δυσθάνατος, επιθάνατος, ευθάνατος, ευθυθάνατος, ιδιοθάνατος, ισαθάνατος, ισοθάνατος, οξυθάνατος, ταχυθάνατος
νεοελλ.
αγουροθάνατος, αδικοθάνατος, γοργοθάνατος].

Greek Monotonic

θάνᾰτος: ὁ (θνῄσκω),
I. 1. θάνατος, σε Όμηρ., κ.λπ.· θάνατος τινος, ο θάνατος που επαπειλείται από κάποιον, σε Ομήρ. Οδ.· θάνατόνδε, σε θάνατο, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.
2. στην Αττ., θάνατον καταγιγνώσκειν τινός, καταδικάζω κάποιον σε θάνατο, σε Θούκ.· θανάτου κρίνεσθαι, δικάζομαι για θάνατο, στον ίδ.· ελλειπτ., τὴν ἐπὶ θανάτῳ κεκοσμημένος, (ενν. στολήν), σε Ηρόδ.· δῆσαί τινα τὴν ἐπὶ θανάτου (ενν. δέσιν), στον ίδ.· τοῖς Ἀθηναίοις ἐπιτρέψαι περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου, για κάθε τιμωρία πλην του θανάτου, σε Θουκ.
3. πληθ. θάνατοι, τρόποι θανάτου, σε Ομήρ. Οδ.· ή οι θάνατοι διαφόρων ανθρώπων ή ακόμα και ενός προσώπου, σε Τραγ.·
II. ως κύρ. όνομα, Θάνατος, ο Θάνατος, ο δίδυμος αδελφός του Ύπνου, σε Ομήρ. Ιλ.
III. = νεκρός, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θάνᾰτος: (θᾰ) ὁ
1) смерть (ἐν τῇ ζωῇ καὶ ἐν πᾶσι θανάτοις Plat.; γένεσις καὶ θ. Arst.; θ. αἰφνίδιος Plut.): θανέειν οἰκτίστῳ θανάτῳ Hom. умереть самой жалкой смертью; στρατηγοῦ θάνατον ἀποθνῄσκειν Plut. умереть смертью полководца; θ. τάδ᾽ ἀκούειν Soph. слышать это - смерти подобно (ср. «горше смерти»); ἡ πληγὴ τοῦ θανάτου NT смертельная рана; χώρα καὶ σκιὰ θανάτου NT = ὁ ᾅδης;
2) умерщвление, убийство (δεσποτῶν Aesch.; οἱ ἐν τῷ φανερῷ θάνατοι Arst.): ἐπίκουρος ἀδήλων θανάτων Soph. мститель за неведомо кем совершенное убийство (Лаия); θάνατοι αὐθένται Aesch. убийство близких;
3) смертный приговор, казнь: πολλῶν θανάτων ἄξιος Dem. достойный тысячи казней; περὶ θανάτου διώκειν Xen. преследовать по обвинению, грозящему смертной казнью; θανάτου χρίνεσθαι Thuc. быть под судом по делу, угрожающему смертным приговором; (κατα)δεῖν τὴν ἐπὶ θανάτῳ (sc. δέσιν) Her. связать для ведения на казнь; ἡ ἐπὶ θανάτῳ (sc. ζημία) Her. и ἡ θανάτου ζημία Isocr. смертная казнь;
4) мертвец, труп (ἀτυμβεύτου θανάτοιο λείψανον Anth.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: death (Il.).
Compounds: Compp., e. g. ἀ-θάνατος immortal (Il.), θανατη-φόρος death-bringing (A. ; -η- rhythmic and analog. conditioned, Schwyzer 438f.).
Derivatives: Adj.: θανάσιμος bringing death, going to die (IA; on the formation Arbenz Die Adj. auf -ιμος 17 and 70f.; rarely θανατήσιμος, Arbenz 78f.); also θανατώδης (Hp.), θανατόεις (S., E.), θανατήσιος (Afric.; after βιοτήσιος, βροτήσιος), θανατικός (D. S., Plu.), θανατηρός (Eust.); θανατούσια (sc. ἱερά) pl. feast for the dead (Luc.; after γερούσιος). Denomin. verbs: 1. θανατόω kill, bring to death, sentence to death (IA) with θανάτωσις; 2. θανατάω like to die, also be dying (Pl.); 3. θανατιάω id. (Luc.). - The old perfect τέθνηκα am dead, pl. τέθναμεν, ptc. τεθνηώς, τεθνεώς, Aeol. inf. τεθνάκην, with the thematic root aorist ἔθανον I died (Il.), the fut. θανοῦμαι (Il.) and an added present θνηισκω (inscr.), θνήσκω (mss.), Aeol. θναισκω (Hdn. Gr. 2, 79); in prose mostly ἀπο-θνῄσκω; also with other prefixes, e. g. κατα-θνῄσκω, -θανεῖν, -τέθνηκα (all Il.); on the function of the prefix Schwyzer-Debrunner 268f., Hermann Gött. Nachr. 1943, 617f. Verbal adj. θνητός mortal (Il.). - From there θνήσιμος (only Arg. to S. OT 7) with θνησιμαῖον cadaver (LXX; Chantraine Formation 49, Mélanges Maspéro 221); in the same meaning also θνασίδιον, θνησ(ε)ίδιον (Lesbos, Ael.; Schwyzer 270). Verbalsubst. θνῆσις dying, mortality (medic.); on εὑθνήσιμος preparing a soft death (A. Ag. 1294) from εὖ θνῄσκειν; cf. εὑθάνατος, -τέω, -σία; diff., hardly correct, Arbenz 78 u. 84.
Origin: IE [Indo-European] [266] *dʰ(u)enh₂- die
Etymology: The form θαν- (εῖν) and θάνα-(τος) θνα-(τός) point to a form *dhnh₂-, *dhnh₂-e- beside *dhnh₂- before consonant. The comparison with Skt. aorist á-dhvanī-t he disappeared and the ptc. dhvān-tá- dark led to the reconstruction IE dhu̯enǝ-; the meaning die stems from a euphemism, cf. Chantraine Sprache 1, 146. See Pok. 266. But the -u̯- is not quite certain.

Middle Liddell

θάνᾰτος, ὁ, θνήσκω
I. death, Hom., etc.; θ. τινος the death threatened by him, Od.; θάνατόνδε to death, Il., etc.
2. in attic, θάνατον καταγιγνώσκειν τινός to pass sentence of death on one, Thuc.; θανάτου κρίνεσθαι to be tried for one's life, Thuc.:—ellipt., τὴν ἐπὶ θανάτῳ κεκοσμημένος (sc. στολήν) Hdt.; δῆσαί τινα τὴν ἐπὶ θανάτου (sc. δέσιν) Hdt.; τοῖς Ἀθηναίοις ἐπιτρέψαι περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου for any penalty short of death, Thuc.
3. pl. θάνατοι, kinds of death, Od.; or the deaths of several persons or even of one person, Trag.
II. as prop. n., Θάνατος Death, twin-brother of Sleep, Il.
III. = νεκρός, Anth.