οὐρανός

Revision as of 06:53, 25 May 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Gewaltth" to "Gewaltt")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, Dor. and Boeot. ὠρανός Alcm.23.16, Theoc.2.147, 5.144, Corinn.Supp.2.79, Hymn.Is.19; Aeol. ὄρανος
A (ὀράνω Sapph.37, 64, Alc.34, but ὠράνω Sapph.1.11 (s. v.l.), Alc.17 (s. v.l.), and v. Οὐρανία): —never used in plural by classical writers, v. 1.4: (v. fin.):
I heaven: in Hom. and Hes.,
1 vault or firmament of heaven, sky, γαῖα… ἐγείνατο ἶσον ἑαυτῇ οὐρανὸν ἀστερόεντα, ἵνα μιν περὶ πάντα καλύπτοι Hes.Th.127; ἔχει δέ τε κίονας αὐτὸς [Ἄτλας] μακράς, αἳ γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχουσι Od.1.54, cf. A.Pr.351; χάλκεος Il.17.425; πολύχαλκος 5.504, Od.3.2; σιδήρεος 15.329; wrapped in clouds, Il.15.192, Od.5.303; above the aether, Il.2.458, 17.425, 19.351, cf. Sch.Il.3.3; even Emp. continued to regard it as solid (στερέμνιον), Placit.2.11.2 (Vorsokr. ip.209); defined as αἰθέρος τὸ ἔσχατον by Zeno Stoic.1.33, cf. Ar.Nu.95 sqq.; ἠέλιος δὲ οὐρανοῦ ἐξαπόλωλε, of an eclipse, Od.20.357, cf. S.Aj.845; ἐν δὲ τὰ τείρεα πάντα, τά τ' οὐρανὸς ἐστεφάνωται Il.18.485; Ἕσπερος, ὃς κάλλιστος ἐν οὐρανῷ ἵσταται ἀστήρ 22.318; οὐρανὸς ἀστερόεις 6.108,al.
2 heaven, as the seat of the gods, outside or above this skyey vault, the portion of Zeus (v. Ὄλυμπος), 15.192, cf.Od.1.67, etc.; οὐ. Οὔλυμπός τε Il.1.497, 8.394; Οὔλυμ πός τε καὶ οὐ. 19.128; πύλαι οὐρανοῦ = Heaven-gate, i.e. a thick cloud, which the Ὧραι lifted and put down like a trapdoor, 5.749, 8.393; so, later, οἱ ἐξ οὐρανοῦ the gods of heaven, A.Pr.897 (lyr.); οἱ ἐν οὐρανῷ θεοί (viz. Sun, etc.) Pl.R. 508a; εὔχετο, χεῖρ' ὀρέγων εἰς οὐ. ἀστερόεντα Il.15.371, Od.9.527; νὴ τὸν οὐρανόν = good heavens Ar.Pl.267, 366.
3 in common language, sky, οὐδέ τις ἄλλη φαίνετο γαιάων, ἀλλ' οὐ. ἠδὲ θάλασσα Od.14.302; σέλας δ' εἰς οὐ. ἵκῃ Il.8.509; κλέος οὐρανὸν ἵκει, κλέος οὐ. εὐρὺν ἱκάνει, renown reaches to heaven, ib.192, Od.19.108; so ὀρυμαγδός, κνίση, σκόπελος οὐρανὸν ἷκεν or ἱκάνει, Il.17.425, 1.317, Od.12.73 (cf. οὐράνιος ΙΙ, οὐρανομήκης): metaph., ὕβρις τε βίη τε σιδήρεον οὐ. ἵκει deeds of violence 'cry to heaven', 15.329, 17.565; γῇ τε κοὐρανῷ λέξαι… τύχας E.Med.57, cf. Philem.79.1; πρὸς οὐρανὸν βιβάζειν τι to exalt to heaven, SOC381; πρὸς τὸν οὐ. ἥλλοντο leaped up on high, X.Cyr.1.4.11; πρὸς τὸν οὐ. βλέπειν Id.Oec.19.9.
4 in Philos., the heavens, universe, Pl.Plt. 269d, Ti.32b, Arist.Cael.278b21, Metaph.990a20, al.: pl. in VT, οἱ οὐρανοί = the heavens, LXX Ps.96(97).6, 148.4,al.
5 a region of heaven, climate, Hdt.1.142.
6 Pythagorean name of ten (10), Theol.Ar. 59.
II anything shaped like the vault of heaven, as,
1 vaulted roof or vaulted ceiling, Hsch.
2 roof of the mouth, palate, Arist.HA492a20, PA660a14, Ath.8.344b, AP5.104 (Marc. Arg.).
3 lid, Matro Conv.12.
4 tent, pavilion, Them.Or.13.166b.
III pr. n., Uranos, son of Erebos and Gaia, Hes. Th.127sq.; but husband of Gaia, parent of Cronos and the Titans (cf. Οὐρανίδης), ib.106, h.Hom. 30.17, cf. A.Pr.207. (Acc. to Arist.Mu.400a7, from ὅρος and ἄνω, cf. Pl.Cra.396c. This must be wrong, but the true etym. is doubtful.)

German (Pape)

[Seite 417] ὁ, der Himmel; – a) das Himmelsgewölbe, welches, als eine hohle Halbkugel gedacht, über der Erdscheibe ruht, auf Säulen, die Erde u. Himmel von einander halten, u. die Atlas trägt, nach Od. 1, 54, wie Aesch. Prom. 349, κίον' οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς ὤμοις ἐρείδων; es ist von Erz, χάλκεος, Il. 17, 425; πολύχαλκος, 5, 504 Od. 3, 2; σιδήρεος, 15, 329. 17, 565; der οὐρανός heißt sehr gewöhnlich εὐρύς, u., weil die Sterne an ihm sich befinden (ἕσπερος, ὃς κάλλιστος ἐν οὐρανῷ ἵσταται ἀστήρ, Il. 22, 318), ἀστερόεις, der gestirnte, μεσσηγὺς γαίης καὶ οὐρανοῦ ἀστερόεντος, 5, 769; er ist das eigentliche Gebiet des Zeus, Ζεὺς δ' ἔλαχ' οὐρανὸν εὐρὺν ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσιν, 15, 192; er enthält oben den Aether u. darunter die Wolken, ὅτ' ἀπ' Οὐλύμπου νέφος ἔρχεται οὐρανὸν εἴσω αἰθέρος ἐκ δίης 16, 364 vgl. mit 2, 458 αἴγλη παμφανόωσα δι' αἰθέρος οὐρανὸν ἷκεν; nach 8, 16 ist der Hades so tief unterhalb der Erde, wie der Himmel hoch über derselben, vgl. 17, 425. – b) der Wohnsitz der Götter, die später geradezu über dem Himmelsgewölbe wohnend gedacht werden; ἀθάνατοι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν, Od. 1, 67, wie φὰν δέ τιν' ἀθανάτων ἐξ οὐρανοῦ ἀστερόεντος κατελθέμεν, Il. 6, 108, vgl. 118. 21, 267 Od. 7, 199; oft neben Ὄλυμπος, wie ἀνέβη μέγαν οὐρανὸν Ὄλυμπόν τε, Il. 1, 497; πύλαι μύκον οὐρανοῦ, ἃς ἔχον Ὡραι, τῇς ἐπιτέτραπται μέγας οὐρανὸς Ὄλυμπός τε, 5, 749. 8, 393, öfter; auch allein statt Ὄλυμπος, ἔῤῥιψεν ἀπ' οὐρανοῦ, 19, 130. Die Menschen sehen daher beim Gebet nach dem Himmel u. heben die Hände gegen ihn empor, εὔχετο χεῖρ' ὀρέγων εἰς οὐρανὸν ἀστερόεντα, Il. 15, 371. 19, 257. 24, 307; u. zu ihm steigt der Opferdampf empor, 8, 549. – c) übh. wie bei uns der gesammte Luftraum oberhalb der Erde, der Himmel. – Wie vom Feuer, Dampf, auch vom Geschrei gesagt wird, daß es zum Himmel aufsteigt, Il. 8, 509. 14, 174 u. öfter, so auch übertr. τῆς κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανεν, Od. 8, 74. 9, 20 u. öfter, ihr Ruhm erreichte den Himmel, erreichte den höchsten Grad, drang bis zu den Göttern, τῶν ὕβρις τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει, 15, 329. 17, 565, ihr Frevel u. ihre Gewalttat reichen zum Himmel, erreichen den höchsten Grad, wie wir wohl sagen »schreien zum Himmel«. – In allen diesen Bdign bei Pind. u. Tragg.; ὁ χάλκεος οὐρανός, Pind. P. 10, 27; N. 6, 4; οὐρανοῦ πολυνεφέλα κρέοντι, 3, 10; οἰκεῖν οὐρανῷ, 10, 85; οὐρανοῦ ἐν δόμοισιν, 10, 88; οὐρανῷ χεῖρας ἀνατείνας, 5, 38; ἐς οὐρανὸν πέμπει ἔπη, Aesch. Spt. 424; Ἀπόλλω φυγάδ' ἀπ' οὐρανοῦ θεόν, Suppl. 214; ἔστι μέγας ἐν οὐρανᾦ Ζεύς, Soph. El. 169; αἰπύς, Ai. 832; u. übertr., πρὸς οὐρανὸν βιβῶν, O. C. 382; vgl. ὑπὲρ αὐτὸν τὸν οὐρανὸν ἀναβιβάζεις τὴν γυναῖκα, Luc. pro imag. 8; τὴν ἐν ἄστροις οὐρανοῦ τέμνων ὁδόν, Eur. Phoen. 1; Ar.; u. in Prosa, Her. 4, 158 u. Folgde, wo es sich der Bedeutung, die wir gewöhnlich mit »Himmel« verbinden, annähert; Plat., der auch ὁ μέγας ἡγεμὼν ἐν οὐρανῷ Ζεύς sagt, Phaedr. 246 e, wie τῶν ἐν οὐρανῷ θεῶν, Rep. VI, 508 a; ὃν οὐρανὸν καὶ κόσμον ἐπωνομάκαμεν, Polit. 269 d, vgl. Tim. 28 b Epin. 977 b; πρὶν οὐρανὸν καὶ γῆν γενέσθαι, ehe Himmel u. Erde geworden, Euthyd. 296 d; ὕδωρ πολὺ ἦν ἐξ οὐρανοῦ, Xen. An. 4, 2, 1 Mem. 4, 3, 8 u. sonst, es regnete stark; Folgde; Arist. de mund. erkl. τοῦ κόσμου τὸ ἄνω, θεοῦ οἰκητήριον, u. leitet es von ὅρος τῶν ἄνω ab; andere Alte von ὁράω, Beides falsch, vielleicht mit Ο Ρ od. ἀείρω zusammenhangend. – Übertr. – a) ein Zeltdach, ein runder Zelthimmel, Baldachin, wie οὐρανίσκος, Hesych. – b) der Gaumen, Arist. part. anim. 2, 17, nach der Gestalt benannt; vgl. Casaub. zu Ath. 48; Schäf. zu D. Hal. de C. V. p. 164. – Matro bei Ath. IV, 134 f sagt von den Köchen οἷς ἐπιτετράφαται μέγας οὐρανὸς ὀπτανιάων, von der Küche.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
ciel :
1 la voûte du ciel, p. opp. à la terre;
2 le ciel comme demeure des dieux;
3 l'air en gén.
Étymologie: cf. védique varunas « firmament » de la R. skr. Var « couvrir ».

Russian (Dvoretsky)

οὐρᾰνός: дор. ὠρᾰνός, эол. ὀρᾰνός ὁ (NT тж. pl.)
1 небо (χάλκεος, πολύχαλκος, σιδήρεος, ἀστερόεις Hom.): οἱ ἐξ οὐρανοῦ Aesch. и οἱ ἐν οὐρανῷ θεοί Plat. небесные боги; νὴ τὸν οὐρανόν! Arph. клянусь небом!; πρὸς οὐρανὸν βιβάζειν τινά Soph. превозносить кого-л. до небес; ἡ στρατιὰ τοῦ οὐρανου NT = οἱ ἀστέρες;
2 климатическая область, климат: τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν ὡρέων τῷ καλλίστῳ Her. в благодатнейшем климате;
3 анат. небо (ὁ τοῦ στόματος οὐ. Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνός: ὁ· Δωρ. ὠρανὸς Θεόκρ. 2. 147., 5. 144· Αἰολ. ὀρανὸς (ἐξ ὀρανῷ Ἀλκαῖ. 34, Σαπφὼ 68, πρβλ. Ahrens D. Aeol. σ. 101, καὶ ἴδε οὐράνιος Ι. 2)· ― οὐδέποτε ἐν χρήσει κατὰ πληθ. παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν, ἴδε Ι. 4· (ἴδε ἐν τέλ.). Ι. ὁ οὐρανός, παρ’ Ὁμήρ. καὶ Ἡσιόδ., 1) ὁ θόλος τοῦ οὐρανοῦ, τὸ στερέωμα, ὅπερ ἐνομίζετο ὡς κοῖλον ἡμισφαίριον στηριζόμενον κύκλῳ ἐπὶ τῆς περιφερείας τῆς γῆς, γαῖα..ἐγείνατο ἶσον ἑαυτῇ οὐρανὸν ἀστερόεντα, ἵνα μιν περὶ πάντα καλύπτοι Ἡσ. Θεογ. 126. Ἐστηρίζετο ἐπὶ τῶν κιόνων τοῦ Ἄτλαντος, ἔχει δέ τε κίονας αὐτὸς [Ἄτλας] μακράς, αἳ γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχουσιν Ὀδ. Α. 54, πρβλ. Αἰσχύλ. Προμ. 348· ἦτο χάλκεος, Ἰλ. Ρ. 425· πολύχαλκος, Ε. 504 Ὀδ. Γ. 2· σιδήρεος, Ο. 329, Ρ. 565· ἦτο ἐν μέσῳ νεφελῶν, Ἰλ. Ο. 192, Ὀδ. Ε. 303· ὑπεράνω τοῦ αἰθέρος, αἴγλη-παμφανόωσα δι’ αἰθέρος οὐρανὸν ἷκε Ἰλ. Β. 458, Π. 364, Τ. 351, πρβλ. Σχόλ. Ἑνετ. 3. 3. (Ἔτι καὶ ὁ Ἐμπεδοκλῆς ἐξηκολούθει νὰ θεωρῇ αὐτὸν στερεὸν (στερέμνιον), Στοβ. Ἐκλογ. 1. 23· πρβλ. τὴν κωμικὴν εἰκόνα αὐτοῦ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 96). Ἐπὶ τοῦ θόλου τούτου ὁ ἥλιος ἔτρεχε τὸν δρόμον αὑτοῦ, ὅθενἔκλειψις περιγράφεται οὕτως: ἠέλιος δὲ οὐρανοῦ ἐξαπόλωλε Ὀδ. Υ. 357, πρβλ. Σοφοκλ. Αἴ. 845· καὶ οἱ ἀστέρες ἦσαν προσηλωμένοι ἐπ’ αὐτοῦ καὶ ἐκινοῦντο μετ’ αὐτοῦ, ἐπειδὴ ὑπετίθετο ἀείποτε περιστρεφόμενος, Ἰλ. Σ. 485· Ἔσπερος, ὃς κάλλιστος ἐν οὐρανῷ ἵσταται ἀστὴρ Χ. 318· οὐρανὸς ἀστερόεις, τὸ πλῆρες ἀστέρων στερέωμα, Ζ.108. κ. ἀλλαχοῦ· ― περὶ τῶν φιλοσοφικῶν θεωριῶν ἴδε ἐν λ. σφαῖρα 3. 2) ὁ οὐρανὸς ὡς ἕδρα τῶν θεῶν ἐκτὸς ἢ ὑπεράνω τοῦ στερεώματος, ἡ μερὶς τοῦ Διὸς (ἴδε ἐν λ. Ὄλυμπος), Ἰλ. Ο. 192, πρβλ. Ὀδ. Α. 67, κτλ.· ὡσαύτως, οὐρανὸς Ὄλυμπός τε Ἰλ. Α. 497., Θ. 394· Οὔλυμπός τε καὶ οὐρανὸς Τ. 128· πύλαι οὐρανοῦ, πυκνὸν νέφος ὃ αἱ Ὧραι ἀνέκλινον ἢ ἐπέθετον, Ε. 750., Θ. 394· οὕτω μετέπειτα, οἱ ἐξ οὐρανοῦ, οἱ οὐράνιοι θεοί, Αἰσχύλ. Πρ. 896· οἱ ἐν οὐρανῷ θεοὶ Πλάτ. Πολ. 508Α· ― ἐντεῦθεν ὁ εἰς ὃν οἱ ἄνθρωποι ἔτεινον τὰς χεῖρας εὐχόμενοι καὶ εἰς ὃν ὡρκίζοντο, εὔχετο, χεῖρ’ ὀρέγων εἰς οὐρ. ἀστερόεντα Ἰλ. Ο. 371, Ὀδ. Ι. 527· νὴ τὸν οὐρανὸν Ἀριστοφ. Πλ. 267, 366. 3) συνήθως τὸ ὑπὲρ τὴν γῆν διάστημα, ὁ ἀήρ, ὁ οὐρανός, οὐδέ τις ἄλλη φαίνετο γαιάων, ἀλλ’ οὐρανὸς ἠδὲ θάλασσα Ο. Ξ. 302· σέλας δ’ εἰς οὐρανὸν ἵκῃ Ἰλ. Θ. 509· συχνάκις ἐπὶ φράσεων οἷαι αἱ: κλέος οὐρανὸν ἵκει, κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἱκάνει, ἡ φήμη ἐξικνεῖται μέχρις οὐρανοῦ, πληροῖ τὸν οὐρανόν, Ἰλ. Θ. 192, Ὀδ. Τ. 108· οὕτως, αἴγλη, κνίση, σκόπελος οὐρανὸν ἵκει, κτλ. (πρβλ. οὐράνιος, οὐρανομήκης)· καὶ μεταφορ., ὕβρις τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει Ὀδ. Ο. 329., Ρ. 565· οὕτω γῇ τε κοὐρανῷ λέξαι. τύχας Εὐρ. Μήδ. 57, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 1· πρὸς οὐρανὸν βιβάζειν τινά, ἀναβιβάζειν μέχρις οὐρανοῦ, ὡς ὁ Ὁράτ. evehit ad Deos, Σοφ. Ο. Κ. 381· εἰς τὸν οὐρ. ἥλλοντο, ἐπήδων ὑψηλά, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 11· πρὸς τὸν οὐρ. βλέπειν ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 19.9. 4) ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ. ἐπὶ παντὸς περιβάλλοντος χώρου, ὁ κόσμος ἢ τὸ σύμπαν, Πλάτ. Πολιτ. 269D, Τίμ. 32Β, Ἀριστ. π. Οὐρ. 1.9,9, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8, 18, κ. ἀλλ.· ― οὕτως ἐν τῷ πληθ., οἱ οὐρανοί, παρὰ τοῖς Ἑβδ. Ψαλμ· ϞϚ΄, 6., ΡΜΔ΄, 4, κ. ἀλλ. 5) ὁ χῶρος τοῦ οὐρανοῦ, κλῖμα, Ἡρόδ. 1. 142. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι ἔχει τὸ σχῆμα τοῦ οὐρανίου θόλου, ὡς, 1) θολοειδὴς ὀροφὴ ἢ στέγη σκηνῆς (πρβλ. τὸ Γαλλ. ciel), Ἡσύχ. 2) ἡ ὀροφὴ τοῦ στόματος, οὐρανίσκος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 2, π. Ζ. Μορίων 2. 17, 12, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 105, Ἀθήν. 344Β, καὶ τὸ λογοπαίγνιον παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 165· ― οὕτω τἀνάπαλιν ὁ Ἔννιος coeli palatum. ΙΙΙ. ὡς ἀρσ. κύριον ὄνομα, ὁ Οὐρανός, υἱὸς τοῦ Ἐρέβους καὶ τῆς Γαίας, Ἡσ. Θ. 127 κἑξ.· ἀλλὰ σύζυγος τῆς Γῆς πατὴρ τοῦ Κρόνου καὶ τῶν Τιτάνων (πρβλ. οὐρανίδης), αὐτόθι 137, Ὁμ. Ὕμν. 30. 17, πρβλ. Αἰσχύλου Πρ. 205· ― ἐν Ἰλ. Ο. 36, Ὀδ. Ε. 184, οὐρανὸς καὶ γαῖα, ὡς μάρτυρες ὅρκου εἶναι ἁπλῶς προσηγορικά. (Κατὰ τὸν Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 19, 9, ἐκ τοῦ ὅρος, ὅριον, πρβλ. ὁρίζων. Ἀλλ’ εἶναι ἡ αὐτὴ λέξις τῇ Βεδικῇ varunas, τὸ κραταιὸν στερέωμα, ἐκ τοῦ Σανσκρ. var (tegere), ἴδε Μ.Müller ἐν Oxf. Essays, 1856, σελ. 41).

English (Autenrieth)

heaven, i. e. the skies, above and beyond the αἰθήρ, Il. 2.458; and penetrated by the peaks of Mt. Olympus, the home of the gods, hence (θεοὶ ἀθανατοὶ) τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν, Od. 1.67, etc. The epithets χάλκεος, σιδήρεος, etc., are figurative, Il. 17.425, Od. 15.329.

English (Slater)

οὐρᾰνός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν.) heaven ἐν οὐρανῷ (O. 14.10) Ἄτλας οὐρανῷ προσπαλαίει (P. 4.289) ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ (P. 10.27) ἄρχε δ' οὐρανοῦ πολυνεφέλα κρέοντι, θύγατερ, δόκιμον ὕμνον (Didymus: οὐρανῷ v.l. Aristarchus; οὐρανῶ v.l. = gen. aeol., Σ; οὐρανώα v.l.) (N. 3.10) οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ (N. 4.67) κατένευσέν τέ οἱ ὀρσινεφὴς ἐξ οὐρανοῦ Ζεύς (N. 5.34) ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός (N. 6.4) ἢ πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ (N. 10.58) οὐρανοῦ ἐν χρυσέοις δόμοισιν (N. 10.88) ὁ δ' ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους (I. 6.41) ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν Ζηνός (I. 7.45) ]εν οὐρανῷ[ Πα. 22. b. 8. πιτνάντες θοὰν κλίμακ' οὐρανὸν ἐς αἰπύν fr. 162. τᾶς τε γᾶς ὑπένερθε οὐρανοῦ θ' ὕπερ (sc. ἡ δὲ διάνοια πέτεται, Plato, Theaet., 173E) fr. 292. pro pers., Οὐρανὸς δ' ἔφριξέ νιν καὶ Γαῖα μάτηρ (O. 7.38) Οὐρανοῦ τ' εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ Πα. 7B. 15.

English (Abbott-Smith)

οὐρανός, -οῦ, ὁ, [in LXX chiefly for שָׁמַיִם (hence, often pl., οἱ οὐ., v. infr.);]
heaven;
1.of the vault or firmament of heaven, the sky and the aerial regions above the earth: opp. to ἡ γῆ, He 1:10, II Pe 3:5, 10; ὁ οὐ. καὶ ἡ γῆ, i.e. the world, the universe, Mt 5:18, Mk 13:31, Lk 10:21, Ac 4:24, Re 10:6, al.; ἀπ’ ἄκρων οὐ. ἕως ἄ. αὐτῶν (on the absence of art. aft. prep., v. Bl, §46, 5), Mt 24:31; ὑπὸ τὸν οὐ., Ac 2:5, Col 1:23; ὑψωθῆναι ἕως τοῦ οὐ., fig., Mt 11:23, Lk 10:15; σημεῖον ἐκ τοῦ οὐ., Mt 16:1, Mk 8:11, al.; αἱ νεφέλαι, Mt 24:30, al.; τὰ πετεινὰ τοῦ οὐ., Mt 6:26, Mk 4:32, al.; οἱ ἀστέρες τοῦ οὐ., Re 6:13, al.; pl. (οἱ) οὐ. (Bl., §32, 5), Mt 3:16, Mk 1:10, Jo 1:32, II Pe 3:7, 13 al.
2.Of the abode of God and other blessed beings: of angels, Mt 24:36, Mk 12:25, Ga 1:8, Re 10:1, al.; of Christ glorified, Mk 16:[19], Lk 24:51, Ac 3:21, Ro 10:6, al.; of God, Mt 5:34, Ro 1:18, al.; ὁ Πατὴρ ὁ ἐν τοῖς οὐ. (Dalman, Words, 184ff.), Mt 5:16 6:1, al.; θησαυρὸς ἐν οὐ., Mt 6:20, Mk 10:21, al.
3.By meton.,
(a)of the inhabitants of heaven: Re 18:20 (cf. ib. 12:12, Jb 15:15, Is 44:23);
(b)as an evasivereference to God, characteristic of later Judaism (Dalman, Words, 204ff.): Mt 21:25, Mk 11:30, Lk 15:18, Jo 3:27, al.; ἡ βασιλεία τῶν οὐ. (= τοῦ Θεοῦ); v.s. βασιλεία).

English (Strong)

perhaps from the same as ὄρος (through the idea of elevation); the sky; by extension, heaven (as the abode of God); by implication, happiness, power, eternity; specially, the Gospel (Christianity): air, heaven(-ly), sky.

English (Thayer)

οὐρανοῦ, ὁ (from a root meaning 'to cover,' 'encompass'; cf. Vanicek, p. 895; Curtius, § 509), heaven; and, in imitation of the Hebrew שָׁמַיִם (i. e. properly, the heights above, the upper regions), οὐρανοί, οὐρανῶν, οἱ, the heavens (Winer's Grammar, § 27,3; Buttmann, 24 (21)) (on the use and the omission of the article cf. Winer's Grammar, 121 (115)), i. e.:
1. the vaulted expanse of the Sky with all the things visible in it;
a. generally: as opposed to the earth, ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ (heaven and earth) equivalent to the universe, the world (according to the primitive Hebrew manner of speaking, inasmuch as they had neither the conception nor the name of the universe, B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Firmament, cf. Smith's Bible Dictionary, Heaven); hence, such expressions as ἀπ' ἄκρων οὐρανῶν ἕως ἄκρων αὐτῶν, ἀπ' ἄκρου γῆς ἕως ἄκρου οὐρανοῦ, ὑπό τόν οὐρανόν (הַשָּׁמַיִם תַּחַת, under heaven, i. e. on earth, ἐκ τῆς (namely, χώρας, cf. Winer's Grammar, 591 (550); (Buttmann, 82 (71 f))) ὑπ' (here L T Tr WH ὑπό τόν οὐρανόν) οὐρανόν εἰς τήν ὑπ' οὐρανόν, out of lite one part under the heaven unto the other part under heaven i. e. from one quarter of the earth to the other, κολλᾶσθαι ἄχρι τοῦ οὐρανοῦ, L T Tr WH) (on which see κολλάω); ὑψωθῆναι ἕως τοῦ οὐρανοῦ, metaphorically, of a city that has reached the acme, zenith, of glory and prosperity, κλέος οὐρανόν ἱκει, Homer, Iliad 8,192; Odyssey 19,108; πρός οὐρανόν βιβάζειν τινα, Sophocles O. C. 382 (381); examples of similar expressions from other writings are given in Kypke, Observations, i., p. 62); καινοί οὐρανοί (καί γῆ καινή), better heavens which will take the place of the present after the renovation of all things, οἱ νῦν οὐρανοί, the heavens which now are, and which will one day be burnt up, ὁ πρῶτος οὐρανός, ἑλίσσειν (T Tr marginal reading ἀλλάσσειν) τούς οὐρανούς ὡς περιβόλαιον, Sept. of Alex.); καίοὐρανός ἀπεχωρίσθη ὡς βιβλίον ἑλισσόμενον (or εἱλισσόμενον), the aerial heavens or sky, the region where the clouds and tempests gather, and where thunder and lightning are produced: ὁ οὐρανός πυρράζει, T brackets WH reject the passage); στυγνάζων, ὑετόν ἔδωκε, σημεῖον or ἀπό τοῦ οὐρανοῦ, τέρατα ἐν τῷ οὐρανῷ κλείειν τόν οὐρανόν, to keep the rain in the sky, hinder it from falling on the earth, συνέχειν τόν οὐρανοῦ for הַשָּׁמַיִם עָצַר, ἀνέχειν τόν οὐρανόν, αἱ νεφέλαι τοῦ οὐρανοῦ, τό πρόσωπον τοῦ οὐρανοῦ, T brackets WH reject the passage); τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ (genitive of place), that fly in the air (the sidereal or starry heavens: τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ Euripides, Phoen. 1); οἱ ἀστέρες ... τοῦ οὐρανοῦ, αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν, the heavenly forces (hosts), i. e. the stars (others take δυνάμεις in this phrase in a general sense (see δύναμις, f.) of the powers which uphold and regulate the heavens): αἱ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, הַשָּׁמַיִם צְבָא, ἡ στρατιά τοῦ οὐρανοῦ, ὁ τρίτος οὐρανός, but certainly not the third of the seven distinct heavens described by the author of the Test xii. Patr., Levi § 3, and by the rabbis (cf. Wetstein at the passage; Hahn, Theol. d. N.T. 1:247f; Drummond, Jewish Messiah, chapter xv.)); cf. DeWette at the passage Several distinct heavens are spoken of also in ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν); cf. the dwelling-place of God: Θεός τοῦ οὐρανοῦ, ὁ ἐν (τοῖς) οὐρανός, L WH marginal reading ἐν τῷ οὐρανῷ in brackets), πνεῦμα ἅγιον is sent down, L brackets WH reject the passage); τά ἐν τοῖς οὐρανοῖς καί τά ἐπί τῆς γῆς, the things and beings in the heavens (i. e. angels) and on the earth, γίνεται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν οὐρανῷ, i. e. by the inhabitants of heaven, χαρά ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ, God and the angels will rejoice, T omits; WH reject the clause); ἐν ὑψηλοῖς); πνεύματα) both of the O. T. saints and of departed Christians, ἀπογράφω, b. at the end), and heaven is appointed as the future abode of those who, raised from the dead and clothed with superior bodies, shall become partakers of the heavenly kingdom, θησαυρός ἐν οὐρανῷ, ἔχειν θησαυρόν ἐν οὐρανῷ (οὐρανοῖς), R G); or the salvation awaiting them is said to be laid up for them in heaven, ὁ οὐρανός is put for the inhabitants of heaven: εὐφραίνου οὐρανέ, God (Schürer in the Jahrbb. f. protest. Theol., 1876, p. 178f; (Keil, as below)): ἁμαρτάνειν εἰς τόν οὐρανόν, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, equivalent to by God, ἐξ οὐρανοῦ, of divine authority, ἐναντίον τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ Θεοῦ before τοῦ οὐρανοῦ seems questionable); ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἡ ἰσχύς, ἡ ἐξ οὐρανοῦ βοήθεια, ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν and its meaning, see βασιλεία, 3; (Cremer, under the word βασιλεία; Edersheim 1:265).

Greek Monolingual

ο (ΑΜ οὐρανός, Α βοιωτ. και δωρ. τ. ὠρανός, αιολ. τ. ὄρανος)
1. ο άπειρος διαστημικός χώρος στον οποίο προβάλλονται και κινούνται τα διάφορα ουράνια σώματα («ἐξ οὐρανοῦ ἀστερόεντος», Ομ. Ιλ.)
2. ο φαινομενικός ημισφαιρικός θόλος με κορυφή το ζενίθ και βάση τον ορίζοντα
3. (ιδίως στον πληθ.) οἱ ουρανοί
το άπειρο διάστημα ως νοερή κατοικία του θεού, τών αγγέλων, τών δίκαιων ψυχών μετά τον θάνατό τους και ως έδρα τών αιώνιων αγαθών και της αιώνιας μακαριότητας
4. καθετί που έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως λ.χ. θολοειδής οροφή ή στέγη, θολοειδές επικάλυμμα χώρου ή επίπλου (α. «ουρανός θρόνου» β. «ουρανός αυτοκινήτου»)
νεοελλ.
1. αστρον. ως κύριο όν. Ουρανός
ο έβδομος ως προς την απόσταση από τον Ήλιο πλανήτης, ο τρίτος ως προς το μέγεθος του ηλιακού μας συστήματος
2. ο κατά τόπους ουράνιος θόλος, κυανός την ημέρα και έναστρος τη νύχτα («ο αττικός ουρανός»)
3. φρ. «βρίσκεται στον έβδομο ουρανό» — βρίσκεται στο ύψιστο σημείο ευτυχίας, είναι πανευτυχής
4. παροιμ. «καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται» — οι συκοφαντίες δεν μπορούν να διαβάλουν την υπόληψη ενός αθώου
αρχ.
1. ο ουράνιος θόλος ως έδρα τών θεών έξω ή πάνω από το στερέωμαμέγας οὐρανῷ Ζεῡς», Σοφ.)
2. ο αιθέρας, η ατμόσφαιρα που περιβάλλει τη γη
3. (φιλοσ.) το σύμπαν, ο κόσμος («ὅν δὲ οὐρανὸν καὶ κόσμον ἐπωνομάκαμεν», Πλάτ.)
4. οι κλιματικοί όροι, το κλίμα
5. (στους Πυθαγορείους) ονομασία του αριθμού δέκα
6. ο ουρανίσκος («εἰς μὲν τὸν ἐγκέφαλον οὐκ ἔχει πόρον, είς δὲ τὸν τοῦ στόματος οὐρανόν», Αριστοτ.)
7. (ως κύριο ον.) μυθ. γιος του Ερέβους και της Γης, σύζυγος της Γης και πατέρας του Κρόνου και τών Τιτάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το κύριο ον. του αρχαίου ελληνικού θεού Οὐρανός (< ο(F)ορανός < Fορανός με προθεματικό φωνήεν) είχε συνδεθεί αρχικά με το αρχ. ινδ. Varuna, όνομα μιας αντίστοιχης με τον αρχαίο ελληνικό Οὐρανό ινδικής θεότητας. Ωστόσο, σοβαρές φωνολογικές δυσχέρειες σχετικά με τη συναίρεση του o(F)o- και τους τ. ὠρανός και ὄρανος της δωρ. και λεσβ. διαλ., αντίστοιχα, δεν επιτρέπουν να δεχθούμε αυτήν την ετυμολόγηοη. Επικρατέστερη φαίνεται η αναγωγή της λ. σε αμάρτυρο τ. (F)ορσ-ανός (πρβλ. για τον τονισμό ορφανός) παράγωγο ενός θ. Fορσο- που απαντά στο αρχ. ινδ. varsa- «βροχή». Πολλοί μάλιστα υποστηρίζουν ότι η λ. οὐρανός (πρβλ. όχανον, ξόανον) είναι μεταρρηματικό παράγωγο ενός αμάρτυρου στην Ελληνική ρήματος (F)ερσ- (πρβλ. αρχ. ινδ. varsati «βρέχει» και το ρ. οὐρῶ). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η λ. οὐρανός σημαίνει αυτόν που δίνει τη βροχή. Κατ' άλλη άποψη, τέλος, πρόκειται για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης.
ΠΑΡ. Ουρανία, ουράνιος, ουρανίσκος, ουρανόθεν
αρχ.
ουρανιάζω, ουρανίδης, ουρανίζω, ουρανίς, ουρανίων, ουρανόεις, ουρανόθι, ουρανόφι(ν)
μσν.
ουρανώ
νεοελλ.
ουρανής, ουράνιο, ουρανίτης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. ουρανο-].

Greek Monotonic

οὐρανός: ὁ, Δωρ. ὠρανός, Αιολ. ὀρανός· μόνο στον ενικ.
I. ουρανός, σε Όμηρ., Ησίοδ.
1. ο θόλος του ουρανού ή το ουράνιο στερέωμα, αιθέρες, νοούμενα ως ένα κοίλο ημισφαίριο που στηριζόταν στα κράσπεδα της γης και υψωνόταν από τις Ηράκλειες Στήλες, τις Στήλες του Άτλαντα, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.· θεωρούνταν ότι αποτελείται από συμπαγές μέταλλο, χάλκεος, πολύχαλκος, σιδήρεος, σε Όμηρ.· στον θόλο αυτό διέγραφε την τροχιά του ο ήλιος, σε Ομήρ. Οδ.· επάνω του ήταν στερεωμένα τα αστέρια και κινούνταν μαζί μ' αυτόν, γιατί θεωρούνταν ότι περιστρεφόταν διαρκώς, σε Ομήρ. Ιλ.
2. ο ουρανός ως έδρα των θεών, πάνω από τον ουράνιο θόλο, η μερίδα του Δία, σε Όμηρ.· πύλαι οὐρανοῦ, οι Πύλες του Ουρανού, πυκνό νέφος το οποίο οι Ώρες ανασήκωναν και επέθεταν σα να ήταν καταπακτή, σε Ομήρ. Ιλ.
3. κοινώς, ουρανός, αιθέρες, σε Όμηρ. κ.λπ.· πρὸς οὐρανὸν βιβάζειν τινά, ανεβάζω κάποιον ως τον ουρανό, όπως το evehere ad Deosτου Οράτ., σε Σοφ.· εἰς τὸν οὐρανὸν ἥλλοντο, έκαναν ψηλά άλματα, πηδούσαν ψηλά, σε Ξεν.· η επικράτεια του ουρανού, το κλίμα η ατμόσφαιρα, σε Ηρόδ.
II. ως κύριο όνομα, ο Ουρανός, γιος του Ερέβους και της Γαίας ή σύζυγος της Γαίας, πατέρας των Τιτάνων, στον ίδ., Αισχύλ.

Middle Liddell

οὐρᾰνός, οῦ, ὁ, only in sg.]
I. heaven: in Hom. and Hes.,
1. the vault or firmament of heaven, the sky, conceived as a concave hemisphere resting on the verge of earth, upborne by the pillars of Atlas, Od., Hes., etc.; conceived to be of solid metal, χάλκεος, πολύχαλκος, σιδήρεος, Hom.: on this vault the sun performed his course, Od.; the stars were fixed upon it, and moved with it, for it was supposed to be always revolving, Il.
2. heaven, as the seat of the gods, above this skyey vault, the portion of Zeus, Hom.; πύλαι οὐρανοῦ Heavengate, which the Hours lifted and put down like a trapdoor, Il.
3. in common language, heaven, the sky, Hom., etc.; πρὸς οὐρανὸν βιβάζειν τινά to exalt to heaven, as Hor. evehere ad Deos, Soph.; εἰς τὸν οὐρ. ἥλλοντο leapt up on high, Xen.: a region of heaven, climate, Hdt.
II. as prop. n. Uranus, son of Erebus and Gaia, Hes.; or husband of Gaia, parent of the Titans, Hes., Aesch.

Frisk Etymology German

οὐρανός: {ouranós}
Forms: dor. böot. ὠρανός, äol. ὤρανος, ὄρανος (beide wohl für ὄρρ-, s.u.)
Grammar: m.
Meaning: Himmel (seit Il.), auch personifiziert (Hes. usw.).
Composita: Oft als Vorderglied, z.B. οὐρανομήκης himmelhoch (seit ε 239); in Hypostasen wie ἐπουράνιος im Himmel befindlich (seit Il.).
Derivative: Davon 1. das Dentin. οὐρανίσκος m. Zeltdach, Gaumen (hell. u. sp.), auch N. eines Sternbildes (Sch.; Scherer Gestirnnamen 193); 2. οὐράνιος himmlisch (Pi., ion. att.), -ίς f. (AP); -ία f. N. einer der Musen (Hes. usw.); 3. Οὑρανίωνες (θεοί) m. pl. ‘die Himmlischen (Götter)’ (Hom., Hes.), auch die Titanen (Ε 898; von Οὑρανός); -ίδης, dor. -ίδας ‘S. des Uranus', pl. die Titanen, auch die Himmlischen (Hes., Pi. u.a.; Fraenkel Nom. ag. 2, 20); 4.Οὑρανιάς f. Spiel zu Ehren der Urania (Sparta); 5. οὐρανίζω od. -ίζομαι in die Höhe steigen (A.Fr. 766 M.), -ιάζω ‘in die Höhe wer- fen’ (H. s. οὐρανίαν), -οῦσθαι in den Himmel hinaufgehoben, vergöttlicht werden mit -ωσις (Eust.).
Etymology: Da das äol. Schwanken ὠρ-, ὀρ- wahrscheinlich ein geminiertes ὀρρ- repräsentiert (Wackernagel Unt. 136 A. 1), ergibt sich als Grundform *(ϝ)ορσανός mit Akz. wie ὀρφανός und somit vielleicht von einem Nomen *(ϝ)ορσό- = aind. varṣá- n. m. Regen (vgl. Wackernagel KZ 29, 129 = Kl. Schr. 1,632). Wie sich aber z.B. ὄχανον, ξόανον auf ἔχω, ξέω beziehen lassen, kann οὐρανός als Nom. ag. zu einem primären Verb *ϝερσ-= aind. várṣati regnen gehören; es läßt sich aber auch an das iterative οὐρέω (s. d.) anschließen, wie indoir. Nomina auf -anazu sekund. Verba auf -ayati ( = gr. -έω) in Beziehung stehen (Wack.-Debrunner II: 2, 198ff.); Bed. somit "Regenmacher" od. übertr. "Befeuchter, Befruchter" (Wackernagel a. O.; vgl. ἕρση). — Nach Specht KZ 66, 199ff. (mit Schulze), Fraenkel (s.Wb. s. viršùs) u. a. als "der zur Höhe in Beziehung stehende" zu aind. varṣman- m. n. Höhe, lit. viršùs Oberes, höchste Sitze, wozu noch Ἔρρος· ὁ Ζεύς H. (idg. u̯er-s- WP. 1, 267, Pok. 1151f.); weder sachlich noch formal vorzuziehen. —Gegen die alte, oft wiederholte aber sicher unrichtige Identifikation mit dem aind. Gottesnamen Varuṇaḥ s. außer Wackernagel a.O. auch Thieme Mitra and Aryaman (Trans. Connecticut Acad. 41 [1957]) 60.
Page 2,446-447

Chinese

原文音譯:oÙranÒj 烏拉挪士
詞類次數:名詞(284)
原文字根:看見 向上 相當於: (שָׁמַיִם‎)
字義溯源:天空,天上,天*;或源自(ὄρος)=山*)。天這字有三個概念:
1)指環繞地球的大氣層。鳥在其中飛翔( 太6:26),我們在其間觀察氣象
2)指宇宙,就是神所造的天,地,海( 太5:18)
3)指屬靈的住處。神的座位在那裏( 太5:34),父神從天上說話( 太3:17),神的忿怒從天上顯明在一切不虔不義的人身上( 羅1:18)
同源字:1) (ἐπουράνιος)天上的 2) (μεσουράνημα)天空中 3) (οὐράνιος)在天上的 4) (οὐρανόθεν)從天上 5) (οὐρανός)天空比較: (παράδεισος)=樂園
出現次數:總共(277);太(82);可(19);路(37);約(19);徒(26);羅(2);林前(2);林後(3);加(1);弗(4);腓(1);西(5);帖前(2);帖後(1);來(10);雅(2);彼前(3);彼後(6);啓(52)
譯字彙編
1) 天(170)數量太多,不能盡錄;
2) 天上(89) 太5:12; 太5:16; 太8:20; 太10:32; 太10:33; 太11:23; 太21:25; 太21:25; 太24:29; 太24:36; 太26:64; 可4:32; 可11:25; 可11:26; 可14:62; 可16:19; 路3:22; 路8:5; 路9:54; 路13:19; 路21:11; 路24:51; 約3:31; 約6:32; 約6:33; 約6:38; 約6:42; 約6:50; 約6:51; 約6:58; 約12:28; 徒1:11; 徒2:2; 徒2:34; 徒7:42; 徒9:3; 徒10:16; 徒11:9; 徒11:10; 徒22:6; 羅1:18; 羅10:6; 林後5:1; 林後5:2; 弗1:10; 弗6:9; 腓3:20; 西1:5; 西1:16; 西1:20; 帖前1:10; 帖後1:7; 來12:23; 來12:25; 彼前1:12; 彼後1:18; 啓3:12; 啓4:1; 啓4:2; 啓5:3; 啓5:13; 啓6:13; 啓8:1; 啓8:10; 啓9:1; 啓10:4; 啓10:8; 啓11:12; 啓11:12; 啓11:13; 啓11:15; 啓11:19; 啓12:1; 啓12:3; 啓12:4; 啓12:7; 啓12:8; 啓12:10; 啓13:6; 啓13:13; 啓14:2; 啓14:13; 啓15:1; 啓15:5; 啓16:11; 啓16:21; 啓18:4; 啓19:1; 啓19:14;
3) 天上的(5) 太13:32; 太16:3; 太24:30; 路11:16; 加1:8;
4) 天空(4) 太16:2; 太16:3; 路9:58; 徒11:6;
5) 諸天(2) 彼後3:12; 啓12:12;
6) 天的(2) 路21:26; 來7:26;
7) 一個⋯天(1) 啓21:1;
8) 天哪!(1) 啓18:20;
9) 諸天的(1) 太24:31;
10) 諸天上(1) 弗3:15;
11) 天空的(1) 徒10:12

Mantoulidis Etymological

Ἀρχικά ἦταν ὀϝορανός = οὐρανός.
Παράγωγα: οὐράνιος, οὐρανίσκος (ὑποκορ.), Οὐρανίωνες (=οὐράνιοι, θεοί), Οὐρανία (=ἡ Μούσα τῆς ἀστρονομίας), οὐρανόθεν, οὐρανομήκης (=ψηλός ὅσο ὁ οὐρανός).

Translations

sky

Abkhaz: ажәҩан; Adyghe: ошъуапщэ; Afrikaans: lug; Aguaruna: nayaim; Ainu: ニㇱ, カンド; Akan: wim; Aklanon: eangit; Albanian: qiell; Amharic: ሰማይ; Apache Western Apache: yáá, yaaʼ; Arabic: ⁧سَمَاء⁩; Egyptian Arabic: ⁧سما⁩; Hijazi Arabic: ⁧سما⁩; Aramaic Classical Syriac: ⁧ܫܡܝܐ⁩; Jewish Babylonian Aramaic: ⁧שְׁמַיָּא⁩; Western Neo-Aramaic: ⁧ܫܡܘܐ⁩; Argobba: ሱማይ; Armenian: երկինք; Aromanian: tser; Assamese: আকাশ; Asturian: cielu; Avestan: ⁧𐬀𐬯𐬨𐬀𐬥⁩, ⁧𐬥𐬀𐬠𐬀⁩; Aymara: alaxa pacha, laqampu; Azerbaijani: göy, səma; Baluchi: ⁧آزمان⁩, ⁧آسمان⁩; Bashkir: күк; Basque: zeru; Baure: ani; Belarusian: неба; Bengali: আকাশ; Bikol Central: langit; Bouyei: mbenl; Breton: oabl, neñv; Brunei Malay: langit; Buginese: langiq; Bulgarian: небе; Burmese: ကောင်းကင်, မိုး; Buryat: тэнгэри; Carpathian Rusyn: небо; Catalan: cel; Central Atlas Tamazight: ⵉⴳⵏⵏⴰ; Central Melanau: langit; Chamicuro: ikejta; Chamorro: långet; Chechen: стигал; Cherokee: ᎦᎸᎶᎢ; Chickasaw: shotik; Chinese Cantonese: 天; Dungan: тян, асмон, асмар; Mandarin: 天, 天空; Wu: 天; Chuvash: тӳпе; Comanche: tomoobi; Coptic Bohairic: ⲫⲉ; Sahidic: ⲡⲉ; Cornish: ebron; Czech: nebe, obloha; Dalmatian: cil; Danish: himmel; Dhivehi: ⁧އުޑު⁩; Dutch: hemel, lucht; Eastern Arrernte: alkere; Eastern Bontoc: ad ocho; Erzya: менель; Esperanto: ĉielo; Estonian: taevas; Etruscan: 𐌀𐌉𐌈𐌕𐌓𐌀; Evenki: няӈня; Faroese: himin, himmal; Finnish: taivas; Franco-Provençal: cièl; French: ciel; Friulian: cîl; Galician: ceo; Ge'ez: ሰማይ; Georgian: ცა; German: Himmel; Greek: ουρανός; Ancient Greek: αἰθήρ, ὄρανος, οὐρανός, πόλος, ὠρανός; Guaraní: yvága; Gujarati: આકાશ; Haitian Creole: syèl; Hausa: samà; Hawaiian: lani; Hebrew: ⁧שמיים / שָׁמַיִם⁩; Higaonon: gabon, langit; Hiligaynon: ginhanan, sielo; Hindi: आसमान, आकाश, अम्बर, गगन, नभ, आभ; Hittite: 𒉈𒂊𒁉𒅖; Hungarian: ég, égbolt; Hunsrik: Himmel; Ibanag: langit; Icelandic: himinn; Ido: cielo; Ilocano: langit; Indonesian: langit; Ingrian: taivas; Ingush: сигале; Inuktitut: ᕿᓚᒃ; Irish: aer, spéir; Istro-Romanian: țer; Italian: cielo; Ivatan: hañit; Japanese: 空, 大空, 天空, 天; Jarawa: paŋnaŋ; Javanese: langit; Jingpho: lamu; K'iche': kaj; Kabardian: уафэ; Kalmyk: теңгр; Kannada: ಆಕಾಶ, ಗಗನ; Kapampangan: banua; Karakhanid: ⁧تَنكْرىٖ⁩; Kashubian: niebò; Kazakh: аспан, көк; Khmer: មេឃ; Korean: 하늘; Kumeyaay: 'emaay; Kurdish Central Kurdish: ⁧ئاسمان⁩; Northern Kurdish: esman; Kyrgyz: асман, көк; Ladino: sielo; Lao: ທ້ອງຟ້າ, ຟ້າ; Latgalian: dabasi; Latin: caelum; Latvian: debesis; Laz: მცა; Lezgi: цав; Lithuanian: dangus, padangė; Livonian: tōvaz; Lokono: hayumu; Lombard: ciel; Lü: ᦝᦱᧉ; Lubuagan Kalinga: langit, tiyeb; Luganda: eggulu; Luxembourgish: Himmel; Maasai: enkai; Macedonian: небо; Maguindanao: langit; Malagasy: lanitra; Malay: langit; Malayalam: ആകാശം, മാനം; Malecite-Passamaquoddy: musikisq inan; Maltese: sema; Manchu: ᠠᠪᡴᠠ; Mansaka: langit; Mansi: то̄рум; Maori: rangi; Maranao: langit; Marathi: आकाश; Marquesan North Marquesan: 'aki; Megleno-Romanian: țer, tser; Middle English: welken, heven, lift, sky, skew; Middle Korean: 하ᄂᆞᆶ〮; Middle Persian: ⁧𐭠𐭮𐭬𐭠𐭭⁩; Mingrelian: ცა; Mirandese: cielo; Moksha: менель; Mongolian Cyrillic: тэнгэр; Mongolian: ᠲᠩᠷᠢ; Muong: tlời; Nahuatl: iluikatl, ilhuicatl; Nanai: боа; Navajo: yá; Neapolitan: cielo; Nepali: आकाश; Nheengatu: iuaka; Norman: ciel; Northern Thai: ᨼ᩶ᩣ; Norwegian Bokmål: himmel; Nynorsk: himmel; Nuosu: ꃅ; Occitan: cèl; Odia: ଆକାଶ; Ojibwe: giizhig, giizhigoon; Okinawan: すら; Old Church Slavonic Cyrillic: небо; Glagolitic: ⱀⰵⰱⱁ; Old East Slavic: небо; Old English: heofon, lyft; Old Persian Old Portuguese: ceo; Old Prussian: dāngs; Old Tupi: ybaka; Old Turkic: ⁧𐰚𐰇𐰚⁩, ⁧𐱅𐰭𐰼𐰃⁩; Old Uyghur: tnkry; Oromo: samii; Ossetian: арв, уӕларв; Ottoman Turkish: ⁧آسمان⁩, ⁧سما⁩, ⁧سموات⁩, ⁧كوك⁩; Papiamentu: shelu; Parthian: assamän; Pashto: ⁧هسک⁩, ⁧آسمان⁩; Persian Iranian Persian: ⁧آسْمان⁩, ⁧آسِمان⁩, ⁧سِپِهْر⁩, ⁧جُو⁩; Phoenician: ⁧𐤔𐤌𐤌⁩; Pipil: ilwikak, ilhuicac; Plautdietsch: Himmel; Polabian: nebü; Polish: niebo, firmament inan; Portuguese: céu; Punjabi: ਅਸਮਾਨ, ਆਕਾਸ਼; Purepecha: auanda; Quechua: hanaq pacha; Rapa Nui: rangi; Rarotongan: rangi; Romagnol: zil; Romanian: cer, чер; Romansch: tschiel, tschêl; Russian: небо; Saanich: ŦI¸ŦEȽ; Saho: caran; Sanskrit: दिव, आकाश; Sardinian: chelu; Saterland Frisian: Heemel; Scots: lint; Serbo-Croatian Cyrillic: не̏бо; Roman: nȅbo; Shan: ၽႃႉ; Sicilian: celu; Sidamo: gordo; Sinhalese: අහස, ආකාශය; Slovak: nebo, obloha; Slovene: nebo; Somali: cir; Sorbian Lower Sorbian: njebjo; Upper Sorbian: njebjo; South Marquesan: 'ani; Southern Kalinga: langit; Spanish: firmamento, cielo; Sranan Tongo: heimel; Sumerian: 𒀭; Sundanese: awang; Svan: დეც; Swahili: mbingu, anga; Swedish: himmel, sky; Tabasaran: зав; Tagalog: kalangitan, langit; Tahitian: raʻi; Tai Nüa: ᥜᥣᥳ; Tajik: осмон, фалак; Tamil: ஆகாயம்; Taos: pʼȍpə́na; Tarifit: ajenna; Tatar: күк; Tausug: langit; Tày: fạ; Telugu: ఆకాశము, గగనము; Tetum: lalehan; Thai: ฟ้า, ท้องฟ้า; Tibetan: གནམ; Tigrinya: ሰማይ; Tocharian A: eprer; Tongan: langi; Turkish: gökyüzü, gök; Turkmen: asman, gök; Tzotzil: vinajel; Udi: ҝоьй, гоьг, гог; Udmurt: ин, инбам; Ugaritic: 𐎌𐎎𐎎; Ukrainian: небо; Umbundu: ilu; Urdu: ⁧آسْمان⁩, ⁧آکاش⁩, ⁧گَگَن⁩, ⁧اَمْبَر⁩; Uyghur: ⁧ئاسمان⁩, ⁧كۆك⁩; Uzbek: koʻk, osmon, falak; Veps: taivaz; Vietnamese: trời; Vilamovian: hymuł; Volapük: sil; Voro: taivas; Votic: taivöz; Walloon: cir, stoelî; Waray-Waray: langit; Welsh: awyr, wybren, wybr; West Frisian: himel; White Hmong: ntuj; Wolof: asamaan; Xhosa: isibhakabhaka; Yagnobi: осмон; Yakut: халлаан; Yámana: seyf; Yami: angit; Yiddish: ⁧הימל⁩; Yucatec Maya: kaʼan; Zazaki: ezman; Zealandic: 'emel; Zhuang: mbwn, fax; Zulu: isibhakabhaka, izulu, amafu; ǃXóõ: kùu ǂèe

palate

Albanian: qiellzë; Arabic: ⁧حَنَك⁩; Egyptian Arabic: ⁧سقف حلق⁩, ⁧حنك⁩; Armenian: քիմք; Basque: ahosabai; Belarusian: паднябенне, нёба; Bikol Central: ngaragngag; Brunei Malay: langit-langit; Bulgarian: небце; Catalan: paladar; Chinese Mandarin: 上顎/上颚, 口蓋/口盖, 齶/腭; Cornish: stevnik; Crimean Tatar: tañlay; Czech: patro; Dutch: gehemelte, verhemelte; Erzya: кургоменель; Esperanto: palato; Finnish: suulaki, kitalaki; French: palais,; Galician: teito da boca, ceo da boca, padal; Georgian: სასა; German: Gaumen; Greek: ουρανίσκος; Ancient Greek: ὄρανος, οὐρανίσκος, οὐρανός, ὑπερῴα, ὑπερῴη, ὠρανός; Hebrew: ⁧חֵךְ⁩; Hungarian: szájpadlás; Icelandic: gómur; Ingrian: suulaki; Irish: carball; Italian: palato; Japanese: 口蓋, 上顎; Kapampangan: alangalang, telabanwa; Khmer: ពិតានមាត់; Korean: 입천장, 구개; Latin: palatum; Lithuanian: gomurys; Luxembourgish: Gumm; Macedonian: непце; Maguindanao: pelag; Malay: lelangit; Manx: cleea veal; Maori: pikiarero; Maranao: pelak; Mari Eastern Mari: ношмо; Mopan Maya: ka'an u chi', yok'olil u chi'; Navajo: azahatʼágí; Norman: palais; Old English: gōma; Ottoman Turkish: ⁧طاماق⁩; Persian: ⁧کام⁩; Plautdietsch: Mulbän; Polish: podniebienie; Portuguese: palato, céu da boca; Romanian: palat, cerul gurii; Russian: нёбо; Scottish Gaelic: bràigh-beòil; Serbo-Croatian Cyrillic: непце; Roman: nepce; Slovak: podnebie; Slovene: nebó; Southern Altai: таҥдай; Spanish: paladar; Swahili: kaakaa; Swedish: gom; Tagalog: ngalangala, asngal; Tibetan: དཀན; Turkish: damak; Ukrainian: піднебі́ння, небо; Vietnamese: vòm miệng; Volapük: palat; Welsh: taflod y genau, taflod; West Frisian: ferwulft, ferwulf; Yiddish: ⁧גומען⁩