περισσός
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
Att. περιττός, περισσή, περισσόν, (from περί, as ἔπισσαι from ἐπί, μέτασσαι from μετά)
A beyond the regular number or beyond the regular size, prodigious, δῶρα Hes.Th.399 (never in Hom.); μος Trag.Adesp.458.3; στάθμα, dub.sens., v. ἕλκω B. 3.
2 out of the common, extraordinary, strange, ἔ τι περισσὸν εἰδείη if he has any signal knowledge, Thgn.769; εἴ τι φρονεῖς καί τι περισσὸν ἔχεις Philisc.(PLG2.327); περισσὸς λόγος S.OT 841; ἄγρα E.Ba.1197(lyr.); πάθος Id.Supp.791 (lyr.); βίος οὐδὲν ἔχων π. ἀλλὰ πάντα σμικρά Antipho Soph.51; οὐ γὰρ π. οὐδὲν οὐδ' ἔξω λόγου πέπονθας E.Hipp.437; περισσότερα παθήματα Antipho 3.4.5; τὰ π. τῶν ἔργων καὶ τερατώδη Isoc.12.77; ἴδια καὶ π. Id.15.145; π. καὶ θαυμαστά Arist.EN1141b6; πρᾶξις π. Id.Pol.1312a27; οὐθὲν δὴ λέγοντες π. φαίνονταί τι λέγειν Id.Metaph.1053b3; τί π. ποιεῖτε; Ev.Matt.5.47; περιττοτάτη φύσις Arist.HA531a9; συνανθρωπίζον… πάντων περισσότατον, of the dog, Ath.13.611c, cf. Clearch.24; in Literature, striking, τὸ περιττόν, as a quality of οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι, Arist.Pol.1265a11; τὰ σοφὰ καὶ τὰ περισσά = refinements, Epicur.Fr.409; opp. κοινὸς καὶ δημώδης, Longin.40.2 (but also, elaborate, περισσὸς καὶ πεποιημένος Id.3.4; in bad sense, far-fetched, D.H.Pomp.2, Dem.56).
3 of persons, extraordinary, remarkable, esp. for great learning, π. ὢν ἀνήρ E.Hipp. 948; τοὺς… π. καί τι πράσσοντας πλέον Id.Fr.788; δυστυχεῖς εἶναι τοὺς π. Arist.Metaph.983a2; π. γένος τῶν μελιττῶν Id.GA760a4: freq. with the manner added, π. κατὰ φιλοσοφίαν Id.Pr.953a10; περὶ τὸν ἄλλον βίον περιττότερος somewhat extravagant or eccentric, Id.Pol.1267 b24; τῇ φύσει π. Id.HA622b6; κάλλει Plu.Demetr.2; ἐν ἅπασι Id.Dem. 3; τὴν ὥραν Alciphr.1.12: c. inf., D.H.Comp.18.
4 c. gen., περισσὸς ἄλλων πρός τι beyond others in... S.El.155; θύσει τοῦδε περισσότερα greater things than this, AP6.321 (Leon.Alex.); περιττότερος προφήτου one greater than…, Ev.Matt.11.9.
II more than sufficient, superfluous, αἱ π. δαπάναι X.Mem.3.6.6; περιττὸν ἔχειν to have a surplus, Id.An.7.6.31; οἱ μὲν… περιττὰ ἔχουσιν, οἱ δὲ οὐδὲ τὰ ἀναγκαῖα… Id.Oec.20.1: c. gen., τῶν ἀρκούντων περιττά more than sufficient, Id.Cyr. 8.2.21; τὰ π. τῶν ἱκανῶν Id.Hier.1.19: freq. in military sense, οἱ περισσοὶ ἱππεῖς the reserve horse, Id.Eq.Mag.8.14; οἱ π. τῆς φυλακῆς ib.7.7; π. σκηναί spare tents, Id.Cyr.4.6.12 (but τοῖς περιττοῖς χρήσεσθαι their superior numbers, Id.An.4.8.11, cf. Cyr.6.3.20); τὸ περιττόν the surplus, residue, Inscr. ap. eund.An.5.3.13 (but τὸ περιττὸν τοῦ Ἰουδαίου the advantage of the Jew, Ep.Rom.3.1); Ἁρπυιῶν τὰ περιττά their leavings, AP11.239 (Lucill.); τὸ περιττὸν τῆς ἡμέρας the remainder of the day, X.Eph.1.3; περιττὰ γράμματα supplementary provisions in a will, BGU326ii9 (ii A.D.).
2 in bad sense, superfluous, useless, οὐδέ τι τοῦ παντὸς κενεὸν πέλει οὐδὲ π. Emp.13; μόχθος περισσός A.Pr.385, cf. S.Ant.780; π. κἀνόνητα σώματα Id.Aj.758; βάρος π. γῆς ἀναστρωφώμενοι Id.Fr.945; ἄχθος Id.El.1241 (lyr.); τὰ γὰρ π. πανταχοῦ λυπήρ' ἔπη Id.Fr.82; αὐδῶ σε μὴ περισσὰ κηρύσσειν A.Th.1048; π. πάντες οὑν μέσῳ λόγοι E.Med.819; π. φωνῶν Id.Supp.459.
3 excessive, extravagant, μηχανᾶσθαι περισσά = commit extravagances, Hdt.2.32; περισσὰ δρᾶν, περισσὰ πράσσειν, to be overbusy, S.Tr.617, Ant.68; περισσὰ φρονεῖν = to be overwise, E.Fr.924 (anap.); ἡ π. αὕτη ἐπιμέλεια τοῦ σώματος Pl.R. 407b; μῆκος πολὺ λόγων π. Id.Lg. 645c; redundant, overdone, οἱ καρτεροὶ καὶ π. λόγοι Id.Ax.365c, etc.; of dress, ἐσθὴς π. Plu.2.615d; περισσοτέρα λύπη 2 Ep.Cor.2.7; τοῦ τὰ δέοντ' ἔχειν περιττὰ μισῶ I hate extravagance in comparison with moderation, Alex.254, etc.
4 of persons, over-wise, over-curious, περισσὸς καὶ φρονῶν μέγα E.Hipp.445, cf.Ba.429(lyr.); ὁ πολυπράγμων καὶ περιττός Plb.9.1.4; τὴν περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβὴς καὶ π. Plu.Cic.8; so, of speakers, π. ἐν τοῖς λόγοις Δημοσθένης Aeschin.1.119.
5 as a term of praise, subtle, acute, ἀκριβὴς καὶ π. διάνοια Arist.Top. 141b13.
III Arith., ἀριθμὸς περισσός an odd, uneven number, opp. ἄρτιος, Epich.170.7, Philol.5, Pl.Prt. 356e, etc.; π. ἡμέραι Hp.Aph. 4.61; τὸ περιττὸν καὶ τὸ ἄρτιον the nature of odd and even, Pl.Grg. 451c, etc.; π. χῶραι the odd places in a verse, Heph.5.1; ἀρτιάκις περιττὸς ἀριθμός a number divisible by an odd number an even number of times, as 2, 6, 10, Euc.7 Def.9.
IV περισσότεροι = more in number, extra, Carnead. ap. S.E.M.9.140.
V περιττόν, τό, = στρύχνος μανικός, θρύον ΙΙ, Thphr. HP 9.11.6; περισσόν Dsc.4.73; περίσκον Orib.12.8.56.
B Adv. περισσῶς = extraordinarily, exceedingly, θεοσεβέεες περισσῶς ἐόντες Hdt.2.37; ἐπαινέσεται περισσῶς E.Ba.1197 (lyr.); περισσῶς παῖδας ἐκδιδάσκεσθαι = to have them educated overmuch, Id.Med.295; περιττοτέρως τῶν ἄλλων far above all others, Isoc.3.44; περισσότερον τοῦ ἑνός Luc. Pr.Im.14; also περισσά Pi.N.7.43, E.Hec.579, etc.
2 remarkably, περισσότερον τῶν ἄλλων θάψαι τινά more sumptuously, Hdt.2.129; οἴκησις π. ἐσκευασμένη Plb.1.29.7; περιττότατα ἔχειν to be most remarkable, Arist.HA589a31; κοσμουμένη περιττῶς καὶ σεμνῶς Plu.2.145e; περισσότατα ἀνθρώπων θρησκεύειν = in the most singular way, D.C.37.17; ἡδέως καὶ περισσῶς = in an uncommon manner, D.H.Comp.3; εἰπεῖν στρογγύλως καὶ περιττῶς Id.Is.20; ἰδίως καὶ περιττῶς Plu.Thes.19; τὰ καινῶς ἱστορούμενα καὶ περιττῶς Id.2.30d.
3 abundantly, ἐχέτω περιττῶς τῆς κρόκης Alciphr.3.41.
4 with a neg., οὐδὲν περισσὸν τούτων nothing more than or beyond these, Antipho 3.4.6; οὐδὲν τῶν ἄλλων περιττότερον πραγματεύεσθαι Pl.Ap.20c; οὐδὲν περιττὸν ἢ εἰ… no otherwise than if... Id.Smp. 219c; περισσόν alone, furthermore, LXX Ec.12.12,al.
5 τὰ περισσά = in vain, AP12.182 (Strat.).
II ἐκ περιττοῦ = superfluously, uselessly, Pl.Prt. 338c, Sph.265e; but ὑπερέχειν ἐκ περιττοῦ = to be far superior, Id.Lg.734d, cf. 802d; ἡ κάμινος ἐκαύθη ἐκ περιττοῦ Thd.Da.3.22; ἐκ π. χρησάμενος τῇ παρρησίᾳ Luc.Pro Merc.Cond.13; cf. ὑπερεκπερισσοῦ.
German (Pape)
[Seite 592] att. -ττός (περί, πέριξ), über die Zahl, das Maaß, dah. übergroß, reichlich; περισσὰ δῶρα, überschwängliche Gaben, Hes. Th. 399; στάθμας τινὸς περισσᾶς, Pind. P. 2, 91; u. adverbial, βάρυνθεν περισσά, N. 7, 43; ξόανον, gewaltig groß, Ep. ad. 127 (IX, 601); – gew. mit tadelndem Nebenbegriffe, mehr als man braucht oder gut ist, überflüssig, unnütz; μόχθος, Aesch. Prom. 383; αὐδῶ σε μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί, Spt. 1034; πρὸς τὸ ἄχος εἶ περισσά, Soph. El. 152, erkl. der Schol. ἄμετρος ἐν τῷ θρηνεῖν, übermäßig im Trauern; mit ἀνόνητος vrbdn, Ai. 745; περισσὰ δρᾶν, Tr. 614, wie sonst πολυπραγμονεῖν, vgl. Ant. 68; πόνος περισσός ἐστι τἀν Ἅιδου σέβειν, 776; περισσὸν οὐδὲν πέπ ονθας, Eur. Hipp. 437; auch περισσὰ φωνεῖν, Suppl. 459 (vgl. Valck. diatr. 68); u. adverbial, τῇ περίσσ' εὐκαρδίῳ, Hec. 579, wie λαβοῦσαν ἄγραν τάνδε περισσὰν περισσῶς, Bacch. 1195; in Prosa: τούτους καὶ ἄλλα μηχανᾶσθαι περισσά, καὶ δὴ καί –, Her. 2, 32; auch περισσότερον τῶν ἄλλων θάψαι τὴν θυγατέρα, prunkvoller, 2, 129; ἡ περιττὴ ἐπιμέλεια τοῦ σώματος, Plat. Rep. III, 407 b; ἐκ περιττοῦ, überflüssig, unnöthig, z. B. γίγνεσθαι, Soph. 265 e, vgl. Prot. 338 b; περιττότερον, mehr, anders; vgl. οὐδὲν περιττότερον καταδεδαρθηκὼς ἀνέστην μετὰ Σωκράτους ἢ εἰ μετὰ πατρὸς καθηῦδον, Conv. 219 c; περιττότερον τῶν αλλων ἤσκησα, Isocr. 3, 44; der auch verbindet τὰ περιττὰ τῶν ἔργων καὶ τερατώδη καὶ μηδὲν ὠφελοῦντα τοὺς ἄλλους, 12, 77; ὁ π. ἐν τοῖς λόγοις Δημοσθένης, Aesch. 1, 119; auch subtil, καὶ ἀκριβής, Arist. top. 6, 4; οὐδὲν περιττότερον ἤπερ, Pol. 31, 6, 7; περιττὰ τῶν ἀρκούντων, mehr als hinreichend, Xen. Cyr. 8, 2, 21; περιττῷ κυκλοῦσθαι, durch die Überzahl umzingeln, 6, 3, 20, vgl. An. 4, 8, 11, öfter. Bei Sp. auch im guten Sinne, dem Gemeinen, Gewöhnlichen entgegengesetzt. – Bei Zahlenbestimmungen = ungrade, Gegensatz ἄρτιος, Plat. Prot. 356 e Polit. 282 c u. öfter. Sonst drückt es auch bei einer bestimmten Zahl ein bloßes Darüber oder Mehr aus, εἴκοσι περιττά, zwanzig und mehr.
{{bailly
|btext=ή, όν :
A. qui dépasse la mesure :
I. extraordinaire en grandeur, en grosseur, en beauté :
1 magnifique, remarquable : ἀνήρ EUR homme supérieur ; τινι, ἔν τινι PLUT remarquable, distingué en qch;
2 en parl. de choses important, considérable, extraordinaire : λόγος περισσός SOPH langage qui mérite une attention particulière;
II. démesurément grand ou nombreux :
1 démesuré, excessif : τινὸς περισσὸς πρὸς τὸ ἄχος SOPH qui s'abandonne avec moins de retenue que qqn à sa douleur ; ἀκριβὴς καὶ περιττὸς τὴν περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν PLUT consciencieux à l'excès pour les soins du corps;
2 superflu ; τὰ περιττά XÉN le superflu ; τὰ περιττὰ τῶν ἀρκούντων XÉN ou τῶν ἱκανῶν XÉN plus que nécessaire, plus que suffisant;
3 inutile, vain;
4 plus qu'on n'a coutume, extraordinairement. : περιττότερον τῶν ἄλλων PLAT au delà de ce que font les autres, plus que les autres, autrement que les autres;
III. au mor. excessif dans ses sentiments, ses passions :
1 mauvais à l'excès, dur à l'excès;
2 orgueilleux, présomptueux;
3 en parl. de l'habillement et de la parure surchargé, recherché, maniéré;
B. qui dépasse la quantité, qui est en surplus, qui reste, de reste ; t. milit. τὸ περριττόν XÉN, τὰ περιττά ou οἱ περιττοί XÉN excédent des forces ; inégal en nombre, en nombre inégal;
Cp. περισσότερος.
Étymologie: περί.
}
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιττός -ή -όν, Ion. περισσός περί Dor. f. -ᾱ, wat de gebruikelijke maat te boven gaat buitengewoon, uitzonderlijk:; ὡς περισσὸς ὢν ἀνήρ als een uitzonderlijk man Eur. Hipp. 948; bij pers. spec. vanwege geleerdheid:; οἱ σφόδρα περιττοί de zeer geleerden Plut. Rom. 35.4; n. acc. sing. adv.:; οὐδὲν τῶν ἄλλων περιττότερον geenszins bijzonderder dan de anderen Plat. Ap. 20c; n. acc. plur. adv.:; τῇ περίσσ’ εὐκαρδίῳ aan de uitzonderlijk dappere vrouw Eur. Hec. 579; adv. περιττῶς:; πολιτεύεσθαι... πολλὰ περιττῶς πρὸς τοὺς ἄλλους een staatsinrichting hebben die op vele punten superieur is aan wat anderen hebben Aristot. Pol. 1272b24; ook; ἐκ περιττοῦ op superieure wijze Plat. Lg. 802d; subst. τὸ περιττόν bijzondere kwaliteit:. τὸ... περιττὸν ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι bijzondere kwaliteiten vertonen alle gesprekken van Socrates Aristot. Pol. 1265a11; τὸ περισσὸν τοῦ Ἰουδαίου het voorrecht van de Jood NT Rom. 3.1. buitensporig, overdreven; van pers..; περισσὸς καὶ φρονῶν μέγα buitensporig en trots Eur. Hipp. 445; περὶ τὸν ἄλλον βίον περιττότερος διὰ τὴν φιλοτιμίαν door zijn eerzucht nogal extravagant in zijn overige doen en laten Aristot. Pol. 1267b24; ἦν δὲ καὶ τὴν ἄλλην περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν... περιττός hij overdreef ook ten aanzien van zijn verdere lichamelijke verzorging Plut. Cic. 8.5; van zaken; περισσὰ μηχανᾶσθαι buitensporigheden verzinnen Hdt. 2.32.2; περισσὰ πράσσειν doen wat je macht te boven gaat Soph. Ant. 68; ἡ περιττὴ αὕτη ἐπιμέλεια τοῦ σώματος die bovenmatige zorg voor het lichaam Plat. Resp. 407b; adv.: ἐκ περιττοῦ = uitvoerig Luc. 65.13. overvloedig:; περιττὸν ἔχειν = als extraatje hebben Xen. An. 7.6.31; met gen. comp.: meer (dan):; πρὸς ὅ τι σὺ τῶν ἔνδον εἶ περισσά (leed) waardoor jij erger getroffen bent dan anderen in huis Soph. El. 155; ἐπειδὰν τῶν ἀρκούντων περιττὰ κτήσωνται wanneer ze meer dan genoeg verworven hebben Xen. Cyr. 8.2.21; τὸ περισσὸν τούτων wat hier bovenuit gaat NT Mt. 5.37; subst. οἱ περισσοί of τὸ περισσόν overmacht aan soldaten; Xen.; adv. comp. met gen. comp.. περισσότερον τῶν ἄλλων θάψαι met grotere luister dan de anderen begraven Hdt. 2.129.3; περισσοτέρως τῶν ἄλλων ἤσκησα τὴν σωφροσύνην met grotere nauwgezetheid dan de anderen heb ik gematigdheid beoefend Isocr. 3.44. overbodig, nutteloos:; αἱ περιτταὶ δαπάναι de overbodige uitgaven Xen. Mem. 3.6.6; περισσοὶ πάντες οὑν μέσῳ λόγοι alle naar voren gebrachte argumenten (zijn) nutteloos Eur. Med. 819; adv. ἐκ περιττοῦ:. ὥστε ἐκ περιττοῦ ᾑρήσεται zodat zijn verkiezing nutteloos zal blijken Plat. Prot. 338c. overgebleven; subst. τὸ περισσόν = overschot; Xen. An. 5.3.13 (inscr.); τὰ περισσά = resten. Theocr. Id. 26.24. wisk. oneven:. ἐν περισσῇσιν ἡμέρῃσιν op oneven dagen Hp. Aph. 4.61; ἐν τῇ τοῦ πειριττοῦ καὶ ἀρτίου αἱρέσει in de keuze tussen oneven en even Plat. Prot. 356e.
Russian (Dvoretsky)
περισσός: атт. περιττός 3
1 чрезвычайный, небывалый (δῶρα Hes.): περισσὰ μηχανᾶσθαι Her. творить странные дела; περισσὰ πράσσειν Soph. делать непосильное; ἐκ περισσοῦ NT чрезвычайно; μᾶλλον περισσότερον NT еще более;
2 особенный, замечательный, необыкновенный (λόγος Soph.; ἄγρα, πάθος Eur.): π. ὢν ἀνήρ Eur. будучи необыкновенным человеком; κάλλει προσώπου θαυμαστὸς καὶ π. Plut. замечательно красивый лицом;
3 превосходящий, высший: π. τινος πρός τι Soph. превосходящий кого-л. в чем-л; λήψεσθαι περισσότερον χρῖμα NT получить более суровый приговор;
4 имеющийся в избытке, чрезмерный (αἱ δαπάναι Xen.): περιττόν τι ἔχειν Xen. иметь что-л. в избытке; ἡ περιττὴ ἐπιμέλεια τοῦ σώματος Plat. чрезмерная забота о (своем) теле; τῶν ἀρκούντων περιττά Xen. больше, чем достаточно; οἱ περισσοὶ ἱππεῖς Xen. резерв конницы; τοῖς περιττοῖς χρήσασθαι Xen. использовать избыток людей;
5 лишний, бесполезный, ненужный (πόνος Soph.): περισσὰ κηρύσσειν τινί Aesch. давать кому-л. бесполезные советы; περισσοὶ πάντες οὑν (= οἱ ἐν) μέσῳ λόγοι Eur. все примирительные слова бесполезны;
6 неумеренный, преувеличенный (преувеличивающий) (λόγοι Plat.; πολυπράγμων καὶ π. Polyb.): π. ἐν ἅπασι Plut. ни в чем не знающий меры; περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβὴς καὶ π. Plut. слишком уж преданный уходу за своим телом; ὁ π. ἐν τοῖς λόγοις Aeschin. не в меру речистый;
7 тонкий, проникновенный, проницательный (ἀκριβὴς καὶ περιττὴ διάνοια Arst.);
8 нечетный (ἀριθμός Plat., Arst.). - см. тж. περισσά и περισσόν.
Greek (Liddell-Scott)
περισσός: μεταγεν. Ἀττ. περιττός, ή, όν· (σχηματισθὲν ἐκ τῆς περί, ὡς τὸ ἕπισσαι ἐκ τῆς ἐπί, μέτασσαι ἐκ τῆς μετά, Ἄμφισσα ἐκ τῆς ἀμφί)· ― ὁ ὑπερβαίνων τὸν συνήθη ἀριθμὸν ἢ τὸ σύνηθες μέγεθος, ὑπερβάλλων, μέγας, δῶρα Ἡσ. Θ. 399 (οὐδέποτε παρ’ Ὁμ.)· ὦμος Τραγικ. παρὰ Σχολ. ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1375· περὶ τοῦ περισσᾶς ἐν Πινδ. Π. 2. 167, ἴδε ἐν λ. ἕλκω Β. 3. 2) ὁ ἐκτὸς τοῦ συνήθους, ἔκτακτος, ἔξοχος, λαμπρός, παράδοξος, θαυμαστός, εἴ τι περισσὸν εἰδείη σοφίης, ἐὰν ἔχῃ ἔξοχόν τι χάρισμα σοφίας, Θέογν. 767· εἰ φρονέεις καί τι περισσὸν ἔχεις Φιλίσκ. παρὰ Πλουτ. 2. 836C· π. λόγος Σοφ. Ο. Τ. 841· ἄγρα Εὐρ. Βάκχ. 1197· πάθος ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 791· οὐ γὰρ π. οὐδὲν οὐδ’ ἔξω λόγου πέπονθας ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 437· περισσότερα ἀτυχήματα Ἀντιφῶν 124. 35· π. καὶ τερατώδη Ἰσοκρ. 248C· ἴδια καὶ π. ὁ αὐτ. π. Ἀντιδ. § 155· π. καὶ θαυμαστὰ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 7, 5· πρᾶξις π. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 10, 26· οὐθὲν δὴ λέγων π. φαίνεταί τι λέγειν ὁ αὐτ. ἐν Μεταφ. 9. 1, 20· περιττοτάτη φύσις ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 6, 1· τὸ συνανθρωπίζον... πάντων περισσότατον, ἐπὶ τοῦ κυνός, Ἀθήν. 611Β· τὸ περιττόν, ὡς ἴδιον τῶν τοῦ Σωκράτους λόγων, τὸ μὲν οὖν περιττὸν ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι καὶ τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 6. 3) ἐπὶ προσώπων, ἔκτακτος, ἔξοχος, θαυμάσιος, μέγας, σπουδαῖος, μάλιστα ἐπὶ μεγάλῃ παιδείᾳ, π. ὢν ἀνὴρ Εὐρ. Ἱππ. 948, πρβλ. Βάκχ. 429· τούς... π. καί τι πράσσοντας πλέον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 786· π. καὶ φρονοῦντα... μέγα ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 445· δυστυχεῖς εἶναι τοὺς π. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 13· π. γένος τῶν μελιττῶν ὁ αὐτ. π. Ζ. Ζεν. 3. 10, 13· ― συχν. προστίθεται καὶ προσδιορισμὸς τοῦ κατά τι, π. κατὰ φιλοσοφίαν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 30. 1, 1· περὶ τὸν ἄλλον βίον περιττότερος, κἄπως παράδοξος ἢ ἰδιογνώμων, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 8, 1· π. τῇ φύσει ὁ αὐτ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 37, 29· κάλλει, φρονήσει, κτλ., Πλουτ. Δημήτρ. 2· ἐν ἅπασι ὁ αὐτ. ἐν Δημοσθ. 3· τὴν ὥραν, τὴν σοφίαν Ἀλκίφρων 1. 12, Συνέσ. 89Α· μετ’ ἀπαρ., Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 18. 4) μετὰ γεν., περισσὸς ἄλλων πρός τι, ὑπὲρ τοὺς ἄλλους κατά..., Σοφ. Ἠλ. 155· π. τούτων ἁμαρτεῖν Ἀντιφῶν 124. 35· θύσει τοῦδε περισσότερα, πράγματα μεγαλείτερα τούτου, Ἀνθ. Π. 6. 321· περιττότερος προφήτου, μεγαλείτερος ἤ..., Εὐαγγ. κ. Ματθ. ια´, 9. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, περιττός, τὰς περιττὰς (δαπάνας) ἀφαιρεῖν διανοῇ Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 6· περιττὸν ἔχειν, ἔχειν περίσσευμα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 6, 31· οἱ μέν... περιττὰ ἔχουσιν, οἱ δὲ οὐδὲ τὰ ἀναγκαῖα... ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 20, 1· καὶ μετὰ γεν., τῶν ἀρκούντων περιττά, περισσότερα παρ’ ὅσα χρειάζονται, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 2, 21· ― συχνάκις ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασ., οἱ π. ἱππεῖς, οἱ ἐν τῇ ἐφεδρείᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππαρχ. 8, 14· οἱ π. τῆς φυλακῆς αὐτόθι 7, 7· π. σκηναί, πλεονάζουσαι, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 4. 6, 12· ἢν ἐπὶ πολλοὺς τεταγμένοι προσάγωμεν περιττεύουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι καὶ τοῖς περιττοῖς χρήσονται ὅ,τι ἂν βούλωνται ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 8, 11, πρβλ. Κύρ. 6. 3, 20· τὸ π., τὸ περίσσευμα, κατάλοιπον, ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 3, 13· Ἁρπυιῶν τὰ περιττά, τὰ περιττώματα, Ἀνθ. Π. 11. 239. 2) ἐπὶ κακῆς σημασ., περιττός, ἀνωφελής, ἄχρηστος, οὐδὲν κενεὸν πέλει οὐδὲ π. Ἐμπεδ. 166· μόχθος π. Αἰσχύλ. Πρ. 383, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 780· π. κἀνότητα σώματα ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 758· βάρος γῆς π. ἀναστρωφώμενοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 682· τὰ γὰρ π. πανταχοῦ λυπήρ’ ἔπη αὐτόθι 103· αὐδῶ σε μὴ περισσὰ κηρύσσειν Αἰσχύλ. Θήβ. 1043· π. πάντες οὑν μέσῳ λόγοι Εὐρ. Μήδ. 819· π. φωνεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 459. 3) ὑπερβολικός, παρὰ πολύς, ἄχθος Σοφ. Ἠλ. 1241· περισσὰ μηχανᾶσθαι, μηχανᾶσθαι περιττὰ πράγματα, Ἡρόδ. 2. 32· περισσὰ δρᾶν, πολυπραγμονεῖν, Σοφ. Τρ. 617· τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα Ἀντ. 68· τί περισσὰ φρονεῖς; ὅλως ἰδιάζοντα, Εὐρ. 916· π. αὕτη ἐπιμέλεια τοῦ σώματος Πλάτ. Πολ. 407Β· μῆκος πολὺ λόγων π. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 645C· ὡσαύτως περιττός, ἄχρηστος, οἱ καρτεροὶ καὶ π. λόγοι Πλάτ. Ἀξίοχ. 365C, κτλ.· καὶ ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ, Πλούτ. 2. 615D· περισσοτέρα λύπη Β´ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. β´, 7· τοῦ τὰ δέοντ’ ἔχειν περιττὰ μισῶ, ὅταν ἔχω τὰ δέοντα, μισῶ τὰ περιττά, Ἄλεξ. ἐν «Φιλούσῃ» 2, 2, κτλ. 4) ἐπὶ προσώπων, ὁ διαφέρων τῶν ἄλλων, ὁ μὴ συνήθης, ἀλλ’ ἐκτάκτου χαρακτῆρος, περισσὸς καὶ φρονῶν μέγα Εὐρ. Ἱππ. 445· ὁ πολυπράγμων καὶ π. Πολύβ. 9. 1, 4· ἀκριβὴς καὶ π. τὴν θεραπείαν Πλουτ. Κικ. 8· ― οὕτως ἐπὶ ῥητόρων, π. ἐν τοῖς λόγοις Δημοσθένης Αἰσχίν. 16. 41, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 429, καὶ ἴδε ἐν λ. περισσολογία. 5) ὡς λέξις ἐπαινετική, εὐφυής, ὀξύνους, ὀξύς, ἀκριβὴς καὶ π. διάνοια Ἀριστ. Τοπ. 6. 4, 5, πρβλ. Schäf. εἰς Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σ. 47. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ἀριθμ., ἀριθμὸς περιττός, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ περιττοῦ ἀριθμοῦ μονάδων, Λατ. impar numerous, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄρτιος, Ἐπίχ. 94. 7 Ahr., Πλάτ. Πρωτ. 356Ε, κτλ.· αἱ π. ἡμέραι Ἱππ. Ἀφ. 1251· τὸ π. καὶ τὸ ἄρτιον, ἡ φύσις τοῦ περιττοῦ καὶ τοῦ ἀρτίου, Πλάτ. Γοργ. 451C, κτλ.· ἀρτιάκις π. ἀριθμός, ἀριθμὸς ἄρτιος διαιρέσιμος εἰς δύο περιττοὺς ἀριθμούς, ὡς π. χ. οἱ ἀριθμ. 2, 6, 10, Ἐκκλ. Β. Ἐπίρρ., περισσῶς, ὑπερβαλλόντως, θεοσεβέες π. ἐόντες Ἡρόδ. 2. 37· π. ἐπαινεῖν Εὐρ. Βάκχ. 1197· π. παῖδας ἐκδιδάσκεσθαι, ὑπὲρ τὸ δέον, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 295· περισσοτέρως τῶν ἄλλων, πολὺ ὑπὲρ πάντας τοὺς ἄλλους, Ἰσοκρ. 35Ε· περισσότερον τοῦ ἑνὸς Λουκ. ὑπὲρ τῶν Εἰκον. 14· ὡσαύτως περισσά, Πινδ. Ν. 7. 63, Εὐρ. Ἑκ. 579, κτλ. 2) κατὰ ἰδιάζοντα τρόπον, πολυτελέστερον, μεγαλοπρεπέστερον, περισσότερον τῶν ἄλλων θάψαι τινὰ Ἡρόδ. 2. 129· οὕτως, οἴκησις π. ἐσκευασμένη Πολύβ. 1. 29, 7· περιττότατα ἔχειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 4· κομψῶς καὶ περισσότατα θρησκεύειν, κατὰ τρόπον παραδοξότατον, Δίων Κ. 37. 17· ἡδέως καὶ π., κατὰ τρόπον ἀσυνήθη, «μοναδικῶς», Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 3· ἰδίως καὶ π., καινῶς καὶ π. Πλουτ. Θησ. 19, κτλ. 3) συχν. μετ’ ἀρνήσεως, οὐδὲν περισσὸν τούτων Ἀντιφῶν 124. 35· οὐδὲν περισσότερον τῶν ἄλλων πραγματεύεσθαι Πλάτ. Ἀπολλ. 20C· οὐδὲν π. ἢ εἰ…, κατ’ οὐδένα ἄλλον τρόπον παρὰ ἐάν…, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 219C. 4) τὰ περισσά, μάτην, Ἀνθ. Π. 12. 182. ΙΙ. ἐκ περιττοῦ, ὡσαύτως κεῖται ὡς ἐπίρρ., περιττῶς, ματαίως, Πλάτ. Πρωτ. 338Β, Σοφ. 265Ε, κτλ. 3) προσέτι, ἀκόμη, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 734D, 802D.
English (Slater)
περισσός too much στάθμας δέ τινος ἑλκόμενοι περισσᾶς (P. 2.91) n. pl. pro adv., exceedingly, βάρυνθεν δὲ περισσὰ Δελφοὶ ξεναγέται (N. 7.43) sim., -ῶς, σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b. ἐμπείρων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα νιν καρδίᾳ περισσῶς fr. 110.
English (Strong)
from περί (in the sense of beyond); superabundant (in quantity) or superior (in quality); by implication, excessive; adverbially (with ἐκ) violently; neuter (as noun) preeminence: exceeding abundantly above, more abundantly, advantage, exceedingly, very highly, beyond measure, more, superfluous, vehement(-ly).
English (Thayer)
περισσή, περισσόν (from περί, which see III:2), from Hesiod down, the Sept. for יותֵר, יֶתֶר, etc.; exceeding some number or measure or rank or need;
1. over and above, more than is necessary, superadded: τό περισσόν τούτων, what is added to (A. V. more than; cf. Buttmann, § 132,21Rem.) these, ἐκ περισσοῦ, exceedingly, beyond measure, WH omits; Tr brackets ἐκ περισσοῦ); ὑπέρ ἐκ περισσοῦ (written as one word ὑπερεκπερισσοῦ (which see)), exceeding abundantly, supremely, Buttmann, as above); R G WH text); περισσόν μοι ἐστιν, it is superfluous for me, περισσόν ἔχειν, to have abundance, οἱ μέν ... περισσά ἔχουσιν, οἱ δέ οὐδέ τά ἀναγκαῖά δύνανται πορίζεσθαι, Xenophon, oec. 20,1); neuter comparitive περισσότερον τί, something further, more, L Tr marginal reading περισσόν); περισσότερον, the more, περισσότερον πάντων, etc. much more than all etc. T Tr text WH); adverbially, somewhat more (R. V. somewhat abundantly), Vulg. abundantius (A. V. more abundantly)) i. e. more plainly, μᾶλλον περισσότερον, much more, περισσότερον πάντων, more (abundantly) than all, περισσότερον κατάδηλόν, more (abundantly) evident, Winer's Grammar, § 35,1).
2. superior, extraordinary, surpassing, uncommon: A. V. more than others); τό περισσόν, as a substantive, pre-eminence, superiority, advantage, περισσότερος, more eminent, more remarkable (οὐκ ἔσῃ περισσότερος, Symm.; περιττοτερος φρονήσει, Plutarch, mor., p. 57f. de adulatore etc. 14): περισσότερον can also be taken as neuter (something) more excellent (Vulg. plus (R. V. much more than etc.)); with substantives: περισσότερον κρίμα, i. e. a severer, heavier judgment, τιμή, greater honor, more (abundant) honor, εὐσχημοσύνη, λύπη, 2 Corinthians 2:7.
Greek Monolingual
-ή, -ό και περιττός, -ή, -ό / περισσός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και περσός, -ή, -ό Ν, και αττ. τ. περιττός, -ή, -όν, Α
1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος
2. άφθονος, πολύς
3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ. περιττός) αυτός που γίνεται πέρα από ό,τι πρέπει ή είναι ανάγκη, ανώφελος, άχρηστος (α. «έκανες περιττά έξοδα» β. «μόχθον περισσὸν κουφόνουν τ' εὐηθίαν», Αισχύλ.)
4. φρ. α) «περιττός αριθμός» — φυσικός και κατ' επέκταση ακέραιος αριθμός που όταν διαιρείται διά του δύο αφήνει υπόλοιπο την μονάδα, αριθμός που δεν είναι ακέραιο πολλαπλάσιο του δύο
β) «ως εκ περισσού» και «ἐκ περιττοῦ» ή «ἐκ περισσοῦ» — χωρίς να χρειάζεται, χωρίς να υπάρχει ανάγκη, επί πλέον, παραπανήσια
μσν.-αρχ.
1. υπερμεγέθης, μέγας, τεράστιος («θυσίας ἀπαρχὰς γὰρ κρέας ἐπέμπομεν πατρί, περισσὸν ὦμον, ἔκκριτον γέρας», Τραγ. Αδέσπ.)
2. ο πέρα από το κανονικό και συνηθισμένο, ασυνήθιστος, εξαιρετικός, σπάνιος («καὶ ἐὰν ἀσπάσησθε τοὺς φίλους ὑμῶν μόνον, τί περισσὸν ποιεῖτε;», ΚΔ)
αρχ.
1. (για πρόσ.) επιφανής, έξοχος, αξιόλογος, σπουδαίος («τοὺς περισσούς... τιμῶμεν ἄνδρας», Ευρ.)
2. (με γεν.) ανώτερος, μεγαλύτερος («πρὸς ὅ,τι σὺ τῶν ἔνδον εἶ περισσάς», Σοφ.)
3. σοφός, συνετός, πολύ προσεκτικός («ἦν δὲ καὶ τὴν ἄλλην περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβὴς και περιττὸς», Πλούτ.)
4. (για ρήτορα) μοναδικός, εξαίρετος («ὁ γὰρ περιττὸς ἐν τοῖς λόγοις Δημοσθένης», Αισχίν.)
5. λεπτός, οξύς, οξύνους («ἀκριβὴς καὶ περιττὴ διάνοια», Αριστοτ.)
6. (για ύφος) α) θαυμαστό, εκπληκτικό, εντυπωσιακό («τὸ μέν οὖν περιττὸν ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι», Αριστοτ.)
7. υπερβολικός («περισσὰ πράσσειν», Σοφ.)
8. το ουδ. ως ουσ. τὸ περισσόν
α) το πλεονέκτημα («τὶ οὖν τὸ περισσὸν τοῦ Ἰουδαίου;», ΚΔ)
β) το υπόλοιπο («τὸ περισσὸν τῆς ἡμέρας», Ξεν.)
γ) (και ο τύπος περιττὸν) είδος φυτού, το στρύχνο
9. (το ουδ. ως επίρρ.) επί πλέον, προσέτι («καὶ περισσὸν ἐξ αὐτῶν, υἱέ μου, φύλαξαι τοῦ ποιῆσαι βιβλία πολλά», ΠΔ)
10. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) τὰ περισσά
ανώφελα, μάταια («ταυτά με νῦν τὰ περισσὰ φιλεῖς», Ανθ. Παλ.)
11. φρ. α) «τὸ περιττὸν καὶ τὸ ἄρτιον» — η φύση του περιττού και του αρτίου (Πλάτ.)
β) «περισσαὶ χῶραι»
(μετρ.) οι περιττές θέσεις μέσα στον στίχο (Ηφαιστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέριξ + επίθημα -tyo- (πρβλ. έπι-σσα, μέτα-σσαι)].
Greek Monotonic
περισσός: Αττ. περιττός, -ή, -όν (περί)· Α. I. 1. ο πέρα από τον κανονικό αριθμό ή μέγεθος, υπερβολικός, σε Ησίοδ.
2. αυτός που βρίσκεται εκτός του συνηθισμένου τρόπου, έκτακτος, ασυνήθης, αξιοσημείωτος, έξοχος, παράδοξος, εἴ τι περισσὸν εἰδείη σοφίης, αν έχει κάποιο έξοχο δώρο σοφίας, σε Θέογν.· ομοίως, περισσὸς λόγος, σε Σοφ.· οὐ γὰρ περισσὸν οὐδὲν οὐδ' ἔξω λόγου πέπονθας, σε Ευρ.
3. λέγεται για πρόσωπα, θαυμάσιος, διαπρεπής, αξιοπρόσεκτος, ιδίως λέγεται για τη μάθηση, στον ίδ.
4. με γεν., περισσὸς ἄλλων πρός τι, ανώτερος από τους άλλους σε κάτι, σε Σοφ.· θύσειτοῦδε περισσότερα, πράγματα μεγαλύτερα απ' αυτό, σε Ανθ.· περιττότερος προφήτου, μεγαλύτερος από προφήτη, σε Καινή Διαθήκη
II. 1. περισσότερος από επαρκής, πλεονάζων, περιττός, σε Ξεν.· περιττὸν ἔχειν, έχω πλεόνασμα, στον ίδ.· με γεν., τῶν ἀρκούντων περιττά, περισσότερα από τα αναγκαία, στον ίδ.· συχνά με στρατιωτική σημασία, οἱ περισσοὶ ἱππεῖς, το εφεδρικό ιππικό, στον ίδ.· περισσαὶ σκηναί, εφεδρικές σκηνές, στον ίδ.· τὸ περισσόν, τα περιττά, τα υπολείμματα, στον ίδ.
2. με αρνητική σημασία, ανώφελος, άχρηστος, σε Τραγ.
3. υπερβολικός, υπέρμετρος, περισσὰ μηχανᾶσθαι, πράττω, κάνω περιττά πράγματα, σε Ηρόδ.· περισσὰ δρᾶν, πράσσειν, είμαι πολυπράγμων, σε Σοφ.
4. λέγεται για πρόσωπα, εκκεντρικός, εξαιρετικά περίεργος, περισσὸς καὶ φρονῶν μέγα, σε Ευρ.· περισσὸς ἐν τοῖς λόγοις Δημοσθένης, σε Αισχίν.
III. στην Αριθμητική, ἀριθμὸς περιττός, περιττός, ακανόνιστος αριθμός, αντίθ. προς το ἄρτιος, σε Πλάτ. κ.λπ. Β. επίρρ. περισσῶς,
I. 1. εκτάκτως, υπερβολικά, σε Ηρόδ., Ευρ.· περισσῶς παῖδας ἐκδιδάσκεσθαι, τα έχω εκπαιδεύσει υπερβολικά πολύ, σε Ευρ.· επίσης περισσά, σε Πίνδ., Ευρ.
2. με ιδιαίτερο τρόπο, αξιοσημείωτα, περισσότερον τῶν ἄλλων θάψαι τινά, πολυτελώς, σε Ηρόδ.
3. συχνά με άρνηση, οὐδὲν περισσότερον τῶν ἄλλων, σε Πλάτ.
4. τὰ περισσά, μάταια, σε Ανθ.
II. ἐκ περιττοῦ, ως επίρρ., πλεοναστικά, ανώφελα, σε Πλάτ.
Frisk Etymological English
-ττός See also: s. πέρι.
Middle Liddell
περισσός, Att. περιττός, ή, όν περί
I. beyond the regular number or size, prodigious, Hes.
2. out of the common way, extraordinary, uncommon, remarkable, signal, strange, εἴ τι περισσὸν εἰδείη σοφίης if he has any signal gift of wisdom, Theogn.; so, π. λόγος Soph.; οὐ γὰρ περισσὸν οὐδὲν οὐδ' ἔξω λόγου πέπονθας Eur.
3. of persons, extraordinary, eminent, remarkable, esp. for learning, Eur.
4. c. gen., περισσὸς ἄλλων πρός τι beyond others in a thing, Soph.; θύσει τοῦδε περισσότερα greater things than this, Anth.; περιττότερος προφήτου greater than a prophet, NTest.
II. more than sufficient, redundant, superfluous, Xen.; περιττὸν ἔχειν to have a surplus, Xen.; c. gen., τῶν ἀρκούντων περιττά more than sufficient, Xen.:—often in military sense, οἱ π. ἱππεῖς the reserve horse, Xen.; π. σκηναί spare tents, Xen.; τὸ π. the surplus, residue, Xen.
2. in bad sense, superfluous, Trag.
3. excessive, extravagant, περισσὰ μηχανᾶσθαι to commit extravagancies, Hdt.; περισσὰ δρᾶν, πράσσειν to be over busy, Soph.
4. of persons, extravagant, over-curious, περισσὸς καὶ φρονῶν μέγα Eur.; π. ἐν τοῖς λόγοις Δημοσθένης Aeschin.
III. in Arithmetic, ἀριθμὸς περιττός is an odd, uneven number, opp. to ἄρτιος, Plat., etc.
B. adv. περισσῶς, extraordinarily, exceedingly, Hdt., Eur.; π. παῖδας ἐκδιδάσκεσθαι to have them educated overmuch, Eur.; also περισσά, Pind., Eur.
2. in a peculiar manner, remarkably, περισσότερον τῶν ἄλλων θάψαι τινά more sumptuously, Hdt.
3. often with a negat., οὐδὲν περισσότερον τῶν ἄλλων Plat.
4. τὰ περισσά in vain, Anth.
II. ἐκ περιττοῦ as adv. superfluously, uselessly, Plat.
Frisk Etymology German
περισσός: περιττός
{perissós}
See also: s. πέρι.
Page 2,514
Chinese
原文音譯:perissÒj 胚里所士
詞類次數:形容詞(10)
原文字根:關於(超越)的 相當於: (יׄותֵר) (מֹותָר) (שָׁאַר)
字義溯源:極多的,非常的,豐富的,更豐富,多說,多餘,多同義字,(極)度的,長處;源自(περί / περαιτέρω)=經由,周圍,有關); (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)。註:聖經文庫將編號 (περισσότερος)合併在編號 (περισσός)中
出現次數:總共(6);太(2);可(1);約(1);羅(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 長處(2) 太5:47; 羅3:1;
2) 多餘的(1) 林後9:1;
3) 更豐盛(1) 約10:10;
4) 度的(1) 可6:51;
5) 多說(1) 太5:37
English (Woodhouse)
astonishing, excessive, odd, surplus, more than enough, of number, overabundant, too much
Translations
superfluous
Armenian: ավելորդ; Asturian: superfluu; Bulgarian: излишен, ненужен; Catalan: superflu; Chinese Mandarin: 多餘, 多余; Czech: zbytečný, nadbytečný; Danish: overflødig; Dutch: overtollig, overdadig, overvloedig; Esperanto: superflua; Finnish: ylenpalttinen, tarpeeton, ylitsevuotavainen, liiallinen; French: superflu; Galician: superfluo; German: überflüssig; Greek: περιττός; Ancient Greek: περισσός; Hungarian: felesleges, fölösleges, túlzott; Icelandic: ofaukinn, ónauðsynlegur; Ido: superflua; Irish: iomarcach; Italian: superfluo; Japanese: 冗長な; Latin: supervacuus, superfluus, supervacaneus, superforaneus; Latvian: lieks; Norwegian Bokmål: overflødig; Nynorsk: overflødig; Persian: زیادی; Polish: niepotrzebny, zbyteczny, nadmierny; Portuguese: supérfluo; Romanian: superfluu, de prisos; Russian: лишний, излишний; Serbo-Croatian Cyrillic: су̏вӣшан; Roman: sȕvīšan; Spanish: superfluo; Swedish: överflödig; Ukrainian: зайвий; Vietnamese: dư thừa
excessive
Arabic: زَائِد; Armenian: ավելորդ; Bulgarian: прекален; Catalan: excessiu; Chinese Mandarin: 過度, 过度, 過分, 过分; Czech: nadměrný; Dutch: overmatig; Esperanto: troa, ekscesa; Finnish: liiallinen, yletön; French: excessif; Galician: excesivo; Georgian: ზედმეტი, მეტისმეტი, გადაჭარბებული, ზომაგადასული, უზომო, ჭარბი, გადამეტებული; German: übermäßig, exzessiv; Greek: υπερβολικός, υπέρμετρος; Ancient Greek: ὑπέρμετρος, μέγας; Hungarian: túlzott; Icelandic: óhóflegur; Irish: iomarcach; Italian: eccessivo; Japanese: 過度の; Korean: 과도의; Latin: nimius, improbus; Latvian: pārmērīgs, pārliecīgs; Maori: tuhene, inati, rikarika; Norwegian Bokmål: overdreven; Nynorsk: overdriven; Occitan: excessiu; Polish: nadmierny, wygórowany; Portuguese: excessivo; Romanian: excesiv; Russian: лишний, излишний, чрезмерный, избыточный; Scottish Gaelic: anabarrach; Spanish: excesivo; Swedish: överdriven; Tagalog: labis; Ukrainian: надмі́рний, непомі́рний
extraordinary
Afrikaans: buitengewoon; Albanian: i jashtëzakonshëm; Arabic: اِسْتِثْنَائِيّ, غَيْرُ عَادِيّ; Armenian: արտասովոր; Asturian: estraordinariu; Azerbaijani: fövqəladə; Basque: apartekoak; Belarusian: незвычайны, надзвычайны, экстраардынарны; Bengali: অলৌকিক; Breton: dreistordinal; Bulgarian: необикновен; Burmese: ထူးခြားသော; Catalan: extraordinari, descomunal; Central Huishui Hmong: txawv tshaj plaw; Chinese Cantonese: 偉大; Hakka: 偉大, 伟大; Mandarin: 非凡, 了不起, 出眾, 出众; Corsican: straordinariu; Czech: neobyčejný, mimořádný; Danish: ekstraordinær; Dutch: buitengewoon; Esperanto: eksterordinara; Estonian: erakordne; Finnish: erikoinen, kummallinen, epätavallinen; French: extraordinaire; Galician: extraordinario; German: außerordentlich, außergewöhnlich; Greek: ασυνήθιστος, εξαιρετικός, εξαίρετος, υπέροχος, απίστευτος, αξιοσημείωτος, έκτακτος, εκπληκτικός, φαινομενικός, αναπάντεχος, ανεξαίρετος, συγκλονιστικός; Ancient Greek: ἐξαίσιος; Gujarati: અસાધારણ; Haitian Creole: ekstraòdinè; Hindi: असाधारण; Hungarian: rendkívüli; Indonesian: luar biasa; Irish: urghnách; Italian: straordinario, straordinaria, eccezionale, fantastico, impareggiabile, ineguagliabile, fuori dal comune; Japanese: 並外れた, 非凡な; Javanese: srengenge katon padhang; Korean: 특별한; Ladin: straurdener; Lao: ຊຸມສະໄຫມວິ; Latin: extraordinarius, insolitus, eximus; Latvian: ārkārtas; Lithuanian: nepaprastas; Luxembourgish: ausseruerdentlech; Macedonian: вонредна; Malay: luar biasa; Maltese: straordinarja; Maori: autaia, whakaharahara, haraki, korokē; Nepali: असाधारण; Norman: extraordinnaithe; Norwegian Bokmål: ekstraordinær; Nynorsk: ekstraordinær; Occitan: extraordinari; Polish: niezwykły, nadzwyczajny; Portuguese: extraordinário, extraordinária; Punjabi: ਅਸਧਾਰਨ; Romanian: extraordinar, ieșit din comun, neobișnuit; Russian: необычный, необычайный, экстраординарный, чрезвычайный; Scots: byordinar; Serbo-Croatian: izvanredno; Sinhalese: අත්යසාමාන්ය ය; Slovak: neobyčajný, mimoriadny; Slovene: izredna; Sorbian Lower Sorbian: wósebny; Spanish: extraordinario, descomunal; Sundanese: anu rongkah; Swedish: extraordinär, utomordentlig; Tagalog: pambihira; Tajik: ғайринавбатии; Tamil: அசாதாரண; Thai: วิสามัญ; Turkish: fevkalade, olağanüstü, harikulade; Ukrainian: незвичайний, надзвичайний, екстраординарний; Vietnamese: phi thường; West Frisian: bûtengewoan; Yiddish: ויסערגעוויינלעך
prodigious
Armenian: զարմանալի; Bulgarian: изумителен, удивителен; Catalan: prodigiós; Chinese Dutch: verbazingwekkend; Estonian: hämmastav; Finnish: ällistyttävä, hämmästyttävä; French: prodigieux; German: verwunderlich; Hungarian: bámulatos, tüneményes, páratlan, csodálatos; Icelandic: stórkostlegur; Latvian: apbrīnojams; Norwegian: fenomenal; Occitan: prodigiós; Russian: умопомрачительный, изумительный, поразительный, удивительный; Slovak: podivuhodný; Swedish: häpnadsväckande; Turkish: hayret verici, şaşırtıcı
remarkable
Moroccan Arabic: ف شي شكل; Belarusian: выдатны; Bengali: অলৌকিক; Bulgarian: забележителен; Catalan: remarcable; Chinese Mandarin: 傑出, 杰出; Czech: pozoruhodný; Danish: bemærkelsesværdig; Dutch: opmerkelijk, markant, opvallend; Finnish: huomattava, merkittävä, huomionarvoinen; French: remarquable; German: bemerkenswert, verwunderlich, denkwürdig, beachtenswert, beachtlich; Hungarian: figyelemre méltó; Irish: ar leith; Italian: notevole, degno di nota, rimarchevole, ragguardevole, riguardevole; Latin: insignis, memorabilis; Latvian: redzams, ievērojams; Norman: r'mèrtchabl'ye; Plautdietsch: oppfaulent; Polish: wybitny; Portuguese: notável, eminente, destacável; Romanian: remarcabil, notabil; Russian: замечательный, выдающийся, поразительный, знаменитый; Spanish: notable, remarcable, destacable; Swedish: anmärkningsvärd, märklig; Tocharian B: ṣotarye; Turkish: dikkate değer, fevkalade, kayda değer; Ukrainian: видатний; Walloon: rimarcåve, rimarcant, foû-ordinaire