τείνω: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[τεντώνω]], [[ἁπλώνω]]). Ἀπό ρίζα ταν- ἤ τεν-. Θέματα: α) τεν+j+ω → τέννω → τένω → [[τείνω]], β) τανκαί τα ([[ταναός]], [[τέτακα]], [[ἐτάθην]]) καί γ) μέ ἑτεροίωση τον ([[τόνος]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ταινία]], [[ταινιόω]] -ῶ (=[[στεφανώνω]]), [[ταναός]] (=[[μακρύς]], [[ψηλός]]), [[τανύω]], [[τατικός]] ([[ἐντατικός]]), [[τατός]], [[ἐκτατός]], [[ἐντατός]], (ἀνέν, ἀνεπέκ, ἀνεπί, ἀσύν, δυσέν)τατος, [[τάσις]], ([[ἐν]], [[ἐπί]], ἐκ, [[πρό]], ὑπό) τασις, [[ἐκτάδην]], [[ἐκταδόν]], [[ἐκτατέον]], [[συντατέον]], [[τεταμένως]], [[τέτανος]], [[τένων]] -οντος (=νεῦρο τοῦ σώματος), [[ἀτενής]], ἀτενῶς, [[ἐκτενής]], τετανόςή-όν (=[[τεντωμένος]]), [[τόνος]], [[βαρύτονος]], [[ἔντονος]], [[ὀξύτονος]], [[σύντονος]], [[τονόω]] -ῶ (=[[δυναμώνω]]), [[τόνωσις]], [[τονωτικός]], [[τονικός]], [[χειρότονος]], χειροτονῶ. | |mantxt=(=[[τεντώνω]], [[ἁπλώνω]]). Ἀπό ρίζα ταν- ἤ τεν-. Θέματα: α) τεν+j+ω → τέννω → τένω → [[τείνω]], [[β]]) τανκαί τα ([[ταναός]], [[τέτακα]], [[ἐτάθην]]) καί γ) μέ ἑτεροίωση τον ([[τόνος]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ταινία]], [[ταινιόω]] -ῶ (=[[στεφανώνω]]), [[ταναός]] (=[[μακρύς]], [[ψηλός]]), [[τανύω]], [[τατικός]] ([[ἐντατικός]]), [[τατός]], [[ἐκτατός]], [[ἐντατός]], (ἀνέν, ἀνεπέκ, ἀνεπί, ἀσύν, δυσέν)τατος, [[τάσις]], ([[ἐν]], [[ἐπί]], ἐκ, [[πρό]], [[ὑπό]]) τασις, [[ἐκτάδην]], [[ἐκταδόν]], [[ἐκτατέον]], [[συντατέον]], [[τεταμένως]], [[τέτανος]], [[τένων]] -οντος (=νεῦρο τοῦ σώματος), [[ἀτενής]], ἀτενῶς, [[ἐκτενής]], τετανόςή-όν (=[[τεντωμένος]]), [[τόνος]], [[βαρύτονος]], [[ἔντονος]], [[ὀξύτονος]], [[σύντονος]], [[τονόω]] -ῶ (=[[δυναμώνω]]), [[τόνωσις]], [[τονωτικός]], [[τονικός]], [[χειρότονος]], χειροτονῶ. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 November 2022
English (LSJ)
Il.16.365, etc.: fut. A τενῶ Ar.Th.1205, (ἀπο-) Pl.Grg.458b, (ἐκ-) E.Med.585: aor. ἔτεινα Il.4.124, Ep. τεῖνα 3.261: pf. τέτᾰκα D.H. 19.12, etc., (ἀπο-) Pl.Grg.465e:—Med., fut. τενοῦμαι (παρα-) Th.3.46, (προ-) D.14.5: aor. ἐτεινάμην, Ep. τειν-, A.R.2.1043, 4.705, (προ-) Hdt. 9.34, (δι-) Antipho 5.46, Pl.Ti.78b:—Pass., fut. τᾰθήσομαι (παρα-) Id.Ly.204c: aor. ἐτάθην [ᾰ] S.Ant.124 (lyr.), etc., Ep. τάθην Il.23.375: pf. τέτᾰμαι Hes.Op.549, etc.: plpf. 3sg. and pl. τέτατο, τέταντο, Od.11.11, Il.4.544; 3dual τετάσθην ib.536:—stretch by force, pull tight, κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινε Il.4.124; ἐπ' Ἀλεξάνδρῳ τείνοντα πάλαι τόξον A.Ag.364 (anap.); ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας having tied the reins tight to the chariot-rail, Il.5.262; ναὸς πόδα τείνας keeping the sheet taut, S.Ant.716; κάλων τείνας οὔριον εὐφροσυνᾶν IG14.793; οἱ ἀπείρως κατ' εὐθὺ τείνοντες Sor.1.73; τῷ ψιμύθῳ . . παρειήν make it (look) full, AP11.374 (Maced.):—Med., τείνατο τόξα stretched his bow, A.R.2.1043, cf. Orph.A.589; of tendons, etc., Gal. 18(2).58, al.:—Pass., [ἱμὰς] ὑπ' ἀνθερεῶνος . . τέτατο [the strap] was made tight, Il.3.372; τελαμῶνε περὶ στήθεσσι τετάσθην 14.404; τέταθ' ἱστία were stretched taut, Od.11.11. 2 metaph., stretch or strain, ἶσον τείνειεν πολέμου τέλος strain the issue of war even, Il.20.101:—Pass., τῶν ἐπὶ ἶσα μάχη τέτατο πτόλεμός τε 12.436, 15.413, cf. Hes.Th.638; τέτατο κρατερὴ ὑσμίνη the fight was strained, was intense, Il.17.543; ἵπποισι τάθη δρόμος their pace was strained to the utmost, 23.375; τοῖσι δ' ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος they set off at full speed from the starting-line, ib.758, Od.8.121: τ. αὐδάν strain the voice, raise it high, A.Pers.574 (lyr.):—Pass. also, exert oneself, be anxious, Pi.I.1.49; ἀμφ' ἀρεταῖς Id.P.11.54. 3 stretch out, spread, ὅτε τε Ζεὺς λαίλαπα τείνῃ Il.16.365; ἐπὶ νὺξ τέταται βροτοῖσι night is spread over them, Od.11.19; ἀὴρ τέταται μακάρων ἐπὶ ἔργοις Hes.Op. 549; of light, αἴγλαν ἃ τέταται S.Ph.831 (lyr.), cf. Pl.R.616b; of sound, ἀμφὶ νῶτ' ἐτάθη πάταγος S.Ant.124 (lyr.); δίκτυα τ. X.Cyn. 6.9; ψυχὴν διὰ παντός Pl.Ti.34b. b Gramm., lengthen a syllable, A.D.Pron.55.1:—Pass., ib.27.25, cf. 11.1 fin. 4 aim at, direct towards a point, prop. from the bow, ἐπὶ Τροίᾳ τ. τὰ θεῶν ἀμάχητα βέλη S.Ph.198 (anap.): metaph., ἔς τινα τ. φόνον aim, design death to one, E.Hec.263 (but τ. φόνον prolong murder, Id.Supp.672); τ. λόγον εἴς τινα Pl.Phd.63a:—Pass., ἐς σὲ τ. γλῶσσα E.Rh.875; ἡ ἅμιλλα τέταται πρὸς τοῦτο Pl.Phdr.271a, cf. Lg.770d, R.581b. II stretch out in length, lay, ζυγὰ ἐπιπολῆς τ. Hdt.2.96:—Pass., lie out at length, lie stretched, ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταθείς Il.13.655; ἐν κονίῃσι τετάσθην, τέταντο, 4.536,544; ταθεὶς ἐνὶ δεσμῷ hanging stretched in chains, Od.22.200; [φάσγανον] ὑπὸ λαπάρην τέτατο hung along or by his side, Il.22.307; διὰ . . αἰθέρος . . τέταται extends, Emp.135, cf. 100.2; τῶν ἐκ τῆς χώρας λεωφόρων εἰς τὴν πόλιν τεταμένων Pl.Lg.763c; φλὲψ . . διὰ τοῦ κοίλου τείνεται Arist.HA513b3: τεταμένος sometimes becomes a mere Adj., long, αὐχένα . . τεταμένον τῇ φύσει, of birds, Id.PA692b20; in Gramm., of a long vowel, PBouriant8 i 1, 14. 2 stretch or hold out, present, τινὰ ἐπὶ σφαγάν E.Or.1494 (lyr.); ἀσπίδα, δόρυ, AP7.147 (Arch.), 720 (Chaerem.); τὴν χεῖρά τινι or ἐπί τι, A.R. 4.107, 1049:—Med., τείνεσθαι χέρε, γυῖα, δειρήν, one's hands, etc., Theoc.21.48, A.R.1.1009, 4.127, etc.; συὸς τέκος Id.4.705; ἑανούς ib.1155. 3 extend, lengthen, of time, τὸν μακρὸν τ. βίον A. Pr.537 (lyr.), cf. E.Med.670; αἰῶνα Id.Ion 625; τόνδ' ἐτεινάτην λόγον A.Ch.510; μακροὺς τ. λόγους E.Hec.1177; τί μάτην τείνουσι βοήν; (where others interpr. it like τ. αὐδάν, v. supr. 1.2) Id.Med. 201 (anap.); πολλὰ μὲν τάλαινα πολλὰ δ' αὖ σοφὴ . . μακρὰν ἔτεινας A.Ag.1296, cf. S.Aj.1040. B intr., of geographical position, stretch out or extend, παρ' ἣν (sc. λίμνην) τὸ . . ὄρος τείνει Hdt.2.6; τὸ πρὸς Λιβύης . . ὄρος ἄλλο τείνει ib.8; τ. μέχρι . . Id.4.38; ἐς . . Id.7.113; ἐπὶ . . X.Ages.2.17; of a dress, ὑπὸ σφυροῖσι τ. E.Ba.936; of a mountain, ὑψόθι τ. A.R.2.354: of time, ἡμερολεγδὸν τείνοντα χρόνον dragging out time, A.Pers.64 (anap.):—rarely so in Pass., ὄρος τεταμένον τὸν αὐτὸν τρόπον Hdt.2.8. II exert oneself, struggle, ἐναντία τισί Pl.R.492d; press on, hasten, οἱ δ' ἔτεινον ἐς πύλας E.Supp.720; δηλοῖ τοὖργον, οἷ τ. χρεών Id.Or.1129; τὸ μὴ τείνειν ἄγαν S.Ant.711; τ. ὥς τινα Ar.Th.1205; ἔτεινον ἄνω πρὸς τὸ ὄρος X.An.4.3.21; εὐθὺ Βαβυλῶνος Luc.Nec.6; τὴν ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ Id.Icar.22. III extend to, reach, ἐπὶ τὴν ψυχήν Pl.Tht.186c; ἐπὶ πᾶν Id.Smp.186b; of the veins stretching from one point to another, Arist.HA492a20, 513a2, al., cf. Pl.Ti. 65c, Diog.Apoll.6. 2 tend, refer, belong to, τείνει ἐς σέ it refers to, concerns you, Hdt.6.109, cf. 7.135, E.Ph.435, Hipp.797, etc.; ποῖ τείνει καὶ εἰς τί; to what does it tend? Pl.Cri.47c, cf. Tht.163a, D.10.54; μηδαμόσε ἄλλοσε Pl.R.499a; πρός τι Id.Smp.188d, Prt. 345b; ἐς ταὐτόν Id.Cra.439c. 3 τείνειν πρός τινα or τι, come near to, to be like, Id.Tht.169b, Cra.402c; ἐγγύς τι τείνειν τοῦ τεθνάναι Id.Phd.65a, cf. R.548d. (Cf. τανύω, Skt. tanóti 'stretch', Lat. tendo, etc.)
German (Pape)
[Seite 1080] fut. τενῶ, aor. ἔτεινα, perf τέτακα, τέταμαι, aor. p. ἐτάθην, spannen, an-, ausspannen, ausdehnen, ausrecken; τόξον, den Bogen spannen, Il. 4, 124 u. öfter, wie Aesch. Ag. 355 (vgl. τανύω); βέλη, Soph. Phil. 198; ἡνία ἐξ ἄντυγος τείνειν, die Zügel fest anbinden, Il. 3, 261. 5, 262. 19, 394; ἱμὰς τέτατο, der Riemen war straff angespannt, 3, 372; τελαμῶνε τετάσθην, 14, 404; ταθεὶς ἐνὶ δεσμῷ, Od. 22, 200; ἱστία τέτατο, die Segel waren gespannt, 11, 11; so Soph. ναὸς ὅστις ἐγκρατὴς πόδα τείνας ὑπείκει μηδέν, Ant. 712; u. übertr., τὸ μὴ τείνειν ἄγαν, 707; auch ὅτε τε Ζεὺς λαίλαπα τείνῃ, Il. 16, 365, wenn er ein Unwetter ausspannt, ausbreitet; νὺξ τέταται βροτοῖσιν, Nacht ist ausgebreitet über den Menschen, Od. 11, 19; ἀὴρ τέταται, die Luft ist ausgebreitet, Hes. O. 551. Vgl. noch φάρμακον τείνων ἀμ φὶ γένυι, vom angelegten Zügel, Pind. Ol. 13, 85. – Auch der Länge nach hinstrecken, ὥς τε σκώληξ ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταθείς, Il. 13, 655; πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταθείς, 21, 119; ἐν κονίῃσι τετάσθην, τέταντο, 4, 536. 544; vgl. ἐν στεῤῥοῖς λέκτροισι ταθεῖσα, Eur. Troad. 114; φάσγανον ὑπὸ λαπάρην τέτατο, das Schwert hing lang herab, Il. 22, 307. – In die Länge ziehen und anspannen, übertr., εἰ δὲ θεός περ ἶσον τείνειεν πολέμου τέλος, Il. 20, 101, das Ziel des Krieges gleich anspannen oder etwa gleiche Bahnen zum Ziele des Sieges zumessen, d. i. beiden Parteien gleich günstig sein; u. pass., τῶν ἐπὶ ἶσα μάχη τέτατο πτόλεμ ός τε, 12, 456. 15, 413, Kampf u. Schlacht war ihnen gleich gespannt, d. i. es wurde von ihnen mit gleichem Glücke gekämpft; vgl. Hes. Th. 638; ähnlich ἐπὶ Πατρόκλῳ τέτατο κρατερὴ ὑσμίνη, Il. 17, 634, es spannte sich das Gefecht an, man kämpfte mit Anstrengung, Anspannung aller Kräfte, wie τείνειν αὐδήν, die Stimme anspannen, anstrengen, Aesch. Pers. 566; λόγον, die Rede ausdehnen, eine lange Rede halten, Ch. 503; vgl. ἀμφὶ νῶτ' ἐτάθη πάεαγος, mehr in räumlicher Beziehung zu nehmen, Soph. Ant. 124; μἡ τεῖνε μακράν, sc. λόγον, Ai. 1019; τί μάτην τείνουσι βοάν, Eur. Med. 201; vom Lichte, verbreiten, διὰ παντὸς τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆς τεταμένον φῶς, Plat. Rep. X, 616 b; ἵπποισι τάθη δρόμος, der Lauf ward von den Pferden angespannt, d. i. sie strengten sich an im Lauf, Il. 23, 375, während man ib. 758 Od. 8, 121 einfacher nehmen kann: der Lauf erstreckte sich seiner Richtung nach. – Auch von der Zeit, αἰῶνα, das Leben hinziehen, ein langes Leben führen, Eur. Ion 625; βίον, Med. 670; Aesch. Ag. 1335; vgl. ἡδύ τι θαρσαλέαις τὸν μακρὸν τείνειν βίον ἐλπίσι, Prom. 535; ὡς μὴ μακροὺς τείνω λόγους, Eur. Hec. 1177; vgl. συχνοὺς τείνω τῶν λόγων, Plat. Gorg. 519 e. Bei Ath. III, 106 c u. sonst vom Dehnen, Langsprechen einer Sylbe. – Auf ein Ziel hinrichten, hinlenken, βέλη ἔπὶ Τροίᾳ, Soph. Phil. 198; φόνον εἴς τινα, Mordanschläge auf Einen richren, Eur. Hec. 263; τὸν νοῦν ἐπί τινι, Sp. – Häufig intrans., zunächst – a) vom Orte, sich erstrecken, ausdehnen, sich hinziehen; besonders εἴς τι, sich wohin, bis zu einem Ziele erstrecken, Her. 4, 38. 7, 113, der so auch pass. sagt τὸ ὄρος τεταμένον τὸν αὐτὸν τρόπον, das Gebirge, das sich auf dieselbe Weise hinerstreckt, 2, 8; τείνοντα χρόνον τρομέονται, die sich in die Länge ziehende Zeit, Aesch. Pers. 65. – b) von Personen, auf Etwas zugehen, auf ein Ziel losstreben, τείνειν ὥς τινα, zu Einem hineilen, Ar. Thesm. 1205; τείνειν εἰς πύλας, Eur. Suppl. 720; ἔτεινον ἄνω πρὸς τὸ ὄρος, Xen. An. 4, 3, 21. – c) auf Etwas gerichtet sein, sich worauf beziehen, worauf zielen, τείνει εἰς σέ, es geht auf dich, Her. 6, 109; τὰ πρὸς τὴν ἀρετὴν τείνοντα, das auf die Tugend Bezug Habende, Plat. Polit. 308 e; εἰς σὲ τείνει τῶνδε διάλυσις κακῶν, Eur. Phoen. 438; ὥςτε καὶ τοῦτο τοῦ ᾄσματος πρὸς τοῦτο τείνει, ὅτι, Plat. Prot. 345 c, vgl. Conv. 188 d; εἰς σὲ τείνουσιν αὗται αἱ ᾠδαί, Lys. 205 e; ἡ πρὸς τὴν ὄνησιν τείνουσα πρᾶξις, Crat. 419 h; daher auch von Linien, ἀπὸ τῆς ἐκ γωνίας εἰς γωνίαν τεινούσης, Men. 85 b; τὰ μηδαμόσε ἄλλοσε τείνοντα ἢ πρὸς δόξαν καὶ ἔριν, Rep. VI, 499 a; πρὸς σὲ μᾶλλον τείνει τὰ τοῦ ἡγεμόνος ἔργα ἢ πρὸς ἐμέ, Xen. Oec. 7, 39. Aber auch τείνειν πρός τινα od. πρός τι = an Etwas hinanreichen, ähnlich sein, Plat. Crat. 402 c; ἐγγύς τι τείνειν τοῦ θανάτου, Phaed. 65 a, vgl. Theaet. 169 a. – d) sich anspannen, anstrengen, Sp., wie auch das pass. gebraucht wird, ἀμφ' ἀρεταῖς τέταμαι, Pind. P. 11, 54; λιμὸν ἀμύνων τέταται, I. 1, 49.
French (Bailly abrégé)
f. τενῶ, ao. ἔτεινα, pf. τέτακα;
Pass. f. ταθήσομαι, ao. ἐτάθην, pf. τέταμαι;
I. tr. 1 tendre : τόξον IL un arc ; ἡνία IL les rênes ; τόξον ἐπί τινι ESCHL tendre un arc contre qqn ; τὰ βέλη ἐπὶ Τροίᾳ SOPH tendre ses traits contre Troie ; Pass. ἵστια τέτατο OD les voiles sont tendues ; τ. ἐνὶ δεσμῷ OD être tendu, càd tenu immobile dans des liens;
2 étendre, déployer : λαίλαπα IL une nuée d'orage ; νὺξ τέταται βροτοῖσιν OD la nuit est étendue sur les mortels ; τείνειν ἴσον πολέμου τέλος IL litt. étendre aux deux combattants un résultat égal au combat) laisser les deux combattants égaux sans favoriser l'un ou l'autre;
3 étendre, allonger ; Pass. être étendu : ἐπὶ γαίῃ IL à terre ; avec idée de temps τ. βίον ESCHL traîner sa vie ; τ. λόγον, ou abs. τ. μακρόν (s.e. λόγον) ESCHL, SOPH prolonger son discours;
4 tendre avec effort : αὐδάν ESCHL forcer la voix ; λόγον ESCHL faire résonner sa parole ; ἵπποισι τάθη δρόμος IL les chevaux redoublèrent de vitesse ; τέτατο κρατερὴ ὑσμίνη IL le combat redoublait d'acharnement ; μάχη τέτατο πτόλεμός τε IL le combat et la lutte se prolongeaient;
II. intr. 1 tendre vers, se diriger vers : παρά τι le long de qch ; avec idée de temps τείνων χρόνος ESCHL durée prolongée ; en parl. de pers. εἴς τινα PLAT se diriger vivement vers qqn ; πρός τι tendre vers un but;
2 fig. avoir du rapport avec, concerner : ἔς τινα HDT qqn;
3 se rapprocher de : ἐγγύς τι τ. τινός PLAT s'approcher assez près de qch, ressembler à qch;
4 faire effort : τὸ μὴ τείνειν ἄγαν SOPH ne pas se tendre trop, càd ne pas être opiniâtre.
Étymologie: R. Τα, par allong. Ταν, tendre ; cf. τάνυμαι, τανύω, τάσις ; lat. teneo, tendo.
Russian (Dvoretsky)
τείνω: (fut. τενῶ, aor. ἔτεινα, pf. τέτᾰκα; pass.: aor. ἐτάθην - эп. τάθην, pf. τέτᾰμαι)
1 натягивать (ἡνία Hom.; τόξον ἐπί τινι Aesch.): ἱστία τέτατο Hom. паруса вздулись; τῇ δύω τελαμῶνε τετάσθην Hom. (грудь), где были натянуты две перевязи; φάσγανον ὑπὸ λαπάρην τέτατό οἱ Hom. сбоку висел у него меч; μὴ τ. ἄγαν Soph. не слишком сопротивляться, быть уступчивым;
2 напрягать, повышать, усиливать (τάλαιναν αὐδάν Aesch.): τέτατο κρατερὴ ὑσμίνη Hom. жестокая битва (все) разгоралась; ἵπποισι τάθη δρόμος Hom. бег коней ускорился;
3 растягивать, (рас)простирать (λαίλαπα Hom.; δίκτυα Xen.): νὺξ τέταται βροτοῖσιν Hom. ночь простерлась над смертными; ταθεὶς ἐπὶ γαίῃ Hom. распростертый на земле; ἐτάθη πάταγος Soph. раздался шум; διὰ παντὸς τοῦ οὐρανοῦ τεταμένον φῶς Plat. протянувшееся через все небо сияние; αὐχὴν τεταμένος Arst. вытянутая (длинная) шея; τὼ χέρε τεινόμενος Theocr. вытягивая свои руки;
4 устремлять, направлять (τὰ βέλη ἐπὶ Τροίᾳ Soph.): τ. λόγον εἴς τινα и εἴς τι Plat. направлять рассуждение на кого(что)-л.; τ. φόνον εἴς τινα Eur. замышлять чье-л. убийство (ср. 5); ἶσον τ. πολέμου τέλος Hom. направлять бой к равному (для обеих сторон) концу, т. е. никому не давать перевеса; ἐπὶ ἶσα μάχη τέτατο Hom. сражение шло с равным успехом, т. е. без чьей-л. победы; ἡ ἄμιλλα αὐτῷ τέταται πρὸς τοῦτο πᾶσα Plat. все его усилия направлены на это; τινὰ ἐπὶ σφαγάν τ. Eur. предавать кого-л. закланию;
5 длить, удлинять, продолжать, затягивать (φόνον Eur. - ср. 4): τὸν μακρὸν τ. βίον Aesch. вести долгую жизнь; μακροὺς τ. λόγους Eur. или συχνοὺς τ. τῶν λόγων Plat. пространно говорить; μακρὰν τ. Aesch., Soph. долго тянуть, затягивать дело;
6 тянуться, простираться (πρὸς Λιβύην, παρὰ τὴν λίμνην Her.): πέπλων στολίδες ὑπὸ σφυροῖσι τείνουσιν Eur. складки платья доходят до пят;
7 длиться, продолжаться: τείνοντα χρόνον Aesch. в течение всего времени, все время;
8 устремляться, направляться (πρός, εἴς τι Plat., Eur. и ἐπί τι Soph.): αὐτὸ δηλοῖ τοὔργον οἷ (v.l. ᾗ) τ. χρεών Eur. само дело покажет, куда следует держать путь; ἐναντία τινὶ τ. Plat. оказывать сопротивление кому-л.; ἡ συμβουλίη ἔς τινα τείνουσα Her. обращенный к кому-л. совет;
9 относиться, иметь отношение, принадлежать, касаться (εἴς τινα Her., Eur.): ποῖ τείνει καὶ εἰς τί; Plat. куда и к чему это относится?; εἰς σὲ τείνει τῶνδε διάλυσις κακῶν Eur. тебе надлежит положить конец этим несчастьям;
10 быть сходным, походить: πρός τινα τ. Plat. походить на кого-л.; ἐγγὺς τ. τινός Plat. быть очень похожим на что-л.
Greek (Liddell-Scott)
τείνω: μέλλ. τενῶ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1205, (ἀπο-) Πλάτ., (ἐκ-) Εὐρ. ἀόρ. ἔτεινα Ἰλ., Ἐπικ. τεῖνα Ἰλ. Γ. 261· πρκμ. τέτᾰκα Διον. Ἁλ. κλπ., (ἀπο-) Πλάτ. Γοργ. 465Ε. ― Μέσ. μέλλ. τενοῦμαι (παρα-) Θουκ. 3. 46, (προ-) Δημ. 179. 17· ἀόρ. ἐτεινάμην Ἀπολλ. Ρόδ., Ἀττ. ἐν συνθέτοις: ― Παθ., μέλλ. τᾰθήσομαι (παρα-) Πλάτ. Λυσί. 204C· ἀόρ ἐτάθην [ᾰ] Ἀττ., Ἐπικ. τάθην Ἰλ. Ψ. 375· πρκμ. τέτᾰμαι Ὅμ., Ἀττ.· ὑπερσ. γ΄ ἑνικ. καὶ πληθ. τέτατο, τέταντο Ὀδ. Λ. 11, Ἰλ. Δ. 544· γ΄ δυῐκ. τετάσθην αὐτόθι 536. (Ἐκ τῆς √ ΤΑΝ ἢ ΤΕΝ, ὅθεν καὶ αἱ λ. τάνυμαι, τανύω, τιταίνω, τάσις, τόνος, ταναός, τετανός, τένων, ταινία· πρβλ. Σανσκρ. tan, tan-ômi (extendo), tan-us (tenuis)· Λατ. ten-do, ten-eo, ten-tus, ten-us· Γοτθ. uf-than-jan (ἐκτείνειν)· Ἀρχ. Σκανδ. punnr (thin)· Ἀρχ. Γερμ. dunni (dünn)· Γερμ. denn-en· ὁ Κούρτ. ὡσαύτως παραβάλλει τὸ Σανσκρ. tan-yatus· Λατιν. ton-o, ton-itru· Γοτθ. don-ar (donner)· Ἀγγλο-Σαξον. thun-jan (thunder)· Ἀναγνωρίζει δὲ ὁ Κούρτ. τρεῖς κυρίας σημασίας τῆς ῥίζης ταύτης: (1) τὴν τῆς τάσεως, ὡς ἐν τῷ τείνω, κτλ.· (2) τὴν τῆς ἰσχνότητος, ὡς ἐν τοῖς tanus, tenuis, κτλ.· (3) τὴν τοῦ θορύβου ἢ κρότου ὡς ἐν τῷ tonare, κτλ.) Τεντώνω ἰσχυρῶς, μετὰ δυνάμεως, τεντώνω ὅσον δύναμαι, κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινεν, ἐτέντωσεν ἐντελῶς, ὅσον ἦτο δυνατόν, Ἰλ. Δ. 124· ἐπ’ Ἀλεξάνδρῳ τείνοντα πάλαι τόξον Αἰσχύλ. Ἀγ. 364· ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας, δέσας ἰσχυρῶς, τεντωτὰ τὰς ἡνίας ἐκ τῆς ἄντυγος τοῦ ἅρματος, Ἰλ. Ε. 262· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ., [ἱμὰς] ὑπ’ ἀνθερεῶνος... τέτατο, ὁ ἱμὰς ἦτο τεντωμένος, Γ. 372· τελαμῶνε περὶ στήθεσι τετάσθην Ξ. 404· ἱστία τέτατο, ἦσαν τεντωμένα, τανυσμένα, Ὀδ. Λ. 11· οὕτω, ναὸς πόδα τείνειν, ἔχειν τεταμένον τὸ ἱστίον, Σοφ. Ἀντ. 716, πρβλ. Ἑλ. 1615, Ἀνθ. Π. παράρτ. 327· ― ἀπολ., μὴ τ. ἄγαν Σοφ. Ἀντ. 711. ― Μέσ., τείνομαι τόξον, δηλ. τὸ ἴδιόν μου τόξον, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1043, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 591. 2) μεταφ., τείνω εἰς τὸ ἔπακρον, εἰ δὲ θεός περ ἶσον τείνειε πολέμου τέλους, ἐὰν δὲ θεός τις καταστήσῃ τὴν μάχην ἰσόρροπον, Ἰλ. Υ. 101· οὕτως ἐν τῷ παθ., τῶν ἐπὶ ἴσα μάχη τέτατο πτόλεμός τε Μ. 436, Ο. 413, πρβλ. Ἡσ. Θ. 638· τέτατο κρατερὴ ὑσμίνη, ἡ μάχη ἦτο τεταμένη εἰς τὸ ἔπακρον, σφοδρά, «πεισματώδης», Ἰλ. Ρ. 543· ἵπποισι τάθη δρόμος, τὸ βῆμά των ἐταχύνθη εἰς τὸ ἔπακρον, Ψ. 375· τοῖσι δ’ ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος, ἐξεκίνησαν μὲ ὅσην ἠδύναντο ταχύτητα ἐκ τοῦ σημείου τῆς ἀναχωρήσεως, Ψ. 758, Ὀδ. Θ. 121· ― τείνω αὐδάν, ἐντείνω τὴν φωνήν, ὑψώνω αὐτήν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 574· ― ἐν τῷ παθ., ὁμοίως, προσπαθῶ, ἀγωνίζομαι, ἐντείνω τὰς δυνάμεις μου, Πινδ. Ι. 1. 70· ἀμφί τινι ὁ αὐτ. ἐν Π. 11. 82. 3) ἐκτείνω, ἁπλώνω, Ζεὺς λαίλαπα τείνει Ἰλ. Π. 365· νὺξ τέταται βροτοῖσιν, εἶναι ἡπλωμένη ὑπεράνω τῶν θνητῶν, Ὀδ. Λ. 19· ἀὴρ τέταται μακάρων ἐπὶ ἔργοις Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 547· οὕτως ἐπὶ τοῦ φωτὸς, τέτατο φάος Σοφ. Φ. 831, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 616Β· ἐπὶ ἤχου, ἀμφὶ νῶτ’ ἐτάθη πάταγος Σοφ. Ἀντ. 124· ὡσαύτως, δίκτυα τ. Ξεν. Κύρ. 6. 9, κτλ.· ψυχὴν διὰ παντὸς Πλάτ. Τίμ. 34Β. 4) διευθύνω πρός τι σημεῖον, σκοπεύω, κυρίως ἐκ τοῦ τόξου, τ. τά... ἀμάχητα βέλη ἐπὶ Τροίᾳ Σοφ. Φ. 198· ἀκολούθως, μεταφορ., τ. φόνον εἴς τινα, σκοπεύω, μελετῶ, σχεδιάζω τὸν θάνατόν τινος, Εὐρ. Ἑκ. 263· (ἀλλὰ τ. φόνον, ἐπιμηκύνω αὐτόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 672)· τ. λόγον εἴς τινα Πλάτ. Φαίδων 63Α· εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 163Α. ― Παθ., ἡ γλῶσσα τ. εἴς τινα Εὐρ. Ρῆσ. 875· ἡ ἅμιλλα πρὸς τοῦτο τ. Πλάτ. Φαῖδρ. 270Ε, πρβλ. Νομ. 770D. τεταμένων εἰς τὴν πόλιν ἐκ τῆς Χώρας τῶν λεωφόρων αὐτόθ. 763D· φλὲψ τετ. ἐκ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 17, κλπ. ΙΙ ἐκτείνω κατὰ μῆκος, τεντώνω, ἁπλώνω, τοποθετῶ κατὰ μῆκος, ζυγὰ ἐπιπολῆς τ. Ἡρόδ. 2. 96. ― Παθ., ἐξαπλώνομαι κατὰ μῆκος, ταθεὶς ἐπὶ γαίῃ Ἰλ. Ν. 655· ἐν κονίῃσι τετάσθην, τέταντο Δ. 536, 544 ταθεὶς ἐνὶ δεσμῷ, κείμενος ἐξηπλωμένος μὲ ἁλύσεις, Ὀδ. Χ. 200· φάσγανον ὑπὸ λαπάρην τέτατο, ἐκρέματο παρὰ τὸ πλευρὸν του, Ἰλ. Χ. 307· διά... αἰθέρος... τέταται, εἶναι τεταμένος, Ἐμπεδ. 439, πρβλ. 344· τεταμένος, ἐνίοτε γίνεται ἁπλοῦν ἐπίθ., = μακρός, αὐχένα... τεταμένον τῇ φύσει, ἐπὶ τῶν πτηνῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 5. 2) ἐκτείνω πρός τινα, προτείνω, παρουσιάζω, προσφέρω, τινὰ ἐπὶ σφαγὰν Εὐρ. Ὀρ. 1494 ἀσπίδα, δόρυ Ἀνθ. Π. 7. 147, 720· παρειὴν τῷ ψιμυθίῳ αὐτόθι 11. 375· τὴν χεῖρά τινι ἢ ἐπί τι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 107, 1049. ― Μέσ., τείνεσθαι χέρε, γυῖα, δειρὴν Θεόκρ. 21. 48, Ἀπολλ. Ρόδ., κλπ.· ὡσαύτως, τεντώνω, ἐκτείνω δι’ ἐμαυτόν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 704, 1155. 3) ἐκτείνω μηκύνω, ἐπὶ χρόνου, τ. βίον Αἰσχύλ. Πρ. 539, Εὐρ. Μηδ. 670 αἰῶνα ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 625· τείνειν τὸν λόγον, ὡς τὸ μακρὰν τείνειν, Αἰσχύλ. Χο. 510· μακροὺς τ. λόγους Εὐρ. Ἑκ. 1177· μακρὰν ῥῆσιν ἀποτείνοντες Πλάτ. Πολ. 605D· τί μάτην τείνουσι βοάν, ἔνθα ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν ὡς τὸ τ. αὐδὰν (ἴδε ἀνωτ. Ι. 2), Εὐρ. Μήδ. 201· ἴδε ἐν λέξ. μακράν, ἐκτείνω. Β. ἀμεταβ., ἐπὶ γεωγραφικῆς θέσεως, ἐκτείνομαι, παρ’ ἣν (ἐξυπακ. λίμνην) τό... οὖρος τείνει Ἡρόδ. 2. 6, πρβλ. 3. 5· τὸ πρὸς Λιβύην... οὖρος ἄλλο τείνει ὁ αὐτ. 2. 8· τ. μέχρι... 4. 38 ἐς... 7. 113 ἐπί.. Ξεν. Ἀγησ. 2. 17· ἐπὶ ἐσθῆτος, τ. ὑπὸ σφυροῖσι Εὐρ. Βάκχ. 936 ἐπὶ ὄρους, ὑψόθι τ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 354· ― ἐπὶ χρόνου, τείνοντα χρόνον, ἐπεκτεινόμενον, μηκυνόμενον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 64· ― σπανίως ἐν τῷ παθ., τὸ ὄρος τεταμένον τὸν αὐτὸν τρόπον Ἡρόδ. 2. 8. ΙΙ. ἀγωνίζομαι, μάχομαι, προσπαθῶ, τ. ἐναντία τινὶ Πλάτ. Πολ. 492D· σπεύδω, οἱ δ’ ἔτεινον ἐς πύλας Εὐρ. Ἱκ. 720· δηλοῖ τοὖργον, ᾗ τ. χρεὼν ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1129· τ. ὥς τινα Ἀριστοφ. Θεσμ. 1205· ἔτεινον ἄνω πρὸς τὸ οὖρος Ξεν. Ἀν. 4. 3, 21. ΙΙΙ. ἐκτείνομαι, φθάνω μέχρι τινός, Λατ. pertinere, ἐπὶ τὴν ψυχὴν Πλάτ. Θεαίτ. 186C· ἐπὶ πᾶν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 186Β· ἐπὶ τῶν φλεβῶν, ἐκτείνομαι ἀπὸ σημείου τινὸς εἰς ἕτερον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 2., 3. 3, 14 κἑξ., κ. ἀλλ· τ. ἐπὶ τόπου Λουκ. Ἰκαρομ. 22· εὐθὺ τόπου ὁ αὐτ. ἐν Νεκυομ. 4. 2) ἀναφέρομαι, ἀνήκω εἴς τι, Λατ. spectare ad..., τείνει ἐς σέ, ἀναφέρεται εἰς σέ, εἰς σὲ ἀποβλέπει, Ἡρόδ. 6. 109., 7. 135, Εὐρ. Φοίν. 435, πρβλ. Ἱππ. 797, κτλ.· ποῖ τείνει καὶ εἰς τί; εἰς τί ἀναφέρεται; Πλάτ. Κρίτων 47C· μηδαμόσε ἄλλοσε ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 499Α ἐπί τι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 186C· πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 188D, ἐν Πρωτ. 345Β· εἰς ταὐτὸ ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 439Β· ― ὁ Πλάτων ποιεῖται χρῆσιν τοῦ παθητ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σχεδὸν σημασίας, Φαῖδρ. 270Ε, Πολ. 581Β, κλπ. 3) τείνειν πρός τινα ἤ τι, πλησιάζειν εἴς τι, ὁμοιάζειν, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 169Α, ἐν Κρατύλ. 402C· οὕτως, ἐγγύς τι τείνειν τοῦ θανάτου ὁ αὐτ. ἐν Φαίδ. 65Α, πρβλ. Πολ. 548D. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 57.
English (Autenrieth)
(cf. tendo), aor. 1 ἔτεινα, τεῖνε, pass. perf. τέταται, plup. τέτατο, τετάσθην, aor. τάθη, pass. ταθείς: stretch, stretch out, extend, draw tight; of a bow, Il. 4.124; reins fastened tightly to the chariot rim (see cut No. 10), Il. 5.322; a sword hung by the baldric, Il. 22.307; a helmet-strap drawn under the chin, Il. 3.372. Metaph., λαίλαπα, pass., νύξ, πτόλεμος, Il. 16.365, Il. 17.736, Od. 11.19. ἵπποισι τάθη δρόμος, ‘was put forth,’ ‘exerted,’ Il. 23.375, 758. Cf. τανύω.
English (Slater)
τείνω (τείνων; aor. τεῖνον: med. & pass. pf. τέτᾰμαι, -ᾰται; τετάσθαι: cf. τανύω.)
a extend φάρμακον πραὺ τείνων ἀμφὶ γένυι i. e. placing the bridle in the mouth of Pegasos (O. 13.85) met., φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ Αἰολάδᾳ καὶ γένει εὐτυχίαν τετάσθαι ὁμαλὸν χρόνον (Lobel: τετάχθαι G-H.) Παρθ. 1. 13.
b med. & pass. pf., be excercised, intent cf. ἔγκειμαι. ξυναῖσι δ' ἀμφ ἀρεταῖς τέταμαι (P. 11.54) γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ τέταται is intent upon (I. 1.49)
c in tmesis ἀνὰ δ' ἱστία τεῖνον (v. ἀνατείνω) (N. 5.51)
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.)
2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ.
δ. «χεῖρας ἔτεινεν ἀμήχανος», Απολλ. Ρόδ.)
3. (αμτβ.) αποβλέπω, αποσκοπώ (α. «η ενέργειά του τείνει προς συμφιλίωση» β. «εἰς σὲ τείνει τῶνδε διάλυσις κακῶν», Ευρ.)
4. μέσ. τείνομαι
οδηγούμαι σε ένταση, σε εγρήγορση (α. «τεταμένη προσοχή» β. «ὁ πόνος συνεχὴς τέταται διὰ πάσης ὥρας ἔτους», Λιβάν.)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) έχω τάση, ρέπω, κλίνω (α. «ο καιρός τείνει προς βελτίωση» β. «τείνει προς την ακολασία»)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταμένος, -η, -ο
αυτός που μπορεί να οδηγήσει σε σύγκρουση (α. «τεταμένες σχέσεις» β. «τεταμένη κατάσταση»)
μσν.-αρχ.
απλώνω, ξαπλώνω («ώ τρισμακάριστον ξύλον, ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός», Μηναί.)
αρχ.
1. απλώνω κατά μήκος, παρατείνω, επιμηκύνω χρονικά (α. «εἰ δὲ θεός περ ἶσον τείνειεν πολέμου τέλος», Ομ. Ιλ.
β. «ἀεὶ τείνεις βίον», Ευρ.
γ. «μακροὺς τείνω λόγους», Ευρ.)
2. (για προσ.) εντείνω τις δυνάμεις μου, καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια («ἀμφ' ἀρεταῖς τέταμαι», Πίνδ.)
3. διαχέω (α. «ἐπὶ νὺξ τέταται βροτοῖσι», Ομ. Οδ.
β. «διὰ παντὸς οὐρανοῦ καὶ γῆς τεταμένον φῶς», Πλάτ.)
4. γραμμ. εκτείνω συλλαβή
5. (σχετικά με τον λόγο) απευθύνω («εἰς σὲ τείνεται γλῶσσα», Πλάτ.)
6. (ιδίως σχετικά με βέλη) κατευθύνω προς κάποιο σημείο, σκοπεύω
7. εκτείνω κατά μήκος, αραδιάζω («ζυγὰ ἐπιπολῆς τείνουσιν», Ηρόδ.)
8. (ενεργ. και παθ.) (κυριολ. και μτφ.) φθάνω ώς κάποιο σημείο (α. «τὰ ἐπὶ Λέχαιον τείνοντα τείχη», Ξεν.
β. «ὄρος τεταμένον τὸν αὐτὸν τρόπον», Ηρόδ.
γ. «ὅσα διὰ τοῦ σώματος παθήματα ἐπὶ τὴν ψυχὴν τείνει», Πλάτ.)
9. (για ένδυμα) πέφτω προς τα κάτω («στολίδες ὑπὸ σφυροῖσι τείνουσιν», Ευρ.)
10. (για χρόνο) παρατείνομαι («ἡμερολεγδὸν τείνοντα χρόνον τρομέονται», Αισχύλ.)
11. σπεύδω να φθάσω κάπου, πηγαίνω γρήγορα («οἱ δ' ἔτεινον ἐς πύλας», Ευρ.)
12. είμαι παρεμφερής προς κάποιον ή προς κάτι, μοιάζω («σύ δέ μοι δοκεῖς πρὸς τὸν Σκείρωνα μᾶλλον τείνειν», Πλάτ.)
13. παθ. α) είμαι πεσμένος, ξαπλωμένος με ανοιχτά τα μέλη
β) κρέμομαι («φάσγανον ὑπὸ λαπάρην τέτατο», Ομ. Ιλ.)
14. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μακρύς, επιμήκης
15. φρ. α) «τέτατο κρατερὴ ὑσμίνη» — η σύγκρουση ήταν πολύ σφοδρή (Ομ. Ιλ.)
β) «τάθη δρόμος» και «τέτατο δρόμος» — η επιτάχυνση ήταν η μεγαλύτερη δυνατή (Ομ. Ιλ.)
γ) «τείνω βοήν» ή «βοᾱτιν αὐδάν» — υψώνω τον τόνο της φωνής (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τείνω (< τέν-jω, με αντέκταση) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα ten- «εκτείνω, τεντώνω, σύρω, τραβώ» και συνδέεται με τον αρχ. ινδ. αθέματο αόρ. a-tan και με το λατ. ten-do (με οδοντική παρέκταση -d-). Στο κέντρο του συστήματος της Ελληνικής πρέπει να τοποθετηθεί ο αόρ. ἔτειν-α (< ἔ-τεν-σα, με αντέκταση πιθ. < IE e-tens-m). Ο μέσος παρακμ. του ρ. τέτα-μαι έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας (πρβλ. αρχ. ινδ. παρακμ. ta-tn-e), ενώ ο ενεργ. παρακμ. τέτα-κα, αντί του αναμενόμενου τέ-τον-α (πρβλ. αρχ. ινδ. tatāna, λατ. tetinit), έχει σχηματιστεί αναλογικά προς τον μέσο παρακμ. τέταμαι. Ο παθ. αόρ. ἐ-τάθην, ο μέλλ. τενῶ καθώς και ο ενεστ. τείνω είναι μτγν. σχηματισμοί αποκλειστικά της Ελληνικής. Αρχαιότερος ενεστ. του συστήματος είναι ο ενεστ. τά-νυ-μαι βλ. λ., ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον τ. τείνω. Στην απαθή βαθμίδα της ρίζας τεν- ανάγονται το ουσ. τέν-ων, -οντος (με οδοντική παρέκταση, πρβλ. IE e-ten-t) και τα σύνθ. σε -τενής (πιθ. < αμάρτυρο ουδ. τένος), με σιγμόληκτο θέμα (πρβλ. βυρσο-τενής, ευθυ-τενής, σχοινο-τενής), που αντιστοιχεί ακριβώς με το λατ. tenus, -oris «τεντωμένο σχοινί» και με το αρχ. ινδ. tanas «καταγωγή». Στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας τον- ανάγονται τα ουσ. τόνος και τονή (μτγν. σχηματισμός της Ελληνικής). Στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας εκτός από τον αρχ. ενεστ. τάνυμαι και τον τι-ταίνω (< τι-τάν-jω), ανάγονται το επίθ. ταναός, το ρηματ. ουσ. τάσις (πρβλ. αρχ. ινδ. tati-), το ρηματ. επίθ. τατός (πρβλ. αρχ. ινδ. tata-, λατ. tentus) και το επίθ. τετανός (με διπλασιασμό), από όπου το ουσ. τέτανος. Στη συνεσταλμένη βαθμίδα, τέλος, της ρίζας μπορούν να αναχθούν και πολλά σύνθ. με α' συνθετικό τανυ- (πρβλ. τανύ-γλωσσος, τανύ-σφυρος, τανυ-ήκης), τα οποία θα προϋπέθεταν αμάρτυρο επίθ. τανύς «μακρύς, λεπτός, ψηλός» (πρβλ. αρχ. ινδ. tanu-, λατ. tenuis, αρχ. άνω γερμ. dunni), ενώ, κατ' άλλους, τα σύνθ. αυτά ἔχoυv σχηματιστεί από το θ. τανυ- του ενεστ. τάνυμαι.
ΠΑΡ. τάση, τένων, τόνος
αρχ.
τονή, τατός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ανατείνω, αντιπροτείνω, αντιτείνω, αποτείνω, διατείνω, εκτείνω, εντείνω, επεκτείνω, επιτείνω, κατατείνω, παρατείνω, παρεκτείνω, προεκτείνω, προτείνω, συντείνω, υπερτείνω
αρχ.
περιτείνω, υποτείνω].
Greek Monotonic
τείνω: (√ΤΑΝ, πρβλ. τανύω)· μέλ. τενῶ, αόρ. ἔτεινα, Επικ. τεῖνα· παρακ. τέτᾰκα — Παθ., μέλ. τᾰθήσομαι, αόρ. ἐτάθην [ᾰ], Επικ. τάθην· παρακ. τέτᾰμαι· υπερσ. γʹ ενικ. και πληθ. τέτατο, τέταντο, γʹ δυϊκ. τετάσθην·
Α. I. 1. τεντώνω με δύναμη, τεντώνω όσο μπορώ, τόξον ἔτεινεν, το τέντωσε εντελώς, όσο ήταν δυνατό, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας, έχοντας δέσει σφιχτά, τεντωτά τα ηνία στην κιγκλίδα του άρματος, στο ίδ. — Παθ., (ἱμὰς) τέτατο, ο ιμάντας ήταν τεντωμένος, στο ίδ.· ἱστία τέτατο, τα ιστία ήταν τεντωμένα, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., μὴ τείνειν ἄγαν, μην τεντώνεις το σχοινί, τη χορδή τόσο σφιχτά, σε Σοφ.
2. μεταφ., ἶσον τείνειν πολέμου τέλος, καθιστώ τη μάχη ισόρροπη, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., ἐπὶ ἶσα μάχη τέτατο, στο ίδ.· ἵπποισι τάθη δρόμος, το βήμα τους επιταχύνθηκε στο έπακρο, στο ίδ.· επίσης, προσπαθώ, αγωνίζομαι, εντείνω τις δυνάμεις μου, σε Πίνδ.
3. εκτείνω, απλώνω, Ζεὺς λαίλαπα τείνει, σε Ομήρ. Ιλ.· νὺξ τέταται βροτοῖσι, η νύχτα είναι απλωμένη πάνω από τους θνητούς, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, λέγεται για το φως, τέτατο φάος, σε Σοφ.· λέγεται για τον ήχο, ἀμφὶ νῶτ' ἐτάθη πάταγος, σε Σοφ.
4. σκοπεύω, κατευθύνω προς κάποιο σημείο, κυρίως από το τόξο, τείνειν βέλη, στον ίδ.· έπειτα μεταφ., τείνω φόνον εἴς τινα, σκοπεύω, μελετώ, σχεδιάζω τον θάνατο κάποιου, σε Ευρ.· τείνω λόγον ἔς τινα, σε Πλάτ.
II. 1. εκτείνω κατά μήκος, σε Ηρόδ. — Παθ., εξαπλώνομαι κατά μήκος, ταθεὶς ἐπὶγαίῃ, σε Ομήρ. Ιλ.· ταθεὶς ἐνὶ δεσμῷ, βρίσκεται ξαπλωμένος με αλυσίδες, σε Ομήρ. Οδ.
2. εκτείνω προς κάποιον, προτείνω, παρουσιάζω, προσφέρω, τινὰ ἐπὶ σφαγάν, σε Ευρ. — Μέσ., τείνεσθαι χέρα, τεντώνω, εκτείνω τα χέρια, κ.λπ., σε Θεόκρ.
3. εκτείνω, επιμηκύνω, λέγεται για το χρόνο, σε Αισχύλ., Ευρ.· τείνειν λόγον, σε Αισχύλ. Β. I. αμτβ., λέγεται για γεωγραφική θέση, εκτείνομαι, σε Ηρόδ., Ξεν.· λέγεται για χρόνο, τείνοντα χρόνον, χρόνος που παρατείνεται, σε Αισχύλ.
II. αγωνίζομαι, μάχομαι, προσπαθώ, ἐναντία τινί, σε Πλάτ.· σπεύδω, βιάζομαι, σε Ευρ., Ξεν.
III. 1. εκτείνομαι, φθάνω, Λατ. pertinere, ἐπὶ τὴν ψυχήν, σε Πλάτ.
2. αναφέρομαι, ανήκω κάπου, Λατ. spectare ad, τείνει ἐς σέ, αναφέρεται σε σένα, σε σένα αποβλέπει, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ποῖ τείνει; σε τί αναφέρεται; σε Πλάτ.· ἐγγύς τι τείνειν τοῦ θανάτου, στον ίδ.
Middle Liddell
[Root !ταν, cf. τανύω
I. to stretch by main force, to stretch to the uttermost, τόξον ἔτεινεν stretched it to its full, Il.; ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας having tied the reins tight to the chariot-rail, Il.:—Pass., [ἱμὰς] τέτατο the strap was made tight, Il.; ἱστία τέτατο the sails were stretched, Od.:—absol., μὴ τείνειν ἄγαν not to strain the cord too tight, Soph.
2. metaph., ἶσον τείνειν πολέμου τέλος to strain the even tug of war, Il.:—Pass., ἐπὶ ἶσα μάχη τέτατο Il.; ἵπποισι τάθη δρόμος their pace was strained to the utmost, Il.: also, to exert oneself, be anxious, Pind.
3. to stretch out, spread, Ζεὺς λαίλαπα τείνει Il.; νὺξ τέταται βροτοῖσιν night is spread over mankind, Od.; so, of light, τέτατο φάος Soph.; of sound, ἀμφὶ νῶτ' ἐτάθη πάταγος Soph.
4. to aim at, direct towards a point, properly from the bow, τείνειν βέλη Soph.: then, metaph., τ. φόνον εἴς τινα to aim death to one, design it for him, Eur.; τ. λόγον εἴς τινα Plat.
II. to stretch out in length, Hdt.:—Pass. to lie out at length, lie stretched, ταθεὶς ἐπὶ γαίηι Il.; ταθεὶς ἐνὶ δεσμῶι lying stretched in chains, Od.
2. to stretch or hold out, present, τινὰ ἐπὶ σφαγάν Eur.:—Mid., τείνεσθαι χέρε to stretch out one's hands, etc., Theocr.
3. to extend, lengthen, of time, Aesch., Eur.; τείνειν λόγον Aesch.
B. intr., of geographical position, to stretch out or extend, Hdt., Xen.:—of time, τείνοντα χρόνον lengthening time, Aesch.
II. to exert oneself, struggle, ἐναντία τινί Plat.: to hurry on, hasten, Eur., Xen.
III. to extend to, reach, Lat. pertinere, ἐπὶ τὴν ψυχήν Plat.
2. to tend, refer, belong to, Lat. spectare ad, τείνει ἐς σέ it refers to, concerns you, Hdt., Eur., etc.; ποῖ τείνει; to what tends it? Plat.; ἐγγύς τι τείνειν τοῦ θανάτου Plat.
Frisk Etymology German
τείνω: {teínō}
Forms: Aor. τεῖναι, Pass. ταθῆναι, Perf. Med. τέταμαι (seit Il.), Fut.τενῶ (att.), Perf. Akt. τέτακα (Pl., D.H.),
Grammar: v.
Meaning: spannen, straff anziehen, ausspannen, ausdehnen, in die Länge ziehen, intr. sich dehnen, sich erstrecken.
Composita: sehr oft m. Präfix und Präfixkombinationen: ἀνα- (συνανα-), δια- (ἐπιδια-), ἐκ- (διεκ-), ἐν- (ἐπεν-), παρα- (ἀντιπαρα-), ὑπερ- usw. usw., mit Intensivreduplikation τιταίνω, ganz vereinzelt mit ἀνα- u.a. (ep. seit Il., auch Mediz.), wozu die Aoristformen τιτήνας (Ν534), τιτηνάμενος (Orph.),
Derivative: Zahlreiche Ableitungen. 1. τόνος m. ‘Spannung, Seil, Saite, Sehne, Spannung der Stimme = Ton, Akzent, Klang; Anstrengung, Stärke’ (ion. att.), als Hinterglied u.a. in παλίντονος mit Spannung nach hinten, rückwärts schnellend, elastisch (Hom., S. in lyr., auch Hdt., Ph. Bel., Hero Bel.), πρότονοι m. pl. Vordertaue (Hom. usw.) mit -ίζω ‘mit π. aufziehen’; von den präfigierten Verba z.B. διάτονος (: διατείνω) angespannt, angestrengt, durch und durch gehend (Thphr. u.a.) mit -ικός "diatonisch" (Musik), -αιον n. Querbalken (Pap. u.a.). Von τόνος: τονικός anspannbar, sich auf den Ton beziehend (Arist., hell. u. sp.), -αῖος gespannt (Alex. u.a.), -ιαῖος aus einem Ton bestehend, einen Ton messend (Arist. u.a.), -ώδης spannungsähnlich (Mediz.), -ίζω mit Ton versehen (Gramm.), -έομαι mit Ton versehen werden (Eust.); χειροτονέω die Hand ausstrecken, stimmen, wählen mit -ία (att.), wie von χειροτόνος (A. in lyr.), eig. Zusammenbildung von χεῖρα τείνειν (vgl. Schwyzer 726); τονόω (ἐπι-, συν-) spannen, stärken, mit Ton versehen (Ti. Lokr., hell. u. sp.) mit -ωσις, -ωτικός (Mediz.). — 2. τονή f. Aushalten eines Tons (Musik). 3. τάσις f. Spannung, Dehnung, vorwiegend von den präfigierten Verba, z.B. ἔντασις: ἐντείνω (ion. att.), τατός (Arist.), ἐντατός (Pl.) usw. dehnbar, τατικός eine Spannnung bewirkend (Orib.), fast nur m. Präfix, z.B. διατατικός (hell. u. sp.). 4. τένων, -οντος m. Sehne, Nackenmuskel, Achillessehne (ep. ion. poet. seit Il., Arist. u.a.; zur Bildung unten). 5. Mit Reduplikation τετανός gestreckt, gespannt, straff, schlicht (Hp., Thphr. u.a.), straff, schlichthaarig (hell. Pap.) = τετανόθριξ (Pl. u.a.). τέτανος m. Starrkrampf, Tetanus (Hp., Pl., Arist. usw.) mit τετανικός am Starrkrampf leidend, -ώδης starrkrampfartig (Mediz.), -όω ausspannen, schlichten, glätten (Dsk.). -ωθρον n. Hautglättungsmittel (Dsk.), -ωμα n. ib. (Mediz.). 6. τεινεσμός m. Hartleibigkeit (Mediz., Nik.) mit ώδης (Mediz.), nach πιεσμός (Schwyzer 493 A. 6), zur Sache Strömberg Wortstud. 91; die Schreibung την- (von Bechtel Dial. 3, 333 f. empfohlen) bleibt noch zu erklären. 7. *τένος n. in ἀτενής (s.d.); vom Verb z.B. διατενής sich streckend (Thphr.), oft m. nominalem Vorderglied, z.B. ἁλιτενής sich bis ans Meer streckend, auch seicht (hell. u. sp.); zu εἰλιτενής s. bes.
Etymology: Das obige Verb samt nominalen Ableitungen hat sich im Griechischen auf einer idg. Grundlage zu einem umfassenden System entwickelt. Eine uralte Verbform ist im aind. athem. Aorist á-tan dehnte aus, idg. *é-ten-t, erhalten; davon die Primärableitung τένων, -οντος (ob. 4; vgl. Specht KZ 63, 221 und Strunk Nasalpräs. u. Aor. 107) und der s-Stamm *τένος in ἀτενής (ob. 7), der sich mit lat. tenus, -oris n. Schnur mit Schlinge und aind. tánas- n. ‘Nachkommen- schaft’ (nur RV 5, 70, 4) formal identifizieren läßt (idg. *ténos n.). — Neben diesem Wz.-Aorist stand im Aind. ein s-Aorist a-tāṅs-ĩ-t (Dehnstufe), Med. a-tas-i (Schwundstufe). der in ἔτεινα aus idg. *é-tē̆ns-m̥ ein Gegenstück hat (vgl. Schwyzer 751). Völlige Übereinstimmung herrscht zwischen den Verbaladj. (Ptz.) τατός = aind. ta-tá- und lat. ten-tus (idg. *tn̥-tó-s); einem alten Muster folgt desgleichen das schwundstufige Perf. Med. τέταμαι (vgl. aind. ta-tn-e). Zu diesen Formen trat anstelle des alten νυ-Präsens in τάνυται, τανύω (s. d.) ein Jotpräsens τείνω, das zu alb. ndënj ausbreiten, ausspannen, falls aus *en-ten-i̯ō, stinunt (Mann Lang. 28, 38). Es kamen hinzu der Aor. Pass. ταθῆναι, das Fut. τενῶ, endlich auch das Perf. Akt. τέτακα (nach τέταμαι für *τέτονα = aind. ta-tān-a; vgl. alat. tetinit). Das sehr spate τονέομαι und Denominativa wie εὐτονέω (von εὔτονος) stehen mit der german. Sekundärbildung in got. þanjan, ahd. denen ’dehnen’ in keinem geschichtlichen Zusammenhang. —Von den Nomina decken sich die stark produktiven ti-Bildungen in τάσις = aind. tati-, fast nur zu den präfigierten Verba, z.B. sáṃta-ti- (: saṃ-tan-), wozu lat. con-tenti-ō. Eine Neubildung nach wohlbekannten Mustern ist τόνος gegenüber lit. tãnas m. Geschwulst, aind. tāna- m. Faden, Ton, tána- n. Nachkommenschaft, ebenso natürlich das späte τονή (: aind. tanā f.[?] Sproß, Nachkommenschaft). — Weitere Formen m. Lit. bei WP 1, 723f., Pok. 1065f., W.-Hofmann s. tendō; alt. Lit. auch bei Bq.
Page 2,863-865
Mantoulidis Etymological
(=τεντώνω, ἁπλώνω). Ἀπό ρίζα ταν- ἤ τεν-. Θέματα: α) τεν+j+ω → τέννω → τένω → τείνω, β) τανκαί τα (ταναός, τέτακα, ἐτάθην) καί γ) μέ ἑτεροίωση τον (τόνος). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ταινία, ταινιόω -ῶ (=στεφανώνω), ταναός (=μακρύς, ψηλός), τανύω, τατικός (ἐντατικός), τατός, ἐκτατός, ἐντατός, (ἀνέν, ἀνεπέκ, ἀνεπί, ἀσύν, δυσέν)τατος, τάσις, (ἐν, ἐπί, ἐκ, πρό, ὑπό) τασις, ἐκτάδην, ἐκταδόν, ἐκτατέον, συντατέον, τεταμένως, τέτανος, τένων -οντος (=νεῦρο τοῦ σώματος), ἀτενής, ἀτενῶς, ἐκτενής, τετανόςή-όν (=τεντωμένος), τόνος, βαρύτονος, ἔντονος, ὀξύτονος, σύντονος, τονόω -ῶ (=δυναμώνω), τόνωσις, τονωτικός, τονικός, χειρότονος, χειροτονῶ.