δείκνυμι
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
English (LSJ)
(also δεικνύω Hes.Op.451, Men.562; Ion. δέκνυμι GDI 5653b14 (ἀπο-, Chios), 5493b25 (ἀπο-, Milet.), freq. in Hdt.; Cret. δίκνυμι (προ-) GDI5112); 3sg.
A δείκνυ Hes.Op.526; imper. δείκνυε ib.502, Pl.Phdr.228e, 3sg.δεικνύτω S.OC1532: impf.3pl. ἐδείκνυσαν X.An.4.5.33, D.18.213, also -υον Hdt.4.150, Antipho 5.76, etc.; 3sg. δείκνυεν Pi.P.4.220: fut. δείξω Od.12.25, etc., Ion. δέξω Hdt.4.179, al.: aor. 1 ἔδειξα, Ep. δεῖξα Od.3.174, etc., Ion. ἔδεξα Hdt.2.30, al.: pf. δέδειχα Alex.268, (ἐπι-) D.26.16, (ἀνα-) Plb.4.48.3:—Med., with pf. Pass., for Ep. forms δεικνύμενος, δείδεκτο, δειδέχαται, δειδέχατο, v. δειδίσκομαι:—Pass., fut. δειχθήσομαι Isoc.5.1, 12.4; δεδείξομαι Plu.2.416d, A.D.Synt.23.26, al.: aor. ἐδείχθην E.Supp.1209, etc., Ion. ἐδέχθην (ἀπ-) Hdt.1 Prooemia : pf. δέδειγμαι S.Fr.432, Ion. δέδεκται Hp.de Arte10:—bring to light, show forth, [θεὸς] ἡμῖν δεῖξε [τέρας] Od.3.178; δεικνὺς σῆμα βροτοῖσιν Il.13.244; ἄγος δ. S.OT 1427; τὸν κτανόντα ib.278; ἵν' ἐλαίας… ἔδειξε κλάδον Ἀθάνα E.Tr. 802; of artists, portray, represent, Luc.Im.5; cause, δυσθέατα πήματα ἐδείξατ' A.Th.982 codd.; render so and so, τυφλοὺς τοὺς ἐμβλέποντας δεικνύει Men.83; τινὰ ὑπὸ τῶν τραυμάτων δείξας νεκρόν D.S.34.2.21:—Med., δείκνυμαι set before one, ἄεθλα Il.23.701.
2 show, point out, δ. Ἀλέξανδρον Μενελάῳ Il.3.452; δέσμιον… ἔδειξ' Ἀχαιοῖς (sc. αὐτόν) S.Ph.609, cf. 492,630; αὐτὸ δ. experiment will show, Cratin.177, cf. Pl.Tht.200e, Hp.Ma.288b; δείξει δὴ τάχα alone, time will show, Ar.Ra.1261; δ. εἴς τινα point towards, Hdt.4.150:—Med., δείξατο δ' εἰς Κρονίωνα h.Merc.367.
3 show, make known, esp. by words, explain, ὁδόν Od.12.25, etc.; ἀντολὰς ἐγὼ ἄστρων ἔδειξα A.Pr.458, cf. 482.
4 show, prove, with part., ποῦ γὰρ ὢν δείξω φίλος; E.Or.802; ἔδειξαν ἕτοιμοι ὄντες Th.4.73, cf. 5.72; δεικνύω ἐσπουδακώς Men.562; δείξω αὐτὸν πολλῶν θανάτων ὄντ' ἄξιον D.21.21; εἰ… δειχθήσεται τοῦτο πεποιηκώς ib.160; ἱκανώτατα δέδεικται ψυχὴ τῶν πάντων πρεσβυτάτη Pl.Lg.896b: followed by a relat. clause with ὡς... ὅτι... εἰ..,etc., A.Th.176, Th.1.76, 143, etc.; πᾶσα ἀπόδειξίς τι κατά τινος δείκνυσι Arist.AP0.90b34: ὅπερ ἔδει δεῖξαι, = Q.E.D., Euc.1.4,al.: abs., δέδεικται = it is clear or it is proven, Pl.Phd. 66d, etc.; δεδείξεται A.D. l.c.
5 of accusers, inform against, τινά Ar.Eq.278 (Dobree ex Sch. ἐγὼ ἐνδείκνυμι).
6 display, exhibit, ἀγλαΐαν Pi.P.6.46; ἀρετήν, προθυμίαν, Th.1.37, 6.11.
7 offer, proffer, καὶ τὰ πίστ' ἐδειξάτην A.Ag.651. (Cf. Lat. dīco, Goth. gateihan 'announce', OHG. zeigōn 'show'.)
Wiktionary EN
Etymology: From Proto-Hellenic *deiknéumi, from Proto-Indo-European *deyḱ- (“to show, point out”) + -νῡμῐ (-nūmi), from Proto-Indo-European *-néwti. Cognates include Latin dīcō, Sanskrit दिशति (diśáti) and Old English tǣċan (English teach).
German (Pape)
[Seite 536] zeigen; Wurzel Δικ-, mit Guna Δεικ, verwandt dĭcare und dicere, vgl. Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1, 105. 2, 228; futur. δείξω, aorist. ἔδειξα, perf. δέδειχα, δέδειγμαι, ion. δέξω, ἔδεξα, δέδεγμαι; die homerischen Formen δειδέχαται u. a. s. unter med. 2; – 1) zeigen, zum Vorschein bringen, nach Plat. Crat. 430 e τὸ δεῖξαι λέγω εἰς τὴν τῶν ὀφθαλμῶν αἴσθησιν καταστῆσαι. So Hom. ᾖτέομεν δὲ θεὸν φῆναι τέρας· αὐτὰρ ὅ γ' ἥμιν δεῖξε, ließ uns ein Zeichen sehen, Od. 3, 174; σῆμα Il. 13, 2441 ἵν' ἐλαίας πρῶτον ἔδειξε κλάδον Αθάνα, sichtbar werden, d. i. hervorsprossen ließ, Eur. Tr. 799; φάσμα γυναικός Plat. Conv. 179 d; εἴδωλα Soph. 234 c u. sonst; von Künstlern, darstellen, machen, Φειδίας ἔδειξε τὸν Δία Luc. Somn. 8 u. Sp.; τυφλοὺς δεικνὐει, macht sie blind, Men. bei Stob. fl. 93, 21. – 2) durch Worte kundmachen, anzeigen, αὐτὰρ ἐγὼ δείξω ὁδὸν ἠδὲ ἕκαστα σημανέω, ich werde den Weg angeben und beschreiben, Odyss. 12, 25; vielleicht gehört hierher auch Iliad. 19, 332 καί οἱ δείξειας ἕκαστα, κτῆσιν ἐμὴν δμῶάς τε καὶ ὑψηρεφὲς μέγα δῶμα und Odyss. 10, 303 καί μοι φύσιν αὐτοῦ ἔδειξεν; Hes. O. 500, unterweisen; vgl. 612; ἡλίῳ τοὔναρ Soph. El. 417; θεοῖς ἔργον Tr. 1240; lehren, c. inf., Eur. Andr. 707. 1003; ὁ λόγος σαφέστερον δείξει Plat. Phil. 20 c; τὴν ἀλήθειαν Crat. 438 d; ἀπ όκρισιν, d. i. antworten, Rep. I, 337 c; δέδεικται, es ist einleuchtend erwiesen, Phaed. 66 d; ἔχουσι δεῖξαι ὁπόθεν ἔμαθον ταῦτα Xen. Mem. 3, 5, 21. A uch vom Ankläger, angeben, τινά Ar. Equ. 278: vgl. Antiph. 2 α 1, wo διαγνωσθῆναι καὶ δειχθῆναι dem ἐλέγχεσθαι entspricht. – Oft folgt das partic., δεικνὐσθω ἐνταῦθα ἐὼν πολέμιος Her. 3, 72: ἔδειξαν ἕτοιμοι ὄντες Thuc. 4, 73; ταῦτα οὕτω ἔχοντα Plat. Legg. VII, 822 c; ποῦ γὰρ ὢν δείξω φίλος Eur. Or. 802; ἱκανώτατα δέδεικται ἡ ψυχὴ ἀρχὴ γιγνομένη Plat. Legg. X, 896 b; σὺ δεῖξον πόλλ' ἀναλωκώς Dem. 42, 22; öfter; sonst folgt meist ὅτι, ὡς, εἰ, Thuc. 1, 76; Soph. Ant. 37; οἷος ἦν Xen. Mem. 1, 3, 1. – 3) hinweisen, εἴς τινα Her. 4, 150; εἴς τι 5, 49. So med., H. h. Merc. 367. – 4) intr., δείξει, es wird sich zeigen, Ar. Ran. 1259; Plat. Phil. 45 d; Theaet. 200 c. – Med. –: 1) zeigen, Il. 23, 701. – 2) bewillkommnen, begrüßen, τινά. Hierher gehören besonders die Homerischen Perfect- und Plusqpft-Formen δειδέχαται, δειδέχατο, δείδεκτο; sie sind durch Umsetzung aus δεδείχαται, δεδείχατο, δέδεικτο entstanden, wie ἀπερείσιος aus ἀπειρέσιος, des Metrums halber; δειδέχαται mit Präsensbdtg Odyss. 7, 72 οἵ μίν ῥα θεὸν ἃς εἰσορόωντες δειδέχαται μύθοισιν, ὅτε στείχῃσ' ἀνὰ ἄστυ; δειδέχατο mit Imperfectbdig Iliad. 4, 4 τοὶ δὲ χρυσέοις δεπάεσσιν δειδέχατ' άλλήλους, sie tranken einander zu; Iliad. 9, 671 τοὺς μὲν ἄρα χρυσέοισι κυπέλλοις υἷες Ἀχαιῶν δειδέχατ' ἄλλοθεν ἄλλος ἀνασταδόν; Iliad. 22, 435 ὅ μοι νύκτας τε καὶ ἦμαρ εὐχωλὴ κατὰ ἄστυ πελέσκεο, πᾶσί τ' ὄνειαρ Τρωσί τε καὶ Τρωῇσι κατὰ πτόλιν, οἵ σε θεὸν ἃς δειδέχατ'· ἦ γάρ κέ σφι μάλα μέγα κῦδος ἔησθα ζωὸς ἐών, erinnert an Odyss. 7, 72; Iliad. 9, 224 πλησάμενος δ' οἴνοιο δέπας δείδεκτ' Ἀχιλῆα, er trank ihm zu. Einige ziehen diese Formen δείδεκτο, δειδέχατο, δειδέχαται zu δέχομαι; dabei ist aber erstens das ει weit schwerer zu erklären; und zweitens ist zu beachten, daß das praes. δεικνύμενος bei Homer in demselben Sinne vorkommt, wie δειδέχαται, δειδέχατο, δείδεκτο: τὼ καὶ δεικνύμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς (ξανθὸς Μενέλαος) Iliad. 9, 196 Odyss. 4, 59. – H. Apoll. 11 δέπαϊ χρυσείῳ δεικνύμενος φίλον υἱόν.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): lesb. δείχν- Alc.73.13, 303Ab.14
• Morfología: [impf. 3a sg. δείκνυ Hes.Op.526; fut. part. masc. δεικσίον ICr.4.41.2.16 (VI a.C.); perf. 3a sg. δέδειχε Vett.Val.91.27]
A tr.
I c. ac. de pers. o n. concr. y frec. dat. de pers.
1 gestual hacer ver, mostrar, señalar οὔ τις δύνατο ... δεῖξαι Ἀλέξανδρον τότε ... Μενελάῳ Il.3.452, cf. 10.476, δείξουσί τε παῖδα h.Ven.275, οὔτ' ἔκτανον γὰρ οὔτε τὸν κτανόντ' ἔχω δεῖξαι ni lo maté, ni puedo señalar al asesino S.OT 278, φήμη τὸν ἐσθλὸν κἀν μυχοῖς δείκνυσι γῆς E.Fr.865, σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ preséntate al sacerdote, Eu.Matt.8.4, Κρόνος ... δείξει στυγνούς Vett.Val.98.31, ἐδείκνυ τοὺς ... μάρτυρας Eun.VS 475, σήματα λυγρὰ ... ᾧ πενθερῷ Il.6.170, σῆμα βροτοῖσιν Il.13.244, τέρας, ... ὅ γ' ἡμῖν δεῖξε Od.3.174, σῆμα ἀριφραδὲς ... δείξω ref. a una cicatriz Od.21.217, muy frec. de heridas (Ἄρης) δεῖξεν δ' ἄμβροτον αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς Il.5.870, ὠτειλάς Philostr.VS 553, τᾷ δ' Ἀφροδίτᾳ ... τὰν ὀδύναν Theoc.19.5, στέρνα τετυμμένα ... παιδί Q.S.9.123, φίλοισιν ὄμμα δεικνύναι τὸ σόν E.HF 1215, τὸ πρόσωπον Ar.Ra.912, μή τῳ ἐμὸν δείξῃς δέμας A.R.4.862, (κλῆρον) κῆρυξ ... δεῖξε πᾶσιν mostró el heraldo a todos (la suerte), Il.7.184, φᾶρος Od.24.147, ἐλαίας ... κλάδον E.Tr.802, τἀνδρὶ τοὔγκυκλον Ar.Th.499, εἰκόνα Pl.Cra.430e, αὐτῇ θοἰμάτιον Ar.Nu.54, τοῖς πάντεσσι ... φάρμακον A.R.3.1169, τὰς πέδας Hdt.1.90, μοι κτήματ' Od.14.323, cf. Il.19.332, πόντον A.R.4.1571, Ἀργείοισι πυρὸς σέλας Q.S.13.24, c. intención jur. σοι ... δείξω νόμους Ar.Au.1045, en v. pas. ὅ τι πρῶτον ἡμῖν τῶν ἱερῶν ἐδείκνυτο Ar.Th.629
•tb. en v. med. Πηλεΐδης ... θῆκεν ἄεθλα, δεικνύμενος Δαναοῖσι Il.23.701
•frec. aunando palabras al gesto mostrar, indicar lugares δείξω Ἰθάκης ἕδος Od.13.344, τοι ... δόμον Od.7.29, πόλιν Od.6.144, ἄστυ δέ μοι Od.6.178, de una tumba μιν ... δεῖξε Νεοπτολέμῳ Q.S.7.405, ἐμοὶ τεὸν ἄλσος Theoc.27.45, ἄδυτον ζάθεον h.Ap.523, τὸν χῶρον h.Merc.393, esp. rutas, caminos ὁδόν Od.12.25, κέλευθον Xenoph.B 7.1, πόρους ἁλός A.R.1.361, θαλάσσης ... ἀτραπούς Orph.A.86
•tb. c. interr. indir. δεῖξ' ὅθι δένδρεα μακρὰ πεφύκει Od.5.241.
2 exponer βότρυς, δεῖξαι δ' ἠελίῳ δέκα τ' ἤματα Hes.Op.612.
II c. ac. de abstr. y a veces dat. de pers.
1 evidenciar, poner al descubierto por indicios o hechos δείξει δὴ μανίην μὲν ἐμὴν ... χρόνος ἀστοῖς Sol.10.1, πῦρ καὶ θάλασσα ... τὰ πίστ' A.A.651, ταχὺ δ' αὐτὸ δείξει τοὖργον S.Fr.388, ἡμῖν ἄλλων δηλώσεις Vett.Val.l.c., ἡ θεὸς οὖν ἔδειξεν τὰς ἰδίας δυνάμις (sic) TAM 5.317.18 (II d.C.), tb. en v. med. δυσθέατα πήματα ἐδείξατ' ἐκ φυγᾶς ἐμοί A.Th.979, cf. AP 2.184 (Christod.), τοιόνδ' ἄγος ἀκάλυπτον S.OT 1427, τοὔργον Ar.Lys.375, τῶν γὰρ ἀσκούντων καὶ θρησκευόντων ἀποκαλύνματα PLond.1926.11 (IV d.C.)
•c. una interr. dir. δεῖξον τίς ἔσται ... χρόνος A.Pr.623, c. or. complet. c. ὡς: πνεῦμα δ' ἠρεθισμένον δείκνυσιν ὥς τι ἀγγελεῖ κακόν E.Med.1120, c. εἰ: ἄλλους ... οἰόμεθα ... δεῖξαι ἂν μάλιστα εἴ τι μετριάζομεν creemos que otros harían ver bien nuestra moderación Th.1.76, c. inf. δείξει ... πᾶσιν ἀνθρώποις σεβίζειν δαίμονας Ar.Th.673, cf. Luc.Syr.D.39, δεικνύει ... ἤθη ... εἶναι ἀγροίκους A[ἰ] γυπτίους sus maneras revelan que son campesinos egipcios, PGiss.40.2.28 (III d.C.) en BL 8.137
•en v. pas. ἁμίλλας, ἐν αἷς δείκνυται καὶ γνώμης τάχος Gorg.B 11.13
•c. suj. de ciertos signos celestes οἱ ἠέλιος δείκνυ νομὸν ὁρμηθῆναι Hes.Op.526, (ἀστεροπή) δεικνὺς ἀνθρώποισι μένος βαρυηχέος ὄμβρου Q.S.1.155, σπειρομένων σταχύων δείκνυσι γενέθλην AP 9.383.
2 enseñar, explicar μέτρα ... θαλάσσης Hes.Op.648, σφιν ἀντολὰς ... ἄστρων A.Pr.458, μύθων τῶνδε ἀλήθειαν E.Hipp.9, τὴν ἰδέαν Philostr.VS 557, τῆς ἀρετῆς τὸ μέγεθος Eun.VS 498, τὴν αὑτοῦ σοφίαν Alcid.1.15, τὸ εὐαγγέλιον Ep.Gal.1.11 en Manes 61.16, c. pred. μέλπεις ἃ ... οὐ σαφῆ δείξεις E.Tr.407
•en v. pas. ὃ βούλεται δεδείξεται μετὰ μαρτύρων σαφῶν καὶ παλαιῶν Plu.2.416c
•δ. μῦθον contar (τὸν μῦθον) σιγῇ γὰρ εἶχον· νῦν δὲ δείκνυμεν E.Io 1341
•en cont. cien., fil., jur. enseñar, demostrar δεῖξον op. ἀριθμεῖν Pl.Men.83e, πᾶσα ἀπόδειξις τι κατὰ τινὸς δείκνυσιν Arist.APo.90b34, ὅπερ ἔδει δεῖξαι Euc.1.4, 9.21, 22, 23, en v. pas. ἱκανώτατα δέδεικται ψυχὴ τῶν πάντων πρεσβυτάτη Pl.Lg.896b.
3 c. or. complet. demostrar, probar (Δίκη) δείκνυσι ἡμῶν ὅστις ἐστὶ μὴ κακός E.Fr.222, οἱ ... ἄρχοντες ἔχουσι δεῖξαι ὁπόθεν ἔμαθον ταῦτα X.Mem.3.5.21, δεῖξον οὖν μοι σύ, πῶς κατὰ φύσιν ἐστίν Arr.Epict.1.11.8, ταῦτα δὲ ὡς οὕτως ἔχει δείξω Gorg.B 11.8, δείξω ... πᾶσιν ἀνθρώποις ὅτι ἄκων ἐμαυτὸν τοῖς πονηροῖς ἐπεδίδουν Ar.Pl.780, δ. τοῖς μαθηταῖς αὑτοῦ ὅτι δεῖ αὐτὸν εἰς Ἰεροσόλυμα ἀπελθεῖν Eu.Matt.16.21, c. part. pred. δείξω πολλῶν θανάτων ... ὄντ' ἄξιον D.21.21, cf. CPR 1.232.33 (II/III d.C.)
•en v. pas. está demostrado que, está claro que δέδεικται ὅτι Pl.Phd.66d, cf. A.D.Synt.23.26, δέδεικτο ... τὰ τῶν θεῶν Μάξιμον ... εἰδέναι Eun.VS 480
•abs. δείξω δ' αὐτίκα. ἰδού, σύ δείξεις; Ar.Ra.1204, cf. Eq.483, παραλαβὼν δεικνύτω Luc.Im.5.
III c. ac. de pers.
1 c. ac. de pers. y pred. manifestar como πόλεμος ... τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς δὲ ἀνθρώπους la guerra a unos ha acreditado como dioses, a otros como hombres Heraclit.B 53, Κλέωνα ... ὑπὸ τῶν τραυμάτων δείξας νεκρόν D.S.34.2.21, c. suj. de cosa τὸν μὲν ἄνδρα ... δείκνυσιν ἡ κόμη, τὸν δὲ ῥήτορα ἡ φωνή su pelo evidencia qué clase de hombre es, su voz qué clase de orador Philostr.VS 623.
2 designar, nombrar para un cargo, en v. pas. δειχθεὶς χελληστυάρχας OGI 78.5 (Metimna III a.C.), οἱ μετὰ ταῦτα δεικνύμενοι (στρατηγοί) Welles, RC 23.16 (Pérgamo III a.C.)
•δεδειγμένος trad. de lat. designatus ὕπατος [τὸ] γʹ, δεδειγμέ[νος] τὸ δʹ SEG 9.165, cf. 167 (Cirene I d.C.).
B intr.
1 dirigirse a c. εἰς y ac. δείξατο δ' εἰς Κρονίωνα θεῶν σημάντορα πάντων h.Merc.367, ἀγωνιστοῦ ... ἐς τὴν γῆν δείξαντος Philostr.VS 541.
2 mostrarse, aparecer c. pred. δαίμονες, ... δείξαθ' ὡς φιλοπόλεις divinidades, ... mostrad que amáis a la ciudad A.Th.176, αὐτὸ δείξει ello aparecerá, e.d. se verá Cratin.188, cf. Pl.Tht.200e
•impers. δείξει δὴ τάχα enseguida se verá Ar.Ra.1261, δείξει γε καὶ σοί Ar.Ec.933, δείξει τῷ ἱερεῖ LXX Le.13.49
•c. part. ἐν φανερῷ ἔδειξαν ἑτοῖμοι ὄντες Th.4.73, ποῦ γὰρ ὢν δείξω φίλος E.Or.802, φυσῶν τὰς κίχλας δείκνυσι Ar.Au.1080, tb. en v. pas. δειχθήσεται τοῦτο πεποιηκώς D.21.160.
• Diccionario Micénico: ḍẹ-di-ku-ja (?).
• Etimología: De la r. *deik-, que da lugar a het. tekušš- ‘mostrar’, lat. dico ‘decir’, gót. ga-teihan ‘anunciar’, etc.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐδείκνυν, f. δείξω, ao. ἔδειξα, pf. δέδειχα;
Pass. f. δειχθήσομαι, ao. ἐδείχθην, pf. δέδειγμαι;
I. faire voir, càd :
1 produire au jour, faire apparaître, acc.;
2 en parl. d'artistes produire, représenter, acc.;
II. faire connaître :
1 montrer, indiquer (par la parole ou par le geste) : ὁδόν OD un chemin ; ἔς τινα, ἔς τι, tendre la main ou montrer dans la direction de qqn, de qch ; τινά τινι désigner ou faire connaître une personne à une autre;
2 faire connaître par la parole, expliquer : ἕκαστα IL chaque chose en détail ; ἀντολὰς ἄστρων ESCHL faire comprendre ou expliquer le lever des astres;
3 signaler, révéler, dénoncer, acc.;
4 montrer, prouver : τὴν δύναμιν THC montrer sa puissance ; προθυμίαν THC faire preuve de zèle ; δ. τί τινι ATT prouver qch à qqn ; ἔδειξαν ἕτοιμοι ὄντες THC ils montrèrent qu'ils étaient prêts ; abs., au Pass. δέδεικται PLAT cela est clair ou démontré;
Moy. δείκνυμαι (ao. ἐδειξάμην);
1 faire signe de la main, faire un signe de bienvenue, saluer de la main : τινα, qqn ; τινα μύθοισι OD saluer qqn de la main en lui adressant des paroles de bienvenue ; τινα κυπέλλοις IL saluer qqn en levant les coupes;
2 mettre sous les yeux de qqn.
Étymologie: R. Δικ, montrer.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δείκνυμι en δεικνύω, Ion. δέκνυμι, praes. imperat. δείκνυ en δείκνυε, imperf. ἐδεικνυον en ἐδείκνυν, poët. 3 sing. δείκνυ en δείκνυε, 3 plur. ἐδείκνυσαν en ἐδείκνυον; aor. ἔδειξα, ep. δεῖξα, Ion. ἔδεξα, ep. med. 3 sing. δείξατο; aor. pass. ἐδείχθην, Ion. ἐδέχθην; perf. act. δέδειχα; perf. med.-pass. δέδειγμαι, Ion. 3 sing. δέδεκται, plqperf. (ἐ)δεδείγμην; fut. δείξω, Ion. δέξω, med. δέξομαι, fut. perf. δεδείξομαι tonen, laten zien:; δ. σῆμα βροτοῖσιν een teken aan de stervelingen laten zien Il. 13.244; προθυμίαν... ἐδείξαμεν wij toonden strijdvaardigheid Thuc. 1.74.2; pregn. duidelijk maken;; σφιν ἀντολὰς ἐγὼ ἄστρων ἔδειξα ik heb voor hen de opkomst van de sterren begrijpelijk gemaakt Aeschl. PV 458; onpers. intrans. duidelijk worden, blijken:. δείξει δὴ τάχα het zal snel blijken Aristoph. Ran. 1261; δοκεῖ δ’ ἔμοιγε... δείξειν οὐκ εἰς μακράν het lijkt mij dat het heel snel zal blijken Dem. 2.20. aanwijzen:; οὔ τις δύνατο... δεῖξαι Ἀλέξανδρον niemand was in staat Paris aan te wijzen Il. 3.452; οὔτε τὸν κτανόντ’ ἔχω δεῖξαι en evenmin kan ik de moordenaar aanwijzen Soph. OT 278; pass.: δείκνυσθαι τῷ δακτύλῳ met de vinger nagewezen worden Luc. 66.1. aantonen, bewijzen:; ταῦτα δὲ ὡς οὕτως ἔχει δείξω ik zal bewijzen dat dat zo zit Gorg. B 11.8; met ptc.:; ἔδειξαν ἑτοῖμοι ὄντες zij toonden aan dat zij klaar stonden Thuc. 4.73.2; met acc. en ptc.:; δείξω πολλῶν θανάτων οὐχ ἑνὸς ὄντα ἄξιον ik zal aantonen dat hij niet slechts één, maar vele doden verdient Dem. 21.21; met ὡς of ὁτι:; δείξαθ’ ὡς φιλοπόλεις bewijst dat gij de stad liefhebt Aeschl. Sept. 176; perf. pass.. δέδεικται het is bewezen Plat. Phaed. 66d.
Russian (Dvoretsky)
δείκνῡμι: реже δεικνύω (fut. δείξω, pf. δέδειχα; pass.: fut. δειχθήσομαι, aor. ἐδείχθην, pf. δέδειγμαι)
1 редко med. показывать, указывать (ὁδόν, τινά τινι Hom.; ἔς τινα и ἔς τι Her.; med. τῷ δακτύλῳ Arst.): δ. τὰ νῶτά τινι Plut. показать кому-л. тыл, т. е. обратиться в бегство;
2 указывать, изобличать (τὸν κτανόντα Soph.);
3 показывать, разъяснять (ἀντολὰς ἄστρων τινὶ τάς τε δύσεις Aesch.);
4 являть, посылать (σῆμα βροτοῖσιν Hom.; ἐλαίας πρῶτον κλάδον Eur.);
5 проявлять, обнаруживать (προθυμίαν Thuc.): δεῖξαι τὴν δύναμιν Thuc. показать (свою) силу, т. е. оказать сопротивление; ὃς δ᾽ ἂν ἀντιβαίνειν πειρᾶται, δεικνύσθω ἐνθαῦτα ἐὼν πολέμιος Her. кто попытается противиться, тот да будет объявлен (нашим) врагом; ἐν φανερῷ ἔδειξαν ἑτοῖμοι ἀμύνεσθαι Thuc. они ясно показали, что готовы дать отпор (противнику);
6 обнаруживаться, выявляться, выясняться: δείξει δὴ τάχα Arph. это скоро обнаружится, т. е. сейчас сам увидишь;
7 показывать, доказывать (ἔργῳ Xen.; τὰ φανερὰ διὰ τῶν ἀφανῶν Arst.): δ. διὰ τοῦ ἀδυνάτου Arst. доказывать через невозможность (обратного), т. е. от противного; δέδεικται ἡμῖν, ὅτι … Plat. нами доказано что …; δεῖξαι ἑτέραν ἀπόκρισιν Plat. дать другое решение вопроса;
8 med. (= δειδίσκομαι) приветствовать (τινα μύθοισι или χρυσέοισι κυπέλλοις Hom.): πλησάμενος οἴνοιο δέπας, δείδεκτ᾽ Ἀχιλῆα Hom. наполнив чашу вином, он обратился с приветствием к Ахиллу.
Greek (Liddell-Scott)
δείκνυμι: (ὡσαύτως δεικνύω Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 449, 500, Ἡρόδ. 4. 150, καὶ συχν. παρὰ μεταγεν.), ἀνώμαλ. γ΄ ἑνικ. δείκνυ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 524 (ἴδε C öttl.)· προστακτ. δείκνυε αὐτ. 502, Πλάτ. Φαίδρ. 228Ε, ἀλλὰ δείκνῡ ὁ αὐτ. Πολ. 523Α, γ΄ ἑν. δεικνύτω Σοφ. Ο. Κ. 1532· – παρατ. ἐδείκνῦν καὶ -υον Ἡρόδ., Ἀττ.· – μέλλ. δείξω Ὀδ., Ἀττ., Ἰων. δέξω Ἡρόδ.· – ἀόρ. α΄ ἔδειξα Ὀδ., Ἀττ., Ἰων. ἔδεξα Ἡρόδ.·– πρκμ. δέδειχα Ἀλεξ. ἐν Ἀδήλ. 30 (ἐπι-) Δημ. 805. 12. – Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ.· τοὺς Ἐπ. τύπους δείδεκτο, δειδέχαται, δειδέχατο ἴδε κατωτ. ΙΙ. – Παθ., μέλλ. δειχθήσομαι Ἱσοκρ. 82Α, 233C· μέλλ. τετελ. δεδείξομαι Πλούτ. 2. 4161)· ἀόρ. ἐδείχθην Εὐρ., κτλ., Ἰων. ἐδέχθην Ἡρόδ.· πρκμ. δέδειγμαι Σοφ. Ἀποσπ. 379. (Ἴδε ἐν τέλ.) Φέρω εἰς φῶς, ἐπιδεικνύω, φανερώνω, θεὸς ἡμῖν δεῖξε τέρας Ὀδ. Γ. 174, πρβλ. Ἰλ. Ν. 244· ἄγος δ. Σοφ. Ο. Τ. 1428, πρβλ. 278· ἵν’ ἐλαίας… ἔδειξε κλάδον Ἀθάνα Εὐρ. Τρῳ. 799· – ἐντεῦθεν ἐπὶ καλλιτεχνῶν, ζωγραφῶ, ἀπεικονίζω πιστῶς, παριστάνω δι’ ἀνδριάντων, κτλ., Στράβ., ἴδε Hemst. Λουκ. Ἐνυπν. 8· – ὡσαύτως ὡς τὸ ἀποδείκνυμι, καθιστῶ τινα τοιοῦτον καὶ τοιοῦτον, τυφλοὺς τοὺς ἐμβλέποντας δεικνύει Μένανδ. Αὐτ. πενθ. 1, πρβλ. Ἀδήλ. 291. – Μέσ., δείκνυμαι, παριστάνω ἐνώπιόν τινος, Ἰλ. Ψ. 701· πρβλ. ἐνδείκνυμι, ἐπιδείκνυμι. 2) δεικνύω, φανερώνω, δ. Ἀλέξανδρον Μενελάῳ Ἰλ. Γ. 452· δέσμιον… ἔδειξ’ Ἀχαιοῖς (ἐνν. αὐτὸν) Σοφ. Φ. 609, πρβλ. 492, 630· – ἀπολ., δείξει αὐτὸ ἢ αὐτὸ δ., ἡ πεῖρα θὰ δείξῃ, Πλάτ. Θεαιτ. 200Ε. Ἱππ. Μείζ. 288Β· καὶ δείξει μόνον = ὁ καιρὸς θὰ δείξῃ, Ἀριστοφ. Βατρ. 1261· – δ. εἴς τινα, δεικνύω πρός τινα, Ἡρόδ. 4. 150· καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, δείξατο δ’ εἰς Κρονίωνα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 367. 3) δεικνύω, κάμνω γνωστόν, ἰδίως διὰ λέξεων, λέγω, ἐξηγοῦμαι, διδάσκω, ὡς τὸ ἀναφαίνω, Λατ. indicare, ὁδὸν Ὀδ. Μ. 25, κτλ.· ἀντολὰς ἐγὼ ἄστρων ἔδειξα Αἰσχύλ. Πρ. 458, πρβλ. 482. 4) δεικνύω, ἀποδεικνύω, μετὰ μετοχ., ποῦ γὰρ ὢν δείξω φίλος; Εὐρ. Ὀρ. 792, ἔνθα ἴδε Πόρσ.· ἔδειξαν ἕτοιμοι ὄντες Θουκ. 4. 73, πρβλ. 5. 72, κτλ.· δείξω αὐτὸν πολλῶν θανάτων ἄξιον ὄντα Δημ. 521. 24· εἰ… δειχθήσεται τοῦτο πεποιηκὼς ὁ αὐτ. 566. 20· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως διὰ τοῦ ὡς…, ὅτι…, εἰ…, κτλ., Αἰσχύλ. Θήβ. 176, Θουκ. 1. 76, 143, κτλ.· δ. τι κατά τινος Ἀριστ. Ἀναλ. Ὑστ. 2. 3, 4· – ἀπολ., δέδεικται, εἶναι φανερὸν, ἤτοι ἀποδεδειγμένον, Heind. Πλάτ. Φαίδωνι 66D· πρβλ. ἀποδείκνυμι. 5) ἐπὶ κατηγόρων, καταγγέλλω, τινὰ Ἀριστοφ. Ἱππ. 278, ἔνθα ὅμως ὁ Dind. διορθοῖ ἐγὼ ἐνδείκνυμι. 6) = ἐπιδείκνυμι, φανερώνω, ἐπιδεικνύω, ἀγλαΐαν Πίνδ. Π. 6. 46· ἀρετήν, προθυμίαν, τὴν δύναμιν Θουκ. 1. 37., 6. 11, κτλ. 7) προσφέρω, παρουσιάζω, τὰ πιστὰ Αἰσχύλ. Ἀγ. 651· προξενῶ, ἐπιφέρω, πήματα ὁ αὐτ. Θήβ. 979. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡς τὸ δειδίσκομαι, δεικανάομαι, δεξιόομαι, ὑποδέχομαι, ἀσπάζομαι, χαιρετίζω, τὼ καὶ δεικνύμενο προσέφη Ἰλ. Ι. 196. Ὀδ. Δ. 59· – οὕτω καὶ ἐν τῷ πρκμ. καὶ ὑπερσυντ. παθ., πλησάμενος δ’ οἴνοιο δέπας δείδεκτ’ Ἀχιλῆα, ἐχαιρέτισεν αὐτόν, ἔπιεν εἰς ὑγείαν του, Ἰλ. Ι. 224· τοὺς μὲν ἄρα χρυσέοισι κυπέλλοις… δειδέχατο αὐτόθι 671, πρβλ. 4. 4· δειδέχαται μύθοισι Ὀδ. Η. 72. (Ἡ διπλῆ σημασία τοῦ δεικνύειν καὶ ὑποδέχεσθαι ἀναφαίνεται ἐν τοῖς δειδίσκομαι, δεικανάω, -άομαι, καὶ ἡ δευτέρα ἐκ τῶν δύο ἐν τῷ δεξιόομαι· ἐντεῦθεν φαίνεται πιθανὸν ὅτι ἡ ῥίζα εἶναι ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ δέχομαι (Ἰων. δέκομαι)· ἐντεῦθεν ὡσαύτως δεξιά, ἡ χεὶρ ἣν μεταχειριζόμεθα καὶ πρὸς δεῖξιν (πρβλ. δάκτυλος) καὶ πρὸς ὑποδοχήν· καὶ ἐπὶ μὲν τῆς πρώτης ἐννοίας δειέμεινε (μεθ’ Ὅμηρον) τὸ δείκνυμι, ἐπὶ δὲ τῆς δευτέρας τὸ δέχομαι. – Ὁ Κούρτιος πιστεύει ὅτι ἡ ῥίζα εἶναι ΔΕΙΚ ἢ ΔΙΚ, ὁπόθεν καὶ δίκη, Σανσκρ. diś, diśâmi, Λατ. dīco, indĭco, con-dicio· καὶ φρονεῖ ὅτι τὸ εἴκω, ἔοικα ἀνήκει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, ἴδε ἐν λ. ἔοικα).
English (Slater)
δείκνῡμι (δείκνυσι; δεικνᾰναι: impf. δείκνᾰεν: aor. (ἔ)δειξεν, ἔδειξαν; δεῖξον; δείξαντος; δεῖξαι)
1 show, make known “καὶ Δαμαίῳ μιν θύων ταῦρον ἀργάεντα πατρὶ δεῖξον” (join ταῦρον with θύων, μιν = χαλινόν with δεῖξον) (O. 13.69) καὶ τάχα πείρατ' ἀέθλων δείκνυεν πατρωίων (P. 4.220) ὁ χρυσὸς ἑψόμενος αὐγὰς ἔδειξεν ἁπάσας (N. 4.83) καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος (Er. Schmid: νἔ ἀνέδειξαν cod.) (I. 8.47) καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι fr. 42. 5. θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχὰν ἕκαστον ἐν πρᾶγος fr. 108a. 1. ἀτὰρ εὑδόντεσσιν ἐν πολλοῖς ὀνείροις δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν (sc. the soul) fr. 131b. 4. followed by epexeg. inf., ὥστ' ἔμφρονι δεῖξαι μαθεῖν Πατρόκλου βιατὰν νόον (i. e. ὥστε μαθεῖν) (O. 9.74) followed by explanatory clause, δεῖξέν τε Κοιρανίδᾳ πᾶσαν τελευτὰν πράγματος, ὥς τ' κοιτάξατο ὥς τε παῖς ἔπορεν (O. 13.75) [dub. ἀγλαίαν ἔδειξεν ἅπασαν (codd. contra met.: del. ἔδειξεν Bergk, edd.: ἅπασαν del byz.) (P. 6.46) ]
Greek Monolingual
δείχνω και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω)
1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῖξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ»)
2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το μυστικό τους έδειξαν κρυφά» β. «δείξετε την αντρειά σας» γ. «δεικνὺς σῆμα βροτοῖσιν» — δίνοντας αποκαλυπτικό σημάδι στους ανθρώπους)
3. παρουσιάζω πρόσωπα ή γεγονότα («μάσε δείχνει δροσερό εκείνο οπού βράζει», «τα αιχμάλωτα να φέρουνε στο ρήγα να τα δείξουν», «δέσμιον ἔδειξ Άχαιοῖς»)
4. εκδηλώνω, αποκαλύπτω αισθήματα ή ιδιότητες («έδειξε θάρρος»)
5. υποδεικνύω, διδάσκω («μου έδειξε την τέχνη»)
6. αποδεικνύω, πείθω για κάτι αμφισβητούμενο ή όχι απόλυτα βέβαιο («το βιβλίο του δείχνει την κατάρτισή του», «να δείξωμεν εις άρματα ότι είμεθεν στρατιώτες», «πᾶσα ἀπόδειξις τι κατά τινος δείκνυσι»)
7. φρ. «ὅπερ ἔδει δεῖξαι» (και συντομογραφικά ὅ.ἔ.δ.)
αυτή είναι η απόδειξη, έτσι αποδεικνύεται ό,τι ζητήθηκε ή υποστηρίχθηκε προηγουμένως
μσν.- νεοελλ.
1. αποκαλύπτω γεγονός ή ιδιότητα προσώπου («νὰ δείξῃς τὸν ἐπίβουλον καὶ νὰ τὸν φανερώςῃς»)
2. παρέχω την εντύπωση («έδειχνε φοβισμένος»)
3. προσποιούμαι, υποκρίνομαι («δείχνει πως δεν πικραίνεται για να παρηγορήσει»)
4. ανακοινώνω με τον λόγο («αγροίκησόν μου να σού πω, με θάρρος να σού δείξω»)
5. κάνω νεύμα, παροτρύνω, υποδεικνύω ή διατάζω («μου 'δειξε να φύγω»)
νεοελλ.
1. παρουσιάζω, εμφανίζω κάτι ή κάποιον διαφορετικό απ' ό,τι είναι («η φωτογραφία σε δείχνει ψηλότερο»)
2. (για όργανα με δείκτη ή βαθμολογημένη κλίμακα) σημειώνω χρόνο, βαθμό, ένταση, κατεύθυνση, κ.λπ. («το βαρόμετρο δείχνει βροχή»)
3. απρόσ. φαίνεται, είναι πιθανό («δείχνει πως θα 'χουμε χιόνι», «όπως δείχνει...»)
4. φρ. α) «μου 'δειξε τα δόντια του» — με απείλησε
β) «θα σού δείξω εγώ» — θα σε βλάψω ή θα σε τιμωρήσω
γ) «θα σού δείξω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος» — θα σού αποδείξω πόσο ισχυρότερος είμαι από σένα
δ) «το δείχνω» — αποδεικνύεται η ανδρεία, ικανότητα, ευφυΐα, κ.λπ.
ε) «έλα, παππού να σού δείξω τ' αμπελοχώραφά σου» — για άπειρους ή νέους όταν προσπαθούν να κάνουν υποδείξεις σε εμπειρότερους ή γεροντότερους
στ) «δείχνω τη ράχη» — φεύγω
ζ) «του 'δειξα την πόρτα» — τον έδιωξα, τον κάλεσα ν' αποχωρήσει
5. (παρ.) α) «πάντα δείχνε πόσος είσαι και κομμάτι παρακάτου» — να αποφεύγεις τις περιττές, αλαζονικές επιδείξεις
β) «η καλή μέρα δείχνει απ' το πρωί» — κάτι καλό φαίνεται απ' όταν πρωτοεμφανιστεί
αρχ.-μσν.
καθιστώ κάποιον, μεταβάλλω την κατάσταση κάποιου («ἔδειξαν πένητας ἐξ ὀλβίων», «τυφλοὺς τοὺς ἐμβλέποντας δεικνύει»)
αρχ.
1. (για καλλιτέχνες) παριστάνω, απεικονίζω («καὶ Φειδίας ἐκεῖνος ἔδειξε τὸν Δία»)
2. επιφέρω, προκαλώ («δυσθέατα πήματ' ἐδείξατο» — έφερε φριχτά βάσανα)
3. (για κατηγόρους) καταγγέλλω
4. φρ. α) «δείξει δὴ τάχα» — ο καιρός θα το δείξει, αργά ή γρήγορα (συνήθως) θα φανεί
β) «αὐτὸ δείξει» — θα φανεί από μόνο του, η πείρα θα δείξει ότι είναι αληθινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα ομάδα λέξεων που ανάγονται σε IE ρίζα deik- «δείχνω». Η απαθής βαθμίδα deik- απαντά στον ενεστωτικό τ. δείκ-νυ-μι και στον τ. δεικ-νύ-ω, που αποτελεί νεώτερο σχηματισμό, ενώ εξαίρεση αποτελεί ο κρητ. τ. δίκ-νυ-τι που σχηματίζεται με την ασθενή βαθμίδα
με την απαθή βαθμίδα επίσης σχηματίζεται και το λατ. dico (< deico) «λέγω» (πρβλ. γοτθ. ga-teihan «γνωστοποιώ, αναγγέλλω», αρχ. άνω γερμ. zīnan «κατηγορώ», zeigōn «δείχνω»). Η μηδενισμένη βαθμίδα dik- απαντά στο αρχ. ινδ. diśati «δείχνω, παραπέμπω» και στο αρχ. ελλ. δικείν «ρίχνω». Τέλος, ο αόρ. έδειξα με παρέκταση σε -σ- πιθ. να είναι αρχ. λ. (πρβλ. λατ. dixi, αρχ. ινδ. adiksi). Ο νεοελλ. τ. δείχνω < έδειξα αόρ. του αρχ. δείκνυμι / δεικνύω κατά το σχήμα έψαξα-ψάχνω, ενώ ο τ. δείχτω αναλογικά προς το ρίχτω-ρίχνω.
ΠΑΡ. δείξη (AM -ις), δείγμα, δείκτης
αρχ.
δεικτήριον, δεικτός.
ΣΥΝΘ. αναδεικνύω, αποδεικνύω, ανταποδεικνύω, επιδεικνύω, καταδεικνύω, προσεπιδεικνύω, υποδεικνύω
αρχ.
αναδείκνυμι, αποδείκνυμι, διαδείκνυμι, εκδείκνυμι, ενδείκνυμι και ενδεικνύω, επιδείκνυμι, καταδείκνυμι, παραδείκνυμι και παραδεικνύω, περιδεικνύω, προδείκνυμι και προδεικνύω, προσδείκνυμι, συνδείκνυμι, συνυποδεικνύω, υποδείκνυμι
(νεοελλ. αποδείχνω, μεγαλοδείχνω].
Greek Monotonic
δείκνυμι: και -ύω (√ΔΕΙΚ), προστ. δεῖκνυε, δεικνύτω, παρατ. ἐδείκνυν και -υον, μέλ. δείξω, Ιων. δέξω, αόρ. αʹ ἔδειξα, Ιων. ἔδεξα, παρακ. δέδειχα — Μέσ. με Παθ. παρακ. (βλ. κατωτ. II) — Παθ. μέλ. δειχθήσομαι και δεδείξομαι, αόρ. αʹ ἐδείχθην, Ιων. ἐδέχθην
I. φέρνω στο φως, εκθέτω, παρουσιάζω, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
1. Μέσ., παριστάνω ενώπιον κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.
2. υποδεικνύω, φανερώνω, στο ίδ., σε Σοφ.· απόλ., αὐτὸδείξει, η πείρα θα αποκαλύψει, θα αποδείξει, σε Πλάτ.· ομοίως, το δείξει μόνο του, σε Αριστοφ.
3. εκφράζω, διατυπώνω, κάνω γνωστό με λέξεις, εξηγώ, λέω, διδάσκω, Λατ. indicare ὁδόν, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ· φανερώνω, αποδεικνύω, με μτχ., ἔδειξαν ἕτοιμοι ὄντες, απέδειξαν ότι είναι έτοιμοι, σε Θουκ.
4. λέγεται για τους κατηγόρους, καταγγέλω, μηνύω τινα, σε Αριστοφ.
5. προσφέρω, παρουσιάζω, τὰ πιστά, σε Αισχύλ.· προξενώ, επιφέρω, πήματα, στον ίδ.·
II. στη Μέσ., όπως το δειδίσκομαι, δεξιόομαι, καλωσορίζω, υποδέχομαι, χαιρετίζω, χαιρετώ· τὼ καὶ δεικνύμενος προσέφη, σε Όμηρ.· ομοίως επίσης στον Παθ. παρακ. και υπερσ., δείδεκτ' Ἀχιλῆα, τον χαιρέτησε, ήπιε στην υγειά του, σε Ομήρ. Ιλ.· τοὺς μὲν κυπέλλοις δειδέχατο, στο ίδ.· δειδέχαται μύθοισι, σε Ομήρ. Οδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: show (Il.).
Other forms: also thematic δεικνύω; Ion. δέκνυμι, Cret. δίκνυτι, aor. δεῖξαι
Compounds: Often with prefix: ἀπο-, ἐν-, ἐπι-, κατα-, παραδείκνυμι etc.
Derivatives: δεῖξις, often compounds ἀπό-, ἔν-, ἐπί-δειξις etc. (Ion.-Att.); δεῖγμα sample, παρά-, ἔν-, ἐπί-δειγμα etc. (Ion.-Att.) with analogal γ (Schwyzer 769 n. 6), with παρα-δειγματικός, δειγματίζω, δειγματισμός etc. (Arist.). Nom. agentis: δείκτης, ἐν-, προ-δείκτης etc. (hell.) with δεικτικός, ἀπο-, ἐν-δεικτικός etc. (Att., Arist.). Nomen loci: δεικτήριον showplace (pap., EM) with δεικτηριάς f. mime (Plb.). - Isolated δείκηλον (mimic) performance, picture, sculpture (Hdt.; s. Chantr. Form. 242, Schwyzer 484) with δεικηλίκτας (Dor.) actor, ὑποκριτής (Plu.); also δείκελον (Demokr.) and δείκανον (EM). - On δίκη s. v.
Origin: IE [Indo-European] [188] *deiḱ-show
Etymology: Beside the primary νυ-present with secondary full grade (exception Cret. δίκνυτι), which conquered all forms (except δίκη), other languages have a thematic root present, Lat. dīcō (old deicō) speak, Goth. ga-teihan show, make clear, OHG zīhan zeihen, accuse etc.; with zero grade in Skt. diśáti show, demonstrate. Other formations, in Sanskrit the intensive dédiṣṭe, in Iranian the jot-present Av. disyeiti show; deverbatives Lat. dicāre, OHG zeigōn zeigen. Isolated Hitt. tekkuššāmi show (with unclear uš-). - See W.-Hofmann s. dīcō. Monograph by J. Gonda Δείκνυμι. Diss. Utrecht 1929. - Cf. δηδέχαται.
Middle Liddell
[Root !δεικ]
I. to bring to light, display, exhibit, Od., etc.:—Mid. to set before one, Il.
2. to show, point out, Il., Soph.:—absol., αὐτὸ δείξει experiment will show, Plat.; so, δείξει alone, Ar.
3. to point out by words, to tell, explain, teach, Lat. indicare, ὁδόν Od., etc.:— to show, prove, with part., ἔδειξαν ἕτοιμοι ὄντες showed that they were ready, Thuc.
4. of accusers, to inform against, τινά Ar.
5. to offer, proffer, τὰ πιστά Aesch.: to cause, πήματα Aesch.
II. in Mid., like δειδίσκομαι, δεξιόομαι, to welcome, greet, τὼ καὶ δεικνύμενος προσέφη Hom.: —so also in perf. and plup. pass., δείδεκτ' Ἀχιλῆα he pledged him, drank to him, Il.; τοὺς μὲν κυπέλλοις δειδέχατο Il.; δειδέχαται μύθοισι Od.
English (Autenrieth)
fut. δείξω, aor. ἔδειξα, δεῖξα, mid. perf. δείδεγμαι, plup. δείδεκτο, 3 pl. δειδέχατο: show, point out, act. and mid.; σῆμα, τέρας, ‘give’ a sign, Od. 3.174; mid. also=δειδίσκομαι, q. v.; κυπέλλοις, δεπάεσσι, μύθοις, Ι , Od. 7.72.
Frisk Etymology German
δείκνυμι: {deíknumi}
Forms: auch thematisch δεικνύω (gewöhnlich als jüngere Bildung aufgefaßt; anders Bonfante BSL 34, 133ff.), kret. δίκνυτι, Aor. δεῖξαι
Grammar: v.
Meaning: zeigen (seit Il.).
Composita: Oft mit Präfix: ἀπο-, ἐν-, ἐπι-, κατα-, παραδείκνυμι usw.
Derivative: Ableitungen. Verbalabstrakta: δεῖξις, vorw. von Komposita: ἀπό-, ἔν-, ἐπίδειξις usw. (ion. att.) mit wechselnden Bedeutungen; δεῖγμα Probe, Warenhalle, παρά-, ἔν-, ἐπίδειγμα usw. (ion. att.) mit analogischem γ (Schwyzer 769 A. 6), wozu παραδειγματικός, δειγματίζω, δειγματισμός usw. (Arist., hell. und spät). Nom. agentis: δείκτης, ἐν-, προδείκτης usw. (hell. und spät) mit δεικτικός, ἀπο-, ἐνδεικτικός usw. (att., Arist. usw.; auch auf δεῖξις, δείκνυμι beziehbar). Nomen loci: δεικτήριον Schauplatz (Pap., EM) mit δεικτηριάς f. Mime (Plb.). — Für sich steht δείκηλον ‘(mimische) Darstellung, Bild, Skulptur’ (Hdt., A. R., J. usw.; zum Suffix vgl. Chantraine Formation 242, Schwyzer 484) mit δεικηλίκτας (dor.) Schauspieler, ὑποκριτής (Plu., Ath.); auch δείκελον (Demokr. u. a., nach εἴκελος usw.) und δείκανον (EM). — Zu δίκη s. bes.
Etymology: Neben dem primären νυ-Präsens mit sekundärer Hochstufe (Ausnahme kret. δίκνυτι), die auch alle übrigen Formen und Ableitungen bis auf δίκη erobert hat, steht im Italischen, Germanischen und Altindischen ein thematisches Wurzelpräsens mit Hochstufe in lat. dīcō (alt deicō) sprechen, got. ga-teihan anzeigen, verkündigen, ahd. zīhan ‘zeihen, beschuldigen’ usw. (Fachwort der italisch-germanischen Rechtssprache, s. Porzig Gliederung 113); mit Schwachstufe in aind. diśáti zeigen, weisen (= gr. δικεῖν werfen, s. d.). Auch andere Bildungen kommen vor, z. B. im Altindischen das Intensivum dédiṣṭe, im Iranischen das Jotpräsens aw. disyeiti zeigen; im Italischen und Germanischen die Deverbativa lat. dĭcāre feierlich verkünden, ahd. zeigōn ‘zeigen’. Für sich steht heth. tekkuššāmi ich zeige mit unerklärter uš-Erweiterung. — Weitere Formen und Literatur bei WP. 1, 776f., Pok. 188f., W.-Hofmann s. dīcō. Monographische Behandlung von J. Gonda Δείκνυμι. Diss. Utrecht 1929.
Page 1,355-356
Chinese
原文音譯:deiknÚw 得克匿哦
詞類次數:動詞(31)
原文字根:顯示 相當於: (רָאָה / רָאֶה / רְאוּת)
字義溯源:顯示*,指示,察看,顯給人看,證明,指給人看
同源字:1) (ἀναδείκνυμι)展示 2) (ἀνάδειξις)展覽 3) (ἀποδείκνυμι)顯露 4) (ἀπόδειξις)顯出 5) (δεῖγμα)樣品 6) (δειγματίζω)陳列 7) (δείκνυμι / δεικνύω)顯示 8) (ἔνδειγμα)指明 9) (ἐνδείκνυμι)指出 10) (ἔνδειξις)指明 11) (ἐπιδείκνυμι)陳列 12) (παραδειγματίζω)顯然羞辱 13) (ὑπόδειγμα)標記 14) (ὑποδείκνυμι / ὑποδεικνύω)以實例施教參讀 (ἀναδείκνυμι)同義字
出現次數:總共(31);太(3);可(2);路(4);約(7);徒(2);林前(1);提前(1);來(1);雅(2);啓(8)
譯字彙編:
1) 指示(6) 太16:21; 約5:20; 約5:20; 啓21:10; 啓22:6; 啓22:8;
2) 察看(3) 太8:4; 可1:44; 路5:14;
3) 指給⋯看(2) 約20:20; 雅2:18;
4) 顯給⋯看(2) 約14:8; 約14:9;
5) 我⋯指示(2) 徒7:3; 林前12:31;
6) 我要⋯看(2) 啓17:1; 啓21:9;
7) 叫他⋯指示(1) 啓1:1;
8) 他⋯指示(1) 啓22:1;
9) 我要將⋯指示(1) 啓4:1;
10) 我⋯看(1) 約10:32;
11) 他就當⋯顯(1) 雅3:13;
12) 拿⋯看(1) 路20:24;
13) 已指示(1) 徒10:28;
14) 必指給(1) 路22:12;
15) 他必指給(1) 可14:15;
16) 要顯明出來(1) 提前6:15;
17) 所指示(1) 來8:5;
18) 指⋯看(1) 路4:5;
19) 都指給⋯看(1) 太4:8;
20) 你⋯顯(1) 約2:18
Mantoulidis Etymological
(=δείχνω, φανερώνω). Πιθανόν νά σχετίζεται μέ τό δέχομαι. Ρίζα δεικ + πρόσφυμα νυ + μι → δείκ-νυ-μι.
Παράγωγα: δεῖγμα, παράδειγμα, ὑπόδειγμα, δεικτέος, δεικτικός, δεῖξις, ἀπόδειξις, ἔνδειξις, δείκτης, δεικτός, δυσαπόδεικτος, ἀναπόδεικτος, δακτυλοδεικτέω. Ἀπό μετάπτωση τῆς ρίζας δεικ σέ δικ παράγεται ἡ δίκη.
Léxico de magia
mostrar como acción de Helios ἐγώ εἰμι ὁ Ἥλιος ὁ δεδειχὼς φῶς yo soy Helios, el que muestra la luz (en palabras del mago) P XII 232 P XII 233 c. suj. el mago: al sol ἀπόλειχε τὸ φύλλον δεικνύων ἡλίῳ lame la hoja mostrándola al sol P IV 785 τὸ δ' ἕτερον (ᾠὸν) κράτει τῇ δεξιᾷ χειρὶ παρανεῳγμένῃ δεικνύων τῷ ἡλίῳ el otro huevo sujétalo con la mano derecha semiabierta, mostrándolo al sol P VII 524 οὐσίαν αὐτῇ δούς, καὶ ἡλίῳ μὴ δείξῃς dale la entidad mágica y no la muestres al sol P VII 915 δείξας τῷ ἡλίῳ (τὸν χαρακτῆρα) λέγε mostrando el signo al sol di P XIII 1045 a la Osa λαβὼν τὸν δακτύλιον δεῖξον τῇ Ἄρκτῳ toma el anillo y muéstraselo a la Osa P VII 633 τὸ πιττάκιον ὁμοῦ δεῖξον καὶ τὰ γεγραμμένα ἐν αὐτῷ τῇ θεᾷ muestra la tablilla y lo escrito en ella a la diosa P LXXII 11 a una lámpara λαβὼν σου τὸν ἔσχατον ψωμὸν δείκνυε τῷ λύχνῳ καὶ δεικνύων λέγε toma el último bocado, muéstralo a la lámpara y al mostrarlo di P XXIIb 32
Lexicon Thucydideum
ostendere, monstrare, to show, 1.87.2, 1.133.1, 5.8.3, 5.41.3, 6.11.4, 6.58.1,
demonstrare, probare, experimentum dare, to point out, prove, give proof, 1.37.5, 1.74.2,
demonstrare, declarare, to point out, make clear, 1.76.4, 1.143.5, 4.73.2, 4.92.7, 5.9.10, 5.72.2, 6.77.1, 6.86.4, (aliis in rebus, in other matters) 7.63.4, 8.96.5.
PASS. 6.34.9.
Translations
teach
Abkhaz: арҵара; Afrikaans: leer, onderrig; Alabama: aabachi; Albanian: mësoj; Arabic: عَلَّمَ; Egyptian Arabic: درس; Moroccan Arabic: قرا, علم; Armenian: սովորեցնել, ուսուցանել, դաս տալ, վարժեցնել; Aromanian: nvetsu, anvetsu; Assamese: শিকোৱা, পঢ়োৱা; Asturian: enseñar; Avar: малъизе; Azerbaijani: öyrətmək; Basque: irakatsi; Belarusian: вучыць, выкладаць; Bengali: শেখান; Bikol Central: tukdo; Bulgarian: уча, уча, обучавам; Burmese: သင်, ပညာပေး; Buryat: һургаха; Catalan: ensenyar; Chechen: хьеха; Cherokee: ᏕᎨᏲᎲᏍᎦ; Chichewa: -phunzitsa; Chinese Cantonese: 教; Dungan: җё; Mandarin: 教, 教授; Min Dong: 教; Min Nan: 教; Wu: 教; Cornish: dyski, deski; Czech: učit; Danish: undervise, lære; Dutch: aanleren, leren, onderwijzen, lesgeven; Elfdalian: lära; Esperanto: instrui, lernigi; Estonian: õpetama; Evenki: алагу-; Faroese: læra, undirvísa; Finnish: opettaa; French: apprendre, enseigner; Friulian: insegnâ; Galician: ensinar, aprender, deprender; Georgian: სწავლა, სწავლება; German: lehren, beibringen; Gothic: 𐍄𐌰𐌻𐌶𐌾𐌰𐌽, 𐌻𐌰𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽, 𐌲𐌰𐌻𐌰𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽; Greek: διδάσκω; Ancient Greek: ἀναγεννάω, ἀναδιδάσκω, ἀναπηγάζω, ἀναστέλλω, ἀποπαιδαγωγέω, δαῆναι, δαίσκω, δάσκω, δείκνυμι, δεικνύω, δέκνυμι, διαδιδάσκω, διαπαιδαγωγέω, διδασκαλεῖν, διδασκαλεύω, διδασκαλέω, διδασκαλῶ, διδάσκω, δίδωμι, εἰσάγω, ἐκδείκνυμι, ἐκδιδάσκω, ἐκμελετάω, ἐκμουσόω, ἐκπαιδαγωγέω, ἐκπαιδεύω, ἐκφέρω, ἐνδιδάσκω, ἐξάρχω, ἐσσάρχω, καθηγέομαι, καθηγοῦμαι, μαθητεύω, μυέω, παιδεύω, παραδίδωμι, προβιβάζω, σπουδάζω, ὑποδείκνυμι, φρενόω, φρενῶ; Greenlandic: ilinniartitsivoq; Guaraní: mbo'e; Hawaiian: aʻo; Hebrew: לימד \ לִמֵּד; Hindi: सिखाना, शिक्षा देना, पढ़ाना; Hinukh: молъа; Hittite: 𒀭𒈾𒉡𒍣; Hungarian: tanít, megtanít, oktat; Icelandic: kenna; Ido: instruktar; Indonesian: ajar, mengajar, mengajari; Interlingua: inseniar; Irish: múin, teagasc; Old Irish: for·cain, do·inchoisc; Istriot: insignà; Italian: insegnare; Japanese: 教える; Javanese: mulang muruk; Kabuverdianu: iduka; Kannada: ಕಲಿಸು; Kazakh: оқыту, сабақ беру; Khmer: បង្រៀន; Korean: 가르치다; Kurdish Central Kurdish: وتنەوە; Northern Kurdish: fêr kirin; Kyrgyz: окут-, үйрөтүү, сабак берүү; Lao: ສອນ; Latin: doceo, instruo, addoceo; Latvian: mācīt; Lithuanian: mokyti; Lü: ᦉᦸᧃ; Lushootseed: ʔugʷus, ʔugʷusəd, ʔugʷucid; Luxembourgish: léieren; Macedonian: учи; Malay: mengajar; Malayalam: പഠിപ്പിക്കുക, അഭ്യസിപ്പിക്കുക, ശിക്ഷണം നൽകുക; Maltese: għallem; Manx: ynsee; Mongolian Cyrillic: заах, сургах; Mongolian: ᠵᠢᠭᠠᠬᠤ, ᠰᠤᠷᠭᠠᠬᠤ; Nanai: алоси-; Neapolitan: 'mparà; Nepali: सिकाउनु; Norman: apprendre, ensîngni; Northern Sami: oahpahit; Norwegian: undervise, lære; Occitan: ensenhar; Odia: ଶିକ୍ଷା ଦେବା; Old Church Slavonic Cyrillic: оучити; Old East Slavic: учити, ꙋчити; Old English: lǣran, tǣċan; Old Norse: kenna; Oromo: barsiisuu; Ossetian: ахуыр кӕнын, амонын; Persian: یاد دادن درس دادن, آموزاندن; Polish: uczyć, nauczyć; Portuguese: ensinar; Quechua: yachachiy; Rapa Nui: haka'ite; Romanian: învăța; Romansch: instruir, docir, mussar; Russian: преподавать, учить, научить, обучать, обучить; Sanskrit: उपदिशति, शास्ति; Scottish Gaelic: teagaisg, foghlaim; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀чити; Roman: ùčiti; Sicilian: nzignari, nsignari; Slovak: učiť; Slovene: učiti; Sorbian Lower Sorbian: wucyś; Upper Sorbian: wučić; Spanish: enseñar; Swahili: kufundisha; Swedish: lära, lära ut; Sylheti: ꠢꠤꠇꠣꠘꠤ, ꠙꠠꠣꠘꠤ; Tajik: ёд додан, омӯзонидан, омӯхтан, таълим додан; Tamil: கற்பி; Telugu: బోధించు, నేర్పు; Thai: สอน; Tibetan: སློབ་པ, སློབ་ཁྲིད་བྱེད་པ; Tocharian B: ākl-; Turkish: öğretmek, ders vermek; Turkmen: okatmak, öwretmek; Tuvan: өөредир, өөредип каар; Ugaritic: 𐎍𐎎𐎄; Ukrainian: вчити, навчити, викладати; Urdu: سکھانا, پڑھانا; Uyghur: ئوقۇتماق; Uzbek: oʻrgatmoq, oʻqitmoq, saboq bermoq, dars bermoq; Venetian: insegnar; Vietnamese: dạy, dạy học, dạy bảo, dạy dỗ; Volapük: tidön; Walloon: acsegnî, scoler; Welsh: athrawiaethu; White Yakut: үөрэт; Yiddish: לערנען; Yucatec Maya: kaʼans; Zazaki: cı musnaene, musnayen, mısnayen; Zhuang: son