ἵππος

From LSJ
Revision as of 15:03, 11 February 2019 by Spiros (talk | contribs)

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵππος Medium diacritics: ἵππος Low diacritics: ίππος Capitals: ΙΠΠΟΣ
Transliteration A: híppos Transliteration B: hippos Transliteration C: ippos Beta Code: i(/ppos

English (LSJ)

ὁ,

   A horse, ἡ, mare, most freq. fem. in Poets; in full θήλεες ἵπποι Il.5.269; ἵπποι θήλειαι 11.680, Od.4.635; ἄρσενες ἵπποι 13.81, cf. Hdt.3.86, Pl.Hp.Ma.288b: pl., ἵπποι team of chariot-horses, Il.16.370, al.: freq. in dual, 5.237, 8.41, al.: hence, of the chariot itself, ἀφ' ἵπποιιν, ἀφ' ἵππων, from the chariot, Il.5.13,19,al.; καθ' ἵππων ἆλτο, ἐξ ἵππων βῆσε, ib.111,163; ἵππων ἐπιβησόμενος intending to mount his chariot, ib.46; opp. πεζοί, πλῆτο δὲ πᾶν πεδίον πεζῶν τε καὶ ἵππων Od.14.267, cf. 9.49; ἵπποι τε καὶ ἀνέρες Il.2.554; λαός τε καὶ ἵπποι 18.153; of riders, νῶθ' ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον Hes.Sc.286; freq. of race-horses, ἵ. ἀκαμαντόποδες Pi.O.3.4; ἀελλόποδες Simon.7; ἀθληταί Lys.19.63: metaph., ἁλὸς ἵ., of ships, Od.4.708, cf. Secund. Sent.17.    2 the constellation Pegasus, Eudox. ap. Hipparch.1.2.12, Ptol.Tetr.27, Vett.Val.12.11.    3 title of Hecate in the Mithraic cult, Porph.Abst.4.16.    4 perh. an instrument of torture, Lat. eculeus, Plu.Luc.20(pl.).    II as Collective Noun, ἵππος, ἡ, horse, cavalry, ἡ τῶν Θεσσαλῶν ἵ. Hdt.5.64, etc.: always in sg., even with numerals, ἵ. χιλίη a thousand horse, Id.7.41; μυρίη ibid.; μυρία, τρισμυρία, A.Pers.302,315; ἡ διακοσία ἵ. Th.1.62; ἵππον ἔχω εἰς χιλίαν X.Cyr.4.6.2.    III a sea-fish, Antim. et Numen. ap. Ath. 7.304e; but ὁ ἵ. ὁ ποτάμιος the hippopotamus, Hdt.2.71, Arist.HA 502a9; ὁ ἵ. τοῦ Νείλου Ach.Tat.4.2.    IV lewd woman, Ael.NA 4.11.    b pudenda muliebria et virilia, Hsch.    V a complaint of the eyes, such that they are always winking, Gal.16.611,al. (also in Hp., acc. to [Gal.]19.436).    VI title of ministrants ('chuckersout') in certain religious ceremonies, IG22.1368.144 (Athens, ii A.D.), 3.1280a.    VII in compds., to express anything large or coarse, as in our horse-chestnut, horse-laugh, v. ἱππό-κρημνος, -λάπαθον, -μάραθον, -πορνος, -σέλινον, -τυφία, and cf. βου-. (From ἴκϝος, v. ἴκκος; cf. Skt. aśvas, Lat. equus: the ἴ- (in place of e-) and the aspirate are unexplained; the latter acc. to Gell.2.3.2 was confined to Attic; cf. Λεύκ-ιππος, Γλαύκ-ιππος.)

German (Pape)

[Seite 1260] ὁ, das Pferd, Roß, ἡ, die Stute, von Hom. an, der am häufigsten das fem. braucht, überall; wo Hom. die Geschlechter besonders be, eichnen will, sagt er θήλεες ἵπποι, Il. 5, 269, ἵπποι θήλειαι, 11, 681 Od. 4, 636, ἄρσενες ἵπποι, 13, 81; oἱ ἵπποι sind häufig die Rosse vor den Kampfwagen, u. nicht selten der Streitwagen selbst, wie ἀφ' ἵππων, vom Wagen herab, Il. 5, 13. 19, ἵππων ἐπιβησόμενος, im Begriff, auf den Wagen zu steigen, 46, καθ' ἵππων ἆλτο, er sprang vom Wagen herab, 111, τοὺς ἐξ ἵππων βῆσε, aus dem Wagen, 163, öfter. Ggstz πεζοί, Od. 14, 267; λαός τε καὶ ἵπποι, die Schaar der Fußkämpfer u. die Edlen, die auf den Wagen kämpfen, Il. 18, 153; so auch κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἀνέρας ἀσπιδιώτας, 2, 554. 16, 167. 20, 157. Reiterei kommt im Homer noch gar nicht vor. Hom. nennt die Rosse ἀερσίποδες, Il. 23, 475, αἴθωνες, καλλίτριχες, μώνυχες, ὑψηχέες, ὠκέες, ὠκύποδες; Pind. ἀκαμαντόποδες, Ol. 3, 4, σιδηροχάρμης, P. 2, 2, ἀελλόποδες u. ä. – Ἡ ἵππος, die Reiterei, Her. 1, 80; χιλίη ἵππος, μυρίη, tausend Mann Reiterei, 5, 63. 7, 41, wie Aesch. ἵππου μελαίνης τρισμυρίας, Pers. 307, vgl. 294; διακοσία Thuc. 1, 62; Xen. Cyr. 4, 6, 2 u. A. – Bei Ath. VII, 304 e Name eines Fisches, vielleicht Seepferdchen, vgl. ἱππίδιον. – Die weiblichen Geschlechtstheile, Arist. H. A. 6, 18; Ael. H. N. 4, 11 καὶ τῶν γυναικῶν τὰς ἀκολάστους ὑπὸ τῶν σεμνοτέρως αὐτὰς εὐθυνόντων καλεῖσθαι ἵππους. – Ein Fehler der Augen, wenn sie sich stets auf u. zu bewegen, das Zwinkern, Medic. – In den Zusammensetzungen drückt es zuweilen den Begriff des sehr Großen, Uebermäßigen aus, wie auch bei uns "pferdemäßig" gesagt wird. Vgl. ἱππόκρημνος, ἱππόπορνος.

Greek (Liddell-Scott)

ἵππος: (ἴδε ἐν τέλει), ὁ, ἵππος, κοιν. τὸ ἄλογον, ἡ ἵππος, ἡ φοράδα, πρῶτον παρ’ Ὁμ. - Οἱ ποιηταὶ μεταχειρίζονται ἀμφότερα τὰ γένη, ἀλλὰ τὸ θηλ. εἶναι τὸ συνηθέστατον, διότι παρὰ τοῖς ἀρχαίοις, οἵτινες δὲν εὐνούχιζον τοὺς ἵππους, ἡ θήλεια ἦτο χρησιμωτέρα ὁ Ὅμηρος ἐπαινεῖ τὰς φοράδας τοῦ Εὐμήλου, περὶ ὧν λέγει· ἵπποι μὲν μέγ’ ἄρισται ἔσαν Φηρητιάδαο, τὰς Εὔμηλος ἤλαυνε ποδώκεας ὄρνιθας ὣς (Ἰλ. Β. 763), ἀλλὰ θεωρεῖ ὡς ἐπονείδιστον πρᾶγμα ἄρρην ἵππος νὰ νικηθῇ ὑπὸ θηλείας, μὴ σφῶϊν ἐλεγχείην καταχεύῃ Αἴθη θῆλυς ἐοῦσα Ψ. 408 κἑξ. Ὅπως δὲ ἐναργέστερον δηλώσῃ τὸ γένος, ὁ Ὅμηρος προστίθησιν εἰς τὸ ἵππος τὸ θῆλυς ἢ ἄρρην. θήλεες ἵπποι Ἰλ. Ε. 269· ἵπποι θήλειαι Λ. 681, Ὀδ. Δ. 636· ἄρσενες ἵπποι Ὀδ. Ν. 81· πρβλ. Ἡρόδ. 3. 86, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 288Β: - τὸ πληθ. ἵπποι παρ’ Ὁμ. σημαίνει τοὺς τὸ ἅρμα σύροντας ἵππους, ἐρυσάρματες Ἰλ. Π. 370· συνήθως ζεῦγος αὐτῶν, ὅθεν ὁ δυϊκὸς ἐν Ε. 237. Θ. 41, κ. ἀλλ.· ἐνίοτε δὲ καὶ τρεῖς κατὰ μέτωπον, ἴδε παρήορος· σπανίως τέσσαρες, ἴδε τετράορος· - ἐντεῦθεν τὸ ἵπποι καὶ ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ ἅρματος, ἀφ’ ἵπποιϊν, ἀφ’ ἵππων, ἀπὸ τοῦ ἅρματος, Ἰλ. Ε. 13, 19, κ. ἀλλ.· καθ’ ἵππων ἅλλεσθαι, ἐξ ἵππων βῆσαι αὐτόθι 111, 163· ἵππων ἐπιβησόμενος, διανοούμενος, μέλλων νὰ ἀναβῇ εἰς τὸ ἅρμα του, αὐτόθι 46· ἵππων ἐπεβήσετο Κ. 513, πρβλ. 529 (διότι ἐπιμελὴς ἀνάγνωσις τοῦ ὅλου χωρίου δεικνύει ὅτι ὁ Διομήδης καὶ ὁ Ὀδυσσεὺς ὠχοῦντο ἐπὶ τοῦ ἅρματος τοῦ Ρήσου, οὐχὶ ἐπὶ τῶν ἵππων αὐτοῦ): - ἀντίθετον τῷ πεζοί, πλῆτο δὲ πᾶν πεδίον πεζῶν τε καὶ ἵππων Ὀδ. Ζ. 267, πρβλ. Ι. 49· ἵπποι καὶ ἀνέρες Ἰλ. Β. 554· λαός τε καὶ ἵπποι Σ. 153. Ἐν πᾶσι τοῖς τοιούτοις χωρίοις ἐννοοῦνται ἥρωες ἐπὶ τῶν ἑαυτῶν ἁρμάτων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς πεζῇ μαχομένους· διότι ἱππεῖς στρατιῶται οὐδαμοῦ ἀναφέρονται παρ’ Ὁμ.· καὶ ἡ ἱππικὴ τέχνη ἂν καὶ γνωστὴ εἰς αὐτόν, ἀναφέρεται ὥς τι ἀσύνηθες καὶ πρὸς ἐπίδειξιν γινόμενον, οὐχὶ δὲ καὶ κοινὸν τοῖς πολλοῖς (πρβλ. κέλης, κελητίζω)· παρ’ Ἡσ. δὲ μόνον ἅπαξ ἀναφέρεται, νῶθ’ ἵππων ἀναβάντες ἐθύνεον Ἀσπ. Ἡρ. 286. - Τὰ Ὁμ. ἐπίθετα εἶναι, ὡς πρὸς τὸ χρῶμα αἴθωνες, βαλιοί, λευκότεροι χιόνος, ξανθοί, φλίνικες· ὡς πρὸς τὴν χαίτην, ἐΰτριχες, καλλίτριχες, κυανότριχες, ὄτριχες· ὡς πρὸς τὴν ταχύτητα, ὠκέες, ὠκύποδες, ἀθλοφόροι, ἀερσίποδες, εὔσκαρθμοι, ὠκυπετεῖς, πόδας αἰόλοι· ὡς πρὸς τὴν στερότητα τῶν ὁπλῶν, μώνυχες, κρατερώνυχες, χαλκόποδες (δὲν ὑπάρχει ἴχνος πεταλὼσεως παρ. Ὁμ.)· καὶ καθόλου ἐριαύχενες ὑψηχέες· - οὕτω παρὰ Πινδ., ἀκαμαντόποδες, παρὰ Σιμωνίδῃ ἀελλόποδες, κτλ.· ἵπποι ἀθληταί, τῶν ἀγώνων, Λυσ. 157. 39· - ἡ τροφὴ αὐτῶν εἶναι ζειαὶ ἢ ὄλυραι, κριθαί, ἔτι δὲ καὶ σῖτος, Ἰλ. Κ. 568, Θ. 189· ἐξήγοντο εἰς βοσκήν, ἀλλὰ καὶ ἐν ἱππῶνι ἐτρέφοντο, ἴδε στρατός. - Περὶ τῆς ἀνατροφῆς καὶ χρήσεως τοῦ ἵππου ἴδε τὴν περὶ ἱππικῆς πραγματείαν τοῦ Ξενοφῶντος. ΙΙ. ὡς περιληπτικὸν ὄνομα, ἵππος, ἡ, τὸ ἱππικόν, Λατ. equitatus, Ἡρόδ., Ἀττ.· ἀείποσε καθ’ ἑνικόν, ἔτι καὶ μετ’ ἀριθμητικῶν, π. χ., ἵππος χιλίη = χίλιοι ἱππεῖς, Ἡρόδ. 7. 41· μυρίη αὐτόθι· ἵππος μυρία, τρισμυρία Αἰσχύλ. Πέρσ. 302, 315· ἡ διακοσία ἵππος Θουκ. 1. 61· ἵππον ἔχω εἰς χιλίαν Ξεν. Κύρ. 4. 6, 2. ΙΙΙ. θαλάσσιος ἰχθύς, Ἀντίμαχ. ἐν Ἀποσπ. 18 - ἀλλὰ, ὁ ἵπποςποτάμιος, ὁ ἱπποπόταμος, Ἡρόδ. 2. 71, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 7, 2· οὕτως, ὁ ἵππος τοῦ Νείλου Ἀχιλλ. Τάτ. 4. 2. IV. γυνὴ ἀσελγής, Αἰλ. π. Ζ. 4. 11, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18. 8· - «τὸ μόριον καὶ τῆς γυναικὸς καὶ τοῦ ἀνδρὸς» Ἡσύχ. V. πάθος τῶν ὀφθαλμῶν, καθ’ ὃ οὗτοι διηνεκῶς συσπῶνται καὶ συγκλείονται, Ἱππ. παρὰ Γαλην. VI. ἐν συνθέσει ἐκφράζει πολλάκις τὸ μέγα ἢ τραχύ, ἴδε τὰς λέξεις ἱππόκρημνος, -λάπαθον, -μάραθρον, -πορνος, -σέλινον, -τυφία, καὶ πρβλ. βου- VII. ἵππος, ὁ, εἰδικός τις λειτουργὸς ἐν τῇ λατρείᾳ τῆς θεᾶς Βελήλας, Ἐπιγρ. Πειραιῶς ἐν Ἀθήν. τ. Ε., σ. 428 = CIA. ΙΙΙ. 1280a. Ὁ ἀρχικὸς τύπος ἦν πιθανῶς: ἵκϝος· πρβλ. Σανσκρ. a←v-as, Λατ. equ-us, Γοτθ. aih-us, Ἀρχ. Σαξον. ehu· καὶ ἴδε Κ κ ΙΙ. 2).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. cheval, cheval de trait, de course, de combat : ἡ ἵππος cavale, jument ; le genre est souv. marqué en outre par un adj. : ἄρσενες ἵπποι OD chevaux mâles ; ἵπποι θήλειαι IL, ion. ἵπποι θήλεαι HDT, θήλεες ἵπποι IL cavales, juments ; particul. οἱ ἵπποι :
1 dans Hom. chevaux attelés;
2 les chevaux et le char, l’attelage : ἵππων ἐπιβαίνειν IL monter sur un char ; ἀφ’ ἵππων IL du haut d’un char ; καθ’ ἵππων ἅλλεσθαι IL, ἐξ ἵππων βαίνειν IL sauter ou descendre d’un char ; fig. ἁλὸς ἵπποι OD les attelages de la mer, càd les navires;
3 p. ext. les guerriers montés sur un char;
II. collect.ἵππος, la cavalerie ; ἵππος διακοσία THC, χιλία XÉN, μυρία ESCHL 200, 1000, 10 000 h. de cavalerie;
III. p. anal. 1ἵπποςποτάμιος HDT le cheval du Nil, l’hippopotame;
2ἵππος cavale en parl. d’une femme débauchée.
Étymologie: cf. lat. equus.

English (Autenrieth)

horse or mare; ἄρσενες ἵπποι, ‘stallions,’ Od. 13.81 ; θήλεες ἵπποι, ἵπποι θήλειαι, Ε 2, Il. 11.681; the Homeric Greeks did not ride horseback, but employed chariots; hence ἵπποι, oftener ἵππω, span, chariot, alone or w. ἅρμα, Il. 12.120; freq. ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν, Il. 12.114, 11; ἐξ or ἀφ' ἵππων ἀποβῆναι, Γ 2, Il. 5.13; of chariotmen as opposed to infantry, Od. 14.267, Il. 2.554, Il. 16.167, Il. 18.153.

English (Slater)

ἵππος (ὁ. ἡ.) (-ος, -ου, -ον; -οι, -ων, -οις(ι), -ους.)
   1 horse θεὸς ἔδωκεν δίφρον τε χρύσεον πτεροῖσίν τ' ἀκάμαντας ἵππους (O. 1.87) ὕμνον ἀκαμαντοπόδων ἵππων ἄωτον (O. 3.4) μιν αἰνέω, μάλα τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων (O. 4.14) ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε (O. 5.7) Ποσειδανίοισιν ἵπποις ἐπιτερπόμενον (O. 5.21) πῦρ πνεόντων ἀρχὸς ἵππων (O. 7.71) ἀγάνορος ἵππου θᾶσσον (O. 9.23) ἕλε Βελλεροφόντας ἵππον πτερόεντ (O. 13.86) στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτὰν (P. 1.37) ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί (P. 2.2) Κένταυρον, ὃς ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν ἐμείγνυτ (P. 2.45) “ἀντὶ δελφίνων δ' ἐλαχυπτερύγων ἵππους ἀμείψαντες θοάς” (P. 4.17) Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα (P. 6.32) κρηπῖδ' ἀοιδᾶν ἵπποισι βαλέσθαι (P. 7.3) ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων (N. 1.6) παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις (N. 9.34) φιάλαις ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν (N. 9.52) Πανελλάνεσσι δ' ἐριζόμενοι δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων (I. 4.29) ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι (I. 5.5) ἔιδεν οὔτε πατρωίαις ἐν ἀρούραις ἵππους Μυρμιδόνων (Pae. 6.107) θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν fr. 89a. 3. ἵππων τ' ὠκυπόδων πολυγνώτοις ἐπὶ νίκαις Παρθ. 2. . Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν μιμέο *fr. 107a. 1* καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ; τέρπονται Θρ. . . Διομήδεος ἵππους fr. 169. 9. ]ἵππο[ fr. 169. 22. ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (v. l. ἵππιον) fr. 203. 2. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος fr. 234. πελεκυφόρας ἵππος fr. 339a. pl. as general term for horses and chariot, or the chariot itself: χρυσέαισί τ' ἀν ἵπποις (O. 1.41) δωδεκάγναμπτον περὶ τέρμα δρόμου ἵππων (O. 3.34) κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν (O. 6.14) ἀποπέμπων Αἰακὸν δεῦρ' ἀν ἵπποις χρυσέαις (O. 8.51) ἀν' ἵπποισι δὲ τέτρασιν (O. 10.69) εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλὼν (P. 5.21) Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχονθοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις (P. 11.48) ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα, κρύψεν τ ἅμ ἵπποις (N. 9.25) πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις (I. 1.62) οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν (I. 2.13) Θέμιν οὐρανίαν χρυσέαισιν ἵπποις ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 2. ἀλ]λοτρίαις ἀν' ἵπποις sc. of the Muses. Πα. 7B. 12. ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ (Pae. 15.2) οὔθ ἵπ[ (ἵπ[ποισι]ν ἀγαλλόμ[ενος add. Snell ex alio frag. papyri) fr. 215b. 13. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι fr. 221. 1.

Spanish

caballo

English (Strong)

of uncertain affinity; a horse: horse.

English (Thayer)

ἵππου, ὁ (Curtius, § 624; Peile, Greek and Latin Etymol., Index under the word), a horse: G L T Tr WH); Homer down.)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἵππος, ό, ή)
το άλογο, γένος περιττοδάκτυλων θηλαστικών της οικογένειας equidae
νεοελλ.
1. μονάδα μέτρησης της ισχύος τών μηχανών («μηχανή πέντε ίππων»)
2. (γυμν.) όργανο γυμναστικής που χρησιμεύει για υπερπηδήσεις
3. ιατρ.
ταχεία εναλλαγή συστολών και διαστολών της κόρης του ματιού, που παράγονται με ρυθμικό τρόπο
μσν.
ομάδα αλόγων
αρχ.
1. το θηλ.ἵππος
η φοράδα
οι αρχ. ποιητές χρησιμοποιούν συνηθέστερα το θηλ., γιατί η φοράδα ήταν πιο χρήσιμη, επειδή οι αρχαίοι δεν ευνούχιζαν τους ίππους. Επίσης χρησιμοποιούν το επίθ. θήλυς και άρρην για σαφέστερη δήλωση του φύλου (α. «θήλεες ἵπποι» β. «ἄρσενες ἵπποι» γ. «θήλειαι ἵπποι»)
2. στον πληθ. οἱ ἵπποι
άρμα συρόμενο από ίππους και οι ίδιοι οι ίπποι που το σύρουν (α. «ἵππων ἐπιβησόμενος» — έχοντας την πρόθεση να ανέβει στο άρμα του, Ομ. Ιλ.) β. «ἀφ' ἵππων» ή «ἐξ ἵππων» ή «ἀφ' ἵπποιιν» ή «καθ' ἵππων» — από το άρμα)
3. αντίθ. του πεζοί («ἵπποι και ἀνέρες» ή «λαός τε καὶ ἵπποι» — πεζοί και πάνω σε άρμα μαχόμενοι άνδρες)
4. το θηλ.ἵππος
α) οι ιππείς, το ιππικό («ἡ τῶν Θεσσαλῶν ἵππος», Ηρόδ.)
β) άσεμνη, ασελγής γυναίκα
5. (περιφρ.) «ἁλὸς ἵπποι» πλοία, Ομ. Οδ.
6. ο αστερισμός Πήγασος
7. το θηλ.
τίτλος της Εκάτης στη λατρεία του Μίθρα
8. όργανο για βασανιστήρια
9. ένα θαλάσσιο ψάρι
10. (κατά τον Ησύχ.) το μόριο του άνδρα και της γυναίκας
11. πάθηση τών οφθαλμών κατά την οποία αυτά ανοιγοκλείνουν ακατάπαυστα
12. επιγρ. τίτλος λειτουργών σε μερικές ιεροτελεστίες
13. φρ. «ἵππος ποτάμιος» ή «ἵππος τοῡ Νείλου» — ο ιπποπόταμος
14. πιθ. όργανο βασανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. ekwo «ἱππος» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. aśva-, το λατ. equus, το αρχ. ιρλ. ech, το αγγλοσαξ. eoh., όλα με την ίδια σημασία, το αρχ. λιθ. ešva «φοράδα» κ.ά. Το διπλό -ππ- της Ελληνικής αποτελεί ένδειξη ότι ο ΙΕ τ. δεν εμφάνιζε τον λεγόμενο χειλοϋπερωικό φθόγγο -kw-, που αντιπροσωπεύεται στην Ελληνική με -π- (πρβλ. sekwo- > ἕπομαι), αλλά σύμπλεγμα υπερωικού και χειλικού φθόγγου -, το οποίο έδωσε μεταξύ φωνηέντων στην Ελληνική -ππ- ή -κκ- που μαρτυρείται στον τ. ἴκκος καθώς και στο κύριο όν. Ἴκκος. Με την άποψη αυτή συνηγορεί και η μυκηναϊκή γραφή i-qo, η οποία αποδίδει πιθανώς στην προφορά ενός διπλού συμφώνου. Η δασύτητα του ἵππος θα πρέπει να είναι μεταγενέστερη. Το αρχικό ψιλό - διατηρείται πιθ. στο συνθ. κύριο όν. Λεύκ-ιππος (αντί Λεύχ-ιππος). Ίσως όμως το τελευταίο να απέβαλε την αρχική δασύτητά του αναλογικά προς άλλα συνθ. του λευκός (πρβλ. λευκ-ηπατίας «αυτός που έχει λευκό συκώτι» και μεταφορικά «δειλός» εκ παραλλήλου προς το αναμενόμενο λευχ-ηπατίας, με αποβολή της δασύτητας αναλογικά προς τα λευκ-έρυθρος, λευκ-ήρετμος «αυτός που έχει λευκά κουπιά» κ.λπ.). Δυσερμήνευτο, τέλος, παραμένει το αρκτικό φωνήεν i αντί του αναμενομένου e από τους συγγενείς τ. τών άλλων ΙΕ γλωσσών και τον επανασυντεθειμένο ΙΕ τ. ekwo-. Στη Νέα Ελληνική τη λ. ίππος αντικατέστησε η λ. άλογο.
ΠΑΡ. ιππάριον, ίππειος, ιππεύς, ιποπεύω, ιππίδιον, ιππικός, ιπποσύνη, ιππότης (Ι)
αρχ.
ιππάζομαι ιππαΐς, ιππάκη, ιππαλέος, ιππάς, ιππηδόν, ιππίας, ίππιος, ιππίσκος, ιππιστί, ιππόθεν, ιππότης (ΙΙ), ιππούμαι, ιππών
αρχ.-μσν.
ιππώδης
νεοελλ.
ιππισμός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. ίππο-. (Β' συνθετικό) έφιππος, μόνιππος, τέθριππος, φίλιππος
αρχ.
άγριππος, ἅμιππος, ἅμφιππος, ἀμφιπποτοξότης, ανάγχιππος, ἀνθιππασία, ἄνιππος, ἄστιππος, ἀφιππεία, ἀφιππία, ἄφιππος, ἀφιπποτοξότης, δαμάσιππος, δάμνιππος, διιππασίαι, διώξιππος, δυσίππαστος, δύσιππος, ελάσιππος, ἐλάσιππος, εξάιππος, ἑξάιππος, ἕξιππος, εύιππος, εὔιππος, ἐφιππαρχία, ἐφίππιος, ἔφιππος, ἐφιπποτοξότης, ζευγίππης, ζεύξιππος, ημίιππος, ἡμίιππος, ἵππαγρος, ἱππαγωγός, ἱππάετος, ἱππαιχμία, ἵππαιχμος, ἱππάκη, ἱππάκης, ἱππακοντιστής, ἱππαλεκτρύων, ἱππαλέος, ἱππάνθρωπος, ἱππαπαί, ἱππάριον, ἱππάργεται, ἱππαρμοστής, ἱππάρχης, ἱππαρχία, ἱππαρχικός, ἵππαρχος, ἱππάς, ἱππασία, ἱππάσιμος, ἵππασμα, ἱππαστήρ, ἱππαστής, ἱππαστί, ἱππαστικός, ἱππάφεσις, ἱππεία, ἵππειος, ἱππελάτειρα, ἱππελάτης, ἱππέλαφος, ἱππεραστής, ἵππερος, ἵππευμα, ἱππεύς, ἱππεύσιμος, ἱππευτήρ, ἱππευτής, ἱππηγέτης, ἱππηγός, ἱππηλάσιον, ἱππηλάτα, ἱππηλάτης, ἱππημολγία, ἱππημολγός, ἱππιάναξ, ἱππιατρεία, ἱππιατρία, ἱππιατρικός, ἱππίατρος, ἱππικόν, ἱππικός, ἵππιος, ἱππιοχαίτης, ἱππιοχάρμης, ἱππίσκος, ἱπποβάμων, ἱπποβάτης, ἱπποβοσκός, ἱπποβότης, ἱππόβοτος, ἱπποβουκόλος, ἱππόβροτος, ἱππόβρωτος, ἱππογέρανος, ἱππόγλωσσος, ἱππογνώμων, ἱππόγυτος, ἱπποδαμαστής, ἱππόδαμος, ἱππόδεσμα, ἱπποδέτης, ἱπποδιώκτης, ἱπποδότης, ἱπποδρομία, ἱπποδρομικός, ἱπποδρόμιον, ἱπποδρόμιος, ἱπποδρόμος, ἱππόδρομος, ἱπποζώνη, ἱππόθεν, ἱπποθήλης, ἱππόθοος, ἱπποθόρος, ἱπποίατρος, ἱπποκάνθαρος, ἱπποκέλευθος, ἱπποκεναύρειος, ἱπποκένταυρος, ἱπποκέντωρ, ἱπποκόμος, ἱππόκομος, ἱπποκόρυθος, ἱπποκορυστής, ἱπποκούριος, ἱπποκρατία, ἱππόκρημνος, ἱππόκροτος, ἱππολάπαθον, ἱππολειχήν, ἱππολέτης, ἱππολεχής, ἱππολοφία, ἱππόλοφος, ἱππόλυτος, ἱππομανές, ἱππομανής, ἱππομανία, ἱππομαχία, ἱππομάχος, ἱππόμητις, ἱππομιγής, ἱππομολγία, ἱππομολγός, ἱππόμπρφος, ἱππομύρμηξ, ἱππονομεύς, ἱππονόμος, ἱππόνομος, ἱππονώμας, ἱππόνωμος, ἱπποπέδη, ἱπποπείρης, ἱπποπῆραι, ἱπποποίητος, ἱπποπόλος, ἱππόπορνος, ἱπποπόταμος, ἱπποπώλης, ἱπποσείρης, ἱπποσόας, ίχνιππος, κάλλιππος, κρατήσιππος, κρήσιππος, Κρόνιππος, κρύψιππος, κτήσιππος, λεύκιππος, μελάνιππος, μίσιππος, μισοφίλιππος, μόνιππος, πάριππος, πλάξιππος, πλήξιππος, πολυϊππία, πολύιππος, πολύϊππος, πτερόιππος, σύνιππος, ταράξιππος, ταχύιππος, τέθριππον, τέθριππος, τρίιππον, τρίιππος, τρυσίππιον, τρύσιππος, φιλιππία, φίλιππος, χερσάνιππος, χερσέφιππος.

Greek Monotonic

ἵππος: ὁ, ἡ,
I. άλογο, φοράδα, Λατ. equus, equa, σε Όμηρ. κ.λπ.· πληθ. ἵπποι στον Όμηρ., σημαίνει άλογα που σύρουν άρματα, σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου, το ἵπποι χρησιμ. για να δηλώσει το ίδιο το άρμα, καθ' ἵππων ἅλλεσθαι, ἐξ ἵππων βῆσαι, ἵππων ἐπεβήσετο, στο ίδ.· η τέχνη της ιππασίας, παρ' όλο που ήταν γνωστή στην εποχή του Ομήρ., αναφέρεται σαν μια ασυνήθιστη πρακτική, σαν κάτι που γινόταν για λόγους επίδειξης και δεν ήταν γνωστή στους πολλούς, πρβλ. κέλης, κελητίζω.
II. ως περιληπτικό όνομα, ἵππος, , ιππικό, Λατ. equitatus, σε Ηρόδ., Αττ.· πάντα σε ενικ., ακόμα και με αριθμητικά, όπως το ἵππος χιλίη = χίλιοι ιππείς, σε Ηρόδ.
III.ἵπποςποτάμιος, ιπποπόταμος, στον ίδ.
IV. σε σύνθ., δήλωνε οτιδήποτε υπερμέγεθες ή τραχύ, όπως στις λέξεις ἱπποσέλινον, ἱππομάραθρον, ἱππόκρημνος, κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἵππος:
I
1) (тж. ἄρσην ἵ. Hom. и ἄρρην ἵ. Arst.) конь, лошадь, жеребец: τὼ ἵππω Hom. пара лошадей, парная запряжка; ἵπποι ἀθληταί Lys. беговые лошади; ὁ ἵ. ὁ ποτάμιος Her., Arst. гиппопотам;
2) pl. конная запряжка, запряженная колесница, повозка (ἵππων ἐπιβαίνειν, καθ᾽ ἵππω ἅλλεσθαι, ἐξ ἵππων βαίνειν Hom.): ἁλὸς ἵπποι Hom. = νῆες; ἵππον πιαίνει μάλιστα ὁ τοῦ δεσπότου ὀφθαλμός погов. Arst. больше всего утучняет коня хозяйский глаз; ἐς πεδίον τὸν ἵππον (sc. ἀφιέναι) погов. Luc. пускать лошадь в поле, т. е. водить за нос, морочить; ὁ δούρειος ἵ. Arst. деревянный, т. е. троянский конь;
3) дыба (орудие пытки) (κιγκλίδες καὶ ἵπποι Plut.).
II ὁ (только pl.) всадник: πεζοί (или λαός) τε καὶ ἵπποι Hom. пешие и конные, пехота и конница; ἵπποι τε καὶ ἀνέρες Hom. конница и пехота.
III
1) (тж. θήλεια ἵ. Hom., Her., Arst.) кобылица Hom. etc.;
2) бран. распутная женщина Arst.
IV ἡ (только sing., собир.) конница: ἵ. χιλίη Her. тысячный отряд конницы; ἵ. διακοσία Thuc. конный отряд в 200 человек; ἵ. μυρία Aesch., Her. 10000 человек конницы.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. f.
Meaning: horse, mare (Il.), collective f. cavalry (IA)
Dialectal forms: Myk. iqo, iqija chariot
Compounds: Very often in compp.: bahuvrihi (λεύκ-ιππος), governing compp. (ἱππό-δαμ-ος, ἱππ-ηλά-της), determin. compp. (ἱππο-τοξότης); with transformed 2. member (ἱππο-πόταμος, ἵππ-αγρος for ἵππος ποτάμιος, ἄγριος, Risch IF 59, 287; ἱππο-κορυστής, s. κόρυς); with metr. conditioned ἱππιο- for ἱππο- in ἱππιο-χαίτης, -χάρμης (ep.). As 1. member also augmentative, esp in plant-names (ἱππο-λάπαθον a. o., Strömberg Pflanzennamen 30).
Derivatives: A. Substantives: diminut. ἱππάριον (X.), ἱππίσκος (small) statue of a horse (Samos IVa) etc., ἱππίδιον as fishname (Epich.; Strömberg Fischnamen 100). - ἱππότης m. horse-, chariot-driver (Il.; in Homer always ἱππότα with voc. = nom.; see Risch Sprachgesch. und Wortbed. 389ff), f. ἱππότις (Nonn.); ἱππεύς horse-driver, chariot-fighter (Il.), cavalrist (Sapph., A., Hdt.), knight as social class (Hdt., Ar., Arist.); from there ἱππεύω, s. C.; also as name of a comet like ἱππίας (Plin., Apul.; Scherer Gestirnnamen 107); ἱππών stable (Att. inscr., X.); ἱππάκη cheese of mare-milk (Hp.), also plant-name (Strömberg Pflanzennamen 136; formation like ἐριθάκη, ἁλωνάκη a. o.); ἵππερος "horse-fever" (Ar., like ἴκτερος, ὕδερος); ἱπποσύνη art of driving, cavalry (Il.; Urs Wyss Die Wörter auf -σύνη 23 u. 49). - B. Adjectives: ἱππάς f. belonging to a horse, status and census of the knights in Athens (Hp., Arist.); ἵππειος belonging to a horse (Il.); ἵππιος id. (Alc., Pi., trag.), often as epithet of gods (Poseidon, Athena etc.); from there Ίππιών as month-name (Eretria); ἱππικός `id. (IA; Chantraine Et. sur le vocab. gr. 141); ἱππώδης horse-like (X.). - C. Verbs: 1. ἱππάζομαι, also with ἀφ-, ἐφ-, καθ- a. o., drive horses, serve as riding-horse (Il.) with ἱππασία, ἱππάσιμος, ἱππαστήρ, -άστρια, ἱππαστής, -αστικός, ἵππασμα, ἱππασμός. 2. ἱππεύω id. (IA), prop. from ἱππεύς, but also referring to ἵππος (Schwyzer 732), also with prefix, e. g. ἀφ-, καθ-, παρ-, συν-; from there ἱππευτήρ, -τής, ἱππεία, ἵππευσις, ἵππευμα; details in Boßhardt Die Nom. auf -ευς 34f. - Further endless proper-names, both full- and short-names (Ίππόλυτος, Ίππίας, Ι῝ππη etc.etc.). See E. Delebecque Le cheval dans l'Iliade. Paris 1951.
Origin: IE [Indo-European] [301] *h₁eḱuos horse
Etymology: Inherited word for horse, e. g. Skt. áśva-, Lat. equus, Venet. acc. ekvon, Celt., e. g. OIr. ech, Germ., e. g. OE eoh, OLith. ešva mare, Toch. B yakwe, perh. also Thrac. PN Βετεσπιος, give IE *h₁eḱu̯os; further HLuw. aśuwa, Lyc. esbe. From this form we expect Gr. *ἔππος or *ἔκκος (s. Schwyzer 301). A form with geminate is indeed found in ἴκκος (EM 474, 12), Ἴκκος PN (Tarent., Epid.); s. Lejeune, Phonétique 72. (With ἴκκος : ἵππος cf. Pannonian PN Ecco, Eppo.) A problem is the ἰ-; one suggestion was that it is Mycenaean; Cf. W.-Hofmann s. equus, Schwyzer 351. The aspiration is also difficult. - There is no further explanation for the word (connection e.g. with ὠκύς cannot be demonstrated).

Middle Liddell

ἵππος, ὁ, ἡ,
I. a horse, mare, Lat. equus, equa, Hom., etc.:—the pl. ἵπποι in Hom. are the chariot-horses, Il.:—hence ἵπποι is used for the chariot itself, καθ' ἵππων ἅλλεσθαι, ἐξ ἵππων βῆσαι, ἵππων ἐπεβήσετο Il.:—the art of riding, though known to Hom., was an uncommon practice, cf. κέλης, κελητίζω,
II. as Collective Noun, ἵππος, ἡ, horse, cavalry, Lat. equitatus, Hdt., attic; always in sg., as ἵππος χιλίη a thousand horse, Hdt.
III.ἵπποςποτάμιος the hippopotamus, Hdt.
IV. in Compos., it expressed anything large or coarse, as in our horsechestnut, horselaugh, v. ἱππόκρημνος, etc.