φθάνω: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
m (Text replacement - "shew" to "show")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[φτάνω]] Ν, και [[φθάζω]] ΜΑ<br /><b>1.</b> (για πρόσ. και πράγμ.) [[καταλήγω]] [[εκεί]] όπου κατευθύνομαι, [[έρχομαι]] [[κάπου]] (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο [[νησί]];» β. «[[μέχρι]] εδώ φτάνει η [[μυρουδιά]] τών λουλουδιών» γ. «φθάσε [[σήμερον]] γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ.<br />δ. «ἐπειγόμενος μὴ φθάσῃ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον ἐσπλεύσας», <b>Θουκ.</b><br />ε. «ἄρα ἔφθασεν ἐφ' ὑμᾱς ἡ [[βασιλεία]] τοῡ θεοῡ», ΚΔ)<br /><b>2.</b> εκτείνομαι ώς ένα [[σημείο]] (α. «τα μαλλιά της φτάνουν [[μέχρι]] τη [[μέση]] της» β. «Ἰσραὴλ δὲ διώκων νόμον, δικαιοσύνην εἰς νόμον οὐκ ἔφθασεν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> ([[κυρίως]] μτφ.) α) [[πραγματοποιώ]], [[πραγματώνω]] (α. «κόπιασε πολύ [[αλλά]] τελικά έφτασε στον στόχο του να γίνει [[πρωταθλητής]]» β. «ἐὰν ὁ ἰατρὸς αὐτὸ φθάσῃ κενῶσαι», <b>Γαλ.</b>)<br />β) (για πρόσ. και για πράγμ.) [[γίνομαι]] [[ισάξιος]], αναδεικνύομαι [[εφάμιλλος]] ως [[προς]] [[κάτι]] (α. «[[μετά]] από πολύ [[διάβασμα]] τήν ἔφτασε στους βαθμούς» β. «κανένα [[συναίσθημα]] δεν μπορεί να φτάσει τη μητρική [[αγάπη]]» γ. «μηδεμία εἰκὼν φθάνει πρὸς τὴν ἀλήθειαν», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[πλησιάζω]], [[κοντεύω]] να έλθω, [[είμαι]] [[κοντά]] («φτάνει το [[καλοκαίρι]]»)<br />β) [[περιέρχομαι]], [[περιπίπτω]] σε μια [[κατάσταση]], [[καταντώ]] («έφτασε σε τόσο [[μεγάλη]] [[αθλιότητα]] ώστε έκλεβε και τους ίδιους τους γονείς του»)<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κατορθώνω]] να πλησιάσω κάποιον που προηγήθηκε από μένα, [[προκάνω]], [[προλαβαίνω]], [[προφθάνω]] («τον έφτασα όταν πια είχε φύγει»)<br /><b>3.</b> [[απλώνω]] το [[χέρι]] μου να πιάσω [[κάτι]] που [[είναι]] [[ψηλά]] ή [[μακριά]] μου («φτάσε μου το [[βάζο]] με τη [[μαρμελάδα]] από το [[πάνω]] [[ράφι]]»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> ([[κυρίως]] αμτβ.) α) [[εγγίζω]], [[κατακτώ]] έναν ορισμένο βαθμό ιεραρχίας («έφτασε στον βαθμό του διευθυντή»)<br />β) [[είμαι]] [[αρκετός]], [[επαρκώ]] («φτάνουν [[πέντε]] [[μέτρα]] ύφασμα για ένα [[φόρεμα]]»)<br /><b>5.</b> (το α' πρόσ. και το γ' πρόσ. εν. αορ.) <i>έφτασα</i> και <i>έφτασε</i><br />[[έρχομαι]], έρχεται [[αμέσως]] (α. «έλα 'δω να σού πω [[κάτι]]» —«έφτασα!» β. «[[φέρε]] μου έναν [[καφέ]]» —«ἔφτασε!»)<br /><b>6.</b> (το γ' εν. πρόσ. ως τριτοπρόσ.) <i>φτάνει</i><br />[[είναι]] αρκετό, αρκεί («φτάνει να του πεις [[συγνώμη]] και θα σέ συγχωρέσει»)<br /><b>7.</b> (το γ' εν. πρόσ. με σημ. επιφων.) <i>φτάνει!</i> αρκετά («φτάνει πια, δεν σέ [[αντέχω]] [[άλλο]]»)<br /><b>8.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>φθασμένος</i> και [[φτασμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[ενήλικος]]<br />β) ([[κυρίως]] μτφ.) αυτός που έχει φτάσει σε αξιοζήλευτη κοινωνική και επαγγελματική [[θέση]], πετυχημένος, διακεκριμένος («[[είναι]] [[φτασμένος]] [[φιλόλογος]]»)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «έφτασε στην [[άκρη]] της προκοπής» — πρόκοψε [[πάρα]] πολύ<br />β) «έφτασε σε [[άκρο]] πλούτο» — έγινε [[πάμπλουτος]]<br />γ) «έφτασε σε τόση αδιαντροπιά» — έγινε [[τελείως]] [[αδιάντροπος]]<br />δ) «ώς [[εκεί]] φτάνει το [[μυαλό]] του» ή «ώς [[εκεί]] του φτάνει» — τόσες μόνον [[είναι]] οι πνευματικές του ικανότητες<br />ε) «έφτασε το [[μαχαίρι]] στο [[κόκαλο]]» και «έφτασε ο [[κόμπος]] στο [[χτένι]]» και «έφτασε στο μη [[περαιτέρω]]» και «έφτασε στο απροχώρητο» — το [[κακό]] προχώρησε τόσο ώστε να μην μπορεί [[κανείς]] να το υποφέρει, το [[κακό]] έχει υπερβεί πια τα όρια της υπομονής<br />στ) «λέει ό,τι φτάσει» — λέει ό,τι του 'ρχεται, λέει ανοησίες<br />ζ) «φτάνει μόνον να...» — αρκεί μόνον να...<br />η) «να μην φτάσει να...»<br />(ως [[κατάρα]]) να μην αξιωθεί να...<br /><b>10.</b> <b>παροιμ.</b> α) «όσα δεν φτάνει η [[αλεπού]] τά κάνει [ή τά αφήνει] κρεμαστάρια» — <b>βλ.</b> [[κρεμαστάρι]]<br />β) «του χωριάτη [ή του τρελού] το [[σχοινί]] μονό δεν φτάνει, διπλό φτάνει και περισσεύει» — <b>βλ.</b> [[περισσεύω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. και αορ. ως ουσ.) <i>ὁ φθάνων</i> και <i>ὁ φθάσας</i>·ο [[πρότερος]], ο προηγούμενος ή ο [[προγενέστερος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ. προσ. ή και με κατηγ. μτχ.) [[έρχομαι]] [[κάπου]] [[πρώτος]] ή [[κάνω]] [[κάτι]] [[πριν]] από έναν άλλον ή άλλους (α. «φθάσας δὲ ὁ Ἀθηναίων [[ἄγγελος]] τὸν Λακεδαιμονίων ἀμείβετό μιν τοισίδε», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἀλλ' ἄρα μιν φθῆ [[Τηλέμαχος]] [[κατόπισθε]] βαλών», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απορρέω]], [[προκύπτω]] από... («ἀπὸ δὴ τούτων τὰ κακὰ... ἔφθασεν», Αθανάσ.)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[εφαρμόσιμος]] ή [[ισχύω]] («τὸ γὰρ <i>ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ</i>' <i>εἰκόνα καὶ καθ</i>' <i>ὁμοίωσιν ἡμετέραν</i> φθάνει ἐπὶ πάντας ἀνθρώπους», Ωριγ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔβαλε φθάμενος» — πρόλαβε να χτυπήσει πρωτύτερα (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «οὐκ ἔφθημεν εἰς Τροιζῆνα ἐλθόντες καὶ τοιαύταις νόσοις ἐλήφθημεν» — [[μόλις]] φτάσαμε στην Τροιζήνα αρρωστήσαμε <b>(Ισοκρ.)</b><br />γ) <b>(ερωτημ.)</b> «οὐκ ἂν φθάνοις» και «οὐκ ἂν φθάνοιτε» — δηλώνει [[ανυπομονησία]] ή [[βιασύνη]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ φθάνον</i><br />ο [[πρότερος]] [[χρόνος]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. αορ. ως ουσ.) <i>τὰ φθάσαντα</i><br />αυτά που μνημονεύθηκαν [[προηγουμένως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.. Οι παρλλ. τ. [[ψαέναι]]<br /><i>φθάσαι</i>, [[ψατᾶσθαι]], <i>ψατῆσαι</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φθατέω]]) που εμφανίζουν αρκτικό <i>ψ</i>- [[αντί]] του συμπλέγματος <i>φθ</i>- θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια [[ρίζα]] <i>g</i><sup>zw</sup><i>he</i><i>ә</i><sub>2</sub>/<i>g</i><sup>zw</sup><i>h</i><i>ә</i><sub>2</sub>- με αρκτικό δασύ ηχηρό χειλοϋπερωικό <i>g</i><sup>zw</sup><i>h</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[φθείρω]]), από την οποία σχηματίστηκε το ρ. με έρρινο [[ένθημα]] -<i>ν</i>- και [[παρέκταση]] -<i>w</i>- / -<i>F</i>- της ρίζας, μέσω ενός αρχικού τ. <i>φθα</i>-<i>ν</i>-<i>ευμι</i> / <i>φθα</i>-<i>νῦμι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>zw</sup><i>h</i><i>ә</i><sub>2</sub>-<i>n</i>-<i>eu</i>-) με [[μετάσταση]] στη θεματική [[συζυγία]] <i>φθανFω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φθᾱνω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μονFος</i>> ιων. [[μοῦνος]], αττ. [[μόνος]]), όπως παρατηρείται και σε άλλα ρ. με [[επίθημα]] -<i>νFω</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φθίνω]]). Ωστόσο, η [[ανάλυση]] αυτή παραμένει [[τελείως]] υποθετική, άρα και απρόσφορη, για την ετυμολόγηση του τ. από το θ. <i>φθᾱ</i>- του ρ. [[χωρίς]] το [[ένθημα]] -<i>ν</i>- του ενεστ. έχει σχηματιστεί ο αόρ. <i>ἔφθᾱ</i>-<i>ν</i> / <i>ἔ</i>-<i>φθη</i>-<i>ν</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἔβην]], <i>ἔπτην</i>, <i>ἔφην</i>) και ο μέλλ. <i>φθήσομαι</i> (<b>πρβλ.</b> τα ζεύγη <i>ἔδην</i>: <i>βήσομαι</i>, <i>ἔστην</i>: <i>στήσομαι</i>), ενώ από το θ. <i>φθᾰ</i>- με συνεσταλμένο το [[φωνήεν]] έχει σχηματιστεί η μτχ. <i>φθάμενος</i> (<b>πρβλ.</b> [[πτάμενος]], <i>φάμενος</i>). Ο νεοελλ. τ. [[φτάνω]] έχει προέλθει με [[ανομοίωση]] τών τριβόμενων φθόγγων /f/ και /θ/, <b>πρβλ.</b> [[φθηνός]]: [[φτηνός]]].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[φτάνω]] Ν, και [[φθάζω]] ΜΑ<br /><b>1.</b> (για πρόσ. και πράγμ.) [[καταλήγω]] [[εκεί]] όπου κατευθύνομαι, [[έρχομαι]] [[κάπου]] (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο [[νησί]];» β. «[[μέχρι]] εδώ φτάνει η [[μυρουδιά]] τών λουλουδιών» γ. «φθάσε [[σήμερον]] γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ.<br />δ. «ἐπειγόμενος μὴ φθάσῃ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον ἐσπλεύσας», <b>Θουκ.</b><br />ε. «ἄρα ἔφθασεν ἐφ' ὑμᾱς ἡ [[βασιλεία]] τοῦ θεοῡ», ΚΔ)<br /><b>2.</b> εκτείνομαι ώς ένα [[σημείο]] (α. «τα μαλλιά της φτάνουν [[μέχρι]] τη [[μέση]] της» β. «Ἰσραὴλ δὲ διώκων νόμον, δικαιοσύνην εἰς νόμον οὐκ ἔφθασεν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> ([[κυρίως]] μτφ.) α) [[πραγματοποιώ]], [[πραγματώνω]] (α. «κόπιασε πολύ [[αλλά]] τελικά έφτασε στον στόχο του να γίνει [[πρωταθλητής]]» β. «ἐὰν ὁ ἰατρὸς αὐτὸ φθάσῃ κενῶσαι», <b>Γαλ.</b>)<br />β) (για πρόσ. και για πράγμ.) [[γίνομαι]] [[ισάξιος]], αναδεικνύομαι [[εφάμιλλος]] ως [[προς]] [[κάτι]] (α. «[[μετά]] από πολύ [[διάβασμα]] τήν ἔφτασε στους βαθμούς» β. «κανένα [[συναίσθημα]] δεν μπορεί να φτάσει τη μητρική [[αγάπη]]» γ. «μηδεμία εἰκὼν φθάνει πρὸς τὴν ἀλήθειαν», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[πλησιάζω]], [[κοντεύω]] να έλθω, [[είμαι]] [[κοντά]] («φτάνει το [[καλοκαίρι]]»)<br />β) [[περιέρχομαι]], [[περιπίπτω]] σε μια [[κατάσταση]], [[καταντώ]] («έφτασε σε τόσο [[μεγάλη]] [[αθλιότητα]] ώστε έκλεβε και τους ίδιους τους γονείς του»)<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κατορθώνω]] να πλησιάσω κάποιον που προηγήθηκε από μένα, [[προκάνω]], [[προλαβαίνω]], [[προφθάνω]] («τον έφτασα όταν πια είχε φύγει»)<br /><b>3.</b> [[απλώνω]] το [[χέρι]] μου να πιάσω [[κάτι]] που [[είναι]] [[ψηλά]] ή [[μακριά]] μου («φτάσε μου το [[βάζο]] με τη [[μαρμελάδα]] από το [[πάνω]] [[ράφι]]»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> ([[κυρίως]] αμτβ.) α) [[εγγίζω]], [[κατακτώ]] έναν ορισμένο βαθμό ιεραρχίας («έφτασε στον βαθμό του διευθυντή»)<br />β) [[είμαι]] [[αρκετός]], [[επαρκώ]] («φτάνουν [[πέντε]] [[μέτρα]] ύφασμα για ένα [[φόρεμα]]»)<br /><b>5.</b> (το α' πρόσ. και το γ' πρόσ. εν. αορ.) <i>έφτασα</i> και <i>έφτασε</i><br />[[έρχομαι]], έρχεται [[αμέσως]] (α. «έλα 'δω να σού πω [[κάτι]]» —«έφτασα!» β. «[[φέρε]] μου έναν [[καφέ]]» —«ἔφτασε!»)<br /><b>6.</b> (το γ' εν. πρόσ. ως τριτοπρόσ.) <i>φτάνει</i><br />[[είναι]] αρκετό, αρκεί («φτάνει να του πεις [[συγνώμη]] και θα σέ συγχωρέσει»)<br /><b>7.</b> (το γ' εν. πρόσ. με σημ. επιφων.) <i>φτάνει!</i> αρκετά («φτάνει πια, δεν σέ [[αντέχω]] [[άλλο]]»)<br /><b>8.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>φθασμένος</i> και [[φτασμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[ενήλικος]]<br />β) ([[κυρίως]] μτφ.) αυτός που έχει φτάσει σε αξιοζήλευτη κοινωνική και επαγγελματική [[θέση]], πετυχημένος, διακεκριμένος («[[είναι]] [[φτασμένος]] [[φιλόλογος]]»)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «έφτασε στην [[άκρη]] της προκοπής» — πρόκοψε [[πάρα]] πολύ<br />β) «έφτασε σε [[άκρο]] πλούτο» — έγινε [[πάμπλουτος]]<br />γ) «έφτασε σε τόση αδιαντροπιά» — έγινε [[τελείως]] [[αδιάντροπος]]<br />δ) «ώς [[εκεί]] φτάνει το [[μυαλό]] του» ή «ώς [[εκεί]] του φτάνει» — τόσες μόνον [[είναι]] οι πνευματικές του ικανότητες<br />ε) «έφτασε το [[μαχαίρι]] στο [[κόκαλο]]» και «έφτασε ο [[κόμπος]] στο [[χτένι]]» και «έφτασε στο μη [[περαιτέρω]]» και «έφτασε στο απροχώρητο» — το [[κακό]] προχώρησε τόσο ώστε να μην μπορεί [[κανείς]] να το υποφέρει, το [[κακό]] έχει υπερβεί πια τα όρια της υπομονής<br />στ) «λέει ό,τι φτάσει» — λέει ό,τι του 'ρχεται, λέει ανοησίες<br />ζ) «φτάνει μόνον να...» — αρκεί μόνον να...<br />η) «να μην φτάσει να...»<br />(ως [[κατάρα]]) να μην αξιωθεί να...<br /><b>10.</b> <b>παροιμ.</b> α) «όσα δεν φτάνει η [[αλεπού]] τά κάνει [ή τά αφήνει] κρεμαστάρια» — <b>βλ.</b> [[κρεμαστάρι]]<br />β) «του χωριάτη [ή του τρελού] το [[σχοινί]] μονό δεν φτάνει, διπλό φτάνει και περισσεύει» — <b>βλ.</b> [[περισσεύω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. και αορ. ως ουσ.) <i>ὁ φθάνων</i> και <i>ὁ φθάσας</i>·ο [[πρότερος]], ο προηγούμενος ή ο [[προγενέστερος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ. προσ. ή και με κατηγ. μτχ.) [[έρχομαι]] [[κάπου]] [[πρώτος]] ή [[κάνω]] [[κάτι]] [[πριν]] από έναν άλλον ή άλλους (α. «φθάσας δὲ ὁ Ἀθηναίων [[ἄγγελος]] τὸν Λακεδαιμονίων ἀμείβετό μιν τοισίδε», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἀλλ' ἄρα μιν φθῆ [[Τηλέμαχος]] [[κατόπισθε]] βαλών», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απορρέω]], [[προκύπτω]] από... («ἀπὸ δὴ τούτων τὰ κακὰ... ἔφθασεν», Αθανάσ.)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[εφαρμόσιμος]] ή [[ισχύω]] («τὸ γὰρ <i>ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ</i>' <i>εἰκόνα καὶ καθ</i>' <i>ὁμοίωσιν ἡμετέραν</i> φθάνει ἐπὶ πάντας ἀνθρώπους», Ωριγ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔβαλε φθάμενος» — πρόλαβε να χτυπήσει πρωτύτερα (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «οὐκ ἔφθημεν εἰς Τροιζῆνα ἐλθόντες καὶ τοιαύταις νόσοις ἐλήφθημεν» — [[μόλις]] φτάσαμε στην Τροιζήνα αρρωστήσαμε <b>(Ισοκρ.)</b><br />γ) <b>(ερωτημ.)</b> «οὐκ ἂν φθάνοις» και «οὐκ ἂν φθάνοιτε» — δηλώνει [[ανυπομονησία]] ή [[βιασύνη]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ φθάνον</i><br />ο [[πρότερος]] [[χρόνος]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. αορ. ως ουσ.) <i>τὰ φθάσαντα</i><br />αυτά που μνημονεύθηκαν [[προηγουμένως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.. Οι παρλλ. τ. [[ψαέναι]]<br /><i>φθάσαι</i>, [[ψατᾶσθαι]], <i>ψατῆσαι</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φθατέω]]) που εμφανίζουν αρκτικό <i>ψ</i>- [[αντί]] του συμπλέγματος <i>φθ</i>- θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια [[ρίζα]] <i>g</i><sup>zw</sup><i>he</i><i>ә</i><sub>2</sub>/<i>g</i><sup>zw</sup><i>h</i><i>ә</i><sub>2</sub>- με αρκτικό δασύ ηχηρό χειλοϋπερωικό <i>g</i><sup>zw</sup><i>h</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[φθείρω]]), από την οποία σχηματίστηκε το ρ. με έρρινο [[ένθημα]] -<i>ν</i>- και [[παρέκταση]] -<i>w</i>- / -<i>F</i>- της ρίζας, μέσω ενός αρχικού τ. <i>φθα</i>-<i>ν</i>-<i>ευμι</i> / <i>φθα</i>-<i>νῦμι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>zw</sup><i>h</i><i>ә</i><sub>2</sub>-<i>n</i>-<i>eu</i>-) με [[μετάσταση]] στη θεματική [[συζυγία]] <i>φθανFω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φθᾱνω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μονFος</i>> ιων. [[μοῦνος]], αττ. [[μόνος]]), όπως παρατηρείται και σε άλλα ρ. με [[επίθημα]] -<i>νFω</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φθίνω]]). Ωστόσο, η [[ανάλυση]] αυτή παραμένει [[τελείως]] υποθετική, άρα και απρόσφορη, για την ετυμολόγηση του τ. από το θ. <i>φθᾱ</i>- του ρ. [[χωρίς]] το [[ένθημα]] -<i>ν</i>- του ενεστ. έχει σχηματιστεί ο αόρ. <i>ἔφθᾱ</i>-<i>ν</i> / <i>ἔ</i>-<i>φθη</i>-<i>ν</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἔβην]], <i>ἔπτην</i>, <i>ἔφην</i>) και ο μέλλ. <i>φθήσομαι</i> (<b>πρβλ.</b> τα ζεύγη <i>ἔδην</i>: <i>βήσομαι</i>, <i>ἔστην</i>: <i>στήσομαι</i>), ενώ από το θ. <i>φθᾰ</i>- με συνεσταλμένο το [[φωνήεν]] έχει σχηματιστεί η μτχ. <i>φθάμενος</i> (<b>πρβλ.</b> [[πτάμενος]], <i>φάμενος</i>). Ο νεοελλ. τ. [[φτάνω]] έχει προέλθει με [[ανομοίωση]] τών τριβόμενων φθόγγων /f/ και /θ/, <b>πρβλ.</b> [[φθηνός]]: [[φτηνός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:55, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθάνω Medium diacritics: φθάνω Low diacritics: φθάνω Capitals: ΦΘΑΝΩ
Transliteration A: phthánō Transliteration B: phthanō Transliteration C: fthano Beta Code: fqa/nw

English (LSJ)

Il.9.506, impf. A ἔφθανον X.HG6.2.30, AP9.272 (Bianor): fut. φθήσομαι Il.23.444, Th.5.10, Pl.R.375c, etc.; but φθάσω [ᾰ] Hp. Morb.3.13 (s. v. l.), X.Cyr.5.4.38: aor. ἔφθᾰσα Hdt.7.161, A.Pers. 752 (troch.), Th.3.49, X.Cyr.7.1.19, etc.; imper. φθάσον J.AJ6.11.7; opt. 3sg. φθάσειε Isoc.8.120, pl. φθάσειαν X.HG7.2.14 (this tense prevails in later Gk., Plb.3.66.1, etc.); Dor. ἔφθασσα Theoc.2.115: but the only Ep. aor. is ἔφθην, not found in A. or S., but the more usual form in E. and Ar., less freq. in Th., X., D.; pl. ἔφθημεν, -ητε, -ησαν, E.Ph.1468, Isoc.5.7, Antipho 2.2.5, Ep.pl.3 φθάν Il.11.51; subj. φθῶ, Ep. 3sg. φθήῃ, φθῇσιν, 16.861, 23.805; Ep. 1pl. φθέωμεν Od.16.383; 3pl. φθέωσι 24.437; opt. φθαίην, Ep. 3sg. φθαίησι (παρα-) Il.10.346; inf. φθῆναι Hdt.6.115, Th.4.4; part. φθάς Hdt.3.71; Ep. part. Med. φθάμενος Il.5.119, al., Hes.Op.554: pf. ἔφθᾰκα Philipp. ap. D.18.39, LXX 2 Ch.28.9, IG12 9).906.26 (Chalcis, iii A. D.); πέφθακα Ps.-Callisth. 2.10 (v. l): plpf. ἐφθάκει Plu.Galb. 17, Luc.Philops.6:—Pass., Arist.Mu.395a18: impf. ἐφθάνετο AP9.278 (Bianor); ἐφθάνοντο J.BJ5.2.4 (v.l. ἐφονεύοντο): aor. ἐφθάσθην D.H. 6.25, Epigr.Gr.315 (Smyrna), IPE2.197 (Panticapaeum, ii A. D.), J.AJ8.12.4. Gal.4.560. [φθᾰνω always in Att. (so also in AP9.272 (Bianor), APl.4.382, 384); φθᾱνω in Il.9.506, 21.262 (where Zenod. read φθανέει for φθάνει) ]:—come or do first or before others: I c. acc. pers., to be beforehand with, overtake, outstrip, in running or otherwise, φθάνει δέ τε καὶ τὸν ἄγοντα Il.21.262; φθῆ σε τελος θανάτοιο 11.451, cf. Hes.Op.554,570, Hdt.7.161, E.Heracl.120, IT669, Isoc.9.42, etc.; οὐ μὴ φθάσωμεν τοὺς κοιμηθέντας 1 Ep.Thess.4.15; so ἔφθησαν τὸν χειμῶνα they anticipated the storm, Hdt.7.188; φθάσας τὸν λογισμόν D.21.38:—Pass., to be overtaken, ὑπό τινος Arist. Mu.395a18, AP9.278 (Bianor); ἐφθάσθην (v. supr.). II abs., come or act first, opp. ὑστερέω or ὑστερίζω, E.Ph.975, X.An.6.1.18, cf. Th.4.121; τοῦ φθάσαντος ἁρπαγή the prey of the first comer, A.Pers.752 (troch.), cf. Fr.23 (lyr.); πρὶν ἐλθεῖν αὐτοὺς φθάσαι βουλόμενοι Th.7.36; μὴ φθάσῃ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον ἐσπλεύσας Id.8, 100; φθάσαι πρὶν ἀδικηθῆναι Arist.Pol.1302b23, cf. Rh.1373a23; in later writers, τὰ φθάσαντα the things before mentioned, Ael.VH 1.34, Arg.D.46; part. φθάνων, φθάσας previous, τῶν φθασάντων δυεῖν βιβλίων Porph.Abst.3.1; ἐν τοῖς φθάνουσιν ἔργοις Dex.Hist.Fr.26 J.; τοῖς φθάνουσι κατορθώμασι Id.Fr.6 J.; οἱ φθάσαντες πόνοι Agath.5.16; τὸ φθάνον previous time, Ael.VH14.6; τὸ φθάσαν, τὰ φθάσαντα, the past, Agath.3.2, al., Procop.Gaz.Ep.32; ὁ φθάσας χρόνος Men. Prot.p.127 D. 2 with Preps., come or arrive first, ἕως τῶν οὐρανῶν LXX 2 Ch.28.9; ἔφθασεν ἐφ' ὑμᾶς Ev.Matt.12.28, Ev.Luc.11.20, cf. 1 Ep.Thess.2.16: φ. εἰς... simply, arriveat, attain to, Ep.Rom.9.31, Ep.Phil.3.16, Plu.2.338a; φθάσομεν εἰς Πηλούσι<ον> PPar.18.14 (ii A. D.): abs., of Time, arrive, καιρὸς τῆς τομῆς ἔφθακε (v.l. ἔφθασεν) LXXCa. 2.12; ἔφθασεν ὁ μὴν ὁ ἕβδομος ib.2 Es.3.1. b extend, μέχρι γῆς Plot.3.27; εἰς βορρᾶν PFlor.50.87 (iii A. D.). c reach, αἰθέρα APl.4.384. d Gramm., to be applied or applicable, ἐπ' ἀμφοτέρας τὰς διαθέσεις A.D.Synt.211.22, cf. 217.23, al. III the action in which one is beforehand is expressed by the part. agreeing with the subject, [Ἄτη] πολλὸν ὑπεκπροθέει, φθάνει δέ τε πᾶσαν ἐπ' αἶαν βλάπτουσ' ἀνθρώπους and is beforehand in doing men mischief, Il.9.506; ἀλλ' ἄρα μιν φθῆ Τηλέμαχος κατόπισθε βαλών Telemachus was beforehand with him in striking, i.e. struck first, Od.22.91, cf. 16.383, Il.10.368; ἔφθασέν με προαπελθὼν Χάρμος PCair.Zen.16.3 (iii B. C.); ἔφθησαν ἀπικόμενοι arrived first, Hdt.4.136, cf. 6.115; so φ. εὐεργετῶν to be the first to show a kindness, X.Mem.2.3.14; ὅπως φθάσειαν βοηθήσαντες Id.HG7.2.14; ἔφθασαν προκαταλαβόντες Th.3.112; φθάνουσιν αὐτοὺς προκαταφυγοῦσαι Id.2.91; ἢν φθάσωσιν πρότερον διαφθείραντες τὸ στράτευμα Id.7.25; φ. γόνασι προσπεσὼν πατρός E.HF986, etc: part. Pass. is also used, ἦ κε πολὺ φθαίη πόλις ἁλοῦσα, i.e. it would be taken first, Il.13.815; εἴ κε φθήῃ τυπείς shall be wounded first, 16.861; φθαίητε γὰρ ἂν . . ἐξανδραποδισθέντες ἣ . . Hdt.6.108; μὴ φθάσωσι προεπιβουλευόμενοι Th.3.83; ἔφθη κατακωλυθείς X.HG1.6.17; φθάνειν δεῖ πεφραγμένους τοὶς πόρους they must first be blocked up, Id.Cyr.2.4.25: these clauses, being compar. in sense, are folld. by a gen., φθὰν δὲ μέγ' ἱππήων . . κοσμηθέντες were drawn up before the drivers, Il.11.51; more freq. by πρὶν . . or ἢ... ἔφθη ὀρεξάμενος, πρὶν οὐτάσαι 16.322, cf. Antipho1.29, X. Cyr.3.2.4; φθήσονται τούτοισι πόδες καὶ γοῦνα καμόντα ἢ ὑμῖν Il.23.444; ἔφθης πεζὸς ἰὼν ἢ ἐγὼ σὺν νηΐ Od.11.58; ἔφθησαν ἀναβάντες πρὶν ἢ . . Hdt.9.70; ἔφθησαν ἐκπεσόντες πρότερον ἢ . . Id.6.91. b in later Gr., c. part. to express previous action or happening, φθάνω ὑμῖν πρότερον γεγραφηκώς I have already written to you, POxy.1666.3 (iii A. D.), cf. 237 vi30 (ii A. D.), etc.; ἔφθασα εἰρηκώς Luc.Pisc.29; ὡς ἔφθην εἰπών Id.Par.3; cf. 111.2b. 2 in the same sense, part. φθάς or φθάσας, Ep. φθάμενος, is used like an Adv. with a principal Verb, ὅς μ' ἔβαλε φθάμενος, for ὅς μ' ἔφθη βαλών, Il.5.119, cf. 13.387, Od. 19.449; οὐκ ἄλλος φθὰς ἐμεῦ κατήγορος ἔσται no other shall be an accuser before me, Hdt.3.71; ἀνέῳξάς με φθάσας you opened the door before me, Ar.Pl.1102; φθάσας προσπεσοῦμαι Th.5.9, cf. 2.91, X.Cyr. 1.5.3, etc.; even with a part., φθάσας . . ἁρπάσας Hdt.6.65; rarely part. pres., φθάνοντες δῃοῦμεν X.Cyr.3.3.18. b in signf. 111.1b, φθάσαντες ἐπληρώσαμεν αὐτούς we had already paid them, POxy.1103.6 (iv A. D.); but ὡσεὶ καὶ ὁμογενῆ φθάσας εἶπον as if I had said (not had already said) ., Gal.16.502. 3 rarely c. inf., ὁ φθάσας θαρσῆσαι he that first gains confidence, Th.3.82; σπεύδειν ὅπως . . φθαίης ἔτ' εἰς ἐκκλησίαν ἐλθεῖν (v.l. ἐλθών) hurry to be in time to get to... Ar.Eq.935 (lyr.), cf. Nu.1384 (v. infr. IV. 1); μόλις φθάνει θρόνοισιν ἐμπεσοῦσα μὴ χαμαὶ πεσεῖν hardly manages by falling first on the seat not to fall on the ground, E.Med.1169; more freq. in later writers, of actions which one manages to do, does before or has done first or already, A.R.1.1189, D.H.4.59,61, Sor.1.111, Gal.15.2,93, Luc. DMort.13.2, Harm.2; ἐὰν φθάσω πρὸ τῆς τρύγης ἀνελθεῖν PSI8.971.10 (iii/iv A. D.); ἐὰν ὁ ἰατρὸς αὐτὸ φθάσῃ κενῶσαι Gal.16.499; φθάνοντος ἤδη πυρέττειν ἐκ τεττάρων ἡμερῶν τοῦ νοσοῦντος having already begun, ib.498; μὴ φθάνων προσηκόντως τρέφεσθαι if he is not first suitably nourished, Id.18(2).36, cf. 84,103; συμβαίνει φθάνειν ἀποθνῄσκειν τοὺς νεωτέρους the young die first, ib.222; εἰ φθάσαιμεν παλαιοὺς πίθους ἔχειν μεγάλους if we already have... Gp.6.3.11, cf. 10.22.2, al., A.D.Pron.90.1; ἔφθακεν οὖν ταῦτα ἐψηφίσθαι καὶ τῇ βουλῇ IG12(9).906.26 (Chalcis, iii A. D.). IV with negatives, 1 with οὐ and part. (inf. is v. l. in Ar.Nu. 1384), folld. by καί or καὶ εὐθύς, of two actions following close on each other, οὐ φθάνειν χρὴ συσκιάζοντας γένυν καὶ . . ὁρμᾶν you must no sooner get your beard than you march, E.Supp.1219; οὐ φθάνει ἐξαγόμενος καὶ εὐθὺς ὅμοιός ἐστι τοῖς ἀκαθάρτοις no sooner is he brought out than he becomes unclean, X.Eq.5.10, cf. Ar.Nu.1384; οὐκ ἔφθημεν εἰς Τροιζῆν' ἐλθόντες καὶ τοιαύταις νόσοις ἐλήφθημεν ἐξ ὧν . . no sooner had we come to Troezen than... Isoc.19.22, cf. 5.53, 8.98, 9.53; οὐκ ἔφθη μοι συμβᾶσα ἡ ἀτυχία καὶ εὐθὺς ἐπεχείρησαν διαφορῆσαι τἄνδοθεν scarcely or no sooner had misfortune befallen me when... D.57.65, cf. 43.69, Isoc.4.86. 2 οὐκ ἂν φθάνοις, οὐκ ἂν φθάνοιτε, with part. pres., express a strong exhortation or urgent command, οὐκ ἂν φθάνοιτε τὴν ταχίστην ὀπίσω ἀπαλλασσόμενοι you could not be too quick in departing, i.e. make haste and be off, Hdt.7.162; οὐ φθάνοιτ' ἔτ' ἄν θνῄσκοντες make haste and die, E.Or.936, cf. 941, Alc. 662, Heracl.721, Tr.456 (troch.), IT245; οὐκ ἂν φθάνοιτον τοῦτο πράττοντε Ar.Pl.485; ἀποτρέχων οὐκ ἂν φθάνοις ib.1133; εἰς ἀγορὰν ἰὼν ταχέως οὐκ ἂν φθάνοις ib.874, cf. Ec.118; οὐκ ἂν φθάνοις λέγων Pl. Smp.185e, X.Mem.2.3.11; these phrases are not to be treated as questions, cf. οὐκ ἂν φθάνοιμι (sc. λέγων) Pl.Smp.214e, cf. Phd.100c, D.25.40, Luc.Fug.26, Symp.2, Anach.14: c. part. aor., once in Luc., Vit.Auct.26. b in 1, 2, or 3 pers., to express immediate futurity, οὐκ ἂν φθάνοις ἀκούων you shall hear in a moment, Pl.Euthd. 272d; οὐκ ἂν φθάνοι τὸ πλῆθος τούτοις τοῖς θηρίοις δουλεῦον will soon (or inevitably) be enslaved to... D.24.143; also to express what is logically inevitable, οὐκ ἂν φθάνοιεν αὐτοὺς προσκυνοῦντες they will soon be (or cannot logically help) worshipping them, Aristeas 137; τοῦτο μὲν οὐκ ἂν φθάνοις καὶ Ἐμπεδοκλεῖ πρὸ αὐτοῦ ἐγκαλῶν Luc.Fug.2; οὐκ ἂν φθάνοι κἀμὲ μάντιν λέγων Id.Hes.8; οὐκ ἂν φθάνοι τις ἁπάσας ἀναιρῶν τὰς τοιαύτας προστασίας Id.Apol.11: c. part. aor., Id.Tox.2.

German (Pape)

[Seite 1269] fut. φθήσομαι, Il. 23, 444, u. so auch bei den Attikern, wie Thuc. 5, 10, später auch φθάσω u. dor. φθάξω; aor. ἔφθην, 3. Vers. plur. ἔφθαν und φθάν, statt ἔφθησαν, Il. 11, 51, int. φθῆναι, conj. φθῶ, 3 Pers. ep. φθήῃ u. φθῇσιν, Il. 16, 816. 23, 805, plur. φθέωμεν, φθέωσιν, Od. 16, 383. 24, 437, optat. φθαίην, wozu man auch παραφθαίῃσι Il. 10, 346 rechnet, nachhomerisch auch ἔφθασα, aor. med. nur ep. φθάμενος; dor. ἔφθαξα, perf. ἔφθακα; Sp. auch φθασθῆναι, D. Hal.; – zuvorkommen, zuvorthun, eher als ein Anderer thun; absolut, wie es Il. 9, 506 von der Ate heißt πολλὸν ὑπεκπροθέει, φθάνει δέ τε πᾶσαν ἐπ' αἶαν βλάπτουσ' ἀνθρώπ ους, zuvor kommt sie über den ganzen Erdkreis hin, wenn man nicht auch hier besser das partic. damit verbindet (s. unt.); δέδοικα, μὴ πολὺς πλούτου πόνος γένηται τοῦ φθάσαντος ἁρπαγή Aesch. Pers. 738; φθάνειν εἰς τὴν πόλιν, zuvor, zuerst in die Stadt kommen, Xen. Cyr. 5, 4,9; τὴν δὲ ἑτέραν φθάσαι βουλομένην προσδραμεῖν Mem. 2, 2,3; – c. accus. der Person, der man zuvorkommt, die man im Laufe einholt; φθάνει δέ τε καὶ τὸν ἄγοντα Il. 21, 267, Hes. O. 556. 572; φθάσας ὁ Αθηναίων ἄγγελος τὸν Λακεδαιμονίων ἀμείβετο τοῖσδε Her. 7, 161; οἱ δ' ἔφθησαν τὸν χειμῶνα 7, 188; ἐπείπερ ἔφθης νεωτέρο υς Eur. Heracl. 121. – Die Handlung, in der Einer dem Andern zuvor kommt, wird gew. durch das partic. ausgedrückt, wo wir im Deutschen häufig das partic. durch ein verb. finit. u. φθάνω durch ein adv. »zuvor«, »eher« wiedergeben können; ἀλλ' ἄρα μιν φθῆ Τηλέμαχος κατόπισθε βαλών, Telemach kam ihm imt Werfen zuvor, traf ihn zuvor, Od. 22, 91; φθῆ σε τέλος θανάτοιο κιχήμενον, dich erreichte eher der Tod, Il. 11, 451; ἵνα μή τις Ἀχαιῶν φθαίη ἐπε υξάμενος βαλέειν, ὁ δὲ δεύτερος ἔλθοι, 10, 367; vgl. 16, 314. 23, 805 Od. 16, 383. 24, 437; selten mit einem pass., εἴ κε φθήῃ τυπ είς Il. 16, 861, eher verwundet werden, wie ἦ κε πολὺ φθαίη πόλις ἁλοῦσα, eher erobert werden, 13, 815; βουλόμενοι φθῆναι τοὺς Ἀθηναίους ἀπικόμενοι εἰς τὸ ἄστυ Her. 6, 115, indem sie den Athenern in die Stadt kommend zuvorkommen wollten, d. i. indem sie eher als die Athener in die Stadt gelangen wollten; φθάναι γόνασι προσπεσὼν πατρός Eur. Herc.. 986; Med. 1169 u. öfter; Ar. Plut 685. 1102; φθάνει ἡμέρα γενομένη αὐτὸν πορε υόμενον, es ward eher Tag, ehe er ankam, Xen. Cyr. 5, 7,16, wie An. 5, 7,16, der Tag überraschte ihn; ὃς ἂν φθάσῃ τελευτήσας διὰ τὰ δεσμά Plat. Euthyphr. 9 a; σμικρόν γε ἔφθης με ἐρόμενος Polit. 293 e; φθάνουσιν ἐπὶ τῷ ἄκρῳ γενόμενοι τοὺς πολεμίους Xen. An. 3, 4,49; φθήσονται ποιοῦντες Isocr. 4, 79; Sp., ἔφθη παρενεχθεὶς τοσοῦτον, ὅσον τὰς αἰχμὰς εἰς τὴν γῆν παγῆναι Plut. Sull. 29, vgl. 37. - Selten mit dem int., φθαίης ἔτ' εἰς ἐκκλησίαν ἐλθεῖν Ar. Equ. 942; vgl. Luc. D. Mort. 13, 2. - Es folgt auch πρίν, ἔφθη ὀρεξάμενος πρὶν οὐτάσαι Il. 16, 322, wie Xen. Cyr. 3, 2,4; u. ἤ, φθήσονται τούτοισι πόδες καὶ γοῦνα καμόντα ἢ ὑμῖν, die Füße und Kniee werden ihnen eher müde werden als euch, Il. 23, 444; Od. 11, 58; Theocr. 2, 114, Her. φθαίητε γὰρ ἂν πολλάκις ἐξανδραπ οδισθέντες ἤ τινα πυθέσθαι ἡμέων 6, 108; ήσκήκεις δὲ φθάνειν ἕλκων ἢ τὰ πτηνά φυγεῖν Xen. Cyr. 1, 6,39, du hattest dich geübt, das Netz zuzuziehen, ehe die Vögel fort flogen; u. πρὶν ἤ, ἔφθησαν ἐπὶ τοὺς πύργο υς ἀναβάντες πρὶν ἤ – Her. 9, 70; u. ἀλλά, οὐκ ἄλλος φθὰς ἐμεῦ κατήγορος ἔσται, ἀλλά σφεα αὐτὸς ἐγὼ κατερέω, kein Anderer soll mein Ankläger eher sein, sondern ich werde selbst anklagen, d. i. kein Anderer soll mich eher anklagen, als ich, Her. 3, 71. – In der letzten Stelle ist nicht ein tempus finit. von φθάνω mit dem particip. eines anderen Verbums verbunden, sondern umgekehrt das part. φθάς mit dem tempus finit. eines anderen Verbums; so bei Hom. das partic. φθάμενος, ὅς μ' ἔβαλε φθάμενος statt ὅς μ' ἔφθη βαλών, der mich zuvor, eher traf, Il. 5, 119. 13, 387. 23, 779 Od. 19, 449; und so bei den Attikern partic. praes. und aor., φθάνοντες δῃοῦμεν Xen. Cyr. 3, 3,18, wie φθάσας ἀσθενώσω 1, 5,3, eher will ich schwachen; Ar. Plut. 1102; φθάσας προσπεσοῦμαι Thuc. 5, 9. – Sp. brauchen auch das pass. φθάνεσθαι, überholt, eingeholt, überrascht werden, von Einem, ὑπ ό τινος, Bian. 5 (IX, 278). – Besonders zu merken ist noch die Verbindung mit οὐ und folgendem καί, κακκᾶν ἂν οὐκ ἔφθης φράσαι κἀγὼ λαβὼν θ ύραζε ἐξέφερον ἄν Ar. Nubb. 1366, u. sonst, gew. c. partic., οὐκ ἐφθημεν ἐλθόντες καὶ νόσοις ἐλήφθημεν, nicht sobald waren wir angekommen, oder kaum waren wir angekommen, als wir auch schon von Krankheiten ergriffen wurden; οὐκ ἔφθη μοι συμβᾶσα ἡ ἀτυχία καὶ εὐθὺς ἐπεχείρησαν διαφορῆσαι τἄνδοθεν, kaum, nicht sobald war mir das Unglück begegnet, als sie sogleich, Dem. 57, 65; οὐ γὰρ ἔφθη Θεόπομπος τὴν ἐπιδικαοὐκ ἔφθη λέγων καὶ εὐθὺς ἐγέλασαν ἅπαντες, eigtl., er kam mit dem Reden nicht dem Lachen zuvor, d. i. kaum hatte erzu reden angefangen, als auch Alle schon lachten. – In Fragesätzen bezeichnet οὐ φθάνω die lingeduld in Erwartung der Erfüllung dessen, was die Frage ausspricht, drückt also eine nachdrückliche Aufforderung aus, oder ist eine mildere Form für den imperat, bes. für augenblickl ich zu vollziehende Befehle, οὐκ ἂν φθάνοις λέγων; willst du nicht zuvor sagen? d. i. sage es auf der Stelle, so rede nur, Plat. Conv. 185 e; οὐκ ἂν φθάνοιτ' ἀκολο υθοῦντες; wollt ihr nicht auf der Stelle folgen? d. i. folgt auf der Stelle! Auch mit part. med. u. pass., οὐκ ἂν φθάνοιτε τὴν ταχίστην ὀπίσω ἀπαλλασσόμενοι; d. i. geht schnell zurück, Her. 7, 162; οὐκ ἂν φθάνοι κατακοπτόμενος; wird nicht sogleich niedergehauen werden? Dem. 25, 40. – Aehnlich wird das partic. aor. zum imperat. gesetzt, λέγε φθάσας, sprich schnell. – Im Antwortssatz ist οὐκ ἂν φθάνοιμι »ich werde sogleich beginnen«, Plat. Conv. 214 e Phaed. 100 c; οὐκ ἂν φθάνοις ἀκούων, das sollst du gleich hören, Euthyd. 272 d. – [Im praes. ist α bei den Epikern lang, Il. 9, 506. 21, 262, bei den Attikern kurz, bei Sp. nach dem Versbedürfnisse lang u. kurz, Jac. A. P. p. 884.]

Greek (Liddell-Scott)

φθάνω: [ᾰ], μέλλ. φθήσομαι Ἰλ. Ψ. 444, Θουκ. 5. 10, Πλάτ. Πολ. 375C, κλπ.· ἀλλὰ φθάσω [ᾰ] Ἱππ. 491. 28, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 4, 38., 7. 1, 19· ἀόρ. ἔφθᾰσα Ἡρόδ. 7. 161, Αἰσχύλ. Πέρσ. 752, Θουκ., κλπ. (ἐν χρήσει καθ’ ἁπάσας τὰς ἐγκλίσεις πλὴν τῆς προστακτικῆς)· εὐκτ. γ΄ ἑνικ. φθάσειε Ἰσοκρ. 183C, φθάσειαν Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 14· Δωρ. ἔφθαξα Θεόκρ. 2. 115· ― ἀλλ. ὁ μόνος Ἐπικ. ἀόρ. εἶναι ἔφθην, ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἀττ.· πληθ. ἔφθημεν, -ητε, -ησαν Εὐρ. ἐν Φοιν. 1468, Ἰσοκρ. 83Ε, 58Β. Ἀντιφῶν 117. 2, Ἐπικ. γ΄ πληθ. φθάν, Ἰλ. Λ. 51· ὑποτακτ’ φθῶ, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. φθήῃ, φθῇσιν Π. 861, Ψ. 805· Ἐπικ. α΄ πληθ. φθέωμεν Ὀδ. Π. 383· γ΄ πληθ. φθέωσιν Ω. 437· εὐκτ. φθαίην, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. φθαίησι (παρα-) Ἰλ. Κ. 346· ἀπαρ. φθῆναι Ἡρόδ. 6. 115, Θουκ. 4. 4· μετοχ. φθὰς Ἡρόδ. 3. 71· Ἐπικ. ὡσαύτως μετοχ. μέσ. ἀορ. φθάμενος Ἰλ. Ε. 119, κλπ.· Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 552· ― πρκμ. ἔφθᾰκα Φίλιππ. (;) παρὰ Δημ. 239. 9, Ὀρειβάσ.· πέφθακα Χριστ. Πασχ. 2077, Τζέτζ.· ὑπερσ. ἐφθάκει Λουκ. Φιλοψ. 6, Πλουτ. Γάλβ. 17· ― ὁ παθ. ἀόρ. ἐφθάσθην ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν., ὡς Διονύσ. Ἁλ. 6. 25, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 315, 538, Ἰώσηπ., Γαλην., Λοβεκ. Παραλ. 45. (Τὴν √ΦΘΑ σχετίζει ὁ Curt. πρὸς τὴν ῥίζ. ΨΑ, παραβάλλων τὰς παρ’ Ἡσυχίῳ γλώσσας, «φθατήσῃ, φθάσῃ. ― ψατᾶσθαι· προκαταλαμβάνειν» καὶ ― «ψατῆσαι· προειπεῖν»· ἴσως καὶ τὰ Λατ. spe-s, spe-rare ἀνήκουσιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν.) [φθᾰνω ἀεὶ παρ’ Ἀττ.· φθᾱνω ἐν Ἰλ. Ι. 506, Φ. 262 (ἔνθα ὁ Ζηνόδ. ἀνέγνω φθανέει ἀντὶ φθάνει)· παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ᾱ ἢ ᾰ κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου, Ἰακώψ εἰς Ἀνθ. Π. 884.] Ἔρχομαι ἢ πράττω τι πρῶτος ἢ πρὸ ἄλλων· Ι. μετ’ αἰτ. προσώπου, προλαμβάνω τινά, προφθάνω τινὰ ἐν τῷ τρέχειν ἢ ἄλλως πως, Λατ. praevenire, φθάνει δέ τε καὶ τὸν ἄγοντα Ἰλ. Φ. 262· φθῆ σε τέλος θανάτοιο Λ. 451· πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 552, 568, Ἡρόδ. 7. 161, Εὐρ. Ἡρακλ. 120, Ἰφ. ἐν Ταύρ. 669, Ἰσοκρ. 197Β, κλπ.· οὕτως, ἔφθησαν τὸν χειμῶνα, προέλαβον τὴν θύελλαν, Ἡρόδ. 7. 188· φθάσας τὸν λογισμὸν Δημ. 526. 18. ― Παθ., καταφθάνομαι, ἐφθάνετο Ἀνθ. Παλατ. 9. 278· ἐφθάσθην, ἴδε κατωτ. ΙΙ. ἀπολ., ἔρχομαι πρῶτος ἀντίθ. τῷ ὑστερέω. Εὐρ. Φοίν. 975, πρβλ. Θουκ. 4. 121, Ξεν. Ἀν. 5. 9, 18· τοῦ φθάσαντος ἁρπαγή. λεία τοῦ φθάσαντος πρώτου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 752, πρβλ. Ἀποσπ. 22b· φθάσαι πρὶν ἀδικηθῆναι Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 4, πρβλ. Ρητορ. 1. 12, 30· ― καὶ συχν. παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσι, τὰ φθάσαντα, τὰ προηγουμένως μνημονευθέντα. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 34, ὑπόθεσις εἰς Δημ. 1128· ὁ φθάνων, ἡ φθάνουσα, ὁ πρότερος, ἡ προτέρα, συχν. παρὰ Βυζ.· τό φθάνον, ὁ πρότερος χρόνος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 6. 2) μετὰ προθ., ἔρχομαιφθάνω πρῶτος, ἐς τὸν Ἑλλήσποντον Θουκ. 8. 100, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 4, 9· ἕως τοῦ οὐρανοῦ Ἑβδ. (Δαν. Δ΄, 8)· ἔφθασεν ἐφ’ ὑμᾶς Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβ΄, 28, κ. Λουκ. ια΄, 20, Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. β΄, 16· ἁπλῶς ἐξικνοῦμαι, φθάνω μέχρι τινός, Ἰσραὴλ δὲ διώκων νόμον, δικαιοσύνης εἰς νόμον οὐκ ἔφθασεν Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 31, πρὸς Φιλ. γ΄, 16, πρβλ. Πλούτ. 2. 338Α. ΙΙΙ. ἡ ἐνέργεια ἐν ᾗ προλαμβάνει τις τὸν ἕτερον ἐκφέρεται διὰ τῆς μετοχῆς συμφωνούσης πρὸς τὸ ὑποκείμενον, [Ἄτη] πολλὸν ὑπεκπροθέει, φθάνει δέ τε πᾶσαν ἐπ’ αἶαν βλάπτουσ’ ἀνθρώπους Ἰλ. Ι. 506 ἀλλ’ ἄρα μιν φθῆ Τηλέμαχος κατόπισθε βαλών, ὁ Τηλέμαχος προέλαβε καὶ ἐκτύπησεν αὐτὸν κατὰ τοῦ νώτου πρότερος, Ὀδ. Χ. 91, πρβλ. Π. 383, Ἰλ. Κ. 368· συχν. παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ., ἔφθησαν ἀπικόμενοι, πρῶτοι ἀφίκοντο, Ἡρόδ. 4. 136, πρβλ. 6. 115· ἔφθασαν προκαταλαβόντες Θουκ. 3. 112· ὡσαύτως, ἢν φθάσωσιν πρότερον διαφθείραντες τὸ στράτευμα ὁ αὐτ. 7. 25· φθ. γόνασι προσπεσὼν πατρὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 986, κλπ.· ― εἶναι ὡσαύτως εὔχρηστοςμετὰ παθ. μετοχῆς σύνταξις, ἧ κε πολὺ φθαίη πόλις ἁλοῦσα, δηλ. πολὺ πρότερον ἁλώσεται, Ἰλ. Ν. 815· εἴ κε φθήῃ τυπείς, ἐὰν κτυπηθῇ, τραυματισθῇ πρῶτος, Π. 861· φθαίητε γὰρ ἂν... ἐξανδραποδισθέντες ἢ... Ἡρόδ. 6. 108· μὴ φθάσωσι προεπιβουλευόμενοι Θουκ. 3. 83· ἔφθη κατακωλυθεὶς Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 17· φθάνειν δεῖ πεφραγμένους τοὺς πόρους, πρέπει νὰ προλάβωμεν τὴν ἀπόφραξιν τῶν διαβάσεων, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 2. 4, 25· ― αἱ τοιαῦται προτάσεις ὡς ἔχουσαι συγκριτικὴν ἔννοιαν συνάπτονται συχνάκις μετὰ γενικῆς, φθὰν δὲ μέγ’ ἱππήων... κοσμηθέντες Ἰλ. Λ. 51· συχνότερον δὲ μετὰ τοῦ πρίν... ἢ μετὰ τοῦ συγκριτικοῦ ἤ..., ἔφθη ὀρεξάμενος, πρὶν οὐτάσαι Π. 322, πρβλ. Ἀντιφῶντα 114. 29, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 4· φθήσονται τούτοισι πόδες καὶ γοῦνα καμόντα ἢ ὑμῖν Ἰλ. Ψ. 444, πρβλ. Ὀδ. Λ. 53, Ἡρόδ. 6. 108· οὕτω, ἔφθησαν ἀναβάντες πρὶν ἤ... Ἡρόδ. 9. 70· ἔφθησαν ἐκπεσόντες πρότερον ἤ... ὁ αὐτ. 6. 91· φθῆ... βαλὼν Ὀδ. Χ. 91· φθὰν κοσμηθέντες Ἰλ. Λ. 51· ἔφθην ἀφικόμενος· ― φθάνω εὐεργετῶν, πρῶτος ἐγὼ εὐεργετῶ, δεικνύω καλωσύνην, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 14· ὅπως φθάσειαν βοηθήσαντες ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 2, 14, κλπ. 2) ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ἡ μετοχὴ φθὰς ἢ φθάσας Ἐπικ. φθάμενος, εἶναι ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. μετ’ ὀρθολεκτικοῦ ῥήματος, ὃς μ’ ἔβαλε φθάμενος, ἀντὶ ὃς μ’ ἔφθη βαλών, Ἰλ. Ε. 119, Ν. 387, πρβλ. Ὀδ. Τ. 449· οὐκ ἄλλος φθὰς ἐμοῦ κατήγορος ἔσται, οὐδεὶς ἄλλος θὰ προφθάσῃ νὰ γίνῃ κατήγορος πρὸ ἐμοῦ, Ἡρόδ. 3. 71· ἀνέῳξάς με φθάσας, ἀνέῳξας τὴν θύραν προλαβὼν ἐμὲ μέλλοντα κόπτειν αὐτήν, δηλ. «προτοῦ νὰ κτυπήσω ἐπρόφθασες καὶ ἄνοιξες», Ἀριστοφ. Πλ. 1102· φθάσας προσπεσοῦμαι Θουκ. 5. 9, πρβλ. 2. 91, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 5, 3, κλπ.· σπανίως οὕτως ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ ἐνεστ., φθάνοντες δῃοῦμεν αὐτόθι 3. 3, 18. 3) σπανίως μετ’ ἀπαρεμφ., ὡς τὸ Λατ. occupo, φθαίης ἔτ’ εἰς ἐκκλησίαν ἐλθεῖν Ἀριστοφ. Ἱππ. 935, πρβλ. 1384· ὁ φθάσας θαρσῆσαι Θουκ. 3, 82· μόλις φθάνει θρόνοισιν ἐμπεσοῦσα μὴ χαμαὶ πεσεῖν Εὐρ. Μήδ. 1169· συχνότερον παρὰ μεταγεν. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1188, Διονύσ. Ἁλ. 4. 59, 61, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 13. 2, Ἁρμον. 2. IV. μετ’ ἀρνήσεως διακρίνομεν τὰς ἑξῆς περιπτώσεις: 1) μετὰ τοῦ οὐ καὶ μετοχῆς, ἑπομένου καὶ ἢ καὶ εὐθύς, ὡς τὸ Λατ. simul ac, ἐκφέρει δύο ἐνεργείας ἀκολουθούσας τὴν μίαν μετὰ τὴν ἄλλην, ἀλλ’ οὐ φθάνειν χρὴ συσκιάζοντας γένυν, καί... ὁρμᾶν, οὐκ ἂν φθάνοιτε συσκιάζ. γένυν καὶ ὁρμῶντες κτλ., Εὐριπ. Ἱκέτ. 1219· οὐ φθάνει ἐξαγόμενος καὶ εὐθὺς ὅμοιός ἐστι τοῖς ἀκαθάρτοις, εὐθὺς ὡς ἐξαχθῇ, γίνεται ἀκάθαρτος, Ξεν. Ἱππ. 5. 10, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1384· οὐκ ἔφθημεν εἰς Τροιζῆνα ἐλθόντες καὶ τοιαύταις νόσοις ἐλήφθημεν ἐξ ὧν..., μόλις ἤλθομεν εἰς Τρ. καὶ εὐθύς..., Ἰσοκρ. 588Ε, πρβλ. 58Β, 92Ε, 179Α, 199D· οὐκ ἔφθη μοι συμβᾶσα ἡ ἀτυχία καὶ εὐθὺς ἐπεχείρησαν διαφορῆσαι τἄνδοθεν, μόλις συνέβη εἰς ἐμὲ τὸ δυστύχημα καί..., Δημ. 1073. 20, πρβλ. 1319. 11. 2) οὐκ ἂν φθάνοις, οὐκ ἂν φθάνοιτε, μετὰ μετοχ. ἐνεστ., σημαίνουσι σπουδὴν ἢ ἀνυπομονησίαν, καὶ τίθενται εἰς δήλωσιν ἰσχυρᾶς προτροπῆς ἢ ἐσπευσμένης προσταγῆς, οὐκ ἂν φθάνοιτε ἀπαλλασσόμενοι, δηλ. σπεύσατε καὶ ἀπέλθετε, Ἡρόδ. 7. 162· οὐ φθάνοιτ’ ἔτ’ ἂν θανόντες, σπεύσατε καὶ ἀποθάνετε, ταχέως ἀποθάνετε, Εὐρ. Ὀρ. 936, πρβλ. Ἄλκ. 662, Ἡρακλ. 721 (ἔνθα ἴδε Elmsl.), Τρῳ. 456, Ἰφ. ἐν Ταύρ. 245· οὐκ ἂν φθάνοιτον τοῦτο πράττοντε Ἀριστοφ. Πλ. 485· ἀποτρέχων οὐκ ἂν φθάνοις αὐτόθι 1133· εἰς ἀγορὰν ἰὼν οὐκ ἂν φθάνοις αὐτόθι σ. 874, πρβλ. Ἐκκλ. 118· οὐκ ἂν φθάνοις λέγων Πλάτ. Συμπ. 185F, πρβλ. Εὐθύδ. 272D, Φαίδων 100C, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 11· οὕτως, οὐκ ἂν φθάνοιμι (ἐξυπακ. λέγων) Πλάτ. Συμπ. 214Ε· ― μετὰ μετοχ. ἀορ., μόνον παρὰ μεταγεν., οἷον, Λουκ. Τόξ. 2· ― (ἐπὶ ὁμοίας ἐννοίας ἡ μετοχὴ φθάσας (ὡς τὸ ἀνύσας) εἶναι ἐν χρήσει μετὰ προστακτικῆς, λέγε φθάσας, λέγε ταχέως, τρέχε φθάσας, καὶ τὰ ὅμοια· ἔτι δὲ εὕρηται καὶ ἡ μετοχὴ φθάσας μετ’ ἄλλης μετοχῆς, φθάσας ἁρπάσας Ἡρόδ. 6. 65). ― Ἐν ταῖς φράσεσι ταύταις τινὲς τῶν ἐκδοτῶν γράφουσι τὰς προτάσεις ἐρωτηματικῶς, ὡς τὸ Λατ. quin statim...? δὲν θὰ σπεύσῃς νὰ ὑπάγῃς; κλπ.· ― ἀλλὰ τοῦτο δὲν εἶναι ἀναγκαῖον, οὔτε δύναται νὰ ἐφαρμοσθῇ εἰς παραδείγματα ὅμοια τῷ, οὐκ ἂν φθάνοιμι, ἀμέσως θὰ ἀρχίσω, Πλάτ. Συμπ. 214Α, πρβλ. Φαίδωνα 100C, Εὐθύδ. 272D, Δημ. 745. 2., 782. 17. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 164, 254.

French (Bailly abrégé)

f. φθήσομαι, rar. φθάσω, ao. ἔφθασα, ao.2 ἔφθηνsbj. φθῶ, opt. φθαίην, inf. φθῆναι, part. φθάς ; pf. ἔφθακα;
I. 1 arriver le premier : ὁ φθάσας ESCHL le premier arrivé ; ὁ φθάνων, ἡ φθάνουσα DÉM le précédent (discours), la précédente (harangue) ; τὸ φθάνον ÉL le temps passé ; φθ. εἰς πόλιν XÉN arriver le premier dans la ville ; simpl. φθ. εἰς arriver jusqu’à, atteindre;
2 prévenir, devancer : τινα qqn ; τι qch (la mauvaise saison, un raisonnement, etc.) ; terminer qch plus vite que d’ordinaire ; poét. φθάνειν τινός IL devancer qqn ; avec double rég. φθ. τινά τι ATT devancer qqn en qch ; avec un part. : ἀλλ’ ἄρα μιν φθῆ Τηλέμαχος κατόπισθε βαλών OD mais Télémaque le prévint l’ayant frappé le premier par derrière ; φθῆναι ἀπικόμενοι HDT (voulant) arriver avant ; ἦ κε πολὺ φθαίη πόλις ἁλοῦσα IL la ville serait prise bien avant ; ἔφθη κατακωλυθείς XÉN il fut empêché d’agir par l’ennemi qui l’avait devancé;
3 οὐ φθάνω suivi de καί ou εὐθύς équivaut à « n’être pas plutôt… que » : οὐκ ἔφθημεν ἐλθόντες καὶ νόσοις ἐλήφθημεν ISOCR nous ne fûmes pas plutôt arrivés que nous fûmes pris par les maladies ; οἱ Λακεδαιμόνιοι οὐκ ἔφθησαν πυθόμενοι τὸν πόλεμον καὶ … ἧκον ISOCR les Lacédémoniens n’eurent pas plutôt connaissance de la guerre qu’ils arrivèrent ; οὐ φθάνω non suivi de καί ou εὐθύς, et dans une prop. non interr., avec un inf. ou plus souv. avec un part., équivaut d’ord. à « ne pas manquer de » : οὐκ ἂν φθάνοι κατακοπτόμενος DÉM il ne saurait manquer d’être tué;
II. p. ext. se hâter : οὐκ ἂν φθάνοις λέγων ; XÉN ne te hâteras-tu pas de dire ? λέγε φθάσας ATT dis vite ; τρέχε φθάσας ATT cours vite ; avec un autre part. : φθάσας ἁρπάσας HDT ayant devancé qqn pour enlever (une femme);
Moy. φθάνομαι (part. ao. φθάμενος) devancer, prévenir : ὅς μ’ ἔβαλε φθάμενος IL qui m’a frappé le premier.
Étymologie: R. Φθα, devancer, apparenté à la R. Ψα ; v. ψάω.

English (Autenrieth)

fut. φθήσονται, aor. 2 ἔφθην, φθῆ, 3 pl. φθάν, subj. φθῶ, φθῇ(σιν), φθέωμεν, φθέωσιν, opt. φθαίη, mid. aor. 2 part. φθάμενος: be or get before, anticipate, Il. 21.262; w. part. the verb appears as an adv. in Eng., φθῆ σε τέλος θανάτοιο κιχημένον, death overtook thee ‘sooner,’ ‘first,’ Il. 11.451, Od. 22.91; foll. by πρίν, Il. 16.322.

English (Strong)

apparently a primary verb; to be beforehand, i.e. anticipate or precede; by extension, to have arrived at: (already) attain, come, prevent.

English (Thayer)

1st aorist ἔφθασα (Winer's Grammar, § 15 under the word); perfect ἐφθακα (L text WH marginal reading); from Homer down;
1. to come before, precede, anticipate: ἡμεῖς οὐ μή φθάσωμεν (see μή, IV:2) τούς κοιμηθέντας, we shall not get the start of those who have fallen asleep, i. e. we shall not attain to the fellowship of Christ sooner than the dead, nor have precedence in blessedness, ἔφθασεν ἐπ' αὐτούς ἡ ὀργή, (God's penal) wrath came upon them unexpectedly, ἔφθασεν ἐφ' ὑμᾶςβασιλεία τοῦ Θεοῦ, the kingdom of God has come upon you sooner than you expected, Alex. (and other later) writings the idea of priority disappears, to come to, arrive at: εἰς τί, to reach, attain to, a thing, ἄχρι τίνος, τίνι, to a thing, ἕως τοῦ οὐρανοῦ, Test xii. Patr., p. 530 (i. e. test. Rub. 5 at the end); ἡ μεγαλωσύνη σου ἐμεγαλύνθη καί ἔφθασεν εἰς τόν οὐρανόν, Theod. (cf. 17,25; φθάνειν ἕως τῶν οὐρανῶν, ἔφθασεν ὁ μήνἕβδομος, 2Esdr. 3:1; Philo de mund. opif. § 1; de legg. alleg. 3:76; de confus. lingg. § 29; Plutarch, apotheg. Lacon. § 28; de Alex. s. virt. s. fort. orat. 2:5. Cf. Sophocles Lexicon, under the word; Geldart, Modern Greek, p. 206; Winer's Grammar, § 2,1b.)). (Compare: προφθάνω.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ
1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ.
δ. «ἐπειγόμενος μὴ φθάσῃ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον ἐσπλεύσας», Θουκ.
ε. «ἄρα ἔφθασεν ἐφ' ὑμᾱς ἡ βασιλεία τοῦ θεοῡ», ΚΔ)
2. εκτείνομαι ώς ένα σημείο (α. «τα μαλλιά της φτάνουν μέχρι τη μέση της» β. «Ἰσραὴλ δὲ διώκων νόμον, δικαιοσύνην εἰς νόμον οὐκ ἔφθασεν», ΚΔ)
3. (κυρίως μτφ.) α) πραγματοποιώ, πραγματώνω (α. «κόπιασε πολύ αλλά τελικά έφτασε στον στόχο του να γίνει πρωταθλητής» β. «ἐὰν ὁ ἰατρὸς αὐτὸ φθάσῃ κενῶσαι», Γαλ.)
β) (για πρόσ. και για πράγμ.) γίνομαι ισάξιος, αναδεικνύομαι εφάμιλλος ως προς κάτι (α. «μετά από πολύ διάβασμα τήν ἔφτασε στους βαθμούς» β. «κανένα συναίσθημα δεν μπορεί να φτάσει τη μητρική αγάπη» γ. «μηδεμία εἰκὼν φθάνει πρὸς τὴν ἀλήθειαν», Γρηγ. Ναζ.)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) α) πλησιάζω, κοντεύω να έλθω, είμαι κοντά («φτάνει το καλοκαίρι»)
β) περιέρχομαι, περιπίπτω σε μια κατάσταση, καταντώ («έφτασε σε τόσο μεγάλη αθλιότητα ώστε έκλεβε και τους ίδιους τους γονείς του»)
2. (μτβ.) κατορθώνω να πλησιάσω κάποιον που προηγήθηκε από μένα, προκάνω, προλαβαίνω, προφθάνω («τον έφτασα όταν πια είχε φύγει»)
3. απλώνω το χέρι μου να πιάσω κάτι που είναι ψηλά ή μακριά μου («φτάσε μου το βάζο με τη μαρμελάδα από το πάνω ράφι»)
4. μτφ. (κυρίως αμτβ.) α) εγγίζω, κατακτώ έναν ορισμένο βαθμό ιεραρχίας («έφτασε στον βαθμό του διευθυντή»)
β) είμαι αρκετός, επαρκώ («φτάνουν πέντε μέτρα ύφασμα για ένα φόρεμα»)
5. (το α' πρόσ. και το γ' πρόσ. εν. αορ.) έφτασα και έφτασε
έρχομαι, έρχεται αμέσως (α. «έλα 'δω να σού πω κάτι» —«έφτασα!» β. «φέρε μου έναν καφέ» —«ἔφτασε!»)
6. (το γ' εν. πρόσ. ως τριτοπρόσ.) φτάνει
είναι αρκετό, αρκεί («φτάνει να του πεις συγνώμη και θα σέ συγχωρέσει»)
7. (το γ' εν. πρόσ. με σημ. επιφων.) φτάνει! αρκετά («φτάνει πια, δεν σέ αντέχω άλλο»)
8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) φθασμένος και φτασμένος, -η, -ο
α) ενήλικος
β) (κυρίως μτφ.) αυτός που έχει φτάσει σε αξιοζήλευτη κοινωνική και επαγγελματική θέση, πετυχημένος, διακεκριμένος («είναι φτασμένος φιλόλογος»)
9. φρ. α) «έφτασε στην άκρη της προκοπής» — πρόκοψε πάρα πολύ
β) «έφτασε σε άκρο πλούτο» — έγινε πάμπλουτος
γ) «έφτασε σε τόση αδιαντροπιά» — έγινε τελείως αδιάντροπος
δ) «ώς εκεί φτάνει το μυαλό του» ή «ώς εκεί του φτάνει» — τόσες μόνον είναι οι πνευματικές του ικανότητες
ε) «έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο» και «έφτασε ο κόμπος στο χτένι» και «έφτασε στο μη περαιτέρω» και «έφτασε στο απροχώρητο» — το κακό προχώρησε τόσο ώστε να μην μπορεί κανείς να το υποφέρει, το κακό έχει υπερβεί πια τα όρια της υπομονής
στ) «λέει ό,τι φτάσει» — λέει ό,τι του 'ρχεται, λέει ανοησίες
ζ) «φτάνει μόνον να...» — αρκεί μόνον να...
η) «να μην φτάσει να...»
(ως κατάρα) να μην αξιωθεί να...
10. παροιμ. α) «όσα δεν φτάνει η αλεπού τά κάνει [ή τά αφήνει] κρεμαστάρια» — βλ. κρεμαστάρι
β) «του χωριάτη [ή του τρελού] το σχοινί μονό δεν φτάνει, διπλό φτάνει και περισσεύει» — βλ. περισσεύω
μσν.-αρχ.
(το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. και αορ. ως ουσ.) ὁ φθάνων και ὁ φθάσας·ο πρότερος, ο προηγούμενος ή ο προγενέστερος
αρχ.
1. (με αιτ. προσ. ή και με κατηγ. μτχ.) έρχομαι κάπου πρώτος ή κάνω κάτι πριν από έναν άλλον ή άλλους (α. «φθάσας δὲ ὁ Ἀθηναίων ἄγγελος τὸν Λακεδαιμονίων ἀμείβετό μιν τοισίδε», Ηρόδ.
β. «ἀλλ' ἄρα μιν φθῆ Τηλέμαχος κατόπισθε βαλών», Ομ. Οδ.)
2. απορρέω, προκύπτω από... («ἀπὸ δὴ τούτων τὰ κακὰ... ἔφθασεν», Αθανάσ.)
3. είμαι εφαρμόσιμος ή ισχύω («τὸ γὰρ ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσιν ἡμετέραν φθάνει ἐπὶ πάντας ἀνθρώπους», Ωριγ.)
4. φρ. α) «ἔβαλε φθάμενος» — πρόλαβε να χτυπήσει πρωτύτερα (Ομ. Ιλ.)
β) «οὐκ ἔφθημεν εἰς Τροιζῆνα ἐλθόντες καὶ τοιαύταις νόσοις ἐλήφθημεν» — μόλις φτάσαμε στην Τροιζήνα αρρωστήσαμε (Ισοκρ.)
γ) (ερωτημ.) «οὐκ ἂν φθάνοις» και «οὐκ ἂν φθάνοιτε» — δηλώνει ανυπομονησία ή βιασύνη
5. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ φθάνον
ο πρότερος χρόνος
6. (το ουδ. πληθ. μτχ. αορ. ως ουσ.) τὰ φθάσαντα
αυτά που μνημονεύθηκαν προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.. Οι παρλλ. τ. ψαέναι
φθάσαι, ψατᾶσθαι, ψατῆσαι (βλ. λ. φθατέω) που εμφανίζουν αρκτικό ψ- αντί του συμπλέγματος φθ- θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια ρίζα gzwheә2/gzwhә2- με αρκτικό δασύ ηχηρό χειλοϋπερωικό gzwh- (βλ. και λ. φθείρω), από την οποία σχηματίστηκε το ρ. με έρρινο ένθημα -ν- και παρέκταση -w- / -F- της ρίζας, μέσω ενός αρχικού τ. φθα-ν-ευμι / φθα-νῦμι (< gzwhә2-n-eu-) με μετάσταση στη θεματική συζυγία φθανFω < φθᾱνω (πρβλ. μονFος> ιων. μοῦνος, αττ. μόνος), όπως παρατηρείται και σε άλλα ρ. με επίθημα -νFω (βλ. λ. φθίνω). Ωστόσο, η ανάλυση αυτή παραμένει τελείως υποθετική, άρα και απρόσφορη, για την ετυμολόγηση του τ. από το θ. φθᾱ- του ρ. χωρίς το ένθημα -ν- του ενεστ. έχει σχηματιστεί ο αόρ. ἔφθᾱ-ν / -φθη-ν (πρβλ. ἔβην, ἔπτην, ἔφην) και ο μέλλ. φθήσομαι (πρβλ. τα ζεύγη ἔδην: βήσομαι, ἔστην: στήσομαι), ενώ από το θ. φθᾰ- με συνεσταλμένο το φωνήεν έχει σχηματιστεί η μτχ. φθάμενος (πρβλ. πτάμενος, φάμενος). Ο νεοελλ. τ. φτάνω έχει προέλθει με ανομοίωση τών τριβόμενων φθόγγων /f/ και /θ/, πρβλ. φθηνός: φτηνός].

Greek Monotonic

φθάνω: [ᾰ], μέλ. φθήσομαι, επίσης φθάσω [ᾰ], αόρ. αʹ ἔφθᾰσα, Δωρ. ἔφθαξα· αόρ. βʹ ἔφθην, Επικ. γʹ ενικ. φθῆ, γʹ πληθ. φθάν· υποτ. φθῶ, Επικ. γʹ ενικ. φθήῃ, φθῇσιν, Επικ. αʹ πληθ. φθέωμεν, γʹ πληθ. φθέωσιν· γʹ ενικ. Επικ. ευκτ. φθαίησι, απαρ. φθῆναι, μτχ. φθάς· Επικ. Μέσ. μτχ. φθάμενος· παρακ. ἔφθᾰκα· (φθᾰνω πάντα σε Αττ.· φθᾱνω δύο φορές σε Ομήρ. Ιλ.)· έρχομαι ή κάνω κάτι πρώτος ή πριν από τους άλλους.
I. με αιτ. προσ., είμαι εκ των προτέρων, προλαμβάνω, προφθάνω, προτρέχω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· ομοίως, ἔφθησαν τὸν χειμῶνα, σε Ηρόδ. — Παθ., καταφθάνομαι, σε Ανθ.
II. απόλ., έρχομαι πρώτος, σε Ευρ. κ.λπ.· τοῦφθάσαντος, αρπαγή ή λεία αυτού που έφτασε πρώτος, σε Αισχύλ. — με πρόθ., έρχομαι ή φθάνω πρώτος, ἐς τὸν Ἑλλήσποντον, σε Θουκ. κ.λπ.
III. 1. ενέργεια κατά την οποία κάποιος προλαβαίνει κάποιον άλλο δηλώνεται με τη μτχ. που συμφωνεί με το υποκ., (Ἄτη) φθάνει βλάπτουσα, εκ των προτέρων δημιουργεί κακό, σε Ομήρ. Ιλ.· φθῆ μιν Τηλέμαχος βαλών, ο Τηλέμαχος πρόλαβε πρώτος και τον χτύπησε, σε Ομήρ. Οδ.· στη μετάφραση η μτχ. συχνά γίνεται το κυρίως ρήμα και το φθάνειν ερμηνεύεται με επίρρ.: γρηγορότερα, νωρίτερα, πρώτα, από πριν, εκ των προτέρων· ἔφθησαν ἀπικόμενοι, έφτασαν πρώτοι, σε Ηρόδ.· ομοίως, με Παθ. μτχ. εἴ κε φθήῃ τυπείς, ίσως τραυματιστεί πρώτος, σε Ομήρ. Ιλ.· φθάνω εὐεργετῶν, είμαι ο πρώτος που δείχνει καλοσύνη, σε Ξεν.· αυτές οι προτάσεις είναι συγκρ. στη σημασία, και πολλές φορές ακολουθ. από μια γεν., φθὰν ἱππήων κοσμηθέντες, είχαν συγκεντρωθεί πριν από τους ιππείς, σε Ομήρ. Ιλ.· ή από πρίν..., πρὶν ἤ..., ἔφθη ὀρεξάμενος πρὶν οὐτάσαι, στο ίδ.· ἔφθησαν ἀναβάντες πρὶν ἤ..., σε Ηρόδ.
2. μτχ. φθὰς ή φθάσας, Επικ. φθάμενος, χρησιμ. ως επίρρ., ὅς μ' ἔβαλε φθάμενος, αντί του ὅς μ' ἔφθη βαλών, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐκ ἄλλος φθὰς ἐμεῦ κατήγορος ἔσται, κανένας άλλος δεν θα είναι κατήγορος πριν από μένα, σε Ηρόδ.· ἀνέῳξάς με φθάσας, άνοιξες την πόρτα πριν από μένα, σε Αριστοφ.
3. σπανίως με απαρ., όπως το Λατ. occupo, μόλις φθάνει θρόνοισι ἐμπεσοῦσα μὴ χαμαὶ πεσεῖν, πέφτοντας πάνω στην καρέκλα, μόλις που απέφυγε να πέσει κάτω, σε Ευρ.· φθάνει ἐλθεῖν, έρχεται πρώτος, σε Αριστοφ.
IV.1. φθάνω με οὐ και μτχ. ακολουθ. από καί, όπως Λατ. simul ac, δηλώνει δύο πράξεις από τις οποίες η μία ακολουθεί αμέσως μετά την άλλη, οὐ φθάνειν χρὴ συσκιάζοντας γένυν καὶ ὁρμᾶν, δεν πρέπει να αποκτήσεις γένια γρηγορότερα από την εποχή που μπορείς να βγεις στον πόλεμο, σε Αριστοφ.· οὐκ ἔφθη μοι συμβᾶσα ἡ ἀτυχία καὶ εὐθὺς ἐπεχείρησαν, μόλις είχε πέσει πάνω μου η συμφορά όταν επιχείρησαν, σε Δημ.
2. οὐκ ἂν φθάνοις, οὐκ ἂν φθάνοιτε, με μτχ. ενεστ., δηλώνει ανυπομονησία, οὐκ ἂν φθάνοιτε ἀπαλλασσόμενοι, δεν μπορείτε να είστε πιο γρήγοροι στην απομάκρυνση, δηλ. βιαστείτε και απομακρυνθείτε, σε Ηρόδ.· οὐκ ἂν φθάνοιτον τοῦτο πράττοντε, σε Αριστοφ.· οὐκ ἂν φθάνοις λέγων, σε Πλάτ.· ομοίως η μτχ. φθάσας χρησιμοποιείται με προστ., λέγε φθάσας, μίλα γρήγορα, τρέχε φθάσας, κ.λπ.
3. σε απαντήσεις, οὐκ ἂν φθάνοιμι, δεν θα μπορούσα να είμαι πιο γρήγορος, δηλ. θα αρχίσω αμέσως, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

φθάνω: (fut. φθήσομαι и φθάσω, aor. ἔφθᾰσα - дор. ἔφθαξα или ἔφθασσα, aor. 2 ἔφθην, conjct. φθῶ, opt. φθαίην, inf. φθῆναι, part. φθάς, pf. ἔφθᾰκα) редко med. поспевать раньше, приходить первым, упреждать, опережать: ὁ φθάσας Aesch. прибывший первым; μ᾽ ἔβαλε φθάμενος Hom. он первый ударил меня; ἔσπευδεν ἕκαστος βουλόμενος φθάσαι πρῶτος Xen. каждый торопился, желая пройти первым; κἂν φθάσωμεν, ἔστι σοι σωτηρία Eur. и если мы поспеем раньше (т. е. придем раньше Тиресия), ты спасен; ἐπειγόμενος μὴ φθάσῃ ἐσπλεύσας Thuc. торопясь, чтобы (противник) не приплыл раньше; ἡ ναῦς φθάσασα Thuc. забежавший вперед корабль; ὃς ἂν φθάνῃ τοὺς φίλους εὐεργετῶν Xen. тот, кто первый подоспеет друзьям на помощь; ἔφθη ὑπὸ τῶν πολεμίων κατακωλυθείς Her. противники отрезали ему путь (к отступлению); εἰ μή τις αὐτοὺς φθάσας ἀσθενώσοι Xen. если кто-л. раньше не подорвет их силу; οὐκ ἄλλος φθὰς ἐμεῦ κατήγορος ἔσται Her. никто не выступит обвинителем раньше, чем я; с οὐ и последующим καί или καὶ εὐθύς выражает немедленность следующего действия или состояния: πρῶτον οὐκ ἔφθασαν ἀλλήλοις πλησιάσαντες καὶ … Isocr. как только они сблизились, так (сейчас же) …; οὐκ ἔφθημεν εἰς Τροιζῆν᾽ ἐλθόντες Isocr. не (или едва только) успели мы прибыть в Трезен; οὐ φθάνειν χρὴ συσκιάζοντας γένυν καί … Eur. как только первый пушок осенит (ваши) щеки …; с οὐκ ἄν в opt. выражает нетерпение или поспешность: οὐκ ἂν φθάνοις λέγων Xen. не скажешь ли раньше, т. е. скажи-ка поскорее; κελεύω λέγειν. - Οὐκ ἂν φθάνοιμι Plat. прошу говорить. - Сию минуту скажу; οὐκ ἂν φθάνοις περαίνων Plat. да заканчивай же быстрее; οὐκ ἂν φθάνοιτ᾽ ἀκολουθοῦντες Xen. сейчас же следуйте за мной; οὐκ ἂν φθάνοι κατακοπτόμενος Dem. не миновать ему скорой гибели.

Middle Liddell

[φθανω always in attic; φθᾱνω twice in Il.]
to come or do first or before others:
I. c. acc. pers. to be beforehand with, overtake, outstrip, anticipate, Il., Hdt., attic; so, ἔφθησαν τὸν χειμῶνα Hdt.:—Pass. to be overtaken, Anth.
II. absol. to come first, Eur., etc.; τοῦ φθάσαντος ἁρπαγή the prey of the first comer, Aesch.:—with Preps. to come or arrive first, ἐς τὸν Ἑλλήσποντον Thuc., etc.
III. the action in which one outstrips another is expressed by the part. agreeing with the subject, [Ἄτη] φθάνει βλάπτουσα is beforehand in doing mischief, Il.; φθῆ μιν Τηλέμαχος βαλών Telemachus was beforehand with him in striking, Od.:—in translation, the part. often becomes the chief Verb and φθάνειν is rendered by an adv., quicker, sooner, first, before, beforehand, ἔφθησαν ἀπικόμενοι arrived first, Hdt.; so with part. pass. εἴ κε φθήηι τυπείς should he be wounded first, Il.; φθάνω εὐεργετῶν I am the first to show a kindness, Xen.:— these clauses, being compar. in sense, are sometimes foll. by a gen., φθὰν ἱππήων κοσμηθέντες they were marshalled before the horsemen, Il.; or by πρὶν . . , πρὶν ἢ . . , ἔφθη ὀρεξάμενος, πρὶν οὐτάσαι Il.; ἔφθησαν ἀναβάντες πρὶν ἢ . . Hdt.
2. part. φθάς or φθάσας, epic φθάμενος, used like an adv., ὅς μ' ἔβαλε φθάμενος, for ὅς μ' ἔφθη βαλών, Il.; οὐκ ἄλλος φθὰς ἐμεῦ κατήγορος ἔσται no other shall be an accuser before me, Hdt.; ἀνέωιξάς με φθάσας you opened the door before me, Ar.
3. rarely with the inf., like Lat. occuro, μόλις φθάνει θρόνοισιν ἐμπεσοῦσα μὴ χαμαὶ πεσεῖν hardly escapes falling on the ground by falling first on the seat, Eur.; φθάνει ἐλθεῖν he is first to come, Ar.
IV. φθάνω with οὐ and part., followed by καί, like Lat. simul ac, denotes two actions following close on each other, οὐ φθάνειν χρὴ συσκιάζοντας γένυν, καὶ ὁρμᾶν you must no sooner get your beard, than you march, Ar.; οὐκ ἔφθη μοι συμβᾶσα ἡ ἀτυχία καὶ εὐθὺς ἐπεχείρησαν no sooner had misfortune befallen me, when they attempted, Dem.
2. οὐκ ἂν φθάνοις, οὐκ ἂν φθάνοιτε, with part. pres., denote impatience, οὐκ ἂν φθάνοιτε ἀπαλλασσόμενοι you could not be too quick in departing, i. e. make haste and be off, Hdt.; οὐκ ἂν φθάνοιτε τοῦτο πράττοντε Ar.; οὐκ ἂν φθάνοις λέγων Plat.:—so, the part. φθάσας is used with imperat., λέγε φθάσας speak quickly, τρέχε φθάσας, etc.
3. in answers, οὐκ ἂν φθάνοιμι I could not be too quick, i. e. I will begin directly, Plat.

Frisk Etymology German

φθάνω: {phthánō}
Forms: (Hom. α, att. α), Aor. ἔφθην (seit Il.), Inf. φθῆναι (ion. att.), Ptz. φθάς (Hom., Hdt.), Med. φθάμενος (ep.), φθάσαι (ion. att.), dor. ἔφθασσα (Theok.), Fut. φθήσομαι (seit Il.), φθάσω (X.), Perf. ἔφθακα (Philipp. ap. D., hell. u. sp.), πέφθακα (sp.), Pass. φθάνομαι (Arist. u.a.), φθασθῆναι (D. H. usw.),
Grammar: v.
Meaning: zuvorkommen, voraus sein, absol. und m. Akk., oft m. Ptz.
Composita : auch m. Präfix, z.B. προ-, ὑπο-, παρα-,
Derivative: Davon προφθασία f. (-ια n. ?) "das Zuvorkommen", N. eines Festes der Klazomenier (D. S. 15, 18), παραφθαδόν Adv. zuvorkommend (Opp.), Ptz. καταφθατουμένη = κατάφθατον ποιουμένη zuvor in Besitz nehrnend (γῆν A. Eu. 398), φθατήσῃ· φθάσῃ H. (vgl. Schwyzer 705).
Etymology : Der Aorist ἔφθην wie ἔστην, ἔβην, ἔπτην, ἔφην u. a.; daneben mit Tiefstufe φθάμενος wie πτάμενος, φάμενος. Aus 3. pl. ἔφθασαν für ἔφθαν (φθάν Λ 51) erwuchs der σ-Aorist ἔφθασα; an diese Aoriste schlossen sich die Futura φθήσομαι und φθάσω ebenso wie die später hinzutretenden Perfekta ἔφθακα, πέφθακα. Das Präsens φθάνω aus *φθάνϝω ist seit Beginn der Überlieferung belegt. Weitere Einzelheiten bei Schwyzer 742, 808, 666, 698. Zu den bei H. erscheinenden Formen ψατᾶσθαι· προκαταλαμβάνειν, ψατῆσαι· προειπεῖν, ψαέναι· φθάσαι mit ψ-statt φθ- wie gelegentlich auch in anderen Fällen s. Schwyzer 326 m. Lit. — Ohne Zweifel altes Erbwort, aber ohne befriedigende Etymologie. Von Kuiper Glotta 21, 289 ff. und ZII 8, 249 f. mit aind. kṣáyati herrschen (s. κτάομαι) und mit ἴφθιμος verglichen; W. Petersen Mél. Pedersen 472 denkt an heth. zāi- überschreiten. Ältere Lit. (mit Anknüpfung an lat. spatium) bei Bq.
Page 2,1011-1012

Chinese

原文音譯:fq£nw 弗他挪
詞類次數:動詞(7)
原文字根:超越 相當於: (מְטָא‎)
字義溯源:先到*,到,臨,來,達,得,先行,在⋯之先,臨到,達到。參讀 (διαπορεύομαι) (ἐγγίζω)同義字
同源字:1) (προφθάνω)先發制人 2) (φθάνω)先到
出現次數:總共(7);太(1);路(1);羅(1);林後(1);腓(1);帖前(2)
譯字彙編
1) 我們⋯曾經來(1) 林後10:14;
2) 在⋯之先(1) 帖前4:15;
3) 臨⋯了(1) 太12:28;
4) 傾(1) 帖前2:16;
5) 得(1) 羅9:31;
6) 我們已達(1) 腓3:16;
7) 臨(1) 路11:20

English (Woodhouse)

anticipate, be ahead of, be first, get a start, get ahead of, get before, get in front of, get the start of, shoot ahead, steal a march on

⇢ Look up "φθάνω" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)