δύναμαι

From LSJ
Revision as of 15:50, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠ́νᾰμαι Medium diacritics: δύναμαι Low diacritics: δύναμαι Capitals: ΔΥΝΑΜΑΙ
Transliteration A: dýnamai Transliteration B: dynamai Transliteration C: dynamai Beta Code: du/namai

English (LSJ)

[ῠ], 2sg. A δύνασαι Il.1.393, Od.4.374, S.Aj.1164 (anap.), Ar.Nu.811 (lyr.), Pl.574, X.An.7.7.8, etc.; δύνῃ Carm.Aur.19, also in codd. of S.Ph.798, E.Hec.253, Andr.239, and later Prose, Plb. 7.11.5, Ael.VH13.32; Aeol. and Dor. δύνᾳ Alc.Oxy.1788 Fr.15 ii 16, Theoc.10.2, also S.Ph.849 (lyr.), dub. in OT696 (lyr.); δύνῃ is subj., Ar.Eq.491, cf. Phryn.337; Ion. 3pl. δυνέαται Hdt.2.142; subj. δύνωμαι, Ion. 2sg. δύνηαι Il.6.229 (δυνεώμεθα -ωνται as vv.ll. in Hdt.4.97, 7.163); also δύνᾱμαι Sapph.Supp.3.3, GDI4952A 42 (Crete): impf. 2sg. ἐδύνω h.Merc.405, X.An.1.6.7; later ἐδύνασο Hp.Ep.16 (v.l. ἠδ.), Luc.DMort.9.1; Ion. 3pl. ἐδυνέατο Hdt.4.110, al. (ἠδ- codd.): fut. δυνήσομαι Od.16.238, etc.; Dor. δυνᾱσοῦμαι Archyt.3; later δυνηθήσομαι D.C.52.37: aor. ἐδυνησάμην Il.14.33, Ep. δυν- 5.621; subj. δυνήσωνται Semon.1.17, never in good Att., f. l. in D.19.323: Pass. forms, Ep., Ion., Lyr., ἐδυνάσθην or δυνάσθην Il.23.465, al., Hdt.2.19, al., Pi.O.1.56, Hp.Art.48 (v.l. δυνηθείη), also in X.Mem.1.2.24, An.7.6.20; Trag. and Att. Prose ἐδυνήθην S.Aj. 1067, OT1212 (lyr.), E.Ion867 (anap.), D.21.80,186: pf. δεδύνημαι D.4.30, Din.2.14, Phld.Rh.1.261S.—The double augment ἠδυνάμην is Att. acc. to Moer.175, but Ion. acc. to An.Ox.2.374, and is found in codd. of Hdt.4.110, al., Hp.Epid.1.26.β', al.; ἠδύνω is required by metre in Philippid.16; but is not found in Att. Inscrr. before 300 B.C., IG22.678.12, al., cf. ἠδύνασθε ib.7.2711 (Acraeph., i A.D.); both forms occur in later writers: ἠδυνήθην occurs in A.Pr.208, and codd. of Th.4.33, Lys.3.42, etc.: δύνομαι is a late form freq. in Pap. as UPZ9 (ii B. C.), al. [ῠ, exc. in δῡναμένοιο Od.1.276, 11.414, Hom. Epigr.15.1, and pr. n. Δῡναμένη, metri gr.] I to be able, strong enough to do, c. inf. pres. et aor., Il.19.163, 1.562, etc.: fut. inf. is f.l. (πείσειν for πείθειν) in S.Ph.1394, (κωλύσειν for κωλῦσαι) Plb.21.11.13, etc.: freq. abs., with inf. supplied from the context, εἰ δύνασαί γε if at least thou canst (sc. περισχέσθαι), Il. 1.393: also c. acc. Pron. or Adj., ὅσσον δύναμαι χερσίν τε ποσίν τε 20.360; [Ζεὺς] δύναται ἅπαντα Od.4.237; μέγα δυνάμενος very powerful, mighty, 1.276, cf. 11.414; δ. μέγιστον ξείνων Hdt.9.9, etc.; μέγα δύναται, multum valet, A.Eu.950 (lyr.); δ. Διὸς ἄγχιστα Id.Supp.1035; οἱ δυνάμενοι men of power, rank, and influence, E.Or.889, Th.6.39, etc.; οἱ δυνάμενοι, opp. οἱ μὴ ἔχοντες, Democr.255; opp. οἱ πένητες, Archyt. 3; δυνάμενος παρά τινι having influence with him, Hdt.7.5, And. 4.26, etc.; δύνασθαι ἐν τοῖς πρώτοις Th.4.105; δ. τοῖς χρήμασι, τῷ σώματι, Lys.6.48, 24.4; ὁ δυνάμενος one that can maintain himself, Id.24.12; of things, [διαφέρει] οἷς δύνανται differ in their potentialities, Plot.6.3.17. 2 of moral possibility, to be able, dare, bear to do a thing, mostly with neg., οὔτε τελευτὴν ποιῆσαι δύναται Od.1.250; σε… οὐ δύναμαι προλιπεῖν 13.331, cf. S.Ant.455; οὐκέτι ἐδύνατο ἐν τῷ καθεστῶτι τρόπῳ βιοτεύειν Th.1.130; οὐδὲ σθένειν τοσοῦτον ᾠόμην τὰ σὰ κηρύγμαθ' ὥστε… θεῶν νόμιμα δύνασθαι… ὑπερδραμεῖν S.Ant. 455. b enjoy a legal right, δ. τῆς γεωργίας ἀπηλλάχθαι POxy.899.31 (ii/iii A.D.), etc. 3 with ὡς and Sup., ὡς ἐδύναντο ἀδηλότατα as secretly as they could, Th.7.50; ὡς δύναμαι μάλιστα κατατείνας as forcibly as I possibly can, Pl.R.367b; ὡς δύναιτο κάλλιστον Id.Smp.214c; ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων D.27.3, etc.; simply ὡς ἐδύνατο in the best way he could, X.An.2.6.2: with relat., ὅσους ἐδύνατο πλείστους ἀθροίσας Id.HG2.2.9; λαβεῖν… οὓς ἂν σοφωτάτους δύνωμαι Alex. 213. II to be equivalent to, λόγοι ἔργα δυνάμενοι words that are as good as deeds, Th.6.40: hence, 1 of money, to be worth, c. acc., ὁ σίγλος δύναται ἑπτὰ ὀβολούς X.An.1.5.6, cf. D.34.23: abs., pass, be current, Luc.Luct.10. 2 of Number, etc., to be equal to or be equivalent to, τριηκόσιαι γενεαὶ δυνέαται μύρια ἔτεα Hdt.2.142; δυνήσεται τὴν ὑποτείνουσαν will be equivalent to the hypotenuse, Arist.IA 709a19. 3 of words, signify, mean, Hdt.4.110, al.; τὸ πειρηθῆναι καὶ τὸ ποιεῖν ἴσον δύναται Id.6.86. γ; δύναται ἴσον τῷ δρᾶν τὸ νοεῖν Ar. Fr.691; δύναται τὸ νεοδαμῶδες ἤδη ἐλεύθερον εἶναι Th.7.58: in later Greek, δύναται τὸ μνασθέντι ἀντὶ τοῦ μνασθέντος" is equivalent to... Sch.Pi.O.7.110. b avail to produce, οὐδένα καιρὸν δύναται brings no advantage, E.Med.128 (anap.), cf. Pl.Phlb.23d. c of things, mean, 'spell', τὸ τριβώνιον τί δύναται; Ar.Pl.842; αἱ ἀγγελίαι τοῦτο δύνανται they mean this much, Th.6.36; τὴν αὐτὴν δ. δούλωσιν Id.1.141, cf. Arist.Pol.1313b25. 4 Math., δύνασθαί τι to be equivalent when squared to a number or area, τοῖς ἐπιπέδοις ἃ δύνανται in the areas of which they [the lines] are the roots, Pl.Tht.148b; ἡ ΒΓ τῆς Α μεῖζον δύναται τῇ ΔΖ the square on ΒΓ is greater than the square on A by the square on ΔΖ, Euc.10.17; αἱ δυνάμεναι αὐτά [τὰ μεγέθη] the lines representing their square roots, ib.Def.4, cf. Prop. 22; αὐξήσεις δυνάμεναί τε καὶ δυναστευόμεναι increments both in the roots and powers of numbers, Pl.R.546b; τὴν ὑποτείνουσαν ταῖς περὶ τὴν ὀρθὴν ἴσον δυναμένην Plu.2.720a, cf. Iamb.Comm.Math.17; ἡ δυναμένη, Pythag. name for the hypotenuse of a right-angled triangle, Alex.Aphr.in Metaph.75.31. b of numbers multiplied together, come to, Papp.1.24,27. III impers., οὐ δύναται, c. aor. inf., it cannot be, is not to be, τοῖσι Σπαρτιήτῃσι καλλιερῆσαι οὐκ ἐδύνατο Hdt. 7.134, cf.9.45; δύναται it is possible, Plu.2.440e (s. v.l.).

Spanish (DGE)

(δύνᾰμαι) • Alolema(s): νύν- ICr.4.72.8.20, 12.16 (Gortina V a.C.)
• Prosodia: [-ῠ-, pero δῡναμένοιο Od.1.276, 11.414, epigr. en Ps.Hdt.Vit.Hom.33]
• Morfología: [pres. ind. 2a sg. δύνασαι Il.1.393, Od.4.374, S.Ai.1164, Ar.Nu.811, δύνᾳ Alc.119.8, S.Ph.798, E.Hec.253, δύνῃ Plb.7.12.5, Carm.Aur.19, Ael.VH 13.32, 3a plu. δυνέαται Hdt.2.142, subj. 1a sg. δυνᾱμαι Sapph.4.3, ICr.1.9.1.42 (Drero III/II a.C.), 2a δύνηαι Il.6.229, impf. 2a ἐδύνασο Luc.DMort.19.1, ἐδύνω h.Merc.405, X.An.1.6.7, 3a plu. ἐδυνέατο Hdt.4.110, c. aum. ἠ-: Hp.Ep.16, Philippid.16, Ath.Council.85.12 (III a.C.), IG 7.2711.27 (Acrefia I d.C.), D.C.Epit.7.6.4; fut. δυνασοῦμαι Archyt.B 3, en v. pas. δυνηθήσομαι D.C.52.37.4; aor. en forma pas. δυνάσθην Il.23.465, ἐδυνάσθην Hdt.2.19, Pi.O.1.56, X.Mem.1.2.24, formas c. aum. ἠ-: ἠδυνήθην A.Pr.206, ἠδυνάμην át. según Moer.η 5, jón. según An.Ox.2.375.1, ἠδυνόμην Wilcken Chr.21.6 (III d.C.); perf. δεδύνασμαι Et.Gud.381.13]
I c. ac. int. o adv. y abs., c. suj. anim.
1 tener fuerza física ὅσσον μέν ἐγὼ δύναμαι χερσίν τε ποσίν τε Il.20.360, ὁπόσον ... καὶ δύναμαι τάδε ... θρηνῶ E.Med.1408, cf. Andr.239, Philostr.Gym.11
tener fuerzas τῇ δ' ἐνάτῃ ἔτι μὲν δύναται en el noveno (período de siete años) aún tiene fuerzas Sol.19.15, τῷ σώματι δύνασθαι estar capacitado físicamente Lys.24.4, cf. 12, ἄτονοι καὶ εὔτονοι τῷ δύνασθαι ἡμᾶς ἢ ἀδυνατεῖν Chrysipp.Stoic.3.123.17.
2 tener poder, ser poderoso εἰ δύνασαί γε, περίσχεο παιδὸς ἑῆος si de verdad tienes poder, asiste a tu hijo, Il.1.393, δύναται γάρ, Παλλὰς Ἀθηναίη Od.4.827, cf. 16.208, Call.Del.226, Ap.29, c. ac. int. Ζεὺς ... δύναται γὰρ ἅπαντα Od.4.237, cf. 306, μέγα γὰρ δύναται πότνι' Ἐρινύς A.Eu.951, de Afrodita δύναται Διὸς ἄγχιστα A.Supp.1035, cf. Ph.2.39, Luc.Nau.28, Herm.Mand.12.6.3, Iambl.VP 148
esp. de pers. ser poderoso, importante, influyente en el terreno político o económicamente ἀφνειοῦ ἀνδρὸς μέγα δυναμενοῖο de un hombre opulento muy poderoso, Od.11.414, cf. 1.276, δυνάμενος ἐν Λακεδαίμονι μέγιστον ξείνων el más influyente de los extranjeros en Lacedemón Hdt.9.9, cf. Pl.Prt.326c, X.An.2.6.21, φοβούμενοι τοὺς Ἀθηναίους, μὴ ἐπὶ μεῖζον δυνηθῶσιν Th.1.88, cf. 2.97, ὑπὸ τοῖς δυναμένοισιν ὢν αἰεί estando siempre bajo los poderosos E.Or.889, cf. Th.6.39, op. οἱ μὴ ἔχοντες Democr.B 255, op. οἱ πένητες Archyt.B 3, πλουτῶν γὰρ καὶ δυνάμενος τοῖς χρήμασιν Lys.6.48
c. giros prep. tener poder, tener influencia sobre δυνάμενος παρ' αὐτῷ μέγιστον Hdt.7.5, cf. Democr.B 95, πῶς ἂν ... οἱ ῥήτορες μέγα δύναιντο ἢ οἱ τύραννοι ἐν ταῖς πόλεσιν; Pl.Grg.467a, cf. 466b, δυνάμενος παρὰ τοῖς ἀγωνοθέταις And.4.26, δύνασθαι ἐν τοῖς πρώτοις Th.4.105, οὐδὲν δύναται τις πρὸς τὰ τοιαῦτα ante la muerte POxy.115.10 (II d.C.)
c. suj. no de pers. tener gran influencia, tener gran eficacia o tener gran fuerza, ser muy poderoso sent. fig. μέγα τοι δύναται νεβρῶν ... στολίδες en rituales báquicos, E.Hel.1358, αἱ τελεταὶ ... μέγα δύνανται Pl.R.366a, de la ley (ὁ νόμος) δύναται δὲ ὅταν αὐτοὶ βούλωνται πάσχειν εὖ Democr.B 248, de la necesidad natural τὸ τοῦ λιμοῦ μένος δύναται ἰσχυρῶς ἐν τῇ φύσει τοῦ ἀνθρώπου Hp.VM 9 (cód.), de las ciencias πάντα ταῦτα δύναται ἰητρική Hp.de Arte 3, cf. 8, τοσοῦτον γὰρ μόνον ἡ ἐμὴ τέχνη δύναται Pl.Tht.210c, ἡ ῥητορικὴ ... μεῖζον δύναται Pl.Phdr.263b, οἷς δύνανται (diferenciar las ciencias) por sus potencialidades Plot.6.3.17
simpl. ser capaz, poder, estar en manos de uno δυνάμεθα μέν, οὐ βουλόμεθα δέ Phld.Cont.17.14
esp. c. relat. o indef. indic. el límite de la capacidad o la posibilidad δι' ἀσφαλείας ὅσον ἐδύναντο Th.1.17, ὅσους ἐδύνατο πλείστους ... ἀθροίσας reuniendo cuantos pudo X.HG 2.2.9, cf. Is.9.8, τὸ λῃστικὸν ... καθῄρει ... ἐφ' ὅσον ἐδύνατο Th.1.4, δυνάμεθα ἃ δυνάμεθα Pl.R.477c, οὐ γὰρ δυνάμεθά τι κατὰ τῆς ἀληθείας 2Ep.Cor.13.8, εἴ τι δύνῃ Eu.Marc.9.22, casi como un giro de cortesía εἰ δύνασαι si puedes, si te es posible Origenes Hom.8.1 in Ier.
c. ὡς para indicar el límite máximo ἀρηγέμεν ὥς κε δύνηαι préstame tu ayuda en la medida que puedas Hes.Sc.121, ὡς δύναται Democr.B 278.6, εἰπεῖν ὡς δύναιτο κάλλιστον Pl.Smp.214c, cf. Alex.216, σπευσίω ὅ τι κα δύναμαι ICr.1.9.1.42 (Drero III/II a.C.)
esp. c. sup., frec. adverb. ὡς δύναιτο τάχιστα Hdt.1.79, προεῖπον ὡς ἐδύναντο ἀδηλότατα ἔκπλουν pasaron lo más secretamente posible la orden de zarpar Th.7.50, cf. 2.67, en el discurso ὡς δύναμαι μάλιστα κατατείνας λέγω extendiéndome al máximo Pl.R.367b, cf. D.27.3
estar capacitado, tener la capacidad o el valor, valer νομίσατε νεότητα μὲν καὶ γῆρας ἄνευ ἀλλήλων μηδὲν δύνασθαι Th.6.18, rel. una técnica o habilidad φιλοτιμεομένων μέν, οὐδαμὰ δὲ δυναμένων de ciertos médicos, Hp.de Arte 1.
II c. ac. indic. equivalencia, c. suj. abstr.
1 tener la fuerza o el valor de, ser equiparable a, valer δύναται ἴσον τῷ δρᾶν τὸ νοεῖν Ar.Fr.711, λόγοι ἔργα δυνάμενοι palabras que tienen la fuerza de los actos Th.6.40, cf. 1.141, 3.46, Pl.Phlb.23d, Arist.Pol.1276a1, τὰ δ' ὑπερβάλλοντ' οὐδένα καιρὸν δύναται θνητοῖς entre los mortales lo excesivo no es equivalente a ningun beneficio, e.e., no supone nada bueno E.Med.128
esp. en la esfera de la palabra equivaler, significar λοιδορίαν οὐκ ἔχουσαν ἔλεγχον ὁ λόγος αὐτῷ δύναται (su) discurso tiene el valor de una injuria sin pruebas Gorg.B 11a.29, δύναται τὸ οὔνομα τοῦτο κατὰ Ἑλλάδα γλῶσσαν «ἀνδροκτόνοι» Hdt.4.110, cf. 6.86γ, cf. Th.7.58, τὸ κολάζειν ... τί ποτε δύναται Pl.Prt.324a, τὸ τριβώνιον τί δύναται; Ar.Pl.842, τοῦτο δύναται ὁ λόγος Pl.Cra.429d, Euthd.286c, αἱ ἀγγελίαι τοῦτο δύνανται Th.6.36, σκοπεῖν ἕκαστον τί δύναται τῶν ῥημάτων Strato Com.1.44, cf. Sch.Pi.O.7.110b
c. suj. de pers. εἰ σύ λόγῳ τὸ πρᾶγμα οὐκ ἠδυνήθης A.Thom.A 130.
2 equivaler, valer en cómputos δύναται δὲ ὁ μὲν παρασάγγης τριήκοντα στάδια Hdt.2.6, τριηκόσιαι ἀνδρῶν γενεαὶ δυνέαται μύρια ἔτεα trescientas generaciones de hombres equivalen a diez mil años Hdt.2.142, numism. ὁ σίγλος δύναται ἑπτὰ ὀβολοὺς καὶ ἡμιωβέλιον Ἀττικούς X.An.1.5.6, cf. D.C.55.12.4, οὐ γὰρ ἀεὶ ἴσον δύναται (τὸ νόμισμα) Arist.EN 1133b14, en part. ἐξέδωκε τὴν δραχμὴν δύο δυναμένην δραχμάς dió a una dracma el valor nominal de dos dracmas Arist.Oec.1349b31, εἰ δύναται παρ' ἐκείνοις Ἀττικὸς ... ὀβολός si entre aquéllos (los muertos) el óbolo ático tiene valor Luc.Luct.10, geom. τοῖς δ' ἐπιπέδοις ἃ δύνανται (αἱ γραμμαί) en superficies en que (las líneas) son equivalentes en un cuadrado, Pl.Tht.148b, δυνήσεται τὴν ὑποτείνουσαν Arist.IA 709a19, en la multiplicación, Papp.24
esp. elevar a la segunda potencia o al cuadrado, ser la raíz cuadrada de un número o área τὸν μὲν (ἀριθμὸν) δυνάμενον ἴσον ἰσάκις γίγνεσθαι Pl.Tht.147e, ἡ ΒΓ ... τῆς Α μεῖζον δύναται ... el cuadrado de BC es mayor que el cuadrado de A Euc.10.17, cf. 13, αἱ (γραμμαί) δυνάμεναι αὐτά las líneas que representan sus raíces cuadradas Euc.10.Def.4, αὐξήσεις δυνάμεναί τε καὶ δυναστευόμεναι incrementos dominantes y dominados, e.e. incrementos de las raíces y potencias de los números Pl.R.546b, τὴν ὑποτείνουσαν ἀπέδειξεν ταῖς περὶ τὴν ὀρθὴν ἴσον δυναμένην Plu.2.720a, cf. Iambl.Comm.Math.17, ἡ δυναμένη la hipotenusa del triángulo rectángulo, Alex.Aphr.in Metaph.75.31.
III c. inf. y gener. en or. neg.
1 c. suj. anim. poder, ser capaz de
a) ref. capacidad física οὔδ' ὧς δύναται σθένος Ἕκτορος ... ἴσχειν ni así es capaz de contener el ímpetu de Hector, Il.9.351, cf. 19.163, 24.403, οὐ δύνατο προσαμῦναι Il.16.509, οὔ μ' ἔτι ... γυῖα φέρην δύναται Alcm.26.2, πῶς ἐδύνω ... δύω βόε δειροτομῆσαι ... νεογνὸς ἐών; h.Merc.l.c., cf. Hdt.6.125, κοὐ δυνήσομαι κακὸν κρύψαι παρ' ὑμῖν S.Ph.742, ἢν δὲ μὴ δυνώμεθα (κινεῖν ἑαυτάς); Ar.Ec.468, cf. E.HF 449, Th.1.118, A.R.3.1249, οἱ δ' οὔπω ... ἐδύναντο πελάσσαι Δωριέες Call.Ap.88, tb. de animales y plantas τὸ θηρίον ... τὸ σῶμα οὐ δύναται ὑπολαβεῖν X.Cyr.10.13, δύναται γὰρ οὗτος (ὁ κλαδαρόρυγχος) ἀλύπως ἐκλέγειν αὐτῷ τὰς βδέλλας Ael.NA 12.15, de plantas ὅσα ... ἀπὸ ξύλον ἔμβια καὶ δύναται βλαστάνειν Thpr.CP 1.3.3
en el doble sent. de poder fís. y moral, en metáf. οὐδὲ μὲν ἐσθλὸς ῥηιδίως φερέμεν (ὕβριν) δύναται ni siquiera un hombre esforzado puede llevarla con facilidad (la prepotencia) Hes.Op.215, καταπέψαι μέγαν ὄλβον οὐκ ἐδυνάσθη no fue capaz (Tántalo) de digerir su enorme fortuna Pi.O.1.56, c. el inf. implíc. ἐγώ σφ' ἀπάξομαι εἰ μὴ πρὸς οἴκους δυνάμεθ' ἀλλὰ πρὸς νεκρούς yo me la llevaré, si no puedo a mi casa al reino de los muertos E.Hel.990;
b) ref. capacidad intelectual tener capacidad para, tener la posibilidad de δύνασαι δέ συ πάντοσ' ἀκούειν tú puedes escuchar en cualquier parte (Apolo) Il.16.515, cf. Democr.B 11, οὐ δύναμαι πεπνυμένα πάντα νοῆσαι no puedo pensar en todo con ponderación, Od.18.230, cf. 24.159, μανθάνειν Ar.Nu.647, cf. Pl.Prm.135a, ἐπιδεῖξαι Aeschin.2.162, ἐξαριθμῆσαι τὴν ἄμμον τῆς γῆς LXX Ge.13.16, συμπαθῆσαι Arr.Epict.1.3.1, ἐπιλαθεῖν POxy.744.12 (I a.C.), μέμψασθαι Longus 1.24.1, esp. de la capacidad de hablar σάφα εἰπέμεν Od.3.89, καταλέξαι Democr.B 255, cf. S.Ant.686, τ' ἄδικ' εὖ λέγειν E.Hec.1191, λόγον διδόναι Pl.R.533c, φωνῆσαι Theoc.2.108, πείθειν Hdt.1.112, εἰ σέ γ' ἐν λόγοις πείσειν δυνησόμεσθα S.Ph.1394, cf. Pl.Lg.917c, X.Eph.1.5.9, ὡς μὴ δεδυνημένοι λέγειν πρὸς αὐτόν Origenes Cels.5.53 (p.56.25)
esp. c. ἰδεῖν cuasi sinón. de conocer, imaginar δοιὼ δ' οὐ δύναμαι ἰδέειν Il.3.236, οὐ ... ἧς γαίης δύναμαι γλυκερώτερον ἄλλο ἰδέσθαι Od.9.28, cf. A.R.4.854;
c) jur. estar jurídicamente capacitado, tener derecho a δύναται ... τῆς γεωργίας ἀπηλλάχθαι tiene el derecho a ser eximido del cultivo obligatorio de una tierra POxy.899.31 (II/III d.C.), περῆσαι οὐ δύναται βροτὸς οὗτος ἐς ἀρτιχόρευτον ἑορτήν ese mortal no tiene derecho a asistir a la fiesta que se celebra Nonn.Par.Eu.Io.11.56, αἷς (γυναῖκες) ἁρμοσθῆναι ... οὐ δύνανται de clérigos Cod.Iust.1.3.44 proem.
2 c. suj. de pers. o dioses poder, tener derecho o facultad, tener permiso u oportunidad
a) para realizar algo αἲ γάρ μιν θανάτοιο ... δυναίμην νόσφιν ἀποκρύψαι ojalá tuviera poder para apartarlo de la muerte habla Hefesto Il.18.464, cf. B.19.26, Hdt.1.38, οὔ τοι δύναμαι κρέκην τὸν ἴστον Sapph.102.1, οὐδὲ γὰρ ἡμεῖς νήφειν ἐν φυλακῇ τῇδε δυνησόμεθα Archil.11.10, cf. Thgn.415, 695, Ar.Au.29, Pl.R.348a, μηδ' ἂν θεόν μιν μηδένα δύνασθαι παῦσαι τῆς βασιληίης Hdt.2.169, διὰ τέλους εἶναι σοφοί E.Hec.1193, cf. Io 598, πύθεσθαι Hdt.5.9, ὠφελεῖν Hp.Medic.12, διασῶσαι Th.4.60, ἐκλῦσαι πόνων A.Pr.326, μιμήσασθαι τὰς Ἡρακλέους πράξεις Isoc.5.114, πορίσαι τι ... ἀγαθόν Ar.Pl.535, cf. V.928, δύναιτ' ἄν τις ... εἶναι ἐν τῷ ὠκεανῷ Str.1.1.7, παρ' ἄλλοις εὐδαιμονεῖν Luc.Patr.Enc.11, οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν Eu.Matt.6.24, οὐ γὰρ δ. κοσμητείαν (ἀναδέξασθαι) pues no me siento capaz de (asumir) el cargo de cosmeta, PRyl.77.38 (II d.C.)
frec. c. inf. que alude a procesos vitales u orgánicos, tb. de animales διατελεῖν βίον B.Fr.11.2, οὐκ ἂν δύναιτο ζῆν E.Hel.1287, cf. Antipho Soph.B 49, Mnesith.Ath.38.55, D.S.19.98, σῆψαι Thphr.CP 3.11.6, οὗ δυνάμεθα ἀποθανεῖν donde podemos morir, UPZ 70.10 (II a.C.)
c. inf. que designa la acción en gener. πρῆξαι δ' ἔμπης οὔ τι δυνήσεαι nada podrás hacer, Il.1.562, ἄφρονα ποιῆσαι Od.23.11, πρήσσειν τὰ δίκαια Xenoph.B 1.15, cf. Pl.Lg.773c, Ar.Eq.720, Men.Sam.668, Aesop.29.3, χραισμεῖν Il.21.192, τελέσαι Il.14.196, cf. Od.4.644, Pi.O.2.100;
b) rel. el sentimiento y las normas sociales ἡ δ' οὔτ' ἀρνεῖται στυγερὸν γάμον οὔτε τελευτὴν ποιῆσαι δύναται ella no se niega a la boda aborrecible ni se siente capaz de darle cumplimiento, Od.1.250, cf. Ach.Tat.1.11.2, σε καὶ οὐ δύναμαι προλιπεῖν δύστηνον ἐόντα Od.13.331, ξυνοικεῖν τῇδ' ... τίς ἂν γυνὴ δύναιτο; S.Tr.546, οὐκέτι ἐδύνατο ἐν τῷ καθεστῶτι τρόπῳ βιοτεύειν Th.1.130, ὥστ' ἄγραπτα ... νόμιμα δύνασθαι ... ὑπερδραμεῖν S.Ant.455, οὐ δυνάμεθα ... μὴ λαλεῖν Act.Ap.4.20, cf. Origenes Hom.20.3 in Ier.(p.180).
3 cien., c. suj. de cosa e inf. tener la facultad, tener la propiedad o tener el efecto de equiv. a δύναμιν ἔχειν: χυμῶν ... ἕκαστος ὅ τι δύναται ποιεῖν ... ἐσκέφθαι hay que investigar qué efecto puede tener cada uno de los humores Hp.VM 24, esp. en recetas médicas τοῦτο δύναται διαφθείρειν καὶ ἐκβάλλειν τὸ νωχελές Hp.Mul.1.78, δύναται δὲ ὁ καρπὸς ... τρίχας ξανθὰς ποιεῖν Dsc.4.136, δύναται δὲ τὸ ἀφέψημα τῆς πόας βοηθεῖν Dsc.4.134.1.
4 impers. ser posible c. suj. inf., c. dat. τοῖσι Σπαρτιήτῃσι καλλιερῆσαι οὐκ ἐδύνατο Hdt.7.134, τῇ στρατιῇ τὰ σφάγια οὐ δύναται καταθύμια γενέσθαι Hdt.9.45, sin dat. ὅτε τοὐλάχιστον μὴ ἔστιν εἶναι, οὐκ ἂν δύναιτο χωρισθῆναι puesto que lo mínimo no puede existir, el estar separado no sería posible Anaxag.B 6, εἰ γὰρ δύο εἴη, οὐκ ἂν δύναιτο ἄπειρα εἶναι Meliss.B 6, cf. Epicur.Ep.[3] 92, τὰ μὲν ἐντελεχείᾳ, τὰ δὲ τῷ δύνασθαι γενέσθαι Ph.1.79, cf. Plb.5.67.11, Plu.2.440d
reseña de dif. signif. de δύνασθαι Gr.Naz.M.36.113C, cf. Origenes Comm.in Mt.10.19.
• Etimología: Quizá formación c. infijo nasal δυ-ν-α- (extendido fuera del pres.) de la raíz *dH2- que da lugar a δήν < *du̯°H2-, etc.

German (Pape)

[Seite 671] können; 2. sing. indicat. praes. δύνασαι, Hom. Iliad. 1, 393. 16, 515 Odyss. 4, 374. 5, 25. 16, 256. 21. 171 Soph. Aj. 1164 Demosth. Mid. 207; statt δύνασαι in einigen Stellen bei Dichtern u. Sp. Prosa δύνῃ, δύνᾳ oder δύναι, wie statt ἐπί. στασαι Aeschyl. Eum. 86. 581 ἐπίστᾳ: Eurip. Hecub. 253 δρᾷς δ' οὐδὲν ἡμᾶς εὖ, κακῶς δ' ὅσον δύνῃ, kann auch ehr wohl conjunctiv. sein; Eurip. Andromach. 239 σὺ δ' οὐ λέγεις γε, δρᾷς δέ μ' εἰς ὅσον δύνῃ, kann auch sehr wohl conjunctiv. sein; Soph. Phil. 798 πῶς ἀεὶ καλούμενος οὕτω κατ' ἦμαρ οὐ δύνᾳ μολεῖν ποτε; vs. 849 ἀλλ' ὅτι δύνᾳ μάκιστον, κεῖνό μοι, κεῖνο λάθρα ἐξιδοῦ ὅπως πράξεις; Theocrit. 10, 2 οὔτε τὸν ὄγμον ἄγειν ὀρθὸν δύνᾳ ὡς τοπρὶν ἆγες; Aelian. V. H. 13, 31 σὺ μὲν γὰρ οὐδένα τῶν ἐμῶν δύνῃ ἀποσπάσαι; vgl. Scholl. Iliad. 14, 199 Odyss. 11, 221 Lobeck Phrynich. p. 359; 3. plural. δυνέαται Herodot. 2, 142; conjunctiv. δύνωμαι, 2. sing. δύνηαι Hom. Iliad. 6, 229, Tyrannio Properispom. δυνῆαι, »sowohl Aristarch als die Anderen« δύνηαι, s. Scholl. Herodian., Lehrs Aristarch. p. 309; δυνεώμεθα Herodot. 4. 97, δυνέωνται 7, 163; optativ. δυναίμην; infin. δύνασθαι, Scholl. Herodian. Iliad. 10, 67; imperfect. ἐδυνάμην, Att. ἠδυνάμην, nach Atticisten: ἐδύνασθε Odyss. 21, 71; ἐδύναντο Iliad. 9, 551. 12, 417. 419. 432. 13, 552. 687. 15, 22. 406. 408. 416. 651. 16, 107. 18, 163 Odyss. 11, 264. 16, 35721, 184; δυνάμην Iliad. 19, 136 Odyss. 12, 232; δύνατο Iliad. 3, 451. 11, 120. 13, 436. 15, 617. 16, 141. 509. 19, 388. 21, 175. 22, 201. 23, 719. 720 Odyss. 10, 246. 19, 478. 21, 247. 24, 159. 170; δυνάμεσθα Odyss. 9, 304. 12, 393; ἐδυνάμην Aristoph. Eccl. 316; ἐδύνω Xen. An. 1, 6, 7. 7, 5. 5; ἠδύνω Philippid. bei Athen. 15, 700 c; ἐδύνατο Herodot. 1, 10. 7, 134 Xen. Cyr. 7. 2, 4 Hell. 5, 4, 16; ἠδύνατο Xen. Hell. 2, 2, 9; ἠδύναντο Thuc. 7, 50; ἐδυνέατο Herodot. 4, 114; futur. δυνήσομαι; aorist. ἐδυνήθην, Att. ἠδυνήθην; bei Hom. kommt dieser aorist. nicht vor; ein anderer aorist. ἐδυνάσθ ην wie von δυνάζω: Homer. ἐδυνάσθη Iliad 23, 465 Odyss 5, 319, ἐδυνάσθην Herodot. 2, 19, ἐδυνάσθη Herodot. 2, 140, ἐδυνάσθησαν 7 106, δυνασθῆναι 2, 110, ἐδυνάσθη Pindar. Ol 1, 56. ἐδυνάσθησαν Soph. O. R. 1212, ἐδυνάσθην Eurip. Ion. 867, ἐδυνάσθην Xen. Hell. 7, 3, 3, ἐδυνάσθη Cyr. 1, 1, 5, δυνασθῇ Hell. 2, 3, 33, δυνασθείη An 7, 6, 20. δυνασθῆναι Cyr. 4, 2, 12; ἠδυνάσθης Jerem. 20, 7, ἠδυνάσθη Marc 7, 24, vgl. Etymol. m. p 312, 10 καὶ ἀπὸ τοῦ δυνάζω ὁ μέλλων δυνάσω, ὁ παρακείμενος δεδύνακα, ὁ παθητικὸς δεδύνασμαι, ἐδυνάσθην καὶ Ἀττικῶς ἠδυνάσθην; in derselben Bedeutung ein aorist. med. ἐδυνησὰμην: Homer. ἐδυνήσατο Iliad. 14, 33. 423, δυνήσατο Iliad. 5, 621. 13. 510. 607. 647 Odyss. 17, 303, δυνήσατο Arat. Phaenom. 375 Ep. ad. 618 (VII 148); sehr späte Prosa; perfect. δεδύνημαι: 2 sing. δεδύνησαι Antigon. Caryst. bei Athen. 8, 345 d; δεδυνήμεθα Demosth. Phil. 1, 30, δεδύνηνται Demosth. Symmor. 1. – Bedeutung: 1) können, vermögen, im Stande sein, in Bezug auf die Außenwelt; von Hom. an überall; Gegensatz βούλεσθαι Plat Hipp. mai. 301 c οὐχ οἷα βούλεταί τις, φασὶν ἄνθρωποι ἑκάστοτε παροιμιαζόμενοι, ἀλλ' οἷα δύναται; gew. mit dem inf. praes. oder aor., selten mit dem inf. fut., εἰ σέ γε πείσειν δυνησόμεθα Soph. Phil. 1380; vgl. Lob. zu Phryn. p. 748. Häufig ist der inf. aus dem Zusammenhang zu ergänzen od. das Wort absolut gebraucht, ἀλλὰ σύ, εἰ δύνασαί γε, περίσχεο παιδός, wenn du anders kannst, Il. 1, 393; τανῦν δ' εὔπομπος (γενοῦ) εἰ δύναιο Soph. O. R 697; ἐγώ τοι ταῦτα μεταστήσω· δύναμαι γάρ Od. 4, 612; Τηλέμαχον δὲ σὺ πέμψον ἐπισταμένως – δύνασαι γάρ –, ὥς κε ἴκηται Od. 5, 25; τοίη γάρ οἱ πομπὸς ἅμ' ἔρχεται, ἥν τε καὶ ἄλλοι ἀνέρες ἠρήσαντο παρεστάμεναι – δύναται γάρ –, Παλλὰς Ἀθηναίη Od. 4, 827; αὐτάρ τοι τόδε ἔργον Ἀθηναίης ἀγελείης, ἥ τέ με τοῖον ἔθηκεν, ὅπ ως ἐθέλει – δύναται γάρ –, ἄλλοτε μὲν πτωχῷ ἐναλίγκιον κτἑ. Od. 16, 208; δύνασαι γάρ, δύναται γάρ, er kann es ja, Callim. Apoll. 29 Del. 226. – Mit dem acc., δύναται γὰρ ἅπαντα, er kann alles (thun), Od. 4, 237. 14, 445; θεοὶ δέ τε πάντα δύνανται Od. 10, 306; ὅσσον δύναμαι χερσίν τε ποσίν τε, wie viel ich mit Händen u. Füßen ausrichten kann, Il. 20, 360; μέγα δυνάμενος, der Großmöächtige. Od. 1, 276. Bei Lys. 24 steht ὁ δυνάμενος dem ἀδύνατος entgegen u. wird §. 4 τῷ σώματι δύνασθαι, von gesundem starkem Körper sein, erkl.; vgl. Aesch. 2, 95, im Ggstz von ἀῤῤωστία, u. Xen. An. 4, 5, 11. 12. Aehnl. ὁ πλουτῶν καὶ δυνάμενος χρήμασι Lys. 6, 48. So wird bes. das partic. oft in der Bdtg des Vielvermögenden, Mächtigen, Angesehenen gebraucht; δυνάμενος παρ' αὐτῷ μέγιστον τῶν Περσέων Her. 7, 5; vgl. Thuc. 1, 33. 6, 39; δυνάμενοι ἐν τοῖς πρώτοις 4, 105; οἱ μέγιστον δυνάμενοι ἐν ταῖς πόλεσιν Plat. Phaedr. 257 d; οἱ δυνάμενοι ἐν ταῖς πόλεσι πράττειν Protag. 317 a; μάλιστα γὰρ δύνανται οἱ πλουσιώτατοι 326 b; οἱ τὸ μέγιστον δυνάμενοι Xen. An. 7, 6, 37; δυνάμενος τῷ τε πράττειν τῷ τε λέγειν Dem. 49, 9, u. so noch Sp., wie D. Cass. 44, 33. – Bei Superl. nach ὡς, ὅπως oder Relat. drückt es den höchstmöglichen Grad aus; ὡς ἐδυναμεθα ἀρίστην, die beste, die wir konnten, die bestmögliche, Plat. Rep. IV, 434 e; ὅτι ἥξοι ἔχων ἱππέας ὡς ἂν δύνηται πλείστους Xen. An. 1, 6, 3; ὡς ἐδύνατο τάχιστα, so schnell wie möglich; προθυμούμενος πρᾶξαι ὁπόσα πλεῖστα ἠδυνάμην Cyr. 5, 5, 26; δι' ἐπιμελείας ἧς ἐδύναντο πλείστης D. Hal. 1, 69, mit der möglichst großen Sorgfalt; vgl. οὕτως ὅπως δύναμαι, so gut wie ich vermag, Plat. Phaedr. 228 c; οὕτως ὅπως ἂν δυνώμεθα Isocr. 14, 4; ὡς ἐδύνατο, wie er immer konnte, Xen. An. 2, 6, 2. 7, 2, 3. – 2) können, über sich gewinnen, im Stande sein, in Bezug auf den eigenen Willen, bes. mit der Negat., τῷ σε καὶ οὐ δύναμαι προλιπεῖν δύστηνον ἐόντα, ich kann es nicht über mich gewinnen, ich mag, kann nicht dich im Unglück verlassen, Od. 18, 331; οὐ δύναμαι βιοτεύειν Thuc. 1, 130 u. A. So auch in der Frage: τὸ δ' αὖ ξυνοικεῖν τῇδ' ὁμοῦ τίς ἂν γυνὴ δύναιτο; Soph. Tr. 846, wie auch Ant. 451 zu nehmen, οὐδὲ σθένειν τοσοῦτον ᾠόμην τὰ σὰ κηρύγμαθ' ὥστ' ἄγραπτα – θεῶν νόμιμα δύνασθαι θνητὸν ὄνθ' ὑπερδραμεῖν, daß ich die Sterbliche es über mich vermöchte; οὐ δύναμαι μὴ γελᾶν, d. i. ich muß lachen, Ar. Ran. 42. – 3) gelten, bedeuten, zunächst vom Gelde, ὁ σίγλος δύναται ἑπτὰ ὀβολοὺς καὶ ἡμιοβόλιον Ἀττικούς, macht aus, gilt 71/2 att. Obolen, Xen. An. 1, 5, 6; ὁ Κυζικηνὸς ἐδύνατο ἐκεῖ κη' δραχμάς Dem. 34, 23; vgl. Ael. V. H. 1, 22; dah. καὶ δύναται παρ' ἐκείνοις Ἀττικὸς ὀβολός, er gilt bei ihnen, Luc. de luct. 10. Aehnl. Her. τριηκόσιαι ἀνδρῶν γενεαὶ δυνέαται (betragen) μύρια ἔτεα 2, 142. Von Wörtern, bedeuten, wie B. A. p. 89 τί δύναται ἥδε ἡ λέξις; neben ὁ στατὴρ πόσους ὀβολοὺς δύναται; δύναται τὸ νεοδαμῶδες ἐλεύθερον ἤδη εἶναι Thuc. 7, 58; vgl. Her. 2, 80. 4, 192; τὸ κολάζειν, τί ποτε δύναται; Plat. Prot. 324 a; τοῦτο γὰρ δύναται ὁ λόγος Euthyd. 286 c; τοῦτο δύνανται αἱ ἀγγελίαι, das haben die Botschaften zu bedeuten, Thuc. 6, 36; τί δύναται τὸ τριβώνιον; Ar. Plut. 842; ἦν δὲ αὕτη ἡ στρατηγία οὐδὲν ἄλλο δυναμένη ἢ ἀποφυγεῖν, sie hatte nichts anders zu bedeuten, war nichts als eine andere Art von Flucht, Xen. An. 2, 2, 13, womit Krüger Thuc. 1, 141 vergleicht: τὴν αὐτὴν δύναται δούλωσιν ἥτε μεγίστη καὶ ἐλαχίστη δικαίωσις; λόγους ὡς ἔργα δυναμένους, gleich Thaten, 6, 40; u. so noch Sp.; – in der Mathematik, ein Quadrat geben von Linien u. Zahlen, z. B. τριγώνου ὀρθογωνίου ἡ τὴν ὀρθὴν γωνίαν ὑποτείνουσα ἴσον δύναται ταῖς περιεχούσαις, die Hypot. giebt ein gleiches Quadrat, d. i. das Quadrat der Hypotenuse ist gleich den Quadraten der Katheten zusammengenommen, Ath. X, 418 f; vgl. Plat. Theaet. 147 e ff. – 4) imperf., δύναται, = δυνατόν ἐστι, es ist möglich, δύναται ἀρετὴν γενέσθαι καὶ μένειν ἄϋλον Plut. de virt. mor. 1, wo man ἀρετή geändert hat; τοῖς Σπαρτιήτῃσι καλλιερῆσαι οὐκ ἐδύνατο, es sollten die Opfer für die Sp. nicht glücklich ausfallen, Her. 7, 134; vgl. 9, 45. – In δυναμένοιο braucht Hom. υ lang Od. 1, 276. 11, 414; eben so ἀνδρὸς μέγα δυναμένοιο Eiresion. in Vit. Homeri Pseudoherodot. 33; und Eigenname Δυναμένη Iliad. 18, 43 Hes. Th. 248.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐδυνάμην, postér. ἠδυνάμην ; f. δυνήσομαι ; ao. ἐδυνήθην, postér. ἠδυνήθην ; pf. δεδύνημαι;
A. pouvoir, càd :
I. avoir la faculté de, être capable de : δ. ἄπαντα OD pouvoir tout ; abs. εἰ δύνασαί γε IL si du moins tu le peux ; δύναμαι γάρ OD car je le puis ; οὐ δύναμαι μή avec l'inf. je ne puis pas ne pas, il m'est impossible de, je ne puis m'empêcher de ; ἐπορεύοντο ᾗ ἐδύναντο τάχιστα XÉN les troupes marchèrent le plus rapidement possible ; ὅσους ἐδύνατο πλείστους ἁθροίσας XÉN ayant réuni le plus d'hommes qu’il put;
II. abs.
1 être puissant, avoir du crédit : μέγα δυνάμενος OD très puissant ; οἱ τὸ μέγιστον δυνάμενοι XÉN ceux qui sont le plus puissants ; μέγα δύνασθαι παρά τινι HDT être puissant auprès de qqn;
2 avoir un sens, une signification : δύναται δὲ τὸ νεοδαμῶδες ἐλεύθερον ἤδη εἶναι THC or néodamode signifie affranchi ; τοῦτο δύνανται αἱ ἀγγελίαι THC voilà où tendent ces nouvelles;
3 en parl. de monnaies ou de nombres avoir une valeur : δύναται παρ’ ἐκείνοις Ἀττικὸς ὀβολός LUC l'obole attique a cours litt. a de la valeur chez eux ; ὁ σίγλος δύναται ἑπτὰ ὀβολοὺς καὶ ἡμιωβόλιον XÉN le sigle vaut sept oboles et demie ; τριηκόσιαι γενεαὶ δυνέαται (ion.) μύρια ἔτεα HDT trois cents générations équivalent à dix mille années;
III. pouvoir, consentir à, supporter de : σὲ οὐ δύναμαι προλιπεῖν δύστηνον ἐόντα OD je ne puis pas t’abandonner malheureux comme tu es ; οὐκ ἔτι ἐδύνατο βιοτεύειν THC il ne pouvait plus supporter de vivre (dans son ancien état);
B. • impers. δύναται, il est possible ; τοῖσι Σπαρτιήτῃσι καλλιερῆσαι οὐκ ἐδύνατο HDT il n'était pas possible aux Spartiates d'obtenir d'heureux présages.
Étymologie: pê apparenté à δύω et δύνω.

Russian (Dvoretsky)

δύνᾰμαι: (ῠ) (impf. ἐδυνάμην - поэт. тж. ἠδυνάμην, эп. δυνάμην; aor. ἐδυνήθην - поэт. тж. ἠδυνήθην, эп.-дор.-ион. ἐδυνάσθην, дор. ἐδυνάθην с ᾱ, эп. med. ἐδυνησάμην и δυνησάμην; pf. δεδύνημαι)
1) мочь, быть в состоянии (τι Hom. и ποιεῖν τι Trag., Her., Thuc., Arst., Polyb., Plut.): οὐ δύναμαι μὴ γελᾶν Arph. не могу удержаться от смеха; οὐ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι Thuc. не будучи в состоянии выдержать осаду; ὡς или ᾗ ἐδύνατο τάχιστα Xen. так быстро, как только мог; οὕτως ὅπως ἂν δυνώμεθα Isocr. изо всех наших сил; δύναται impers. Plut. возможно; οὐκ ἐδύνατό τινι Her. оказалось невозможным для кого-л.;
2) быть сильным, крепким: τῷ σώματι δ. Lys. быть физически здоровым; δ. χρήμασι Lys. быть состоятельным человеком; τὰ μὴ δυνάμενα τῶν ὑποζυγίων Xen. те из вьючных животных, которые устали;
3) иметь силу, быть могущественным, влиятельным (παρά τινι Aesch., Her., Thuc.): οἱ (τὸ) μέγιστον δυνάμενοι Xen., Plat. наиболее влиятельные лица;
4) иметь цену или иметь стоимость, стоить, равняться (ἑπτὰ ὀβολούς Xen.; εἴκοσι δραχμάς Dem., Plut.);
5) равняться, составлять (τριηκόσιαι ἀνδρῶν γενεαὶ δυνέαται μύρια ἔτεα Her.);
6) (о деньгах), иметь хождение (παρ᾽ ἐκείνοις δύναται Αἰγιναῖος ὀβολός Luc.): τὸ νόμισμα οὐκ ἀεὶ ἴσον δύναται Arst. деньги не всегда сохраняют одинаковый курс;
7) значить, означать; τί ποτε δύναται; Plat. что это, собственно, значит?; τὸ οὔνομα τοῦτο ἐστὶ μὲν Λιβυκόν, δύναται δὲ κατ᾽ Ἑλλάδα γλῶσσαν βουνοί Her. это слово - ливийское, а по-гречески оно значит «холмы»; αὑταὶ αἱ ἀγγελίαι τοῦτο δύνανται Thuc. вот что означают эти вести;
8) мат. быть возведенным в степень: αὔξησις δυναμένη Plat. увеличение путем возведения в степень.

Greek (Liddell-Scott)

δύναμαι: ἀποθ.· κλίνεται ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. κατὰ τὸ ἵσταμαι· β΄ ἑνικ. δύνασαι Ἰλ. Α. 393, Ὀδ. Δ. 374, Σοφ. Αἴ. 1164 (ἐν ἀναπαιστ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 811 (ἐν χοριαμβ.), Ξεν. Ἀν. 7. 7, 8, κτλ., ἀλλ’ ἐν τῇ παλαιᾷ Ἀτθίδι καὶ δύνᾳ Σοφ. Φ. 798, Εὐρ. Ἑκ. 253, Ἀνδρ. 239· Ἰων. δύνῃ, ὅπερ χρησιμεύει ὡσαύτως ὡς ὑποτακτ. παρὰ τοῖς δοκίμοις, Πόρσ. Ἑκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· Ἰων. γ΄ πληθ. δυνέαται Ἡρόδ.· ὑποτακτ. δύνωμαι, Ἰων. β΄ ἑνικ. δύνηαι Ἰλ. Ζ. 229· παρατ. β΄ ἑνικ. ἐδύνω Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 405, Ξεν. Ἀν. 1. 6, 7· Ἰων. γ΄ πληθ. ἐδυνέατο Ἡρόδ.· ― μέλλ. δυνήσομαι Ἰλ., Ἀττ.· Δωρ. δυνᾱσοῦμαι Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. Ἀνθ. 46, 61· μεταγεν. ὡσαύτως δυνηθήσομαι Δίων Κ., δεδυνήσομαι Σώπατ. ἐν Walz Ρήτ. 8. σ. 97· ― ἀόρ. ἐδυνησάμην Ἰλ. Ξ. 33, Ἐπικ. δυν- Ε. 621, κτλ., ἀλλ’ οὐδέποτε παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. (ἐπειδὴ τὸ τοῦ Δημ. 445. 1 ἔχει διορθωθῆ ἐκ χφων)· ὁ παθ. τύπος ἐδυνάσθην. Ἐπ. δυνάσθην, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡροδ. (ὡσαύτως ἐν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 24, Ἀν. 7. 6, 20, κτλ.), ὁ δὲ αὐστηρῶς Ἀττ. τύπος εἶναι ἐδυνήθην Σοφ. Αἴ. 1067, Ο. Τ. 1212, Εὐρ. Ἴωνι 867, Δημ. 540. 25., 574. 28· ― πρκμ. δεδύνημαι Δείναρχ. 106. 35, Δημ. 48. 16· ― ῥημ. ἐπίθ. δυνατός. ― Ἡ διπλῆ αὔξησις ἠδυνάμην, ἠδυνήθην ἀπαντᾷ ἐν χειρογράφοις τοῦ Ἡροδ. καὶ πολλῶν Ἀττ. συγγραφέων καὶ ἐνίοτε ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου, ἠδύνω Φιλιππίδ. Συμπλ. 1, ἠδυνήθην Αἰσχύλ. Πρ. 206. Ἐν ταῖς ἀττικ. ἐπιγρ. ἡ αὔξησις τοῦ δύναμαι γίνεται διὰ τοῦ ε, μόνον δὲ ἀπὸ τοῦ 300 π. Χ. διὰ τοῦ η, Meisterh. σ. 169. [ῠ, πλὴν ἐν τῷ δῡναμένοιο Ὀδ. Α. 276, Λ. 414, Ἐπ. Ὁμ. 15. 1, καὶ ἐν τῷ κυρ. ὀνόματι Δῡναμένη, χάριν τοῦ μέτρου]. Ι. εἶμαι ἱκανός, δυνατός, ἔχω τὴν δύναμιν νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ., καὶ ἀορ. Ὅμ., κτλ.· ἡ ἀπαρέμφ. τοῦ μέλλοντος, σπανίως ἀπαντῶσα παρὰ δοκίμοις, εἶναι πιθανῶς σφάλμα (πείσειν ἀντὶ πείθειν) ἐν Σοφ. Φ. 1394· ὁπόταν δὲ κεῖται ἀπολύτως, δυνάμεθα εὐκόλως νὰ ἐννοήσωμεν ἀπαρέμφατον ἐκ τῶν συμφραζομένων, εἰ δύνασαί γε, ἐὰν τουλάχιστον δύνασαι [ἐνν. περισχέσθαι] Ἰλ. Α. 393· ὅσσον… δύναμαι χερσίν τε ποσίν τε [ἐνν. ποιεῖν τι] Ἰλ. Υ. 360· Ζεὺς δύναται ἅπαντα [ἐνν. ποιεῖν] Ὀδ. Δ. 237· οὕτω καί, μέγα δυνάμενος, λίαν ίσχυρός, πανίσχυρος, Ὀδ. Α. 276, πρβλ. Λ. 414, Ἡρόδ. 9. 9, κτλ· μέγα δύναται, multun valet, Αἰσχύλ. Εὐμ. 950· δ. Διὸς ἄγχιστα ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 1036· οἱ δυνάμενοι, ἄνδρες ἔχοντες δύναμιν, ἰσχύν, Εὐρ. Ὀρ. 889, Θουκ. 6, 39, κτλ· δυνάμενος παρά τινι, ἔχων δύναμιν, ῥοπὴν παρά τινι, Ἡρόδ. 7. 5, Ἀνδοκ. 32. 31, κτλ· δύνασθαι ἐν τοῖς πρώτοις Θουκ. 4. 105· δύν. χρήμασι, τῷ σώματι Λυσ. 107. 26, 168. 26· ὁ δυνάμενος, ὅστις δύναται νὰ διατηρήσῃ ἑαυτόν, ὁ αὐτ. 169. 19. 2) ἐπὶ τοῦ ἠθικῶς δυνατοῦ, εἶμαι ἱκανός, τολμῶ ἢ ἀνέχομαι νὰ πράξω τι, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, οὐδὲ τελευτὴν ποιήσειν δύναται Ὀδ. Α. 250· σε… οὐ δύναμαι προλιπεῖν Ν. 331, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 455· Βεργ. Αἰν. 9. 482, Ὁρ. ᾨδ. 3. 11. 30. 3) μετὰ τοῦ ὡς καὶ ὑπερθ., ὡς ἐδύναντο ἀδηλότατα Θουκ. 7. 50· ὡς δύναμαι μάλιστα Πλάτ. Πολ. 367Β· ὡς δύναιτο κάλλιστον ὁ αὐτ. Συμπ. 214C· ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων Δημ. 814. 4, κτλ.· ἢ ἁπλῶς, ὡς ἐδύνατο Ξεν. Ἀν. 2. 6, 2· οὕτω καὶ, ὅσους ἐδύνατο πλείστους ἁθροίσας Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 9· λαβεῖν.., οὓς ἂν σοφωτάτους δύνωμαι Ἄλεξ. Συντρ. 1. ΙΙ. ἰσοδυναμῶ, λογίζομαι ἢ εἶμαι ἰσοδύναμος πρός τι, «περνῶ ὡς…», καὶ ταῦτα, 1) ἐπὶ νομισμάτων, ἀξίζω, ἰσοδυναμῶ πρὸς…, μετ’ αἰτ. ὁ σίγλος δύναται ἑπτὰ ὀβολοὺς Ξεν. Ἀν. 1. 5, 6, πρβλ. Δημ. 914. 11· ἀπολ., ἰσχύω, «περνῶ», Λουκ. Πένθ. 10. 2) ἐπὶ ἀριθμοῦ, ἰσοδύναμος εἶμαι πρὸς..., τριηκόσιαι γενεαὶ δυνέαται μύρια ἔτεα Ἡρόδ. 2. 142· λόγοι ἔργα δυνάμενοι, λόγοι ἰσοδυναμοῦντες πρὸς ἔργα, Θουκ. 6. 40. 3) ἐπὶ λέξεων, σημαίνω, δηλῶ, ὡς τὸ Λατ. valere ἀντὶ τοῦ significare, Ἡρόδ. 4. 110, 1 κ. ἀλλ.· ἴσον δύναται, Λατ. idem valet, ὁ αὐτ. 6. 86, 3, πρβλ. 2. 30., 4. 192, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 553· τὸ νεοδαμῶδες δύναται ἐλεύθερον εἶναι Θουκ. 7. 58· ταὐτὸν δ. Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 6·- ὡσαύτως, τείνω, χρησιμεύω, ἰσχύω πρός τι, «σημαίνω» τι, οὐδένα καιρὸν δύναται, δὲν χρησιμεύει διὰ τίποτε, δὲν ἰσχύει διὰ τίποτε Εὐρ. Μηδ. 128, πρβλ. Πλάτ. Φίληβ. 23D· τὸ τριβώνιον τι δύναται; Ἀριστοφ. Πλ. 842· τοῦτο δύνανται αἱ ἀγγελίαι, τοῦτο σημαίνουσιν αἱ ἀγγ., τόσην σημασίαν ἔχουσι, Θουκ. 6. 36· τὴν αὐτὴν δ. δούλωσιν ὁ αὐτ. 1. 141. 4) ὡς μαθηματ. ὅρος, δύνασθαί τι, = ὑψοῦσθαι εἰς τὸ τετράγωνον καὶ ἰσοῦσθαι, τοῖς ἐπιπέδοις ἃ δύνανται Πλάτ. Θεαίτ. 148Β· αἱ δυνάμεναι αὐτά [τὰ μεγέθη] Εὐκλ. 10, Ὀρ. 11, 22· αὐξήσεις δυνάμεναί τε καὶ δυναστευόμεναι, Πλάτ. Πολ. 546Β· - ἴδε ἐν λ. δύναμις V. ΙΙΙ. ἀπροσ. οὐ δύναται, μετ’ ἀπαρ. ἀορ., δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι, Valck. Ἡρόδ. 7.134., 9.45· πρβλ. ἐθέλω Ι. 2.

English (Autenrieth)

δυνάμεσθα, fut. δυνήσομαι, aor. (ἐ)δυνήσατο, pass. δυνάσθη: be able, have power, avail; θεοὶ δέ τε πάντα δύνανται, Od. 10.306; ἀνδρὸς μέγα δῦναμένοιο, ‘very powerful,’ Od. 11.414, Od. 1.276.

English (Slater)

δῠνᾰμαι (δύνασαι, -ανται; δύναιτο; δυνάμενος; δύνασθαι: pass. aor. pro med. ἐδυνάσθη) be able καταπέψαι μέγαν ὄλβον οὐκ ἐδυνάσθη (sc. Tantalos) (O. 1.56) ἀποίητον οὐδ' ἂν Χρόνος δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος (O. 2.17) τίς ἂν φράσαι δύναιτο; (O. 2.100) τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν (P. 3.82) “δύνασαι δ' ἀφελεῖν μᾶνιν χθονίων” (P. 4.158) δύνασαι δὲ βροτοῖσιν ἀλκὰν ἀμαχανιᾶν δυσβάτων θαμὰ διδόμεν (N. 7.96) ἀγαπατὰ δὲ καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι (N. 8.5) ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος ἁβρὰ πάσχειν fr. 2. 1.

English (Abbott-Smith)

δύναμαι, depon., [in LXX chiefly for יָכֹל;]
to be able, have power, whether by personal ability, permission, or opportunity: c. inf. (M, Pr., 205; WM, §44, 3) pres., Mt 6:24, Mk 2:7, Jo 3:2, I Co 10:21, al.; c. inf. aor., Mt 3:9, Mk 1:45, Jo 3:3, 4 Ro 8:39, al.; c. acc., to be able to do something: Mk 9:22, Lk 12:26; II Co 13:8; absol., to be able, capable, powerful: I Co 3:2 10:13.

English (Strong)

of uncertain affinity; to be able or possible: be able, can (do, + -not), could, may, might, be possible, be of power.

English (Thayer)

deponent verb, present indicative 2nd person singular δύνασαι and, according to a rarer form occasional in the poets and from Polybius on to be met with in prose writings also (cf. Lob. ad Phryn., p. 359; (WH s Appendix, p. 168; Winer's Grammar, § 13,2b.; Veitch, under the word)), δύνῃ (L T Tr WH; (T WH Tr text); ἐδυναμην and Attic ἠδυναμην, between which forms the manuscripts and editions are almost everywhere divided (in ἠδυναμην, so R G in L T Tr WH all read ἐδυναμην, so T WH in R G in WH s Appendix, p. 162; Winer's Grammar, § 12,1b.; B, 33 (29)); future δυνήσομαι; 1st aorist ἠδυνήθην and (in T WH, after manuscripts א B only; in ἠδυνάσθην (cf. (WH as above and p. 169); Kühner, § 343, under the word; (Veitch, under the word; Winer's Grammar, 84 (81); Buttmann, 33 (29); Curtius, Das Verbum, 2:402)); the Sept. for יָכֹל; to be able, have power, whether by virtue of one's own ability and resources, or of a state of mind, or through favorable circumstances, or by permission of law or custom;
a. followed by an infinitive (Winer's Grammar, § 44,3) present or aorist (on the distinction between which, cf. Winer's Grammar, § 44,7). α. followed by a present infinitive: β. followed by an aorist infinitive: R G); T brackets WH reject the passage); δύναμαι τί, to be able to do something (cf. German ich vermag etwas): Homer on).
d. absolutely, like the Latin possum (as in Cues. b. gall. 1,18, 6), equivalent to to be able, capable, strong, powerful: Alex., and often in Greek writings as Euripides, Or. 889; Thucydides 4,105; Xenophon, an. 4,5, 11 f; Isocrates, Demosthenes, Aeschines)

Greek Monolingual

(AM δύναμαι)
1. έχω τη δύναμη, την ικανότητα, είμαι σε θέση, μπορώὥστε μὴ δύνασθαι μεταβαλεῖν την χώραν», Πολύβ.)
2. έχω την ελευθερία, το δικαίωμα να κάνω κάτι («δυνήσεται πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ»)
3. είμαι κατάλληλος («γῆ δυναμένη σπείρεσθαι»)
αρχ.
1. (για ηθική δύναμη) είμαι ικανός, τολμώ ή ανέχομαι να κάνω κάτι (συνήθ. με άρνηση) («οὐδέ τελευτὴν ποιήσειν δύναται», Οδ.)
2. απολαμβάνω νομικό δικαίωμα
3. (με τα ως, όπως ή αναφ. αντων. και υπερθετικό) δηλώνει τον ανώτατο βαθμό του δυνατού («ὡς δύναμαι μάλιστα κατατείνας λέγω», Πλάτ. Πολιτ.)
4. ισοδυναμώ, θεωρούμαι ισοδύναμος με κάτι («τους τε λόγους ἀφ' ὑμῶν ὡς ἔργα δυναμένους κρινεῖ» — τους λόγους σας θα τους θεωρήσει ισοδύναμους με λόγια, Θουκ.)
5. (για νομίσματα) α) αξίζω, ισοδυναμώ
β) περνώ, ισχύω
6. (για αριθμό) ισοδυναμώ, είμαι ίσος ή ισοδύναμος
7. (για αριθμό που πολλαπλασιάζεται) ανέρχομαι
8. (για λέξη) δηλώνω, σημαίνω, εκφράζω
9. χρησιμεύω σε κάτι
10. (για πράγμα) σημαίνω, φανερώνω
11. μαθ. α) «δύνασθαί τι» — υψούμενος στο τετράγωνο «ἰσοῦμαι»
β) η δυναμένη
πυθαγορική ονομασία της υποτείνουσας του ορθογώνιου τριγώνου
12. απρόσ. είναι δυνατό («τοῖσι Σπαρτιήτῃσι καλλιερῆσαι οὐκ ἐδύνατο», Ηρ.)
13. α) οι δυνάμενοι
άνθρωποι με δύναμη ή επιρροή
β) ο δυνάμενος
ο οικονομικά ανεξάρτητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δυ-ν-α-μαι (πρβλ. λί-ν-α-μαι, πιλ- να-μαι)
Στο θέμα του ενεστωτικού τ. απαντά έρρινο πρόσφυμα (-ν-) όπως άλλωστε και στα λα-μ-β-ά-νω, λα-ν-θ-άνω, το οποίο όμως διατηρείται και στους υπόλοιπους ρηματικούς τύπους (πρβλ. δυν-ά-σθην αντί δυάσθην, δυν-ή-σομαι αντί δυή-σομαι αλλά λιά-σθην, έλαβον) και σε όλο το ονοματικό σύστημα (πρβλ. δύνα-μις). Τό θέμα χωρίς το έρρινο πρόσφυμα, δυα-, δυᾱ- (δυη-) δFā- (du-2-, du-e∂2-), παρουσιάζει μορφολογική ομοιότητα με το θ. δ(F)ā, που απαντά στους τ. δ(F)āν, δ(F)-ρός (βλ. λ. δήν, δηρός), χωρίς όμως να υπάρχει σαφής σημασιολογική σχέση ανάμεσα στο δύναμαι «μπορώ» και στα δην, δηρός που εκφράζουν την έννοια της διάρκειας. Τέλος ο μτγν. τ. δύνομαι αποτελεί μεταπλασμένο θεματικό ενεστώτα].

Greek Monotonic

δύνᾰμαι: αποθ., κλίση σε ενεστ. και παρατ. όπως το ἵσταμαι· βʹ ενικ. δύνασαι, Αττ. δύνᾳ· Ιων. δύνῃ· Ιων. γʹ πληθ. δυνέαται· υποτ. δύνωμαι, Επικ. βʹ ενικ. δύνησι, Αττ. δύνῃ· βʹ ενικ. παρατ. ἐδύνω, Ιων. γʹ πληθ. ἐδυνέατο, μέλ. δυνήσομαι, αόρ. αʹ ἐδυνησάμην, Επικ. δυνησάμην, επίσης ἐδυνάσθην, Επικ. δυνάσθην, στην Αττ. ἐδυνήθην, παρακ. δεδύνημαι. Ο αόρ. αʹ έχει επίσης διπλή αύξηση, ἠδυνάμην, ἠδυνήθην.
I. 1. μπορώ, είμαι ικανός, δυνατός, έχω τη δύναμη να κάνω, με απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· αλλά το απαρ. συχνά παραλείπεται, Ζεὺς δύναται ἅπαντα (ενν. ποιεῖν), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως επίσης, μέγα δυνάμενος, πολύ δυνατός, πανίσχυρος, στο ίδ.· οἱ δυνάμενοι, άνδρες που έχουν δύναμη, εξουσία, σε Ευρ., Θουκ.· δυνάμενος παρά τινι, έχοντας δύναμη, επιρροή με αυτόν, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. είμαι σε θέση, δηλ. τολμώ ή αντέχω να κάνω κάτι, οὐδὲ ποιήσειν δύναται, σε Ομήρ. Οδ.· οὐκέτι ἐδύνατο βιοτεύειν, σε Θουκ.
3. με το ὡς και υπερθ., ὡς ἐδύναντο ἀδηλότατα, όσο πιο κρυφά, όσο πιο μυστικά μπορούσαν, στον ίδ.· ὡς δύναμαι μάλιστα, όσο το δυνατόν περισσότερο μπορώ, σε Πλάτ.· ή απλώς, ὡς ἐδύνατο, με τον καλύτερο τρόπο που μπορούσε, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σε Ξεν.
II. ισοδυναμώ, λογίζομαι, θεωρούμαι, δηλ.:
1. λέγεται για χρήματα, αξίζω τόσο, με αιτ., ὁ σίγλος δύναται ἑπτὰ ὀβολούς, ο σίγλος ισοδυναμεί, αξίζει εφτά οβολούς, στον ίδ.
2. λέγεται για αριθμούς, είμαι ισοδύναμος με, ισάξιος με, τριηκόσιαι γενεαὶ δυνέαται μύρια ἔτεα, σε Ηρόδ.
3. λέγεται για λέξεις, σημαίνω, δηλώνω, Λατ. valere, στον ίδ. κ.λπ.· ἴσον δύναται, Λατ. idem valet, στον ίδ.· τὴν αὐτὴν δύνασθαι δουλείαν, εννοώντας την ίδια δουλεία, την σκλαβιά, σε Θουκ.· επίσης, ωφελώ, χρησιμεύω, οὐδένα καιρὸν δύναται, δεν χρησιμεύει σε τίποτα, για κανένα σκοπό, σε Ευρ.
III. απρόσ., οὐ δύναται, με απαρ., δεν είναι δυνατόν να είναι, σε Ηρόδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: be able, be equal, be equivalent (Il.).
Other forms: Aor. δυνήσασθαι, δυνασθῆναι (Il.), δυνηθῆναι (trag.), fut. δυνήσομαι (Od.), perf. δεδύνημαι (Att.)
Derivatives: δύναμις f. strength, power (Il.; cf. θέμις and below) with δυναμικός powerful, effective (hell. and late), δυναμερός id. (medic.), δυναμοστόν a fraction (Dioph.); δυναμόω make strong (hell. and late), with δυνάμωσις, δυναμωτικός, δύνασις id. (Pi.). δυνάστης m. lord, master (ion.-att.) with δυναστικός (Arist.), δυναστεύω (Ion.-Att.), with δυναστεία, δυνάστευμα, δυναστευτικός; f. δυνάστις (Demetr. Eloc.), δυνάστειρα (Tab. Defix. Aud. IIIp). δυνάστωρ id. (E. IA 280 [lyr.]). Verbal adj. δυνατός potens, able; possible (Sapph.,) with δυνατέω be strong (2 Ep. Kor. 13, 3); δυνητικός potential (A. D.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Prob. δύ-ν-αμαι, a present with nasal infix, which was generalized: δυ-ν-ά-σθην for *δυά-σθην (cf. λίναμαι: λιάσθην), δυ-ν-ήσομαι for *δυή-σομαι etc., and in nouns δύναμις etc. An inorganic -σ- in: δυνά-σ-θην, δυνά-σ-της. The disyllabic root δϜα- formally agrees with that of δ(Ϝ)ά-ν, δ(Ϝ)α-ρός (s. δήν, δηρός), but semantically a connection is difficult. - Cret. νύναμαι (Gortyn) must be the same word. It may be due simply to assimilation. Hell. δύνομαι is a thematic re-formation. - Details in Schwyzer 495 n. 5, 693 w. n. 5, 762; cf Frisk Eranos 43, 223 w. n. 3.

Middle Liddell

[decl. in pres. and imperf. like ἵσταμαι
Dep.
I. to be able, capable, strong enough to do, c. inf., Hom., etc.; but the inf. is often omitted, Ζεὺς δύναται ἅπαντα [sc. ποιεῖν] Od.; so also, μέγα δυνάμενος very powerful, mighty, Od.; οἱ δυνάμενοι men of power, Eur., Thuc.; δυνάμενος παρά τινι having influence with him, Hdt., etc.
2. to be able, i. e. to dare or bear to do a thing, οὐδὲ ποιήσειν δύναται Od.; οὐκέτι ἐδύνατο βιοτεύειν Thuc.
3. with ὡς and a Sup., ὡς ἐδύναντο ἀδηλότατα as secretly as they could, Thuc.; ὡς δύναμαι μάλιστα as much as I possibly can, Plat.; or simply ὡς ἐδύνατο in the best way he could, Xen.
II. to pass for, i. e.
1. of money, to be worth so much, c. acc., ὁ σίγλος δύναται ἑπτὰ ὀβολούς the shekel is worth seven obols, Xen.
2. of number, to be equivalent to, τριηκόσιαι γενεαὶ δυνέαται μύρια ἔτεα Hdt.
3. of words, to signify, mean, Lat. valere, Hdt., etc.; ἴσον δύναται, Lat. idem valet, Hdt.; τὴν αὐτὴν δύνασθαι δουλείαν to mean the same slavery, Thuc.:—also to avail, οὐδένα καιρὸν δύναται avails to no good purpose, Eur.
III. impers., οὐ δύναται, c. inf., it cannot be, is not to be, Hdt.

Frisk Etymology German

δύναμαι: {dúnamai}
Forms: Aor. δυνήσασθαι, δυνασθῆναι (seit Il.), δυνηθῆναι (Trag. u. att.), Fut. δυνήσομαι (seit Od.), Perf. δεδύνημαι (att.)
Grammar: v.
Meaning: können, vermögen, gelten, bedeuten.
Derivative: Ableitungen. 1. δύναμις f. Kraft, Macht (seit Il.; auch personifiziert, Schwyzer Glotta 11, 76f. und 203f.; zur Bildung vgl. θέμις und unten) mit δυναμικός vermögend, wirkend (hell. und spät), δυναμερός ib. (Mediz.), δυναμοστόν Ben. eines Bruchs (Dioph.); δυναμόω stark machen (hell. und spät), wovon δυνάμωσις, δυναμωτικός. Als Vorderglied in mathem. Termini wie δυναμοδύναμις, -κυβος; als Hinterglied z. B. in ἀδύναμος mit ἀδυναμίη, -α Machtlosigkeit, Unvermögen (Hdt. usw.), ἀδυναμέω (LXX u. a.). 2. δύνασις ib. (poet. seit Pi.). 3. δυνάστης m. Machthaber, Herrscher, Herr (ion.-att.) mit δυναστικός (Arist. u. a.), δυναστεύω (ion. att.), wovon δυναστεία, δυνάστευμα, δυναστευτικός; f. δυνάστις (Demetr. Eloc.), δυνάστειρα (Tab. Defix. Aud. IIIp; nach den Bildungen auf -τειρα). 4. δυνάστωρ ib. (E. IA 280 [lyr.]). 5. Verbaladj. δυνατός potens, könnend; tunlich, möglich (Sapph., Pi., Hdt. usw.) mit δυνατέω stark sein (2 Ep. Kor. 13, 3 u. a.); 6. δυνητικός potential (A. D.).
Etymology: Da sich für die Bedeutungsentwicklung eines Ausdrucks für können mehrere Möglichkeiten öffnen, kann man für die Etymologie von δύναμαι über gewisse Vermutungen nicht hinauskommen. Am nächsten liegt eine Zerlegung in δύν-αμαι, mit präsentischem Nasalinfix, das nicht nur in die außerpräsentischen Verbformen eindrang: δυν-άσθην für *δυάσθην (vgl. λίναμαι: λιάσθην), δυν-ήσομαι für *δυήσομαι usw., sondern auch in die Nomina δύναμις usw. weitergeschleppt wurde. Dazu kam in gewissen Formen auch ein anorganisches -σ-: δυνάσ-θην, δυνάσ-της. Die zweisilbige Wurzel δυα-, δυα- (δυη-), δϝα- stimmt formal zu δ(ϝ)άν, δ(ϝ)αρός (s. δήν, δηρός) und ist semantisch damit ohne Zweifel vereinbar (Grundbed. sich vorwärts bewegen; vgl. ahd. zawen vonstatten gehen, gelingen); die Erklärung hat aber selbstverständlich nur hypothetischen Wert. Andere, noch unsichrere oder ganz unmögliche Hypothesen sind bei Bq notiert. — Gegen die Annahme, δύναμις wäre zu δύναμαι nach der Proportion δύνασις: δύνασαι entstanden, mit Recht Porzig Satzinhalte 353. Kret. νύναμαι (Gortyn) muß mit δύναμαι irgendwie zusammenhängen. Wenn nicht damit verwandt (vgl. νοῦς) und nicht durch Assimilation daraus entstanden, hat sich νύναμαι dem Bildungstypus von δύναμαι angeschlossen. Hell. δύνομαι ist eine thematische Umbildung. — Einzelheiten zur Stammbildung usw. bei Schwyzer 495 A. 5, 693 m. A. 5, 762 mit Lit.; dazu noch Frisk Eranos 43, 223 m. A. 3.
Page 1,423-424

Chinese

原文音譯:dÚnamai 低那買
詞類次數:動詞(210)
原文字根:(成為)能 相當於: (יָכֹל‎) (כְּהַל‎)
字義溯源:能*,可能,必能,有能力去行,有能力,可以,會,得。這字在使用上有三方面的意義:
1)我能,我可以
2)我能夠徹底作成 3)我能勝任,我認為
同源字:1) (ἀδυνατέω)不能夠 2) (ἀδύνατος)不能的 3) (δύναμαι)能 4) (δύναμις)能力 5) (δυναμόω)使能夠 6) (δυνάστης)有權能 7) (δυνατέω)能勝任 8) (δυνατός)有力的 9) (ἐνδυναμόω)加力,要剛強
同義字:1) (δύναμαι)能,有能力 2) (δυνατός)有力的 3) (ἐναργής / ἐνεργής)有效的 4) (ἐξισχύω)很有力量 5) (ἰσχυρός)有力的 6) (ἰσχύω)有力,能 7) (κραταιός)有權能的
出現次數:總共(210);太(27);可(34);路(26);約(37);徒(20);羅(5);林前(15);林後(3);加(1);弗(5);腓(1);帖前(2);提前(3);提後(3);來(9);雅(6);約壹(2);猶(1);啓(10)
譯字彙編
1) 能(133)數量太多,不能盡錄;
2) 你們⋯能(9) 路12:26; 路16:13; 約8:43; 約16:12; 徒13:39; 林前3:2; 林前10:21; 林前10:21; 林前14:31;
3) 他們⋯能(7) 太17:16; 可2:4; 可2:19; 路9:40; 路20:36; 約12:39; 來3:19;
4) 你⋯能(5) 太6:24; 可9:23; 路16:2; 約13:36; 啓2:2;
5) 我⋯能(4) 太26:53; 路11:7; 路14:20; 約13:37;
6) 他⋯能(4) 可6:5; 提後2:13; 來7:25; 約壹3:9;
7) 我們⋯能(3) 徒4:16; 徒19:40; 提前6:7;
8) 就能(2) 徒24:8; 弗3:4;
9) 你們能(2) 弗6:13; 弗6:16;
10) 可能(2) 徒21:34; 徒27:12;
11) 你們就⋯能(2) 約15:5; 徒5:39;
12) 你能(2) 太8:2; 林前7:21;
13) 我們能(2) 太20:22; 可10:39;
14) 可以(2) 太26:9; 可4:32;
15) 你們能⋯麼(2) 太20:22; 可10:38;
16) 得(2) 可1:45; 路19:3;
17) 你⋯能夠(1) 太5:36;
18) 我能⋯麼(1) 太9:28;
19) 你⋯能作(1) 可9:22;
20) 我們⋯能作(1) 林後13:8;
21) 我們⋯可以(1) 帖前2:6;
22) 他就⋯能(1) 約9:33;
23) 是⋯能的(1) 路16:26;
24) 是⋯能(1) 太5:14;
25) 他們所能⋯的(1) 可4:33;
26) 能力(1) 腓3:21;
27) 能得(1) 可8:4;
28) 都能(1) 可9:23;
29) 會(1) 可9:39;
30) 可(1) 可3:23;
31) 你必能(1) 可1:40;
32) 能用(1) 太6:27;
33) 我能(1) 太26:61;
34) 都可(1) 可14:7;
35) 必能(1) 路5:12;
36) 我們可用(1) 帖前3:9;
37) 他就能(1) 來2:18;
38) 他能(1) 來5:2;
39) 你們所能受的(1) 林前10:13;
40) 能叫(1) 羅8:39;
41) 我們可以(1) 徒17:19;
42) 就可以(1) 徒26:32;
43) 能夠(1) 啓3:8

English (Woodhouse)

amount to, mean, powerful, be able, be equivalent to, be powerful, be strong, be tantamount to, get the chance, have influence with, have power, succeed in

⇢ Look up "δύναμαι" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του.
Παράγωγα: δύναμις, δυναμικός, δυναμόω (=ἐνισχύω), δύνασις, δυνατός, ἀδύνατος, ἀδυναμία, δυνάστης, δυναστεύω, δυναστεία, δυναστικός.