ἐπιβάλλω
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
I. trans., throw upon or cast upon, θριξὶ... ἃς ἐπέβαλλον (sc. πυρί) Il.23.135; ἐπὶ δὲ χλαῖναν βάλεν αὐτῷ Od.14.520, cf. 4.440; ἑωυτὸν ἐς τὸ πῦρ v.l. in Hdt.7.107; φάρη κόραις E.El.1221 (lyr.); ἐπιβάλλω τινὰς ἐπὶ ἁμάξας Th.4.48, cf.Hdt.4.75,5.112; ἐπιβάλλοντας (sc. χοῦν) throwing on more and more, Th.2.76.
2. lay on, [ἡμιόνοις] ἐπέβαλλεν ἱμάσθλην Od.6.320; ἐπιβάλλω πληγάς τινι X.Lac.2.8; Ζεὺς ἐπὶ χεῖρα βάλοι A.Ch.395 (lyr.), cf.Ar.Nu.933 (anap.); ἐπιβάλλω τὴν χεῖρά τινι Id.Lys. 440 (but τῷ καρπῷ τοῦ νοσοῦντος τὴν χεῖρα, of feeling the pulse, Gal. 18(2).40; so τὴν ἁφήν Id.8.821, Marcellin. Puls.119); τὰς χεῖρας τοῖς κατ' Αἴγαιον Plb.3.2.8; Ῥωμαίοις Id.18.51.8; ἐπί τινα Ev.Matt.26.50; impose as a tax tribute, τινί τι Hdt.1.106, Th.8.108; as a fine or penalty, ζημίην, φυγὴν ἐπιβάλλω τινί, Hdt.6.92 (Pass.), 7.3; ἀργύριον Lys.9.6; ἐπιβολάς Id.20.14, cf. Arist.Ath.61.2; λύτρα LXX Ex.21.30 (Pass.); inflict, ἀνάλγητα.. ἐπέβαλε θνατοῖς, λύπην, etc., S.Tr.128 (lyr.), E.Med.1115 (anap.), etc.
3. ἐπιβάλλω σφρηγῖδα, ἐπιβάλλω δακτύλιον, affix a seal, Hdt.3.128, 2.38; σφραγῖδ' ἐπί τι Ar.Av.559; σύμβολόν τινι ib.1215.
4. add, contribute, μικρὸν [ἀληθεία] Arist.Metaph.993b2; ἐπιβάλλω ἐπὶ τὸ ὕδωρ Thphr.Ign.49; νέον [φῶς] Pl.Cra.409b: metaph., throw in, mention, τι dub. in S.El.1246 (lyr.) (in Med., "χαίρειν τεοῖς προθύροις ἐπιβάλλομαι Theoc.23.27); Φαῖστος.. ἐπιβάλλων φησί Sch.Pi.P.4.28: abs., bid higher, Arist.Pol.1259a14.
5. place next in order, Plb.1.26.15.
6. let grow, κλήματα Thphr. HP4.13.5; βλαστούς ib.3.5.1.
7. let loose, πρόβατα ἐπὶ κνῆκον PRyl.69.6 (i B.C.).
8. causal of ἐπιβαίνω A. 111.3, D.Chr.7.134.
II. throw oneself upon, go straight towards, c. acc., ἡ δὲ Φεὰς ἐπέβαλλεν Od.15.297: later c. dat. loci, Plb.5.18.3, D.S.1.30, Plot.3.7.12, etc.; νήσοις Rhian.39; εἰς Ἰταλίαν, ἐπὶ τὸν τόπον, Plb.2.24.17, 5.6.6, cf. PAmh.2.31.5 (ii B.C.), etc.
2. fall upon, ὅπου γὰρ ἂν ὁ ἥλιος ἐπιβάλλῃ = wherever the sun shines its rays Arist. HA598a3; especially in hostile sense, set upon, c.dat., ib.623b1, etc.; τοῖσ' Αρβήλοις D.S.17.64: abs., ἐπιβάλλω ληστρικῷ τρόπῳ PRyl.127.10 (i A.D.); ἐπιβάλλουσαι = jostling, trampling, Pl.Phdr.248a; sens. obsc., Ar.Av.1216.
3. (sc. τὸν νοῦν) set to a thing, devote oneself to it, c. dat., M.Ant.10.30; τοῖς αὐλοῖς D.S.3.59; τοῖς κοινοῖς πράγμασιν Plu.Cic.4 (in full τὴν διάνοιαν ἐπιβάλλω πρός τι D.S.20.43): generally, give one's attention to, think on, Ev.Marc. 14.72.
b. apprehend, Epicur. Fr.423; attain by intuition, c.dat., Dam.Pr.54.
4. fall in one's way, ὅταν ἐπιβάλλῃ περὶ τῆς τοιαύτης πολιτείας ἡ σκέψις Arist.Pol.1266a25; κατὰ τὸν ἐπιβάλλοντα λόγον Id.GA716a3.
5. follow, come next, Plb.11.23.2; τισί Plu.Aem. 33; ἐφ' ὃν ἐπιβαλὼν ἔφη said thereupon, Plb.1.80.1; interrupt, ἀποκρινομένῳ Thphr.Char.7.2.
6. belong to, fall to the share of, μόριον ὅσον αὐτοῖσι ἐπέβαλλε Hdt.7.23, cf. Diph.43.16; εἰ μὴ τὸ ὅλον, μέρος γε, ἐπιβάλλει τῆς βλασφημίας ἅπασι D.18.272; ὅσον ἐπιβάλλει αὐτοῖς Arist.Pol.1260a19; ἑκάστῳ τῆς εὐδαιμονίας ἐπιβάλλει τοσοῦτον ὅσονπερ ἀρετῆς ib.1323b21; τῶν κτημάτων τὸ ἐπιβάλλον (sc. μέρος) the portion that falls to one, Hdt.4.115, cf. LXX To.3.17,6.12; so τὸ ἐπιβάλλον ἐφ' ἡμᾶς μέρος D.18.254; τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας Ev.Luc.15.12, cf. PGrenf. 1.33.33 (ii B.C.), etc.; fall due, of payments, PLond.1.3.21 (ii B.C.); τόκον ὃν ἔφη ἐπιβάλλειν αὑτῷ which was payable by him, BCH6.21 (Delos, ii B.C.).
b. part. ἐπιβάλλων, in Law, next-of-kin, ὁ ἐπιβάλλων, οἱ ἐπιβάλλοντες, Leg.Gort.7.36, 11.42, al.
7. impers. c. acc. et inf., τοὺς Δελφοὺς δὴ ἐπέβαλλε.. παρασχεῖν it concerned them to provide, Hdt.2.180: or c. dat. et inf., ἐπιβάλλει τινὶ ποιεῖν τι Chrysipp.Stoic.2.39,al., Plb.18.51.1; ἐπιβάλλοντος ἡμῖν εὐεργετικοῖς εἶναι Corn.ND15; κοινῇ πᾶσιν ἐπιβάλλει UPZ112.10 (ii B.C.); καθότι ἐπέβαλλεν ἀνδρὶ καλῷ καὶ ἀγαθῷ IG12(7).231.5 (Amorgos): freq. in part., ἐπιβάλλουσαν ἡγεῖσθαι τὴν στρατείαν τινί incumbent upon.., Teles p.61 H.; τὸ ἐπιβάλλον Cleanth.Stoic.1.128, Arr.Epict.2.11.3, etc.; τὰς ἐπιβαλλούσας τάσεις τῆς φωνῆς Chrysipp.Stoic.2.96; τὸ τῇ φύσει ἐπιβάλλον Antip.Stoic.3.255; appropriate, ὑποδοχαί Telesp.41 H.; ἰήματα IG22.1121.15; ἁρμονία Iamb.Comm. Math.30; ἡ στέρησις ἐπιβάλλοντός ἐστι παρεῖναι εἴδους τινός a specific form which ought to be present, Plot.1.8.11.
8. shut to, close, of the larynx, Arist.PA664b26.
9. in Logic, λόγοι ἐπιβάλλοντες, ἐπιβαλλόμενοι, overlapping and overlapped, of syllogisms in a sorites, Chrysipp.Stoic.2.85; so of time, ἐπέβαλε τοῖς χρόνοις Ἰουλιανῷ Eun.VS p.497 B.:—Med., γηραιῷ τῷ Κυρηναίῳ ἐπεβάλετο Anon. Intr.Arat. p.326M.
10. in Alchemy, make a 'projection' (cf. ἐπιβολή), Syn.Alch.p.68B.
III. Med., mostly like the intr. usages, but also:
1. c. gen., throw oneself upon, desire eagerly, ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος Il.6.68; παρθενίας ἐπιβάλλομαι Sapph.102; τοῦ εὖ ζῆν ἐπιβάλλονται Arist.Pol.1258a3.
2. c. acc., put upon oneself, ἐπιβαλλομέναν.. πλόκον ἀνθέων E.Med.840; ἐπιβάλλεσθαι = put on more wraps, Thphr. Char.2.10 (cf. IV. 1); ὕπνον ἡδὺν ἐπιβαλλόμενος D.Chr.12.51: metaph., take possession of, καὶ ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο Od.14.209; αὐθαίρετον δουλείαν ἐπιβαλεῖται will take upon himself, Th.6.40.
b. of trees, make fresh growth, Thphr. HP3.5.1.
3. c.acc., also, attempt, undertake, ἔργον Pl.Sph.264b, Ti.48c; μέθοδον Arist.Pol. 1260b36: c.inf., Decr. ap. D.18.164, Zeno Stoic.1.68, Plb.1.43.2, etc.: abs., πολλῶν ἐπιβεβλημένων though many have made the attempt, Agatharch. 76.
4. c. dat., put one's hand to, ἐχέτλῃ AP7.650 (Phal.(?)): metaph., apply oneself to or devote oneself to, τόλμῃ καὶ πράξει Plb.5.81.1; ἐγχειρήματι μεγάλῳ D.H.5.25, etc.
5. arrive at, (πολίεσσι) Call.Del.68; ὅταν ἐπὶ τοὺς χρόνους ἐπιβαλώμεθα D.S.19.55.
6. ἐπὶ πᾶσι ἐπεβάλοντο brought up the rear, Id.18.33.
IV. in Pass., lie upon, be put upon, ἐπιβεβλημένοι τοξόται archers with their arrows on the string, X.An.4.3.28, cf. 5.2.12; λάσιον ἐπιβεβλημένος having a rough cloak on, Theopomp.Com.36; τὸ ἐν ψύχει κεῖσθαι ἐπιβεβλημένον Hp.Epid.2.3.1, cf. 6.4.14; διφθέραν ἐπιβεβλημένη D.Chr.5.25.
2. to be set over, ὁ τελώνης ὁ ἐπιβεβλημένος τῷ Ζεύγματι Philostr. VA1.20.
3. Rhet., ornate (v. ἐπιβολή), ἰδέα λόγων οὔτ' ἐπιβεβλημένη οὔτ' αὖος Id.VS1.20.2.
German (Pape)
[Seite 928] (s. βάλλω), 1) daraufwerfen, ἅς (τρίχας) ἐπέβαλλον κειρόμενοι, auf den Todten, Il. 23, 135; oft in tmesi, z. B. ἐπὶ δὲ χλαῖναν βάλεν αὐτῷ Od. 14, 520; ἑωυτὸν ἐπέβαλε ἐς τὸ πῦρ, stürzte sich ins Feuer von oben her, Her. 7, 107; ἐπιβαλῶ ὕλην Xen. An. 3, 5, 10; ἄνωθεν ἐπιβαλόντες Thue. 2, 52; ἐπὶ ἁμάξας 4, 48; ἐπὶ τοὺς πτόρθους καὶ τοὺς νέους κλῶνας κόπρον Plat. Prot. 334 b; – χεῖρά τινι, Hand anlegen, Ar. Lys. 440 Nubb. 933; vgl. Aesch. καὶ πότ' ἂν Ζεὺς ἐπὶ χεῖρα βάλοι; Ch. 389; übertr., τὰς χεῖρας τοῖς πράγμασι Pol. 3, 2, 8; Ῥωμαίοις 18, 34, 8; – ὀφθαλμόν τινι, wie wir, das Auge auf Einen werfen, Alexis bei B. A. 110; Luc. u. a. Sp.; VLL. erkl. περιέργως θεᾶσθαι. – 2) auflegen, ἵπποις ἱμάσθλην, d. i. ihnen die Peitsche geben, Od. 6, 320; πληγάς τινι Xen. Lac. 2, 9; σφραγῖδα, ein Siegel darauf drücken, legen, Ar. Thesm. 415, wie σύμβολον Av. 1215; γράμμασι σημεῖα Plat. Legg. IX, 856 a; τὸν δακτύλιον, den Siegelring aufdrücken, Her. 2, 38; χαρακτῆρα Arist. Polit. 1, 9; – bei den Aerzten = Pflaster, Salben u. dgl. auflegen. – Bes. auch Strafe, Tribut u. dgl. auferlegen, Her. 1, 106; φυγὴν ἑωυτῷ ἐκ Λακεδαίμονος 7, 3; καί σφι ὑπ' Ἀργείων ἐπεβλήθη ζημίη 6, 92; τοῖς ἀπειθοῦσι ζημίας Plat. Legg. XII, 949 d; Lys. 9, 6; ἐπιβολάς 20, 14; absol., bestrafen, 15, 5 u. Sp.; φόρον ταῖς πόλεσι Plut. Ant. 51. – Aehnl. ἀνάλγητα γἁρ οὐδ' ἐπέβαλε θνατοῖς Κρονίδας Soph. Tr. 128; λύπην τινί Eur. Med. 1115; κινδύνους καὶ φόβους ψυχαῖς Plat. Theaet. 173 a; ἐπιβάλλοντος αὐτοῦ, ἃ φέρειν οὐκ ἠδύναντο Thuc. 8, 108; – κλήματα ἐπιβάλλειν, in die Höhe gehen, wachsen lassen, Theophr. – 3) mit Auslassung von ἑαυτόν, intrans., sich wohin bewegen, darauflosfahren; vom Schiffe, ἡ δὲ Φεὰς ἐπέβαλλεν, es segelte nach Pheä zu, Od. 15, 297; H. h. Apoll. 427; anfallen, πατοῦσαι ἀλλήλας καὶ ἐπιβάλλουσαι Plat. Phaedr. 248 a. Bes. Sp., Ἀλέξανδρος ἐπέβαλε τοῖς Ἀρβήλοις D. Sic. 17, 64; λόφοις Pol. 5, 18, 3; auch ἐπὶ τὸν τόπον ἐπιβαλεῖν, 5, 6, 6; εἰς Ἰταλίαν, 2, 24, 17; εἰς τοὺς Λοκρούς 12, 10, 2; τὰ κύματα ἐπέβαλλεν ἐς τὸ πλοῖον N. T. Übertr., sich auf Etwas werfen, es betreiben, τοῖς κοινοῖς πράγμασι Plut. Cic. 4; τοῖς αὐλοῖς D. Sic. 3, 59; τούτῳ ἐπιβαλών, darauf merkend, M. Anton. 10, 30; – darauf fallen, πρὶν τὸν ἥλιον ἐπιβάλλειν Pol. 4, 78, 7; vgl. Plat. Crat. 409 a; – darauf folgen, τινί, Plut. Aem. Paul. 33, vgl. Pol. 11, 23, 2; ἐπιβαλὼν ἔφη, darauf, 1, 80, 1, öfter; – ἐπιβάλλει μοι, auch ἐπιβάλλει μοί τι, es fällt mir Etwas zu, kommt mir zu, betrifft mich, geht mich an, μόριον, ὅσον αὐτοῖσι ἐπέβαλλε Her. 7, 23; ἀπολαχόντες τῶν κτημάτων τὸ ἐπιβάλλον 4, 115, den gebührenden Theil; wie Dem. τὸ ἐπιβάλλον ἐφ' ἡμᾶς μέρος, 18, 254; καθ' ὅσον ἐπιβάλλει μέρος ἑκάστῳ τοῦ ζῆν καλῶς Arist. Pol. 5, 6; κατὰ τὸ ἐπιβ. αὐτοῖς μέρος D. Sic. 14, 17, Pol. u. a. Sp. Vgl. z. B. Plut. adv. gt. 12, der auch ἐπιβάλλει τοῦτο ποιεῖν sagt, es ist Pflicht, dies zu thun. – 4) Med. sich auf Etwas werfen, darüber herfallen, ἐνάρων, über die Waffenbeute, Il. 6, 68; übh. wonach trachten, τοὺς ὅρκους λύειν ἐπιβάλλεται Dem. 18, 164. 165, wie Pol. 1, 4, 3 u. öfter; auch οὐκ ἀνάνδρῳ ἐπεβάλετο τόλμῃ καὶ πράξει, machte sich daran, 5, 81, 1; c. acc., τοσοῦτον ἔργον Plat. Tim. 48 c, wie Soph. 264 b; τὴν μέθοδον Arist. polit. 2, 1; c. gen., τοῦ εὖ ζῆν ἐπιβάλλονται, trachten danach, 1, 9. – Sich Etwas anlegen, sich mit Etwas bekleiden, wie Eur. Med. 840 ἐπιβαλλομέναν (Κύπριν) χαίταισιν εὐώδη ῥοδέων πλόκον ἀνθέων, der Schol. erkl. περιτιθεμένην; Hippocr. u. Sp., wie N. T., ἐπιβεβλημένος σινδόνα, u. ä. – Übertr., αὐθαίρετον δουλείαν, über sich nehmen, Thuc. 6, 41. – Bei Xen. An. 4, 3, 28 sind τοξόται ἐπιβεβλημένοι Schützen, die den Pfeil aufgelegt haben, schußfertig sind, wie 5, 2, 12 ἐπιβεβλῆσθαι ἐπὶ ταῖς νευραῖς. – Bei Pol. 24, 4, 10 σφραγῖδας, wie oben im activ.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐπέβαλλον, f. ἐπιβαλῶ, ao.2 ἐπέβαλον, pf. ἐπιβέβληκα;
A. tr. I. jeter sur ou dans : ἐπ. (τρίχας) IL (se couper les cheveux et les) jeter sur (le bûcher) ; ἐπ. ἑωυτὸν ἐς τὸ πῦρ HDT se jeter dans le feu;
II. 1 lancer sur, appliquer sur : (ἵπποις) ἐπ. ἱμάσθλην OD lancer (à des chevaux) des coups de fouet ; πληγάς τινι XÉN lancer ou donner des coups à qqn ; λύπην ἐπ. τινι EUR causer du chagrin à qqn ; ἀνάλγητα ἐπ. θνατοῖς SOPH attribuer aux mortels une vie exempte de douleurs ; fig. ἐπιβάλλοντος αὐτοῦ ἃ φέρειν οὐκ ἠδύναντο THC comme il leur imposait des charges qu'ils ne pouvaient supporter ; p. anal. ἐπ. φυγὴν ἑωυτῷ HDT s'infliger à soi-même l'exil ; φόρον ἐπ. ταῖς πόλεσι PLUT imposer une contribution aux cités;
2 apposer sur : ἐπ. σφραγίδα HDT, τὸν δακτύλιον HDT apposer un sceau, son anneau (sur qch);
B. intr. en appar. (s.e. ἑαυτόν);
I. se jeter sur :
1 fig. se porter sur, s'appliquer à, se donner à : τοῖς κοινοῖς πράγμασιν PLUT aux affaires publiques;
2 se porter sur, échoir à : τὸ ἐπιβάλλον ἐφ' ἡμᾶς μέρος DÉM la part qui nous échoit ; abs. τὸ ἐπιβάλλον (μέρος) HDT la part qui échoit ; concerner : τοὺς Δελφοὺς ἐπέβαλλε avec l'inf. HDT il appartenait aux Delphiens de;
II. se jeter sur ou dans ; parvenir à : ἡ δὲ Φεὰς ἐπέβαλλε OD elle aborda à Phées;
III. se jeter à la suite de ; suivre de près ; particul. prendre la parole après : τινι après qqn;
Moy. ἐπιβάλλομαι;
I. tr. 1 jeter sur soi : fig. ἐπ. αὐθαίρετον δουλείαν THC se soumettre volontairement à (litt. prendre volontairement sur soi) la servitude ; se charger de, entreprendre, tenter : τοὺς ὅρκους λύειν ἐπιβάλλεται DÉM il s'efforce de rompre les serments;
2 jeter sur ; appliquer, apposer (qch à soi) ; τοὺς τοξότας ἐπιβεβλῆσθαι ἐπὶ ταὶς νευραῖς XÉN les archers avaient la flèche posée sur l'arc ; abs. ἐπιβεβλημένους τοὺς τοξότας XÉN archers qui ont la flèche sur l'arc, càd prêts à tirer;
II. intr. en appar. (s.e. ἑαυτόν) se jeter sur, se porter sur ; désirer vivement : ἐνάρων IL les dépouilles (d'un ennemi).
Étymologie: ἐπί, βάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβάλλω: (aor. 2 ἐπέβαλον, pf. ἐπιβέβληκα)
1 (во или на что-л.) бросать, набрасывать (sc. τρίχας Hom.; κάρφος λεπτὸν τοῖς σώμασιν Plut.; τὰ ἱμάτιά τινι NT): ἑωυτὸν ἐπιβαλεῖν ἐς τὸ πῦρ Her. броситься в огонь; ἐ. τὴν ἀντίρρησιν Plut. выступить с возражением; med. возлагать, надевать на себя (πλόκον ἀνθέων χαίταισιν Eur.);
2 насыпать, наваливать (ἐπὶ ἁμάξας τι Thuc.; ὕλην καὶ γῆν Xen.; κόπρον ἐπί τι Plat.);
3 класть, накладывать (τὴν χεῖρα τῇ λαβῇ τοῦ ξίφους Plut.; τὴν χεῖρα ἐπ᾽ ἄροτρον NT): χεῖρα ἐ. τινι Arph. грубо прикоснуться к кому-л., Aesch. покарать кого-л.; ἐ. χεῖρας ἐπί τινα NT схватить кого-л.;
4 брать в руки, браться (βοῶν ἐχέτλῃ Anth.; med. τοῖς αὐλοῖς Diod.);
5 (об ударах), наносить (πληγάς τινι Xen.): ἐ. ἱμάσθλην Hom. бить кнутом;
6 (о печатях и т. п.) прикладывать, налагать (δακτύλιον Her.; σφραγῖδάς τινι Arph. и med. σφραγῖδας ἐπι τι Polyb.; σύμβολον Arph.; σημεῖα γράμμασι Plat., χαρακτῆρα Arst.);
7 (об обязанностях), возлагать (τὴν ταμιευτικὴν ἀρχήν τινι Plut.);
8 (о наказаниях, податях и т. п.) налагать (ἐπιβολάς или ἀργύριόν τινι Lys.; ζημίας τινί Plat.; τέλος τῷ σιτίῳ Arst.; φόρον ταῖς πόλεσι Plut.): ἐ. φυγὴν ἑωυτῷ Her. обречь себя на изгнание;
9 ниспосылать, посылать, причинять (ἀνάλγητά τινι Soph.; λύπην τινί Eur.; φόβους ψυχαῖς Plat.);
10 (о лекарствах и т. п.) прикладывать, применять (κρόκον καὶ νάρδον Plut.);
11 (о мерах длины), прикладывать (τὸν πῆχυν τῷ μετρουμένῳ Arst.);
12 приставлять, пришивать (ἐπίβλημα ἐπὶ ἱματίῳ NT);
13 прибавлять, добавлять (μηδὲν ἢ μικρόν τινι Arst.): τὸ φῶς νέον ἀεὶ ἐ. Plat. светить все новым светом;
14 помещать позади (τὸν τέταρτον στόλον τινί Polyb.);
15 отплывать, отправляться (Φεάς Hom.; Φεράς HH);
16 устремляться, совершать набег, нападать (ἀλλήλοις Plat.; ἐπὶ τόπον τινά, εἰς τοὺς Λοκρούς Polyb.; τοῖς Ἀρβήλοις Diod.; τοῖς μυρίοις, sc. πολεμίοις Plut.; перен. τὰ κύματα ἐπέβαλλεν εἰς τὸ πλοῖον NT): ἡ ἑτέρα (γραμμὴ) ἐπιβάλλει τῆς ἑτέρας Arst. одна линия пересекает другую;
17 досл. падать, перен. восходить: ὅπου ἂν ὁ ἥλιος ἐπιβάλλῃ Arst. и ἅμα τῷ τὸν ἥλιον ἐπιβάλλειν Polyb., с восходом солнца;
18 приходить на смену, (за кем или чем-л.) следовать (ἑξῆς Polyb.; τινί Plut. и ἐπί τινι Diod.): ἐπιβαλὼν ἔφη Polyb. выступив в свою очередь, он сказал; ἐπιβαλὼν ἔκλαιεν NT затем он заплакал; ἐπιβεβληκότες Ἀντιφῶντι Plut. находящиеся в обществе Антифонта;
19 приходиться, выпадать на долю (τινί Her., Arst. и ἐπί τινα Dem.): τοὺς Δελφοὺς ἐπέβαλλε τεταρτημόριον τοῦ μισθώματος παρασχεῖν Her. Дельфам пришлось доставить четверть обусловленной суммы; κατὰ τὸν ἐπιβάλλοντα καιρόν Arst. когда представится случай; τὸ ἐπιβάλλον (μέρος) Her., Dem., Polyb., Diod. и τὰ ἐπιβάλλοντα Plut. доля, жребий, участь;
20 приличествовать, подобать, надлежать (φιλοσόφοις ἐπιβάλλει μάλιστα ὁ σχολαστικὸς βίος Plut.);
21 (тж. ἐ. την διάνοιαν Diod.) (на что-л.) набрасываться, (за что-л.) приниматься, посвящать себя (τοῖς κοινοῖς πράγμασιν, med. ναυπηγίᾳ Plut.);
22 med. отваживаться, предпринимать (τοσοῦτον ἔργον Plat.; ταύτην τὴν μέθοδον Arst.; τόλμῃ καὶ πράξει τινί Polyb.): ἐ. αὐθαίρετον δουλείαν Thuc. добровольно отдать себя в рабство;
23 med. стремиться, замышлять, затевать (ποιεῖν τι Dem., Polyb.): ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος Hom. жаждущий военной добычи; ἐ. τοῦ εὖ ζῆν Arst. стремиться к счастливой жизни;
24 med. (о стрелах) приставлять, прикладывать или накладывать (ἐπὶ ταῖς νευραῖς Xen.): ἐπιβεβλημένοι τοξόται Xen. приготовившиеся к стрельбе лучники;
25 med. относиться, касаться (ἡ σκέψις ἐπιβάλλει τινί и περί τινος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβάλλω: μέλλ. -βᾰλῶ: ἀόρ. ἐπέβᾰλον: 1) μεταβατ., ῥίπτω ἢ βάλλω τι ἐπάνω εἴς τι, Λατ. injicere, θριξὶ δὲ πάντα νέκυν καταείνυσαν, ἃς ἐπέβαλλον κειρόμενοι, ταῖς θριξὶ δὲ πάντα τὸν νεκρὸν κατεκάλυψαν ἃς ἐπέρριπον ἐπ’ αὐτῷ κείροντες ἑαυτούς, Ἰλ. Ψ. 135· ἐπὶ δὲ χλαῖναν βάλεν αὐτῷ, ἔβαλεν ἐπ’ αὐτοῦ, Ὀδ. Ξ. 520· βάλεν δὲ ἐπὶ δέρμα ἑκάστω Δ. 440· ἑωυτὸν ἐς τὸ πῦρ Ἡροδ. 7. 107· ἐγὼ μὲν ἐπιβαλών φάρη κόραις ἐμαῖσι, ἐπικαλύψας τὰς κόρας τῶν ὀφθαλμῶν μου δι’ ὑφασμάτων, Εὐρ. Ἠλ. 1221· φορμηδὸν ἐπὶ ἁμάξας ἐπιβαλόντες, ἐπιρρίψαντες αὐτοὺς σωρηδὸν εἰς ἁμάξας, Θουκ. 4. 48, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 75., 5. 112· ἐπιβάλλοντας (ἐξυπ. χοῦν), ἐπιρρίπτοντας, ἐπισωρεύοντας, Θουκ. 2. 76. 2) ἐπιτίθημι Λάτ. applicare, νόῳ δ’ ἐπέβαλλεν τοῖς ἵπποις ἱμάσθλην, μετεχειρίζετο δὲ τὴν μάστιγα μετὰ περισκέψεως, «τεχνικῶς ἤλαυνεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Ζ. 320· ἐπιβ. πληγάς τινι Ξεν. Πολ. Λακ. 2, 8· Ζεὺς ἐπὶ χεῖρα βάλοι Αἰσχύλ. Χο. 395, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 933· ἐπ. χεῖράς τινι Ἀριστοφ. Λυσ. 440:- παρὰ πεζολόγοις, ἐπιβάλλω ὡς φόρον τινί τι Ἡρόδ. 1. 106., 2. 180· ὡς πρόστιμον ἢ ποινήν, ζημίην, φυγὴν ἐπ. τινὶ ὁ αυτ. 6. 92., 7. 3· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., ἐπιβολὴν ἐπιβάλλειν Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 83. 8 καὶ 90. 2. ἔκδ. Blass· ἀργύριον Λυσ. 114. 39, πρβλ. ἐπιβολὴ ΙΙ. 2:- οὕτω παρὰ Τραγ., θνητοῖς ἐπ. κακὰ, λύπην, κτλ., Σοφ. Τρ. 128, Εὐρ. Μήδ. 1115, πρβλ. Θουκ. 8. 108. 3) ἐπιβ. σφραγίδα, ἐπιτιθέναι, Ἡρόδ. 3. 128, πρβλ. 2. 38· ἐπὶ τι Ἀριστοφ. Ὄρν. 559· τινὶ αὐτόθι 1215. 4) προστίθημι, τι Πίνδ. ΙΙ. 11. 22, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. Α. 1, 1· καὶ ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, τινί τι Θεόκρ. 23. 27· ἐπιβ. γάλα ἐπὶ τὸ ὕδωρ Θεόφρ. περὶ Πυρὸς 49:- μεταφ., ῥίπτω εἰς τὸ μέσον, ἀναφέρω, ὑπομιμνήσκω, Λάτ. mentionem injicere rei, ἀνέφελον ἐπέβαλες ἁμέτερον οἷον ἔφυ κακὸν Σοφ. Ἠλ. 1246, ἔνθα ὁ Jebb διορθοῖ κατὰ τὸν Σχολιαστὴν ἐνέβαλες:- ἀπολ., προσφέρω μείζονα τιμὴν ἐν δημοπρασίᾳ, ὀλίγου μισθωσάμενον ἅτ’ οὐθενὸς ἐπιβάλλοντος Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 9. 5) προστίθημι, νέον ἀεὶ ἐπιβάλλει Πλάτ. Κρατ. 409Β. 6) τοποθετῶ ἀμέσως πλησίον, ταύταις δὲ κατόπιν ἐπέβαλον τὸν τέταρτον στόλον Πολύβ. 1. 26, 15. 7) ἀφίνω νὰ αὐξηθῇ τι, κλήματα ἐπιβάλλειν Θεόφρ. 1. Φ. 4. 13, 5. ΙΙ ἀπολ., εὐστόχως καὶ ἐπιτυχῶς πορεύομαι ἢ πλέω κατ’ εὐθεῖαν πρός τι μέρος, μετ’ αἰτ., ἡ δὲ (ναῦς) Φεὰς ἐπέβαλλεν ἐπειγομένη Διὸς οὔρῳ Ὀδ. Ο. 297· μεταγεν. μετὰ δοτ. τόπου, ἐπέβαλε τοῖς καταντικρὺ τῆς πόλεως λόφοις Πολύβ. 5. 18, 3, κτλ.· εἰς ἢ ἐπὶ τόπον ὁ αὐτ. 2. 24, 17., 3. 6, 6· πρβλ. ἐπέχω ΙΙΙ. 1. 2) πίπτω ἐπάνω τινός, πατοῦσαι ἀλλήλας καὶ ἐπιβάλλουσαι (αἱ ψυχαί) Πλάτ. Φαῖδρ. 248Α· ὅπου γὰρ ἂν ὁ ἥλιος ἐπιβάλλῃ πλείω φύεται Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἰστ. 8. 13, 1·- ἰδίως ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, ἐφορμῶ, ἐπιτίθεμαι, προσβάλω, Λάτ. irruere, ἐπιβάλλον περὶ τὸ στόμα αὐτόθι 9. 39, 7, Διόδ. 17. 64:- ἐπὶ αἰσχρᾶς ἐννοίας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1216. 3) (ἐξυπ. τὸν νοῦν) δίδω ἐμαυτὸν εἴς τι, ἀφιεροῦμαι εἴς τί, μετὰ δοτ., τοῖς κοινοῖς πράγμασιν ἐπ., Λάτ. capessere rempublicam, Πλουτ. Κικέρ. 4· (πλῆρες, τὴν διάνοιαν ἐπ’. πρὸς τι Διόδ. 2Ο. 43):- καθόλου, δίδω προσοχὴν εἴς τι, σχέπτομαι περί τινος, Λάτ. animum advertere, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 72, πρβλ. ἐπέχω ΙΙΙ. 2. 4) παρεμπίπτω, Λάτ. incidere, ὅταν ἐπιβάλλῃ περὶ τοιαύτης πoλιτείας ἡ σκέψις Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6. 22· κατὰ τὸν ἐπιβάλλοντα λόγον ὁ αὐτ. ἐν τῷ π. Ζ. Γεν. 1. 2, 1· ζῶ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον μετά τινος, τινὶ Κλήμ. Ἀλ. 327. 5) ἐπακολουθῶ, ἔρχομαι ἀμέσως μετά τινα, ἀεὶ τῶν ἑξῆς ἐπιβαλλόντων Πολύβ. 11. 23, 2, Πλουτ. Αἰμίλ. 33· ἐπί τινι Διόδ. 18. 33:- ἀπολ., ἐπιβαλὼν ἔφη, ἐπὶ τούτοις εἶπε, Πολύβ. 1. 80, 1. 6) ἀνήκω εἴς τινα, πίπτω εἰς τὸ μερίδιόν τινος, μόριον ὅσον αὐτοῖσι ἐπέβαλλε Ἡρόδ. 7. 23, πρβλ Δίφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 16· εἰ μὴ τὸ ὅλον, μέρος γε, ἐπιβάλλει ἅπασι Δημ. 317. 1· ὅσον ἐπιβάλλει αὐτοῖς Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 13, 8, πρβλ. 2. 3, 4., 3. 6, 3 κτλ.:- ἐνίοτε καὶ ἀπροσ. μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., τοὺς Δελφοὺς δὲ ἐπέβαλλε τεταρτημόριον τοῦ μισθώματος παρασχεῖν, ἔπιπτεν εἰς τὸ μερίδιόν των νὰ παράσχωσι… Ἡρόδ. 2. 180· ἢ μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρ., ἐπιβάλλει τινὶ ποιεῖν Πολύβ. 18. 34, 1:- τὸ ἐπιβάλλον (ἐξυπ. μέρος), τὸ μέρος τὸ ὁποῖον ἀνήκει («πίπτει») εἴς τινα, Ἡρόδ. 4. 115, πρβλ. Ἑβδ. (Τωβ. Γ΄, 17., Ϛ΄, 11)· οὕτω, τὸ ἐπ. ἐφ’ ἡμᾶς μέρος Δημ. 312. 2· τὸ ἐπ. μέρος τῆς οὐσίας Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε, 12. 7) ἐπικλείω, Ἀριστ. π. Ζ. Moρ. 3. 3, 11 ΙΙΙ. Μέσ., τὸ πλεῖστον ὡς τὸ ἐνεργ. ἐν τῇ ἀμεταβ. χρήσει, ἀλλ’ ὡσαύτως, 1) μετὰ γεν., τρέπομαι εἴς τι, ἔχω τὸν νοῦν μου εἰς, ἐφίεμαί τινος, μή τις νῦν ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος μετόπισθε μιμνέτω Ἰλ. Ζ. 68· παρθενίας ἐπιβάλλομαι Σαπφὼ 103· τοῦ εὖ ζῆν ἐπιβάλλονται Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 16. 2) μετ’ αἰτ., βάλλω ἐπάνω μου, ἐπιβαλλομέναν… πλόκον ἀνθέων Εὐρ. Μήδ. 840· καὶ ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο, ἔβαλον, ἔρριψαν κλήρους, Ὀδ. Ξ. 209· αὐθαίρετον δουλείαν ἐπιβαλεῖται (ἡ πόλις), θὰ ἐπιβάλῃ εἰς ἑαυτήν, Θουκ. 6. 40. 3) μετ’ αἰτ. ὡσαύτως, ἐπιχειρῶ, ἀναλαμβάνω, Πλάτ. Σοφ. 264Β, Τίμ. 48C, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 1, 1:- καὶ μετ’ ἀπαρ., ἔχω κατὰ νοῦν, προτίθεμαι νὰ πράξω τι, Ψήφισμα παρὰ Δημ. 282. 14 καὶ 27. 4) μετὰ δοτ., ἐπιχειρῶ τι, φεῦγε θαλάσσια ἔργα, βοῶν δ’ ἐπιβάλλευ ἐχέτλῃ Ἀνθ. Π. 7. 650:- μεταφ., ἀφιερώνω ἐμαυτὸν εἴς τι, Πολύβ. 5. 81, 1, Διον. Ἁλ. κλπ.:- ἀλλ’ ὡσαύτως, φθάνω εἴς τι, πολίεσσι Καλλ. εἰς Δῆλ. 68. IV. ἐν τῷ Παθ., ἐπιβεβλημένους τοὺς τοξότας, δηλ. ἔχοντας τὰ βέλη τεθειμένα ἐπὶ τῆς νευρᾶς καὶ ἑτοίμους ὄντας νὰ τοξεύσωσιν, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 28, πρβλ. 5. 2, 12· λάσιον ἐπιβεβλημένος, ἔχων ἐπάνω του ἢ φορῶν δασὺ λινοῦν ὀθόνιον, Θεόπομπ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 4 (Ἐρωτιαν. σ. 244).
English (Autenrieth)
ipf. ἐπέβαλλε, mid. pres. part. ἐπιβαλλόμενος: throw or cast on; of plying the whip, ‘laying it on’ the horses, Od. 6.320; intrans., (νηῦς) Φεὰς ἐπέβαλλε, ‘touched at,’ Od. 15.297; mid., ‘lay hand on,’ ‘aim for,’ ἐνάρων, Il. 6.68.
English (Slater)
ἐπιβάλλω crown with c. acc. ἀγῶνί τε Κίρρας, ἐν τῷ Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν τρίτον ἔπι στέφανον πατρῴαν βαλών (P. 11.14)
Spanish
English (Strong)
from ἐπί and βάλλω; to throw upon (literal or figurative, transitive or reflexive; usually with more or less force); specially (with ἑαυτοῦ implied) to reflect; impersonally, to belong to: beat into, cast (up-)on, fall, lay (on), put (unto), stretch forth, think on.
English (Thayer)
imperfect ἐπεβαλλον; future ἐπιβάλω; 2nd aorist ἐπέβαλον (3rd person plural ἐπεβαλαν, T Tr WH; T WH (see ἀπέρχομαι, at the beginning));
1. Transitively,
a. to cast upon: τίνι βρόχον, τίνι τά ἱμάτια, χοῦν ἐπί τάς κεφαλάς, WH marginal reading); to lay upon, ἐπί τινα τήν χεῖρα or τάς χεῖρας, used of seizing one to lead him off as a prisoner: R G L; L marginal reading ἔβαλεν), 44 (L Tr WH the simple βάλλειν); פ אֶל יָד שָׁלַח ..., τάς χεῖρας τίνι, T Tr WH; Polybius 3,2, 8; 5,5; Lucian, Tim. 4); ἐπιβάλλειν τάς χεῖρας followed by the infinitive indicating the purpose, τήν χεῖρα ἐπ' ἄροτρον, to put the hand to the plow (to begin work), to put (i. e. sew) on: ἐπίβλημα ἐπί ἱμάτιον, ἐπί ἱματίῳ, Homer down (cf. Winer's Grammar, 251 (236); Buttmann, 144 f (126f)) to throw oneself upon, rush upon: εἰς τό πλοῖον, of waves rushing into a ship, to put one's mind upon a thing, attend to, with the dative of the thing: τούτῳ γάρ ἐπιβαλλων for if you think thereon, Antoninus 10,30; μηδενί γάρ ἐπιβάλλειν μηδετεραν (i. e. τήν αἴσθησιν καί τήν νοησιν) χωρίς τοῦ προσπιπτοντος εἰδώλου, Plutarch, plac. Philippians 4,8; absolutely, ἐπιβαλών, SC. τῷ ῤήματι τοῦ Ἰησοῦ, when he had considered the utterance of Jesus, Kypke (Wetstein (1752), McClellan) at the passage; Buttmann, 145 (127); (and for the different interpretations see Meyer and especially Morison at the passage).
3. Impersonally, ἐπιβάλλει μοι it belongs to me, falls to my share: τό ἐπιβάλλον (namely, μοι) μέρος τῆς οὐσίας, κτημάτων τό ἐπιβάλλον, Herodotus 4,115; τό ἐπιβάλλον αὐτοῖς μέρος, Diodorus 14,17, and the like often in other writings (see Meyer; σοι ἐπιβάλλει ἡ κληρονομία, 1 Maccabees 10:30, etc.))).
Greek Monolingual
(AM ἐπιβάλλω)
1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.)
2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει)
είναι απαραίτητο να, πρέπει να...
3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον
α. νεοελλ. i. η επιβλητικότητα, η ικανότητα επιβολής
ii. επιβλητική εμφάνιση
β. αρχ. εφήμερο έντομο
4. (μτχ. παθ. παρακμ.) επιβεβλημένος (AM ἐπιβεβλημένος)
αναγκαίος, αναγκαστικός
νεοελλ.
1. αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι ασκώντας ηθική ή ψυχολογική πίεση («του επέβαλε να παραιτηθεί»)
2. κατορθώνω να επιτύχω ή να εφαρμόσω κάτι με την επιβολή ή τη βία («επέβαλε τον νόμο και την τάξη», «επέβαλε την παρουσία του»)
3. απαιτώ, είναι απαραίτητο να («η κατάσταση του ασθενούς επιβάλλει άμεση επέμβαση»)
4. φρ. «επιβάλλω προς...» — στρέφω την πλώρη του σκάφους προς ορισμένο σημείο, βάζω πλώρη
5. επιβάλλομαι
κατορθώνω να αναγνωρίσουν την αξία μου ή τη δύναμή μου
αρχ.-μσν.
1. τοποθετώ, προσθέτω επάνω σε κάτι («ἑωυτὸν ἐπέβαλεν εἰς τὸ πῡρ»)
2. μέσ. ρίχνομαι επάνω σε κάτι («ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος»)
3. τοποθετώ επάνω μου, φορώ («διφθέραν ἐπιβεβλημένος»)
4. φρ. «ἐπιβάλλω βλέμμα» — κοιτάζω
μσν.
1. φρ. α) «ἐπιβάλλω χεῖρα» — απλώνω το χέρι μου σε κάτι
β) «ἐπιβάλλω πῡρ» — πυρπολώ
αρχ.
1. αναλαμβάνω («αὐθαίρετον δουλείαν ἐπιβαλεῖται», Θουκ.)
2. μέσ. προσπαθώ, επιχειρώ («μὴ παντάπασιν ἀνήνωτον ἔργον έπιβαλλοίμεθα», Πλάτ.)
3. προσαρμόζω με κάτι, εφαρμόζω σε κάτι
4. χρωματίζω, καλλωπίζω
5. (ενεργ. και μέσ.) καταγίνομαι αφιερώνομαι σε κάτι («τοῖς κοινοῖς ἐπιβαλεῖν πράγμασιν», Πλούτ.)
6. προσέχω, σκέπτομαι, θυμάμαι («ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι δίς, ἀπαρνήσῃ με τρίς
καὶ ἐπιβαλὼν ἔκλαιε», ΚΔ)
7. καταλαβαίνω, εννοώ, διαισθάνομαι
8. τοποθετώ αμέσως κοντά («ταύταις δὲ κατόπιν ἐπέβαλον τὸν τέταρτον στόλον», Πολ.)
9. ακολουθώ αμέσως μετά από κάποιον
10. ακολουθώ τελευταίος
11. διακόπτω, εμποδίζω («καὶ μεταξὺ δὲ ἀποκρινομένῳ ἐπιβάλλειν εἴπας», Θεόφρ.)
12. αναλογώ σε κάποιον, ανήκω («ἀπολαχόντες γὰρ μόριον, ὅσον αὐτοῖσι ἐπέβαλλε», Ηρόδ.)
13. απρόσ. ἐπιβάλλει
ορίζεται ως αναλογία
14. (για μαλακή ύλη) πιέζω για να αφήσει το αποτύπωμά του («γῆν σημαντρίδα ἐπιπλάσας ἐπιβάλλει τὸν δακτύλιον», Ηρόδ.)
15. ορίζω κάποιον προϊστάμενο ή επόπτη
16. προκαλώ («μεγάλους κινδύνους καὶ φόβους ἔτι ἁπαλαῑς ψυχαῑς ἐπιβάλλουσα», Πλάτ.)
17. συνεισφέρω («νέον ἀεὶ ἐπιβάλλει [φῶς]», Πλάτ.)
18. μνημονεύω, αναφέρω («ἀνέφελον ἐπέβαλον οὔποτε καταλύσιμον», Σοφ.)
19. πλειοδοτώ («ὀλίγου μισθωσάμενον ἄτ' οὐθενὸς ἐπιβάλλοντος», Αριστοτ.)
20. μέσ. (για δέντρο) βγάζω νέα κλαδιά
21. αφήνω ελεύθερο, λυτό
22. (για πληρωμή) λήγω
23. επιχειρώ να αλλάξω τη σύσταση τών μετάλλων.
Greek Monotonic
ἐπιβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ, αόρ. βʹ ἐπέβᾰλον·
I. 1. μεταβατικό, ρίχνω ή θέτω κάτι επάνω, Λατ. injicere, τρίχας ἐπ. (ενν. πυρί), σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπ. ἑωυτὸν ἐς τὸ πῦρ, σε Ηρόδ.
2. απλώνω, αλείφω, βάζω πάνω, Λατ. applicare, (ἵπποις) ἐπέβαλλεν ἱμάσθλην, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπιβ. πληγάς τινι, σε Ξεν.· επιβάλλω, ορίζω ως φόρο, βάζω πρόστιμο ή ποινή, τί τινι, σε Ηρόδ., Αττ.
3. ἐπιβ. σφραγῖδα, επικολλώ σφραγίδα, σφραγίζω, σε Ηρόδ.
4. προσθέτω, ἐπ. (ενν. χοῦν), ρίχνω όλο και πιο πολύ χώμα, σε Θουκ.· μεταφ., αναφέρω, Λατ. mentionem injicere rei, τι, σε Σοφ.
II. 1. αμτβ., (ενν. ἑαυτόν), ρίχνομαι πάνω, ορμώ κατευθείαν προς, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
2. πέφτω πάνω ή κατέρχομαι εναντίον, τινί, σε Πλάτ.
3. (ενν. τὸν νοῦν), δίνομαι σε κάτι, αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι σε αυτό, με δοτ., σε Πλούτ.· δίνω προσοχή σε, σκέφτομαι, στοχάζομαι, συλλογίζομαι, σε Καινή Διαθήκη
4. ακολουθώ, έρχομαι στη συνέχεια, σε Πλούτ.
5. διαδέχομαι, ανήκω, πέφτω στον κλήρο κάποιου, τινί, σε Ηρόδ., Δημ.· επίσης απρόσ. με αιτ. και απαρ., πέφτει στο μερίδιο κάποιου, αφορά κάποιον να κάνει κάτι, σε Ηρόδ.· τὸ ἐπιβάλλον (ενν. μέρος), το μερίδιο που αναλογεί σε κάποιον, που του ανήκει, στον ίδ., Κ.Δ.
III. 1. Μέσ., με γεν., στρέφομαι σε, επιθυμώ έντονα, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με αιτ., βάζω πάνω μου, σε Ευρ.· μεταφ., κατέχω, αποκτώ κυριότητα, αναλαμβάνω την ευθύνη, σε Θουκ.
IV.στην Παθ., τοποθετούμαι σε, ἐπιβεβλημένοι τοξόται, τοξότες με τα βέλη τους στη χορδή (του τόξου), σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -βᾰλῶ aor2 ἐπέβᾰλον
I. trans. to throw or cast upon, Lat. injicere, τρίχας ἐπ. (sc. πυρί) Il.; ἐπ. ἑωυτὸν ἐς τὸ πῦρ Hdt.
2. to lay on, Lat. applicare, [ἵπποις] ἐπέβαλλεν ἱμάσθλην Od.; ἐπιβ. πληγάς τινι Xen.:— to lay on as a tax, tribute, fine or penalty, τί τινι Hdt., Attic
3. ἐπιβ. σφραγῖδα to affix a seal, Hdt.
4. to add, ἐπ. (sc. χοῦν) to throw on more and more earth, Thuc.:—metaph. to mention, Lat. mentionem injicere rei, τι Soph.
II. intr. (sub. ἑαυτόν), to throw oneself upon, go straight towards, c. acc., Od.
2. to fall upon or against, τινί Plat.
3. (sub. τὸν νοῦν) to apply oneself to a thing, devote oneself to it, c. dat., Plut.: to give one's attention to, think on, NTest.
4. to follow, come next, Plut.
5. to belong to, fall to, τινί Hdt., Dem.:—also impers. c. acc. et inf. it falls to one's very lot, it concerns one to do a thing, Hdt.:— τὸ ἐπιβάλλον (sc. μέροσ) the portion that falls to one, Hdt., NTest.
III. Mid., c. gen., to throw oneself upon, desire eagerly, Il.
2. c. acc. to put upon oneself, Eur.: metaph. to take possession of, take upon oneself, Thuc.
IV. in Pass. to be put upon, ἐπιβεβλημένοι τοξόται archers with their arrows on the string, Xen.
Chinese
原文音譯:™pib£llw 誒披-巴羅
詞類次數:動詞(18)
原文字根:在上-投 相當於: (שִׁית) (שָׁלַח)
字義溯源:拋上,打入,敷上,放上,下,扶,打,下手,補,縫補,應得,思想起來,搭在上面;由(ἐπί)*=在⋯上)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成。這字本意是:拋上,放上;而在使用時,為了適合實在情況,和合本在18次中卻有10次譯為:下
出現次數:總共(18);太(2);可(4);路(5);約(2);徒(4);林前(1)
譯字彙編:
1) 下(9) 太26:50; 可14:46; 路20:19; 約7:30; 約7:44; 徒4:3; 徒5:18; 徒12:1; 徒21:27;
2) 下手(1) 林前7:35;
3) 把⋯缝補(1) 太9:16;
4) 搭在⋯上面(1) 可11:7;
5) 他們要下(1) 路21:12;
6) 扶(1) 路9:62;
7) 打(1) 可4:37;
8) 思想起來(1) 可14:72;
9) 補(1) 路5:36;
10) 我應當得的(1) 路15:12
Léxico de magia
añadir aceite a una lámpara ἀνάψας τὸν βωμὸν ἔχε παρεστῶτάς σοι τοὺς δύο ἀλεκτρυόνας καὶ τοὺ<ς> βʹ λύχνους ἡμμένους, οἷς οὐκέτι ἐπιβαλεῖς ἔλαιον enciende el altar y ten al lado los dos gallos y las dos lámparas encendidas, a las que ya no añadirás aceite P XIII 683