πρῶτος
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English (LSJ)
πρώτη, πρῶτον, v. πρότερος B (first, chief, foremost, original, primal, principal, first in degree, one who stands first, placed first).
German (Pape)
[Seite 806] aus πρό gebildeter superl. (für πρόατος), wie πρότερος der compar. ist, dor. πρᾶτος, der vorderste, frühste, erste, vom Orte, von der Zeit, auch von der Ordnung, vom Range; πρῶτος Ἀγαμέμνων Ὀδίον ἔκβαλε δίφρου, Il. 5, 38; ὦρτο πολὺ πρῶτος, 7, 162; πρώτῳ τοι μετ' ἐμέ, 8, 289; ἐν πρώτῳ ῥυμῷ, vorn an der Deichsel, 6, 40. 16, 371; ἐνὶ πρώτῳ ὁμάδῳ Τρώεσσι μάχεσθαι, 17, 380; u. so πρῶτοι, die Ersten, Vorkämpfer; oft ἐν πρώτοις, μετὰ πρώτοις, unter den vordersten Kämpfern, im Vordertreffen, Il., wie ἐνὶ πρώτοισι, Hes. Th. 713; auch πρῶτοι πρόμαχοι, Od. 18, 379; τὰ πρῶτα, der erste Kampfpreis, sc. ἆθλα, Il. 23, 275; τὰ πρῶτα καλλιστεῖ' ἀριστεύσας στρατοῦ, Soph. Ai. 430; ὅστις στρατοῦ τὰ πρῶτ' ἀριστεύσας, 1300; τὰ πρῶτα φέρεσθαι, seltner φέρειν, den ersten Preis, den Vorzug davontragen, τινός, worin, Jac. A. P. p. 431. 890; übh. erster Rang, Vorrang, erste Rolle; ἐς τὰ πρῶτα, bis auf den höchsten Grad, Her. 7, 13; zuweilen auch von Personen, τῶν Ἐρετριέων τὰ πρῶτα, τῶν Αἰγινητέων τὰ πρῶτα, 6, 100. 9, 78; ὁ μηχανικῶν ὢν τὰ πρῶτα, Luc. Hipp. 5, u. öfter; τὰ πρῶτα τῆς ἐκεῖ μοχθηρίας, Ar. Ran. 721; τὰ πρῶτα τῆς λιμοῦ, der höchste Grad des Hungers, Ach. 743; vgl. noch Eur. οἶμαι ὑμᾶς τῆσδε γῆς Κορινθίας τὰ πρῶτ' ἔσεσθαι, Med. 917; – τὸ πρῶτον, der Anfang, τοῦ ᾄσματος, Plat. Prot. 343 c. – Es folgt darauf δεύτερος, τρίτος, Il. 6, 179. 23, 265; τίνα πρῶτον, τίνα ὕστατον, 11, 299. 16, 692; Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ, Pind. Ol. 11, 58; ἁλικίᾳ πρώτᾳ, N. 9, 42; πρώτοις καὶ τετράτοις, Ol. 8, 45; ἔζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα, Aesch. Prom. 460; Μῆδος γὰρ ἦν ὁ πρῶτος ἡγεμὼν στρατοῦ, Pers. 751; αὐτὸς ἐν πρώτοις ἕπει, Soph. El. 28; Ἑλλάδος πρῶτοι χθονός, Eur. El. 21; u. in Prosa: πρῶτος κατάκειται, Plat. Conv. 177 d; πολὺ πρῶτόν τε καὶ ἄριστον, Polit. 303 b; Folgde überall; οἱ πρῶτοι ἄνδρες ἐπὶ τοῦ πολιτεύματος, Pol. 3, 8, 3; πρῶτος αὐτὸς ἕκαστος εἶναι βουλόμενος, Luc. Calumn. 10; – τὴν πρώτην, sc. ὥραν od. ὁδόν, das erste Mal, zuerst, Her. 1, 153. 3, 134; anfangs, fürs Erste, Xen. Mem. 3, 6, 10; Arist. pol. 3, 11; – ιὰ πρῶτα bei den Philosophen die ersten, einfachsten Urstoffe der Dinge, die Elemente, sonst στοιχεῖα. – Selten auch comparativisch gebraucht, eher, früher, wie man Il. 13, 502 Αἰνείας δὲ πρῶτος ἀκόντισεν Ἰδομενῆος nimmt, wo die Scholl. zu vergleichen; vgl. 14, 402. 18, 92; bei Spätern auch mit folgdm ἤ u. c. gen., οἱ πρῶτοί μου ταῦτα ἀνιχνεύσαντες, Ael. H. A. 8, 12; vgl. Wesseling Her. 2, 2. 9, 27; Schaef. ad D. Hal. C. V. p. 228. – Adverbial werden πρῶτον ἐπῴχετο, Il. 1, 50; Κύπριδα μὲν πρῶτα οὔτασε, αὐτὰρ ἔπειτα, 5, 458; τί πρῶτον, τί δ' ὑστάτιον καταλέξω, Od. 9, 14, öfter; – auch τὸ πρῶτον u. τὰ πρῶτα, gew. τοπρῶτον, ταπρῶτα geschrieben; ἐπὴν ταπρῶτα γένηται, Il. 6, 489; ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν, Il. 19, 258; τοπρῶτον, Pind. N. 3, 49; überall bei Tragg., Ar. u. in Prosa; ἐπεὶ τὸ πρῶτον εἶδον Ἰλίου πόλιν, Aesch. Ag. 1260; τὰ πρῶτα μὲν δὴ ῥεῦμα Περσικοῦ στρατοῦ ἀντεῖχεν, Pers. 404; οὐ νῦν πρῶτον, ἀλλὰ καὶ πάλαι, Soph. Phil. 954; οὗ νιν τὰ πρῶτ' ἐςεῖδον, Trach. 752; τὸ μὲν οὖν πρῶτον, anfangs, Plat. Prot. 333 d, u. sonst; das erste Mal, Conv. 217 d; τὰ πρῶτα, Dem. 2, 8; – zu früh, vor der Zeit, ἦ τ' ἄρα καὶ σοὶ πρῶτα παραστήσεσθαι ἔμελλε Μοῖρ' ὀλοή, Od. 24. 28. – Aufzählend, πρῶτον – ἔπειτα, Plat. Prot. 722 a; – εἶτα, Phil. 15 b; – ἔτι δέ, Tim. 23 b; πρῶτον μέν – εἶτα, Xen. Cyr. 1, 3, 2; πρῶτον μέν – εἶτα δέ, 1, 2, 16; πρῶτον μέν – ἔπειτα δέ, 5, 6, 7. – Nach den pron. relat. ἐπεί u. ἐπειδή ist πρῶτον einmal, Od. 3, 320. 4, 13. 10, 328. 13, 133. 14, 467; – ὁππότε κε πρῶτον, simul ac, sobald einmal, Od. 11, 106; εὖτ' ἂν πρῶτα, Hes. O. 600; ὅπως πρῶτα, Th. 156; u. so in Prosa, ὅταν πρῶτον, Plat. Lys. 211 b; ἐπειδὴ πρῶτον, Il. 6, 37. – Das eigtl. adv. πρώτως ist selten; τοῖς πρώτως ἀναβᾶσι, Bekk. πρώτοις, Pol. 10, 11, 16; Arist. eth. 8, 5; εἴθε πρώτως σοι ἐνέτυχον, Luc. Tyrann. 21; bes. bei den spätern Philosophen, τὸ πρώτως ψυχρόν, die Ursache der Kälte. Vgl. Lob. Phryn. 311.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
premier;
I. adj. 1 dans l'espace le plus en avant : πρώτοισιν ἐνὶ προμάχοισι OD parmi les combattants les plus en avant, càd dans la première ligne de bataille ; πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ IL dans le premier engagement, qui se fait en tête de l'ordre de bataille ; ἐνὶ πρώτῳ ὁμάδῳ IL dans la mêlée la plus en avant ; ἡ πρώτη (τάξις) ÉL le premier rang, la première ligne ; τῆς πρώτης τάττειν ISOCR mettre au premier rang, en première ligne ; ἐν πρώτῳ ῥυμῷ IL dans la première partie du timon ; πρῶται θύραι IL la porte la plus extérieure;
2 avec idée de rang et de nombre le premier : τὸν πρῶτον τοῦ χρόνου XÉN dans le premier temps, au début ; πρὸς πρώτην ἕω SOPH dès le matin, vers l'aube ; ἱερὰ καλὰ ἦν εὐθὺς ἐπὶ τοῦ πρώτου (s.e. ἱερείου) XÉN le sacrifice fut favorable dès la première victime ; ἐν πρώτοις, parmi les premiers, càd tout d'abord, en premier lieu ; comme le lat. imprimis : surtout, avant tout ; qqf au sens de πρότερος IL, HDT ; fig. le plus excellent, le plus distingué, le principal : μετὰ πρώτοισι ἐών IL étant parmi les premiers ; αἱ πρῶται πόλεις THC les villes les plus importantes ; οἱ πρῶτοι στρατοῦ SOPH les premiers de l'armée, les chefs ; πρῶτος ἀρετῇ SOPH le premier par le mérite ; en mauv. part μοῖρα πρώτη SOPH le premier lot, càd la plus grande infortune;
II. subst. 1 τὸ πρῶτον, τὰ πρῶτα, le commencement;
2 τὰ πρῶτα (ἆθλα) le premier prix ; τὰ πρῶτα λαμβάνειν IL remporter le prix;
3 τὰ πρῶτα, le plus haut degré, le point le plus élevé ; τὰ πρῶτα τῆς εὐδαιμονίας LUC le comble du bonheur ; φρενῶν ἐς τὰ ἐμεωυτοῦ πρῶτα οὔκω ἀνήκω HDT litt. je ne suis pas encore arrivé au point culminant de mon esprit, càd je ne suis pas encore arrivé à toute la prudence (que j'aurai plus tard), je suis encore jeune ; en parl. de pers. les premiers, les plus grands : τῆς γῆς τὰ πρῶτ(α) EUR les premiers du pays ; τὰ πρῶτα τῶν Ἐρετριέων HDT les premiers des Érétriens;
III. adv. 1 fém. πρώτη : τὴν πρώτην, la première fois, tout d'abord, en premier lieu, au début;
2 neutre πρῶτον, πρῶτα et τὸ πρῶτον, τὰ πρῶτα, écrit aussi τοπρῶτον, ταπρῶτα : • πρῶτον, d'abord, premièrement ; πρῶτον μὲν… ἔπειτα ATT d'abord…, ensuite ; πρῶτον μὲν… εἶτα XÉN ou εἶτα δέ XÉN m. sign. ; la première fois, cf. πρότερον ; πρῶτον ἤ, avant que ; • πρῶτα, d'abord, comme πρῶτον ATT ; trop tôt OD ; • τὸ πρῶτον, tout d'abord, premièrement, au commencement, la première fois ; • τὰ πρῶτα, m. sign. ; ἐπεὶ πρῶτον, ἐπεὶ πρῶτα, ἐπεὶ τὸ πρῶτον, ἐπεὶ τὰ πρῶτα aussitôt que, dès que (cf. lat. ubi primum).
Étymologie: p. *πρόατος, Sp. de πρό ; cf. Cp. πρότερος.
English (Autenrieth)
(sup. from πρό): first, of position, rank, or time, opp. ὕστατος, Il. 2.281; ἐν πρωτῃ ἀγορῇ, ‘front’ of the assembly, Il. 19.50 ; ἐνὶ πρώτῃσι θύρῃσι (cf. πρόθυρα), ‘at the first entrance,’ Od. 1.255 ; πρῶτοι for πρόμαχοι, Il. 5.536, Od. 18.379; τὰ πρῶτα (sc. ἆθλα), Il. 23.275.— Adv., πρῶτον, πρῶτα, τὸ πρῶτον, τὰ πρῶτα, Δ 2, Il. 1.6; w. ἐπειδή (cum primum), ‘as soon as.’
English (Slater)
(-ος, -ῳ, -οι, -οις; -α, -ᾳ, -αν; -ον nom., acc.: superl. v. πρώτιστος.)
a first οἶς ποτε πρώτοις περὶ δωδέκατον δρόμον ἐλαυνόντεσσιν (v.l. πρῶτον) (O. 6.75) ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν (O. 7.42) ἅμα πρώτοις ἄρξεται καὶ τερτάτοις (O. 8.45) σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ (O. 10.58) ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον (P. 1.33) βάματι δ' ἐν πρώτῳ (τριτάτῳ coni. Aristarchus) (P. 3.43) εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις (P. 9.119) Αἰακίδαις ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ (N. 6.18) ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ earliest (N. 9.42) πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν, πολλὰ δὲ κνίσᾳ (sc. Ἑστίαν) (N. 11.6) ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ (Pae. 2.76) τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ she will be the first to follow you upon the way Παρθ. 2. 68. (βάρβιτος) τόν ῥα Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος εὗρεν πρῶτος fr. 125. 2. pro subs., c. gen., τὸ δὲ παθεῖν εὖ πρῶτον ἀέθλων the first of prizes (P. 1.99)
b adv., (τὸ) πρῶτον,
a in the first place, at first δόμον ἔθεντο πρῶτον, ἄτερ δ' εὐνᾶς ὁμόδαμον κτισσάσθαν λίθινον γόνον, λαοὶ δ ὀνύμασθεν (O. 9.44) “ξείνοις δεῖπν' ἐπαγγέλλοντι πρῶτον” (P. 4.31) σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν, ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον (N. 3.49) esp. c. μέν, ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ (O. 6.88) ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων (I. 6.3) πρῶτον μὲν fr. 30. 1. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πέδον καὶ fr. 172. 3.
II for the first time ὑπ' Ἀπόλλωνι γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας (O. 6.35) ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν πρῶτον ἀνθρώποισι (P. 4.216) “θαέομαι σαφὲς δράκοντα ποικίλον αἰθᾶς Ἀλκμᾶν' ἐπ ἀσπίδος νωμῶντα πρῶτον ἐν Κάδμου πύλαις” (P. 8.47) “τοῦτο αἰδέοντ, ἀμφανδὸν ἁδείας τυχεῖν τὸ πρῶτον εὐνᾶς” (P. 9.41) πειρᾶτο δὲ πρῶτον μάχας (N. 1.43) καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον (N. 2.4) ἑορτὰ ἐν ᾆ πρῶτον εὐνάσθην fr. 193.
English (Abbott-Smith)
B. Superl., πρῶτος, -η, -ον, [in LXX chiefly for רִאשׁוֹן, also for אֶחַד, etc.;]
first,
1.of time or Place;
(a)absol., as subst., ὁ π.., Lk 14:18, Jo 19:32, I Co 14:30; ὁ π. καὶ ὁ ἔσχατος, Re 1:17 2:8 22:13; neut., τὸ π., opp. to τ. δεύτερον, He 10:9; τὰ π., opp. to τ. ἔσχατα, Mt 12:45, Lk 11:26, II Pe 2:20; anarth., Mt 10:2; pl., Mt 19:30, Mk 10:31, Lk 13:30; ἐν πρώτοις (EV, first of all), I Co 15:3;
(b)as adj.: πρώτῃ; (sc. ἡμέρᾳ) σαββάτου, Mk 16:[9]; φυλακή, opp. to δευτέρα, Ac 12:10; equiv. to adv. in English, Jo 8:[7] 20:4, 8 Ac 27:43, Ro 10:19, I Ti 1:16, I Jo 4:19; = πρότερος (v. infr.; cf.M, Pr., 79; Bl, §11, 5; Thackeray, Gr., 183f.): c. gen., π. μου ἦν (my chief: Abbott, Jg., 509ff.; but cf. M, Pr., 245), Jo 1:15, 30; c. art., Mk 14:12, Ac 1:1, al.; seq. ὁ δεύτερος, etc., Mt 22:25, Mk 12:20, al.
2.Of Rank or Dignity, chief, principal: Mt 20:27 22:38, Mk 9:35, Eph 6:2, al.; c. gen., Mk 12:28, 29 al.; πόλις (Field, Notes, 124), Ac 16:12; c. art., Lk 15:22 19:47, Ac 13:50, al.
3.Neut., πρῶτον, as adv., first, at the first;
(a)of time: Mt 8:21, Mk 4:28, al.; τὸ π., Jo 10:40, al.;
(b)of Order: Ro 3:2, I Co 11:18, al.
πρότερος and πρῶτος, compar. and superl. from πρό, opp. to ὕστερος, ὕστατος.
English (Strong)
contracted superlative of πρό; foremost (in time, place, order or importance): before, beginning, best, chief(-est), first (of all), former.
English (Thayer)
πρώτη, πρῶτον (superlative of πρό, contracted from προατος, whence the Doric πρατός; the comparitive πρότερος see in its place) (from Homer down), the Sept. for רִאשׁון and often for אֶחַד and רֹאשׁ, first;
1. either in time or place, in any succession of things or of persons;
a. absolutely (i. e. without a noun) and substantively; α. with the article: ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος, i. e. the eternal One, ὁ πρῶτος, namely, τῶν κεκλημένων, Winer's Grammar, § 35,4 N. 1; (Buttmann, 32 (28))), οἱ ἔσχατοι, ἔσχατος, 2a. Neuter τό πρῶτον, opposed to τό δεύτερον, τά πρῶτα, opposed to τά ἔσχατα, one's first state, β. without the article: πρῶτος, namely, of the apostles to be mentioned); plural, ἔσχατος, 2a.); neuter ἐν πρώτοις (A. V. first of all), among the first things delivered to you by me, α. anarthrous, and in place of an adjective: πρώτη (namely, ἡμέρα) σαββάτου, on the first day of the week, φυλακή, opposed to δευτέρᾳ, Winer's Grammar, § 35,4 N. 1; (Buttmann, § 127,31)). where it is added to the subject or the object of the verb (and we often use an adverb; Winer's Grammar, § 54,2; (Buttmann, § 123,9)): εὑρίσκει οὗτος πρῶτος, L Tr WH πρῶτον); add, εἶτα, πρῶτος ἐμβάς, ἐμβάς (G T Tr WH omit the passage)); but πρῶτος ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν is to be translated as the first. By a later Greek usage it is put where πρότερος might have been expected with the genitive (cf. Herm. ad Vig., p. 717; Passow, under the word πρότερος, B. I:2c. ii, p. 1243 a; (Liddell and Scott, ibid. B. I:4c.); Fritzsche, Ep. ad Romans, ii., 420f; Winer's Grammar, § 35,4 N. 1; Buttmann, § 123,14): πρῶτος μου ἦν, οἱ πρῶτοι μου ταῦτα ἀνιχνευσαντες, Aelian nat. anim. 8,12). β. with the article: (ὁ (ἡ, τό) πρῶτος (πρώτη, πρῶτον), in a series which is so complete, either in fact or in thought, that other members are conceived of as following the first in regular order; as, τόν πρῶτον λόγον, ὁ ἔσχατος), ἡ πρῶτος πλάνη, Vulg. ordinarily employs prior (cf. Winer's Grammar (and Buttmann), as above): L Tr WH ὕστερος); ἄλλους δούλους πλείονας τῶν πρώτων, ἡ πρώτη διαθήκη, ἡ πρώτη, namely, διαθήκη, G L T Tr WH; σκηνή, 2,6, 8; ἡ πρώτη γῆ, ὁ πρῶτος οὐρανός, ἀνάστασις, ἄνθρωπος ὁ δεύτερος, τρίτος, etc.: ἕτερος, ὁ πρῶτος, equivalent to the former, previous, pristine: τήν πρώτην πίστιν, the faith which they formerly plighted, ἡ πρώτη ἀγάπη, τά πρῶτα ἔργα, first in rank, influence, honor; chief; principal: without the article, and absolutely, πρῶτος chief (opposed to δοῦλος), ἔσχατος and διάκονος, principal, ἐντολή, T WH omit; Tr marginal reading brackets the clause); πᾶς, II:2b. γ.); οἱ πρῶτοι τῆς Γαλιλαίας, the chief men of Galilee, τοῦ λαοῦ, τῆς πόλεως, τῶν Ἰουδαίων, τῆς νήσου, Πόπλιος).
3. neuter πρῶτον as adverb, first, at the first;
a. in order of time: T Tr WH πρώτως, which see); followed by εἶτα, ἔπειτα, or δεύτερον, μετά ταῦτα the first time, opposed to ἐν τῷ δευτέρῳ (the second time), τέ πρῶτον καί, first and also (or afterward), i. e. as well as, L Tr marginal reading WH brackets πρῶτον); τέ, first i. e. before anything else is done; first of all: L Tr WH; πρῶτον πάντων, first, i. e. before something else: R. V. the first to partake etc.), τότε or καί τότε, T WH omit; L Tr brackets τότε); ἐμέ πρῶτον ὑμῶν (Tdf. omits ὑμῶν) me before it hated you, ἆ.). τό πρῶτον. at the first, i. e. at the time when one did a thing for the first time: first, then, etc.: James 3:17.
Greek Monolingual
-η, -ο / πρῶτος, -ώτη, -ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, -ον, Α
1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη (α. «πρώτος ήτο κι εμπροστινά ο γιος του γέρο βασιλιά», δημ. τραγούδι
β. «είναι η πρώτη μαθήτρια της τάξης» γ. «ο πρώτος καπετάνιος» δ. «πολεμούσε στην πρώτη γραμμή» ε. «χοὰς χέασθαι στάντα πρὸς πρώτην ἕω», Σοφ.
στ. «τῆς πρώτης τάττειν [τάξεως]», Ισοκρ.
ζ. «ἐν πρώτοισι Μυκηναίων», Ομ. Ιλ.)
2. (φιλοσ.) αρχικός, πρωταρχικός (α. «πρώτη αρχή» β. «αἱ πρῶται οὐσίαι», Αριστοτ.)
3. (η αιτ. εν. και πληθ. ουδ. ως επίρρ.) πρώτον και πρώτα
α) στην αρχή, κατ' αρχάς
β) (με αρθρ.) το πρώτον και τα πρῶτα
για πρώτη φορά
4. φρ. α) «εν πρώτοις» — κατά κύριο λόγο, προπάντων
β) «οι τα πρώτα φέροντες» — οι ανώτατοι αξιωματούχοι πολιτείας ή κοινωνίας, οι προύχοντες
γ) «πρώτοι αριθμοί»
μαθημ. οι ακέραιοι αριθμοί που δεν έχουν άλλους θετικούς διαιρέτες εκτός από τη μονάδα και τον εαυτό τους, λ.χ. 2, 3, 5, 7...
νεοελλ.
1. στοιχειώδης, πρόχειρος (α. «πρώτες βοήθειες»
[ιατρ.] σύνολο φροντίδων που παρέχονται σε τραυματίες ή πάσχοντες από μια αιφνίδια οξεία νόσο με σκοπό την επείγουσα και με τα διαθέσιμα μέσα αντιμετώπιση απειλητικών για τη ζωή και την υγεία τους καταστάσεων
β. «οι πρώτες γνώσεις»)
2. επείγων, απαραίτητος («οι πρώτες ανάγκες»)
3. το αρσ. ως ουσ. ο πρώτος
(εκκλ. δίκ.) τίτλος ο οποίος αποδιδόταν στον προεδρεύοντα τών συνάξεων τών μοναχών του Αγίου Όρους στις Καρυές
4. το θηλ. ως ουσ. η πρώτη
μουσικός φθόγγος που παράγεται ο ίδιος από δύο ή περισσότερες φωνές
5. (η αιτ. του θηλ. ως επίρρ.) την πρώτην
(στον Ερωτόκρ.) εξ αρχής
6. το ουδ. ως ουσ. το πρώτο
χημ. το πρωτόνιο
7. φρ. α) «πρώτες ύλες» — προϊόντα του υπεδάφους και του εδάφους που χρησιμοποιούνται σε φυσική μορφή από τις μεταποιητικές μονάδες για την κατασκευή νέων προϊόντων
β) «η πρώτη του μήνα» — η πρώτη ημέρα κάθε μήνα, η πρωτομηνιά
γ) «η πρώτη του έτους» — η πρώτη ημέρα του έτους, η πρωτοχρονιά
δ) «με την πρώτη» ή «με το πρώτο» — αμέσως, ευθύς
ε) «ο πρώτος τυχών» — όποιος νά 'ναι, όποιος τύχει
στ) «πρώτη αιτία»
(φιλοσ.) όρος που επινοήθηκε από Έλληνες στοχαστές, έγινε βασικό αξίωμα της ιουδαιο-χριστιανικής παράδοσης και χρησιμοποιείται στο φιλοσοφικό επιχείρημα που υποστηρίζει ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον θεό, που αποτελεί την πρώτη αιτία του
ζ) «πρώτο βιολί»
i) μουσ. ο κορυφαίος της ομάδας τών βιολιστών αλλά και ολόκληρης της ορχήστρας
ii) μτφ. άτομο που διαδραματίζει τον κύριο ρόλο, που πρωτοστατεί σε κάτι ή κάπου
αρχ.
1. ο πρωτόγονος ή ο απλός («ἐκ μὲν οὖν τούτων τῶν δύο κοινωνιῶν οἰκία πρώτη», Αριστοτ.)
2. ο κανονικός, ο τυπικός («ὁ πρῶτος συλλογισμός», Αριστοτ.)
3. (η αιτ. του θηλ. ως επίρρ.) τὴν πρώτην
(ενν. ὥραν, ὁδόν) αμέσως, τώρα δα
4. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ πρῶτον και τὰ πρῶτα
α) το πρώτο μέρος ή τμήμα ενός όλου, η αρχή του («τὸ πρῶτον τοῦ ᾄσματος», Πλάτ.)
β) ο μέγιστος, ανώτατος βαθμός («ἐχέτωσαν τὰ πρῶτα τῆς εὐδαιμονίας», Λουκιαν.)
γ) ο άριστος βαθμός («φρενῶν ἐς τὰ ἐμεωυτοῦ πρῶτα οὔκω ἀνήκω», Ηρόδ.)
δ) (φιλοσ.) τα αρχικά στοιχεία, η πρώτη αρχή της ύλης
ε) (λογ.) οι πρώτες αυταπόδεικτες και αναπόδεικτες προτάσεις πάνω στις οποίες στηρίζονται όλα τα συμπεράσματα που πηγάζουν από αυτές
5. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) α) πάρα πολύ νωρίς, πρόωρα
β) πριν, προηγουμένως
γ) για πρώτη φορά
6. φρ. α) «ἐν πρώτῳ ῥυμῷ» — κατά το πρόσθιο άκρο του ρυμού
β) «αἱ πρῶται θύραι» — οι πιο εξωτερικές πόρτες
γ) «πρῶτον ξύλον» — η πρώτη, πρόσθια σειρά τών καθισμάτων
δ) «οἱ πρῶτοι πόδες» — οι πρόσθιοι πόδες
ε) «αἱ πρῶται πόλεις» — πόλεις που πρωτεύουν σε όλα
στ) «ὁ πρῶτος ἄρχων» — ο ανώτατος άρχοντας μιας ιεραρχικής τάξης
ζ) «ἐν τοῖς πρώτοις λόγοις» — στα πρώτα βιβλία
η) «ἐν τοῖς πρώτοις» — ο πρώτιστος
θ) «πρῶτοι αριθμοί»
(στην αναγραφή του Αρχιμήδους) οι αριθμοί από 1 ώς 100.000.000
ι) «πρῶτα κατὰ φύσιν» — η νοητική υγεία και δύναμη
ια) «τὰ πρῶτα σώματα ή μόρια» — τα ομοιομερή
ιβ) «τὰ πρῶτα φέρομαι» — παίρνω το πρώτο βραβείο, πρωτεύω
ιγ) «ἀπὸ τῆς πρώτης [ἀρχῆς]» — ευθύς εξ αρχής
ιδ) «κατὰ πρώτας» — κατ' αρχάς
ιε) «παρὰ τὴν πρώτην» — την πρώτη φορά.
επίρρ...
πρώτα/ πρώτως ΝΜΑ, προηγουμένως
νεοελλ.
1. κατ' αρχάς
2. προπάντων
3. στο παρελθόν, άλλοτε
4. φρ. α) «πρώτα πρώτα»
(για έμφαση) πριν από οτιδήποτε άλλο
β) «σαν πρώτα» — όπως τον παλιό καιρό
γ) «πρώτα απ' όλα» — πριν από όλα τα άλλα, πρώτα πρώτα
αρχ.
για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πρῶ-τος / πρᾶ-τος, με το επίθημα τών τακτικών αριθμητικών και τών επιθ. υπερθετικού βαθμού (πρβλ. τρίτος, τέταρ-τος, ἔσχα-τος) ανάγεται κατά την επικρατέστερη άποψη σε ρίζα pr- με μακρό ημίφωνο που στην Ελληνική αντιπροσωπεύεται άλλοτε ως -ρᾱ- και άλλοτε ως -ρω- και συνδέεται με τα: λιθουαν. pumas, αρχ. ινδ. pur-va-, αβεστ. paur-va- (πρβλ. και λ. πρῶν, πρῷρα). Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, αρχικός πρέπει να θεωρηθεί ο τ. πρᾶτος (< πρόατος) με συναίρεση, ενώ ο τ. πρῶτος έχει σχηματιστεί κατ' επίδραση της πρόθεσης πρό.
ΠΑΡ. πρωτείο(ν), πρωτεύω, πρώτιστος
νεοελλ.
πρωτάρης, πρωτάτο, πρωτιά, πρωτινός, πρώτιο.
ΣΥΝΘ. (Για συνθ. με Α' συνθετικό πρώτος βλ. λ. πρωτο-). (Β' συνθετικό) φιλόπρωτος
αρχ.
δευτερόπρωτος, εικοστόπρωτος, πάμπρωτος, παντάπρωτος
νεοελλ.
ολόπρωτος].
Greek Monotonic
πρῶτος: -η, -ον, βλ. πρότερος Β.
Russian (Dvoretsky)
πρῶτος: дор. πρᾶτος 3 [superl. к πρό
1 первый: πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ Hom. в первом (же) бою; τῇ πρώτῃ τῶν ἡμερέων Her. с первого же дня;
2 первый, старший, главный (πρῶτοι πάντων ἀνθρώπων Her.; ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι NT): αἱ πρῶται πόλεις Thuc. главнейшие города; οἱ πρῶτοι στρατοῦ Soph. военачальники; οἱ πρῶτοι Arst. граждане первого податного класса; ἀρετῇ π. Soph. первый по доблести; π. χρῆμασι Thuc. богатейший;
3 первый, передний, начальный: τὸν πρῶτον τοῦ χρόνου Xen. с самого (же) начала; ἐν πρώτῳ ῥυμῷ Hom. на конце дышла; πρῶται θύραι Hom. наружные двери; πρὸς πρώτην ἕω Soph. на рассвете; οἱ πρῶτοι (или πρόσθιοι) ὀδόντες Arst. передние зубы; ὁ π. οὐρανός Arst. первое небо, т. е. сфера «неподвижных» звезд;
4 предыдущий, прежний (τὴν πρώτην ἀγαπὴν ἀφεῖναι NT);
5 филос. первый, чистый (πρώτη οὐσία Arst.): τὰ πρῶτα Plat., Arst. первоначала; ὁ π. ἀριθμός Arst. чистое, т. е. отвлеченное, неэмпирическое число (у мат. авторов - простое число); ἡ πρώτη φ. Arst. - см. φιλοσοφία 3;
6 лог. главный, основной (τὰ πρῶτα τῶν ἐναντίων Arst.): ὅρος π. Arst. большой термин (силлогизма) - см. тж. πρῶτα, πρώτη, πρῶτον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρῶτος -η -ον, Dor. πρᾶτος [πρό] eerste adj. van plaats voorste, eerste; van pers..; ἐν πρώτοις in de voorste rijen Il. 19.424; πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ vooraan in de strijd Il. 15.340; τῆς πρώτης τεταγμένος in de voorste linie opgesteld Lys. 16.15; van zaken. ἐν πρώτῳ ῥυμῷ voor aan de disselboom Il. 6.40; ἐπὶ τοῦ πρώτου... ξύλου op de voorste bank Aristoph. Ve. 90. van tijd vroegste, eerste:; πρὸς πρώτην ἕω naar het eerste ochtendgloren Soph. OC 477; later met gen. eerder:. πρῶτός μου ἦν hij was eerder dan ik NT Io. 1.15. van volgorde eerste (= rangtelw. bij εἷς):. τίνα πρῶτον, τίνα δ’ ὕστατον ἐξενάριξαν; wie hebben ze als eerste en wie als laatste gedood? Il. 5.703; Νέστωρ δὲ πρῶτος κτύπον ἄιε Nestor hoorde het gedreun als eerste Il. 10.532; πρῶτοι πάντων ἀνθρώπων de eersten van alle mensen Hdt. 2.2.1; ἐν πρῶτοισι τετιμημένη een speciale positie bekledend Hdt. 8.69.1. van hiërarchie, voornaamste, eerste; van pers..; μετὰ πρώτοισιν onder de voornaamsten Od. 6.60; met gen..; ἐν πρώτοισι Μυκηναίων onder de voornaamste Myceners Il. 15.643; τοὺς πρώτους στρατοῦ de voornaamsten van het leger Soph. Ph. 1305; ἀρετῇ... πρῶτος de eerste in deugd Soph. Ph. 1425; van zaken; αἱ π. πόλεις de belangrijkste steden Thuc. 2.8.1; filos. meest elementair:. ὁ πρῶτος συλλογισμός het primaire syllogisme Aristot. Rh. 1357a17. subst. n. τὸ πρῶτον of τὰ πρῶτα het begin:; τὰ πρῶτα τῆς Ἰλιάδος van de Ilias Plat. Resp. 392e; εὐθὺς... τὸ πρῶτον τοῦ ᾄσματος meteen al het begin van het gedicht Plat. Prot. 343c; plur. subst. τὰ πρῶτα (sc. ἆθλα) eerste prijs:; τὰ π. λαμβάνειν de eerste prijs krijgen Il. 23.275; τὰ π. δόρει κρατύνων ongeëvenaard in de strijd Soph. OC 1313; hoogste positie:; ἔχειν τὰ π. τῆς εὐδαιμονίας het hoogste geluk hebben Luc. 26.10; hoogste mate:; φρενῶν... ἐς τὰ ἐμεωυτοῦ πρῶτα οὔκω ἀνήκω ik ben nog niet op het toppunt van mijn verstandelijke vermogens Hdt. 7.13.2; adv..; τιμώμενοι ἐς τὰ πρῶτα in de hoogste mate geëerd Thuc. 3.39.2; van pers.. τῆσδε γῆς... τὰ πρῶτα de voornaamsten van dit land Eur. Med. 917; κἄστιν τὰ πρῶτα τῆς ἐκεῖ μοχθηρίας en hij is het toppunt van de kwaadaardigheid die daar heerst Aristoph. Ran. 421; μηχανικῶν τε ὢν τὰ π. καὶ γεωμετρικῶν de beste in mechanica en geometrie Luc. 3.3. adv. f. acc. τὴν πρώτην (sc. ὥραν, ἀρχήν, of ὁδόν, resp. van eerste tijd, oorsprong, of reis) eerst:; ἐπὶ Σκύθας μὲν τὴν πρώτην ἰέναι ἔασον laat het plan varen om eerst tegen de Skythen op te trekken Hdt. 3.134.4; aanvankelijk:; τὴν πρώτην εἶναι aanvankelijk Hdt. 1.153.3; met ἀπό + gen..; ἀπὸ πρώτης vanaf het begin Thuc. 1.77.3; met κατά + acc.. κατὰ πρώτας aan het begin Plat. Plt. 292b. n. adv. πρῶτον en πρῶτα eerst, aanvankelijk; vaak na voegw. v. tijd eenmaal:; ἐπεί σε πρῶτα κιχάνω τῷδ’ ἐνὶ χώρῳ nu ik je eenmaal heb ontmoet in dit land Od. 13.228; ἐπεὶ δὴ πρῶτα θεὸς προέηκεν ἀῆναι toen de god eenmaal de wind had laten waaien Od. 3.183; zodra:; εὖτ’ ἂν πρῶτα φανῇ σθένος Ὠρίωνος zodra de kracht van Orion zich manifesteert Hes. Op. 598; αὖθίς με ἀνέρεσθαι ὅταν ἐντύχῃς πρῶτον vraag het me weer zodra je mij weer tegenkomt Plat. Lys. 211b; ὅτε πρῶτον εἶδον τουτονί zodra ik deze vent zag Dem. 18.141; soms voor het eerst:. οὐ νῦν πρῶτον, ἀλλὰ καὶ πάλαι niet nu voor het eerst maar al lange tijd Soph. Ph. 966. adv. πρώτως op de eerste plaats.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: foremost, first (Il.).
Other forms: Dor. Boeot. πρᾶτος.
Compounds: As 1. member very productive, e.g. πρωτόγονος first-born (ep. poet. Il.).
Derivatives: 1. Superlative πρώτιστα (adv.) first of all, πρώτιστος (ep. poet. Il.), Dor. (Thera) πράτιστος the very first (Seiler Steigerungsformen 105). 2. πρωτεῖον n. first prize, first rank (Att.); πρώτειος of the first rank. 3. πρωτεύω to be first (Att.) with the backformation πρωτεύς adjunct to λαός (Tim. Pers. 248; cf. Wil. ad loc.). Several shortnames, e.g. Πρωτεύς m. Seagod (Od. etc.; Bosshardt 128f.), Πρωτέας, Πρωτίων, Πρατίνας, Πρατύλος etc. (Bechtel Hist. Personennamen 387). -- On Πρωτεσίλαος, Πρωτεσίλεως (Il. etc.) s. Risch $ 71 a.
Origin: IE [Indo-European] [814] XX [unknown]
Etymology: As with the cardinals (cf. οἶος, εἷς and Kretschmer Einl. 10ff.) deviate also with the ordinals, a. even stronger, the expressions for the singular from one another. In Greek πρῶτος, πρᾶτος as innovation joined the sequence τρίτος, τέταρτος etc.; the initial syllable is explained in diff. ways. Most obvious is to compare, πρῶ-, πρᾶ-(τος) with Lith. pìr-mas, Skt. pū́r-va-, Av. paur-va- as representing a zero grade pr̥-, i.e. *pr̥H-; the variation πρω-: πρα- can, if not old (Lejeune BSL 29, 117ff.), be explained as partial adaptation to πρό, πρότερος though it is not clear how this would have come about. DELG says that *pr̥H- can give both πρα- and πρω-, but the first requires *pr̥h₂-, the second *pr̥h₃-, so the two cannot come from the same form. A basis *πρό-ατος, for πρῶτος possible, is not possible for πρᾶτος. Schwyzer 361 and 250 w. lit.; s. also on πρῳ̃ρα and Pisani Ist. Lomb. 77, 563. Older lit. in Bq. Cf. Beekes Development 214f.
Frisk Etymology German
πρῶτος: (seit Il.),
{prō̃tos}
Forms: dor. böot. πρᾶτος
Meaning: der vorderste, der erste,
Composita: als Vorderglied unbeschränkt produktiv, z.B. πρωτόγονος erstgeboren (ep. poet. seit Il., sp. Prosa).
Derivative: Davon 1. der Superlativ πρώτιστα (Adv.) zu allererst, -ιστος (ep. poet. seit Il.), dor. (Thera) πράτιστος der allererste (Seiler Steigerungsformen 105). 2. πρωτεῖον n. der erste Preis, der erste Rang (att.); -ειος ersten Ranges (sp.). 3. -εύω der erste sein (att.) mit der Rückbildung πρωτεύς Beiw. zu λαός (Tim. Pers. 248; vgl. Wil. z. St.). Dazu mehrere Kurznamen, z.B. Πρωτεύς m. Meergott (Od. usw.; Bosshardt 128f.), -τέας, -τίων, Πρατίνας, -ύλος usw. (Bechtel Hist. Personennamen 387). — Zu Πρωτεσίλαος, -λεως (Il. usw.) s. Risch ̨ 71 a.
Etymology: Wie bei den Kardinalia (vgl. οἶος, εἷς und Kretschmer Einl. 10ff.) weichen auch bei den Ordinalia, u. zw. noch stärker, die Ausdrücke für die Einzahl voneinander ab. Im Griech. schloß sich πρῶτος, πρᾶτος als Neubildung der Folge τρίτος, τέταρτος usw. an; die Anfangssilbe wird verschieden erklärt. Am wachsten liegt, πρῶ-, πρᾶ-(τος) mit lit. pìr-mas, aind. pū́r-va-, aw. paur-va- gleichzusetzen als Vertreter einer Schwundstufe pr̥̄-; das Schwanken πρω-: πρα- läßt sich, wenn nicht alt (Lejeune BSL 29, 117ff.), als partielle Angleichung an πρό, πρότερος verstehen. Eine Grundform *πρόατος, für πρῶτος möglich, ist für πρᾶτος kaum angängig. Schwyzer 361 und 250 Μνήμης χάριν 2, 58. Pelasgische Etymologie, semantisch in der Luft schwebend, bei v. Windekens Sprache 4, 137 f. Ebenso willkürlich Holthausen IF 62, 152: zu πελιτνός, πελιός usw. m. Lit.; s. noch zu πρῳ̃ρα und Pisani Ist. Lomb. 77, 563. Ältere Lit. bei Bq.
Page 2,609-610
Chinese
原文音譯:prîtoj 普羅拖士
詞類次數:形容詞(100)
原文字根:以前(最) 相當於: (אֶחָד) (רֹאשׁ) (רִאשֹׁון)
字義溯源:首要的,最先的,第一,先,前,前書,先有,先前,早先,先來的,先進來的人,先說話的,在以前,以前的事,上好的,第一的,第一天,第一日,第一層,第一條,第一位,第一次,第一個,頭一個,頭一次,頭一,最要緊的,主要的,在先,在前的,首先的,魁首,首領,尊長,起初,初次,首,頭,有名望,尊貴的;源自(πρό)*=前)。主耶穌講論神的國時說,有許多在前的(4413)將要在後,在後的將要在前( 可10:31);又說,誰願為首(4413)數量太多,不能盡錄;
2) 先前的(7) 太21:36; 太27:64; 路11:26; 來8:13; 啓2:19; 啓21:1; 啓21:1;
3) 第一個(6) 太21:28; 太21:31; 太22:25; 可12:20; 路20:29; 林前15:47;
4) 頭一個(6) 太10:2; 路14:18; 路16:5; 路19:16; 約19:32; 徒16:12;
5) 在前的(6) 太19:30; 太19:30; 太20:16; 可10:31; 路13:30; 來10:9;
6) 首先的(5) 可9:35; 林前15:45; 啓1:17; 啓2:8; 啓22:13;
7) 第一(5) 可14:12; 徒20:18; 林前12:28; 啓4:7; 啓21:19;
8) 前(4) 徒1:1; 來8:7; 來9:1; 來9:15;
9) 首領(4) 可6:21; 徒25:2; 徒28:7; 徒28:17;
10) 首要的(3) 可12:28; 可12:29; 林前15:3;
11) 起初(3) 提前5:12; 啓2:4; 啓2:5;
12) 頭一(3) 腓1:5; 來9:6; 來9:8;
13) 在前(3) 太20:16; 可10:31; 路13:30;
14) 首先(3) 太17:27; 約5:4; 徒26:23;
15) 初次(2) 提後4:16; 啓4:1;
16) 魁首(2) 提前1:15; 提前1:16;
17) 先前(2) 太12:45; 彼後2:20;
18) 頭(2) 啓13:12; 啓13:12;
19) 第一次(2) 啓20:5; 啓20:6;
20) 首(2) 太20:27; 可10:44;
21) 第一位(2) 啓8:7; 啓16:2;
22) 在⋯以前(2) 約1:15; 約1:30;
23) 以前的事(1) 啓21:4;
24) 第一條(1) 弗6:2;
25) 頭一層(1) 來9:2;
26) 前的(1) 來9:18;
27) 前書(1) 提前6:21;
28) 第一層(1) 徒12:10;
29) 第一日(1) 可16:9;
30) 頭一次(1) 路2:2;
31) 第一天(1) 太26:17;
32) 第一的(1) 太22:38;
33) 先進來的人(1) 太20:10;
34) 上好的(1) 路15:22;
35) 尊長(1) 路19:47;
36) 先有(1) 羅10:19;
37) 先說話的(1) 林前14:30;
38) 尊貴的(1) 徒17:4;
39) 有名望(1) 徒13:50;
40) 先來的(1) 太20:8;
41) 在先(1) 林前15:46
Mantoulidis Etymological
Ὑπερθετικός τοῦ πρότερος πού παράγεται ἀπό τήν πρόθεση πρό. Τό πρῶτος ἀπό τό πρόατος → πρῶτος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη πόρρω. Παράγωγα τοῦ πρῶτος: πρωτεύω, πρωτεῖον, τά πρωτεῖα, πρώτιστος καί τά σύνθ.: πρωταγωνιστής, πρωτόγονος, πρωτόλεια, πρωτοτόκος, πρωτότοκος.
Lexicon Thucydideum
primus, first
a)
SING. 1.4.1, 1.9.2. 1.13.6, 1.55.2, 1.93.4. 1.96.2. 1.98.4. 1.139.1. 1.139.4, 2.2.1, 2.6.3. 2.25.2. 2.29.2. 2.29.3. 2.42.2. 2.47.1. 2.65.9, 2.65.10, 2.80.8. 3.8.1. 3.22.3. 3.81.6, 3.96.2. 3.110.1. 3.113.1. 4.25.8. 4.31.1. 4.31.2. 4.33.1. 4.38.1. 4.80.3, 4.81.3. 4.95.3, 4.116.2. 4.126.6. 4.127.2. 5.20.3. 5.24.2. 5.26.3. 5.48.2. 5.68.3. 5.68.36.4.3. 6.23.2. 6.31.1. 6.44.1. 6.46.2. 6.55.1. 6.55.2, [fortasse perhaps αὐτῇ] 6.63.2. 6.75.3. 6.101.5. 7.2.1. 7.11.2. 7.23.2. 7.24.3, 7.28.3. 7.30.2. 7.42.3, 7.43.2. 7.44.3. 7.70.2. 7.70.3. 7.75.6. 7.81.4. 7.84.3, 8.17.4. 8.44.2. 8.68.4. 8.86.4, 8.89.3. 8.89.4. 8.97.2. 8.97.28.100.3.
statim ab initio, immediately at the start, 1.77.3,
a proxima parte, from the nearest part, 7.43.5,
primum, at first, 1.49.7. 1.69.1. 1.75.3. 1.97.1. 1.109.2. 1.128.3. 1.128.31.131.1. 1.131.2. 2.9.2. 2.13.7. 2.13.9. 2.47.2. 2.47.4. 2.48.1. 2.48.2. 2.92.2. 3.17.4. 3.61.2. 3.66.2. 3.86.2. 3.92.2. 3.93.1. 3.93.2. 3.96.3. 3.97.1. 3.111.3. 4.14.4. 4.26.8. 4.28.2. 4.32.5. 4.48.6. 4.59.4. 4.68.2. 4.74.1. 4.94.1. 4.96.1. 4.4.1. 4.98.3. 4.108.6. 4.110.2. 4.125.1. 5.10.9. 5.16.3. 5.20.1. 5.22.1. 5.30.2. 5.41.2. 5.41.3. 5.43.3. 5.49.1. 5.58.1. 5.65.5. 5.81.1. 5.84.2. 5.112.2. 6.4.5. 6.5.3. 6.11.5. 6.13.2, [vulgo commonly τὸν] 6.21.2. 6.32.2. 6.49.2. 6.66.3. 6.88.1. 6.102.1. 7.2.3. 7.12.3. 7.13.2. 7.15.1. 7.23.3. 7.27.3. 7.34.4. 7.37.3. 7.42.3. 7.43.3. 7.43.6. 7.66.3. 7.87.1. 8.6.5. 8.10.2. 8.16.3. 8.28.1. 8.49.1. 8.54.1. 8.75.1. 8.80.1. 8.86.2. 8.106.1. b)
PLUR. 1.3.3. 1.6.3, 1.6.4. 1.5.1. 1.13.2. 1.55.1, 1.76.2. 2.8.1, 2.15.1. 2.34.8. 3.11.3. 3.15.1. 3.17.3. 3.23.1. 3.65.2. 3.85.1. 3.112.2. 4.32.1. 4.87.5. 4.105.1, 4.108.3, 4.108.8. 4.111.1. 4.120.1. 4.125.3. 4.132.2. 5.10.6. 5.15.1. 5.29.1. 5.49.3. 5.105.2. 6.2.2. 6.28.2. 6.46.3. 6.65.3. 6.66.3. 6.68.2. 6.72.3. 6.88.8. 7.19.4, [vulgo commonly πρώτοις]... 7.27.3, 7.43.4. 7.43.7. 7.45.1. 7.53.2. 7.61.2. 7.66.2. 7.87.1. 8.5.1. 8.25.4. 8.36.2. 8.55.3. 8.89.2, [Bekk. Bekker's edition πρῶτοι, vulgo commonly ἐν πρώτοις] maxime, especially, particularly, 3.39.2, 3.56.5,
adv. adverbially primo, at first, 1.13.2. 1.23.5. 1.32.1. 1.33.1. 1.37.1. 1.53.1. 1.2.1. 1.61.2. 1.61.4. 1.67.5. 1.83.3. 1.96.2. 1.98.1. 1.102.3. 1.103.4. 1.115.5. 1.121.2. 1.126.2. 1.127.1. 1.128.4. 2.5.6. 2.12.1. 2.18.1. 2.19.2. 2.34.1. 2.36.1. 2.36.4. 2.47.3. 2.49.2. 2.49.7. 2.53.1. 2.55.1. 2.56.2. 2.65.11. 2.67.1. 2.68.2. 2.68.5. 2.8.1. 2.73.1. 2.74.2. 2.75.1. 2.77.3. 2.84.3. 2.85.2. 2.85.5. 2.86.5. 2.87.2. 2.89.2. 2.96.1. 2.98.1. 2.99.3 [ubi vulgo where commonly πρῶτος]. 2.100.3. 3.3.1 [ubi vulgo where commonly τὸ πρῶτον]. 3.10.1. 3.10.2. 3.19.1. 3.20.1. 3.22.1. 3.22.3. 3.29.1. 3.40.2. 3.47.3. 3.51.3. 3.61.2 [ubi vulgo where commonly τὸ πρῶτον]. 3.77.1. 3.92.5. 3.94.1. 3.94.5, 3.101.1. 3.2.1. 3.2.13.104.2. 4.3.1. 4.21.3. 4.30.4. 4.34.1. 4.43.2 [ubi vulgo where commonly πρῶτα]. 4.45.2. 4.58.1. 4.67.5. 4.77.2. 4.79.2. 4.83.2. 4.85.6. 4.111.2. 4.118.11. 4.128.3. 4.128.5. 5.2.2. 5.4.1. 5.27.2. 5.31.1. 5.36.1. 5.38.1. 5.38.3. 5.41.3. 5.55.1. 5.58.3. 5.61.3. 5.62.1. 5.76.2. 5.78.1. 5.84.3. 5.85.1. 6.2.3. 6.3.1 [vulgo commonly πρῶτοι.] Ibid. in the same place 6.2.1. 6.6.3. 6.10.2. 6.38.2. 6.42.1. 6.46.2. 6.48.1. 52. 6.69.2. 6.70.1. 6.3.2. 6.78.4. 6.88.9. 6.89.1. 6.90.2. 6.104.2. 7.1.1. 7.3.1. 7.4.6. 7.19.1. 7.20.2. 7.23.1. 7.26.2. 7.35.1. 7.42.6. 7.52.2. 7.60.5. 7.66.2. 7.82.1. 8.6.4. 8.8.2. 8.8.28.3.1. 8.11.3. 8.11.38.14.1. 8.22.2. 8.26.1. 8.45.1. 8.46.4. 8.48.1. 8.67.1. 8.82.2. 8.97.1. 8.109.1.
primo, at first, 4.66.4. 4.124.3. 6.39.1.