ἐγώ: Difference between revisions
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
mNo edit summary |
(4) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἐγώ)<br /><b>1.</b> προσωπική αντων. α΄ προσώπου με την οποία αυτός που μιλά ή γράφει ορίζει τον εαυτό του<br /><b>2.</b> χρησιμοποιείται: α) η ονομ. συν. για [[έμφαση]] ή [[αντιδιαστολή]] («εγώ να σάς διώξω;», «ἐγώ εἰμι»)<br />β) η γεν. ως κτητ. επίθ. («το [[βιβλίο]] μου», «Πάτερ ἡμῶν...»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[άλλος]] εγώ» — το [[άλλο]] εγώ, [[άνθρωπος]] [[ίδιος]] με μένα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> για [[έμφαση]] χρησιμοποιούνται συγχρόνως δύο διαφορετικοί τ. της αντων. («ἐμένα μού το 'κανε αυτό;»)<br /><b>2.</b> σε διαλ. φρ. χρησιμοποιείται ο τ. <i>με</i> [[αντί]] του τ. <i>μου</i> («[[γιατί]] δεν μέ τον έδειξες;»)<br /><b>3.</b> οι πλάγιες πτώσεις συντάσσονται [[πάντοτε]] με [[ρήμα]] ή εμπρόθ. προσδιορισμό («μέ δέρνει» «μού είπε», «γύρισ΄, αφέντη μου... [[προς]] εμένα»)<br /><b>4.</b> (ως άκλ. ουδ. ουσ.) <i>το εγώ</i><br />α) η [[προσωπικότητα]]<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) ο [[εγωισμός]]<br />γ) <b>(φιλοσ.)</b> i) (στην κλασ. φιλοσ.) η [[συνείδηση]] του εμπειρικού και συγκεκριμένου ατόμου, η οποία συνδέεται με την μόνιμη [[πραγματικότητα]] που η [[συνείδηση]] αυτή προϋποθέτει<br />ii) ([[κατά]] τον Νίτσε) το [[εργαλείο]] της σφαιρικής σοφίας του οργανισμού του ανθρώπου, η οποία ασχολείται με την συντήρησή του, με την [[αφομοίωση]], με τον αποκλεισμό, με την [[επαγρύπνηση]] ενώπιον του κινδύνου<br />iii) ([[κατά]] τον Χούσερλ) η καθαρή [[συνείδηση]] για την οποία [[καθετί]] που υπάρχει [[είναι]] η [[υποδομή]] για την [[θεμελίωση]] και την [[συγκρότηση]] όλων τών νοημάτων<br />iv) ([[κατά]] την μαρξιστ. [[αντίληψη]]) [[έννοια]] που δηλώνει την [[ανάκλαση]], από την ατομική [[συνείδηση]] του ανθρώπου, της ίδιας της ύπαρξής του καί που εκφράζει την [[ενότητα]] του ατόμου, σε [[αντιδιαστολή]] και στις σχέσεις του [[προς]] τους άλλους ανθρώπους<br />δ) <b>(ψυχαναλ.)</b> το [[μέρος]] της ανθρώπινης προσωπικότητας που βιώνεται από το [[άτομο]] ως ο «[[εαυτός]]» του και βρίσκεται σε [[επαφή]] με τον εξωτερικό κόσμο μέσω της αισθητήριας αντίληψης<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «εμείς κι εμείς» — εμείς οι γνωστοί μόνο, [[χωρίς]] άλλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ως βεβαιωτικό σε απαντήσεις με τον τύπο <i>ἔγωγε</i> («ἦ καὶ τοῡτο ἀκήκοας; — ἔγωγε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (με [[άρθρο]] ως ουσ.) ο [[εαυτός]] μου, σε [[αντιδιαστολή]] με τον εξωτερικό κόσμο, η [[προσωπικότητα]], το [[υποκείμενο]] («γέλωτα δὴ τὸν ἐμέ ἐν τοῑς λόγοις ἀπέδειξε», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>εγώ</i>, [[αντωνυμία]] α' προσώπου, (του προσώπου που δηλώνει τον ομιλητή στην [[επικοινωνία]]) ανάγεται σε ΙΕ <i>eĝ</i><i>ō</i> «εγώ» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>eg</i><i>ō</i>). Επίσης ο ελλ. τ. με -<i>ō</i>- συνδέεται με λατ. <i>egŏ</i> [[αλλά]] και με γοτθ. <i>ik</i>, (γερμ. <i>ich</i>) αρχ. σλαβ. <i>ek</i>, αρχ. πρωσσ. <i>es</i>, λεττ. <i>es</i>, στα οποία το τελικό [[φωνήεν]] έχει σιγηθεί. Αντιστοιχεί [[ακόμη]] σε αρχ. ινδ. <i>aham</i>, αβ. <i>azƏm</i>, τύπους παρεκτεταμένους σε -<i>om</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και αρχ. ελλ. <i>εγών</i>, <i>εγώνη</i>, <i>ἔγωγε</i>)<br />Οι τ. της αιτιατικής <i>εμέ</i>, <i>με</i> ανάγονται σε IE <i>me</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ā</i>, γοτθ. <i>mi</i>-<i>k</i>) και η [[δοτική]] <i>μοι</i> συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>me</i>, πιθ. και λατ. <i>m</i><i>ī</i>, που λειτούργησε ως [[κλητική]] του κτητικού <i>meus</i>, τύπου ο [[οποίος]] αντιστοιχεί στο ελλ. [[εμός]] <span style="color: red;"><</span> <i>εμέ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αβ. <i>ma</i>-)]. | |mltxt=(AM ἐγώ)<br /><b>1.</b> προσωπική αντων. α΄ προσώπου με την οποία αυτός που μιλά ή γράφει ορίζει τον εαυτό του<br /><b>2.</b> χρησιμοποιείται: α) η ονομ. συν. για [[έμφαση]] ή [[αντιδιαστολή]] («εγώ να σάς διώξω;», «ἐγώ εἰμι»)<br />β) η γεν. ως κτητ. επίθ. («το [[βιβλίο]] μου», «Πάτερ ἡμῶν...»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[άλλος]] εγώ» — το [[άλλο]] εγώ, [[άνθρωπος]] [[ίδιος]] με μένα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> για [[έμφαση]] χρησιμοποιούνται συγχρόνως δύο διαφορετικοί τ. της αντων. («ἐμένα μού το 'κανε αυτό;»)<br /><b>2.</b> σε διαλ. φρ. χρησιμοποιείται ο τ. <i>με</i> [[αντί]] του τ. <i>μου</i> («[[γιατί]] δεν μέ τον έδειξες;»)<br /><b>3.</b> οι πλάγιες πτώσεις συντάσσονται [[πάντοτε]] με [[ρήμα]] ή εμπρόθ. προσδιορισμό («μέ δέρνει» «μού είπε», «γύρισ΄, αφέντη μου... [[προς]] εμένα»)<br /><b>4.</b> (ως άκλ. ουδ. ουσ.) <i>το εγώ</i><br />α) η [[προσωπικότητα]]<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) ο [[εγωισμός]]<br />γ) <b>(φιλοσ.)</b> i) (στην κλασ. φιλοσ.) η [[συνείδηση]] του εμπειρικού και συγκεκριμένου ατόμου, η οποία συνδέεται με την μόνιμη [[πραγματικότητα]] που η [[συνείδηση]] αυτή προϋποθέτει<br />ii) ([[κατά]] τον Νίτσε) το [[εργαλείο]] της σφαιρικής σοφίας του οργανισμού του ανθρώπου, η οποία ασχολείται με την συντήρησή του, με την [[αφομοίωση]], με τον αποκλεισμό, με την [[επαγρύπνηση]] ενώπιον του κινδύνου<br />iii) ([[κατά]] τον Χούσερλ) η καθαρή [[συνείδηση]] για την οποία [[καθετί]] που υπάρχει [[είναι]] η [[υποδομή]] για την [[θεμελίωση]] και την [[συγκρότηση]] όλων τών νοημάτων<br />iv) ([[κατά]] την μαρξιστ. [[αντίληψη]]) [[έννοια]] που δηλώνει την [[ανάκλαση]], από την ατομική [[συνείδηση]] του ανθρώπου, της ίδιας της ύπαρξής του καί που εκφράζει την [[ενότητα]] του ατόμου, σε [[αντιδιαστολή]] και στις σχέσεις του [[προς]] τους άλλους ανθρώπους<br />δ) <b>(ψυχαναλ.)</b> το [[μέρος]] της ανθρώπινης προσωπικότητας που βιώνεται από το [[άτομο]] ως ο «[[εαυτός]]» του και βρίσκεται σε [[επαφή]] με τον εξωτερικό κόσμο μέσω της αισθητήριας αντίληψης<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «εμείς κι εμείς» — εμείς οι γνωστοί μόνο, [[χωρίς]] άλλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ως βεβαιωτικό σε απαντήσεις με τον τύπο <i>ἔγωγε</i> («ἦ καὶ τοῡτο ἀκήκοας; — ἔγωγε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (με [[άρθρο]] ως ουσ.) ο [[εαυτός]] μου, σε [[αντιδιαστολή]] με τον εξωτερικό κόσμο, η [[προσωπικότητα]], το [[υποκείμενο]] («γέλωτα δὴ τὸν ἐμέ ἐν τοῑς λόγοις ἀπέδειξε», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>εγώ</i>, [[αντωνυμία]] α' προσώπου, (του προσώπου που δηλώνει τον ομιλητή στην [[επικοινωνία]]) ανάγεται σε ΙΕ <i>eĝ</i><i>ō</i> «εγώ» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>eg</i><i>ō</i>). Επίσης ο ελλ. τ. με -<i>ō</i>- συνδέεται με λατ. <i>egŏ</i> [[αλλά]] και με γοτθ. <i>ik</i>, (γερμ. <i>ich</i>) αρχ. σλαβ. <i>ek</i>, αρχ. πρωσσ. <i>es</i>, λεττ. <i>es</i>, στα οποία το τελικό [[φωνήεν]] έχει σιγηθεί. Αντιστοιχεί [[ακόμη]] σε αρχ. ινδ. <i>aham</i>, αβ. <i>azƏm</i>, τύπους παρεκτεταμένους σε -<i>om</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και αρχ. ελλ. <i>εγών</i>, <i>εγώνη</i>, <i>ἔγωγε</i>)<br />Οι τ. της αιτιατικής <i>εμέ</i>, <i>με</i> ανάγονται σε IE <i>me</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ā</i>, γοτθ. <i>mi</i>-<i>k</i>) και η [[δοτική]] <i>μοι</i> συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>me</i>, πιθ. και λατ. <i>m</i><i>ī</i>, που λειτούργησε ως [[κλητική]] του κτητικού <i>meus</i>, τύπου ο [[οποίος]] αντιστοιχεί στο ελλ. [[εμός]] <span style="color: red;"><</span> <i>εμέ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αβ. <i>ma</i>-)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐγώ:'''<b class="num">I.</b> Επικ. [[ἐγών]] [[πριν]] από φωνήεντα, αντων. του αʹ προσ.· Λατ. [[ego]], εγώ· επιτετ. [[ἔγωγε]], Λατ. [[equidem]], εγώ [[τουλάχιστον]], από μέρους μου, για εμένα, σε Όμηρ., Αττικ.· Δωρ. ἐγώγα, [[ἐγώνγα]], σε Αριστοφ.· Βοιωτ. ἰώνγα, [[ἰώγα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> η √<i>ΜΕ</i> εμφανίζεται στις πλάγιες πτώσεις, δηλ. γεν. [[ἐμοῦ]], εγκλιτ. [[μοῦ]], Ιων. και Επικ. [[ἐμέο]], [[ἐμεῦ]], [[μευ]], Επικ. επίσης [[ἐμέθεν]], δοτ. [[ἐμοί]], εγκλιτ. [[μοί]], Δωρ. [[ἐμίν]], αιτ. [[ἐμέ]], εγκλιτ. <i>με</i>.<br /><b class="num">III.</b> δυϊκ., ονομ. και αιτ. νώ, Ιων. και Επικ. [[νῶϊ]] (πρβλ. Λατ. [[nos]]), γεν. και δοτ. [[νῶν]], Επικ. [[νῶϊν]].<br /><b class="num">IV.</b> πληθ., ονομ. [[ἡμεῖς]]· Αιολ. <i>ἅμμες</i>· Δωρ. <i>ἅμες</i> — γεν. [[ἡμῶν]], Ιων. [[ἡμέων]], Επικ. [[ἡμείων]], Δωρ. <i>ἁμμῶν</i> — δοτ. [[ἡμῖν]], στους Αττ. ποιητές επίσης <i>ἡμίν</i> (<i>ῐ</i>) ή [[ἧμιν]]· Αιολ. και Δωρ. <i>ἄμμῐν</i>, <i>ἄμμῐ</i>, Δωρ. επίσης <i>ἁμίν</i>· — αιτ. [[ἡμᾶς]], Ιων. [[ἡμέας]]· Αιολ. [[ἄμμε]], Δωρ. [[ἁμέ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 30 December 2018
English (LSJ)
I: Pron. of the first person:—Ep. mostly ἐγών before vowels (so in Dor., before consonants, Epich.85, Sophr.81, Ar.Ach.748,754), rarely in Trag., A.Pers.932 (lyr.); Boeot. ἱών A.D.Pron.51.4:— strengthd. ἔγωγε,
A I at least, for my part, indeed, for myself (more freq. in Att. than in Hom.): Dor. ἐγώνγα Alcm.51, Ar.Ach.736, Lys.986, dat. ἐμίνγα IG22.1126.7 (Amphict. Delph.): Boeot. ἱώνγα Corinn.21; ἱώνει Ead.10; ἰώγα Ar.Ach.898: Lacon. and Tarent. ἐγώνη, Hsch., A.D.Conj.255.29. II oblique cases from a difft. root, gen. ἐμοῦ, enclit. μου; Ion. and Ep. ἐμέο, ἐμεῦ, μευ, also ἐμέθεν Il.1.525, E.Hel. 177 (lyr.); Aeol. ἔμεθεν Sapph.Supp.23.7; ἐμεῖο IG3.1337; μεθέν Sophr.20; Dor. ἐμέος, ἐμεῦς, Epich.144; Boeot. ἐμοῦς Corinn.37; also ἐμῶς, ἐμίο, ἐμίω, ἐμίως A.D.Pron.74.17:—dat. ἐμοί, enclit. μοι (which may be compared with Skt. gen. me in κλῦθί μοι Il.5.115, al.); ὅ μοι πόσις Schwyzer683 (Cypr.); Dor. ἐμίν Epich.99, AJA29.461 (Rhodian, v B. C.), Ar.Ach.733, Theoc.4.30; Tarent. ἐμίνη Rhinth.13: acc. ἐμέ, enclit. με; Cypr. μι Inscr.Cypr.59,60 H. III dual, nom. and acc., νῶι, we two, Il.5.34, etc.; acc. νῶιν Zenod.ad Il.8.377; Att. νώ Pl.Phdr.278b (also Il.5.219, Od.15.475); νῶε Antim.39, Corinn. 5: gen., dat. νῶιν; νῷν S.Ant.3; νῶι dat., Orph.L.773; νῶιν, = ἡμῖν, Q.S.1.213, etc. IV pl., nom. ἡμεῖς (ἡμέες f.l. in Hdt.2.6, al., rejected by A.D.Pron.93.1); Aeol. ἄμμες Od.9.303, Alc.18.3, Pi.P. 4.144; Dor. ἁμές Alcm.65, Epich.42, Ar.Lys.168:—gen. ἡμῶν (also ἥμων A.D.Synt.130.23); Ion. ἡμέων Hdt.1.112, etc.; ἡμείων Od.24.170, Herod.1.46; Aeol. ἀμμέων Alc.88, Milet.3 No.152.29; ἄμμων ib.74, A.D.Pron.95.3; Dor. ἁμέων Alcm.66; ἁμῶν [Epich.]266, Ar. Lys.168, Theoc.2.158; Cret., Boeot. ἁμίων SIG528.5, A.D.Pron.95.21:—dat. ἡμῖν, in S. also ἡμίν (ῐ) (or ἧμιν Aristarch.ad Il.1.214, A.D. Pron.95.3); also rarely in Com., Phryn.Com.37, Ar.Av.386 (dub.); Aeol. ἄμμῐν, ἄμμῐ, Il.1.384, Alc.80, al., Pi.P.4.155, A.Th.156 (lyr.), Milet.3 No.152; ἄμμεσιν Alc.100; Dor. also ἁμίν or ἇμιν, Alcm.77,78, A.Eu.347 (lyr.), Ar.Lys.1081; with ῑ, Id.Ach.821, Theoc.7.145:—acc. ἡμᾶς (also ἧμᾰς Od.16.372); Ion. ἡμέας Il.8.211, SIG273.25 (Milet., iv B. C.); ἥμεας Od.4.294 (cf. Hdn.Gr.2.140); Aeol. ἄμμε Il.1.59, Sapph.115, Theocr.8.25; Dor. ἁμέ SIG1 (Abu Simbel, vi B. C.), Epich.173, Ar.Ach.759 codd., Lys.95.—On these dialectic varieties, v. A.D.Pron.50 sqq. (Cf. Skt. ahám (ἐγών), acc. pl. asmā´n; for νώ cf. Skt. nau):—freq. in answers, as an affirmative, esp. in form ἔγωγε, S.Tr.1248, Pl.Tht.149b, etc.; οὗτος ἐ. here am I, Pi.O. 4.26; ὅδ' ἐκεῖνος ἐ. S.OC138 (lyr.); rarely with Art., τὸν ἐμέ myself, Pl.Tht.166a, Sph.239b (but ὁ ἐ. the Self, the Ego, Dam.Pr.444); τίς ὢν οὗτος ὁ ἐγὼ τυγχάνω; Plu.2.1119a; τί ἐστι φίλος; ἄλλος ἐ. Pythag. ap.Herm.in Phdr.p.166 A.; τί τοῦτ' ἐμοί; ἡμῖν τί τοῦτ' ἔστ'; Lat. quid mea hoc refert ? Ar.Th.498, etc.; ἐγώ; in a question, Ar.Eq. 1336, al.; ἡμεῖς the self, ἔνθα δὴ ἡμεῖς μάλιστα Plot.1.1.7.
German (Pape)
[Seite 715] ich; ep. auch ἐγών, Il. 1, 76, öfter zur Vermeidung des Hiatus, Pind. P. 3, 77, nach Apoll. pron. dorisch, Theocr. 15, 60, κἠγών 21, 45, wie Ath. IV, 147 e; von Tragg. nur Aesch. Pers. 931; äol. ἔγων, nach Apoll. pron. 64 auch ἐγώνη, u. dor. ἔγωνγα, Alcm.; Ar. Ach. 736. 764 Lys. 986. 990; böotisch ἱών u. ἱώνγα, Corinna. – Gen. ἐμοῦ, enkl. μου; ion. u. ep. ἐμέο, ἐμεῦ, Il. 1, 88 u. öfter, ἐμεῖο, 1, 259, ἐμέθεν, 1, 525, öfter; Sophron auch enkl. μέθεν; böot. u. syrakus. ἐμοῦς u. ἐμεῦς, Corinna 33 u. Epicharm.; Apollon. führt noch ἐμείω, ἐμείως, ἐμῶς an. – Dat. ἐμοί, enkl. μοι, dor. ἐμίν, Ar. Ach. 733 Av. 928; Theocr. 4, 30; nach Apollon. auch ἐμίνγα, äol. ἔμοι, böot. ἐμύ. – Acc. ἐμέ, enkl. με, nach Apoll. dorisch ἐμεΐ. – Dual. νῶϊ, νῶϊν, auch νώ, Il. 5, 219, u. Att. oft, wie Soph. O. R. 1504; νῷν, Phil. 133 u. Sm. 1, 213. 369 u. öfter steht νῶϊν für ἡμῖν. – Plur. ἡμεῖς, ion. ἡμέες, dor. ἁμές, Tim. Locr. 96 a; Arist. Lys. 1162; äol. ἄμμες, Od. 1, 303; Pind. P. 4, 144. – Gen. ἡμῶν, ion. ἡμέων, auch ἡμείων, Od. 24, 169; dor. ἁμῶν, Ar. Lys. 168 Theocr. 2, 158; auch ἁμέων, ἁμίων, äol. ἀμμέων, Apoll. – Dat. ἡμῖν, ep. auch ἧμιν, Il. 17, 415; sehr oft Soph., z. B. Phil. 8, 463, auch ἡμίν geschr.; Ar. Av. 386 u. öfter; äol. ἄμμι u. ἄμμιν, Od. 1, 384. 12, 275; Pind. P. 4, 154; Aesch. Spt. 156. – Acc. ἡμᾶς, ion. ἡμέας, Od. 4, 452, poet. ἧμας, 16, 372; auch bei Soph. von Herm. enkl. geschrieben, Ai. 725; äol. ἄμμε, Il. 1, 59; Theocr. 8, 25, öfter; ἁμέ, Ar. Lys. 95, od. ἀμέ, ibd. 1099. 1250.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγώ: προσωπ. ἀντων. τοῦ α΄ προσ. - Ἐπ. ἐγὼν πρὸ φωνηέντων (παρὰ δὲ Δωριεῦσι καὶ πρὸ συμφώνων, Ἐπίχ. 64 Ahr., Σώφρων 39, Ἀριστοφ. Ἀχ. 748, 754, ἀλλ’ ἐν τῇ Αἰολ. διαλέκτῳ παροξυτόνως ἔγων Ἀπολλ. περὶ Ἀντων. σ. 64), σπανιώτατα παρ’ Ἀττ., ὅδ’ ἐγών, οἰοῖ Αἰσχύλ. Πέρσ. 931· μετ’ ἐπιτάσεως ἔγωγε, Λατ. equidem, ἐγὼ βεβαίως, ἐγὼ τοὐλάχιστον, ὅσον δι’ ἐμέ, βεβαίως, τῷ ὄντι· ἀλλὰ πολλῷ συνηθέστερον τοῦτο παρ’ Ἀττ. ἢ παρ’ Ὁμήρ.· Δωρ. ἐγώγα, ἐγώνγα, Ἀλκμὰν 65, Ἀριστοφ. Ἀχ. 736, Λυσ. 986· Βοιωτ. ἰώνγα, ἰώγα Ἀριστοφ. Ἀχ. 898· Λακων. καὶ Ταραντ. ἐγώνη Ἡσύχ., Ἀπολλ. ἐν Α. Β. 524. ΙΙ. διάφορος ῥίζα ΜΕ ἀναφαίνεται ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσι, δηλ. γεν. ἐμοῦ καὶ ἐγκλιτ. μου· Ἰων. καὶ Ἐπ. ἐμέο, ἐμεῦ, μευ, ὡσαύτως ἐμέθεν Ἰλ. Α. 525, Εὐρ. Ἑλ. 177 (λυρικ.)· ἐμεῖο Ἐπιτύμβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 956, 1027, κ. ἀλλ.· μέθεν Σώφρων 46 Ahr.· Δωρ. ἐμέος, ἐμεῦς Ἐπίχ. παρ’ Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. σ. 365· Βοιωτ. ἐμοῦς Κόρινν. 33· ὡσαύτως ἐμείω, ἐμείως, ἐμῶς Ἀπολλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - δοτ. ἐμοὶ καὶ ἐγκλιτ. μοι· Δωρ. ἐμὶν Ἐπιχ. 94. 9 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀχ. 733, Θεόκρ. 4. 30· ἐμίνη, «συνήθης Ταραντίνοις· ἡ δὲ χρῆσις παρὰ Ρίνθωνι» Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. 104Β· - αἰτ. ἐμὲ καὶ ἐγκλιτ. με. ΙΙΙ. Δυϊκ. ὀνομ. καὶ αἰτ. νῶϊ (πρβλ. τὸ Λατ. nos), ἡμεῖς οἱ δύο, ἡμᾶς τοὺς δύο, Ὁμ. καὶ Ἰων.· Ἀττ. νώ, ὅπερ ὅμως εὕρηται καὶ ἐν Ὀδ. Ο. 475., ΙΙ. 306· νῶε Ἀντίμαχ.· γεν. καὶ δοτ. νῶιν, Ἀττ. νῷν· νῶϊν = ἡμῖν Κόϊντ. Σμ. 1. 213, κτλ. IV. Πλ. ὀνομ. ἡμεῖς (τὸν Ἰων. τύπος ἡμέες, ὡς εὕρηται ἐν χειρογρ. τοῦ Ἡροδ., ἀποδοκιμάζει ὁ Δινδ. de Dial. Hdt. σ. 20)· Αἰολ. ἄμμες Ὀδ. Ι. 303, Ἀλκαῖος 18, Πινδ. ΙΙ. 4. 256· Δωρ. ἀμὲς Ἐπίχ. 94. 6, Ἀριστοφ. Λυσ. 168. - Γεν. ἡμῶν, Ἰων. ἡμέων, ἡμείων (Ὀδ. Ω. 170)· Αἰολ. ἀμμέων Ἀλκαῖος 93· Δωρ. ἁμέων Ἀλκμὰν 50, ἁμῶν Ἐπίχ. 147, Ἀριστοφ. Λυσ. 168, Θεόκρ. 2. 158. - Δοτ. ἡμῖν, παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς ὡσαύτως ἡμὶν ῐ χάριν τοῦ μέτρου, τοῦτό γ’ ἡμὶν Σοφ. Ο. Κ. 25 (ἤ, ὥς τινες γραμματικοὶ ἔγραφον αὐτήν, ἧμιν), οὐδαμοῦ παρ’ Εὐριπ., συχν. παρὰ Σοφ., ἀλλὰ σπανίως παρὰ Κωμ., Δινδ. ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 386· Αἰολ. καὶ ἄμμῐν, ἄμμῐ, Ἰλ. Α. 384, Ἀλκαῖος 12, 19, 76, Πινδ. ΙΙ. 4. 275, Αἰσχύλ. Θήβ. 156· Δωρ. ἁμὶν Ἀλμὰν 66, Αἰσχύλ. Εὐμ. 347, Ἀριστοφ. Λυσ. 1081· μετὰ ῑ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 821, Θεόκρ., ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ γράφηται ἀμῖν, Αh π. Δωρ. σ. 260. - Αἰτ. ἡμᾶς (καὶ ἧμᾰς Ὀδ. ΙΙ. 372)· Ἰων. ἡμέας· Αἰολ. ἄμμε Ἰλ. Α. 59, Σαπφὼ 115, Θεόκρ. 8. 25· Δωρ. ἁμὲ Ἐπίχ. 97 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀχ. 759, Λυσ. 95, 1099. - Περὶ τῶν διαλεκτικῶν τούτων ποικιλιῶν ἴδε Ἀπολλώνιον περὶ Ἀντωνυμ. σ. 324-387, Ahr. π. Αἰολ. σ. 123 κἑξ., π. Δωρ. 247 κἑξ. (Πρβλ. Σανσκρ. aham (ἐγών), Λατ. ego, Γοτθ. ik, Παλαιο-Σκανδιν. ek, Ἀγγλο-Σαξον. ic, κτλ.· καὶ πρὸς τὰ ἐμέ, με, πρβλ. Σανσκρ. mâm, mâ, Γοτθ. καὶ Παλαιο-Σκανδιν. mik, Ἀγγλο-Σαξον. mec, κτλ.) Χρῆσις: συχν. ἐν ἀποκρίσεσιν ὡς βεβαιωτ. μάλιστα ἐν τῷ τύπῳ ἔγωγε, Σοφ. Τρ. 1248, Πλάτ., κλ.· οὗτος ἐγώ, Λατ. ille ego, ἰδοὺ ἐγώ, Πινδ. Ο. 4. 37· ὅδ’ ἐκεῖνος ἐγὼ Σοφ. Ο. Κ. 138· σπανίως μετ’ ἄρθρου, τὸν ἐμέ, ἐμαυτόν, ἐμὲ αὐτόν, Πλάτ. Θεαίτ. 166Α, Σοφ. 239Α, Φίληβ. 20Β· τίς ὢν οὗτος ὁ ἐγὼ τυγχάνω; Πλούτ. 2. 1119Α· τί τοῦτ’ ἐμοί; ἡμῖν τί τοῦτ’ ἔστ’; Λατ. quid mea hoc refert? Ἀριστοφ. Θεσμ. 498, κτλ.· πρβλ. σύ.
French (Bailly abrégé)
pron. pers. de la 1ᵉ pers.
se décline : sg. ἐγώ ; ἐμοῦ, μοῦ ; ἐμοί, μοί ; ἐμέ, μέ ; plur. ἡμεῖς, ἡμῶν, ἡμῖν, ἡμᾶς ; duel νώ, νῷν;
je, moi (pour le pluriel et le duel, voir ἡμεῖς et νώ ; les formes μου, μοι, με sont enclitiques).
Étymologie: Pour ἐγώ, cf. lat. ego ; pour le th. ἐμε-, cf. lat. me ; pour le th. plur. ἡμε- cf. skr. asmat ; pour le th. duel νω-, cf. lat. nos.
English (Autenrieth)
besides the usual forms, also gen. ἐμεῖο, ἐμεῦ, ἐμέο, μευ, ἐμέθεν: I, me.
English (Slater)
ἐγώ (ἐγώ(ν), μοι, ἐμοί, ἐμίν, με, ἐμέ; ἄμμες, ἄμμι(ν), ἄμμε; νῷν) Apart from its use within direct speech, this pronoun in the singular may normally be referred to both Pindar and chorus, but to the chorus only (Pae. 4.21) cf. Fränkel, W & F, 366̆{1}, van Leeuwen, 407̆{15}, 505̆{36}. The plural is never certainly used to represent the singular.
1 ἐγώ. (ἐγών before a vowel (P. 3.77), but ἐγώ correpted (I. 1.4) ) “οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι” (O. 4.24) καὶ ἐγὼ νέκταρ πέμπων ἱλάσκομαι (O. 7.7) εἰ δ' ἐγὼ κῦδος ἀνέδραμον ὕμνῳ (O. 8.54) ἐγὼ δέ τοι ἀγγελίαν πέμψω ταύταν (O. 9.21) ἐγὼ δὲ κλυτὸν ἔθνος Λοκρῶν ἀμφέπεσον, μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων (O. 10.97) ἐγὼ δὲ οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ (O. 13.49) διασωπάσομαί οἱ μόρον ἐγώ (O. 13.91) ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν ἔλπομαι (P. 1.42) ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω (P. 3.77) ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω (P. 4.67) “μῆλά τε γάρ τοᾰ ἐγὼ ἀφίημ” (P. 4.148) ἐγὼ δ' Ἡρακλέος ἀντέχομαι προφρόνως (N. 1.33) ἐγὼ δὲ κοινάσομαι (N. 3.11) ἐγὼ τόδε τοι πέμπω πόμ' ἀοίδιμον (N. 3.76) ἑκόντι δ' ἐγὼ νώτῳ ἄγγελος ἔβαν (N. 6.57) ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον (N. 7.20) χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον, ἐγὼ δ ἀστοῖς ἁδὼν (N. 8.38) (ἄεθλοι) ὧν ἐγὼ μνασθεὶς ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῖς (N. 9.9) ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν (N. 11.11) ἀλλἐγω̆ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας ἐθέλω (I. 1.14) χαίρετ· ἐγὼ δὲ Ποσειδάωνι περιστέλλων ἀοιδὰν γαρύσομαι (I. 1.32) ἐγὼ δ' ὑψίθρονον Κλωθὼ κασιγνήτας τε προσεννέπω ἑσπέσθαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου Μοίρας ἐφετμαῖς (I. 6.16) τῶ καὶ ἐγώ, καίπερ ἀχνύμενος θυμόν, αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν (I. 8.5) ἤτοι καὶ ἐγὼ σκόπελον ναίων διαγινώσκομαι a chorus of Keans speaks Πα. . 21. κλυτοὶ μάντιες Ἀπόλλωνος, ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς (Pae. 8.14) σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα, fr. 81 ad Δ. 2. ἀλλ' ἐγὼ τάκομαι (as opposed to those not affected by love of Theoxenos) fr. 123. 10. ]νον ἐγὼ[ fr. 140a. 77 (51). ἐγὼ μ[ fr. 140b. 11. μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δ' ἐγώ fr. 150. “καὶ τότ' ἐγὼ” fr. 168. 4.
2 acc. a. με, μ(ε). στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο θεόδματον χρέος (O. 3.7) ἅ τε Πίσα με γεγωνεῖν (O. 3.9) τεαὶ γὰρ ὧραι μ' ἔπεμψαν μάρτυῤ ἀέθλων (O. 4.2) [[[δεῖ]] σάμερόν μ' ἐλθεῖν (μ add. Boeckh met. gr.: om. codd.) (O. 6.28) ] ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει (O. 6.83) μὴ βαλέτω με λίθῳ τραχεῖ φθόνος (O. 8.55) ἁδόντα δ' εἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν (P. 2.96) ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι (P. 7.13) Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος (P. 9.90) ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει (P. 10.4) ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν; (P. 11.39) τὰ μακρὰ δ' ἐξενέπειν ἐρύκει με τεθμὸς (N. 4.33) εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν (N. 4.80) οὐ μέμφεταί μ' ἀνήρ (N. 7.64) ἔα με (N. 7.75) Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ (Pae. 5.44) λίσσομαι ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν (Pae. 6.5) Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ ἴδετε πορευθέντ fr. 75. 7. ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικός χρή [μ]ε λαθεῖν ἀοιδὰν πρόσφορον Παρθ. 2. 3. ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 1. ἀλλὰ θαυμάζω τί με λέξοντι Ἰσθμοῦ δεσπόται fr. 122. 13. Μοῖσ' ἀνέηκέ με fr. 151. οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198. ὦ τάν, μή με κερτόμ[ει (με a papyri correctore deletum metro tamen desideratur) fr. 215. 4. “Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναί.” (P. 4.103) “τοί μ' κρύβδα πέμπον” (P. 4.111) “φὴρ δέ με θεῖος Ἰάσονα κικλῄσκων προσαύδα” (P. 4.119) “κοὔ με πονεῖ” (P. 4.151) “ἀλλ' ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολεῖ” (P. 4.157) “καὶ ὡς τάχος ὀτρύνει με” (P. 4.164) “ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός” (Stephanus: μίμνοι codd.: Herakles speaks) (I. 6.47)
b ἐμέ, ἔμ(ε): emphatic, in first position in sentence save in two dubious examples, fr. 6a. e, fr. 75. 13, where perhaps με should be read. ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον χρή (O. 1.100) εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν (O. 1.115) ἐμὲ δ' ὦν πᾳ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν (O. 3.38) ἀλλ' ἐμὲ χρὴ φράσαι (O. 8.74) ἐμὲ δ' οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν (O. 13.93) ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν (P. 2.52) ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος (P. 9.103) Μξῖσ, ἀνέγειρ' ἐμέ fr. 6a. e. cf. fr. 151. ἐμὲ δ' ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ' (*d. 2. 23) . ἐναργέα τἔμ ὥστε μάντιν οὐ λανθάνει (van Groningen: νεμέω, νεμεα, τεμεῷ codd. Dion. Hal.) fr. 75. 13. ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν a chorus of girls speaks (*parq. 2. 33.) “ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων” (O. 1.77) “ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ δὲ ὑφαίνειν” (P. 4.141)
3 dat.
a μοι (correpted (O. 2.83), (N. 1.21), (N. 10.80), (Pae. 7.10) ) πολλά μοᾰ ὑπἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας possessive (O. 2.83) Μοῖσα δ' οὕτω ποι παρέστα μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον (O. 3.4) τόλμα τέ μοι εὐθεῖα γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν possessive. (O. 13.11) ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἁδύγλωσσος βοὰ (O. 13.98) εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι (P. 3.110) “δόμους φράσσατέ μοι σαφέως” (P. 4.117) “ταῦτά μοι θαυμαστὸς ὄνειρος ἰὼν φωνεῖ” (P. 4.163) μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν (P. 4.247) τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος possessive (P. 8.32) γείτων ὅτι μοι καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν ὑπάντασεν ἰόντι (P. 8.58) ἔνθα μοι ἁρμόδιον δεῖπνον κεκόσμηται (N. 1.21) (ῥῆμα) τό μοι θέμεν εἴη (N. 4.9) ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν (N. 4.72) μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ' ὑποσκάπτοι τις (N. 5.19) θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν (N. 7.50) εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος (N. 8.35) τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν (N. 8.45) βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ (N. 10.19) “ἔσσι μοᾰ υἱός” (N. 10.80) μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος (I. 1.3) ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος (I. 4.1) πολλὰ μὲν ἀρτεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει (I. 5.47) τέθμιόν μοι φαμί σαφέστατον ἔμμεν (I. 6.20) ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος (I. 7.37) κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος (Pae. 2.26) λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδον εἴη κεν” possessive Πα. . . ἔραται δέ μο[ι] γλῶσσα μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (sc. καταλείβειν simm., Wil.) Πα. . . ]Χαρίτεσσί μοᾰ ἄγχι θ[ (Pae. 7.10) ]μη μο[ι Πα. 7B. 7. ἄπιστά μοι δέδοικα Πα. 7B. 45. ]εἰ δέ μοι[ fr. 60a. 3. “ὦ τάλας ἐφάμερε, νήπια βάζεις, χρήματά μοι διακομπέων” fr. 157. δίχα μοι νόος ἀτρέκειαν εἰπεῖν fr. 213. 4. ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν (ἀγάλλειν e. g. supp. Snell) fr. 215. 5. ethic dat., c. impv. ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων (O. 6.22) ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον (O. 9.35) ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα (O. 10.1) ἔλα νῦν μοι πεδόθεν (I. 5.38) ἐ]να[ισίμ]ῳ νῦν μοι ποδὶ στείχ ων ἁγέο Παρθ. 2. 66. cf. καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων (P. 1.59)
b ἐμοί, emphatic form, never ethic, once possessive (P. 5.76) ἐμοὶ δ' ἄπορα γαστρίμαργον μακάρων τιν εἰπεῖν (O. 1.52) ἀλλ' ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεται (O. 1.84) ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει (O. 1.111) ὣς ἐμοὶ φάσμα λέγει (O. 8.43) βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος παρέχοντι (P. 2.66) “τοῦτ' ἔργον ἐμοὶ τελέσαις —” (P. 4.230) φῶτες Αἰγείδαι, ἐμοὶ πατέρες (v. Wil., Pind., 477f; Fränkel, D & P, 485̆{2}) (P. 5.76) ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον (P. 10.48) ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ (N. 4.41) “καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξ” (N. 10.77) “εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ” (supp. Boeckh: om. codd.) (N. 10.84) ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς (I. 6.56) ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν (ἀλλ' ἐμὲ coni. Boehmer) (I. 8.11) ἐμο[ὶ δ] (Pae. 2.102) “ἐμοὶ δ' ὀλίγον δέδοται” a chorus of Keans speaks Πα. . . ἐμοὶ δὲ τοῦτον διέδω[κ.ν] ἀθάνατον πόνον (*pa. 7B. 21.)
c ἐμίν. [κατ' ἐμὶν coni. Schr.: κατά τιν codd. (P. 8.68) ] ]τὶν μὲν [πά]ρ μιν[] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς (Pae. 10.19) cf. Σ Ar., Av. 931: χλευάζει τῶν διθυραμ- βοποιῶν τὸν συνεχῆ ἐν τοῖς τοιούτοις δωρισμὸν καὶ μάλιστα τὸν Πίνδαρον συνεχῶς λέγοντα ἐν ταῖς αἰτήσεσι τὸ ἐμίν fr. 298, Schr.
4 ἄμμες, Aeolic nom. pl. “τρίταισιν δ' ἐν γοναῖς ἄμμες αὖ κείνων φυτευθέντες” (v. 1. ἀμὲς) (P. 4.144)
5 ἄμμε, acc. pl.: us i. e. mankind μία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα (O. 9.106) καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν (N. 6.6)
6 ἄμμιν, ἄμμι, dat. pl. “λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἀναστάῃ” (P. 4.155) “καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω Ζεῦς” (P. 4.167) ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν κελαδῇσαι i. e. for Pindar and his fellow Thebans (I. 1.52) ἄμμι δ' πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον i. e. to the chorus and the victor (I. 7.49) ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός i. e. for us Greeks (I. 8.10) “μηδὲ Νηρέος θυγάτηρ νεικέων πέταλα δὶς ἐγγυαλιζέτω ἄμμιν.” (I. 8.44) μὴ προφαίνειν, τίς φέρεται μόχθος ἄμμιν (probably the fragment is part of some speech) fr. 42. 2.
7 νῷν dual dat. “οὐ πρέπει νῷν τιμὰν δάσασθαι” (νῶ(ι)ν, νῶ(ι) codd.) (P. 4.147) ]ο νῶιν[ (σὺν τῷ ϊ. Σ.) P. Oxy. 841. fr. 94. 2.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): a veces ép., poét. y dór. ἐγών A.Pers.932, Sophr.77, Ar.Ach.748, 754, Theoc.7.87; chipr. e-ko-ne, CEG 711 (IV a.C.?); beoc. ἱών Trypho 3
• Morfología: [sg. ac. chipr. mi, IChS 234, 235 (Quitros), me-n (?) CEG 712.1 (Golgos), ἐμέν IEphesos 3225.3 (imper.), TAM 5.550.10 (Meonia III d.C.), PMerton 24.11 (II/III d.C.), ἐμένα PSI 972.8, 16 (IV d.C.), ἐμέναν POxy.1683.17 (IV d.C.), 3407.21 (IV d.C.); gen., ép., lesb. ἐμέθεν, ἔμεθεν Il.1.525, Sapph.94.7, Alc.119.6, Parm.B 8.1, E.Hel.176, μεθέν Sophr.19, dór. ἐμέος, ἐμεῦς Epich.97.8, A.D.Pron.74.16, ἐμίως, ἐμῶς, ἐμίο, ἐμίω Rhinth.10, A.D.Pron.74.17, ἐμεῦ Hdt.4.157, Theoc.7.86, jón. μευ Il.5.115, Hdt.1.212, ép. ἐμεῖο Il.1.174, IG 22.11674.6 (imper.), ἐμέο Il.10.124, Hdt.1.126, beoc. ἐμοῦς Corinn.29; dat., dór. ἐμῖν, ἐμίν Epich.97.9, CEG 461 (Rodas V a.C.), Ar.Ach.733, SEG 43.434.7 (Pela IV a.C.), Philox.Leuc.(b) 19, 23; plu. nom., lesb., dór., ép. ἄμμες Od.9.303, Alc.208(a).3, Sapph.24(a).3, Pi.P.4.144, Archyt.B 1 (p.434), Theoc.5.67, 14.48, ἁμές Alcm.36, Epich.40.11, Ar.Lys.168; ac., ép., lesb. ἄμμε Il.1.59, 10.346, Alc.70.8, 305(a).22, Theoc.15.75, dór. ἁμέ Epich.279.1, Ar.Ach.759, Lys.95, Decr. en D.18.90, jón. ἡμέας Il.8.211, Milet 1(3).135.25 (IV a.C.), dór. ἁμῶς Ar.Lys.168; gen., lesb. ἀμμέων Sapph.147, Alc.179.4, dór. ἁμέων Alcm.38, ἁμῶν Epich.255, Theoc.2.158, ἁμίων ICr.1.8.7.5 (Cnoso III a.C.), A.D.Pron.95.21, jón. ἡμέων Il.3.101, Hdt.1.112, ἡμείων Il.5.258, Od.24.170; dat., lesb., dór., ép. ἄμμι (ν) Il.1.384, Sapph.21.12, Alc.314.1, Pi.P.4.155, A.Th.156, Theoc.15.76, Call.SHell.286(a).11, ἄμμεσιν Alc.315, dór., beoc. ἁμῖν, ἇμιν Alcm.37(a), (b), Ar.Lys.1081, ἁμίν [-ῑ-] Ar.Ach.821, Theoc.7.145; dual, nom. y ac. ép. νῶϊ Il.5.34, νώ Il.5.219, Od.15.475, beoc. νῶε Corinn.8; gen. y dat. ép. νῶϊν Il.8.374, Od.4.172, Hes.Sc.350, A.R.2.250; reforz. c. partíc. en nom. y dat.: nom. ἔγωγε Il.3.197, S.Tr.1248, Pl.Tht.149b, dór. ἐγώνγα Alcm.43, Ar.Ach.736, Lys.986, beoc. ἱώνγα Corinn.11(a).2, ἱώνει Corinn.11(b).1, ἰώγα Ar.Ach.898, lacon. y tarent. ἐγώνη Hsch., A.D.Coni.255.29, ἐγώπερ GVI 730.5 (Palestina III d.C.); délf. dat. ἐμίνγα Sophr.82, A.D.Pron.81.20, ἐμίγγα CID 1.10.7 (IV a.C.)]
pron. pers. de primera pers.
I nom. yo, plu. nosotros
1 sg. enfático ὃν τέκομεν σύ τ' ἐγώ τε Il.24.727, τί δ' ἔστιν; ὡς ἐγὼ τὸ σὸν φρίσσω στόμα S.Ant.997, ἐγὼ ... σοὶ οὐκ ἂν δυναίμην ἀντιλέγειν Pl.Smp.201c, ἐγώ μοι δοκῶ Pl.Phd.91a, ἐφάνην τοίνυν οὗτος ... ἐγώ D.18.173, ἐγὼ μὲν ὁ αὐτός εἰμι καὶ οὐκ ἐξίσταμαι yo soy el mismo y no cambio de parecer Th.2.61, cf. 3.38, ἐγώ εἰμι soy yo en op. a los demás Eu.Matt.14.27, a menudo c. la forma reforzada ἔγωγέ, φημι Ar.Ach.187, καπνὸς ἔγωγ' ἐξέρχομαι ¡pues sí que soy yo que salgo como humo! Ar.V.144, οὐ δῆτ' ἔγωγε Ar.Au.1391, τοῦτον γε τοίνυν ἔγωγε αἰσχυνόμενος Pl.Phdr.243d, cf. Phd.86b
•c. refuerzo de demostrativos ὅδ' αὐτὸς ἐγώ yo mismo aquí presente, Od.21.207, ὅδ' ἐγών A.Pers.932, οὗτος ἐγώ aquí estoy Pi.O.4.24, ὅδ' ἐκεῖνος ἐγώ S.OC 138, tb. c. art. τίς ὢν οὗτος ὁ ἐγώ τυγχάνω; Plu.2.1119a
•determinado por un relativo ἐγώ, τὸν ἴσαις τύ Theoc.14.34
•acompañado de un n. propio ἐγὼ Δάφνις Theoc.1.116, por op. a otras pers. νῶϊ δ', ἐγὼ Σθένελός τε, μαχησόμεθ' nosotros dos, Esténelo y yo, combatiremos, Il.9.48, ἐγὼ καὶ σύ X.Cyr.1.6.7
•en or. copulativa, en función de suj. τοῦ μὲν ἐγὼ θεράπων Il.24.396, ἐγὼ δὲ σέθεν πολὺ χείρων Il.20.434
•nom. abs. ἰδοῦ ἐγώ aquí estoy yo LXX Ge.27.1, Eu.Matt.23.34
•en usos impresivos οἴ 'γὼ τάλαινα S.El.674, οἴμοι ἐγὼ σοῦ, πάτερ S.Tr.971.
2 frec. en respuestas, como afirmación - πράσσειν ἄνωγας οὖν με πανδίκως τάδε; - ἔγωγε -así pues, ¿me ordenas con toda seguridad que haga esto? - sí S.Tr.1248, cf. Pl.Tht.149b, Theoc.15.60, LXX Id.13.11, Arr.Epict.2.12.18, ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἐγὼ κύριε Eu.Matt.21.30, en respuestas c. interrogación ἐγώ; ¿cómo? Ar.Eq.1336.
3 fil. el yo τί ἐστι φίλος; ἄλλος ἐγώ Pythag. en Herm.in Phdr.166, cf. Dam.in Prm.444
•tb. plu. nosotros, los hombres en gener. ἀλλὰ πῶς ἡμεῖς αἰσθανόμεθα; ¿cómo es que somos nosotros los que sentimos? Plot.1.1.7, ἔνθα δὴ ἡμεῖς μάλιστα aquí está principalmente el nosotros e.e. nuestro yo Plot.1.1.7.
II otros casos
1 uso enfático de la forma tónica σὺ δ' οὐχὶ πείσῃ καὶ συναινέσεις ἐμοί; S.El.402, frente a εἴ μοι λέγεις τὴν ὄψιν, εἴποιμ' ἂν τότε S.El.413, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ frente a δοκεῖ δέ μοι Th.1.3.
2 reforz. c. art. o c. αὐτός, c. matiz de insistencia δοκέει δέ μοι ὧδε καὶ αὐτῷ λώϊον ἔσσεσθαι y a mí mismo paréceme que será mejor así, Il.6.338, cf. Hdt.2.10, ἐμοί περ αὐτῇ Od.5.188, ἐγὼν ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς yo misma me pongo como apuesta e.d. me apuesto mi propia vida, Od.23.78, ἔμ' αὔτῳ Alc.378, cf. Sapph.26.11, ἐμὲ αὐτὸν ὕβρισεν Lys.1.4, τὸν ἐμέ a mí mismo Pl.Tht.166a, Sph.239b, ἔμοιγε καὶ αὐτῷ θαυμαστὴ ἂν εἴη ἡ διατριβὴ αὐτόθι Pl.Ap.41b, αὐτῷ ἐμοί Pl.Phd.91a, αὐτὸν ἐμέ Pl.Smp.220e.
3 en usos refl. ἐγὼν ἐμὲ λύσομαι Il.10.378, οὐδ' ἐγὼ ... ἐκδώσω μέ σοι E.Andr.256.
4 como posesivo, en gen. sg. y plu. δᾶερ ἐμεῖο Il.6.344, μεθὲν ἁ καρδία Sophr.19, ἐμοῦ τὰ φορτία Ar.V.1398, cf. Lys.301, οὐδ' ἐτεθορύβητό μου ἡ ψυχή ni mi alma ha quedado perturbada Pl.Smp.215e, τὸ σῶμα, ἡ ψυχὴ ἡμῶν Pl.Phd.86b, c, πρὸς τὰ γόνατα μου πεσοῦσα Lys.1.19, κατέφυγον ἐπὶ τοὺς προγόνους ἡμῶν Isoc.4.58, ἡ δοκοῦσα ἡμῶν πρότερον σωφροσύνη Th.1.32, ἐγὼ δ' ὑμᾶς ὑπὲρ πατρός τοὐμου τεθνεῶτος αἰτοῦμαι Antipho 1.23, ὁ λαός μου Eu.Matt.2.6, πάτερ ἡμῶν Padre nuestro, Eu.Matt.6.9.
III plu. ref. a una sola pers., e.d., sociativo: de cortesía ἡμεῖς δὲ καὶ ἄλλοθι δήομεν ἕδραν Od.16.44, de autor εἶπε καὶ ἡμῖν Od.1.10 (frente a ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα Od.1.1), de modestia ἡμεῖς δὲ πῶς οὐ γνωσόμεσθα σωφρονεῖν; S.Ai.677, ἔννοιά πόθ' ἡμῖν ἐγένετο X.Cyr.1.1.1, φοβοῦμαι μή τινες ἐπιτιμήσωσιν ἡμῖν Isoc.5.105, mayestático o enfático πρὸς ἡμῶν κάππεσε, κάτθανε καὶ καταθάψομεν habla Clitemestra, A.A.1552, ἡμῖν τί τοῦτ' ἔστ'; ¿qué nos importa? Ar.Th.498, ἐὰν μή τισιν ἡμεῖς ἐπ' ὀνόματος ἀποστείλωμεν habla Ptolomeo Filadelfo COrd.Ptol.10.4 (III a.C.), ἡμεῖς τοιοίδ' ἔφυμεν S.OT 435, cf. 1458, Theoc.1.102, PTeb.61(b).275 (II a.C.).
• Etimología: Cf. lat. ego, gót. ik, het. uk, ai. ahám, de *eg(e)H3-; para el tema με, etc., cf. lat. mē, ai. mā, gót. mi-k.
English (Abbott-Smith)
ἐγώ, gen, etc., ἐμοῦ, ἐμοί, ἐμέ (enclitic μου, μοι, με), pl. ἡμεῖς, -ῶν, -ῖν, -ᾶς, pers. pron.
I.
(a)The nom. is usually emphatic, when expressed as subjc, as in Mt 3:11, Mk 1:8, Lk 3:16, al. But often there is no apparent emphasis, as Mt 10:16, Jo 10:17; ἰδοὺ ἐ. (= Heb. הִנֵּנִי, cf. I Ki 3:8), Ac 9:10; ἐ. (like Heb. אֲנִי), I am, Jo 1:23 (LXX), Ac 7:32 (LXX).
(b)The enclitic forms (v. supr.) are used with nouns, adjectives, verbs, adverbs, where there is no emphasis: ἐν τ. πατρί μου, Jo 14:20; μου τ. λόγους, Mt 7:24; ὀπίσω μου, Mt 3:11; ἰσχυρότερός μου, ib.; λέγει μοι, Re 5:5; also with the prep. πρός, as Mk 9:19, al. The full forms (ἐμοῦ, etc.) are used with the other prepositions, as δι' ἐμοῦ, ἐν ἐμοί, εἰς ἐμέ, etc., also for emphasis, as Lk 10:16, Jo 7:23, Mk 14:7, al.
(c)The gen. μου and ἡμῶν are often used for the poss. pronouns ἐμός, ἡμέτερος: τ. λαόν μου, Mt 2:6; μου τῂ ἀπιστιᾳ, Mk 9:24.
(d)τί ἐμοὶ καὶ σοί ( = Heb. מַה־לִי וָלָךְ, Jg 11:12, al.), i.e. what have we in common: Mt 8:29, Mk 1:24, 5:7, Lk 8:28, Jo 2:4; τί γάρ μοι, I Co 5:2.
(e)The interchange of ἐγώ and ἡμεῖς, common in π., appears in Pauline Epp. (v. M, Pr., 86f., M, Th., 131f.).
(f)κἀγώ (= καὶ ἐγώ, and I, even I, I also: Mt 2:8, Lk 2:48, Jo 6:56, Ro 3:7, I Co 7:40, al.; κἀγώ . . . καί, both . . . and, Jo 7:28.
English (Strong)
a primary pronoun of the first person I (only expressed when emphatic): I, me. For the other cases and the plural see ἐμέ, ἐμοί, ἐμοῦ, ἡμᾶς, ἡμεῖς, ἡμῖν, ἡμῶν, etc.
English (Thayer)
genitive ἐμοῦ, enclitic μου; dative ἐμοί, enclitic μοι; accusative ἐμέ, enclitic με; plural ἡμεῖς, etc.; personal pronoun, I.
1. The nominatives ἐγώ and ἡμεῖς, when joined to a verb, generally have force and emphasis, or indicate antithesis, as ἐγώ μέν ... ὁ δέ); ἐγώ ... ἔχω, καί σύ); ἡμεῖς, contrasted with God, ἡμεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι, Winer's Grammar, § 22,6. But sometimes they are used where there is no emphasis or antithesis in them, as Buttmann, § 129,12. ἰδού ἐγώ, הִנֵּנִי, behold me, here am I: ἐγώ, like אֲנִי, I am: Winer s Grammar, 585 (544); Buttmann, 125 (109)).
2. The enclitic (and monosyllabic) genitive, dative, and accusative are connected with nouns, verbs, adverbs, but not with prepositions: ἔμπροσθεν μου, ὀπίσω μου, ἰσχυρότερός μου, ibid.; τίς μου ἥψατο, λέγει μοι, ἀρνήσηταί με, Winer s Grammar, § 6,3; (Lipsius, Gram. Untersuch., p. 59ff; Lob. Path. Elementa ii., p. 323 f; Tdf. N. T. edition 7, Proleg., p. 61 f; edition 8, p. 104)); but δἰ ἐμοῦ, κατ' ἐμοῦ, πρό ἐμοῦ, etc., ἐν ἐμοί, περί, δἰ, ἐπ', κατ', εἰς ἐμέ. The only exception is πρός, to which the enclitic με is generally joined, πρός ἐμέ, L T Tr WH in T Tr WH; T Tr text WH; T WH; Tdf.; Tr text WH marginal reading; L Tr; but πρός με, Tdf. and Lipsius as above, p. 61note). Moreover, the full forms ἐμοῦ, ἐμοί, ἐμέ are used in case of emphasis or antithesis; thus, ἐμοῦ, ἐμοί, ἐμέ, μου and ἡμῶν are very often used for the possessive pronouns ἐμός and ἡμέτερος (Buttmann, § 127,21); and when so used,
a. they are generally placed after their substantives, as ὁ οἶκος μου, ἡ ζωή ἡμῶν, etc. — the fuller form ἐμοῦ only for the sake of distinction or antithesis (cf. Buttmann, § 127,22), as μητέρα αὐτοῦ καί ἐμοῦ, πίστεως ὑμῶν τέ καί ἐμοῦ, Winer s Grammar, § 22,7 N. 1; Buttmann, as above): μου τούς λόγους, μου ὑπό τήν στέγην, ἡμῶν, as ἡμῶν τήν πόλιν, ἡμῶν τό πολίτευμα, Winer s Grammar, as above; Rost § 99,4, p. 452ff 7th edition adduces a multitude of examples from Greek authors; (cf. Krüger, § 47,9, 12who states the rule as follows: when joined to a substantive having the article the reflexive genitive, with αὐτοῦ ipsius, and ἀλλήλων, requires the attributive position, the personal genitive, and αὐτοῦ ejus, the partitive position).
4. τί ἐμοί (ἡμῖν) καί σοι (ὑμῖν); what have I (we) to do with thee (you)? (cf. Buttmann, 138 (121); Winer's Grammar, 211 (198); 585 (544)): וָלָך מַה־לִּי, Aulus Gellius n. a. 1,2; Epictetus diss. 2,9, 16; τί ἡμῖν καί αὐτῷ, ibid. 1,1, 16; τί ἐμοί καί αὐτοῖς, ibid. 1,27, 13; 22,15. τί γάρ μοι, what does it concern me? what have I to do etc.: Bernhardy (1829), p. 98; Krüger, § 48,3, 9; Kühner, 2:364 f; (Buttmann, as above, also 394 (337); Winer s Grammar, 586 (545)).
Greek Monolingual
(AM ἐγώ)
1. προσωπική αντων. α΄ προσώπου με την οποία αυτός που μιλά ή γράφει ορίζει τον εαυτό του
2. χρησιμοποιείται: α) η ονομ. συν. για έμφαση ή αντιδιαστολή («εγώ να σάς διώξω;», «ἐγώ εἰμι»)
β) η γεν. ως κτητ. επίθ. («το βιβλίο μου», «Πάτερ ἡμῶν...»)
3. φρ. «άλλος εγώ» — το άλλο εγώ, άνθρωπος ίδιος με μένα
νεοελλ.
1. για έμφαση χρησιμοποιούνται συγχρόνως δύο διαφορετικοί τ. της αντων. («ἐμένα μού το 'κανε αυτό;»)
2. σε διαλ. φρ. χρησιμοποιείται ο τ. με αντί του τ. μου («γιατί δεν μέ τον έδειξες;»)
3. οι πλάγιες πτώσεις συντάσσονται πάντοτε με ρήμα ή εμπρόθ. προσδιορισμό («μέ δέρνει» «μού είπε», «γύρισ΄, αφέντη μου... προς εμένα»)
4. (ως άκλ. ουδ. ουσ.) το εγώ
α) η προσωπικότητα
β) (κατ' επέκτ.) ο εγωισμός
γ) (φιλοσ.) i) (στην κλασ. φιλοσ.) η συνείδηση του εμπειρικού και συγκεκριμένου ατόμου, η οποία συνδέεται με την μόνιμη πραγματικότητα που η συνείδηση αυτή προϋποθέτει
ii) (κατά τον Νίτσε) το εργαλείο της σφαιρικής σοφίας του οργανισμού του ανθρώπου, η οποία ασχολείται με την συντήρησή του, με την αφομοίωση, με τον αποκλεισμό, με την επαγρύπνηση ενώπιον του κινδύνου
iii) (κατά τον Χούσερλ) η καθαρή συνείδηση για την οποία καθετί που υπάρχει είναι η υποδομή για την θεμελίωση και την συγκρότηση όλων τών νοημάτων
iv) (κατά την μαρξιστ. αντίληψη) έννοια που δηλώνει την ανάκλαση, από την ατομική συνείδηση του ανθρώπου, της ίδιας της ύπαρξής του καί που εκφράζει την ενότητα του ατόμου, σε αντιδιαστολή και στις σχέσεις του προς τους άλλους ανθρώπους
δ) (ψυχαναλ.) το μέρος της ανθρώπινης προσωπικότητας που βιώνεται από το άτομο ως ο «εαυτός» του και βρίσκεται σε επαφή με τον εξωτερικό κόσμο μέσω της αισθητήριας αντίληψης
5. φρ. «εμείς κι εμείς» — εμείς οι γνωστοί μόνο, χωρίς άλλους
αρχ.
1. ως βεβαιωτικό σε απαντήσεις με τον τύπο ἔγωγε («ἦ καὶ τοῡτο ἀκήκοας; — ἔγωγε», Πλάτ.)
2. (με άρθρο ως ουσ.) ο εαυτός μου, σε αντιδιαστολή με τον εξωτερικό κόσμο, η προσωπικότητα, το υποκείμενο («γέλωτα δὴ τὸν ἐμέ ἐν τοῑς λόγοις ἀπέδειξε», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εγώ, αντωνυμία α' προσώπου, (του προσώπου που δηλώνει τον ομιλητή στην επικοινωνία) ανάγεται σε ΙΕ eĝō «εγώ» (πρβλ. λατ. egō). Επίσης ο ελλ. τ. με -ō- συνδέεται με λατ. egŏ αλλά και με γοτθ. ik, (γερμ. ich) αρχ. σλαβ. ek, αρχ. πρωσσ. es, λεττ. es, στα οποία το τελικό φωνήεν έχει σιγηθεί. Αντιστοιχεί ακόμη σε αρχ. ινδ. aham, αβ. azƏm, τύπους παρεκτεταμένους σε -om (πρβλ. και αρχ. ελλ. εγών, εγώνη, ἔγωγε)
Οι τ. της αιτιατικής εμέ, με ανάγονται σε IE me (πρβλ. αρχ. ινδ. mā, γοτθ. mi-k) και η δοτική μοι συνδέεται με αρχ. ινδ. me, πιθ. και λατ. mī, που λειτούργησε ως κλητική του κτητικού meus, τύπου ο οποίος αντιστοιχεί στο ελλ. εμός < εμέ (πρβλ. αβ. ma-)].
Greek Monotonic
ἐγώ:I. Επικ. ἐγών πριν από φωνήεντα, αντων. του αʹ προσ.· Λατ. ego, εγώ· επιτετ. ἔγωγε, Λατ. equidem, εγώ τουλάχιστον, από μέρους μου, για εμένα, σε Όμηρ., Αττικ.· Δωρ. ἐγώγα, ἐγώνγα, σε Αριστοφ.· Βοιωτ. ἰώνγα, ἰώγα, στον ίδ.
II. η √ΜΕ εμφανίζεται στις πλάγιες πτώσεις, δηλ. γεν. ἐμοῦ, εγκλιτ. μοῦ, Ιων. και Επικ. ἐμέο, ἐμεῦ, μευ, Επικ. επίσης ἐμέθεν, δοτ. ἐμοί, εγκλιτ. μοί, Δωρ. ἐμίν, αιτ. ἐμέ, εγκλιτ. με.
III. δυϊκ., ονομ. και αιτ. νώ, Ιων. και Επικ. νῶϊ (πρβλ. Λατ. nos), γεν. και δοτ. νῶν, Επικ. νῶϊν.
IV. πληθ., ονομ. ἡμεῖς· Αιολ. ἅμμες· Δωρ. ἅμες — γεν. ἡμῶν, Ιων. ἡμέων, Επικ. ἡμείων, Δωρ. ἁμμῶν — δοτ. ἡμῖν, στους Αττ. ποιητές επίσης ἡμίν (ῐ) ή ἧμιν· Αιολ. και Δωρ. ἄμμῐν, ἄμμῐ, Δωρ. επίσης ἁμίν· — αιτ. ἡμᾶς, Ιων. ἡμέας· Αιολ. ἄμμε, Δωρ. ἁμέ.