πρᾶξις
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
πράξεως, Ep. and Ion. πρῆξις, ιος, ἡ: (πράσσω):—
A doing, transaction, business, [πλεῖν] κατὰ πρῆξιν = on a trading voyage, Od.3.72; ἐπὶ πρῆξιν ἔπλεον h.Ap.397; πρῆξις δ' ἥδ' ἰδίη, οὐ δήμιος a private, not a public affair, Od.3.82; π. μηδὲ φίλοισιν ὅμως ἀνακοινέο πᾶσιν Thgn. 73; ἡ περί τινος πρᾶξις the transaction respecting... Th.6.88.
2 result or issue of a business, esp. good result, success, οὐ γάρ τις πρῆξις πέλεται.. γόοιο no good comes of weeping, Il.24.524; οὔ τις πρῆξις ἐγίγνετο μυρομένοισιν Od.10.202; λυμαίνεσθαί τινι τὴν πρᾶξιν to spoil one's market, X.An.1.3.16; πρᾶξιν φίλαν δίδοι grant a happy issue. Pi.O.1.85; πρᾶξιν οὐρίαν θέλων A.Ch.814 (lyr.); ταχεῖά γ' ἦλθε χρησμῶν πρᾶξις their issue, Id.Pers. 739; ἄνευ τούτων οὐκ ἂν εἵη π. X.Cyn.2.2; δὸς πόρον καὶ π. τῷ τόπῳ τούτῳ PMag.Par.1.2366.
II doing, τῶν ἀγαθῶν (of persons) πρήξιες Thgn.1026; ἡ τῶν ἀγαθῶν πρᾶξις Pl.Chrm.163e; ἡ πρᾶξις τῶν ἔργων Antipho 3.4.9; achievement, Th.3.114; πρᾶξις πολεμική, πρᾶξις πολιητική, πρᾶξις πολιτική, Pl.R. 399a, Sph.266d, Men.99b; action, opp. πάθος, Id.Lg.876d; opp. ἕξις, Id.R.434a; moral action, opp. ποίησις, τέχνη, Arist.EN 1140a2, 1097a16; opp. ποιότης, Id.Po.1450a18, cf.EN1178a35 (pl.); ἤθη καὶ πάθη καὶ πράξεις Id.Po.1447a28; opp. οἱ πολιτικοὶ λόγοι, D.61.44; ἔργῳ καὶ πράξεσιν, οὐχὶ λόγοις Id.6.3; ἐν ταῖς πράξεσι ὄντα τε καὶ πραττόμενα exhibited in actual life, Pl.Phdr.271d; action in drama, opp. λόγος, Arist.Po.1454a18; μία πρᾶξις ὅλη καὶ τελεία ib. 1459a19, cf. 1451b33 (pl.).
2 action, exercise, χειρῶν, σκελῶν, στόματος, φωνῆς, διανοίας, Pl.La.192a.
3 euphemism for sexual intercourse, Pi. Fr.127, Aeschin.1.158, etc.; in full, ἡ πρᾶξις ἡ γεννητική Arist.HA539b20.
4 magical operation, spell, PMag.Par.1.1227, al., PMag.Lond. 125.40.
III action, act, S.OT895 (lyr., pl.), OC560, etc.; μιᾶς μόνον μνησθήσομαι πράξεως Isoc.12.127.
b military action, battle, Plb.3.19.11, etc.
IV doing, faring well or ill, fortune, state, condition, ἀπέκλαιε.. τὴν ἑωυτοῦ πρᾶξιν Hdt.3.65, cf. A.Pr.695 (lyr.), S.Aj.790, 792; εύτυχὴς π. Id.Tr.294; κακαὶ π. Id.Ant.1305.
V practical ability, πρᾶξις καὶ σύνεσις Plb.2.47.5; ἡ ἐν τοῖς πολεμικοῖς πρᾶξις Id.4.77.1.
2 practice, i.e. trickery, treachery, ἐπὶ τὴν πόλιν Id.2.9.2; κατὰ τῆς πόλεως, ἐπὶ τοὺς Αἰτωλούς, Id.4.71.6, 5.96.4.
VI exaction of money, recovery of debts, arrears, etc., IG12.57.13, al.; συμβολαίων πράξεις And.1.88; τοῦ μισθοῦ Pl.Prt. 328b; τελῶν Id.R.425d (pl.); παρὰ Ἀρτέμωνος.. ἔστω ἡ πρᾶξις τοῖς δανείσασι let the lenders have an action of recovery against Artemon, Syngr. ap. D.35.12, cf. SIG364.61,67 (Ephesus, iii B.C.), Test.Epict.5.31; ἡ πρᾶξις ἔστω καθάπερ ἐκ δίκης PEleph.1.12 (iv B.C.), etc.; αἱ πράξεις τῶν καταδικασθέντων Arist.Pol.1321b42.
2 exaction of vengeance, retribution, βαρβάρων χάριν γάμων πρᾶξιν ὡς Ἑλλὰς λάβοι E.IA272 (lyr.).
VII public office, ἡ διοικηθεῖσα πρᾶξις Epist. Macrin. ap. Hdn.5.1.2.
VIII discourse, lecture of a rhetorician or philosopher, Jul.Or.2.59c, Marin.Procl.22.
German (Pape)
[Seite 694] ἡ, ion. u. hom. πρῆξις, Tat, Handlung, Geschäft; ἤ τι κατὰ πρῆξιν, auf ein bestimmtes Geschäft, im Gegensatz von μαψιδίως, Od. 3, 72; πρῆξις δ' ἥδ' ἰδίη, οὐ δήμιος, ein Privatgeschäft, eigene, nicht Volksangelegenheit, ib. 82; bes. Handel, Handelsgeschäft, H. h. Apoll. 398; auch das Gelingen, Gedeihen, οὔτις πρῆξις πέλεται γόοιο, es ist kein Gelingen des Klagens, das Klagen nützt Nichts, Il. 24, 524, wofür 550 steht οὔ τι πρήξεις ἀκαχήμενος; auch οὔ τις πρῆξις ἐγίγνετο μυρομένοισιν, sie richteten durch ihr Jammern Nichts aus, Od. 10, 202. 568; Pind. πρᾶξιν φίλαν δίδοι, Ol. 1, 85, erwünschtes Gelingen; vgl. σύμβολον ἀμφὶ πράξιος ἐσομένας, Ol. 12, 8; ταχεῖά γ' ἦλθε χρησμῶν πρᾶξις, Aesch. Pers. 739; πρᾶξιν οὐρίαν θέλων, Ch. 801; Soph. u. Eur., wie in Prosa: ἡ περί τινος πρ., Thuc. 6, 88; πᾶσα ἡ πρᾶξις αὐτοῖς διὰ λόγων ἐστί, Plat. Gorg. 450 d; πολεμική, Polit. 304 e; πολιτική, Legg. V, 737 a; Gegensatz πάθος, IX, 876 d; τῶν ἀγαθῶν, Charm. 163 e; αὐτὰ ἐν ταῖς πράξεσιν, im Handeln, in der Wirklichkeit, Phaedr. 271 e, vgl. Ep. VII, 343 a; Xen. u. Folgde; ἐν αὐτῷ τῷ τῆς πράξεως καιρῷ διεφθάρη, Pol. 3, 19, 11; μετὰ δὲ ταύτην τὴν πρᾶξιν, 1, 24, 5, u. öfter; listige Unternehmung, Verrätherei, καὶ ἐπιβουλὴ ἐπὶ τὴν πόλιν, 2, 9, 2; πρᾶξιν συνίστασθαι κατά τινος, 4, 8, 3; ἐπί τινα, 5, 96, 3, u. öfter; bes. auch Tüchtigkeit zum Handeln, καὶ σύνεσιν ἔχειν, 2, 47, 5, vgl. πρᾶξις καὶ τόλμα ἐν τοῖς πολεμικοῖς, 4, 27, 1. – Das Eintreiben, Einfordern, τοῦ μισθοῦ, Plat. Prot. 328 b, τελῶν, Rep. IV, 425 d, u. Sp. – Wie εὖ, κακῶς πράττειν in einem guten od. unglücklichen Zustande sich befinden heißt, wird auch πρᾶξις übh. für Zustand, Lage, Befinden gebraucht, Ἰοῦς, Aesch. Prom. 797; Soph. Trach. 152. 819 Ai. 790; πράξεις κακὰς ἐφυμνεῖν τινι, Ant. 1305; auch Her., πρᾶξιν ἑαυτοῦ πᾶσαν ἀποκλαίει, 3, 65. – Bei Sp., wie Hdn. 5, 1, auch = Amtsgeschäft, Amt. – Und, wie πραγματεία, Werk, Schrift, Abhandlung, Sp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρᾶξις -εως, ἡ, ep. en Ιon. πρῆξις [πράττω] handeling, het handelen, daad:. ἡ ἀξία τοῦ πάθους τε καὶ πράξεως de straf die past bij de schade en de daad Plat. Lg. 876d; ἐν ταῖς τῶν χειρῶν πράξεσιν bij de activiteiten van de handen Plat. Lach. 192a; ἔργῳ κωλύειν καὶ πράξεσιν, οὐχὶ λόγοις δέον het is nodig (hen) metterdaad en door handelingen te beteugelen, niet door woorden Dem. 6.3; ἕτερον δ’ ἐστὶ ποιήσις καὶ πρᾶξις produceren en handelen zijn verschillende zaken Aristot. EN 1140a2; ἐάν... ποιῇ φανερὸν ὁ λόγος ἢ ἡ πρᾶξις προαίρεσίν τινα als het spreken of handelen een voornemen duidelijk maakt Aristot. Poët. 1454a18. het verrichten, de uitvoering, met gen. obj..; ἄλλος ἐπ’ ἄλλου ἔργου πρᾶξιν ieder voor de uitvoering van een andere taak Plat. Resp. 370b; τὴν τῶν ἀγαθῶν πρᾶξιν ἢ ποίησιν het verrichten of produceren van het goede Plat. Chrm. 163e; milit.:; ἐν... πολεμικῇ πράξει bij krijgsverrichtingen Plat. Resp. 399a; εὐτυχῆ κλύουσα πρᾶξιν τήνδε nu ik hoor over deze gelukkige uitkomst (van de strijd) Soph. Tr. 294; διὰ τὴν περὶ τῶν Μαντινικῶν πρᾶξιν vanwege zijn optreden in de strijd bij Mantinea Thuc. 6.88.9; jur. invordering:; τελῶν πράξεις invorderingen van belastingen Plat. Resp. 425d; αἱ πράξεις τῶν καταδικασθέντων het ten uitvoer brengen van vonnissen over veroordeelden Aristot. Pol. 1321b42; overdr..; πρᾶξιν λαβεῖν wraak nemen Eur. IA 272; abs. onderneming:. ἤ τι κατὰ πρῆξιν ἦ μαψιδίως ἀλάλησθε; dwalen jullie rond voor zaken of zomaar? Od. 9.253; πρῆξις δ’ ἥδ’ ἰδίη dit is een privé kwestie Od. 3.82. resultaat, afloop, succes, met gen. subj.. οὐ γάρ τις πρῆξις πέλεται κρυεροῖο γόοιο want met vreselijk gejammer schiet je toch niets op Il. 24.524; πρᾶξιν φίλαν δίδοι moge hij een goede afloop geven Pind. O. 1.85; ταχεῖά γ’ ἦλθε χρησμῶν πρᾶξις snel kwam de realisering van de orakels Aeschl. Pers. 739. hoe iemand het maakt (vgl. εὖ / κακῶς πράττειν) toestand, lot:. ἀπέκλαιε πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ πρῆξιν hij beweende zijn hele situatie Hdt. 3.65.7; σοὶ κακὰς πράξεις ἐφυμνήσασα u een vreselijk lot toewensend Soph. Ant. 1305.
Russian (Dvoretsky)
πρᾶξις: эп.-ион. πρῆξις, εως ἡ
1 дело: π. ἰδίη, οὐ δήμιος Hom. личное, а не общественное дело; κατὰ πρῆξιν ἢ μαψιδίως; Hom. по делу или без дела?;
2 торговое дело, торговля: ἐπὶ πρῆξιν καὶ χρήματα πλεῖν HH плавать по торгово-денежным делам;
3 событие, происшествие: ἐφοβεῖτο αὐτοὺς διὰ τὴν περὶ τῶν Μαντινικῶν πρᾶξιν Thuc. (Алкивиад) опасался (элидян) в связи с мантинейской историей;
4 исход, результат (π. φίλα Pind.; π. οὐρία Aesch.);
5 благоприятный исход, успех, польза (οὔ τις π. ἐγίγνετο Hom.): ἄνευ τούτων οὐκ ἂν εἴη π. Xen. без этого ничего не выйдет;
6 действие, деяние, деятельность (πράξεις ἀποστόλων NT): ἕξις καὶ π. или πάθος καὶ π. Plat. (страдательное) состояние и действие; πράξεσιν, οὐχὶ λόγοις Dem. действиями, а не словами; αἱ τῶν ἀγαθῶν πράξεις Plat. созидание благ; τῶν χειρῶν πράξεις Plat. движения рук; π. ποιητική Plat. поэтическое творчество; π. πολιτική Plat., pl. Arst. политическая деятельность;
7 дельность, опытность, предприимчивость: πρᾶξιν καὶ σύνεσιν ἔχων Polyb. дельный и сообразительный;
8 общение (ἡ π. ἡ γεννητική Arst.): ἡ π. Aeschin. половой акт;
9 положение, состояние, судьба: τὴν ἑωϋτοῦ πρῆξιν ἀπέκλαιε Her. (Камбис) оплакивал свою судьбу; πέφρικ᾽ εἰσιδοῦσα πρᾶξιν Ἰοῦς Aesch. я содрогаюсь, видя участь Ио;
10 хитрость, козни (π. καὶ ἐπιβουλὴ ἐπὶ τὴν πόλιν Polyb.): π. κατά τινος и ἐπί τινα Polyb. козни против кого-л.;
11 исполнение, свершение (τοῦ ἔργου Plat.): ταχεῖα γ᾽ ἦλθε χρησμῶν π.! Aesch. быстро же осуществились прорицания!;
12 взимание, взыскание (τοῦ μισθοῦ Plat.; τῶν καταδικασθέντων Arst.);
13 требование (о возврате чего-л.), притязание: πρᾶξίν τινος λαβεῖν Eur. получить возмещение за что-л.;
14 pl. политическая или общественная деятельность: ἡ περὶ τὰς πράξεις ἐπιστήμη Dem. политическая наука.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. action :
1 fait d'agir;
2 action, acte en gén.
3 mise en activité, action, exercice (d'un membre, d'un organe);
II. p. suite :
1 exécution, accomplissement;
2 entreprise, conduite d'une affaire (de guerre, de politique, etc.) ATT ; αἱ πράξεις les affaires publiques;
3 particul. commerce, négoce ; revendication;
4 en mauv. part intrigue, menée;
III. 1 manière d'agir, conduite;
2 manière d'être ; état, situation ; sort, fortune, destinée bonne ou mauvaise : τὴν ἑωυτοῦ πρῆξιν ἀπέκλαιε HDT il déplorait sa destinée ; au pl. κακαὶ πράξεις SOPH destinée malheureuse;
IV. résultat d'une action, suite, conséquence : χρησμῶν ESCHL accomplissement d'un oracle ; οὔ τις πρῆξις πέλεται γόοιο IL il ne sert de rien de gémir ; οὔ τις πρῆξις ἐγίγνετο μυρομένοισιν OD il ne servait de rien de pleurer.
Étymologie: πράσσω.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾶξις: -εως, Ἰωνικ. πρῆξις, -ιος, ἡ· (πράσσω)· ― ἐμπορικὴ πρᾶξις, ἐμπορικὴ ἐπιχείρησις, πλεῖν κατὰ πρῆξιν, «κατ’ ἐμπορίαν ἐπὶ τῷ ἰδίῳ κέρδει» (Σχόλ.) (πρβλ. πρακτήρ), Ὀδ. Γ. 72, Ι. 253· ἐπὶ πρ. πλεῖν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπολλ. 397· πρῆξις δ’ ἥδ’ ἰδίη, οὐ δήμιος, ἰδιωτικὴ πρᾶξις ἢ ὑπόθεσις οὐχὶ δημοσία, Ὀδ. Γ. 82· πρῆξιν μηδὲ φίλοισιν ὅμως ἀνακοίνεο πᾶσιν Θέογν. 73· π. οὐρία Αἰσχύλ. Χο. 814· ἀπὸ ταύτης τῆς πρ. Θουκ. 3. 114· πρ. περί τινος, ἡ ἐνέργεια ὡς πρός..., ὁ αὐτ. 6. 88. 2) τὸ ἀποτέλεσμα, τὸ τέλος ὑποθέσεώς τινος· μάλιστα καλόν, αἴσιον ἀποτέλεσμα, οὐ γάρ τις πρῆξις πέλεται… γόοιο, «τίποτε δὲν γίνεται», οὐδὲν κατορθοῦται διὰ τῶν δακρύων, Ἰλ. Ω. 524 (ὅπερ ἐκφέρεται κατωτέρω 550, διὰ τοῦ οὔ τι πρήξεις ἀκαχήμενος)· οὕτω, οὔ τις πρῆξις ἐγίγνετο μυρομένοισιν Ὀδ. Κ. 202, 568· ᾦ λυμαινόμεθα τὴν πρᾶξιν, οὗ σκοποῦμεν νὰ καταστρέψωμεν τὴν ἐπιχείρησιν, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 16· πρᾶξιν φίλαν διδόναι, εὐτυχὲς ἀποτέλεσμα, Πινδ. Ο. 1. 136· πρ. οὐρίαν θέλων Αἰσχύλ. Χο. 814· ταχεῖα δ’ ἦλθε χρησμῶν πρ., ἐκπλήρωσις, ἀποτέλεσμα αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 739· ἄνευ τούτων οὐκ ἂν εἴη πρ. Ξεν. Κυν. 2. 2. ΙΙ. ἐνέργεια, ἐκτέλεσις, κακότητος Θέογν. 1026· αἱ τῶν ἀγαθῶν πρ. Πλάτ. Χαρμ. 163D· ἡ πρ. τῶν ἔργων Ἀντιφῶν 125. 5· πρ. πολεμική, ποιητική, πολιτική, κτλ., Πλάτ., κτλ.· ― ἐνέργεια, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πάθος, Πλάτ. Νόμ. 876D· πρὸς τὸ ἕξις, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 434Α· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὁμιλεῖν, Δημ. 66. 7 καὶ 19., 1414. 14· ἐν ταῖς πράξεσιν ὄντα τε καὶ θεώμενα, ἐν τῷ πρακτικῷ βίῳ, Πλάτ. Φαῖδρ. 271D· ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 6. 2, πρᾶξις, (ἐνέργεια) διακρίνεται ῥητῶς ἀπὸ τῆς θεωρίας καὶ ἀπὸ τῆς ποιήσεως, ὡς καὶ ἀπὸ τῆς προαιρέσεως, πρβλ. 1. 1, 1., 10. 8, 5, Πολιτικ. 1. 2, 6. 2) ἐνέργεια, ἄσκησις, χειρῶν, σκελῶν, στόματος, διανοίας Πλάτ. Λακ. 192Α. 3) κατ’ εὐφημισμὸν ἐπὶ τῆς σαρκικῆς μίξεως καὶ συνουσίας, Πινδ. Ἀποσπ. 236, Αἰσχίν. 22. 35, κτλ.· πλῆρες, ἡ πρ. ἡ γεννητικὴ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 2· πρβλ. πράσσω ΙΙ. 3. ΙΙΙ. ἐνέργεια, πρᾶξις, Σοφ. Ο. Τ. 895, Ο. Κ. 560, κτλ.· μιᾶς οὐ μνησθήσομαι πράξεως Ἰσοκρ. 259Α, πρβλ. Πολύβ. 3. 19, 11, κτλ. IV. ὡς τὸ εὖ ἢ κακῶς πράσσειν, ἡ κατάστασίς τινος καλὴ ἢ κακή, ἡ τύχη, ἀπέκλαιε… τὴν ἑωυτοῦ πρ. Ἡρόδ. 3. 65, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 695, Σοφ. Αἴ. 790. 792· εὐτυχὴς πρ., ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 294· κακαὶ πράξεις ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1305. V. ἀγωγή, δεξιότης, πρακτικὴ ἱκανότης, Πολύβ. 2. 47, 5., 4. 77, 1· ― ὡσαύτως, δεξιότης ἐπὶ τῆς ἐννοίας τῆς ἐξαπατήσεως, ὁ αὐτ. 2. 9, 2· κατά τινος ἢ ἐπί τινα ὁ αὐτ. 4. 71, 6, κτλ. VI. ἡ ἀπαίτησις καὶ εἴσπραξις χρημάτων, ἡ εἴσπραξις ὀφειλομένων, καθυστερουμένων κτλ., π. συμβολαίων Ἀνδοκ. 12. 8· τοῦ μισθοῦ Πλάτ. Πρωτ. 328Β· τελῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 425D· κατὰ Ἀρτέμωνος... ἔστω ἡ πρᾶξις τοῖσι δανείσασι, οἱ δανεισταὶ ἃς κινήσωσιν ἀγωγὴν εἰσπράξεως κατὰ τοῦ Ἀρτέμωνος, Δημ. 926. 27· αἱ πρ. τῶν καταδικασθέντων Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 8· ― ἐντεῦθεν πρᾶξιν λαβεῖν = δίκην λαβεῖν, βαρβάρων χάριν γάμων πρᾶξιν ὡς Ἑλλὰς λάβοι Εὐρ. Ι. Α. 272. VII. ἐν τῷ πληθ., δημόσιος ἢ πολιτικὸς βίος, ἡ περὶ τὰς πρ. ἐπιστήμη Δημ. 1414. 4· ― βραδύτερον ἐν τῷ ἑνικῷ, δημόσιον ὑπούργημα, Ἡρῳδιαν. 5. 1, κτλ. VIII. ἡ διδασκαλία ῥητοροδιδασκάλου ἢ φιλοσόφου, Μαρῖνος ἐν βίῳ Πρόκλου 22, κλπ.
English (Slater)
πρᾶξις (-ις, -ιος, -ιν.)
a accomplishment “τὺ δὲ πρᾶξιν φίλαν δίδοι” (O. 1.85) ὠκεῖα δ' ἐπειγομένων ἤδη θεῶν πρᾶξις (P. 9.68) μὴ πρεσβυτέραν ἀριθμοῦ δίωκε, θυμέ, πρᾶξιν fr. 127. 4.
b event σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας ευλτ;γτ;ρεν θεόθεν (O. 12.8)
Spanish
English (Strong)
from πράσσω; practice, i.e. (concretely) an act; by extension, a function: deed, office, work.
English (Thayer)
πράξεως, ἡ (πράσσω), from Homer down;
a. a doing, a mode of acting; a deed, Acts, transaction: universally, πράξεις τῶν ἀποστόλων (Griesbach; inserts ἁγίων, L Tr WH omit τῶν, Tdf. has simply πράξεις), the doings of (i. e. things done by) the apostles, in the inscription of the Acts; singular in an ethical sense: both good and bad, crime, wicked doings (cf. our practices i. e. trickery; often so by Polybius): κακῇ added, as Ev. Nicod. 1Ἰησοῦς ἐθεράπευσε δαιμονιζομένους ἀπό πράξεων κακῶν).
b. a thing to be done, business (A. V. office) (Xenophon, mem. 2,1, 6): Romans 12:4.
Greek Monolingual
η / πράξις, -εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, -ήξιος, Α πράττω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη του αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.)
2. το επιτελούμενο έργο σε σχέση με το είδος ή τον σκοπό της επιτελούμενης ενέργειας (α. «αγαθή πράξη» β. «ἔν τε πολεμικῇ πράξει ὄντος ἀνδρείου», Πλάτ.)
3. η ενέργεια, η δράση, σε αντιδιαστολή με τα λόγια ή τις αφηρημένες καταστάσεις (α. «τα λόγια είναι εύκολα, μα δύσκολες οι πράξεις» β. «ἔργῳ καὶ πράξεσιν, οὐχὶ λόγους», Δημοσθ.)
4. εμπορική ενέργεια ή χρηματιστηριακή συναλλαγή, αγοραπωλησία (α. «πράξεις επί προθεσμία» β. «ἐπὶ πρῆξιν ἔπλεον»)
5. πείρα, ικανότητα που αποκτήθηκε με την άσκηση (α. «γιατί είχεν ο θαλασσινός γνώση πολλή και πράξη», Ζερβ.
β. «κατανοῶν δὲ τὸν Ἀντίγονον καὶ πρᾱξιν ἔχοντα καὶ ἐμπειρίαν», Πολ.)
6. ερωτικό σμίξιμο, σαρκική επαφή, συνουσία (α. «τον έπιασαν πάνω στην πράξη» β. «τέτταρας δραχμὰς αὐτὸν ὑπὲρ τῆς πράξεως τούτης ἀπεστερηκέναι», Πίνδ.)
7. άσκηση, θέση σε εφαρμογή, εκτέλεση (α. «έθεσαν σε πράξη τα όσα είχαν αποφασίσει» β. «το σχέδιό του αποδείχθηκε ανεφάρμοστο στην πράξη», γ. «ἐν ταῖς τῶν χειρῶν πράξεσιν ἢ σκελῶν ἢ στόματός τε καὶ φωνῆς ἢ διανοίας», Πλάτ.)
8. φρ. «Πράξεις τῶν Αποστόλων»
εκκλ. ιστορικό βιβλίο της Καινής Διαθήκης που γράφηκε από τον ευαγγελιστή Λουκά, πιθανότατα στη Ρώμη γύρω στο β3 μ.Χ., αποτελεί συνέχεια του Ευαγγελίου του, απαρτίζεται από 28 κεφάλαια, διαιρείται σε δύο μέρη, από τα οποία στο μεν πρώτο εξιστορείται η δράση του αποστόλου Πέτρου σχετικά με την ίδρυση και εξάπλωση της Εκκλησίας στον ιουδαϊκό και εθνικό κόσμο, ενώ στο δεύτερο εξιστορείται η δράση του αποστόλου Παύλου, απευθύνεται προς τον «κράτιστον Θεόφιλον» και σκοπός του ήταν να καταδειχθεί ότι οι απόστολοι, ενισχυμένοι από το Άγιο Πνεύμα, εκπλήρωσαν την αποστολή που τους είχε αναθέσει ο Ιησούς μέσω του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή το κήρυγμα του Ευαγγελίου έως εσχάτων της γης
νεοελλ.
1. διοικητική ενέργεια, διοικητική απόφαση (α. «διορίστηκε με πράξη του υπουργού» β. «το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει το δικαίωμα ακυρώσεως τών πράξεων της Διοικήσεως που επιχειρούνται με κατάχρηση της διακριτικής εξουσίας»)
2. πολιτική απόφαση, συμφωνία διεθνούς σώματος (α. «η Γενική Πράξη τών Βρυξελλών της 2ας Ιουλίου 1890 για την κατάργηση της εμπορίας δούλων» β. «η Τελική Πράξη του Ελσίνκι για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη»)
3. (νομ.) εκδήλωση του φυσικού προσώπου συνειδητή, εκούσια και αντικειμενικώς διαγνώσιμη
4. εγγραφή, καταχώριση σε ειδικό βιβλίο (α. «λογιστική πράξη» — εγγραφή εμπορικής πράξης, αγοραπωλησίας, στα λογιστικά βιβλία μιας επιχείρησης
β. «ληξιαρχική πράξη» — εγγραφή στα επίσημα ληξιαρχικά βιβλία με την οποία πιστοποιείται η αστική κατάσταση ενός προσώπου, η γέννηση, ο γάμος και ο θάνατος του)
5. καθένα από τα αυτοτελή μέρη της δράσης σκηνικού έργου (α. «δράμα σε τρεις πράξεις» β. «όπερα σε τέσσερεις πράξεις»)
6. φρ. α) «αριθμητική πράξη»
μαθημ. καθένας από τους τέσσερεις γενικούς τρόπους με τους οποίους από δοθέντες αριθμούς ή, γενικότερα, όρους, παράγεται άλλος, δηλαδή η πρόσθεση, η αφαίρεση, ο πολλαπλασιασμός και η διαίρεση
β) «αλγεβρικές πράξεις»
μαθημ. ποικίλοι μετασχηματισμοί στις αλγεβρικές παραστάσεις και εξισώσεις («πράξεις ανάλυσης»)
γ) «προθεσμιακή πράξη»
(νομ.) αγοραπωλησία αξιών ή εμπορευμάτων, όταν συμφωνείται από τους συμβαλλομένους να γίνει η παράδοσή τους στον αγοραστή σε χρόνο μεταγενέστερο από την ημέρα που υπογράφηκε η συμφωνία
δ) «ταμειακή πράξη» — κάθε κίνηση μετρητών στο ταμείο μιας οικονομικής μονάδας και οι αντίστοιχες λογιστικές εγγραφές
μσν.
1. παρόρμηση, ερέθισμα για άθλο
2. αποκαθήλωση
αρχ.
1. ζήτημα, υπόθεση, δουλειά (α. «πρῆξιν μηδὲ φίλοισιν ὁμῶς ἀνακινέο πᾶσιν», θεόγν.
β. «ᾧ λυμαινόμεθα τὴν πράξιν», Ξεν.)
2. είσπραξη οφειλόμενων χρηματικών ποσών (α. «τὸν τρόπον τῆς πράξεως τοῦ μισθοῦ», Πλάτ.)
3. πολεμική ενέργεια («ἐν αὐτῷ τῷ τῆς πράξεως καιρῷ διεφθάρη», Πολ.)
4. δικαστική ενέργεια, κίνηση αγωγής («κατὰ Ἀρτέμωνος ἔστω ἡ πρᾱξις τοῖς δανείσασι»
5. δικαστική απόφαση («χαλεπωτάτη τῶν ἀρχῶν ἐστιν ἡ περὶ τὰς πράξεις τῶν καταδικασθέντων», Αριστοτ.)
6. (στον Αριστοτ.) το σύνολο της δράσης στην τραγωδία
7. έκβαση, το αποτέλεσμα μιας υπόθεσης και κυρίως το αίσιο και ευτυχές τέλος («πρᾱξιν οὐρίαν θέλων», Αισχ.)
8. εκπλήρωση («φεῡ, ταχεῖά γ' ἦλθε χρησμῶν πρᾱξις», Αισχύλ.)
9. η δυνατότητα ευτυχούς ενέργειας («δὸς πόρον καὶ πρᾱξιν τῷ τόπῳ τούτῳ», πάπ.)
10. δημόσιο λειτούργημα, υπούργημα («καὶ τὸ πρᾱον τῆς διοικηθείσης πρότερον πράξεως», Ηρωδ.)
11. η διδασκαλία ρήτορα ή φιλοσόφου
12. η διαγωγή ενός ατόμου από ηθική άποψη
13. κατάσταση, τύχη, μοίρα (α. «ἀπέκλαιε πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ πρῆξιν», Ηρόδ.
β. «ἀνδρὸς εὐτυχῆ κλύουσα πρᾱξιν», Σοφ.)
14. εκδίκηση, ανταπόδωση κακού
15. πληθ. αἱ πράξεις
α) πρακτικός βίος σε αντιδιαστολή με τον στοχασμό («μετὰ ταῦτα θεώμενον αὐτὰ ἐν ταῖς πράξεσιν ὄντα τε καὶ πραττόμενα», Πλάτ.)
β) δημόσιος ή πολιτικός βίος («τὴν περὶ τὰς πράξεις καὶ τοὺς πολιτικοὺς λόγους ἐπιστήμην», Δημοσθ.)
16. φρ. α) «πρᾱξιν λαμβάνω» — παίρνω εκδίκηση, εκδικούμαι
β) «πρᾱξις περί τίνος» — ενέργεια ως προς κάτι
γ) «πρᾱξις κατά τινος ἢ ἐπί τινα» — ενέργεια που τείνει σε βλάβη ή εξαπάτηση κάποιου, εχθρική ενέργεια εναντίον κάποιου
δ) «πρᾱξις καθάπερ δίκης»
πιθ. κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη σε περίπτωση μη εξόφλησης του χρέους.
Greek Monotonic
πρᾶξις: -εως, Ιων. πρῆξις, -ιος, ἡ (πράσσω),
I. 1. πράξη, διεξαγωγή, επιχείρηση, πλεῖν κατὰ πρῆξιν, σε εμπορικό ταξίδι, σε Ομήρ. Οδ.· πρῆξις δ' ἥδ' ἰδίη, οὐ δήμιος, ιδιωτική, όχι δημόσια υπόθεση, στο ίδ.
2. αποτέλεσμα ή συμπέρασμα υπόθεσης, οὐ γάρ τις πρᾶξις πέλεται γόοιο, κανένα καλό δεν βγαίνει με τα δάκρυα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, οὔ τις πρᾶξις ἐγίγνετο μυρομένοισιν, σε Ομήρ. Οδ.· πρᾶξιν οὐρίαν θέλων, σε Αισχύλ.· χρησμῶν πρᾶξις, το αποτέλεσμα αυτών, στον ίδ.
II. 1. ενέργεια, εκτέλεση, δράση, κακότητος, σε Θέογν.· πρᾶξις πολεμική, ποιητική, πολιτική, σε Πλάτ.· ενέργεια, αντίθ. προς το πάθος, στον ίδ.· ἐν ταῖς πράξεσι, στη δραστήρια, ενεργητική ζωή, στον ίδ.
2. ενέργεια, άσκηση, χειρῶν, σκελῶν, στον ίδ.
III. ενέργεια, πράξη, σε Σοφ. κ.λπ.
IV. όπως το εὖ ή κακῶς πράσσειν, καλή ή κακή πράξη που διαμορφώνει με αυτόν τον τρόπο τη μοίρα κάποιου, την κατάσταση, τις συνθήκες, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
V. πρακτική ικανότητα, επιδεξιότητα, σε Πολύβ.· επίσης, τέχνασμα, απάτη, στον ίδ.
VI. αξίωση για απόδοση χρημάτων, ανάκτηση ανεξόφλητων χρεών ή καθυστερούμενων οφειλών, πρᾶξις συμβολαίων, σε Πλάτ., Δημ.· απ' όπου, αξίωση εκδίκησης, τιμωρία, σε Ευρ. VΙI. σε πληθ., δημόσια ή πολιτική ζωή, σε Δημ.
Middle Liddell
πρᾶξις, εως, πράσσω
I. a doing, transaction, business, πλεῖν κατὰ πρῆξιν on a trading voyage, Od.; πρῆξις δ' ἥδ' ἰδίη, οὐ δήμιος a private, not a public affair, Od.
2. the result or issue of a business, οὐ γάρ τις πρ. πέλεται γόοιο no good comes of weeping, Il.; so, ὄυ τις πρ. ἐγίγνετο μυρομένοισιν Od.; πρ. οὐρίαν θέλων Aesch.; χρησμῶν πρ. their issue, Aesch.
II. an acting, transacting, doing, κακότητος Theogn.; πρ. πολεμική, ποιητική, πολιτική Plat.:— action, opp. to πάθος, Plat.; ἐν ταῖς πράξεσι in actual life, Plat.
2. action, exercise, χειρῶν, σκελῶν Plat.
III. an action, act, Soph., etc.
IV. like τὸ εὖ or κακῶς πράσσειν, a doing well or ill, faring so and so, one's fortune, state, condition, Hdt., Aesch., etc.
V. practical ability, dexterity, Polyb.:— also, practice, trickery, Polyb.
VI. the exaction of money, recovery of outstanding debts or arrears, πρ. συμβολαίων Plat., Dem.:—hence, the exaction of vengeance, retribution, Eur.
VII. in plural public or political life, Dem.
Chinese
原文音譯:pr©xij 普拉克西士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:實行
字義溯源:實施,活動,用處,所為,所行的事,行為;源自(ἀναπράσσω / πράσσω)*=實行)。參讀 (ἔργον)同義字
出現次數:總共(6);太(1);路(1);徒(1);羅(2);西(1)
譯字彙編:
1) 行為(3) 太16:27; 羅8:13; 西3:9;
2) 用處(1) 羅12:4;
3) 為(1) 路23:51;
4) 所行的事(1) 徒19:18
English (Woodhouse)
accomplishment, act, action, affair, conduct, deed, exaction, fortune, matter, performance, plight, position, work, act done, act of committing, act of performing, carrying on, circumstances, opposed to idleness, thing done
Léxico de magia
ἡ 1 en general práctica, operación mágica o ritual mágico πρὸς τὸ μὴ διαπίπτειν ἐπιτελοῦντα τήνδε τὴν πρᾶξιν para que no te equivoques cuando lleves a cabo esta práctica P I 45 κρύβε, κρύβε τὴν πρᾶξιν guarda, guarda en secreto la práctica P I 41 διατέλει ἀψευδῶς, κύριε, ὕπαρ πάσης πράξεως πρὸς ἐπιταγὴν ἁγίου πνεύματος cumple sin engaño, señor, la visión de cada práctica, de acuerdo con el mandato del sagrado espíritu P III 288 ἀπέστειλά σοι τήνδε τὴν πρᾶξιν ἐν πάσῃ εὐκοπίᾳ ἱερὰν ἐπιτελουμένην ἐνέργειαν te he enviado esta práctica que con toda facilidad proporciona sagrada energía P IV 159 αὕτη ἡ πρᾶξις ἔνθεος esta práctica es de inspiración divina P VII 805 παρακατατίθεμαί σοι τήνδε τὴν πρᾶξιν te confío esta práctica P VII 449 πρόγνωσις ἥδε τῇ προειρημένῃ πράξει γίνεται esta prógnosis se realiza por medio de la práctica citada anteriormente P XIII 265 ἔστιν δὲ ἡ π. τοῦ τὰ πάντα περιέχοντος ὀνόματος ésta es la práctica del nombre que todo lo abarca P XIII 345 ὁρκίζω σε κατὰ σοῦ ὀνόματος ποιῆσαι τὴν πρᾶξιν ταύτην te conjuro por tu nombre a que realices esta operación mágica SM 54 31 2 práctica mágica concreta προγνωστικὴ π. πᾶσαν ἐνεργίαν <ἔχουσα> práctica para pronosticar el futuro que tiene un poder completo P III 284 π. ἡ καλουμένη ξίφος, ἧς οὐδέν ἐστιν ἶσον διὰ τὴν ἐνέργειαν práctica denominada «espada», a la que nada iguala debido a su poder P IV 1716 π. γενναία ἐκβάλλουσα δαίμονας práctica excelente que expulsa démones P IV 1227 ἀρκτικὴ π. práctica mágica con la Osa Mayor P LXXII 1 3 práctica aludida en razón de alguno de sus elementos: a) ofrenda ἐπίθυμα τῆς πράξεως· ἀνθερίκου σπέρματος δραχμὴν αʹ, ἀμώμου, κρόκου ... ἀνὰ δραχμάς βʹ ofrenda de la práctica: un dracma de semilla de asfódelo, de amomo y de azafrán dos dracmas de cada uno P IV 1308 P IV 2871 ἔστιν τὸ ἐπίθυμα τὸ ἐμψυχοῦν τὸν Ἔρωτα καὶ ὅλην τὴν πρᾶξιν esta es la ofrenda que anima a Eros y a toda la práctica P IV 1831 b) amuleto φυλακτήριον τῆς πράξεως· λύκου ἀστράγαλον περιάπτου amuleto de la práctica: cuélgate una taba de lobo P IV 1317 φυλακτήριον τῆς πράξεως· λαβὼν λίθον σιδηρίτην, ἐν ᾧ ἐνγεγλύφθω Ἑκάτη τριπρόσωπος amuleto de la práctica: toma una piedra de siderita y que quede grabada en ella una Hécate de tres rostros P IV 2878 φυλακτήριον τῆς πράξεως, ὃ δεῖ σε φορεῖν ἐπιβαλλόμενον πρὸς φύλαξίν σου ὅλου τοῦ σώματος amuleto de la práctica, que debes llevar encima para protección de todo tu cuerpo P IV 1071 P IV 2358 φυλακτήριον παρὰ τὴν πρᾶξιν· τὸ κρανίον τοῦ ὄνου amuleto para la práctica: el cráneo del asno P XIa 37 δακτυλίδιον πρὸς πᾶσαν πρᾶξιν καὶ ἐπιτυχίαν anillo para toda operación mágica y para el éxito P XII 202 c) asesor ἔχει δὲ καὶ π. πάρεδρον, ὅς γίνεται ἐκ μορέας ξύλου· γίνεται δὲ Ἔρως πτερωτὸς χλαμύδα ἔχων tiene la práctica un asesor, que se hace con leña de moral: es un Eros alado con clámide P IV 1840 d) realización ποίησις τῆς πράξεως realización de la práctica P II 141 e) fórmula ὁ λόγος οὗτος τῆς πράξεως ésta es la fórmula de la práctica P IV 2434 P IX 12 ἐπάναγκος τῆς πράξεως fórmula coactiva de la práctica P IV 2901 ἔστι δὲ ἡ σύστασις τῆς πράξεως ἥδε πρὸς Ἥλιον γινομένη ésta es la fórmula de encuentro de la práctica que se dirige a Helios P III 197 P III 494 P IV 260 f) petición ἐξαίτησις τῆς πράξεως petición de la práctica P IV 434 εὐχὴ πρὸς Σελήνην ἐπὶ πάσης πράξεως oración a Selene para toda práctica P IV 2785 g) calumnia διαβολὴ πρὸς Σελήνην ποιοῦσα πρὸς πάντα καὶ πρὸς πᾶσαν πρᾶξιν calumnia a Selene, que actúa en todo y para toda práctica P IV 2623 h) figura ἔστι δὲ ζῴδιον τῆς πράξεως ésta es la figura de la práctica P VIII 110
Lexicon Thucydideum
actum, done, 1.39.3, 3.114.1, 6.88.9.
Translations
transaction
Arabic: مُعَامَلَة; Belarusian: транзакцыя, аперацыя; Bulgarian: транзакция; Chinese Mandarin: 交易; Czech: transakce; Danish: transaktion, postering; Finnish: rahansiirto, transaktio; Georgian: ტრანსაქცია, ტრანზაქცია; German: Transaktion; Greek: συναλλαγή; Ancient Greek: πρᾶξις, πρῆξις; Hungarian: tranzakció; Japanese: 取引, 取り引き; Korean: 거래(去來); Persian: تراکنش, معامله; Polish: transakcja; Portuguese: transação; Romanian: transacție; Russian: проводка, транзакция, операция; Sicilian: tranzazziuni; Slovak: transakcia, prevod; Swedish: transaktion, överföring; Ukrainian: транзакція, операція
action
Afrikaans: optrede; Albanian: veprim; Arabic: عَمَل; Armenian: գործողություն, արարք; Bashkir: ғәмәл; Belarusian: дзеянне; Bulgarian: действие, дейност; Catalan: acció; Chinese Mandarin: 行動/行动, 作用; Corsican: azzione, azzioni; Czech: čin; Danish: handling; Dutch: handeling, actie; Esperanto: ago; Estonian: tegu; Finnish: teko, toimenpide, toimi; French: action; Galician: acción; Georgian: ქმედება, მოქმედება; German: Handlung, Aktion; Greek: ενέργεια, πράξη; Ancient Greek: πρᾶξις, πρῆξις; Hausa: yin abu; Hebrew: פעולה \ פְּעֻלָּה, מַעֲשֶׂה; Hungarian: tett, cselekedet, intézkedés, művelet; Ido: ago; Indonesian: aksi, tindakan; Interlingua: action; Irish: aicsean; Italian: azione; Japanese: 行動; Khmer: កម្ម, កិរិយា, កិច្ច; Korean: 행동(行動); Lao: ກຳ, ການກະທຳ; Latin: actio, actus; Low German: Akschoon; Macedonian: дејство; Malay: aksi, tindakan; Malayalam: കർമ്മം, പ്രവൃത്തി; Maltese: azzjoni; Maori: hohenga; Ngazidja Comorian: itrenɗwa; Old English: dǣd; Persian: ژیرش, کنش, آکسیون, عمل; Polish: czynność, działanie, czyn, akcja, akcja; Portuguese: ação; Romanian: faptă, acțiune; Russian: действие, поступок, акция, акт, деяние; Scottish Gaelic: gnìomh; Serbo-Croatian Cyrillic: радња, чи̑н; Roman: rádnja, čȋn; Sicilian: azzioni; Slovak: čin; Slovene: dejanje; Spanish: acción; Swedish: handling; Tagalog: aksiyon; Tajik: амал; Thai: กรรม, การกระทำ; Tibetan: ལས; Tocharian B: yamalläññe, yāmor; Turkish: aksiyon, amel, eylem, fiil; Ukrainian: ді́я, ді́яння; Vietnamese: hành động
dexterity
Bulgarian: сръчност, ловкост; Catalan: destresa; Chinese Mandarin: 機巧, 机巧, 靈巧, 灵巧; Czech: zručnost, šikovnost; Danish: fingerfærdighed; Dutch: handigheid; Finnish: näppäryys, taitavuus; French: dextérité; Georgian: მოხერხებულობა, სიმარჯვე, ოსტატურობა, გაწაფულობა, სიმკვირცხლე, შნო; German: Fingerfertigkeit, Geschicklichkeit, Gewandtheit; Greek: επιδεξιότητα, δεξιοσύνη, επιτηδειότητα, μαστοριά; Ancient Greek: ἀμφιδεξιότης, δεινότης, δεξιότης, ἐπιδεξιότης, εὐθιξία, εὐμάρεια, εὐχειρία, εὐχειρίη, εὐχέρεια, πρᾶξις, ταχυχειρία; Hebrew: זריזות, גמישות, מיומנות, קלות תנועה; Hungarian: kézügyesség, ügyesség, fürgeség; Indonesian: ketangkasan; Italian: destrezza; Japanese: 器用さ, 素早さ; Latin: agilitas, pernicitas; Lithuanian: miklumas; Macedonian: спретност, умешност; Old English: handcræft; Persian: چیرهدستی, زبردستی, تردستی; Polish: zręczność, zwinność; Portuguese: destreza; Romanian: dexteritate, îndemânare, iscusință, dibăcie, abilitate; Russian: ловкость, сноровка, проворность, проворство, подвижность; Slovak: zručnosť, obratnosť; Spanish: destreza; Swedish: skicklighet, fingerfärdighet, händighet; Telugu: నైపుణ్యము
success
Afrikaans: sukses; Albanian: sukses; Arabic: نَجَاح; Armenian: հաջողություն; Azerbaijani: uğur, müvəffəqiyyət; Bashkir: уңыш; Basque: arrakasta; Belarusian: поспех; Bengali: কামিয়াবি, সফলতা, সাফল্য; Bulgarian: успех; Burmese: ဇေယျ, အောင်ပန်း; Catalan: succés, èxit; Chechen: аьтто; Chinese Cantonese: 成功; Dungan: чынгун; Mandarin: 成功; Min Nan: 成功; Czech: úspěch, zdar; Danish: succes; Dutch: succes, welgang, goed gevolg; Estonian: edu; Faroese: gott úrslit; Finnish: menestys, onnistuminen; French: succès; Galician: éxito; Georgian: წარმატება; German: Erfolg; Greek: επιτυχία; Ancient Greek: ἐπίτευγμα, ἐπίτευξις, ἐπιτυχία, εὐδαιμονία, εὐδαιμονίη, εὐδαιμοσύνη, εὐημέρημα, εὐημερία, εὐμοιρία, εὐπράγημα, εὐπραγία, εὐπραξία, εὔπραξις, εὐπρηγίη, εὐπρηξίη, εὔροια, εὐτύχημα, κάρτος, κατόρθωμα, κατόρθωσις, κράτος, κρέτος, μεγαλοπραγία, ξυντυχία, οὐριότης, πρᾶξις, προκοπή, προτέρημα, συντυχία, συντυχίη, τὰ χρηστά, τὸ εὐτυχές, τὸ κατορθοῦν, τὸ ὀρθούμενον, τύχη, χάρις; Haitian Creole: siksè; Hebrew: הַצלָחָה; Hindi: सफलता, सफ़लता; Hungarian: eredmény, kimenetel, siker; Icelandic: árangur; Indonesian: keberhasilan, sukses; Ingush: аьттув; Interlingua: successo; Irish: áitheas; Italian: successo; Japanese: 成功; Kannada: ಯಶಸ್ಸು; Kazakh: жетістік, табыс; Khmer: ជោគជ័យ; Korean: 성공(成功); Kurdish Central Kurdish: سەرکەوتن; Kyrgyz: ийгилик, жетишкендик; Ladino: reushita, reushidad, sukseso; Lao: ຄວາມສຳເລັດ, ຜົນສຳເລັດ; Latin: successus, fructus; Latvian: veiksme; Lithuanian: sėkmė; Luxembourgish: Succès; Macedonian: успех; Maori: angitu; Marathi: यश; Mongolian Cyrillic: амжилт; Norwegian Bokmål: suksess; Nynorsk: suksess; Old English: spēd; Pashto: کامراني; Persian: موفقیت, سوکسه; Polish: powodzenie, sukces; Portuguese: sucesso, êxito; Romanian: succes, succese; Russian: успех, удача; Rusyn: успіх; Sanskrit: स्वस्ति; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀спех, у̀спјех; Roman: ùspeh, ùspjeh; Slovak: úspech; Slovene: uspeh; Sorbian Lower Sorbian: wuspěch; Spanish: éxito, acierto; Swedish: framgång, succé; Tagalog: tagumpay; Tajik: муваффақият; Tamil: வெற்றி; Tatar: уңыш; Telugu: లక్ష్యాన్ని చేరుట; Thai: ความสำเร็จ, ผลสำเร็จ; Turkish: başarı, sükse; Turkmen: üstünlik; Ukrainian: успіх; Urdu: کامْیابی; Uyghur: ئۇتۇق, مۇۋەپپەقىيەت; Uzbek: muvaffaqiyat, yutuq; Vietnamese: sự thành công; Volapük: plöp; Welsh: llwyddiant; Yiddish: הצלחה
experience
Albanian: përvojë; Arabic: خِبْرَة, تَجْرِبَة; Armenian: փորձառություն; Azerbaijani: təcrübə; Belarusian: вопыт, дослед; Bulgarian: опит; Catalan: experiència; Chinese Mandarin: 經驗, 经验; Czech: zkušenost, zážitek; Danish: oplevelse, erfaring; Dutch: ervaring, belevenis, beleving, ondervinding; Esperanto: sperto; Estonian: kogemus; Finnish: kokemus; French: expérience; Galician: experiencia; Georgian: გამოცდილება; German: Erlebnis, Erfahrung; Greek: εμπειρία; Ancient Greek: δαημοσύνη, ἐμπειρία, ἐμπειρίη, ἕξις, ἐπιστήμη, πεῖρα, πειρασμός, πειρατήριον, πρᾶξις; Gujarati: અનુભવ; Hebrew: ניסיון \ נִסָּיוֹן; Hindi: अनुभव, तजरुबा, तजुर्बा; Hungarian: élmény; Icelandic: reynsla; Indonesian: pengalaman; Irish: taithí, eispéireas; Italian: esperienza; Japanese: 経験, 体験; Kazakh: тәжірибе; Korean: 경험(經驗); Kyrgyz: тажрыйба; Lao: ປະສົບການ; Latin: peritia; Latvian: pieredze; Lithuanian: patirtis, patyrimas; Macedonian: искуство; Malay: pengalaman; Malayalam: അനുഭവം; Maori: wheako; Mongolian: туршлага; Norwegian: erfaring; Old English: āfandung; Pashto: تجربه; Persian: تجربه; Polish: doświadczenie; Portuguese: experiência; Romanian: experienta, experiență; Russian: опыт; Serbo-Croatian Cyrillic: искуство; Roman: iskústvo; Slovak: skúsenosť; Slovene: izkušnja; Spanish: experiencia, vivencia; Swedish: upplevelse; Tagalog: karanasan; Tajik: таҷруба; Thai: ประสบการณ์; Turkish: deneyim, tecrübe, eksperyans; Turkmen: tejribe; Ukrainian: досвід; Urdu: تجربہ; Uyghur: تەجرىبە; Uzbek: tajriba; Vietnamese: kinh nghiệm; Zazaki: tecrube