νεκρός

Revision as of 00:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ὁ (of a woman, Diph.129),

   A corpse, Hom., etc.: as Subst., in early writers always of mankind, νεκροὺς συλήσετε τεθνηῶτας Il. 6.71; ν. ἔρυον κατατεθνηῶτας 18.540: freq. of those killed in battle, τοὺς ν. ὑποσπόνδους ἀνείλοντο Th.4.44, etc.: in sg., νεκρῷ ἐούσῃ Μελίσσῃ Hdt.5.92.η'; κεῖται ν. περὶ νεκρῷ S.Ant.1240, etc.; Πατρόκλῳ ν. ὄντι Pl.R.391b: the Art. is freq. omitted even of a particular corpse, esp. when a gen. is added, ν. γυναικός, ἀνθρώπου, Hdt.2.89, 90, cf. A. Ag.659, Th.1018; later, of a fish, ν. ἰχθύος M.Ant.6.13: neut. pl. νεκρά, τά, Plu.2.773d: metaph., νεκρὰ καὶ καπνός M.Ant.12.33.    2 dying person, μυχθισμὸς νεκρῶν E.Rh.789; ν. ἀσπαίροντες Antipho 2.4.5; ν. ἀποθνῄσκοντες Th.2.52.    3 metaph., ὁ υἱός μου ν. ἦν καὶ ἀνέζησε Ev.Luc.15.24; ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς καὶ ν. εἶ Apoc.3.1; ν. τῇ ἁμαρτίᾳ Ep.Rom.6.11.    4 in pl., the dead, as dwellers in the nether world, κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν Od.10.526, cf. 11.34, etc.; ἐν νεκροῖς LXXPs.87(88).5; ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι Ev.Jo.12.1; ἡ ἀνάστασις ἡ ἐκ ν. Ev.Luc.20.35: metaph., ζωὴ ἐκ ν. Ep.Rom.11.15.    II as Adj. νεκρός, ά, όν, dead, first in Pi., ν. ἵππος Fr.203; ν. σώματα Mitteis Chr.31 ii 22 (ii B.C.), Ach.Tat.3.5, cf. Nic.Dam.58 J., Plu.2.685b, X. Eph.5.1, POxy.51.8 (ii A.D.), BGU1024vii26 (iv/v A.D.) (but also τὰ τῶν ν. σώματα Pl.Lg.959b; σῶμα . . νεκροῦ E.Hec.679); ν. χελώνη Luc.DDeor.7.4: Comp. -ότερος AP11.135 (Lucill.).    2 inanimate, inorganic, opp. ἔμψυχος, Plot.3.6.6; οὐχὶ ν., ὥσπερ λίθον ἢ ξύλον, ἀλλὰ ζῶν Id.4.7.9; οὐρανὸς . . ὢν πρὸ ψυχῆς σῶμα ν., γῆ καὶ ὕδωρ Id.5.1.2; ἡ ν. θάλασσα the Dead Sea, Paus.5.7.4, Gal.11.690, Orph.A. 1082.    3 metaph., ν. πλοῦτος Philostr.VS2.1.1.

German (Pape)

[Seite 237] ὁ (vgl. νέκυς), der Leichnam, die Leiche; bei Hom. nur von menschlichen Leichnamen; ἐν δὲ πυρῇ νεκρὸν θέσαν, Il. 24, 787; ὄφρα τάχιστα πυρὶ φλεγεθοίατο νεκροί, 23, 197; περὶ νεκροῦ δηριάασθαι, 17, 734, öfter; auch νεκροὺς τεθνηῶτας, 6, 71, wie κατατεθνηῶτας, 18, 540; die Todten in der Unterwelt, Od. 10, 526. 11, 475 ff.; ἐκ νεκροῦ ἅρπασε, Pind. P. 3, 43; oft bei Tragg., auch der Todte, ἐπισπένδειν νεκρῷ, Aesch. Ag. 1368 u. sonst, wie Soph., οἱ ἔνερθεν νεκροί, Ant. 25, der es auch adj. braucht, καλεῖ Λάϊον πάλαι νεκρόν, O. R. 1245, vgl. El. 1453; τρεῖς τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν νεκροὺς θήσω, Eur. Med. 374; auch bei Sp. so, z. B. νεκρὰ ἐξάγειν, Luc. V. H. 1, 22. – In Prosa der Leichnam, ἀνθρώπου νεκρός, Her. 2, 90, νεκρὸς πρόσφατος γυναικός, 2, 89, Plat. oft, ἀναιρεθέντων δεκαταίων τῶν νεκρῶν Rep. X, 614 b, u. so auch Andere von den in der Schlacht Gefallenen, τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀποδοῦναι, ἀπολαβεῖν, Xen. Hell. 2, 4, 12. 7, 5, 26 u. sonst oft; πολλοὺς νεκροὺς ἐποίησαν, sie machten viele Todte, richteten eine große Niederlage an, Pol. 2, 34, 12; τὴν φρουρὰν ἀπώσασθαι δυσὶ νεκροῖς ἢ τρισὶ οὐ ῥᾴδιον, mit dem Verluste von zwei oder drei Mann, Plut. Socr. gen. 17. – Einen compar. bildet Lucill. 78 (XI, 135), τὸν πολὺ τοῦ παρὰ σοὶ νεκρότερον τεκνίου. – Nach B. A. 108, 16 sagte Diphil. τήν νεκρόν.

Greek (Liddell-Scott)

νεκρός: ὁ, (ἴδε νέκυς), νεκρὸν σῶμα, πτῶμα, Ὅμ., κλ., ἀείποτε ἐπὶ ἀνθρώπου (ἰδὲ κατωτ. ΙΙ), νεκροὺς συλήσετε τεθνηῶτας Ἰλ. Ζ. 71· νεκροὺς τ’... ἔρυον κατατεθνηῶτας Σ. 540· οὕτω, νεκρῷ ἐούσῃ Μελίσσῃ Ἡρόδ. 5. 92· κεῖται νεκρὸς περὶ νεκρῷ Σοφ. Ἀντ. 1240, κτλ.· νεκροὶ ἀσπαίροντες, ἔτι ἀγωνιῶντες, Ἀντιφῶν 119. 13· Πατρόκλῳ νεκρῷ ὄντι Πλάτ. Πολ. 391Β· - τὸ ἄρθρον συχνάκις παραλείπεται καὶ ἐπὶ ὡρισμένου νεκροῦ, μάλιστα ὅταν συνάπτηται μετὰ γενικῆς, νεκρὸς γυναικός, ἀνθρώπου Ἡρόδ. 2. 89, 90., 3. 16, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 659, Θήβ. 1013· - ἀκολούθως, νεκρά, τά, Πλούτ. 2. 773D· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 376. 2) ἐν τῷ πληθ., ὡσαύτως, οἱ νεκροὶ οἱ κατοικοῦντες τὸν κάτω κόσμον, κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν Ὀδ. Κ. 526, πρβλ. Λ. 34, κτλ.· τοὺς ἑαυτῶν ν., δηλ. τοὺς ἐν τῇ μάχῃ πεσόντας, Θουκ. 4. 44, πρβλ. 97 κἑξ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ. συμφωνοῦν μετὰ τοῦ οὐσιαστ., νεκρός, ά, όν, πρῶτον παρὰ Πινδ. (ἐκτὸς ἐὰν οὕτως ἐκλάβωμεν τὸ ἐν Ὀδ. Μ. 10, νεκρὸν Ἐλπήνορα τεθνηῶτα)· ν. ἵππος Πινδ. Ἀποσπ. 217· τὰ σώματα τὰ ν. Πλούτ. 2. 685Β· - συγκρ. -ότερος Ἀνθ. Π. 11. 135. 2) ἐπίθετ. τοῦ Ἅιδου, αὐτόθι 1. 111. 3) ἐπίθετ. γῆς, χώρας, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 3, 13· οὕτως, ἡ ν. θάλασσα αὐτόθι 2. 2, 23, πρβλ. Παυσ. 5. 7, 4, Ὀρφ. Ἀργ. 1086.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 mort : οἱ νεκροί, les morts;
2νεκρός, le cadavre ; τὸ νεκρόν, m. sign.
Étymologie: R. Νεκ, faire mourir ; cf. νέκυς, lat. necare, nex.

English (Autenrieth)

dead body, corpse; with τεθνηῶτα, Od. 12.10; also νεκρῶν κατατεθνηώτων, see καταθνήσκω. Said of the inhabitants of the nether world, the dead, Il. 23.51, Od. 11.34.

English (Slater)

νεκρός
   1 corpse ἑπτὰ δ' ἔπειτα πυρᾶν νεκρῶν τελεσθέντων Ταλαϊονίδας εἶπεν (νεκροῖς coni. Wil.: τελεσθεισᾶν coni. Pauw.: v. τελέω) (O. 6.15) παῖδ' ἐκ νεκροῦ ἅρπασε (sc. Ἀπόλλων, seizing the child Asklepios from the dead Koronis) (P. 3.43) pro adj., ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι fr. 203. 2.

Spanish

cadáver, persona muerta, difunto, muerto

English (Abbott-Smith)

νεκρός, -α, -ον, [in LXX chiefly for מֵת;]
dead,
I.as adj.,
1.prop.: Ac 5:10 20:9, Ja 2:26, Re 1:18, al.; ὡσεὶ ν., Mt 28:4, Mk 9:26, Re 1:17;of that which is subject to death, Ro 8:10.
2.Metaph.,
(a)of persons: Lk 15:24, 32; of those immersed in worldly cares, Mt 8:22, Lk 9:60; of spiritual death, Jo 5:25, Ro 6:13, Eph 5:14, Re 3:1; τ. παραπτώμασιν, Eph 2:1, 5 Col 2:13; of the opposite condition, ν. τῇ ἁμαρτίᾳ, Ro 6:11;
(b)of things regarded as inoperative, devoid of power: ἁμαρτία, Ro 7:8; πίστις, Ja 2:17, 26; ἔργα, He 6:1 9:14.
II.As subst., νεκρός, ὁ (Hom., al.), chiefly in pl. (οἱ) ν., the dead: Mt 11:5, Mk 12:26, Lk 20:37, I Co 15:15, al.; ἀνάστασις (τ.) νεκρῶν, Mt 22:31, Ac 17:32, al.; ν. . . . ζῶντες, Mt 22:32, Mk 12:27, Ac 10:42, al.; ἀπὸ νεκρῶν, Lk 16:30; ἐκ ν., Mk 6:14, Lk 24:46, Jo 12:1, Ac 13:34, Ro 10:7, al.; πρωτότοκος ἐκ τῶν ν., Col 1:18; ζωὴ ἐκ ν., Ro 11:15; constr. praegn., ἐκ ν. ζῶντες, Ro 6:13.

English (Strong)

from an apparently primary nekus (a corpse); dead (literally or figuratively; also as noun): dead.

English (Thayer)

νεκρά, νεκρόν (akin to the Latin neco, nex (from a root signifying 'to disappear' etc.; cf. Curtius, § 93; Fick i., p. 123; Vanicek, p. 422 f)), the Sept. chiefly for מֵת; dead, i. e.:
1. properly,
a. one that has breathed his last, lifeless: ἐπί νεκροῖς, if men are dead (where death has occurred (see ἐπί, Buttmann, 2a. ε., p. 233 a at the end)), ἐγείρειν νεκρούς, as if already dead, sure to die, destined inevitably to die: τό σῶμα, τό σῶμα and τό σωμάτιον φύσει νεκρόν, Epictetus diss. 3,10, 15,3,22, 41; in which sense Luther called the human body, although alive, einen alten Madensack (cf. Shakespeare's "thou worms-meat!")); said of the body of a dead man (so in Homer often; for נְבֵלָה a corpse μετά τῶν νεκρῶν, among the dead, i. e. the buried, θάψαι τούς νεκρούς, ὀστέα νεκρῶν, Prayer of Manasseh , αἷμα ὡς νεκροῦ, הָרוּג, חָלָל,thrust through, slain, deceased, departed, one whose soul is in Hades: νεκρός ἦν, was like one dead, as good as dead, ἐν Χριστῷ, dead Christians (see ἐν, I:6b., p. 211 b), οἱ νεκροί and νεκροί (without the article; see Winer s Grammar, p. 123 (117) and cf. Buttmann, 89 (78) note) are used of the assembly of the dead (see ἀνάστασις, 2and ἐγείρω, 2): τίς ἀπό τῶν νεκρῶν, one (returning) from the dead, the world of spirits, ἐκ νεκρῶν, from the dead, occurs times too many to count (see ἀνάστασις, ἀνίστημι, ἐγεριω): ἀνάγειν τινα ἐκ νεκρῶν, ζωή ἐκ νεκρῶν, life springing forth from death, i. e. the return of the dead to life (see ἐκ, I:5), πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν who was the first that returned to life from among the dead, πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ζοωποίειν τούς νεκρούς ἐγείρειν τινα ἀπό τῶν νεκρῶν, to rouse one to quit (the assembly of) the dead, κρίνειν ζῶντας καί νεκρούς, κριτής ζώντων καί νεκρῶν, νεκρῶν καί ζώντων κυριεύειν, destitute of life, without life, inanimate (equivalent to ἄψυχος): τό σῶμα χωρίς πνεύματος νεκρόν ἐστιν, οὐκ ἐστιν (ὁ) Θεός νεκρῶν ἀλλά ζώντων, God is the guardian God not of the dead but of the living, τοῖς παραπτώμασιν (the dative of cause (cf. Winer's Grammar, 412 (384 f))) added, ἐν (but T Tr WH omit ἐν) τοῖς παραπτοις ἄφες τούς νεκρούς θάψαι τούς ἑαυτῶν νεκρούς, leave those who are indifferent to the salvation offered them in the gospel, to bury thee bodies of their own dead, destitute of force or power, inactive, inoperative: τῇ ἁμαρτία, unaffected by the desire to sin (cf. Winer s Grammar, 210 (199); Buttmann, § 133,12), ἁμαρτία, πίστις, R G), 26; ἔργα, powerless and fruitless (see ἔργον, 3, p. 248b bottom), θνητός, at the end)

Greek Monolingual

-ή, -ό, θηλ. και -ά (ΑΜ νεκρός, -ά, -όν)
1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.)
2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ.
β. «οὐ νεκρός, ὥσπερ λίθον ἢ ξύλον, ἀλλὰ ζῶν», Πλωτίν.)
3. αυτός που δεν επιφέρει κέρδη, μη παραγωγικόςνεκρός πλούτος»)
4. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο νεκρός, η νεκρή, -ά
το σώμα του πεθαμένου, το πτώμα, το λείψανο
5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νεκροί
αυτοί που έχουν πεθάνει, που κατοικούν στον κάτω κόσμο, το σύνολο τών πεθαμένων («τῆς ἀναστάσεως τῆς ἐκ νεκρῶν», ΚΔ)
6. φρ. «νεκρά θάλασσα» — η θάλασσα που δεν έχει έμβια όντα
νεοελλ.
1. αυτός που δεν χρησιμοποιείται πλέον, που δεν ισχύει, άκυρος (α. «αυτός ο νόμος είναι πια νεκρός» β. «η Λατινική είναι νεκρή γλώσσα»)
2. αυτός που δεν έχει σημασία, που στερείται βαθύτερου περιεχομένου, ασήμαντοςνεκρός τύπος»)
3. φρ. α) «νεκρά φύση» η ζωγραφική απεικόνιση άψυχων αντικειμένων και νεκρών ζώων
β) «νεκρό σημείο» i) (οικον.) η κατάσταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας κατά την οποία δεν υπάρχουν κέρδη, αλλά τα έσοδα της επιχείρησης είναι ίσα με τα έξοδά της
ii) (στις εμβολοφόρες μηχανές) το ακρότατο σημείο της διαδρομής του εμβόλου μιας μηχανής στο οποίο μηδενίζεται η γραμμική ταχύτητα του εμβόλου
γ) «νεκρά γωνία»
στρ. ζώνη πεδίου, μέσα στην οποία καθίσταται αδύνατη η βολή και η παρατήρηση λόγω παρεμβαλλόμενου τεχνητού ή φυσικού εμποδίου, η απυρόβλητη γωνία
μσν.
1. αναίσθητος, λιπόθυμος
2. αυτός που έχει στερηθεί την αθανασία, θνητός
3. υλικός, φθαρτός
4. αυτός που δεν παίρνει απάντηση ή που δεν έχει αποτέλεσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νέκες ανάγεται στην ΙΕ ρίζα nek- «θάνατος» και αντιστοιχεί ακριβώς με το λατ. nex, necis «βίαιος θάνατος, δολοφονία» και πιθ. το αβεστ. nas- «δυστυχία, ατύχημα». Ο αρχ. τ. νέκυς ανάγεται σε ΙΕ τ. neku-s «νεκρός, λείψανο» (το -υ- της λ. είναι μακρό) και συνδέεται με το αβεστ. nasu-, γεν. nasāvō «λείψανο». Ο τ. νεκ-ρός είναι παράλληλος τ. του νέκυς, που εμφανίζει επίθημα -ρος, αλλά δεν εμφανίζει αντίστοιχους τ. σε άλλες γλώσσες. Με τους τ. νέκυς, νεκρός συνδέονται
ορισμένα ρ. της ΙΕ (πρβλ. λατ. necō, αρχ. ινδ. naśyati, αβεστ. nasyeiti, τοχαρ. Α naknastar «πεθαίνω») και το νέκταρ. Η λ. νεκρός μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. nekiride «νέκριδες». Η λ. νεκρός επίσης εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό συνθ. με τη μορφή νεκρ(ο)- καθώς και η λ. νέκυς με τη μορφή νεκυ(ο).
ΠΑΡ. (Τού νεκρός) νεκρικός, νεκρότης (-ητα), νεκρώδης, νεκρώ(-ώνω)
αρχ.
νεκρία, νεκριμαίος, νεκρών
νεοελλ.
νέκρα, νεκρίλα. (Τού νέκυς) νέκυια
αρχ.
νεκυηδόν, νεκυϊκός, νεκυϊσμός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό νεκρο-) νεκρέγερση, νεκροβόρος, νεκροειδής, νεκροθάφτης, νεκροθήκη, νεκροκαύστης, νεκρολάτρης, νεκρομαντεία, νεκρομάντης, νεκροπάθεια, νεκρόπολη, νεκροπομπός, νεκροσυλία, νεκροτοκώ, νεκροφάγος, νεκροφόρος, νεκροφύλαξ(-κας)
αρχ.
νεκράγγελος, νεκρακαδήμεια, νεκρεγέρτης, νεκρεπάρτης, νεκρηγός, νεκροάρτης, νεκροβαρής, νεκροβαστάξ, νεκροδέγμων, νεκροδερκής, νεκροδόκος, νεκροδότης, νεκροδοχείον, νεκροδρομία, νεκροκόμος, νεκροκορίνθια, νεκροκόσμος, νεκροπέρνας, νεκροπρεπής, νεκροπώλης, νεκρορύκτης, νεκροστόλος, νεκρόταγος, νεκροτάφος, νεκροφόνος, νεκρόφρων, νεκρόχρως, νεκρόψυχος
αρχ.-μσν.
νεκραγωγός, νεκρέγερτος, νεκροποιός, νεκροχειροτόνητος
μσν.
νεκραναίσθητος, νεκροβρεφοφάγος, νεκρόδεγμος, νεκροδόχος, νεκρόζωος, νεκρονώμης, νεκροπορθμεύς, νεκροπράτης, νεκροτόκιον, νεκροφώρ
μσν.- νεοελλ.
νεκρανασταίνω, νεκρανάσταση, νεκροκρέβατο(ν)
νεοελλ.
νεκράνθεμο, νεκροβακίλλωση, νεκροβίωση, νεκρογενής, νεκρογέννητος, νεκρόδειπνο, νεκροζώντανος, νεκροθάλαμος, νεκροθάλασσα, νεκροκέρι, νεκροκεφαλή, νεκρόκοσμος, νεκρολίβανο, νεκρολογία, νεκρολόγιο, νεκρολούλουδο, νεκροπούλι, νεκροσέντονο, νεκροσέντουκο, νεκροσημαίνω, νεκροσκόπος, νεκροσπερμία, νεκροστόλια, νεκροστολίζω, νεκρόσυλος, νεκροτομή, νεκροτόμος, νεκροφανής, νεκροφιλία, νεκρόφιλος, νεκροφιλώ, νεκροφοβία, νεκρόφοβος, νεκροχώρα, νεκροψία. (Β' συνθετικό νεκρός) μυριόνεκρος
αρχ.
αυτόνεκρος, ομόνεκρος
νεοελλ.
πολύνεκρος. (Α' συνθετικό νέκυς) αρχ. νεκυαγωγή, νεκυαγωγός, νεκυάμβατος, νεκυδαίμων, νεκυηγός, νεκυηπόλος, νεκυοδαίμων, νεκυομαντείον, νεκυόμαντις, νεκυοστόλος, νεκυοφάγος, νεκυοσσόος, νεκυώριον
αρχ.-μσν.
νεκυομαντεία
μσν.
νεκυολόγος, νεκυοπομπός. (Β' συνθετικό νέκυς) αρχ. ισόνεκυς].

Greek Monotonic

νεκρός: ὁ,
I. = νέκυς, νεκρό σώμα, σορός, πτώμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., οι νεκροί, ως κάτοικοι του Κάτω Κόσμου, σε Ομήρ. Οδ.· τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς, τους δικούς τους νεκρούς, αυτούς που σκοτώθηκαν στη μάχη, σε Θουκ.
II. ως επίθ., νεκρός, , -όν, πεθαμένος, σε Πίνδ.· συγκρ. -ότερος, σε Ανθ.