φυλάσσω

From LSJ
Revision as of 07:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5 $6")

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠλάσσω Medium diacritics: φυλάσσω Low diacritics: φυλάσσω Capitals: ΦΥΛΑΣΣΩ
Transliteration A: phylássō Transliteration B: phylassō Transliteration C: fylasso Beta Code: fula/ssw

English (LSJ)

Att. φυλάττω, Ep. inf. A φυλασσέμεναι Il.10.312,419; poet. impf. φύλασσε Pi.Pae.6.91: fut. φυλάξω Od.22.195, etc.: aor. ἐφύλαξα, Ep. φύλ- Il.16.686, etc.: pf. πεφύλᾰχα Ath.10.408f, (δια-) X.Cyr.8.6.3 (-πεφυλακ- codd.), Din.1.9 (-πεφυλακ- codd.), (παρα-) Pl.Lg.632a; πεφύλακα LXX 1 Ki.25.21, Arg.E.Med. (πεφυλακέναι and πεφυκέναι codd.):—Med., fut. -άξομαι A.Supp.205, S.El.1012, Ar. Ec.831, etc.; also in pass. sense, S.Ph.48, X.Oec.4.9: aor. ἐφυλαξάμην Hdt.7.130 (v.l.), Antipho3.4.7, etc.:—Pass., fut. -αχθήσομαι D.H.Rh.5.6, Gal.1.426: aor. ἐφυλάχθην Luc.Pisc.15: pf. πεφύλαγμαι E.Fr.472.19 (anap.), cf. infr. c. 1, Lib.Or.54.74 (in pass. sense); imper., only in med. sense in early writers, πεφύλαξο Hes. Op.797, Orac. ap. Hdt.7.148; part., Il.23.343, etc. A abs., keep watch and ward, keep guard, esp. by night, ἀνίη καὶ τὸ φυλάσσειν πάννυχον ἐγρήσσοντα Od.20.52; οὐδ' ἐθέλουσι νύκτα φυλασσέμεναι Il.10.312, cf. 419,421; εἰ μέν κ' ἐν ποταμῷ δυσκηδέα νύκτα φυλάσσω Od.5.466, cf. 22.195; (Med., v. infr. c); σὺν κυσὶ . . φυλάσσοντας περὶ μῆλα Il.12.303; αὐτοῦ φ. A.Eu.243; τὴν μὲν ἡμέραν κατὰ διαδοχὴν φ. τὴν δὲ νύκτα καὶ ξύμπαντες Th.7.28; ἐφύλαττον περὶ τὰ βασίλεια X.Cyr.7.5.68; οἱ φυλάττοντες Isoc.10.34; φ. τοῖς Ἀθηναίοις keep watch for... Th.7.53; κατὰ θάλατταν ἐφύλαττεν ὅπως μηδὲν εἰσπλέοι X.HG2.4.29; φ. ἕως . . watch or wait till... Lys.1.15; φ. πηνίκα . . D.18.308: c. acc. cogn., φυλακὰς φ. X.An.2.6.10, Ev.Luc. 2.8. 2 to be on one's guard, And.1.135. B trans., watch, guard, defend, ἀθανάτων ὅστις σε φυλάσσει Od.15.35, cf. Il.10.417, al.; σύας, μῆλα, Od.17.593, 12.136; τὴν ἑωυτῶν Hdt.8.46; πόλιν φ. A.Th.136 (lyr.), IG12.108.46; πύλας E. Andr.950; σε φυλάττοι Ζεύς Ar.Eq.499 (anap.); βρέτας ἧσαι φυλάσσων A.Eu.440; φ. τινὰ ἀπὸ τῶν δυσχωριῶν guard one from . . X.Cyr.1.4.7 (but τὴν γραῦν φ. ἀπὸ τῶν κεραμίων keep away from... Men.Sam. 87): c. acc. et inf., τοὐμὸν φυλάξει ὀ ὄνομα μὴ πάσχειν κακῶς S.OC 667; ὁ νόμος φ. μὴ ἅπτεσθαι Pl.Lg.838b; φ. μηδένα περαιοῦσθαι Th. 7.17; φ. τὸ μηδὲν ἐναντίον γενέσθαι D.18.313: followed by a relat. clause, φ. ἑαυτὸν ὅπως μὴ ἀδικήσει Pl.Grg.480a; φύλαττέ με μὴ παρακρούσωμαί σε Id.Cra.393c; φ. τινά, εἰ . . Id.Smp.220d:—Pass., φυλάσσομαι = to be watched, be kept under guard, Hdt.3.45, X.An.6.4.27. 2 watch for, lie in wait or ambush for, αὐτὸν ἰόντα λοχήσομαι ἠδὲ φυλάξω ἐν πορθμῷ Ἰθάκης Od.4.670; νόστον φ. Il.2.251; φ. τὸ σύμβολον look out for the signal-fire, A.Ag.8; τοὺς πολεμίους X.Lac. 12.2; φ. τοὺς παράνομα γράφοντας D.58.34; keep a watch on, [τινα] Lys.1.6; τοὺς παραβαίνοντας Arist.Pol.1289a19. b esp. watch, wait for, observe an appointed time or a fixed event, τὴν κνρίην τῶν ἡμερέων Hdt.1.48; φ. τὴν ἡμέραν Antipho 6.37; φυλάξαντες νύκτα wait for night, Th.2.3; φυλάσσουσι γραφόμενοι τὸ ἀποβαῖνον Hdt.2.82; τοὺς ἐτησίας D.4.31: with a part. added, δείλην ὀψίην γινομένην φυλάξαντες Hdt.8.9: φ. Ξέρξην . . δεῖπνον προτιθέμενον Id.9.110; ἀριστοποιουμένους φ. τοὺς στρατιώτας D 23.165: followed by a relat. clause, φ. ὅ τι χρήσεται . . Hdt.5.12. 3 metaph., preserve, maintain, cherish, (χόλον) Il.16.30; αἰδῶ καὶ φιλότητα 24.111; ὅρκια 3.280; φ. ἔπος observe a command, 16.686; φ. ῥῆμα Pi.I.2.9; τελετάς Id.O.3.41; νόμον S.Tr.616; τοὺς νόμους Pl. Plt.292a, cf. Grg.461d, etc.; τὸ σὸν πιστόν S.OC626; τὰς συνθήκας Isoc.17.20; τὰ τοῦ γάμου δίκαια POxy.905.9 (ii A. D.); λόγον πρός τινα PFlor.56.21 (iii A. D., Pass.); φ. σιγήν E.IA542; οὐ γὰρ ἀπειλὰς ὑμετέρας ἐφύλαξα I regarded not your threats, Call.Del.204; φ. σκαιοσύναν cling to it, foster it, S.OC1213 (lyr.); ἄξια ἤθη E.Ion736; φ. τῇ μνήμῃ τὰ λεχθέντα Pl.Lg.783c; φ. τὸν θυμόν ib.867a; τὴν τιμωρίαν D.21.40; φ. καὶ ταμιεύειν πάντα τινί Lys.19.40; τὸ μέρος τοῖς θεοῖς X.An.5.3.4; τἀγαθά, opp. κτήσασθαι, D.1.23; μᾶλα ἐν κόλποισι Theoc.2.120, cf. 7.64; εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα Men. Mon.172; ἀθάνατον ἔχθραν μὴ φύλαττε ib.4: with a predic. added, φ. τινά δεδεμένον Antipho 5.47; ἀδέκαστον φ. τὴν διάνοιαν D.H.Th. 34; ἀκύμααντον τὸ πέλαγος Luc.DMar.5.1:—Pass., ὅσος παρ' ὑμῖν ὁ φθόνος φυλάττεται is fostered by... S.OT382. 4 keep in a place, continue in, τόδε δῶμα φυλάσσοις, ἀθάνατός τ' εἴης Od.5.208. 5 notice, observe, Ath.l.c. 6 maintain, hold fast to a view, τινὰ σπουδαῖον εἶναι Plot.1.4.9. 7 c. acc., beware of, avoid, ἅπαντα ταῦτα φυλάττειν κελεύει Gal.18(2).791. 8 φ. μὴ c. subj., take care lest, beware lest . . E.IA145 (anap.), Pl.Tht.154d; φ. ἐμὲ καὶ τηρεῖν ὅπως μή . . D.18.276. 9 Med., φυλάξασθε τοῦ ἀγαπᾶν Κύριον be careful to... LXXJo.23.11. C Med., I abs., be on one's guard, keep watch, Ar.Ec. 769; used by Hom. only in part., νύκτα φυλασσομένοισι Il.10.188; πεφυλαγμένος εἶναι to be cautious, prudent, 23.343, cf. X.HG7.5.9; φυλαττομένους πορεύεσθαι with caution, Id.Cyr.5.2.30, cf. Cyn.10.10. 2 c. acc., keep a thing by one, bear it in mind or memory, Hes. Op.263,561; more fully, ἐν θυμῷ δ' εὖ πάντα φυλάσσεο ib.491; φρεσί h.Ap.544, cf. Pi.O.7.40; τὰ λελεγμένα S.El.1012. 3 guard, keep safe, καὶ κεφαλὴν πεφύλαξο Orac. ap. Hdt.7.148. 4 c. gen., φυλάσσεσθαι τῶν νεῶν μὴ ξυντρίψωσιν act cautiously with regard to the ships, Th.4.11; beware of, τῶν εὖ φύλαξαι S.OC161 (lyr.); Ἄρκτοι πεφυλαγμέναι ὠκεανοῖο Arat.48; πεφύλαξο παντοίων ἀνέμων Id.930. II φυλάσσεσθαί τι or τινα to beware of, be on one's guard against, avoid a thing or person, Sapph.27, etc.: ταῦτα Hdt.1.108, 7.130, cf. Ar.Ra.4; τινας A.Pr.715,804; τοὺς Ἀτρείδας εἰσορῶν φυλάξομαι S.Ph.455; τέττιξ ποιμένας . . πεφυλαγμένος Theoc.16.95. b ἐφυλαξάμην διαλέκτους I put in as a precaution 'except in dialects', Hdn.Gr.2.932. 2 φ. πρός τι Th.7.69; ἀπό τινος X.Cyr.2.3.9, HG7.2.10. 3 c. inf., φυλάξομαι δὲ τάσδε μεμνῆσθαι . . ἐφετμάς A.Supp.205, cf. Ocell.4.13; φ. μηδὲν ἐξαμαρτεῖν Hdt.1.108, cf. D.25.11; φ. μηδένα βαλεῖν Antipho3.4.7; but also without μή, ἵνα . . τις ὕστερον φυλάσσηται ἐπὶ γῆν τὴν σὴν στρατεύεσθαι Hdt.7.5; φ. τὸ λυπῆσαι D.18.258; φ. ὁρᾶσθαι Arist.HA611a28, cf. D.H.1.70; λέγειν Arist.Rh.Al.1441b20:—two constructions joined, δισσὰ γὰρ φυλάσσεται [ψυχή], φίλων τε μέμψιν κἀς θεοὺς ἁμαρτάνειν S.Fr.472. 4 φ. μή followed by subj., take care lest, beware lest... τούτου φυλάσσου μή ποτ' ἀχθεσθῇ κέαρ A.Pr.392, cf. Supp.498, E.IT67, Ar. Ach.257, X.An.2.2.16, etc.; so φ. ὅπως μή . . Id.Mem.1.2.37; ἃς ἐγὼ φυλάξομαι . . μὴ κατουρήσωσί μου Ar.Ec.831, cf. X.Mem.2.2.14.

German (Pape)

[Seite 1314] attisch -ττω, fut. φυλάξομαι, auch in pass. Bdtg, Soph. Phil. 48 Xen. Oec. 4, 9; – intrans., wachen, nicht schlafen, Wache halten; ἀνίη καὶ τὸ φυλάσσειν πάννυχον ἐγρήσσοντα Od. 20, 52; οὐδ' ἐθέλουσιν νύκτα φυλασσέμεναι Il. 10, 312; οἱ δ' ἐγρηγόρθασι, φυλασσέμεναί τε κέλονται ἀλλήλοις 419, vgl. Od. 5, 466. 22, 195; – auch im med., Il. 10, 188. – Trans., 1) bewachen, beschützen, bewahren, von Personen, Heerden u. andern Sachen; Hom. oft; ἐγὼ παρά θ' ἵσταμαι ἠδὲ φυλάσσω Il. 5, 809; ἀθανάτων ὅστις σε φυλάσσει τε ῥύεταί τε Od. 15, 35, wie Il. 10, 417; ἐγὼ σῦς τάσδε φυλάσσω τε ῥύομαί τε Od. 14, 107; μένω παρὰ παιδὶ καὶ ἔμπεδα πάντα φυλάσσω Od. 19, 525; οἶνος, ὃν σὺ φυλάσσεις 2, 350; das Haus hüten, es nicht verlassen, 5, 208; πόλιν Aesch. Spt. 126; φύλασσε τἀν οἴκῳ καλῶς Ch. 572; σῶζ' αὐτὰ καὶ φύλασσε Soph. Phil. 755, u. öfter, wie Eur.; φυλάττοι σε Ζεύς Ar. Equ. 497; φυλάττειν τινὰ ἀπό τινος, Einen vor Einem od. vor Etwas beschützen, Xen. Hell. 7, 2,10 Cyr. 1, 4,7; τινὶ τιμωρίαν, Einem die Rache aufsparen, Dem. 21, 40; so auch Sp.; – φυλάττεσθαι παρά τινι, bei Etwas verwahrt, verborgen liegen, Soph. O. R. 383; φυλάξαι ῥῆμα Pind. I. 2, 9. – 2) beobachten, belauern; ὄφρα μιν αὐτὸν ἰόντα λοχήσομαι ἠδὲ φυλάξω ἐν πορθμῷ Ἰθάκης Od. 4, 670; νόστον, auf die Heimkehr lauern, Il. 2, 251, wie τινά Xen. An. 4, 6,11; καὶ τηρεῖν τινα Dem. 18, 276; bes. die rechte Zeit abpassen, wahrnehmen, τὴν κυρίην ἡμέρην, Her. 8, 40. 2, 82. 8, 9; oft bei Dem., τοὺς έτησίας ἢ τὸν χειμῶνα 4, 31, ἀριστοποιουμένους φυλάξας τοὺς στρατιώτας 23, 165, er paßte die Zeit ab, wo die Soldaten frühstückten. – 3) übh. bewachen, beobachten, aufrecht erhalten, χόλον, den Zorn bewahren, ihn nicht aufgeben, Il. 16, 30; αἰδῶ καὶ φιλότητα, Ehrfurcht und Liebe bewahren, 24, 111; ὅρκια, Schwüre bewahren, in Ehren halten, 3, 280; ἔπ ος, d. i. dem Befehl Folge leisten, 16, 686; οὐκ ἐφύλαξα ἀπειλὰς ὑμετέρας, ich habe eure Drohungen nicht beachtet, Callim. Del. 204; φυλάσσοντες τελετάς Pind. Gl. 3, 43; νόμον Soph. Trach. 613; σιγὴν φυλάσσετε, beobachtet Stillschweigen, Eur. I. A. 542; τοῦτο μόνον φυλάττωμεν, das allein wollen wir festhalten, Plat. Theaet. 182 c, u. öfter νόμους u. ä. – Med. sich Etwas bewahren, im Geiste od. im Gedächtnisse, Hes. O. 263. 561. 694; φυλάσσεσθαί τι ἐν θυμῷ 491; vgl. Soph. τὰ μὲν λελεγμένα ἄῤῥητ' ἐγώ σοι κἀτελῆ φυλάξομαι El. 1000; – sich hüten, sich vorsehen, auf seiner Hut sein, πεφυλαγμένος εἶναι, vorsichtig sein, Il. 23, 343; τινὰ od. τί, vor Einem, vor Etwas sich hüten, Her. 1, 108. 7, 130; Aesch. Prom. 717 u. öfter; τό τ' Ἴλιον καὶ τοὺς Ἀτρείδας εἰσορῶν φυλάξομαι Soph. Phil. 48; Ar.; in Prosa überall; πρός τι Thuc. 7, 69; – τινός, wegen Etwas besorgt, auf seiner Hut sein, νεῶν Thuc. 4, 11; dah. ἄρκτοι πεφυλαγμέναι ὠκεανοῖο Arat. 48, die sich vor dem Meere hüten, nie untergehen; – c. inf., φυλάξομαι δὲ τάσδε μεμνῆσθαι σέθεν ἐφετμάς Aesch. Suppl. 202. – Auch φυλάττεσθαι μή, φύλαξαι, μὴ θράσος τέκῃ φόβον Aesch. Suppl. 493, vgl. Prom. 390; φυλάσσου, μή τις ἐν στίβῳ βροτῶν Eur. I. T. 67; u. in Prosa, τοῦτό γε φύλαξαι, μή ποτε δόξῃς Plat. Polit. 263; Xen. An. 2, 2,16; ὡς μή c. inf., 7, 6,22; ὥςτε μή c. inf., 3, 35. – Das act. in Bdtg des med. einzeln bei Plat., wie Theaet. 154 d; φυλάσσων, μή τί σε λάθῃ παραμειψαμένη Eur. I. A. 145; häufiger bei Sp., vgl. Lob. Phryn. 363 u. Jac. Ach. Tat. 923.

Greek (Liddell-Scott)

φῠλάσσω: Ἀττ. -ττω, Ἐπικ. ἀπαρ. φυλασσέμεναι Ἰλ. Κ. 312, 419· ― μέλλ. φυλάξω, ἀόριστ. ἐφύλαξα, Ἐπικ. φύλαξα Ὅμ., Ἀττ.· ― πρκμ. πεφύλᾰχα (δια-) Ξεν. Κύρου Παιδ. 8. 6, 3, Δείναρχ. 91. 15, (παρα-) Πλάτ. Νόμ. 632Α· ἢ πεφύλακα Ἑβδ. (Βασ. Πρῶτ. κεφ. ΚΕ΄, 21), ὑπόθεσις εἰς Εὐρ. Μήδ.· ― Μέσ., μέλλ. -άξομαι Σοφ. κλπ., ὡσαύτως ἐπὶ παθητ. σημασίας, Σοφ. Φιλ. 48, Ξεν. Οἰκ. 4. 9· ἀόρ. ἐφυλαξάμην Ἡρόδ. 7. 130, Ξεν. ― Παθ. μέλλ. -αχθήσομαι Διονύσ. Ἁλ. περὶ Ρητ. 5. 6, Γαλην.· ― ἀόρ. ἐφυλάχθην Λουκ. Ἁλιεὺς 15· ― πρκμ. πεφύλαγμαι Εὐρ. Ἀποσπ. 475a. 20, (ὡσαύτως ἐν χρήσει ἐπὶ μέσης σημασ., ἴδε κατωτέρ. Γ. Ι)· προστ. πεφύλαξο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 795· μετοχ. Ἰλ. Ψ. 343, κλπ.· πρβλ. προφύλασσα. Ἐκ τῆς √ΦΥΛΑΚ παράγονται καὶ αἱ λ. φύλαξ, φυλακή, κλπ. Α. ἀπολ., ὡς τὸ φρουρέω, ὡς καὶ νῦν, φυλάττω, κοινῶς «φυλάγω», φυλάττω ὡς φρουρός, μάλιστα ἐν καιρῷ νυκτός, ἀγρυπνῶ καὶ φυλάττω, ἀνίη καὶ τὸ φυλάσσειν πάννυχον ἐγρήσσοντα Ὀδ. Υ. 52· οὐδ’ ἐθέλουσι νύκτα φυλασσέμεναι Ἰλ. Κ. 312, πρβλ. 419, 421· εἰ μέν κ’ ἐν ποταμῷ δυσκηδέα νύκτα φυλάσσω Ὀδ. Ε. 466, πρβλ. Χ. 195· (οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, νύκτα φυλασσομένοισι Ἰλ. Κ. 188)· σὺν κυσί... φυλάσσοντας περὶ μῆλα Μ. 303· ― οὕτω παρ’ Ἀττ.· αὐτοῦ φ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 243· φ. τὴν νύκτα πρὸς τῇ ἐπάλξει Θουκ. 7. 28· ἐφύλαττον περὶ τὰ βασίλεια Ξεν. Κύρου Παιδ. 7. 5, 68· οἱ φυλάττοντες Ἰσοκρ. 214D· φ. τινί, ἀγρυπνῶ διά τινα, Θουκ. 7. 53· κατὰ θάλατταν Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 29· φ. ἕως..., φυλάττω, περιμένω ἕως οὗ…, Λυσίας 93. 10· φ. πηνίκα Δημ. 328. 6. 2) προσέχω, εἶμαι προσεκτικός, ἴδε κατωτ. Γ. ΙΙΙ. Β. μεταβ., φυλάττω, προστατεύω, ὑπερασπίζω, τινὰ ἀθανάτων ὅστις σε φυλάσσει Ὀδ. Ο. 35, πρβλ. Ἰλ. Κ. 417, κ. ἀλλ.· σύας, μῆλα Ὀδ. Ρ. 593, Μ. 136· χώραν Ἡρόδ. 8. 46· πόλιν φ. Αἰσχύλ. Θήβ. 136· πύλας Εὐρ. Ἀνδρ. 950· φυλάττοι σε Ζεὺς Ἀριστοφ. Ἱππ. 500· ― φυλάττειν τινὰ ἀπό τινος Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 4, 7, Ἑλλ. 7. 2, 10· ― ὡσαύτως μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., φ. τινὰ μή πάσχειν τι Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 667· φ. μηδένα περαιοῦσθαι Θουκ. 7. 17· φ. τὸ μηδὲν γενέσθαι Δημ. 329. 22· ― ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, φ. τινὰ ὅπως μή... ἢ μή... Πλάτ. Γοργ. 480Α, Κρατ. 393C· φ. τινά, εἰ... ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 220D. ― Παθ. φυλάττομαι, διατελῶ ὑπὸ φύλαξιν, Ἡρόδ. 3. 45, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 27· ― ἴδε κατωτ. Γ. ΙΙ. 2) παραφυλάττω, ἐνεδρεύω τινά, αὐτὸν ἰόντα λοχήσομαι ἠδὲ φυλάξω ἐν πορθμῷ Ἰθάκης Ὀδ. Δ. 670· φ. νόστον Ἰλ. Β. 251, πρβλ. Θουκ. 7. 17· φ. τὸ σύμβολον, προσέχω ὅπως ἴδω τὸ πῦρ τῆς φρυκτωρίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 8, πρβλ. Εὐμ. 243· τοὺς πολεμίους Ξεν. Λακ. 12, 2· φ. τοὺς τὰ παράνομα γράφοντας Δημ. 1333. 6· ― εἴπερ πεποιθὼς τῇ δίκῃ βρέτας τόδε ἦσαι φυλάσσων ἑστίας ἁμῆς πέλας Αἰσχ. Εὐμ. 440· ― μάλιστα δὲ ἀγρύπνως παρατηρῶ, περιμένω, ἀναμένω τι νὰ ἔλθῃ ἢ νὰ φανῇ ἐν χρόνῳ τινί, τὴν κυρίαν τῶν ἡμερέων Ἡρόδ. 1. 46· φ. τὴν ἡμέραν Ἀντιφῶν 145. 48, Θουκ. 7. 28· φ. νύκτα, περιμένω τὴν νύκτα, ὁ αὐτ. 2, 3· τὸ ἐπιβαῖνον Ἡρόδ. 2. 82· λαμπάδος τὸ σύμβολον Αἰσχύλ. Ἀγ. 8· τοὺς ἐτησίας Δημ. 48, ἐν τέλει, προστιθεμένης μετοχῆς, δείλην ὀψίην γενομένην φυλάξαντες Ἡρόδ. 8. 9, πρβλ. 5. 12· φ. Ξέρξην... δεῖπνον προτιθέμενον ὁ αὐτ. 9. 110· ἀριστοποιουμένους φ. τοὺς στρατιώτας Δημ. 657. 17. 3) μεταφ., διατηρῶ, διαφυλάττω, τηρῶ, χόλον Ἰλ. Π. 80· αἰδῶ καὶ φιλότητα Ω. 111· ὅρκια Γ. 280· φ. ἔπος, φυλάττω διαταγήν, τηρῶ αὐτήν, Π. 686· οὕτω, φ. ῥῆμα Πινδ. Ἰ. 2. 16· τελετὰς ὁ αὐτ. ἐν Ο. 3. 74· νόμον Σοφ. Τραχ. 616· τοὺς νόμους Πλάτ. Πολιτικ. 292Α, κλπ.· τὸ σὸν πιστὸν Σοφ. Οἰδ. Κολ. 626· τὰς συνθήκας Ἰσοκρ. 362Ε· φ. σιγὴν Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. (Νόθ.) 542· οὐκ ἐφύλαξα ἀπειλὰς ὑμετέρας, δὲν ἔδωκα προσοχὴν εἰς τὰς ὑμετέρας ἀπειλάς, Καλλ. εἰς Δῆλ. 204· ὡσαύτως, φ. σκαιοσύναν, ἐπιμένω εἰς τὴν σκαιότητα, διατηρῶ αὐτήν, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1213· ἄξια ἤθη Εὐρ. Ἴων 736· φ. τῇ μνήμῃ Πλάτ. Νόμ. 783C· φ. τὸν θυμὸν αὐτόθι 867Α· τὴν τιμωρίαν Δημ. 527. 9· φ. πάντα τινὶ Λυσίας 155. 25· τὸ μέρος τοῖς θεοῖς Ἀν. 5. 3. 4· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κτήσασθαι, Δημ. 16. 3· φ. μάλα ἐν κόλποισι Θεόκρ. 2. 120, πρβλ. 7. 64· εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ’, ἀπολεῖς τὰ μείζονα Μενάνδρ. Μονόστ. 172· ἀθάνατον ὀργὴν μὴ φύλαττε αὐτόθι 4· ― ὡσαύτως προστιθεμένου κατηγορουμένου, φ. τινὰ δεδεμένον Ἀντιφῶν 135. 1· τὴν διάνοιαν φ. ἀδὲκαστον Διονύσ. Ἁλ. περὶ Θουκ. 34· τὸ πέλαγος ἀκύμαντον Λουκ Ἐνάλ. Διάλ. 5. 1. ― Παθ., φυλάττομαι παρά τινι, εἶμαι ἀποτεθειμένος, ἀποτεθησαυρισμένος παρά τινι καὶ φυλάσσομαι παρ’ αὐτῷ, ὅσος παρ’ ὑμῖν ὁ φθόνος φυλάσσεται Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 383. 4) φυλάττω τόπον τινά, μένω ἔν τινι τόπῳ, διαμένω ἐν αὐτῷ, τόδε δῶμα φυλάσσοις, ἀθάνατός τ’ εἴης Ὀδ. Ε. 208. 5) παρατηρῶ, Ἀθήν. 408. Γ. Μέσ., Ι. ἀπολ, δὲν ἀποφασίζω, φυλάξομαι, πρὶν ἂν γ’ ἴδω τὸ πλῆθος ὅ τι βούλεται Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 769· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ μετοχῇ, νύκτα φυλασσομένοισι Ἰλ. Κ. 188· πεφυλαγμένος εἶναι, προσεκτικός, φρόνιμος,Ψ. 343, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 9· οὕτω, φυλασσομένους πορεύεσθαι, μετὰ προσοχῆς, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 5. 2, 30, πρβλ. Κυν. 10, 10. 2) μετ’ αἰτ., φυλάττω, διατηρῶ τι πλησίον μου, διατηρῶ τι ἐν τῷ νῷ ἢ ἐν τῇ μνήμῃ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 261, 559 πληρέστερον, φυλάσσεσθαί τι ἐν θυμῷ αὐτόθι 489· φρεσὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 544· πρβλ. Πίνδ. Ο. 7. 72, Σοφ. Ἠλ. 1012. 3) φυλάττω, διατηρῶ ἐν ἀσφαλείᾳ, καὶ κεφαλὴν πεφύλαξο Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 148. 4) μετ’ ἀπαρ., φροντίζω, προσέχω νά…, Ἡρόδ. 7. 5, Αἰσχύλ. Ἱκ. 205· φ. μηδένα βαλεῖν Ἀντιφῶν 124, 37. 5) μετὰ γεν., φυλασσομένους τῶν νεῶν, φειδομένους τῶν νεῶν, Θουκ. 4. 11· οὕτως, ἄρκτοι πεφυλαγμέναι ὠκεανοῖο, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου Oceani metuentes aequore tingi, Ἄρατ. 48, πρβλ. 930. ΙΙ. φυλάσσομαί τι ἢ τινα, προσέχω, εἶμαι προσεκτικὸς ὡς πρός τι, προφυλάττομαι, ἀποφεύγω, πρόσωπονπρᾶγμα, Ἡρόδ. 1. 108., 7. 130, Αἰσχύλ. Πρ. 715, 804, κλπ., οὕτω, 2) φ. πρός τι Θουκ. 7. 69· ἀπό τινος Ξεν. Κύρου Παιδ. 2. 3, 9, Ἑλλ. 7. 2, 10. 3) μετὰ μετοχ. τηλόθεν τὸ τ’ Ἴλιον καὶ τοὺς Ἀτρείδας εἰσορῶν φυλάξομαι Σοφ. Φιλ. 455· οὕτω. 4) μετ’ ἀπαρ., φυλάξομαι δὲ τάσδε μεμνῆσθαι... ἐφετμὰς Αἰσχύλ. Ἱκ. 205· οὕτω δὴ δεῖ ψηφίζεσθαι, φυλαττόμενον… μὴ καταισχύναι ταύτην Δημ. 773, 1· ὡσαύτως, ἄνευ τοῦ μή, φ. τὸ λυπῆσαι ὁ αὐτ. 313. 6· φ. ὁρᾶσθαι Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 5, 3· λέγειν ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 36, 16. 5) φ. μή, ἑπομένης ὑποτακτ., προσέχω μήπως..., Αἰσχύλ. Ἱκ. 498, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 67, Ἀριστοφ. Ἀχ. 257, Ἐκκλ. 831, Ξεν., κλπ.· οὕτω, φ. ὅπως μή... ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 1. 2, 37· πρβλ. φυλακτέος ΙΙ. 6) σπανίως μετὰ γεν., τῶν... εὖ φύλαξαι Σοφ. Οἰδ. Κολ. 161, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 390. ΙΙΙ. ἐνίοτε τὸ ἐνεργ. ἔχει τὴν σημασίαν ταύτην τοῦ μέσ., φ. τι Πλάτ. Γοργ. 461D, πρβλ. Ἀνδοκ. 17. 36, Λυσίαν 92. 19, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 1, 10, κ. ἀλλ. 2) μετ’ ἀπαρ. ὁ νόμος φ. ἅπτεσθαι Πλάτ. Νόμ. 838Β. 3) φ. μὴ μεθ’ ὑποτ. Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 145, Πλάτ. Θεαίτ. 154D· φυλάττειν ἐμὲ καὶ τηρεῖν ὅπως μή…, Δημ. 317. 30, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 29. ― Περὶ τῆς χρήσεως ταύτης, ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 314, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 363.

French (Bailly abrégé)

f. φυλάξω, ao. ἐφύλαξα, pf. seul. en compos. πεφύλαχα, réc. πεφύλακα;
Pass. f. φυλαχθήσομαι, ao. ἐφυλάχθην, pf. πεφύλαγμαι;
A. intr. I. veiller, monter la garde, être de faction ; φ. νύκτα OD être de faction pendant la nuit ; οἱ φυλάττοντες = οἱ φύλακες ; φ. τινι monter la garde pour qqn ; φ. περὶ μῆλα IL être de garde autour des troupeaux;
II. faire attention;
III. se garder, avec l’inf.;
B. tr. I. garder, surveiller, conserver, protéger : φυλακὰς φ. XÉN monter la garde, faire bonne garde ; μῆλα OD garder les moutons ; σύας OD garder les porcs ; τὴν ἑωυτῶν HDT garder leur pays ; φ. τι avec un adj. ou un part. conserver qch (intact, en tel ou tel état) ; φ. τινα ἀπό τινος préserver qqn de qch;
II. tenir sous bonne garde, surveiller (un prisonnier) acc.;
III. conserver, réserver : φ. ἑαυτὸν εἴς τι PLUT, ἑαυτόν τινι PLUT se réserver pour qch;
IV. observer, guetter, épier : νόστον IL le retour (de qqn) ; φ. τοὺς πολεμίους XÉN observer l’ennemi ; abs. épier ou saisir le bon moment;
V. fig. 1 garder, conserver ; χόλον IL garder sa colère, ne pas s’en départir ; αἰδῶ καὶ φιλότητα τεὴν φ. IL garder des égards et de l’affection pour toi ; Pass. ὅσοςφθόνος φυλάττεται παρ’ ὑμῖν SOPH combien d’envie vous gardez, càd vous excitez (contre vous);
2 maintenir, observer : ὅρκια IL garder des serments, les respecter ; τὰς σπονδάς PLUT observer un traité ; ἔπος IL observer une parole, un ordre ; νόμον SOPH observer une loi;
Moy. φυλάσσομαι;
I. intr. 1 veiller, monter la garde;
2 se garder, se tenir sur ses gardes, prendre garde : πεφυλαγμένον εἶναι IL être prudent, prévoyant;
II. tr. 1 garder dans son esprit, dans sa mémoire, acc.;
2 se mettre en garde contre, acc. ou gén. : φ. περί τι, πρός τι se mettre en garde en vue de qch ; πρός τινα à l’égard de qqn ; φ. τινὸς μή veiller à ce que qch ne… ; φ. μή craindre que;
3 refuser, acc. ou prop. inf..
Étymologie: φύλαξ.

English (Autenrieth)

inf. φυλασσέμεναι, fut. -ξω, aor. φύλαξεν, pass. and mid. perf. part. πεφυλαγμένος: I. act., watch, keep watch, abs., νύκτα, ‘all night,’ Od. 5.466, Od. 22.195; trans., watch over, guard, Il. 10.417; pass., Il. 10.309; watch for, Il. 2.251, Od. 4.670; fig., ‘treasure up,’ ‘keepfaith, Il. 16.30, Il. 3.280.—II. mid., watch for oneself, Il. 10.188; πεφυλαγμένος εἶναι, ‘be on thy guard,’ Il. 23.343.

English (Slater)

φῠλάσσω (φυλάσσοισιν; -οντες: impf. φύλασσεν: aor. φυλάξαι: med. φυλάξασθαι.)
   a keep watch (over) “ἦ μάν νιν ὤτρυνον θαμὰ λυσιπόνοις θεραπόντεσσιν φυλάξαι” (P. 4.41) οἵ σε (= Ἑστίαν) γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον (i. e. ὥστε ὀρθὰν εἶναι) (N. 11.5) πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν, εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων (Pae. 6.91) λέγοντι Ζῆνα φυλάξαι π[ρ]ονοι[ᾳ], ἁνίκ' ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ λύετο τερπνᾶς ὠδῖνος (Pae. 12.11)
   b act. & med., pay heed to, observe εὐσεβεῖ γνώμᾳ φυλάσσοντες μακάρων τελετάς (O. 3.41) Ὑπεριονίδας μέλλον ἔντειλεν φυλάξασθαι χρέος παισὶν φίλοις (O. 7.40) νῦν δ' ἐφίητι (sc. ἁ Μοῖσα) <τὸγτ; τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ' χρήματα χρήματ ἀνήρ” (I. 2.9)

Spanish

guardar, proteger

English (Strong)

probably from φυλή through the idea of isolation; to watch, i.e. be on guard (literally of figuratively); by implication, to preserve, obey, avoid: beward, keep (self), observe, save. Compare τηρέω.

English (Thayer)

future φυλάξω; 1st aorist ἐφύλαξα; middle, present φυλάσσομαι; 1st aorist ἐφυλαξάμην; present passive φυλάσσομαι; from Homer down; the Sept. times too many to count for שָׁמַר, occasionally for נָצַר (etc.):
1. Active, to guard (Latin custodio); i. e., a. to watch, to keep watch: with φυλακήν, added, φυλακή, a.).
b. to guard or watch, have an eye upon: τινα, one, lest he escape, τί, anything, lest it be carried off: τά ἱμάτια, to guard a person (or thing) that he may remain safe, i. e. lest he suffer violence, be despoiled, etc., equivalent to to protect: τήν αὐλήν, ἀπό τίνος, to protect one from a person or thing, πονηρός, p. 531 a) (Xenophon, Cyril 1,4, 7; Buttmann, § 147,3; (Winer's Grammar, 223 (209))); τήν παραθήκην (or παρακαταθήκην), to keep from being snatched away, preserve safe and unimpaired, εἰς τινα ἡμέραν, i. e. that it may be forthcoming on that day, to preserve: τινα, ἐφύλαξα is explained by the following οὐδείς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο (cf. τηρέω, at the end)); τινα with a predicate accusative, φυλάξει (opposed to ἀπολέσει) τήν ψυχήν εἰς ζωήν αἰών. i. e. will keep it with the result that lie will have life eternal, ἑαυτόν ἀπό τόν to guard oneself from a thing, to guard, i. e. to care for, take care not to violate; to observe: τόν νόμον, Sophocles Trach. 616; others; νόμους, Xenophon, Hell. 1,7, 30; Plato, de rep. 6, p. 484b.; polit., p. 292a.); single precepts of the Mosaic law, L T Tr WH; L T Tr text WH; (τά δικαιώματα τοῦ νόμου, τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, τά ῤήματα of Jesus, L T Tr WH; apostolic directions, to avoid, shun, flee from: by a use common in Greek writings from Aeschylus and Herodotus down, with an accusative of the object, τί, A. V. keep themselves from); τινα, A. V. be thou ware of); ἀπό τίνος, to keep oneself from a thing, Xenophon, Cyril 2,3, 9; (Hell. 7,2, 10)); ἵνα μή, ὅπως μή, Xenophon, mem. 1,2, 37; other examples in Passow, under the word, p. 2360{a}; (Liddell and Scott, under the word, C. II.)).
b. by a usage foreign to Greek writings but very frequent in the Sept. (cf. Winer's Grammar, 253 (238)), to guard for oneself (i. e. for one's safety's sake) so as not to violate, i. e. to keep, observe: ταῦτα πάντα (the precepts of the Mosaic law), R G; R G T Tr WH; R G Tr marginal reading (διαφυλάσσω. Synonym: see τηρέω, at the end.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και φυλάγω και φυλάω και διαλ. τ. φλά(γ)ω Ν, και αττ. τ. φυλαττω Α φύλαξ, -ακος]
1. φρουρώ (α. «τον φύλαγαν πέντε σωματοφύλακες» β. «αὕτη φραγμὸς ἡ ἀρετὴ... ἀσύλητα φυλάττουσα τῆς ψυχῆς τὰ κειμήλια», Νείλ.
γ. «πρὸς γὰρ τῇ ἐπάλξει τὴν ἡμέραν κατὰ διαδοχὴν οἱ Ἀθηναῖοι φυλάσσοντες, τὴν δὲ νύκτα καὶ ξύμπαντες», Θουκ.
δ. «ἀνίη καὶ τὸ φυλάσσειν πάννυχον ἐγρήσσοντα», Αισχύλ.)
2. προστατεύω, υπερασπίζω (α. «ο Θεός να σέ φυλάει» β. «πέμψει δὲ τοι οὖρον ὄπισθεν ἀθανάτων ὅς τις σε φυλάσσει τε ῥύεταί τε», Ομ. Οδ.)
3. επιβλέπω, επιτηρώ, προσέχω (α. «προβατάκια φύλαγα» β. «βώτορας ἄνδρας... φυλάσσοντας περὶ μῆλα», Ομ. Ιλ.)
4. ενεδρεύω, παραφυλάω, παραμονεύω (α. «τον φύλαξε την ώρα που περνούσε το γεφύρι...» β. «αὐτὸν ἰόντα λοχήσομαι ἠδὲ φυλάξω ἐν πορθμῷ Ἰθάκης», Ομ. Οδ.)
5. (σχετικά με καταστάσεις ή περιστάσεις) αναμένω, περιμένω να φανεί (α. «φύλαξε την ώρα για να μέ εκδικηθεί» β. «φυλάξας τὴν κυρίην τῶν ἡμερέων ἐμηχανᾶτο τοιάδε», Ηρόδ.)
6. διατηρώ, διαφυλάσσω (α. «φύλαξε τις αρχές της και τις παραδόσεις ώς το τέλος» β. «τὴν διαλυθεῖσαν θανάτῳ συζυγίαν ἄχραντον φυλάττουσα», Κλήμ. Αλ.
γ. «εὐσεβεῑ γνώμᾳ φυλάσσοντες μακάρων τελετάς», Πίνδ.)
7. τηρώ, σέβομαι, μένω πιστός (α. «δεν φύλαξε τον όρκο του ούτε τη συμφωνία μας» β. «φυλάξαι νόμους τε καὶ ἐπιτηδεύματα πόλεων», Πλάτ.
γ. «ὑμεῖς μάρτυροι ἔστε, φυλάσσετε δ' ὅρκια πιστά», Ομ. Ιλ.)
8. διατηρώ κάτι σε ορισμένη κατάσταση (α. «σού φύλαξα το φαγητό ζεστό» β. «ἀκύμαντον φυλάττειν τὸ πέλαγος», Λουκιαν.)
9. κρατώ στην άκρη, συντηρώ (α. «φύλαξε μου δύο μερίδες» β. «εἰ μὴ φυλάξεις μίκρ', ἀπολεῑς τὰ μείζονα», Μέν.)
10. (μεσοπαθ.) φυλάγομαι και φυλάσσομαι και φυλάττομαι
προφυλάσσομαι, προσέχω (α. «να φυλάγεσαι από τις κακοτοπιές» β. «ταῦτα δὴ ὧν φυλασσόμενος ὁ Ἀστυάγης», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. διατηρώ κάτι σε καλή κατάσταση («τά φυλάγει τα βιβλία του»)
2. (η προστ. εν. αορ.) φυλάξου!
πρόσεχε, προσοχή, έχε τον νου σου
3. μέσ. παίρνω αντισυλληπτικά μέτρα, αποφεύγω τη σύλληψη κατά τη συνουσία
4. παροιμ. φρ. α) «όποιος φυλάει, φυλάει γι' άλλονε» — ο φιλάργυρος υποβάλλεται σε στερήσεις και τελικά οι κληρονόμοι του θα βγουν κερδισμένοι
β) «όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά» — όποιος παίρνει προφυλάξεις, δεν κινδυνεύει να τά χάσει όλα
μσν.-αρχ.
1. παραδέχομαι, αποδέχομαι («τὴν περὶ τῶν μεγίστων ὁμολογίαν ἡμεῖς μὲν φυλάττομεν οἱ δὲ παραβαίνουσι», Κλήμ. Αλ.)
2. μελετώ, παρατηρώ («μάγους φυλάττοντας τὰ μετέωρα τῶν νεφῶν», Κλήμ. Αλ.)
αρχ.
1. παραμένω, κάθομαι σε ένα σημείοτόδε δῶμα φυλάσσοις, ἀθάνατός τ' εἴης», Ομ. Οδ.)
2. διατηρώ στη μνήμη μου, κρατώ στον νού μου («ταῦτα φυλασσόμενοι, βασιλῆες, ἰθύνετε δίκας», Ησίοδ.)
3. είμαι επιφυλακτικός, δεν αποφασίζω («φυλάξομαι, πρὶν ἄν γ' ἴδω τὸ πλῆθος ὅ, τι βούλεται», Αριστοφ.)
4. (η μτχ. μεσ. παρακμ.) πεφυλαγμένος, -η, -ον
επιφυλακτικός, φρόνιμος.

Greek Monotonic

φῠλάσσω: Αττ. -ττω, (√ΦΥΛΑΚ), Επικ. απαρ. φυλασσέμεναι· μέλ. φυλάξω, αόρ. αʹ ἐφύλαξα, Επικ. φύλ-, παρακ. πεφύλᾰχα — Μέσ., μέλ. -άξομαι, επίσης με Παθ. σημασία· αόρ. αʹ ἐφυλαξάμην, Παθ. αόρ. αʹ ἐφυλάχθην, παρακ. πεφύλαγμαι, προστ. πεφύλαξο. Α. απόλ., φυλάσσω και προστατεύω, φρουρώ, σε Όμηρ., Αττ.· σὺν κυσὶ φυλάσσοντας περὶ μῆλα, σε Ομήρ. Ιλ. Β. μτβ.,
1. φυλάσσω, προστατεύω, διατηρώ, υπερασπίζομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· φυλάττειν τινὰ ἀπό τινος, φυλάσσω κάποιον από ένα πρόσωπο ή πράγμα, σε Ξεν.· επίσης, φυλάσσω τινὰ μὴ πάσχειν, προστατεύω κάποιον για να μην υποφέρει, σε Σοφ. — Παθ., φυλάσσομαι, διατηρούμαι υπό φύλαξη, σε Ηρόδ.
2. παραφυλάω, παραμένω, περιμένω ή ενεδρεύω, σε Όμηρ., Θουκ.· φυλάσσω τὸ σύμβολον, έχω το νου μου για προειδοποίηση με φωτιά, σε Αισχύλ.· παρατηρώ, περιμένω, αναμένω μια συγκεκριμένη στιγμή ή ένα ορισμένο γεγονός, σε Ηρόδ., Θουκ.· φυλάσσω νύχτα, περιμένω να έρθει η νύχτα, σε Θουκ.
3. μεταφ., διατηρώ, διαφυλάττω, τηρώ, χόλον, ὅρκια, σε Ομήρ. Ιλ.· φυλάσσω ἔπος, περιφρουρώ την εκτέλεση διαταγής, στο ίδ.· νόμον, σε Σοφ.· φυλάσσω σκαιοσύναν, επιμένω σε αυτή, τη διατηρώ, την υποθάλπτω, στον ίδ. — Παθ., φυλάττεσθαι παρά τινι, φυλάσσομαι μέσα ή από..., σε Σοφ.
4. διαμένω σε ένα τόπο, τόδε δῶμα φυλάσσοις, σε Ομήρ. Οδ. Γ. Μέσ., με Παθ. παρακ.,
I. απόλ.,
1. βρίσκομαι υπό τη φύλαξη κάποιου, συνεχίζω να φυλάσσω, νύκτα φυλασσομένοισι, σε Ομήρ. Ιλ.· πεφυλαγμένος εἶναι, προσεκτικός, φρόνιμος, σε Ξεν.
2. με αιτ., διατηρώ ένα πράγμα κοντά μου, φυλάσσω αυτό στο μυαλό μου, σε Ησίοδ., Σοφ.
3. φυλάσσω, διατηρώ με ασφάλεια, καὶ κεφαλὴν πεφύλαξο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
4. με απαρ., φροντίζω να κάνω, σε Ηρόδ.
5. με γεν., φυλάσσεσθαι τῶν νεῶν, φροντίζω για τα καράβια, είμαι προσεκτικός με αυτά, σε Θουκ.
II. φυλάσσεσθαί τι ή τινα, είμαι προσεκτικός, φυλάσσομαι από κάποιον, προφυλάσσομαι, αποφεύγω, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· επίσης, φυλάττω πρός τι, σε Θουκ.· ἀπό τινος, σε Ξεν.· με μτχ., εἰσορῶν φυλάξομαι, θα φροντίσω να έχω το νου μου, σε Σοφ.· με απαρ., φυλάσσω μὴ ποιεῖν, φροντίζω να μην κάνω, προφυλάσσω ενάντια στο να γίνει κάτι, σε Ηρόδ.· φυλάσσω τὸ μὴ γενέσθαι, τι, σε Δημ.· ομοίως φυλάσσω μή ή φυλάσσω ὅπως μή..., με υποτ., φροντίζω να μη γίνει κάποιο πράγμα, σε Ευρ., Ξεν.· σπανίως με γεν., τῶν εὖ φυλάξαι, σε Σοφ.
III. μερικές φορές η Ενεργ. έχει σημασία Μέσ., σε Ευρ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

φῠλάσσω: атт. φῠλάττω
1) сторожить, охранять, стеречь (μῆλα и περὶ μῆλα Hom.): οἶνος, ὃν σὺ φυλάσσεις Hom. вино, которое ты бережешь; σῴζειν τι καὶ φ. Soph. тщательно беречь что-л.; τὴν ἑωυτῶν (sc. χώραν) φ. Her. охранять свою страну; φυλάσσετον οὖτος σὲ κάι σὺ τόνδε Soph. берегите оба друг друга;
2) тж. med. нести охрану, быть на страже (в карауле), стоять на часах (Xen., Plut.; φ. и φυλάσσεσθαι νύκτα Hom.): φ. πάννυχον Hom. быть на страже всю ночь; φυλακὰς φ. Xen. нести караульную службу, κατὰ διαδοχὴν φ. Thuc. посменно нести охрану;
3) тж. med. сохранять, удерживать (τῇ μνήμῃ τὰ λεχθέντα Plat.; αἰδῶ καὶ φιλότητά τινος φ. Hom.; ὁ φθόνος φυλάσσεται παρά τινι Soph.): φρεσὶ σῇσι φύλαξαι HH сохрани (это) в своей памяти; τὰ λελεγμένα ἄρρητ᾽ ἐγώ σοι κἀτελῆ φυλάξομαι Soph. слова твои я сохраню в себе несказанными и неоконченными, т. е. предам их забвению;
4) (свято) хранить, соблюдать, исполнять (ὅρκια Hom.; νόμον Soph., Plat.; τὰς σπονδάς Plut.; σιγὴν φ. Eur.): ἓν μόνον φ. Plat. соблюдать одно лишь условие;
5) приберегать, припасать, предназначать (τὸ μέρος τοῖς θεοῖς Xen.; τιμωρίαν τινὶ φυλάξαι Dem.): τοῖς ἀξίοις σπουδῆς φυλάξαι ἑαυτόν Plut. предназначить себя для серьезных дел;
6) предохранять, обеспечивать, ограждать (τινὰ ἀπό τινος Xen.): φυλάττεσθαί τινα (τι) Aesch. и τινος Aeschin. остерегаться (избегать) кого(чего)-л.; εὖ φ. κλῄθροισι πύλας Eur. хорошо запереть ворота на замки; πεφυλκγμένον εἶναι Hom. беречься, быть осторожным; ταῦτα πρὸ πολλοῦ ἐφυλάξαντο Her. они давно уже остерегались этого; φυλὰττου ὅπως μὴ ποιήσῃς τι Xen. берегись, как бы тебе не сделать чего-л.; φύλαξαι μὴ θράσος τέκῃ φόβον Aesch. смотри, как бы отвага не породила страх, т. е. не привела бы к беде;
7) подстерегать, следить, выслеживать, выжидать (νόστον Hom.; τοὺς πολεμίους Xen.): δείλην ὀψίην γινομένην τῆς ἡμέρης φυλάξανες Her. дождавшись заката; φυλάξασα τὸν Ξέρξεα δεῖπνον προτιθέμενον Her. выждав устроенного Ксерксом пира; φ. τὸν χειμῶνα Dem. дожидаться наступления зимы;
8) держать под стражей (τινὰ ἐν πὲδαις Plut.).

Middle Liddell

[Root !φυλακ]
A. absol. to keep watch and ward, keep guard, Hom., attic; σὺν κυσὶ φυλάσσοντες περὶ μῆλα Il.
B. trans. to watch, guard, keep, defend, Hom., etc.; φυλάττειν τινὰ ἀπό τινος to guard one from a person or thing, Xen.:—also φ. τινὰ μὴ πάσχειν to guard one against suffering, Soph.:—Pass. to be watched, kept under guard, Hdt.
2. to watch for, lie in wait or ambush for, Hom., Thuc.; φ. τὸ σύμβολον to look out for the signal-fire, Aesch.: to watch, to wait for, observe an appointed time or a fixed event, Hdt., Thuc.; φ. νύκτα to wait for night, Thuc.
3. metaph. to keep, maintain, cherish, χόλον, ὅρκια Il.; φ. ἔπος to observe a command, Il.; νόμον Soph.; φ. σκαιοσύναν to cling to it, foster it, Soph.:—Pass., φυλάττεσθαι παρά τινι to be fostered in or by . ., Soph.
4. to keep or continue in a place, τόδε δῶμα φυλάσσοις Od.
C. Mid., with perf. pass.,
I. absol. to be on one's guard, keep watch, νύκτα φυλασσομένοισι Il.; πεφυλαγμένος εἶναι to be cautious, prudent, Il.; so, φυλασσομένους πορεύεσθαι with caution, Xen.
2. c. acc. to keep a thing by one, bear it in mind, Hes., Soph.
3. to guard, keep safe, καὶ κεφαλὴν πεφύλαξο Orac. ap. Hdt.
4. c. inf. to take care to do, Hdt.
5. c. gen., φυλάσσεσθαι τῶν νεῶν to take care for the ships, be chary of them, Thuc.
II. φυλάσσεσθαί τι or τινα to beware of, be on one's guard against, shun, avoid, Hdt., Aesch.; also φ. πρός τι Thuc.; ἀπό τινος Xen.;—c. part., εἰσορῶν φυλάξομαι I will take care to look on, Soph.;—c. inf., φ. μὴ ποιεῖν to take care not to do, guard against doing, Hdt.; φ. τὸ μὴ γενέσθαι τι Dem.; so, φ. μή or φ. ὅπως μὴ . ., with subj., to take care lest a thing happen, Eur., Xen.: rarely c. gen., τῶν εὖ φύλαξαι Soph.
III. sometimes Act. has sense of Mid., Eur., Plat.

Chinese

原文音譯:ful£ssw 廢拉所
詞類次數:動詞(30)
原文字根:守衛 相當於: (שָׁמַר‎)
字義溯源:看守*,遵守,護衛,防備,保護,保全,牢牢守著,保守,守,順從,跟隨,提防,自守,防守,謹忌;或源自(φυλή)=支派,隔離);比較: (τηρέω)=防守。參讀 (ἀγρυπνέω)同義字
同源字:1) (γαζοφυλάκιον)寶藏 2) (δεσμοφύλαξ)獄卒 3) (διαφυλάσσω)完備的守衛 4) (φυλακή)防守 5) (φυλακίζω)監禁 6) (φυλακτήριον)護身符 7) (φύλαξ)看守的人 8) (φυλάσσω)看守
出現次數:總共(31);太(1);可(1);路(6);約(3);徒(8);羅(1);加(1);帖後(1);提前(2);提後(3);彼後(2);約壹(1);猶(1)
譯字彙編
1) 看守(6) 路2:8; 路11:21; 徒12:4; 徒22:20; 徒23:35; 徒28:16;
2) 遵守(5) 路11:28; 約12:47; 徒7:53; 徒16:4; 羅2:26;
3) 就當提防(1) 彼後3:17;
4) 保護(1) 彼後2:5;
5) 提防(1) 提後4:15;
6) 你們要保守(1) 約壹5:21;
7) 保全(1) 提後1:12;
8) 我⋯都遵守了(1) 可10:20;
9) 你要⋯牢牢守著(1) 提後1:14;
10) 我⋯就遵守了(1) 路18:21;
11) 你務要保守(1) 提前6:20;
12) 保守(1) 猶1:24;
13) 要保護(1) 帖後3:3;
14) 就要保守(1) 約12:25;
15) 自守(1) 路12:15;
16) 被看守(1) 路8:29;
17) 護衛了(1) 約17:12;
18) 在遵守(1) 徒21:24;
19) 我都遵守了(1) 太19:20;
20) 守(1) 加6:13;
21) 謹忌(1) 徒21:25;
22) 你遵守(1) 提前5:21