θάνατος
English (LSJ)
[θᾰ], ὁ, (θνῄσκω)
A death, whether natural or violent, Hom., etc.; τῶν ὑπαλευάμενος θάνατον = the death threatened by them, Od.15.275; ὣς θάνον οἰκτίστῳ θανάτῳ 11.412; θάνατόνδε = to death, Il.16.693, 22.297; θανάτου τέλος, μοῖρα, A.Th.906 (lyr.), Pers.917 (anap.), etc.; θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς = for life and death, Pi.N.9.29; θ. ἢ βίον φέρει S.Aj.802; θάνατος μὲν τάδ' ἀκούειν Id.OC529; θανάτῳ ἴσον πάθος Id.Aj. 215; ἐν ἀγχόναις θάνατον λαβεῖν E.Hel.201; πόλεώς ἐστι θάνατος ἀνάστατον γενέσθαι = for a city destruction is like death, Lycurg.61; γῆρας ζῶν θάνατος Secund.Sent.12; θάνατον ἀποθνῄσκειν, θάνατον τελευτᾶν = die the death, die a death Plu.Crass.25, D.H.4.76.
2 in Law, death-penalty, θάνατον καταγνῶναί τινος = to pass sentence of death on one, Th.3.81; θανάτου δίκῃ κρίνεσθαι ib.57; θανάτου κρίνειν X.Cyr.1.2.14, Plb.6.14.6; περὶ θανάτου διώκειν X.HG7.3.6; πρὸς τοὺς ἐχθροὺς… ἀγωνίσασθαι περὶ θανάτου D.4.47; θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης = the penalty is death, Isoc.8.50; ellipt., παιδίον κεκος μημένον τὴν ἐπὶ θανάτῳ (sc. στολήν) Hdt.1.109; τὴν ἐπὶ θάνατον προσαγαγεῖν τινα Luc.Alex.44; but δῆσαί τινα τὴν ἐπὶ θανάτῳ (sc. δέσιν) Hdt.3.119; τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι = to go to execution, Id.7.223; ἐπὶ θάνατον ἄγεσθαι Id.3.14; τοῖς Ἀθηναίοις ἐπιτρέψαι περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου = for any penalty short of death, Th.4.54; εὐθύνας εἶναι πλὴν φυγῆς καὶ θανάτου καὶ ἀτιμίας IG12.39.73; εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι = short of death or maiming, Aeschin.1.183.
3 pl., θάνατοι = kinds of death, Od.12.341; the deaths of several persons, S.OT1200, E.Heracl.628 (both lyr.); poet., of one person, A.Ch.53, S.OT496, El.206 (all lyr.); οὐχ ἑνός, οὐδὲ δυοῖν ἄξια θανάτοιν Pl.Lg.908e; πολλῶν θανάτων, οὐχ ἑνὸς ἄξιος D.21.21, cf.19.16, Ar.Pl.483, D.H.4.24; δεύτερος θάνατος *apoc. 2.11, cf. Plu.2.942f; especially of violent death, θάνατοι αὐθένται = murder by one of the same family A.Ag.1572 (lyr.), cf. Th.879 (lyr.); εἰς θανάτους ἰέναι Pl.R.399b.
II as pr. n., Θάνατος = Death, Thanatos Ὕπνῳ… κασιγνήτῳ Θανάτοιο Il.14.231, cf. S.Aj.854, Ph.797, etc.; μόνος θεῶν γὰρ Θ. οὐ δώρων ἐρᾷ A.Fr.161; ὃν [ἰὸν] τέκετο Θ. S.Tr. 834; character in E.Alc.
III corpse, θάνατος ἀτύμβευτος AP9.439 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 1186] ὁ (θανεῖν), der Tod, sowohl der natürliche, als der gewaltsame Todtschlag, Mord, Hom. u. Folgde; οἰκτίστῳ θανάτῳ θανεῖν, des jämmerlichsten Todes sterben, Od. 11, 412 (aber στρατηγοῦ θάνατον ἀποθνήσκειν Plut. comp. Sull. 4, wie ὀξύν Crass. 25; τὸν ῥᾷστον θάνατον τελευτᾶν D. Hal. 4, 76; a. Sp.); im plur. die Todesarten, πάντες μὲν στυγεροὶ θάνατοι δειλοῖσι βροτοῖσιν Od. 12, 341; auch der Tod, Mord von mehreren, μελέους θανάτους εὕροντο Aesch. Spt. 860; θανάτοις αὐθένταισι Ag. 1554; δεσποτῶν θανάτοισι Ch. 52; εἰ σέβεις θανάτους ἀγαθῶν Eur. Heracl. 629; Plat. ἔν τε ζωῇ καὶ ἐν πᾶσι θανάτοις, Legg. X, 904 e; εἰς τραύματα ἢ εἰς θανάτους ἰόντος Todesgefahren, Rep. III, 399 a; μυρίων ἄξια θανάτων D. Hal. 4, 24; ἱκανοὺς νομίζεις δῆτα θανάτους εἴκοσι Ar. Plut. 483. – Bei den Attikern bes. die gerichtliche Todesstrafe, Hinrichtung, ἀτιμίαις καὶ θανάτοις κολάζειν Plat. Rep. VI, 492 d; θάνατον καταγιγνώσκειν τινός, die Todesstrafe gegen Einen erkennen, Thuc. u. A.; τὸν παῖδα ἀγόμενον ἐπὶ θανάτῳ Her. 3, 14; τοὺς ἄλλους κατέδησαν τὴν ἐπὶ θανάτῳ 5, 72, vgl. ἐπί; ἡ ἐπὶ θανάτῳ, sc. ζημία, Todesstrafe; θανάτου δίκῃ κρίνεσθαι, einen Prozess haben, wo der Tod die Strafe ist, Thuc. 3, 37; ähnl. κρίνεσθαι τὴν ἐπὶ θανάτῳ, sc. δίκην, Ath. XIII, 590 d; ὑπάγειν τινὰ θανάτου, Einen auf Tod u. Leben anklagen, Xen. Hell. 2, 3, 12. Auch übertr., wie bei uns, θάνατος μὲν τάδ' ἀκούειν, das zu hören ist der Tod, Soph. O. C. 523, vgl. θανάτῳ γὰρ ἴσον πάθος ἐκπεύσει Ai. 214. – Bei Crinag. 35 (IX, 439), ἀτυμβεύτου θανάτοιο λείψανον, steht es für Leichnam. – S. auch nom. pr.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. la mort :
1 mort naturelle ou autre ; plur. au sens du sg. θανάτοις αὐθένταισι ESCHL par une mort volontaire, par un suicide ; fig. θάνατος τάδ' ἀκούειν SOPH c'est une mort d'entendre cela;
2 peine de mort : περὶ θανάτου διώκειν XÉN poursuivre pour une cause capitale ; θανάτου κρίνεσθαι THC être jugé pour une affaire capitale ; θάνατον καταγιγνώσκειν τινός THC prononcer contre qqn la peine de mort ; θάνατος ἡ ζημία ἐπικεῖται ISOCR la pénalité est la mort ; δεῖν τὴν ἐπὶ θανάτῳ (s.e. δέσιν) HDT ou καταδεῖν HDT lier qqn pour le mener au supplice;
II. plur. οἱ θάνατοι :
1 genres de mort;
2 meurtre de plusieurs personnes ou d'un peuple;
3 peine de mort.
Étymologie: R. Θαν, mourir ; cf. θνῄσκω.
Russian (Dvoretsky)
θάνᾰτος: (θᾰ) ὁ
1 смерть (ἐν τῇ ζωῇ καὶ ἐν πᾶσι θανάτοις Plat.; γένεσις καὶ θ. Arst.; θ. αἰφνίδιος Plut.): θανέειν οἰκτίστῳ θανάτῳ Hom. умереть самой жалкой смертью; στρατηγοῦ θάνατον ἀποθνῄσκειν Plut. умереть смертью полководца; θ. τάδ᾽ ἀκούειν Soph. слышать это - смерти подобно (ср. «горше смерти»); ἡ πληγὴ τοῦ θανάτου NT смертельная рана; χώρα καὶ σκιὰ θανάτου NT = ὁ ᾅδης;
2 умерщвление, убийство (δεσποτῶν Aesch.; οἱ ἐν τῷ φανερῷ θάνατοι Arst.): ἐπίκουρος ἀδήλων θανάτων Soph. мститель за неведомо кем совершенное убийство (Лаия); θάνατοι αὐθένται Aesch. убийство близких;
3 смертный приговор, казнь: πολλῶν θανάτων ἄξιος Dem. достойный тысячи казней; περὶ θανάτου διώκειν Xen. преследовать по обвинению, грозящему смертной казнью; θανάτου χρίνεσθαι Thuc. быть под судом по делу, угрожающему смертным приговором; (κατα)δεῖν τὴν ἐπὶ θανάτῳ (sc. δέσιν) Her. связать для ведения на казнь; ἡ ἐπὶ θανάτῳ (sc. ζημία) Her. и ἡ θανάτου ζημία Isocr. смертная казнь;
4 мертвец, труп (ἀτυμβεύτου θανάτοιο λείψανον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
θάνᾰτος: ὁ, (√ΘΑΝ, θνῄσκω) θάνατος εἴτε φυσικὸς εἴτε βίαιος, Ὅμ., κτλ.· θ. τινος, ὁ θάνατος ὅν τις ἀπειλεῖ, Ὀδ. Ο. 275· ὣς θάνον οἰκτίστῳ θανάτῳ Λ. 412· θάνατόνδε, εἰς θάνατον, Ἰλ. Π. 693, Χ. 297· θανάτου τέλος Αἰσχύλ. Θήβ. 906· μοῖρα ὁ αὐτ. Πέρσ. 917. κτλ.· θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς, «περὶ ζωῆς καὶ θανάτου», Πίνδ. Ν. 9. 68· θ. ἢ βίον φέρει Σοφ. Αἴ. 802· θάνατος μὲν τάδ’ ἀκούειν ὁ αὐτ. Ο. Κ. 529, πρβλ. Αἴ. 215· ἀν ἀγχόναις θάνατον λαβεῖν Εὐρ. Ἑλ. 199· πόλεώς ἐστι θ., ἀνάστατον γενέσθαι Λυκοῦργ. 155. 35· θάνατον θνῄσκειν, ἀποθνῄσκειν, ὄλλυσθαι, τελευτᾶν Λοβ. Αἴ. 1008, Παραλ. 515. 2) παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως. θάνατος διὰ καταδίκης τοῦ νόμου, θάνατον καταγιγνώσκω τινός, καταδικάζω τινὰ εἰς θάνατον, Θουκ. 3. 81· θανάτου κρίνομαι, κρίνομαι, δικάζομαι διὰ θάνατον, ὁ αὐτ. 3. 57, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 14· ὡσαύτως, περὶ θανάτου διώκειν ὁ αὐτ. Ἑλλην. 7. 5. 6.· πρὸς ἐχθροὺς... ἀγωνίσασθαι περὶ θ. Δημ. 53. 27· θ. ἡ ζημία ἐπίκειται, ἡ ποινὴ εἶνε θάνατος, Ἰσοκρ. 169C· - παρ’ Ἡροδ. ἐλλειπτ., τὴν ἐπὶ θανάτῳ κεκοσμημένος (ἐνν. στολήν) 1. 109· οὕτω, δῆσαί τινα τὴν ἐπὶ θανάτῳ (ἐνν. δέσιν) 3. 119· ἀλλά, τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι 7. 223· καί, ἐπὶ θάνατον ἄγεσθαι 3. 14· τοῖς Ἀθηναίοις ἐπιτρέψαι περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου, πᾶσαν τιμωρίαν πλὴν τοῦ θανάτου, Θουκ. 4. 54, πρβλ. ὑπέγγυος· εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι, πλὴν θανάτου καὶ ἀκρωτηριάσεως, Αἰσχίν. 26. 16. 3) πληθ. θάνατοι, εἴδη, τρόποι θανάτου, Ὀδ. Μ. 341· ἢ οἱ θάνατοι πολλῶν προσώπων, Αἰσχύλ. Χο. 53, Σοφ. Ο. Τ. 1200, Εὐρ. Ἡρακλ. 629· ἢ ἑνὸς προσώπου, Σοφ. Ο. Τ. 496, Ἠλ. 206· οὐχ ἑνὸς οὐδὲ δυοῖν ἄξια θανάτοιν Πλάτ. Νόμ. 908Ε· πολλῶν θανάτων ἄξιος καὶ οὐχ ἑνὸς Δημ. 521. 24, πρβλ. 345. 25, Ἀριστοφ. Πλούτ. 483 - καὶ ἐμφατικῶς ἐπὶ βιαίου θανάτου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1572, Θήβ. 877, Πλάτ. Πολ. 399Α. II. ὡς κύριον ὄνομα, Θάνατος, ἀδελφὸς δίδυμος τοῦ Ὕπνου, Ἰλ. Ξ. 231, Π. 672· μόνος θεῶν γὰρ Θ. οὐ δώρων ἐρᾷ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 156· ὂν ἰὸν τέκετο Θ. Σοφ. Ἀποσπ. 834· εἰσαγόμενος εἰς τὴν σκηνὴν ὑπὸ τοῦ Εὐρ. ἐν τῇ Ἀλκήστιδι. III. = νεκρός, πτῶμα, ἀτυμβεύτου θανάτοιο λείψανον Ἀνθ. Π. 9. 439, πρβλ. Burm. Propert. 2. 13, 22, καὶ ἴδε ἐν λ. φόνος.
English (Autenrieth)
death; θάνατόνδε, to death, Il. 16.693.—Personified, Death, twinbrother of Sleep, Il. 14.231.
English (Slater)
θᾰνᾰτος (-ου, -οιο, -ῳ, -ον.) death ἤτοι βροτῶν γε κέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου (O. 2.31) Κύκνον τε θανάτῳ πόρεν (O. 2.82) θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν (O. 10.42) ὥρᾳ ἅ ποτε ἀναιδέα Γανυμήδει θάνατον ἆλκε (μόρον coni. Mommsen) (O. 10.105) ὀλέσσαι οἰκτροτάτῳ θανάτῳ (P. 3.42) ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι ἤδη ἁλωκότα (P. 3.56) ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις (P. 4.186) ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός (P. 6.39) νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων (sc. Περσεύς) (P. 10.48) μέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου λτ;στείχοι> (Er. Schmid, Wil.: θάνατον v.l.) (P. 11.57) τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ φύτευέ οἱ θάνατον Πελίαο παῖς (N. 4.59) ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται (N. 7.19) πεῖραν ταύταν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι (N. 9.29) “καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξ” (N. 10.77) “θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον” (N. 10.83) ]τό οἱ ἔτει θανατο[ (Pae. 22.10) ]μαν θάνατον[ Δ. 1. 3. Ἀλαλά ᾇ θύεται ἄνδρες ὑπὲρ πόλιος τὸν ἱρόθυτον θάνατον (τὸν ἱρ. θα. secl. Sternbach) fr. 78. 3. θάνατον κεροέσσᾳ εὑρέμεν ματεῖσ' ἐλάφῳ (sc. κύων) fr. 107a. 4. σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ fr. 131b. 1.
English (Abbott-Smith)
θάνατος, -ου, ὁ (θνήσκω), [in LXX chiefly for מָוֶת,מוּת, sometimes דֶּבֶר;]
death;
1.of the death of the body, whether natural or violent: Jo 11:13, Phl 2:27, He 7:23, al; opp. to ζωή, Ro 8:38, Phl 1:20; of the death of Christ, Ro 5:10, Phl 3:10, He 2:9; ῥυέσθαι (σώζειν) ἐκ θ., II Co 1:10, He 5:7; περίλυπος ἕως θανάτου, Mt 26:38, Mk 14:34; μέχρι (ἄχρι), Phl 2:8, Re 2:10; πληγὴ θανάτου, a deadly wound. Re 13:3; ἰδεῖν θάνατον, Lk 2:26, He 11:5; γεύεσθαι θανάτου, Mk 9:1; ἔνοχος θανάτου, Mk 14:64; θανάτῳ τελευτᾶν ( Ex 21:17, מוּת יוּמָת), Mk 7:10; death personified, Ro 6:9, I Co 15:26, Re 21:4; pl., of deadly perils, II Co 11:23.
2.Of spiritual death: Jo 5:24 8:51, Ro 7:10, Ja 1:15, 5:20, I Jo 3:14 5:16, al.; of eternal death, Ro 1:32 7:5, al.; ὁ θ. ὁ δεύτερος, Re 2:11 21:8 (cf. Cremer, 283ff.; DB, iii, 114ff.; DCG, i, 791f.).
English (Strong)
from θνήσκω; (properly, an adjective used as a noun) death (literally or figuratively): X deadly, (be…) death.
English (Thayer)
θανάτου, ὁ (θανεῖν); the Sept. for מָוֶת and מוּת, also for דֶּבֶר pestilence (Winer's Grammar, 29 note); (one of the nouns often anarthrous, cf. Winer's Grammar, § 19,1under the word; (Buttmann, § 124,8c.); Grimm, commentary on Sap., p. 59); death;
1. properly, the death of the body, i. e. that separation (whether natural or violent) of the soul from the body by which the life on earth is ended: Tr marginal reading ᾅδου) (on this see ὠδίν); ζωή, χώρα καί σκιά θανάτου (צַלְמָוֶת) is equivalent to the region of thickest darkness, i. e. figuratively, a region enveloped in the darkness of ignorance and sin: θάνατος is used of the punishment of Christ, Hebrews 2:(9),14; σῴζειν τινα ἐκ θανάτου, to free from the fear of death, to enable one to undergo death fearlessly, ῤύεσθαι ἐκ θανάτου, to deliver from the danger of death, θανατοῖ, deaths (i. e. mortal perils) of various kinds, περίλυπος ἕως θανάτου, even unto death, i. e. so that I am almost dying of sorrow, λελύπημαι ἕως θανάτου, λύπη ἕως θανάτου, μέχρι θανάτου, so as not to refuse to undergo even death, ἄχρι θανάτου, ἐσφαγμένος εἰς θάνατον, that has received a deadly wound, πληγή θανάτου, a deadly wound (death-stroke, cf. Winer's Grammar, § 34,3b.), ἰδεῖν θάνατον, to experience death, γεύεσθαι θανάτου (see γεύω, 2), διώκειν τινα ἄχρι θανάτου, even to destruction, κατακρίνειν τινα θανάτῳ, to condemn one to death (ad mortem damnare, Tacitus), Tdf. εἰς θάνατον); κατακρίνω, a.); πορεύεσθαι εἰς θάνατον, to undergo death, παραδιδόναι τινα εἰς θάνατον, that he may be put to death, παρέδωκαν ... εἰς κρίμα θανάτου, ἀποκτεῖναι τινα ἐν θανάτῳ (a Hebraism (cf. Buttmann, 184 (159f))), Winer's Grammar, 29 note); αἰτία θανάτου (see αἰτία, 2), ἄξιον τί θανάτου, some crime worthy of the penalty of death, αἴτιον (which see 2b.) θάνατος); ἔνοχος θανάτου, worthy of punishment by death, θανάτῳ τελευτάτω, let him surely be put to death, Sept. (Hebrew יוּמָת מות); cf. Winer's Grammar, § 44at the end N. 3; (Buttmann, as above); θανάτου ... σταυροῦ, ποιῶ θανάτῳ, by what kind of death, 1 Corinthians 15:(26),54,56; R G; κλείς); the loss of that life which alone is worthy of the name, i. e. "the misery of soul arising from sin, which begins on earth but lasts and increases after the death of the body": Clement of Rome, 2 Corinthians 1,6 [ET] says of life before conversion to Christ, ὁ βίος ἡμῶν ὅλος ἄλλο οὐδέν ἦν εἰ μή θάνατος (cf. Philo, praem. et poenis § 12, and references in 4below)); opposed to ἡ ζωή, σωτηρία, σῴζειν ψυχήν ἐκ θανάτου, μεταβεβηκέναι ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, μένειν ἐν τῷ θανάτῳ, θεωρεῖν θάνατον, γεύεσθαι θανάτου, ἁμαρτία and ἁμαρτάνειν πρός θάνατον (see ἁμαρτία, 2b.), לָמוּת חֵטְא — after Sept. ἁμαρτία θανατηφόρος — is a crimen capitale).
3. the miserable state of the wicked dead in hell is called — now simply θάνατος, Tatian or. ad Graec. c. 13; the author of the epistle ad Diognet. c. 10,7 [ET] distinguishes between ὁ δοκῶν ἐνθάδε θάνατος, the death of the body, and ὁ ὄντως θάνατος, ὅς φυλάσσεται τοῖς κατακριθησομενοις εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον); now ὁ δεύτερος θάνατος and ὁ θάνατος ὁ δεύτερος (as opposed to the former death, i. e. to that by which life on earth is ended), Plutarch, de fade in orbe lunae 27,6, p. 942f.); θάνατος αἰώνιος, the Epistle of Barnabas 20,1 [ET] and in ecclesiastical writings (ὁ ἀΐδιος θάνατος, Philo, post. Cain. § 11at the end; see also Wetstein on death comprises all the miseries arising from sin, as well physical death as the loss of a life consecrated to God and blessed in him on earth (Philo, alleg. legg. i. § 33 ὁ ψυχῆς θάνατος ἀρετῆς μέν φθορά ἐστι, κακίας δέ ἀνάληψις (de profug. § 21 θάνατος ψυχῆς ὁ μετά κακίας ἐστι βίος, especially §§ 10,11; qued det. pot. insid. §§ 14,15; de poster. Cain. § 21, and de praem. et poen. as in 2above)), to be followed by wretchedness in the lower world (opposed to ζωή αἰώνιος): θάνατος seems to be so used in Romans 5:12; Messner, Lehre der Apostel, p. 210ff
Greek Monolingual
ο (AM θάνατος)
1. οριστική παύση όλων τών λειτουργιών που χαρακτηρίζουν τη ζωή ενός ολοκληρωμένου ζωικού ή φυτικού ατόμου, η οποία προέρχεται από φυσικό ή βίαιο τρόπο (α. «πάντα θανάτοι, δυστυχιές και θρήνοι», Σολωμ. β. «θάνατον ἤ βίον φέρει», Σοφ.)
2. η θανατική ποινή («θάνατον καταγιγνώσκω τινός» — καταδικάζω κάποιον σε θάνατο, Θουκ.)
νεοελλ.
1. παύση της πνευματικής ζωής, νέκρωση τών διανοητικών λειτουργιών («θάνατος του λογικού»)
2. πολύ θλιβερό ή ολέθριο γεγονός («η οικονομική καταστροφή ήταν θάνατος γι' αυτόν»)
3. φρ. α) «πολιτικός θάνατος» — η στέρηση όλων τών πολιτικών δικαιωμάτων
β) «ηθικός θάνατος» — η απώλεια της κοινωνικής υπόληψης και τιμής
γ) «λυπημένος μέχρι θανάτου» — αυτός που κατέχεται από υπερβολική λύπη και κινδυνεύει κατά κάποιον τρόπο να πεθάνει από αυτή
δ) «τον μισώ μέχρι θανάτου» — μισώ κάποιον τόσο ώστε να ποθώ τον θάνατό του
ε) «είναι μεταξύ ζωής και θανάτου» — παλεύει με τον θάνατο ή βρίσκεται κοντά σε μεγάλη καταστροφή
στ) «είναι για θάνατο» — δεν υπάρχουν ελπίδες διασώσεώς του
ζ) «σιγή θανάτου» — απόλυτη σιωπή
η) «ο θάνατος σου η ζωή μου» — λέγεται γι' αυτούς που βρίσκονται σε μεγάλο ανταγωνισμό
θ) «γίνομαι του θανάτου» ή «κείτομαι του θανάτου» — κοντεύω να πεθάνω
ι) «πεθαίνω του θανάτου μου» — πεθαίνω από φυσικό θάνατο
ια) «βάνω κάποιον εις θάνατο» ή «δίνω σε κάποιον θάνατο» — σκοτώνω κάποιον
μσν.
επιδημία, θανατικό
αρχ.
1. το πτώμα, ο νεκρός
2. στον πληθ. οἱ θάνατοι
τρόποι θανάτου
3. φρ. α) «τήν ἐπί θανάτῳ ἔξοδον ποιοῦμαι» — πηγαίνω για εκτέλεση
β) «θανάτῳ ἡ ζημία επίκειται» — η ποινή είναι θάνατος (Ισοκρ.)
4. ως κύριο όν. ὁ Θάνατος
δίδυμος αδελφός του Ύπνου («Ὕπνῳ... κασιγνήτῳ Θανάτοιο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάνα-τος < θανᾰ- που αποτελεί την απαθή και συνεσταλμένη μορφή της αρχικής δισύλλαβης μακρόφωνης ρίζας θανᾱ-. Απαντά επίσης θ. θνᾱ-/θνη-(μηδενισμένη και απαθής μορφή της ίδιας ρίζας) στα τέ-θνη-κα, θνη-τός, καθώς και θ. θνᾰ- (μηδενισμένη και συνεσταλμένη μορφή της ρίζας) στα τέ-θνᾰ-μεν, τε-θνᾱναι. Σύμφωνα όμως με τη λαρυγγική θεωρία, η λ. θάνατος εμφανίζει τη συνεσταλμένη μορφή dh°nә2- μιας αρχικής μονοσύλλαβης ρίζας dhneә2
> θηᾱ-, βάσει της οποίας σχηματίστηκε και θ. θνᾰ- που απαντά στα τέ-θνα-μεν, τε-θνᾰ-ναι. Από το θ. του παρακμ. προήλθε υστερογενώς ο ενεστ. θνῄσκω ή θνήσκω. Στον πεζό λόγο της Ιωνικής-Αττικής το ρήμα απαντά μόνο στον παρακμ. χωρίς πρόθεση, ενώ στους άλλους χρόνους σύνθετο συνήθως με την πρόθεση απο- (πρβλ. αποθνήσκω), από τον αόρ. απέθανε του οποίου προήλθε ο νεοελλ. ενεστ. πεθαίνω. Οι λέξεις αυτής της οικογένειας συνδέονται, εξάλλου, με αρχ. ινδ. αόρ. a-dhvanī-t «έσβησε, εξαφανίστηκε», μτχ. dhvān-ta- «σκοτεινός», ενώ η χρήση αυτών τών λέξεων με σημ. «πεθαίνω» θα προερχόταν με ευφημισμό. Από το θ. θνᾱ- (ιων. θνη) προήλθε επίσης το ρηματ. επίθ. θνητός (σε αντίθεση προς το αθάνατος) και το ίδιο θέμα μαρτυρείται εν συνθέσει ως β' συνθ. με τη μορφή -θνής (πρβλ. ανοροθνής, ημιθνής, λιμοθνής, νεοθνής, χειμοθνής), ενώ το θ. -θαν- με τη μορφή -θανής (πρβλ. αρτιθανής, ημιθανής
αρχ.
αειθανής, αθανής, αωροθανής, δισθανής, δυσθανής, επιθανής, κοινοθανής, νεοθανής, τρισθανής).
ΠΑΡ. θανάσιμος, θανατικός, θανατώνω (-ώ)
αρχ.
θανατιώ, θανατόεις, θανατώ, θανατώδης
(αρχ.-μσν) θανατήσιος
νεοελλ.
θανατάς.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. θανατοφόρος
μσν.
θανατογραφή
(Β συνθετικό) αθάνατος, αργοθάνατος, βιαιοθάνατος, ετοιμοθάνατος, κακοθάνατος, μελλοθάνατος, πεισιθάνατος
αρχ.
αξιοθάνατος, αυτοθάνατος, αωροθάνατος, βιαθάνατος, βραδυθάνατος, δυσθάνατος, επιθάνατος, ευθάνατος, ευθυθάνατος, ιδιοθάνατος, ισαθάνατος, ισοθάνατος, οξυθάνατος, ταχυθάνατος
νεοελλ.
αγουροθάνατος, αδικοθάνατος, γοργοθάνατος].
Greek Monotonic
θάνᾰτος: ὁ (θνῄσκω),
I. 1. θάνατος, σε Όμηρ., κ.λπ.· θάνατος τινος, ο θάνατος που επαπειλείται από κάποιον, σε Ομήρ. Οδ.· θάνατόνδε, σε θάνατο, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.
2. στην Αττ., θάνατον καταγιγνώσκειν τινός, καταδικάζω κάποιον σε θάνατο, σε Θούκ.· θανάτου κρίνεσθαι, δικάζομαι για θάνατο, στον ίδ.· ελλειπτ., τὴν ἐπὶ θανάτῳ κεκοσμημένος, (ενν. στολήν), σε Ηρόδ.· δῆσαί τινα τὴν ἐπὶ θανάτου (ενν. δέσιν), στον ίδ.· τοῖς Ἀθηναίοις ἐπιτρέψαι περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου, για κάθε τιμωρία πλην του θανάτου, σε Θουκ.
3. πληθ. θάνατοι, τρόποι θανάτου, σε Ομήρ. Οδ.· ή οι θάνατοι διαφόρων ανθρώπων ή ακόμα και ενός προσώπου, σε Τραγ.·
II. ως κύρ. όνομα, Θάνατος, ο Θάνατος, ο δίδυμος αδελφός του Ύπνου, σε Ομήρ. Ιλ.
III. = νεκρός, σε Ανθ. Π.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: death (Il.).
Compounds: Compp., e. g. ἀ-θάνατος immortal (Il.), θανατη-φόρος death-bringing (A.; -η- rhythmic and analog. conditioned, Schwyzer 438f.).
Derivatives: Adj.: θανάσιμος bringing death, going to die (IA; on the formation Arbenz Die Adj. auf -ιμος 17 and 70f.; rarely θανατήσιμος, Arbenz 78f.); also θανατώδης (Hp.), θανατόεις (S., E.), θανατήσιος (Afric.; after βιοτήσιος, βροτήσιος), θανατικός (D. S., Plu.), θανατηρός (Eust.); θανατούσια (sc. ἱερά) pl. feast for the dead (Luc.; after γερούσιος). Denomin. verbs: 1. θανατόω kill, bring to death, sentence to death (IA) with θανάτωσις; 2. θανατάω like to die, also be dying (Pl.); 3. θανατιάω id. (Luc.). - The old perfect τέθνηκα am dead, pl. τέθναμεν, ptc. τεθνηώς, τεθνεώς, Aeol. inf. τεθνάκην, with the thematic root aorist ἔθανον I died (Il.), the fut. θανοῦμαι (Il.) and an added present θνηισκω (inscr.), θνήσκω (mss.), Aeol. θναισκω (Hdn. Gr. 2, 79); in prose mostly ἀπο-θνῄσκω; also with other prefixes, e. g. κατα-θνῄσκω, -θανεῖν, -τέθνηκα (all Il.); on the function of the prefix Schwyzer-Debrunner 268f., Hermann Gött. Nachr. 1943, 617f. Verbal adj. θνητός mortal (Il.). - From there θνήσιμος (only Arg. to S. OT 7) with θνησιμαῖον cadaver (LXX; Chantraine Formation 49, Mélanges Maspéro 221); in the same meaning also θνασίδιον, θνησ(ε)ίδιον (Lesbos, Ael.; Schwyzer 270). Verbalsubst. θνῆσις dying, mortality (medic.); on εὑθνήσιμος preparing a soft death (A. Ag. 1294) from εὖ θνῄσκειν; cf. εὑθάνατος, -τέω, -σία; diff., hardly correct, Arbenz 78 u. 84.
Origin: IE [Indo-European] [266] *dʰ(u)enh₂- die
Etymology: The form θαν- (εῖν) and θάνα-(τος) θνα-(τός) point to a form *dhnh₂-, *dhnh₂-e- beside *dhnh₂- before consonant. The comparison with Skt. aorist á-dhvanī-t he disappeared and the ptc. dhvān-tá- dark led to the reconstruction IE dhu̯enǝ-; the meaning die stems from a euphemism, cf. Chantraine Sprache 1, 146. See Pok. 266. But the -u̯- is not quite certain.
Middle Liddell
θάνᾰτος, ὁ, θνήσκω
I. death, Hom., etc.; θ. τινος the death threatened by him, Od.; θάνατόνδε to death, Il., etc.
2. in Attic, θάνατον καταγιγνώσκειν τινός to pass sentence of death on one, Thuc.; θανάτου κρίνεσθαι to be tried for one's life, Thuc.:—ellipt., τὴν ἐπὶ θανάτῳ κεκοσμημένος (sc. στολήν) Hdt.; δῆσαί τινα τὴν ἐπὶ θανάτου (sc. δέσιν) Hdt.; τοῖς Ἀθηναίοις ἐπιτρέψαι περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου for any penalty short of death, Thuc.
3. pl. θάνατοι, kinds of death, Od.; or the deaths of several persons or even of one person, Trag.
II. as prop. n., Θάνατος Death, twin-brother of Sleep, Il.
III. = νεκρός, Anth.
Frisk Etymology German
θάνατος: {thánatos}
Grammar: m.
Meaning: Tod (seit Il.).
Composita: Kompp., z. B. ἀθάνατος unsterblich (seit Il.), θανατηφόρος todbringend (A. usw.; -η- rhythmisch und analogisch bedingt, Schwyzer 438f.).
Derivative: Mehrere Adj.: θανάσιμος todbringend, dem Tode verfallen (ion. att.; zur Bildung Arbenz Die Adj. auf -ιμος 17 und 70f.; vereinzelt θανατήσιμος, Arbenz 78f.); auch θανατώδης (Hp. u. a.), θανατόεις (S., E. in lyr.), θανατήσιος (Afric.; nach βιοτήσιος, βροτήσιος), θανατικός (D. S., J., Plu. u. a.), θανατηρός (Eust.); θανατούσια (sc. ἱερά) pl. Totenfest (Luk.; nach γερούσιος u. a.). Denominative Verba: 1. θανατόω töten, hinrichten, zum Tode verurteilen (ion. att.) mit θανάτωσις; 2. θανατάω sterben wollen, auch sterbend sein (Pl., J. u. a.); 3. θανατιάω ib. (Luk. u. a.). — Daneben ein altes Perfekt τέθνηκα bin tot, pl. τέθναμεν, Ptz. τεθνηώς, τεθνεώς, äol. Inf. τεθνάκην usw., mit dem thematischen Wurzelaorist ἔθανον ich starb (seit Il.), dem Fut. θανοῦμαι (seit Il.) und einem hinzugebildeten Präsens θνηισκω (Inschr.), θνήσκω (Hss.), äol. θναισκω (Hdn. Gr. 2, 79); in der Prosa dafür fast ausnahmslos ἀποθνῄσκω; auch mit anderen Präfixen, z. B. καταθνῄσκω, -θανεῖν, -τέθνηκα (alles seit Il.); zur Funktion des Präfixes (auch intensivierend) Schwyzer-Debrunner 268f., Hermann Gött. Nachr. 1943, 617f. Verbaladj. θνητός sterblich (seit Il.). — Davon θνήσιμος (nur Arg. zu S. OT 7) mit θνησιμαῖον Kadaver (LXX u. a.; Chantraine Formation 49, Mélanges Maspéro 221); in derselben Bed. auch θνασίδιον, θνησ(ε)ίδιον (Lesbos, Ael. u. a.; Schwyzer 270). Verbalsubst. θνῆσις das Sterben, Sterblichkeit (Mediz. u. a.); aber εὐθνήσιμος einen leichten Tod bereitend (A. Ag. 1294) von εὖ θνῄσκειν; vgl. εὐθάνατος, -τέω, -σία; anders, schwerlich richtig, Arbenz 78 u. 84.
Etymology: Das zweisilbige θάνα-(τος) mit der einsilbigen Reduktionsstufe θαν- (εῖν) und das damit regelmäßig abwechselnde langvokalische und einsilbige θνα-(ίσκω), θνατός haben nahe Entsprechungen in dem ebenfalls zweisilbigen aind. Aorist á-dhvanī-t er erlosch, schwand (vom Grimm) und in dem langvokalischen einsilbigen Ptz. dhvān-tá- dunkel; die Bedeutung sterben wurzelt in einem Euphemismus, vgl. Chantraine Sprache 1, 146. Weitere Anknüpfungen an idg. dhu̯enə- bei WP. 1, 841, Pok. 266. Nicht mit Kent Lang. 11, 207ff. zu θείνω, φόνος. Vgl. noch Specht KZ 63, 217f. (Zweifelhaftes über θανόντες).
Page 1,652-653
Chinese
原文音譯:q£natoj 他那拖士
詞類次數:名詞(119)
原文字根:死 相當於: (מָוֶת)
字義溯源:死亡,死,死地,死味,死罪,致死,該死,冒死;源自(θνῄσκω)*=死)。自從亞當,夏娃喫了那分別善惡樹上的果子,違抗神的命令而犯罪,死就臨到眾人( 創2:17; 羅5:12),因為罪的工價乃是死( 羅6:23)。犯罪的結果就是屬靈的死亡,於是就不能再與那是靈的神有交通,這就是亞當與夏娃被逐出園子,遠離神面所表明的;這乃是人類最大的悲哀。主耶穌勝過死亡,從死復活;這是人類最大的佳音。主耶穌說,我是復活和生命,那信我的人,必永遠不死( 約11:23,24另譯);第二次的死在那頭一次復活的人身上沒有權柄( 啓20:6)
出現次數:總共(120);太(7);可(6);路(7);約(8);徒(8);羅(22);林前(8);林後(9);腓(6);西(1);提後(1);來(10);雅(2);約壹(6);啓(19)
譯字彙編:
1) 死(81) 太4:16; 太15:4; 太16:28; 太20:18; 可7:10; 可10:33; 路1:79; 路2:26; 路22:33; 路23:22; 約8:51; 約11:4; 約11:13; 約12:33; 約18:32; 約21:19; 徒2:24; 徒13:28; 徒23:29; 徒26:31; 羅1:32; 羅5:10; 羅5:12; 羅5:12; 羅5:14; 羅5:17; 羅5:21; 羅6:4; 羅6:9; 羅6:16; 羅6:21; 羅6:23; 羅7:5; 羅7:13; 羅7:13; 羅7:24; 羅8:2; 羅8:6; 羅8:38; 林前3:22; 林前11:26; 林前15:21; 林前15:26; 林前15:54; 林前15:56; 林後1:9; 林後2:16; 林後2:16; 林後3:7; 林後4:11; 林後4:12; 林後7:10; 腓2:8; 腓2:8; 腓2:27; 腓2:30; 腓3:10; 西1:22; 提後1:10; 來2:9; 來2:9; 來2:14; 來2:14; 來5:7; 來7:23; 來9:15; 來11:5; 雅1:15; 雅5:20; 約壹3:14; 約壹3:14; 約壹5:16; 啓2:10; 啓2:11; 啓6:8; 啓9:6; 啓9:6; 啓12:11; 啓20:6; 啓20:14; 啓21:8;
2) 死亡(11) 約5:24; 羅7:10; 林後1:10; 腓1:20; 啓1:18; 啓2:23; 啓6:8; 啓18:8; 啓20:13; 啓20:14; 啓21:4;
3) 死的(10) 太26:66; 可14:64; 路23:15; 徒25:11; 徒25:25; 羅6:5; 約壹5:16; 約壹5:16; 約壹5:17; 啓13:3;
4) 死地(3) 太10:21; 可13:12; 徒22:4;
5) 死味(3) 可9:1; 路9:27; 約8:52;
6) 要死(2) 太26:38; 可14:34;
7) 死阿(2) 林前15:55; 林前15:55;
8) 致死(2) 啓13:3; 啓13:12;
9) 死亡的(1) 來2:15;
10) 死去(1) 來9:16;
11) 該死的(1) 徒28:18;
12) 死罪(1) 路24:20;
13) 死麼(1) 羅6:3;
14) 冒死(1) 林後11:23
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό θανεῖν, ἀόρ. β΄ τοῦ θνῄσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
death
Abkhaz: псра; Adyghe: лӏэныгъ; Afar: raba; Afrikaans: dood; Ainu: ライ, ラヤㇺペ; Albanian: vdekje, mort; Amharic: ሞት; Arabic: مَوْت, وَفَاة; Egyptian Arabic: موت; Gulf Arabic: موت, وفاة; South Levantine Arabic: موت; Aramaic Classical Syriac: ܡܘܬܐ; Jewish Aramaic: מוֹתָא; Armenian: մահ, վախճան; Old Armenian: մահ; Aromanian: moarte; Assamese: মৃত্যু, মৰণ; Asturian: muerte; Atong: thyiwami; Avar: хвел, хвей; Azerbaijani: ölüm, vəfat; Bashkir: үлем, әжәл; Basque: heriotza; Belarusian: смерць, сьмерць; Bengali: ইন্তেকাল, ওফাত, মৃত্যু, মরণ; Berber Tashelhit: tamttant; Bole: moto; Breton: marv; Bulgarian: смърт; Burmese: မရဏ, အသေ, သေခြင်း; Buryat: үхэл; Catalan: mort; Cebuano: kamatayon; Central Sierra Miwok: ĉam-ŝy-; Chagatai: اولوم, اولم; Chechen: валар, ӏожалла; Cherokee: ᎠᏲᎱᎯᏍᏗ; Chichewa: imfa; Chinese Cantonese: 死亡; Hakka: 死亡; Mandarin: 死亡; Min Nan: 死亡; Wu: 死亡; Chuvash: вилӗм; Coptic: ⲙⲟⲩ; Cornish: mernans; Crimean Tatar: ölüm, ecel; Czech: smrt; Dalmatian: muart; Danish: død; Dargwa: бебкӀа; Dhivehi: މަރު, ޥަފާތް; Dolgan: өлүү; Dutch: dood, overlijden; Eastern Mari: колымаш; Erzya: кулома; Esperanto: morto; Estonian: surm; Evenki: буни; Faroese: deyði; Finnish: kuolema; French: mort, décès; Friulian: muart; Gagauz: ölüm; Galician: morte, falecemento, pasamento; Georgian: სიკვდილი, გარდაცვალება, მიცვალება; German: Tod, Exitus; Gothic: 𐌳𐌰𐌿𐌸𐌿𐍃; Greek: θάνατος; Ancient Greek: ᾄδης, ᾍδης, Ἀΐδας, Ἀΐδης, Ἅιδης, αἷμα, αἶσα, ἅλωσις, ἀναίρεσις, ἀνάλυσις, ἀναχώρησις, ἀπαλλαγή, ἀπαλλαγὴ τοῦ βίου, ἀπέδευσις, ἀποβίωσις, ἀπογενεσία, ἀπογένεσις, ἄποδος, ἀπόλειψις, ἀποχώρησις, ἀπώλεια, Ἄρης, ἄφοδος, δάνος, διάκρισις, διάλυσις, διαφθορά, ἐκδημία, ἐξαγωγή, ἐξαίρεσις, ἡ τοῦ βίου ἐναλλαγή, θάνατος, μοῖρα, μόρος, ὄλεθρος, πότμος, τελευτή, τὸ θνήσκειν; Guaraní: mano, e'õ, ñemano; Gujarati: મૃત્યુ, મરણ; Haitian Creole: lanmò; Hausa: mutuwa; Hawaiian: make; Hebrew: מוות \ מָוֶת, מִיתָה; Hindi: मृत्यु, मरण, मौत, मर्ग, मरना, विनाश, मुर्दनी, मुर्दन, अंत, इंतक़ाल, फ़ना, कदन, देहांत, शरीरांत, विदा, कूच, परलोकयात्रा, प्रस्थान, अजल, कजा, वफात; Hittite: 𒄭𒅔𒃷, 𒀝𒂵𒀀𒋻; Hungarian: halál, halálozás, elhalálozás, holta, elhunyta; Hunsrik: Dod; Icelandic: dauði, andlát, fráfall; Ido: morto; Indonesian: mati; Interlingua: morte; Irish: éag, bás; Istriot: muorto; Italian: morte, dipartita, decesso, morire; Japanese: 死, 死亡; Javanese: pati, kepatèn; Kabardian: лӏэныгъэ; Kalmyk: үкл; Kannada: ಮರಣ; Karachay-Balkar: ёлюм, ажал, аджал; Karakalpak: o'lim; Karelian: kuolema, kuolenda, kuolenta, šurma; Kashubian: smierc; Kazakh: өлім, ажал, қаза, опат; Khakas: ӧлім; Khmer: សេចក្ដីស្លាប់, កាលកិរិយា, អនិច្ចកម្ម, ការតាយ; Korean: 죽음, 사망(死亡); Kumyk: оьлюм; Kurdish Central Kurdish: مەرگ, وەفات; Northern Kurdish: mirin, merg, wefat, mewt, emrê Xwedê; Kyrgyz: өлүм, ажал; Ladin: mort; Lao: ຄວາມຕາຍ, ການຕາຍ, ມໍລະນະ; Latgalian: nuove; Latin: mors, nex, exitium, quietus, letum, finis, obitus, funus; Latvian: nāve, miršana; Laz: ღურა; Lithuanian: mirtis; Lombard: mort; Low German Dutch Low Saxon: dood; German Low German: Dood; Loxicha Luxembourgish: Doud; Macedonian: смрт; Malay: kematian; Malayalam: മരണം; Maltese: mewt; Manx: baase; Maori: mate, mate kiatu, mate tara-ā-whare, mate whawhati tata, mate koeo, hautapu; Marathi: मृत्यु; Mingrelian: ღურა; Mirandese: muorte; Moksha: кулома; Mongolian Cyrillic: үхэл; Nahuatl: miquiztli; Inuktitut: ᐋᔪᐃᓕᖅᑐᖅ, ᑐᖁᓂᖅ; Navajo: aniné, anoonééł; Neapolitan: morte; Nepali: मृत्यु, मरण; Ngazidja Comorian: wafati, hufa, mauti, mfo 3, mfariki; Nogai: оьлим; Norman: mort, décès; Northern Sami: jápmin; Northern Yukaghir: йабал; Norwegian Bokmål: død, dødsfall, ende; Nynorsk: død, dødsfall; Occitan: mort, mòrt; Old Church Slavonic Cyrillic: съмрьть; Old East Slavic: съмьрть; Old English: dēaþ; Old French: mort; Old Norse: dauði; Old Prussian: gals; Oriya: ମରଣ, ମୃତ୍ୟୁ; Oromo: du'a; Ossetian: мӕлӕт; Ottoman Turkish: اولوم, موت, مرگ; Pali: maraṇa; Pashto: مرګ; Persian: موت, مرگ, وفات, درگذشت; Phoenician: 𐤌𐤅𐤕; Polish: śmierć, zgon; Portuguese: morte, falecimento, óbito; Bislama: ded; Punjabi: ਮੌਤ, ਜਮ; Purepecha: uarhikua; Quechua: wañu; Romanian: moarte; Russian: смерть, гибель, погибель, кончина; Rusyn: смерть; Saho: raba; Sanskrit: मृत्यु, मरण, निर्वाण, मार, मोक्ष, अन्त, काल, मृत, अभाव; Santali: ᱢᱳᱨᱳᱱ; Sardinian: molte, morte, morti; Scots: daith; Scottish Gaelic: bàs, caochladh, eug; Serbo-Croatian Cyrillic: смр̏т, погибија; Roman: smȑt, pogíbija; Shor: ӧлӱш; Sicilian: morti; Silesian: śmiyrć; Sindhi: وَفاتِ; Sinhalese: මරණය; Skolt Sami: jäämmʼmõš; Slovak: smrť; Slovene: smrt; Somali: dhimasho; Sorbian Lower Sorbian: smjerś; Upper Sorbian: smjerć; Southern Altai: ӧлӱм; Yucatec Maya: kíimili'; Spanish: muerte; Svan: დაგარ; Swahili: kifo; Swedish: död; Tabasaran: аьжал; Tagalog: kamatayan; Tajik: марг, вафот; Tamil: மரணம்; Tatar: үлем, әҗәл; Telugu: మరణము, చావు; Thai: ความตาย, มรณะ; Tibetan: འཆི་བ; Tigrinya: ሞት; Tocharian B: srukelle; Tongan: mate; Tupinambá: eõ; Turkish: ölüm, mevt, memat, vefat, irtihal; Turkmen: ölüm, ajal; Tuvan: өлүм; Udmurt: кулон, кулэм; Ukrainian: смерть; Umbundu: kalunga; Urdu: موت, مرگ, مرت; Uyghur: ئۆلۈم; Uzbek: oʻlim, ajal, vafot, mamot; Venetian: morte; Vietnamese: chết, tử vong; Volapük: deadam; Walloon: moirt; Welsh: marwolaeth, angau, tranc; West Frisian: dea; Wolof: dee; Xhosa: ukufa; Yakut: өлүү; Yiddish: טויט, מוות, מיתה; Yoruba: ikú; Zhuang: daindangdumz, daindangndaek; Zulu: ukufa
af: dood; ak: owuo; als: tod; an: muerte; arc: ܡܘܬܐ; ar: موت; ary: موت; arz: موت; ast: muerte; as: মৃত্যু; azb: اؤلوم; az: ölüm; bar: doud; bat_smg: smertės; ba: үлем; be_x_old: сьмерць; be: смерць; bg: смърт; bh: मौत; bn: মৃত্যু; bo: ཤི་བ།; br: marv; bs: smrt; bxr: үхэл; ca: mort; cdo: sī; ceb: kamatayon; ce: ӏожалла; ckb: مەرگ; cs: smrt; cu: съмрьть; cy: marwolaeth; da: død; de: Tod; diq: merg; el: θάνατος; en: death; eo: morto; es: muerte; et: surm; eu: heriotza; ext: muerti; fa: مرگ; fi: kuolema; fr: mort; fy: dea; gan: 過世; ga: bás; gcr: lanmò; gl: morte; gn: mano; hak: sí; he: מוות; hif: maut; hi: मृत्यु; hr: smrt; ht: lanmò; hu: halál; hy: մահ; hyw: մահ; ia: morte; id: kematian; ilo: patay; io: morto; is: dauði; it: morte; ja: 死; jv: pati; kab: lmut; ka: სიკვდილი; kbp: sɩm; kk: өлім; km: មរណភាព; kn: ಮರಣ; ko: 죽음; ku: mirin; ky: өлүм; la: mors; lij: morte; li: doead; ln: liwâ; lt: mirtis; lv: nāve; mg: fahafatesana; mk: смрт; ml: മരണം; mn: үхэл; mrj: колен; mr: मृत्यू; ms: ajal; mt: mewt; myv: кулома озкс; my: သေဆုံးခြင်း; nah: miquiztli; new: मृत्यु; nia: fa'amate; nl: dood; nn: død; no: død; oc: mòrt; pam: kamatáyan; pap: morto; pa: ਮੌਤ; pl: śmierć; pnb: مرن; ps: مړینه; pt: morte; qu: wañuy; roa_rup: moarti; ro: moarte; rue: смерть; ru: смерть; sah: өлүү; sat: ᱜᱩᱨ; scn: morti; sco: daith; sd: موت; sh: smrt; simple: death; si: මරණය; sk: smrť; sl: smrt; so: geeri; sq: vdekja; sr: смрт; su: paéh; sv: döden; sw: mauti; szl: śmjyrć; ta: இறப்பு; tcy: ಸಾವು; te: మరణం; th: ความตาย; tl: kamatayan; tr: ölüm; tt: үлем; uk: смерть; ur: موت; uz: oʻlim; vi: chết; war: kamatayon; wa: moirt; wuu: 死; yi: טויט; za: dai; zh_classical: 死; zh_min_nan: sí-bông; zh_yue: 死; zh: 死亡
Lexicon Thucydideum
mors, death, 1.14.2, 2.43.6, 3.81.5, 4.54.2, 8.45.1, 8.61.2,
nex, violent death, murder, 1.9.2, 3.66.3,
capitis condemnatio, capital condemnation, death sentence, 2.24.1, 3.40.8, 3.44.3. 3.45.1. 3.45.3. 3.46.1. 3.57.3, [vulgo commonly θ. δίκῃ κρ.]. 3.81.2,
similiter similarly 6.60.4
et and 6.61.7. 8.68.2.