τράπεζα

From LSJ
Revision as of 19:45, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰ́πεζᾰ Medium diacritics: τράπεζα Low diacritics: τράπεζα Capitals: ΤΡΑΠΕΖΑ
Transliteration A: trápeza Transliteration B: trapeza Transliteration C: trapeza Beta Code: tra/peza

English (LSJ)

[τρᾰ], ης, ἡ, Dor. τράπεσδα Alcm.74b:—A table, esp. dining table, eating table, freq. in Hom., Τηλεμάχοιο τ., ἐμὴ τ., Od.17.333, 447, cf. IG12.330.4, Men.518.2; τ. παραθεῖναι Hdt.6.139, Alex.171; παρέκειτο τ. Il.24.476; τ. εἰσφέρειν, ἐπάγειν, Ar.V.1216, Anaxandr. 2 (but ἐσῄρετο is prob. cj.); ἡ τ. εἰσῄρετο Ar.Ra.518; τ. ἀφαιρεῖν Od. 19.61, X.Smp.2.1 (Pass.); αἴρειν Men.273, cf. 451; ἐκφέρειν Pl.Com. 69.2; ξενίη τ. the hospitable board, ἴστω Ζεύς . . ξενίη τε τ. Od.14.158, cf. 21.28; ᾔσχυνε ξενίαν τ. κλοπαῖσι A.Ag.401 (lyr.), cf. 701 (lyr.); ὅρκον μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν Archil.96, cf. Wilcken Chr.11.58 (ii B. C.); ἡ ξενικὴ τράπεζα Aeschin.3.224; τοὺς τῆς πόλεως ἅλας καὶ τὴν δημοσίαν τράπεζαν Id.2.22; δέξασθαι τραπέζῃ καὶ κοίτῃ entertain at bed and board, Hdt.5.20; κοίτης μεθέξουσα καὶ τραπέζης μόνον Plu.Brut.13; ἐπὶ τὰς αὐτὰς τ. ἰέναι Antipho 2.1.10; τράπεζαν Περσικὴν παρετίθετο he kept a table in the Persian fashion, Th.1.130; τ. κοσμεῖν X. Cyr.8.2.6, etc.; εἰς ἀλλοτρίαν τ. ἀποβλέπειν live at other men's table, at their expense, Id.An.7.2.33; τὴν τράπεζαν ἀνατρέπειν upset the table, D.19.198; prov. of a spendthrift, And.1.130; table dedicated to the gods, on which meats and offerings were set out, IG12.190.4, 840.19, 22.1245.6, 1534.163, 1933.2, Din.3.2; τ. ἱερά PCair.Zen.708 (iii B. C.); ἐπὶ τὴν τ. τῶν Διοσκόρων ib.569.24 (iii B. C.); τράπεζα Κυρίου, τράπεζα δαιμονίων, 1 Ep.Cor.10.21. 2 table, as implying what is upon it, meal, ἄνομος τράπεζα Hdt.1.162, cf. E.Alc.2, X.An.7.3.22; also βορᾶς τ. S.OT1464; Συρακοσίων τράπεζα, prov. of luxurious living, Ar.Fr. 216, cf. Pl.R.404d; Σικελικαὶ τράπεζαι prov. ap. Jul. Or.6.203a; πολυτελὴς τράπεζα Epicur.Ep.3p.64U.; δεύτεραι τράπεζαι the second course, Plu.2.133e, Ath.14.639b; cf. τράγημα. II money-changer's counter, ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τ. Pl.Ap.17c, cf. Plu.2.70f; αἱ τ. τῶν κολλυβιστῶν Ev.Matt.21.12; most freq. bank, Lys 9.5, etc.; ἡ ἐργασία ἡ τῆς τ. the right to operate the bank, D.36.6; ἡ ἐγγύη ἡ ἐπὶ τὴν τράπεζαν security given to the bank, Id.33.10; δοῦναι ἀργύριον ἐπὶ τ. Ev.Luc.19.23; τὸ ἐπὶ τὴν τ. χρέως D.33.24; οἱ ἐπὶ ταῖς τ. bankers, Isoc.17.2; κατασκευάζεσθαι τράπεζαν set up a bank, Is.Fr.66; τῆς τ. ἀνασκευασθείσης the bank having been broken, D.33.9; δημοσία τράπεζα public bank at Delos, IG22.2336.180 (i B. C.); in Egypt, POxy. 835 (Aug.), etc.; βασιλικὴ τράπεζα in Egypt, PEleph.27.22 (iii B. C.), PTeb.27.70 (ii B. C.), etc.; χειριστὴς τῆς ἐν τῇ Πολέμωνος μερίδι τ. PEnteux.38.1 (iii B. C.); opp. ἰδιωτικὴ τ. POxy.305 (i A. D.), etc.; κολλυβιστικαὶ τράπεζαι ib.1411.4 (iii A. D.). III any table or flat surface on which a thing rests: as, 1 cross bench in which the mast is fixed, Sch. Il.15.729; τράπεζα δολωνική, v. δολωνικός. 2 platform on which slaves were exposed for sale, Ar.Fr.874. 3 tablet or slab with a relief or inscription, τ. χαλκῆ Orac. ap. D.21.53, cf. Paus.8.31.3; at a tomb, Plu.2.838c. 4 plinth of a statue, CIG4702.7 (Egypt, iv B. C.). b lampstand, PSI4.428.39 (iii B. C.). 5 nether millstone, BGU251.17 (i A. D.), Poll.7.19. 6 part of a torsion engine, prob. the plinth, Ph.Bel.54.2, HeroBel.100.1. 7 part of the liver, Nic.Th.560, Polyaen.4.20, Ruf.Onom.180. 8 shoulder blade, Poll.2.177. 9 grinding surface of the teeth, ib.93, Ruf.Onom.54. (The word is shortened from τετράπεζα; hence the question καὶ πόθεν ἐγὼ τρίπουν τ. λήψομαι; as if this were an absurdity, Ar.Fr.530; τ. τρισκελεῖς Cratin.301:—so τρίπεζα, τρέπεδδα (qq.v.), of three-legged tables.)

German (Pape)

[Seite 1134] ἡ (von den Alten entweder von τρίπεζα od. von τετράπεζα abgeleitet, je nachdem man Tische von drei oder vier Füßen annahm; Letzteres ist wahrscheinlicher), der Tisch, die Tafel; bes. – 1) der Eßtisch; oft bei Hom., bei dem jeder Gast seinen eigenen Tisch vor sich hat, Od. 17, 333. 447. 22, 74; ξενίη τράπεζα, der gastliche Tisch, an dem der Gast freundliche Aufnahme findet, als Symbol des Gastrechts so heilig geachtet, daß man dabei schwor, Od. 14, 158. 21, 28 u. sonst; ᾔσχυνε ξενίαν τράπεζαν κλοπαῖσι γυναικός, Aesch. Ag. 390. – Auch das, was auf den Tisch gesetzt wird, das Essen selbst; Her. 1, 162; τράπεζαν Περσικὴν παρετίθετο, Thuc. 1, 130, etwa »er führte einen persischen Tisch«; Συρακοσία, Plat. Rep. III, 404 d; Xen. verbindet ἀποδίδωμι τοὺς φίλους καὶ τοὺς θεράποντας καὶ τράπεζαν, σὺν οἵᾳπερ ἐζῆτε, Cyr. 2, 2, 26; τράπεζαν ἐν τοῖς μαζοῖς οὖσαν, Ach. Tat. 1, 10. – 2) der Wechslertisch; denn die Wechsler der Alten trieben ihr Geschäft auf einem Tische auf dem Markte; τράπεζαν κατασκευάζεσθαι, eine Wechselbank anlegen, Is. frg. 2, 3; ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τραπεζῶν, Plat. Apol. 17 c; τραπέζης ἀνασκευασθείσης, eigtl., nachdem der Tisch abgebrochen, d. i. nachdem er Bankerott gemacht hatte, Dem. 33, 9; ἀποστερῆσαι τὸ ἐπὶ τὴν τράπεζαν χρέος, ib. 24; τὴν τράπεζαν ἀνατρέπειν, Andoc. 1, 130; ἡ δημοσία τρ., Inscr. 123. – 3) übh. Tafel, Fläche, auf der Etwas ruht, z. B. der Stuhl, in welchem das Untertheil des Mastbaumes steht; der Ort, auf welchem die Sklaven zum Verkauf ausstehen, Sp. – Der viereckig behauene Leichenstein, Plut. X oratt. 4 p. 241. – Der Altar, Greg. Naz. epigr. (VIII, oft). – Auch ein Theil der Leber, Nic. Ther. 560; Polyaen. 4, 29.

Greek (Liddell-Scott)

τράπεζα: [ᾰ], ης, ἡ, Δωρικ. τράπεσδα Ἀλκμὰν 61· (ἴδε ἐν τέλει)· ― ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τραπέζι», μάλιστα φαγητοῦ, τράπεζα ἐφ’ ἧς τίθενται τὰ φαγητά, συχνόν παρ’ Ὁμ., παρ’ ᾧ ἕκαστος τῶν συνδαιτυμόνων ἔχει ἰδίαν τράπεζαν, Ὀδ. Ρ. 333, 447., Χ. 74, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1· εἰσήγοντο δὲ εἰς τὸ μέρος ἔνθα ἐδείπνουν πρὸ τοῦ δείπνου καὶ ἀπεκομίζοντο μετ’ αὐτό, τρ. παρατιθέναι τινὶ Ἡρόδ. 6. 139, Ἄλεξις ἐν «Παμφίλῃ» 2· τρ. παράκειται Ἰλ. Ω. 476· τρ. εἰσφέρειν, ἐπάγειν Ἀριστοφάν. Σφ. 1216, Ἀναξανδρ. ἐν «Ἀγροίκοις» 3· εἰσαίρειν Ἀριστοφάν. Βάτρ. 518· τρ. ἀφαιρεῖν Ὀδ. Τ. 61, Ξεν. Συμπ. 2. 1· αἴρειν Μένανδρ. ἐν «Κεκρυφάλῳ» 2· ἐν «Συναριστώσαις» 2· ἐκφέρειν Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Λάκωσιν» 1 (πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου me sisque remotis, ἂν καὶ ὁ Casaub. ἐν Ἀθην. 639Β, νοεῖ τοῦτο μόνον ἐπὶ τῶν φαγητῶν, ἴδε κατωτ. 2, πρβλ. Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ. τράπεζα)· ― ξενίη τρ., ἡ εἰς τὸν ξενιζόμενον προσφερομένη, καὶ τοσοῦτον ἱερὰ λογιζομένη ὥστε ὤμνυον ἐπ’ αὐτῇ, Ὀδ. Ξ. 158., Φ. 28, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 401, 701· ὅρκον μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν Ἀρχίλ. 81· ἡ ξενικὴ τρ. Αἰσχίν. 85, ἐν τέλ.· ἀντίθετον τῷ ἡ δημοσία τρ. ὁ αὐτ. 31. 14· τραπέζῃ καὶ κοίτῃ δέκομαι, περιποιοῦμαί τινα μὲ τράπεζαν καὶ κλίνην, Ἡρόδ. 5. 20· οὕτω, τραπέζης καὶ κοίτης μετέχει (ἐξυπακ. ἡ γυνὴ) Πλουτ. Βροῦτ. 13· ἐπὶ τὰς αὐτὰς τρ. ἰέναι Ἀντιφῶν 116. 12· Περσικὴν τράπεζαν παρετίθετο, ἐδείπνει πολυτελῶς κατὰ τὸν Περσικὸν τρόπον, Θουκ. 1. 130· τρ. κοσμεῖν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 6, κλπ.· εἰς ἀλλοτρίαν τράπεζαν βλέπειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 7. 2, 33· τὴν τρ. ἀνατρέπω, ἀναποδογυρίζω αὐτήν, Δημ. 403. 17· παροιμ. ἐπὶ ἀσώτου, Ἀνδοκ. 17. 10· - ὡσαύτως, τράπεζα καθιερωμένη τοῖς θεοῖς, ἐφ’ ἧς ἐτίθεντο ἐδέσματα καὶ ἀναθήματα, Δείναρχ. 108. 35. 2) «τραπέζι», δηλ. τὰ ἐπὶ τῆς τραπέζης βρώματα, τὰ ἐδέσματα, Ἡρόδ. 1. 162, Εὐρ. Ἄλκ. 2, Ξενοφ. Ἀνάβ. 7. 3, 22· παρέχειν στέγην..., τράπεζαν Ἀριστ. Ἀποσπ. 588· ὡσαύτως, βορᾶς τρ. Σοφ. Ο. Τ. 1464, πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 70Ε· Συρακοσία τρ., παροιμ. ἐπὶ πολυτελοῦς διαίτης, τὸ τοῦ Ὁρατίου Siculae dape?, Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 3, Πλάτ. Πολ. 404D· αἱ δεύτεραι τρ., Λατιν. mensae secundae, ἡ δευτέρα σειρὰ τῶν ἐδεσμάτων, τὸ «δεύτερον πιάτον», Πλούτ. 2. 133Ε, Ἀθήν. 639Β κέξ.· πρβλ. τράγημα. ΙΙ. τράπεζα ἀργυραμοιβοῦ, χρηματιστοῦ ἢ τραπεζίτου, τράπεζα, ὡς καὶ νῦν, Λατ. mensa argentaria, mensa nummularii, Λυσί. 114. 37· ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τραπεζῶν Πλάτ. Ἀπολ. 17C, κλπ.· ἡ ἐργασία ἡ τῆς τραπέζης, ἡ τραπεζικὴ ἐργασία, Δημ. 946. 2· ἡ ἐγγύη ἡ ἐπὶ τὴν τρ., ἐγγύησις ἀσφάλεια δεδομένη εἰς τὴν τράπεζαν, ὁ αὐτ. 895. 16· τὸ ἐπὶ τρ. χρέος ὁ αὐτ. 900. 14· οἱ ἐπὶ ταῖς τραπέζαις, οἱ τραπεζῖται, Ἰσοκρ. 358Β· τράπεζαν κατασκευάζεσθαι, ἱδρύειν τράπεζαν, Ἰσαίου Ἀποσπ. 2. 3· ἀνασκευάζω τρ., διαλύω τράπεζαν, ἴδε ἀνασκευάζω 4· πρβλ. τραπεζίτης. ΙΙΙ. πᾶσα τραπεζοειδὴς ἢ ἐπίπεδος ἐπιφάνεια, ἐφ’ ἧς κεῖταί τι, οἷον, 1) τὸ ἐν τῷ πλοίῳ ἐγκάρσιον ξύλον ἐν ᾧ ἐτίθετο καὶ ἐστερεοῦτο ὁ ἱστός, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 729. 2) εἶδος βήματος ἐφ’ οὗ δοῦλοι ἐξετίθεντο εἰς πώλησιν, ἵνα ὦσι περίοπτοι, «ἐφ’ ὃ δὲ ἀναβαίνοντες οἱ δοῦλοι πιπράσκονται τοῦτο τράπεζαν Ἀριστοφάνης καλεῖ» Πολυδ. Ζ΄, 11. 3) πινακὶς πρὸς ἔκτυπον κοσμηματικὴν ἐργασίαν (τορείαν) ἢ πρὸς ἐπιγραφάς, Λατ. tabula, τρ. χαλκῆ Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 21, πρβλ. Παυσ. 8. 31. 3. 4) τετράγωνος ἐπιτάφιος λίθος, Πλούτ. 2. 838C· mensa παρὰ τῷ Cic. Legg. 2. 26. 5) ἡ κάτω μυλόπετρα, Πολυδ. Η΄, 19. 6) μέρος καταπέλτου, Ἥρων Βελοπ. 135. 7) μέρος τοῦ ἥπατος, Νικ. Θηρ. 560, ἔνθα ἴδε Schneid. 8) «τῶν ὠμοπλατῶν· ὧν τὰ περὶ τῷ νώτῳ πλατυνόμενα τράπεζαι καλοῦνται» Πολυδ. Β΄, 177. 9) ἡ ἐπιφάνεια τῶν γομφίων ὀδόντων, τῶν μέν τοι μυλῶν τὸ μὲν πρὸς τῇ σαρκὶ βωμίσκον καλοῦσι, τὸ δὲ λεαῖνον τὰ σιτία τραπέζας αὐτόθι 93. (Ἡ λέξις πιθανῶς ἔχει συντμηθῆ ἐκ τοῦ τετράπεζα· ὅθεν καὶ ἡ ἐρώτησις, καὶ πόθεν ἐγὼ τρίπουν τράπεζαν λήψομαι; ὡς εἰ τοῦτο ἦν ἄτοπον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 447, πρβλ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
table à quatre pieds ; table, particul. :
I. table à manger : τράπεζα ξενίη OD table de l’hospitalité, table hospitalière ; mets qu’on sert sur la table, aliments, nourriture ; δεύτεραι τράπεζαι PLUT tables du second service, càd dessert;
II. table ou comptoir du marchand, particul. comptoir de changeur ou de banquier ; οἱ ἐπὶ ταῖς τραπέζαις ISOCR les changeurs, les banquiers;
III. toute surface plane et carrée, particul. :
1 pierre tumulaire plate;
2 tablette ou plaque avec inscription.
Étymologie: par dissimil. p. *τετράπεζα de τετρα-, πέζα.

English (Autenrieth)

(τετράπεδψα, ‘four-foot,’ cf. τρίπος): table; ξενίη, ‘hospitable board,’ Od. 14.158. Guests as a rule, though not always, had each his own table, Od. 1.111.

English (Slater)

τρᾰπεζα (-αν, -ᾶν, -αις(ι).)
   a table, fig., feast (cf. Wil. on Eur., Her. 385.) οἷα παίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμᾰ τράπεζαν (O. 1.17) τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα κρεῶν σέθεν διεδάσαντο (O. 1.50) πλείσται- σι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις (sc. θεούς) (O. 3.40) οὐκ' ἔμειν ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν (P. 3.16) καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις αἰενάοις ἐν τραπέζαις (N. 11.9) οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφᾰ τράπεζαν (I. 2.40) ] τράπεζαν θεῶν ἐπ' ἀμβρ[ο (Pae. 15.7) ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3. ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά fr. 187.
   b manger ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[ . . ] . ε τραπεζαν προβάτων ἁλυσιωτὸν (τραπεζᾶν Π, sed cf. test., Arist. Byz., fr. 42 N., Πίνδαρος τὰς Διομήδους ἵππους πρόβατα καλεῖ, τὴν φάτνην αὐτῶν λέγων προβάτων τράπεζαν = fr. 316 Schr.) fr. 169. 27.

Spanish

mesa

English (Strong)

probably contracted from τέσσαρες and πεζῇ; a table or stool (as being four-legged), usually for food (figuratively, a meal); also a counter for money (figuratively, a broker's office for loans at interest): bank, meat, table.

English (Thayer)

τραπέζης, ἡ (from τέτρα, and πέζα a foot), from Homer Idown, the Sept. for שֻׁלְחָן, a table;
1.
a. a table on which food is placed, an eating-table: πρόθεσις, 1), food placed upon the table (cf. Fritzsche on Additions to <ERROR/BIBLE: παρατιθέναι πραπεζαν (like the Latin mensam apponere (cf. our 'to set a good table')), to set a table, i. e., food, before one (Thucydides 1,130; Aelian v. h. 2,17), διακονεῖν, ταῖς τραπέζαις (see διακονέω, 3), a banquet, feast (from Herodotus down): μετέχειν τραπέζης δαιμονίων, to partake of a feast prepared by (?) see below) demons (the idea is this: the sacrifices of the Gentiles inure to the service of demons who employ them in preparing feasts for their worshippers; accordingly one who participates in those feasts, enters into communion and fellowship with the demons); κυρίου, to partake of a feast prepared by (?) see below) the Lord (just as when he first instituted the supper), δαιμονίων and κυρίου simply as possessive (cf. Winer's Grammar, 189 (178); Buttmann, § 127,27), and to modify the above interpretation accordingly).
2. the table or stand of a money-changer, where he sits, exchanging different kinds of money for a fee (agio), and paying back with interest loans or deposits (Lysias, Isocrates, Demosthenes, Aristotle, Josephus, Plutarch, others): τό ἀργύριον διδόναι ἐπί (τήν) τράπεζαν, to put the money into a (the) bank at interest, Luke 19:23.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπεσδα και βοιωτ. τ. τρέπεδδα και τράπεδδα, ἁ, Α
1. το τραπέζι
2. πιστωτικό ίδρυμα που ασχολείται με το εμπόριο του χρήματος, δανείζοντας ή δανειζόμενο χρήμα με ορισμένο κέρδος, τραπεζικός οίκος
3. η ελεύθερη, μασητική επιφάνεια τών γομφίων οδόντων («τράπεζα οδόντων»)
νεοελλ.
1. γεωλ. στρώματα πετρωμάτων ή συστήματα πετρωμάτων παρατεταγμένα οριζοντίως, τα οποία καταλαμβάνουν αρκετά μεγάλη έκταση με ανάλογο πάχος
2. ιατρ. ίδρυμα για τη συλλογή, αποθήκευση, συντήρηση και διάθεση ορισμένων προϊόντων και συστατικών, όπως είναι λ.χ. το αίμα και το σπέρμα, ή ιστών και οργάνων που προορίζονται για μεταμόσχευση, όπως είναι λ.χ. τα οστά, το δέρμα, ο κερατοειδής χιτώνας του οφθαλμού κ.ά. (α. «τράπεζα αίματος» β. «τράπεζα σπέρματος» γ. «τράπεζα οστών»)
3. ως κύριο όν. Τράπεζα
μικρός, αόρατος αστερισμός κοντά στον Νότιο Πόλο
4. φρ. α) «Αγία Τράπεζα»
εκκλ. τετράγωνο ή παραλληλόγραμμο τραπέζι από ξύλο, πέτρα ή μάρμαρο στο κέντρο του Αγίου Βήματος τών ορθόδοξων χριστιανικών ναών, που αποτελεί εξέλιξη του βωμού-θυσιαστηρίου τών προχριστιανικών λατρειών και πάνω στην οποία τελείται το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
β) «εκδοτική τράπεζα»
(οικον.) η τράπεζα που έχει το προνόμιο να εκδίδει χαρτονόμισμα
γ) «κεντρικές τράπεζες» — τράπεζες που ενεργούν ως τραπεζίτες τών κυβερνήσεων, ως εκπρόσωποι και συχνά σχεδιαστές της νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής, ως τελευταίο καταφύγιο εξεύρεσης κεφαλαίων τών εμπορικών τραπεζών στην περίπτωση χρηματοοικονομικής κρίσης και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο ως εγγυητές του νομισματικού συστήματος υποστηριζόμενες από την κυβερνητική τραπεζική κάλυψη, αποφέροντας συχνά στις κυβερνήσεις σημαντικά κέρδη μέσω τών διαφόρων συναλλαγών που διενεργούν με το κοινό
δ) «εμπορικές τράπεζες» — τράπεζες που δέχονται καταθέσεις, χορηγούν δάνεια, προβαίνουν σε διάφορες άλλες επενδύσεις και προσφέρουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες οι οποίες διευκολύνουν την ανταλλαγή κεφαλαίων μεταξύ ιδιωτών και ιδρυμάτων
ε) «Τράπεζα της Ελλάδος» — η κεντρική τράπεζα της Ελλάδας, ή, όπως την ονομάζουν η τράπεζα τών τραπεζών, η οποία έχει αποκλειστικό δικαίωμα της έκδοσης τραπεζογραμματίων, ασκεί τον έλεγχο της πίστεως μέσω της Νομισματικής Επιτροπής, παρέχει πιστωτικές διευκολύνσεις προς τις άλλες, εμπορικές τράπεζες, εκτελεί τις τραπεζικές εργασίες του κράτους, διαχειρίζεται τα συναλλαγματικά αποθέματα, παίζει τον ρόλο συμβούλου της κυβέρνησης σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής και αποτελεί κατά κάποιο τρόπο τον διαχειριστή του ελληνικού δημοσίου
στ) «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος - ΕΤΕ» — η μεγαλύτερη εμπορική τράπεζα της Ελλάδας
ζ) «Αγροτική Τράπεζα [της Ελλάδος]» — κρατική τράπεζα που εξειδικεύεται στην αγροτική πίστη
η) «Τράπεζα Επενδύσεων»
i) ειδικός ελληνικός πιστωτικός οργανισμός που στοχεύει στην προώθηση μεγάλων βιομηχανικών επενδύσεων
ii) πιστωτικό ίδρυμα που δημιουργεί, εγγυάται και διανέμει ομόλογα ιδιωτικών επιχειρήσεων και κυβερνητικών οργανισμών
θ) «Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως - ΕΤΒΑ» — τράπεζα που είναι ο κύριος χρηματοδοτικός φορέας της βιομηχανικής ανάπτυξης της χώρας
ι) «Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος» — η δεύτερη σε μέγεθος εμπορική τράπεζα της χώρας μας
ια) «Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος» — τράπεζα που ιδρύθηκε το 1927 από την ΕΤΕ με στόχο τη διενέργεια κτηματικής πίστης
ιβ) «Γενική Τράπεζα» — το πρώην Μετοχικό Ταμείο Στρατού
ιγ) «Ιονική Τράπεζα» — εμπορική τράπεζα που ανήκει στο συγκρότημα της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος
ιδ) «ανταποκρίτρια τράπεζα» — τράπεζα του εξωτερικού που συνεργάζεται με μια τράπεζα του εσωτερικού με στόχο τη διευκόλυνση τών συναλλαγών τών πελατών τους
ιε) «Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκροτήσεως και Αναπτύξεως» ή, απλώς, «Διεθνής Τράπεζα» — τράπεζα που ιδρύθηκε στην Ουάσιγκτον το 1945 και έχει ως σκοπό την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης τών χωρών-μελών, την παροχή τεχνικής βοήθειας σε κράτη-μέλη σε θέματα που σχετίζονται με την οικονομική ανάπτυξη και την αύξηση της αποτελεσματικότητας της διεθνούς προσπάθειας για ανάπτυξη, με ενθάρρυνση της συνεργασίας μεταξύ τών χωρών
ιστ) «Διεθνής Τράπεζα Οικονομικής Συνεργασίας» — τράπεζα που είχε ιδρύσει η Κομεκόν το 1963 με στόχο τη χρηματοδότηση τών επενδυτικών έργων που αναλάμβαναν από κοινού διάφορα μέλη της
ιζ) «στρογγυλή τράπεζα» — βλ. στρογγυλός
ιη) «ιππότες στρογγυλής τραπέζης» — τάγμα ιπποτών που ιδρύθηκε από τον βασιλιά Αρθούρο κατά τον 5ο αιώνα, τών οποίων τα ονόματα ήταν χαραγμένα σε μαρμάρινη στρογγυλή τράπεζα γύρω από την οποία συνεδρίαζαν
μσν.-αρχ.
εκκλ. (συμβολ.) α) Μυστικός Δείπνος
β) ο τάφος του Ιησού Χριστού
αρχ.
1. συνεκδ. τα εδέσματα που παρατίθενται στο τραπέζι («τὸν ὁ Μήδων βασιλεὺς Ἀστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε», Ηρόδ.)
2. τραπεζοειδές έπιπλο αφιερωμένο στους θεούς το οποίο χρησίμευε για εναπόθεση εδεσμάτων και αναθημάτων
3. το τραπέζι του αργυραμοιβού στην αγορά, πάνω στο οποίο αυτός έκανε ανταλλαγές νομισμάτων με κέρδος («ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τραπεζῶν», Πλάτ.)
4. κάθε τραπεζοειδής ή επίπεδη επιφάνεια πάνω στην οποία τοποθετείται ένα αντικείμενο όπως: α) το εγκάρσιο ξύλο του πλοίου πάνω στο οποίο τοποθετείται και στερεώνεται ο ιστός
β) είδος εξέδρας στην οποία εξέθεταν τους δούλους για πούλημα
γ) τετράγωνη επιτάφια πέτρα
δ) η κάτω μυλόπετρα
ε) τμήμα του καταπέλτη
στ) τμήμα του συκωτιού
ζ) τμήμα ή εξάρτημα μηχανήματος για βασανιστήρια
η) τετράγωνη πλάκα που αποτελεί τη βάση κίονα ή στήλης, αλλ. πλίνθος
θ) ανάγλυφη ή ενεπίγραφη πλάκα ή πινακίδα
ι) στον πληθ. αἱ τράπεζαι
το κάτω τμήμα της ωμοπλάτης
5. φρ. α) «ξενίη τράπεζα» — ιερή τράπεζα όπου έτρωγε ένας φιλοξενούμενος και στην οποία ορκίζονταν
β) «τραπέζῃ καὶ κοίτῃ δέχομαι [εὖ]» — περιποιούμαι κάποιον με παράθεση γεύματος και κλίνης, με φαγητό και ύπνο (Ηρόδ.)
γ) «περσικὴν τράπεζαν παρατίθημι» — δειπνώ με πολυτέλεια όπως συνήθιζαν να κάνουν οι Πέρσες (Θουκ.)
δ) «αἱ δεύτεραι τράπεζαι» — το δεύτερο πιάτο φαγητών (Πλούτ., Αθήν.)
ε) «ἡ ἐργασία ἡ τῆς τραπέζης» — η τραπεζική εργασία (Πλάτ.)
στ) «ἡ ἐγγύη ἡ ἐπὶ τὴν τράπεζαν» — εγγύηση, ασφάλεια που δίνεται στην τράπεζα (Πλάτ.)
ζ) «οἱ ἐπὶ ταῖς τραπέζαις» — οι τραπεζίτες (Ισοκρ.)
η) «τράπεζαν κατασκευάζομαι» — ιδρύω τράπεζα (Iσαί.)
θ) «ἀνασκευάζω τράπεζαν» — χρεωκοπώ (Δημοσθ.)
ι) «εἰς ἀλλοτρίαν τράπεζαν ἀποβλέπω» — ζω εις βάρος άλλων (Ξεν.)
ια) «τὴν τράπεζαν ἀνατρέπειν» — παροιμιώδης φράση για σπάταλο ή άσωτο άνθρωπο
ιβ) «Συρακοσία τράπεζα» — παροιμιώδης φράση για πολυτελή τρόπο διατροφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τράπεζα (< τρα-πεδ-) είναι σύνθ. τ., του οποίου το α' συνθετικό τρα- προέρχεται από το αριθμητικό τέσσαρες, ενώ το β' συνθετικό ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ρίζας πεδ- της λ. πούς (βλ. λ. πους, πρβλ. ἑκατόμ-πεδος). Προβλήματα γεννά η μορφή τρα- του α' συνθετικού, η οποία έχει προέλθει από τη συνεσταλμένη βαθμίδα -- της ρίζας kwet(w)er- του τέσσαρες, με χαρακτηριστική απουσία του -w- της ρίζας (πρβλ. τέτρατος /τέταρτος, τετρα- < kwe--) με δυσερμήνευτη φωνολογική εξέλιξη ή σίγηση του αρκτικού kwe-. Στην ίδια βαθμίδα με διαφορετική αντιπροσώπευση τορ- μπορεί να αναχθεί το μυκηναϊκό topeza (βλ. λ. τέσσερεις). Παρλλ. προς τον τ. τράπεζα απαντά στον Ησύχ. ένας βοιωτ. τ. τρίπεζαν κατά παρετυμολογική επίδραση του θ. τρι- του αριθμητικού τρεῖς, από τον οποίο προήλθε ο τ. τρέπεδδα με τροπή του -ι- σε -ε- σε περιβάλλον μετά από -ρ-. Δυσερμήνευτες, επίσης, μορφές πρώτου συνθετικού προερχόμενες από το αριθμητικό τέσσαρες εμφανίζουν και οι τ. τρυφάλεια και Τυρταῖος.
ΠΑΡ. τραπέζιο(ν), τραπεζίτης, τραπεζώ /-ώνω
αρχ.
τραπεζείον, τραπεζεύς, τραπεζήεις, τραπεζία, τραπεζότης, τραπεζώ
αρχ.-μσν.
τραπεζώδης
μσν.
τραπεζάριον, τραπεζιατικόν μσν.-νεοελλ. τραπεζάρης
νεοελλ.
τραπέζι, τραπεζιέρης, τραπεζικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) τραπεζοειδής, τραπεζοκόμος
αρχ.
τραπεζολοιχός, τραπεζοπίναξ, τραπεζορήτωρ, τραπεζωνία
αρχ.-μσν.
τραπεζοκόρος, τραπεζοποιός, τραπεζοφόρος
μσν.
τραπεζογίγας, τραπεζοκράββατον, τραπεζοτόπια
νεοελλ.
τραπεζάρχης, τραπεζογραμμάτιο, τραπεζοκρατία, τραπεζόμακτρο, τραπεζομάντιλο, τραπεζομαντεία, τραπεζομάχαιρο, τραπεζομεσίτης. (Β' συνθετικό) ομοτράπεζος
αρχ.
ατράπεζος, αυτοτράπεζος, δυστράπεζος, εκτράπεζος, επιτράπεζος, ευτράπεζος, ισοτράπεζος, καλλιτράπεζος, μικροτράπεζος, μονοτράπεζος, συντράπεζος, φιλοτράπεζος.

Greek Monotonic

τράπεζα: [ᾰ], -ης, ἡ (πιθ. αντί τετρά-πεζα, αυτή που έχει τέσσερα πόδια),
I. 1. τραπέζι, ιδίως τραπέζι φαγητού, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· ξενίη τράπεζα, τραπέζι φαγητού που προσφέρονταν στον φιλοξενούμενο, σε Ομήρ. Οδ.· τραπέζῃ καὶ κοίτῃ δέκεσθαι, περιποιούμαι κάποιον στο κρεβάτι και το τραπέζι, σε Ηρόδ.· Περσικὴν τράπεζαν παρετίθετο, δειπνούσε με πολυτέλεια κατά τον Περσικό τρόπο, σε Θουκ.· εἰς ἀλλοτρίαν τράπεζαν βλέπειν, να ζεις στο τραπέζι κάποιου άλλου, σε Ξεν.
2. το τραπέζι με ό,τι είναι πάνω σ' αυτό, δηλ. το δείπνο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Συρακοσία τράπεζα, παροιμ. λέγεται για το πολυτελώς ζην, το του Οράτ. Siculae dapes, σε Πλάτ.
II. τραπέζι χρηματιστή ή τραπεζίτη, τράπεζα, Λατ. mensa argentaria, στον ίδ. κ.λπ.· ἡ ἐγγύη ἡ ἐπὶ τὴν τράπεζα, εγγύηση, ασφάλεια δοσμένη στην τράπεζα, σε Δημ.· οἱ ἐπὶ ταῖς τραπέζαις, οι τραπεζίτες, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

τράπεζα: (ρᾰ) ἡ
1) стол Hom., Arph., Xen. etc.: τράπεζαν ἐπιπλέην ἀγαθῶν πάντων παραθεῖναί τινι Her. поставить перед кем-л. стол, сплошь уставленный всевозможными изысканными яствами;
2) перен. стол, питание: τραπέζῃ καὶ κοίτῃ δέκεσθαί τινα Her. давать кому-л. питание и помещение (досл. принимать кого-л. столом и ложем); τ. βορᾶς Soph. питание, еда; ζῆν εἰς ἀλλοτρίαν τράπεζαν ἀποβλέπων Xen. жить подачками с чужого стола; τράπεζαν Περσικὴν παρατίθεσθαι Thuc. держать у себя персидский стол;
3) кушанье, блюдо Eur., Xen.: τραπέζῃ τινὶ δαινύναι τινα Her. угощать кого-л. каким-либо блюдом; αἱ δεύτεραι τράπεζαι Plut. второе блюдо;
4) (тж. τ. τοῦ κολλυβιστου NT) меняльный стол, меняльная лавка: ἡ ἐργασία ἡ τῆς τραπέζης Dem. профессия менялы; οἱ ἐπὶ ταῖς τραπέζαις Isocr. менялы;
5) таблица, скрижаль (τ. χαλκῆ Dem.);
6) могильная плита Plut.;
7) алтарь (τ. θυηδόχος Anth.).

Middle Liddell

τρά-˘πεζα, ης, ἡ, [prob. for τετράπεζα]
I. four-legged a table, esp. a dining-table, Hom., Hdt., etc.; ξενίη τρ. the hospitable board, Od.; τραπέζῃ καὶ κοίτῃ δέκεσθαι to entertain at bed and board, Hdt.; Περσικὴν τράπεζαν παρετίθετο he kept a table in the Persian fashion, Thuc.; εἰς ἀλλοτρίαν τράπεζαν βλέπειν to live at other men's table, Xen.
2. a table, as implying what is upon it, a dinner, meal, Hdt., etc.; Συρακοσία τρ., proverb. of luxurious living, Hor. Siculae dapes, Plat.
II. a money-changer's table, a bank, Lat. mensa argentaria, Plat., etc.; ἡ ἐγγύη ἡ ἐπὶ τὴν τρ. security given to the bank, Dem.; οἱ ἐπὶ ταῖς τραπέζαις bankers, Isocr.

Frisk Etymology German

τράπεζα: (seit Il.),
{trápeza}
Forms: dor. τράπεσδα (Alkm.), böot. τρέπεδδα (Orchom. IIIa), myk. to-pe-za
Grammar: f.
Meaning: Tisch, Eßtisch, Tafel, Mahlzeit, Platte, Wechslertisch, Bank.
Composita : Kompp., z.B. τραπεζοφόρος m. Tischträger (Ar.Fr. 124) f. Bez. einer Priesterin d. Athene (Lykurg. u.a.; vgl. τραπεζώ unten), n. τὸ τ.-ον Kredenztisch, Anrichtetisch (Cic., Poll. u.a.), ὁμοτράπεζος am selben Tisch essend (Hdt., Pl. u.a.).
Derivative: Ableitungen. 1. Demin. τραπέζιον n. (jungatt.), geometr. Trapez (Arist. usw.; Mugler Dict. geom. s.v.). 2. -εύς in κύνες τραπεζῆες Tischhunde (Hom.). Schmarotzer (Plu. u.a.). 3. -ίτης, dor. -ίτας, böot. τρεπεδ(δ)ίτας m. Geldwechsler, Bankier, Bankdirektor (jungatt. hell. u. sp.) mit -ιτικός, -ιτεύω, -ιτεία, f. -ῖτις (Pap. VIp), -εῖται κύνες = -ῆες κ. (Hdn. Gr.; -ει- wohl nur itazistisch), -ίτην Πάριν· τὸν παραβάντα τὴν τράπεζαν (Trag. Adesp. 270), ἐντραπεζίτης = παράσιτος (Suid., Zonar.); Einzelheiten bei Redard 39 f. 4. -ία f. Tischlerhandwerk (Thphr.; Scheller Oxytonierung 40 f.). 5. -ότης f. das Tischsein, die Idee des Tisches (Pl. ap. D. L.; Scheller 29 A. 3, Chantraine Études 20). 6. -ήεις zum Tisch gehörig (Nik., Opp.). 7. -ώδης trapezförmig (Str.u.a.). 8. -ώ(ν)· ἱέρειά τις Ἀθήνησιν H. (= τραπεζοφόρος oben). 9. -όομαι, -όω ‘aufgetischt werden, (als Opfer) auftischen’ (S. Fr. 611, hell. u. sp. Inschr.) mit -ώματα pl. aufgetischte Opfergerichte (Pergamon IIa), -ωσις f. Auftischung (Plu.).— 10. Τραπεζοῦς, -οῦντος f. Stadt in Arkadien und an der Südküste des Schwarzen Meeres mit χώρα Τραπεζουντία (Paus. u.a.; nach der Form des Geländes?; andere Frage bei Leumann Hom. Wörter 301).
Etymology : Univerbierung (Zusammenbildung) mit ια-Suffix vom Wort für Fuß (vgl. ἑκατόμπεδος; s. πούς u.a.) und einer schwundstufigen Form des Zahlworts vier. (Gegen diese herkömmliche Auffassung Treweek bei Shipps Essays 18 A. 32). Durch volksetymolog. Anschluß an drei entstand τρίπεζαν· τὴν τράπεζαν. Βοιωτοί H., woraus τρέπεδδα (Thumb-Scherer 2, 20 u. 33). Neben τρα- in τράπεζα steht τρυ- in τρυφάλεια (s.d.), das zur zweiten Silbe in aw. čaθru-, altgall. petru-, lat. quadrustimmt; dazu kommt -τυρ- in πίσυρες u.a. (s. τέσσαρες), vielleicht auch in Τυρταῖος (von *τυρτος vierter ? zum strittigen heth. dui̯analliš zweitrangiger oder viertrangiger ? s. Kronasser Etymologie II 362 m. A.1); eine vierte Variante wird in myk. to-peza, wenn für *τορπ. (aus τροπ. umgestellt? Shipp a. O.) vermutet. Als idg. Grundform wäre ein schwundstufiges *qʷtu̯r̥- anzusetzen mit Schwund des Anfangskonsonanten. Weiteres s. τέσσαρες m. Lit.
Page 2,917-918

Chinese

原文音譯:tr£peza 特拉-胚撒
詞類次數:名詞(15)
原文字根:四-腳 相當於: (שֻׁלְחָן‎)
字義溯源:桌子*,座椅,筵席,飯食,飯,桌,席,銀行;或由(τέσσαρες)=四*)與(πεζῇ / πεζός)=步行的)組成,而 (πεζῇ / πεζός)又出自(πούς)=足*,腳)
同源字:1) (τράπεζα)桌子,座椅 2) (τραπεζίτης)兌換銀錢的
出現次數:總共(15);太(2);可(2);路(4);約(1);徒(2);羅(1);林前(2);來(1)
譯字彙編
1) 桌子(7) 太21:12; 可7:28; 可11:15; 路16:21; 路22:21; 約2:15; 來9:2;
2) 筵席(3) 羅11:9; 林前10:21; 林前10:21;
3) 飯(1) 徒16:34;
4) 飯食(1) 徒6:2;
5) 席(1) 路22:30;
6) 銀行(1) 路19:23;
7) 桌(1) 太15:27

English (Woodhouse)

repast, table, in a shop

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

Afrikaans: tafel; Albanian: tryezë; Amharic: ጠረጴዛ; Arabic: طَاوِلَة‎, مِنْضَدَة‎; Algerian Arabic: طابلة‎; Egyptian Arabic: تربيزة‎; Gulf Arabic: ميز‎; Hijazi Arabic: طاولة‎; Iraqi Arabic: ميز‎, منضدة‎; Lebanese Arabic: طاولة‎; Moroccan Arabic: طابلة‎, طبلة‎, ميدة‎, طاولة‎; Yemeni Arabic: مايده‎; Armenian: սեղան; Aromanian: measã; Assamese: মেজ, টেবুল; Asturian: mesa; Azerbaijani: stol, masa; Baba Malay: toh; Bashkir: өҫтәл; Basque: mahai; Belarusian: стол; Bengali: টেবিল, মেজ; Breton: taol; Brunei Malay: mija; Bulgarian: маса; Burmese: စားပွဲ; Buryat: стол; Catalan: taula; Cebuano: lamesa; Central Dusun: mija; Chagatai: شِیرَهْ‎; Chamicuro: mesa; Chechen: стол; Cherokee: ᎦᏍᎩᎶ; Cheyenne: táxemésėhestȯtse; Chinese Cantonese: 檯, 枱; Dungan: җуәзы; Mandarin: 桌子; Min Dong: 桌; Min Nan: 桌仔, 桌; Wu: 檯子, 台子; Chuvash: сӗтел; Comox: θewθeytən; Coptic Bohairic: ⲧⲣⲁⲡⲉⲍⲁ, ⲫⲟⲣϣⲓ; Sahidic: ⲧⲣⲁⲡⲉⲍⲁ, ⲡⲟⲣϣⲥ; Cornish: moos, bordh; Crimean Tatar: masa, sofra; Czech: stůl; Dalmatian: maisa; Danish: bord; Dhivehi: މޭޒު‎; Dongxiang: shire; Drung: co'ceuq, sara; Dutch: tafel; Erzya: тувор; Esperanto: tablo; Estonian: laud; Faroese: borð; Finnish: pöytä; French: table; Friulian: taule; Gagauz: masa; Galician: mesa; Georgian: მაგიდა; German: Tisch; Gothic: 𐌱𐌹𐌿𐌸𐍃, 𐌼𐌴𐍃; Greek: τραπέζι; Ancient Greek: τράπεζα; Gujarati: મેજ, ટેબલ; Hawaiian: pākaukau; Hebrew: שולחן \ שֻׁלְחָן‎; Higaonon: lamesa; Hindi: पटल, उत्पीठिका, मेज़; Hungarian: asztal; Hunsrik: Disch; Iban: mija; Icelandic: borð; Ido: tablo; Indonesian: meja; Interlingua: tabula; Irish: bord, tábla, clár, táblaí, cláranna; Italian: tavola, tavolo; Iu Mien: dieh; Japanese: 台, 机, テーブル, 卓, 卓袱台; Javanese: kotak; Kaingang: mẽja; Kalmyk: ширә; Kamba: mesa; Kannada: ಮೇಜು; Kaqchikel: ch’atal; Karachay-Balkar: тепси; Karakalpak: stol; Kashubian: stół; Kazakh: үстел, стол; Khakas: стол; Khmer: តុ; Kikuyu: metha; Korean: 테이블, 탁자(卓子), 상(床), 밥상; Kumyk: стол; Kurdish Central Kurdish: مێز‎; Northern Kurdish: mase, mêze; Kyrgyz: үстөл, стол; Lao: ໂຕະ; Latgalian: golds; Latin: mensa; Latvian: galds; Lezgi: ствал; Limburgish: taofel; Lingala: mésá; Lithuanian: stalas; Livonian: lōda; Louisiana Creole French: latab; Luhya: emesa; Luo: mesa; Luxembourgish: Dësch; Lü: ᦈᦸᧉ; Macedonian: маса; Malay: meja; Malayalam: മേശ; Maltese: mejda; Mandinka: meso; Manx: boayrd; Maori: tēpu, paparahua, papakai; Maranao: lamisa; Marathi: मेज; Maricopa: lames; Mohawk: atekhwà:ra; Mongolian Cyrillic: ширээ; Mongolian: ᠰᠢᠷᠡᠭᠡ; Navajo: bikááʼ adání; Nepali: टेबुल; Ngazidja Comorian: meza, ulio, latabu; Nivkh: остол; North Frisian: scheew, boosel; Northern Sami: beavdi; Northern Norwegian Bokmål: bord; Occitan: taula; Ojibwe: adoopowin; Old Church Slavonic Cyrillic: столъ; Glagolitic: ⱄⱅⱁⰾⱏ; Old East Slavic: столъ; Old English: bēod; Oriya: ଟେବଲ୍; Palauan: tebel; Pashto: مېز‎; Persian: میز‎; Plautdietsch: Desch; Polish: stół; Portuguese: mesa; Punjabi Gurmukhi: ਮੇਜ਼; Shahmukhi: میز‎; Quechua: patacha; Romani: mesalya; Romanian: masă; Romansch: maisa, meisa, mesa; Russian: стол; Rusyn: стул; Sanskrit: भार्मन्; Sardinian: mesa; Scottish Gaelic: bòrd, clàr; Serbo-Croatian Cyrillic: сто̑л, сто̑, а̀ста̄л; Roman: stȏl, stȏ, àstāl; Shor: терги; Sichuan Yi: ꁱꄜ; Sicilian: tàvula, tàula; Sinhalese: මේසය; Slovak: stôl; Slovene: miza; Sorbian Lower Sorbian: blido; Upper Sorbian: blido; Sotho: tafole; Southern Altai: стол; Southern Sami: buertie; Spanish: mesa; Swahili: meza; Swedish: bord; Tagalog: mesa; Tajik: миз; Tamil: மேசை, மேஜை; Taos: mę́soną; Tatar: өстәл; Telugu: బల్ల, మేజా, టేబులు; Thai: โต๊ะ; Tibetan: ལྕོག་ཙེ, ཅོག་ཙེ; Tigrinya: ጣውላ; Turkish: masa; Turkmen: stol; Tuvan: стол; Udi: истӏол; Udmurt: ӝӧк; Ugaritic: 𐎘𐎍𐎈𐎐; Ukrainian: стіл; Umbundu: omesa; Urdu: پٹل‎, اتپیٹھکا‎, میز‎; Uyghur: جوزا‎, ئۈستەل‎; Uzbek: stol, miz; Venetian: tòla, toła; Vietnamese: bàn; Vilamovian: tejš; Walloon: tåve; Waray-Waray: lamisa; Welsh: bwrdd, bord, tabl; White Hmong: rooj; Winnebago: waaruc; Yagnobi: истал; Yakut: остуол; Yiddish: טיש‎; Yup'ik: estuuluq; Zazaki: mase; Zhuang: congz, daiz; Zulu: itafula