βαίνω

Revision as of 13:54, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A (inf. βαίμεναι Hsch.), fut. βήσομαι Il.2.339, etc., Dor. βᾱσεῦμαι Theoc.2.8, etc.: pf. βέβηκα Il.15.90, etc., Dor. βέβᾱκα Pi.I.4(3).41, etc., with shortened forms βεβάᾱσι Il.2.134, contr. βεβᾶσι A.Pers. 1002 (lyr.), Eu.76, etc.; subj. βεβῶσι (ἐμβαίνω) Pl.Phdr.252e; inf. βεβάμεν Il.17.359, βεβάναι E.Heracl.610 (lyr.); part. βεβαώς, βεαυῖα Il.14.477, Hom.Epigr.15.10, contr. βεβώς: plpf. ἐβεβήκειν Il.11.296, etc., Ep. βεβήκειν 6.495; sync. 3pl. βέβᾰσαν 17.286, etc.: aor. 2 ἔβην Il. 17.112, etc., Dor. ἔβᾱν Pi.O.13.97, etc.; Ep. 3sg. βῆ Il.13.297, Ep. 3dual βάτην [ᾰ] 1.327, 3pl. ἔβαν A.Pers.18 (lyr.), (κατ-) S.Tr.504 (lyr.), Ep. βάν Il.20.32; imper. βῆθι, Dor. βᾶθι S.Ph.1196 (lyr.); βᾱ in compds. ἔμβα, κατάβα, etc., 2pl. βᾶτε A.Supp.191, Eu.1033 (lyr.); subj. βῶ, Ep. 3sg. βήῃ (ὑπερβαίνω) Il.9.501, βήω 6.113, ἐμβέῃ GDI5075.4 (Cret.), Dor. βᾶμες (for βῶμεν) Theoc.15.22; opt. βαίην; inf. βῆναι (Att. Prose only in compds.), Ep. βήμεναι Od.19.296, Dor. βᾶμεν Pi.P.4.39; part. βάς βᾶσα βάν, Dor. pl. ἐκβῶντας Th.5.77:—Med., Ep.aor.1 ἐβήσετο (ἀποβαίνω) Il.1.428:—Pass., pres. (v. infr.A.11.1): in compds., aor. ἀνεβάθην, παρεβάθην, ξυνεβάθην, X.Eq.3.4, Th.3.67, 4.30; later παρεβάνθην D.C.48.2,al.; ἀναβέβαμαι, παραβέβαμαι, ξυμβέβαμαι, X.Eq.Mag.1.4, Th.1.123, 8.98; παραβέβασμαι D.17.12: fut. παρα-βαθήσομαι Sch.E. Hec.802.—For the Act. fut. and aor. 1, v. infr. B; for pres. part. βιβάς, v. βίβημι.—In correct Att. Prose the pres. βαίνω is almost the only tense in use; but in compds. Prose writers used all tenses freely.
A in the above tenses,
I intr., walk, step, prop. of motion on foot, ποσὶ βήσετο Il.5.745, etc.; but also of all motion on ground, the direction being commonly determined by a Prep.:—the kind of motion is often marked by a part., βῆ φεύγων, βῆ ἀΐξασα, Il.2.665, 4.74: c. part. fut., denoting purpose, βῆ ῥ' Ἶσον… ἐξεναρίξων he went to slay, Il.11.101: with neut. Adj. as adverb, σαῦλα ποσὶν β. h.Merc.28; ἁβρὸν β. παλλεύκῳ ποδί E.Med.1164, cf. 830 (lyr.); ἴσα or ὁμοίως β. τινί, D.19.314, X.Eq.1.3; ἐν ποικίλοις β. A.Ag.936, cf. 924; march or dance, μετὰ ῥυθμοῦ, ἐν ῥυθμῷ, Th.5.70, Pl.Lg.670b: freq. c. inf. in Hom., βῆ δ' ἰέναι set out to go, went his way, Il.4.199, etc.; βῆ δ' ἴμεν 5.167, etc.; βῆ δὲ θέειν started to run, 2.183, etc.; βῆ δ' ἐλάαν 13.27: c. acc. loci, νέας Od.3.162, cf. S.OT153 (lyr.), OC378; ἐπὶ νηὸς ἔβαινεν was going on board ship, Od.11.534; but ἐν δὲ ἑκάστῃ [νηῒ]… ἑκατὸν καὶ εἴκοσι βαῖνον were on board, Il.2.510; ἐφ' ἵππων βάντες having mounted the chariot, 18.532; ἐπὶ πώλου βεβῶσα mounted on... S.OC313; ἐς δίφρον Il.5.364; ἐς ἅρματα E.El.320; βαίνειν δι' αἵματος wade in blood, Id.Ph. 20.
2 in pf., stand or be in a place, χῶρος ἐν ᾧ βεβήκαμεν S.OC52; βεβηκὼς σφόδρα firmly poised (opp. κρεμάμενος) Pl.Ti.62c; β. μάχη steady fight, Plu.Phil.9: freq. almost, = εἰμί (sum), εὖ βεβηκώς = on a good footing, well established, prosperous, [θεοὶ] εὖ βεβηκότας ὑπτίους κλίνουσ' Archil.56.3; τυραννίδα εὖ βεβηκυῖαν Hdt.7.164, cf. S.El.979; εὖ βίου βεβηκότα prob. for ἐν βίῳ βεβιωκότα Nicom. Com.2; ἀσφαλέως βεβηκὼς ποσσί Archil.58.4; ἐπισφαλῶς βεβ. LXX Wi.4.4; ἄγαλμα βεβηκὸς ἄνω τὰ κάτω δὲ κεχηνός Eub.107.23; οἱ ἐν τέλει ἐόντες, βεβῶτες, they who are in office, Hdt.9.106, S.Ant.67; τοῦτον οὐχ ὁρῇς ὅκως βέβη-[κεν] ἀνδριάντα; Herod.4.36; [λίθους] ἐν ταῖς ἰδίαις χώραις βεβηκότας IG7.3073.163 (Lebad.); ἐν κακοῖς βεβ. S.El.1057; μοίρᾳ οὐκ ἐν ἐσθλᾷ β. ib.1095 (lyr.); βοῦς, κλεὶς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκεν, v. βοῦς IV, κλείς 4; φρόνει βεβὼς ἐπὶ ξυροῦ τύχης S.Ant.996.
b Geom. of figures, stand on a base, ἐπί τινος Arist.IA709a24, cf. Apollon.Perg.Con.3.3; πυραμὶς ἐπὶ τετραγώνου βεβηκυῖα Hero *Stereom.1.31; of an angle, stand on an arc, ἐπί τινος, πρός τινι, Euc.3Def.9, cf. 16.26.
c βεβηκὼς ῥυθμός stately rhythm, Syrian.in Hermog.1p.69R.; ἀνάπαυσις ib.p.18 R.
3 go away, depart, ἐν νηυσὶ φίλην ἐς πατρίδ' Il.12.16; ἔβαν ἄγοντες, ἔβαν φέρουσαι, have gone and taken away, 1.391, 2.302; ἄφαρ βέβακεν S.Tr. 134; θανάσιμος βέβηκεν Id.OT959, cf. 832; βεβᾶσι φροῦδοι E.IT1289; βέβηκα euphemism for τέθνηκα, A.Pers.1002 (lyr.); of things, ἐννέα ἐνιαυτοὶ βεβάασι nine years have come and gone, Il.2.134; πῇ ὅρκια βήσεται; ib.339, cf. 8.229.
4 come, τίπτε βέβηκας; 15.90; arrive, S.OT81, Aj.921.
5 go on, advance, ἐς τόδε τόλμης, ἐς τοσοῦτον ἐλπίδων, Id.OT125,772; ἐπ' ἔσχατα Id.OC217 (lyr.).
6 c. part. as periphrasis for fut., βαίνω καταγγέλλων PMag.Par.1.2474.
II c. acc., mount, Hom. only in aor. Med. βήσασθαι δίφρον Il.3.262, Od.3.481: in Act. (fut. part. Med. βησόμενος Them.Or.21.248b), of the male, mount, cover, Pl.Phdr.250e, Achae.28, Arist.HA575a13, etc.:—in Pass., ἵπποι βαινόμεναι brood mares, Hdt.1.192.
2 c. acc. cogn., β. Δωρίαν κέλευθον ὕμνων Pi.Fr.191; Καλλαβίδας Eup.163; ἔβα ῥόον went down stream, i.e. died, Theoc.1.140.
b metaph. of metre, scan, D.H.Comp.21 (Pass.), Aristid. Quint.1.23,24, etc.; βαίνεται τὸ ἔπος = is scanned, Arist.Metaph.1093a30.
3 χρέος ἔβα με debts came on me, Ar.Nu.30; ὀδύνα μ' ὀδύνα βαίνει E.Hipp.1371 (lyr.).
4 Poet. with acc. of the instrument of motion, βαίνειν πόδα E.El.94, 1173 (lyr.).
5 βαίνειν· φιλεῖν, κολακεύειν, Hsch.
B Causal, in fut. βήσω, (ἐπι-) Il.8.197, (εἰσ-) E.IT742: aor. 1 ἔβησα—make to go, φῶτας βῆσεν ἀφ' ἵππων he made them dismount, Il.16.810; ἀμφοτέρους ἐξ ἵππων βῆσε κακῶς he brought them down from the chariot in sorry plight, 5.164; ὄφρα βάσομεν ὄκχον Pi.O. 6.24.—Rare in Trag. (exc. in compds.), E.Med.209 (lyr.).—The simple Verb is uncommon in later Gr. (For [βάμ-yω, cf. Lat. venio, Skt. gamyáte; βάσκω corresponds to Skt. gácchati (gu̯ṃ-sk-); root gu̯em- in OHG. quëman 'come'; ἔβην, βήσομαι fr. root gu̯ā-, Skt. jigāti, aor. ágāt.)

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. part. fem. βαίνοισ' Pi.N.10.18, impf. βαῖνον Od.3.30, 7.38, Pi.I.2.10; fut. dór. βάσομαι A.Supp.861, E.Fr.911, βασεῦμαι Theoc.2.8; aor. rad. ind. ἔβαν Pi.O.13.97, sg. 3a βῆ Il.13.297, plu. 3a ἔβαν A.Pers.18, βάν Il.20.32, du. 3a βάτην Il.9.192, imper. sg. 2a βᾶθι S.Ph.1196, 3a βάτω S.Ai.1414, plu. 2a βᾶτε A.Supp.191, subj. sg. 3a βήω Il.6.113 (pero βείω Sch.Er.Il.6.113, Hsch.β 468), dór. plu. 1a βᾶμες Theoc.15.22, inf. βήμεναι Od.8.518, βᾶμεν Pi.P.4.39, sigm. sg. 3a βῆσεν Il.16.810, ἔβασεν E.Med.209, plu. 1a βάσομεν Pi.O.6.24, inf. βᾶσαι E.Andr.817, med. ind. sg. 2a ἐβήσαο h.Ap.141, 3a βήσετο Il.5.745; perf. sg. 1a βέβακα Pi.I.3(4).59, plu. 3a βεβάασι Il.2.134, contr. βεβᾶσι A.Pers.1002, inf. βεβάμεν Il.17.359, part. masc. βεβαώς Il.14.477, Hp.Off.3, βεβῶτα Hsch., fem. βεβῶσαν S.OC 313; plusperf. sg. 3a βεβήκει Il.6.495, plu. 3a βέβασαν Il.17.286]
I intr.
1 en pres. y fut., gener. andar, caminar, ir ἀμφὶ δ' ἄρ' αὐτῷ βαῖνε Il.5.299, ἐν ... ἑκάστῃ (νηΐ) ... ἑκατὸν καὶ εἴκοσι βαῖνον Il.2.510, οὐκ ἐπαΐων ὅκη βαίνει Heraclit.B 117, Ἥβα ... παρὰ ματέρι βαίνοισ' Pi.N.10.18, ξίφους βαίνω μεταξὺ καὶ πυρᾶς E.Hec.437, βαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς LXX De.28.56, οὐ πάνυ τοῖς ποσὶ βαίνειν δυνάμενον I.AI 19.220, c. part. pred. precisando el mov. βῆ φεύγων Il.2.665, ἔβαν ... ἄγοντες Il.1.391, βῆ ... ἀΐξασα Il.4.74, ἀποστρέψαντες ἔβαν νέας Od.3.162, μῦες ἐν βατράχοισιν ἀριστεύσαντες ἔβησαν Batr.6, c. part. fut. indicando intención ὁ βῆ ... ἐξεναρίξων Il.11.101, formando una perífr. de fut. βαίνω γὰρ καταγγέλλων anunciaré, PMag.4.2474, c. adv. o adj. neutr. adverb. precisando el tipo de mov. σαῦλα ποσὶν βαίνουσα h.Merc.28, cf. Anacr.138, ἁβρὸν βαίνουσα E.Med.1164, cf. 830, θῆλυ βαίνειν Philostr.Im.1.2, κορωνὰ βαίνων Anacr.133, cf. Philostr.Her.26.5, μεγάλα βαίνων Luc.DMort.23.1, cf. Ael.Fr.98, εὔρυθμα βαῖνε Luc.DDeor.6.2, μετὰ ῥυθμοῦ, ἐν ῥυθμῷ βαίνειν moverse al ritmo Th.5.70, Pl.Lg.670b, cf. Arr.Ind.14.6, Luc.Harm.1, ᾄδοντα δεῖ ... βαίνειν conviene que el cantante se mueva al compás Pl.Alc.1.108a
ἴσα o ὁμοίως βαίνειν y dat. andar igual que ἴσα βαίνων Πυθοκλεῖ D.19.314, cf. Philostr.VA 6.11, Longin.44.7, ὁμοίως βαίνουσι τῷ ... ἰσχυροτάτῳ X.Eq.1.3
fig. ἐπ' ἔσχατα βαίνεις estás en una situación extrema S.OC 217, οἶκος βήσεται δι' αἵματος la casa nadará en sangre E.Ph.20, μὴ περαιτέρω βαίνοντες sin ir más lejos Ath.Al.Gent.9
tb. en aor. c. matiz puntual que puede exigir distintas trad. βῆ ... παρὰ θῖνα echó a andar bordeando la ribera, Il.1.34, cf. 17.3, τὸν δ' ὑπὲρ οὐδοῦ βάντα a él que había traspasado el umbral, Od.17.575, βῆ ... παρὰ Κρουνούς pasó de largo Cronos, h.Ap.425, οὐδ' ἔβας ἐν νηυσίν no te fuiste en las naves Stesich.15, ἐν ποικίλοις ... βῆναι pisar sobre tejidos variopintos A.A.936, ἐν δ' ἄκροισι βὰς ποσί dando un paso de puntillas E.Io 1166, ὀρθῷ ... βῆναι ποδί dar pasos con pie recto e.d. tener fortuna E.Hel.1449.
2 c. ac. de dir. c. o sin prep.
a) ir a, dirigirse hacia ἐς κλισίην Il.19.241, προτὶ ἄστυ Il.22.21, μετ' ἴχνια βαῖνε θεοῖο Od.2.406, ἔβη κατὰ δαῖτα Il.1.424, βῆσαν ἐς ... δόμον ... Ἀίδαο Hes.Op.153, βᾶτε κατ' ἀντιθύρων S.El.1433, ἐς ὁδόν Parm.B 1.2, ἐς τὸν ποταμόν Hdt.2.47, Δάφνις ἔβα ῥόον Theoc.1.140
c. ac. de pers. ir al encuentro de βῆ ... ἐπ' Ἀτρεΐδην Ἀγαμέμνονα Il.2.18;
b) c. adv. acercarse ῥῆμ' ἀλαθείας ἄγχιστα βαίνων Pi.I.2.10, βαῖνε δίκης ἆσσον acércate más a la justicia Orác. en Plu.2.555c, μᾶλλον ἐγγὺς Ξενοφῶντος ... βαίνοντα acercándose más a Jenofonte D.H.Rh.2.9, cf. 6.6, fig. πῇ ... ὅρκια βήσεται a dónde irán a parar los juramentos, Il.2.339
entrar βαίην δόμον Ἄϊδος εἴσω querría entrar en la morada de Hades, Il.24.246, βαῖνε δωμάτων ἔσω entra en el palacio E.Med.1019, βᾶθι νηδύν entra en la matriz E.Ba.527;
c) en aor. llegar τίς ... τᾶς ... Πυθῶνος ... ἔβας Θήβας; ¿con qué espíritu has llegado de Pito a Tebas? S.OT 153, ἔβα ... νέμεσις ἐς Ἑλέναν E.Or.1361, νᾶες αἵ ποτ' ἔβατε Τροίαν E.El.432, ἔβα ... Οἰδίπους ... Θηβαίαν ... γᾶν E.Ph.1043, εἰ ... ἐν τύχῃ γέ τῳ σωτῆρι βαίη si llegara con alguna esperanza salvadora Creonte, S.OT 81, abs. ὡς ἀκμαῖος, εἰ βαίῃ S.Ai.921
fig. llegar a ἐς τόδ' ... τόλμης ἔβη S.OT 125
volver, regresar ἔβη οἰκόνδε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν Il.4.180, cf. 12.16, βάτε δόμῳ volved a casa A.Eu.1032.
3 en perf. c. valor de reposo, abs. o c. giro prep. haber llegado, encontrarse, estar de pers. τίπτε βέβηκας; ¿por qué has venido?, Il.15.90, ἐς τοσοῦτον ἐλπίδων ἐμοῦ βεβῶτος S.OT 125, οἱ ἐν τέλει βεβῶτες los que están en un cargo S.Ant.67, ὅταν ... ἐν κακοῖς ... βεβήκῃς S.El.1057, ἐπείσ' ἐφεύρηκα μοίρᾳ μὲν οὐκ ἐν ἐσθλᾷ βεβῶσαν S.El.1095, cf. Ant.996, τίς ... ὁ χῶρος ... ἐν ᾧ βεβήκαμεν; S.OC 52, παρὰ σκύμνοισι βεβηκώς Ar.Eq.1039, περιπρὸ ... εὐρὺ βέβηκεν está ampliamente por delante Call.Iou.86
estar apoyado ἀσφαλέως βεβηκὼς ποσσί firmemente apoyado en sus pies Archil.166.4, (ἄνδρας) εὖ βεβηκότας hombres que están seguros sobre sus pies Archil.207.3, ἐπ' ἀμφοτέρων βεβαῶτα ἐξ ἴσου τῶν ποδῶν ἅλις fuertemente apoyado por igual en ambos pies Hp.Off.3, ἐπὶ δίφρων ἡνίοχοι βεβαῶτες los aurigas en pie sobre los carros Hes.Sc.307, γυναῖχ' ὁρῶ ... ἐπὶ πώλου βεβῶσαν veo a una mujer montada a caballo S.OC 313, χοιράδων βεβὼς ἔπι subido en un escollo Lyc.1036, cf. βεβηκυῖα μάχη batalla a pie firme Plu.Phil.9, τοῦτον οὐχ ὁρῇς ... ὅκως βέβηκεν ἀνδρ[ι] άντα Herod.4.36
de cosas estar situado, asentado, constituido ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν Pi.I.3(4).41, τυραννίδα ... εὖ βεβηκυῖαν Hdt.7.164, cf. S.El.979, LXX Sap.4.4, βεβηκυίας τῆς οἰκίας ἐν δαπέδῳ X.Oec.8.17, χθόνα ... βεβῶσαν Lyc.1361, (λίθους) ἐν ταῖς ἰδίαις χώραις βεβηκότας IG 7.3073.163 (Lebadea II a.C.), ὁ ... σοῦ λόγος βεβήκει δ' ἐπὶ γῆς LXX Sap.18.16, ἁ ... δόξα ... ἄγχι βέβακε θρόνων AP 16.6, βεβηκυίας τῆς κλίμακος εἰς ἀμφοτέρας τὰς ναῦς Plb.8.4.10, cf. 9.26a.8, λογισμῷ ... στερρῷ καὶ βεβηκότι οὐ ... ἐχρῆτο no usaba de un cálculo sólido y firme Agath.4.27.3, del ritmo βεβηκὼς ῥυθμός ritmo reposado, majestuoso Syrian.in Hermog.2.91
geom., ref. a las figuras apoyadas sobre una base πυραμὶς ἐπὶ τετραγώνῳ βεβηκυῖα Hero Stereom.2.55, cf. Arist.IA 709a24, Apollon.Perg.Con.3.3, de ángulos sobre curvas, Euc.3 Def.9, cf. 3.26, τὸ ... βεβηκὸς σφόδρα lo que está sólidamente asentado Pl.Ti.62c, cf. Parm.138c, Criti.121c.
4 c. mov. hacia arriba subir ἐς δ' ὄχεα ... βήσετο Il.5.745, ἐς δίφρον Il.5.364, Hes.Sc.338, ἐς ταὐτὰ βαίνων ἅρματ' E.El.320, ὃς ... ἀνὰ δέμνια βαίνῃ Hes.Op.328, ἀνὰ νηός ἔβην embarcar, Od.9.177, ἐπὶ νηὸς ἔβαινεν Od.11.534, abs., Call.Del.320, ἐφ' ἵππων βαίνειν montar, Il.18.532, cf. Plot.6.1.19.
5 c. mov. hacía abajo descender ἔβη κατὰ νῆας Il.2.47, ἀπὸ πύργου ... χαμᾶζε Il.21.529, κατ' Ὀλύμποιο καρήνων Il.4.74, φάτο βῆμεν ὑπὸ ζόφον Hes.Fr.280.23.
6 irse, marcharse, partir c. gen. separ. c. o sin prep. ἐξ οἴκου Od.21.188, sin rég. βεβᾶσι ἀγρέται στρατοῦ A.Pers.1002, βὰς φυγάς S.OC 378, ἄφαρ βέβακε S.Tr.134, βεβᾶσι ... νεανίαι E.IT 1289, de los muertos como eufemismo ἴσθ' ἐκεῖνον θανάσιμον βεβηκότα S.OT 959, fig. ἂν δ' ἐκτὸς τοῦ καλοῦ βαίνῃ (νόμιμα) Pl.Lg.793b, οὐκ ἐῶν (νοῦν) ἐκτὸς ἑαυτοῦ βαίνειν Ph.1.61, τοὺς ἔξω βαίνοντας ἀρετῆς I.AI 1.20, ἔξω τοῦ εὐαγγελίου μὴ βαίνοιμεν Origenes Io.32.1
frec. en Hom. c. inf. ponerse a, echar a βῆ δ' ἰέναι, βῆ δ' ἴμεν echó a andar, Il.4.199, 5.167, βῆ ... θέειν echó a correr, Il.2.183, βῆ δ' ἐλάαν Il.13.27.
7 de períodos de tiempo pasar, transcurrir ἐννέα ... βεβάασι ... ἐνιαυτοί han pasado nueve años, Il.2.134.
II tr.
1 c. suj. de pers. montar en βήσετο δίφρον Il.3.262, Od.3.481
c. suj. de anim. montar, cubrir el macho a la hembra, Thgn.185, τετράποδος νόμον βαίνειν cubrir a la manera de un cuadrúpedo Pl.Phdr.250e, cf. Achae.28, Arist.HA 575a13, AP 9.730 (Demetrius Bithynius), Longus 3.13.1, 4.12.2, en v. pas. αἱ ... βαινόμεναι las yeguas op. οἱ ἀναβαίνοντες (ἵπποι) Hdt.1.192, cf. Arr.Ind.14.7, Ar.Byz.Epit.2.169.
2 c. suj. de pers. y compl. de espacio recorrer ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων Pi.Fr.191, τὰς Κασταλίας ... βαίνετε δίνας E.Io 96, ἄτριπτος ... ὁ ἀρετῆς χῶρος, ὀλίγοι γὰρ βαίνουσιν αὐτόν Ph.1.84
métr. recorrer paso a paso e.d. escandir, medir versos, Aristid.Quint.47.27, en v. pas. (μέτρον) κατὰ δάκτυλον πόδα βαινόμενον D.H.Comp.4, cf. Arist.Metaph.1093a30, Aristid.Quint.46.3, βῆθι· βάδιζε. μέτρει Hsch., pero cf. tb. βαίνονται ... οἱ ῥυθμοί, διαιρεῖται δὲ τὰ μέτρα, οὐχὶ βαίνεται Sch.A.Th.128.
3 c. suj. de cosa y ac. de pers. sobrevenir a uno algo τί χρέος ἔβα με ...; Ar.Nu.30, νῦν ὀδύνα μ' ὀδύνα βαίνει E.Hipp.1371.
4 mover τειχέων ... ἐντὸς οὐ βαίνω πόδα E.El.94, οἵδε πεφυρμένοι βαίνουσιν ἐξ οἴκων πόδα E.El.1173.
5 βαίνειν· φιλεῖν, κολακεύειν Hsch.
III fact. en aor. sigm. hacer ir φῶτας βῆσεν ἀφ' ἵππων les hizo desmontar, Il.16.810, ἀμφοτέρους ἐξ ἵππων βῆσε κακῶς a entrambos los hizo desmontar de mala manera, Il.5.164, ὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον para que hagamos ir el carro (de mis versos) por una senda limpia Pi.O.6.24, Θέμιν, ἅ νιν ἔβασεν Ἑλλάδ' ἐς ἀντίπορον Temis que la condujo a la costa opuesta de Grecia E.Med.209.
• Etimología: De la raíz *gem-/*g- y suf. yod, cf. lat. venio, gót. qiman, ai. aor. ágaman, lit. gemùnacer’. Otra forma de la raíz es *geH2- de donde procede el aor. ἔβην, ai. agāt cf. βίβημι, ai. jigāti, etc.

German (Pape)

[Seite 425] (entst. aus βανίω; vom Thema βάω, Cratin. Belkk. An. 1 p. 371, 3 προβῶντες Meineke C. G. F. 2, 1 p. 88), fut. βήσομαι, dor. βασεῦμαι Theocr. 2, 8; aor. ἔβην, Hom. auch βάτην, z. B. Il. 1, 327; ὑπέρ βασαν 12, 469; conj. βείω 6, 113; καταβείομεν 10, 97; ἐπιβέωμεν Her. 7, 50; in derselben Bdtg aor. med. βήσετο Hom. Iliad. 3, 262. 312. 5, 745. 8, 389 Odyss. 3, 481, ἐβήσετο Iliad. 14, 229 Odyss. 7, 135. 13, 75. 15, 284, v. v.l. l. βήσατο, ἐβήσατο, vgl. Scholl. Didym. Iliad. 3, 262 προκρίνει μὲν τὴν διὰ τοῦ ε γραφὴν βήσετο, πλὴν οὐ μετατίθησιν ἀλλὰ διὰ τοῦ α γράφει Ἀρίσταρχος; idem Scholl. Iliad. 14, 229 Ζηνόδοτος καὶ Ἀριστοφάνης ἐς πόντον ἐβήσετο· καὶ μήποτε ἄμεινον; – perf. βέβηκα, mit den synkop. Formen, meist bei Dichtern, βεβάασιν, βεβᾶσι, conj. ἐμβεβῶσι, inf. βεβάναι u. ep. βεβάμεν, partic. βεβαώς, βεβαυῖα, zsgz. βεβώς, βεβῶσα, auch in Prosa; perf. pass. παραβεβάσθαι; aor. p. παρεβάθην, s. unten. Das factitive fut. u. aor. βήσω, ἔβησα s. unten. Auf die Wurzel βάω zurückzuführen sind vielleicht die Formen βάτω Soph. Ai. 1414 im Anap., βᾶτε Aesch. Suppl. 191 im Trim., die Imperat. ἔμβα, κατάβα u. ä. – 1) Eigtl. den Fuß heben, ausschreiten, Hom. βῆ δ' ἴμεν, er hob den Fuß zu gehen, er machte sich auf und ging, auch βῆ δὲ θέειν, er begann zu laufen, Il. 11, 617; βῆ δ' ἐλάαν 13, 27; περὶ τρόπιος βεβαῶτα Od. 5, 130; ἀμφ' ἑνὶ δούρατι βαῖνε, er spreitete die Beine aus um einen Balken, 5, 371. Übh. schreiten, gehen, wandeln; nähere Bestimmungen werden hinzugefügt, a) mit praeposit. wird die Richtung bezeichnet, wohin, ὡς u. πρός bei Personen, ἐπί bei Personen u. Sachen im feindlichen Sinn, εἰς bei Sachen. Bei Dichtern, bes. Tragg., auch sp. D., steht auch der bloße acc., καὶ νῦν μ' ὀδύνα βαίνει, kommt über mich, Eur. Hipp. 1371; αἶνον ἔβα κόρος, Sättigung folgte dem Lobe, Pind. Ol. 2, 95; τί χρέος ἔβα με Ar. Nub. 30, aus einem Trag. entlehnt; μετά τι, nach etwas gehen, um es zu holen; μετ' ἴχνια βαῖνε θεοῖο Odyss. 2, 406, er folgte der Göttin, u. ä. – b) partic. bestimmen die Art u. Weise des Gehens, so ist βῆ φεύγων Iliad. 2, 665 = er floh, βῆ ἀίξασα Iliad. 4, 74 = sie eilte fort; das partic. fut. drückt die Absicht aus, βῆ ἐξεναρίξων 11, 101. – c) Zuweilen steht ein wirklicher Objects-Accus. dabei, wie κέλευθον Pind. frg. 201; ὁδόν Sp.; Aesch. sagt umgekehrt πόροι βαίνουσι Ch. 71. Anders ist πόδα βαίνειν, den Fuß in Bewegung setzen, zu fassen, Eur. El. 94. 1173; anders ἔβαν νέας Od. 3, 162, οἱ μὲν ἀποστρέψαντες ἔβαν νέας ἀμφιελίσσας, entweder ἔβαν νέας = sie gingen zu den Schiffen, oder zu verbinden ἀποστρέψαντες νέας. – d) Aehnl. mit adject., bes. im neutr. plur., die Art u. Weise des Gehens bestimmend, ἶσα Πυθοκλεῖ, ebenso wie P. gehen, gleichen Schritt mit ihm halten, Dem. 19, 314, was oft in VLL. citirt u. von aufgeblasenen Menschen verstanden wird; falsch faßte es Ath. V, 113 e auf; ἁβρά (s. ἁβρός), μεγάλα, Luc. D. Mort. 29, 1, große Schritte machen, einherstolzieren; εὔρυθμα D. Deor. 2, 2; σαῦλα H. h. Merc. 28; ἁβρὸν β. Eur. Med. 1264. Auch μετὰ ῥυθμοῦ, im Takt marschiren, Thuc. 5, 70; ἐν ῥυθμῷ Plat. Legg. II, 670 b. – 2) dem Zusammenbange nach ist es öfter a) weggehen, dahingehen, entfliehen; Hom. Odyss. 3, 131 βῆμεν δ' ἐν νήεσσι, zu Schiffe fortgehen; ἐννέα δὴ βεβάασι Διὸς ἐνιαυτοί, sind hingegangen, vergangen, Il. 2, 134; κύματα βάντ' ἐπιόντα τ' ἰδεῖν Soph. Tr. 115; ἔβα, er floh, Ant. 120 u. öfter; ἐκ βροτῶν βῆναι, aus dem Leben, aus der Welt gehen, O. R. 805 u. so öfter bes. Eur. für sterben, dahingehen, z. B. Suppl. 1163; auch Sp.; so ἰκμὰς ἔβη, die Feuchtigkeit verschwand, Il 17. 392; übertr., πῇ ὅρκια βήσεται ἥμιν; wo werden sie hingehen? was wird aus ihnen werden? 2, 339. – b) ankomm en, ὡς ἀκμαῖος, εἰ βαίη, μὁλοι, wie käme er zu rechter Zeit, Soph. Ai. 904; so ist 36 ἔβην = ἥκω; vgl. O. C. 314. 845 u. a. O. – c) ein Vordringen, in der Vbdg ἐς τόδε τόλμης Soph. O. R. 125; ἐς τοσοῦτον ἐλπίδων 772, so weit in seiner Hoffnung. Vgl. ἐπὶ τοσαύτης βεβηκότες εὐτυχίας Dion. Hal. 6, 71. – 3) Übh. sich befinden, wie versari, zu mannigfachen Umschreibungen dienend, δι' ὀδύνης βαίνειν, im Schmerz wandeln, sich in Schmerz befinden, Eur. Phoen. 1554; aber ibd. 20 πᾶς οἶκος βήσεται δι αἵματος, wird untergehen, eigtl. durch Blut od. Mord wandeln; διὰ μόχθων Heracl. 625; διὰ δίκας ἔβα νέμεσις ἐς Ἑλέναν, strafend erreichte sie die Hel., Or. 1361. – 4) das perf. drückt bes. das Sein an einem Orte, das sich in einem Zustande Befinden aus; ἐν κάλλεσιν Aesch. Ag. 898; ἐν κακοῖς Soph. El. 1046; ἐν πόνῳ O. C. 1361; εὖ βεβηκώς, sich in gutem Zustande befinden, gut stehen, Archil. frg. 32; Soph. El. 967; τυραννὶς εὖ βεβηκυῖα Her. 7, 164. Bes. festen Fuß gefaßt habend, fest stehend (VLL. βεβαίως ἑστηκώς); ἐπὶ τῆς γῆς βεβηκότες, dem ἐφ' ἵππων κρέμασθαι entggstzt, Xen. An. 3, 2, 19; vgl. βεβηκυίας τῆς οἰκίας ἐν δαπέδῳ Oec. 8, 17; στασιμωτέρως βέβηκε Plat. Tim. 55 e; ἐπὶ μέσου Parm. 138 c; ἐπὶ σμικροτάτου ποδός Polit. 270 a; ἐπὶ γῆς βεβῶτες Tim. 63 c. So auch Sp., γωνία ἐπί τινος βεβ. Pol 54, 6; βεβηκυῖα μάχη Plut. u. A.; τὸ βεβηκός, Festigkeit, Beständigkeit, Sp. Damit ist zu vgl. βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ μέγας βέβηκεν Aesch. Ag. 36, liegt auf der Zunge, verschließt den Mund, wie χρυσέα κλῂς ἐπὶ γλώσσῃ βέβ. Soph. O. C. 1055; βεβὼς ἐπὶ ξύρου τύχης Ant. 983, Eur. Herc. Fur. 630 u. öfter bei Sp., sich in dem entscheidenden Moment, in der höchsten Gefahr befinden; οἱ ἐν τέλει βεβῶτες, = ὄντες, Soph. Ant. 67; ἐν μάχῃ βεβώς Eur. Suppl. 850. – 5) bei Gramm. = scandiren, nach B. A. p. 85 ἐπὶ τοῦ ῥυθμοῦ, τὸν στίχον; μέτρον κατὰ πόδα δακτυλικὸν βαινόμενον Dion. Hal. C. V. 4. – 6) in trans. Bdtg, besteigen, vom Begatten bes. der Tiere, βαίνειν καὶ παιδοσπορεῖν Plat. Phaedr. 250 e; pass., besprungen werden, ἵπποι βαινόμεναι Her. 1, 192; vgl. Arist. H. A. 5, 14. – Sonst gehören der trans. Bdtg »in Bewegung setzen«, »gehen machen« das fut. βήσω u. der aor. ἔβησα an; φῶτας βῆσεν ἀφ' ἵππων, ließ sie absteigen, warf sie hinab, Il. 16, 810; ἐξ ἵππων βῆσε κακῶς ἀέκοντας, brachte sie vom Wagen herunter, 5, 164; βάσομεν ὄκχον κελεύθῳ ἐν καθαρᾷ Pind. Ol. 6, 24; ἔβησεν ἐς Ἑλλάδα Eur. Med. 209; El. 589; βῆσα Ἠμαθίην ἐς Ἄρεα Add. 9 (VII, 238). Vgl. βήσετο δίφρον Il. 3, 262, er bestieg den Wagen. – Die 3. pers. sing. plusqpft. activ. βεβήκει und ἐβεβήκει gebraucht Hom. als einfaches praeterit., aor. oder imperfect.; daneben ist die Auffassung als eines wirklichen plusquamperf. nur an einigen Stellen statthaft, vielleicht an keiner nothwendig; wobei noch zu bedenken, daß Hom. auch den eigentlichen aor. überall als plusquamperf. gebraucht; s. βεβήκει Iliad. 1, 221. 6, 313. 495. 16, 751. 856. 864. 17, 137. 706. 22, 362 Odyss. 1, 360. 3, 410. 6, 11. 8, 361. 10, 388. 12, 312. 13, 164. 14, 483. 15, 464. 17, 26. 61. 18, 185. 20, 144. 21, 354. 22, 433. 23, 292, ἐβεβήκει Iliad. 6, 513. 11, 296. 446. 13, 156. 20, 161. 22, 21. 23, 391 (v.l. κοτέουσα βεβήκει Scholl.); in allen diesen Stellen ist βεβήκει ἐβεβήκει. Versende. Die anderen Personen dieses plusquamperf. außer βεβήκει kommen bei Hom. nicht vor. Vgl. die dem βεβήκει ähnliche u. ähnlich gebrauchte Form βεβλήκει s. v. βάλλω.

French (Bailly abrégé)

f. βήσομαι, ao. tr. ἔβησα, ao.2 intr. ἔβην, pf. βέβηκα;
A. intr.
I. propr. écarter les jambes;
1 abs. ἀμφὶ δούρατι OD, περὶ τρόπιος OD enfourcher une poutre, une quille de navire en parl. de naufragés;
2 écarter les jambes pour marcher : βῆ δ' ἰέναι IL, βῆ δ' ἴμεν IL il se mit en marche pour aller ; βῆ δὲ θέειν IL il se mit en marche pour courir, il se mit à courir;
II. marcher, d'où
1 aller en gén. : ἐς δίφρον IL, ἐφ' ἵππων IL monter sur un char ; ἐπὶ νηός OD monter sur un navire ; προτὶ ἄστυ IL aller vers la ville ; κατὰ νῆας IL descendre vers les navires ; μετ' ἴχνια OD suivre les pas ; δόμον Ἄϊδος εἴσω IL, OD aller dans la demeure d'Hadès ; οἰκόνδε IL aller dans sa maison ; avec un participe : ἔβη ἀΐξασα IL elle s'élança litt. elle alla s'étant élancée ; ἁβρὸν β. EUR marcher d'une allure efféminée ; μεγάλα β. LUC marcher d'un grand air, d'un air hautain ; β. ἐπί τινι IL marcher contre qqn (mais β. ἐπί τινι IL se dresser au-dessus d'un cadavre pour le défendre) ; πόροι ἐκ μιᾶς ὁδοῦ βαίνοντες ESCHL chemins qui partent d'une seule et même route ; fig. καὶ νῦν μ' ὀδύνα βαίνει EUR et maintenant la douleur vient sur moi, càd m'atteint;
2 p. ext. venir, arriver : ὡς ἀκμαῖος, εἰ βαίη, ἂν μόλοι SOPH comme il serait arrivé à point, s'il était venu ! fig. en venir à : ἐς τόδε τόλμης SOPH, ἐς τοσοῦτον ἐλπίδων SOPH en venir à ce degré d'audace, réduit à cette unique espérance;
3 s'en aller : ἐξ οἴκου OD hors de la maison ; ἀπὸ πύργου χαμᾶζε IL descendre d'une tour à terre ; κατ' Οὐλύμποιο καρήνων IL, OD descendre des sommets de l'Olympe ; ἐν νηυσὶ ἐς πατρίδα IL s'en retourner sur des navires dans sa patrie ; abs. avec un part. ἔβαν ἄγοντες IL ils sont partis emmenant ; βῆ φεύγων IL il s'enfuit litt. il s'en alla fuyant ; ἐκ βροτῶν βῆναι SOPH disparaître d'entre les mortels ; θανάσιμος βέβηκεν SOPH mortel il s'en est allé ; βεβᾶσι ESCHL ils sont partis, càd ils sont morts ; en parl. de choses ἐννέα βεβάασι ἐνιαυτοί IL neuf années se sont écoulées ; πῆ ὅρκια βήσεται ; IL où s'en iront les serments ?;
4 venir sur, monter, saillir : ἵπποι βαινόμεναι HDT cavales que l'on fait saillir;
5 au pf. βέβηκα et βέβαα, et au pqp. ἐβεβήκειν : être venu ; se trouver, être : ἐν χώρῳ SOPH dans un lieu ; fig. φρόνει βεβώς SOPH sache que tu es ; βεβώς SOPH qui séjourne ; β. ἐν τέλει HDT, SOPH être en charge, exercer une charge ; ἐν κακοῖς SOPH être dans le malheur ; être établi, être fixé : ἐν δαπέδῳ XÉN dans le sol ; fig. τυραννὶς εὖ βεβηκυῖα HDT royauté solidement établie ; βεβηκυῖα μάχη PLUT combat de pied ferme;
B. tr. (seul. ao. ἔβησα) faire aller, acc. : τινα ἀφ' ἵππωνIL οu ἐξ ἵππων IL faire tomber ou renverser un guerrier de son char;
Moy. seul. ao. 3ᵉ sg. ἐβήσετο ou βήσετο;
1 tr. faire aller : δίφρον IL son char (près de qqn);
2 intr. aller.
Étymologie: R. Βα, aller, développée en Βαν ; cf. lat. ven-io.

English (Autenrieth)

fut. βήσομαι, aor. 1 ἔβησα, aor. 2 ἔβην or βῆν, βῆ, du. ἐβήτην, βήτην, βάτην, pl. ἔβησαν, βῆσαν, ἔβαν, βάν, subj. βῶ, βείω, βήῃς, βήῃ, inf. βήμεναι, perf. βέβηκα, 3 pl. βεβάᾶσι, inf. βεβάμεν, part. βεβαώς, -ῶτα, fem. βεβῶσα, plup. 3 sing. βεβήκειν, 3 pl. βέβασαν, mid. aor. (ἐ)βήσετο: walk, step, go, perf., tread, stand (have a footing); strictly of moving the legs apart, hence to denote the attitude of standing over to protect one, ἀμφὶ δ' ἄῤ αὐτῷ βαῖνε λέων ὥς, Il. 5.299; hence, too, the phrase βῆ δ' ἰέναι, βῆ δὲ θέειν, ‘started for to go,’ a graphic periphrasis for ᾔει, etc.; often in the sense of departing, ἣ δ' Οὔλυμπόνδε βηβήκει, ‘was gone,’ Il. 1.221; ἐννέα βεβάᾶσιν ἐνιαυτοί, ‘have passed,’ Il. 2.134; πῇ δὴ συνθεσίαι τε καὶ ὅρκια βήσεται ἥμιν, ‘what is to become of?’ Il. 2.339; so, ἔβαν φέρουσαι, βῆ φεύγων, etc.; βήσετο δίφρον, ‘mounted,’ apparently trans., really w. acc. of limit of motion, Il. 3.262; causative, aor. 1 act., φῶτας ἐείκοσι βῆσεν ἀφ' ἵππων, made to go, ‘broughtdown from their cars, Il. 16.180; βῆσαι ἵππους ἐπὶ Βουπρασίου, ‘bring’ horses to B., Il. 11.756.

English (Slater)

βαίνω (βαίνει; -ων, -οισα, -ον: impf. ἔβαινον, -ε: aor. 2, intrans. ἔβᾶν, -ᾶ, -ᾰν; βάντες; βᾶμεν: pf. βέβᾶκεν: aor. 1 subj., trans. βάσομεν)
1 come, go
a abs. “πεύθομαι δ' αὐτὰν (= βώλακα) κατακλυσθεῖσαν ἐκ δούρατος ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ ἑσπέρας ὑγρῷ πελάγει σπομέναν” (P. 4.39) ταχέες ἔβαν (P. 4.180) ἀκλεὴς δ' ἔβα fr. 105b. 3. Μοίσαις γὰρ ἀγλαοθρόνοις ἑκὼν Ὀλιγαιθίδαισίν τ' ἔβαν ἐπίκουρος (O. 13.97) Θεανδρίδαισι δ' ἀεξιγυίων ἀέθλων κάρυξ ἑτοῖμος ἔβαν (N. 4.74) ἄγγελος ἔβαν, πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος (N. 6.57)
b followed by subs. with local suffix. Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα (N. 11.34) ὅσοι Τροίανδ' ἔβαν (I. 4.36) ὃς Οὔλυμπόνδ' ἔβα (I. 4.55)
c c. prep.,
I ἐπί, ἄλλα δ' ἐπ ἄλλον ἔβαν ἀγαθῶν (O. 8.12) καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί (I. 4.41) ἁλὸς ἐπὶ κῦμα βάντες ἦλθον ἄγγελοι (Pae. 6.100)
II ἐς, ῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἐς ἄνδρας ἔβαν (O. 2.34) ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν (N. 1.42) ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον κλυτᾷ φόρμιγγι συναντόμενοι (I. 2.2)
III πρός, οἶοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν (P. 9.105)
IV σχεδόν, τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ δάφνας εὐπετάλου σχεδὸν βαίνοισα πεδίλοις v. σχεδόν Παρθ. 2. 70.
d c. acc. cogn. Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων *fr. 191*
e part., going, walking ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων sc. Philoktetes (P. 1.55) κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι, καλλίστα θεῶν (N. 10.18) cf. Παρθ. 2. 70, supra.
f met. τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα (P. 6.45) τὸ τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ' ἀλαθείας λτ; -γτ; ἄγχιστα βαῖνον (ὁδῶν supp. Hermann, ἐτᾶς Bergk) (I. 2.10)
2 aor. 1 trans., made to travel ὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον (O. 6.24)
3 frag. ]βαμεν ἐξ Ὀλύμπου[ Πα. 22b. 6. ἐπὶ λεπτῷ δενδρέῳ (βαίνειν) ubi fort. βαίνειν Pindaro tribuendum fr. 230.
4 in tmesis. ἐπὶ μὰν βαίνει v. ἐπιβαίνω (O. 7.45)

Greek Monolingual

(AM βαίνω)
προχωρώ
νεοελλ.
εξελίσσομαι, φέρομαι («βαίνει προς βελτίωσιν»)
αρχ.-μσν.
βαδίζω, περπατώ
μσν.
1. περνώ, διαβαίνω
2. προπορεύομαι
αρχ.
Ι. 1. ανεβαίνω («ἐπὶ νηός ἔβαινεν», «ἐφ' ἵππων βάντες», «ἐπί πῶλον βεβῶσα», «βήσασθαι δίφρον»)
2. φεύγω, αναχωρώ («φίλην ἐς πατρίδ' ἔβησαν»)
3. πεθαίνω
4. έρχομαι
5. προχωρώ, φθάνω («ἐς τοσοῦτον ἐλπίδων»)
6. οχεύω, βατεύω
7. (παρακμ.) στέκομαι ή είμαι σ' ένα μέρος («ἐν ᾦ βεβήκαμεν»)
II. φρ.
1. «εὖ βεβηκώς» — καλά στερεωμένος, ευτυχισμένος
2. «ἀσφαλέως βεβηκώς» — σταθερός
3. «οἱ ἐντέλει βεβῶτες» — οι άρχοντες, οι αξιωματούχοι
4. «ἐννέα ἐνιαυτοὶ βεβάασιν» — πέρασαν εννιά χρόνια
5. «βαίνω μέτρον» — κάνω μετρική ανάλυση
6. «χρέος ἐβαμε» — με κυρίεψαν τα χρέη
7. «αἶνον ἔβα κόρος» — επήλθε κορεσμός από τους επαίνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαν-jō < βαμ-jō < gwm -jō, συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας gwem- (πιθ. παρεκτεταμένης μορφής της gweo2-) «πηγαίνω, έρχομαι». Στον ενεστ. βαίνω αντιστοιχεί το λατ. venio καθώς και διάφοροι τύποι σε -m: γοτθ. qiman «έρχομαι», αρχ. ινδ. αόρ. agamam «πήγα», παρακμ. jagāma, λιθ. gemu «γεννιέμαι». Η τροπή του -m- σε -η- στον τ. βαίνω (nj < mj) από αφομοιωτική επίδραση του ουρανικού -j-. Ο μελλ. του ρήματος, βήσομαι, ο αόρ. έβην, ορισμένοι ονοματικοί (πρβλ. βηλός, βήμα), καθώς και ρηματικοί τύποι που συνδέονται με το βαίνω (πρβλ. βίβημι), παρουσιάζουν θέμα βᾱ (ιων.-αττ. βη-), το οποίο ανάγεται σε διαφορετική ρίζα gwā με την ίδια σημασία
πρβλ. τις σημασιολογικά συγγενείς ρίζες drā (ἀπο-δι-δρά -σκω) και sthā- (ί-στη-μι). Η σχέση μεταξύ των δύο ριζών gwem- και gwā- παραμένει ασαφής.
ΠΑΡ. βάδην, βαθμός, βάθρο(ν), βάση (-ις), βατήρ(-ας).
ΣΥΝΘ. αναβαίνω, αντιβαίνω, αποβαίνω, διαβαίνω, εισβαίνω, εκβαίνω, εμβαίνω, επιβαίνω, καταβαίνω, μεταβαίνω, παραβαίνω, προβαίνω, συμβαίνω, υπερβαίνω
αρχ.
αμφιβαίνω, περιβαίνω, προσβαίνω, υποβαίνω.

Greek Monotonic

βαίνω: (√ΒΑ), μέλ. βήσομαι, Δωρ. βᾱσεῦμαι, Επικ. βέομαι ή βείομαι, παρακ. βέβηκα, Δωρ. βέβᾱκα, με Επικ. συγκρ. γʹ πληθ. βεβάᾱσι, συνηρ. βεβᾱσι· απαρ. παρακ. βεβάναι [ᾰ], Επικ. βεβάμεν [ᾰ]· μτχ. βεβαώς, -αυῖα, Αττ. βεβώς· υπερσ. ἐβεβήκειν, Επικ. βεβήκειν, συγκρ. γʹ πληθ. βέβᾰσαν· αόρ. βʹ ἔβην, Δωρ. ἔβᾱν· Επικ. γʹ ενικ. βῆ, Επικ. γʹ δυϊκ. βάτην [ᾰ]· γʹ πληθ. ἔβᾱν· προστ. βῆθι, Δωρ. βᾶθι, βʹ πληθ. βᾶτε· υποτ. βῶ, Επικ. βείω, Επικ. γʹ ενικ. βήῃ, Δωρ. βᾶμες (αντί βῶμεν)· ευκτ. βαίην· απαρ. ενεστ. βῆναι, Επικ. βήμεναι· μτχ. βάς, βᾶσα, βάν· γʹ πρόσ. ενικ. Μέσ. Επικ. αορ. αʹ ἐβήσετο·
Α. Στους παραπάνω χρόνους·
I. 1. αμτβ., περπατώ, βαδίζω, λέγεται κυρίως για κίνηση με τα πόδια· ποσσὶ ή ποσὶ βαίνειν σε Όμηρ. κ.λπ.· με απαρ. στον Όμηρ., βῆ ἰέναι, αλλά και στη φράση βῆ ἰέμεν, κίνησε να πάει, ξεκίνησε, «πήρε το δρόμο του», σε Ομήρ. Ιλ.· βῆ θέειν, ξεκίνησε να τρέχει, στο ίδ.· βῆ δ' ἐλάαν, στο ίδ.· με αιτ. τόπου, σε Σοφ.· με κάθε πρόθεση που σημαίνει κίνηση, όπως: ἐπὶ νηὸς ἔβαινεν, επέβαινε σε πλοίο, σε Ομήρ. Οδ.· ἐφ' ἵππων βάντες, αφού ανέβηκαν στο άρμα, στο ίδ.· βαίνειν δι' αἵματος, διέρχομαι μέσα από αίμα, σε Ευρ.
2. στον παρακ., στέκομαι ή βρίσκομαι σε ένα μέρος· χῶροςἐν ᾧ βεβήκαμεν, σε Σοφ.· συχνά σχεδόν = εἰμί (sum), εὖ βεβηκώς, στέκομαι πάνω σε καλή βάση, στηρίζομαι καλά, είμαι καλά θεμελιωμένος, ακμάζω, ευτυχώ, σε Ηρόδ., κ.α.· με την παραπάνω σημασία, οἱἐν τέλει βεβῶτες, αυτοί που βρίσκονται σε κάποιο αξίωμα, σε Ηρόδ., Σοφ.· ἐπὶ ξυροῦ βεβηκέναι, πρβλ. ξυρόν.
3. φεύγω, απομακρύνομαι, αναχωρώ, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· βέβηκα, ευφημ. αντί τέθνηκα, σε Αισχύλ., Σοφ.· μεταφ., λέγεται για άψυχα αντικείμενα, ἐννέα ἐνιαυτοὶ βεβάασι, εννέα χρόνια ήρθαν και πέρασαν, σε Ομήρ. Ιλ.
4. έρχομαι· τίπτε βέβηκας; σε Ομήρ. Ιλ.· καταφθάνω, σε Σοφ.
5. συνεχίζω, προχωρώ, προβαίνω· ἐς τόδε τόλμης, ἐς τοσοῦτον ἐλπίδων, στον ίδ.
II. 1. ως μτβ., με αιτ., ανεβαίνω, σε Όμηρ. μόνο στον Μέσ. αόρ. αʹ, βήσασθαι δίφρον· σε Παθ., ἵπποι βαινόμεναι, φοράδες αναπαραγωγής, σε Ηρόδ.
2. χρέος ἔβα με, με κατέλαβαν τα χρέη, σε Αριστοφ.
3. στους ποιητές, με αιτ. που δηλώνει το όργανο της κίνησης, η οποία είναι τελείως πλεοναστική· βαίνειν πόδα, επιταχύνω το βήμα, επισπεύδω, σε Ευρ. κ.α. Β. Μτβ., σε μέλ. βήσω, αόρ. αʹ ἔβησα, κάνω κάποιον να φύγει· βῆσεν ἀφ' ἵππων, ἐξ ἵππων βῆσε, τους έκανε να κατεβούν από το άρμα, σε Ομήρ. Ιλ.· στον ενεστ., μ' αυτήν την έννοια χρησιμ. το ρήμα βιβάζω.

Russian (Dvoretsky)

βαίνω: (fut. βήσομαι - дор. βάσομαι и βᾱσεῦμαι; pf. βέβηκα - дор. βέβᾱκα; aor. 2 ἔβην - эп. βῆν, дор. βᾶν, pass. ἐβάθην)
1 шагать, ходить (μετὰ ῥυθμοῦ Thuc. и ἐν ῥυθμῷ Plat.): βῆ ἰέναι или ἴμεν Hom. он отправился; βῆ θέειν и βῆ φεύγων Hom. он побежал; μεγάλα β. Luc. широко шагать;
2 всходить, подниматься (ἐς δίφρρον и ἐφ᾽ ἵππων, ἐπὶ νηός Hom.; med. δίφρον Hom.);
3 садиться верхом (ἀμφὶ δούρατι и περὶ τρόπιος Hom.);
4 идти, отправляться (προτὶ ἄστυ Hom.);
5 входить (δόμον Ἄϊδος εἴσω Hom.; Θήβας Soph.);
6 приходить, прибывать; pf. пребывать, находиться, быть (χῶρος ἐν ᾦ βεβήκαμεν Soph.): βεβὼς ἐπὶ ξυροῦ τύχης Soph. находящийся на краю гибели; ἐν κακοῖς βεβάναι Soph. впасть в несчастье; (εὖ) βεβηκώς Her., Xen. упрочившийся, прочный, твердый, сильный; βεβηκυῖα μάχη Plut. упорный бой; οἱ ἐν τέλει βεβῶτες Soph. власть имущие;
7 сходить, спускаться (ἀπὸ πύργων χαμᾶζε, κατ᾽ Οὐλύμποιο καρήνων Hom.);
8 возвращаться (ἐν νηυσὶ ἐς πατρίδα Hom.);
9 доходить (ἐς τόδε τόλμης Soph.): ἐς τοσοῦτον ἐλπίδων βεβώς Soph. будучи доведен до такой уверенности;
10 проходить, претерпевать: δι᾽ ὀδύνης β. Eur. страдать;
11 набрасываться, нападать (αἶνον ἔβα κόρος Pind.; ὀδύνα βαίνει τινά Eur.); настигать (ἔβα νέμεσις ἔς τινα Eur.);
12 выходить, уходить (ἐξ οἴκου Hom.); уезжать (ἐν и ἐπὶ νηυσί Hom.);
13 исчезать, пропадать (ἐκ βροτῶν Soph.): βεβᾶσι ἀκρῶται στρατοῦ Aesch. погиб цвет войска; δέδοικα μὴ βεβήκῃ Soph. боюсь, не умер ли он;
14 проходить, протекать, миновать (ἐνννέα βεβάασι ἐνιαυτοί Hom.);
15 следовать, преследовать (μετά τινα и τι Hom.);
16 (о животных), покрывать (β. καὶ παιδοσπορεῖν Plat.): ἵπποι βαινόμεναι Her. случные кобылицы;
17 доставлять, приводить (ἵππους ἐπὶ Βουπρασίου Hom.; τινὰ ἐς Ἑλλάδα Eur.);
18 (только aor. ἔβησα) сбрасывать, опрокидывать (τινα ἐξ и ἀφ᾽ ἵππων Hom.);
19 размеренно декламировать, скандировать (τὸ ἔπος Arst.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: go (Il.).
Other forms: Only present stem. Other presents: 1. βάσκω, mostly as ipv. βάσκε, -τε (Il.; s. below); 2. βιβάσκω (Il.), mostly causative; 3. βίβημι (βίβαμι), -άω (to ἔβην, s. below) in βιβάς, βιβῶν, βιβᾳ̃ stride (Chantraine Gramm. hom. 1, 300); 4. βιβάζω (posthom.) causative; 5. βιβάσθων in μακρὰ β. (Il.), metrical lengthening of βιβάς at verse end (Chantraine Gramm. hom. 1, 327, Shipp Studies 39).
Compounds: Many compounds: ἀνα-, ἀπο-, ἐκ-, ἐμ-βαίνω usw.
Derivatives: 1. βάσις step, base (Pi., in comp. Il.) = Skt. gáti- (below). 2. βατήρ, -ῆρος m. threshold, basis (Amips., inscr. etc.). 3. -βάτης, -ου m. from comp.: ἀνα-, ἀπο-, ἐμ-βάτης etc. (Il.), also with nominal first element, e. g. στυλο-βά-της; 4. -βατος from comp.: ἀνα- (ἀμ-)βατός etc. (Il.); βατός as simplex (rarely) accessible (X.); s. Chantr. Form. 302ff. From -βάτης and -βατος abstracta in -σία, ὑπερβασία transgression (Il.); denomin. in -εύω and -έω, ἐμβατεύω etc. 5. -βάς, -άδος f. in ἐμβαδές. From here (?) adv. βάδην step by step. 6. βάθρον basis, seat etc. (Ion.-Att.), βάθρα. 7. βαθμός and βασμός m. step, basis etc. (hell.; βαθμίς f. Pi.). Not here βαμβαίνων, q.v. From the root βη-: βῆμα, βᾶμα n. step etc. (h. Merc. etc.; = Av. gāman- n. step); further βηλός (βαλός) m. threshold (Il.), βηλά n. pl. = πέδιλα (Panyas.); s. Chantr. Form. 240. Also -βήτης, -ου m. in ἐμπυριβή-της (τρίπους) standing over the fire (Ψ 702); on διαβή-της s.s.v. circle etc. (Ar.) s. Fraenkel Nom. ag. 1, 33f.; cf. also ἀμφισβητέω.
Origin: IE [Indo-European] [463] *gʷem- go
Etymology: A jot present < *βάν-ι̯ω < *βάμ-ι̯ω < gʷm̥-i̯o, βά-σκω < *gʷm̥- from the root *gʷem-. The non-present forms were made from the root βη- (βα-) < *gʷeh₂-: ἔβην, βήσομαι (factitive ἔβησα, βήσω after ἔστησα, στήσω), βέβηκα (Il.). The present βαίνω is identical with Lat. venio (on go and come s. Porzig Satzinhalte 330f.); the sḱ-present βάσκε in Skt.. gácchati < *gʷm̥-ske-ti he goes. The full grade in Goth. qiman come, Skt. á-gam-am I went (aor.). Here also ἐβάθη ἐγεννήθη H.? for which one compares Lith. gìmstu be born, if -stu < *-sḱō (Leumann IF 58, 120)? - With βάσις cf. Skt. gáti-, Lat. con-ventio, and Germ., e.g. Goth. ga-qumÞs. Also -βατος = Skt. (-)gata-, Lat. -ventus. With βίβημι cf. Skt. jígāti he goes. The aor. ἔβην agrees exactly with Skt. á-gā-m he went; das noun βῆμα agrees with Av. gā-man- n. step, pace. - With the roots guem- and guā- cf. *drem- (s. ἔδραμον), drā- (s. ἀποδιδράσκω), with related meaning. Cf. βέβαιος, βέβηλος, βωμός, βαστάζω, βητάρμων.

Middle Liddell

[Root !βα]
A. in most forms,
I. intr. to walk, step, properly of motion on foot, ποσσὶ or ποσὶ βαίνειν Hom., etc.; c. inf. in Hom., βῆ ἰέναι, βῆ ἰέμεν set out to go, went his way, Il.; βῆ θέειν started to run, Il.; βῆ δ' ἐλάαν, Il., etc.:—c. acc. loci, Soph.; and with all Preps. implying motion, as, ἐπὶ νηὸς ἔβαινεν was going on board ship, Od.; ἐφ' ἵππων βάντες having mounted the chariot, Od.; βαίνειν δι' αἵματος to wade through blood, Eur., etc.
2. in perf. to stand or be in a place, χῶρος ἐν ὧι βεβήκαμεν Soph.; often almost= εἰμί (sum), εὖ βεβηκώς on a good footing, well established, prosperous, Hdt., etc.; so, οἱ ἐν τέλει βεβῶτες they who are in office, Hdt., Soph.; cf. ξυρόν.
3. to go, go away, depart, Il., Soph.; βέβηκα euphemism for τέθνηκα, Aesch., Soph.:—of things, ἐννέα ἐνιαυτοὶ βεβάασι nine years have come and gone, Il.
4. to come, τίπτε βέβηκας; Il.: to arrive, Soph.
5. to go on, advance, ἐς τόδε τόλμης, ἐς τοσοῦτον ἐλπίδων Soph.
II. c. acc. to mount, Hom. only in aor1 mid., βήσασθαι δίφρον:— Pass., ἵπποι βαινόμεναι brood mares, Hdt.
2. χρέος ἔβα με debts came on me, Ar.
3. in Poets, with acc. of the instrument of motion, which is simply pleonastic, βαίνειν πόδα to advance the foot, step on, Eur., etc.
B. Causal, in fut. βήσω, aor1 ἔβησα:— to make to go, βῆσεν ἀφ' ἵππον, ἐξ ἵππων βῆσε brought them down from the chariot, Il. The pres. in this sense is βιβάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαίνω, imperf. iterat. βαίνεσκον; sigm. aor. causat. ἔβησα, poët. βῆσα, Dor. ἔβᾱσα, med. ἐβησάμην, ep. 2 sing. ἐβήσαο, Dor. conj. 1 plur. βάσομεν; aor. mixtus intrans. ep. (ἐ)βήσετο; stamaor. intrans. ἔβην, Dor. ἔβᾱν, poët. 3 sing. βῆ, plur. ἔβαν en βάν, dual. (ἐ)βήτην en βάτην, conj. βῶ, ep. βήω (βείω), Dor. 1 plur. βᾶμες, opt. βαίην; imperat. βῆθι, Dor. βᾶθι, 3 sing. βάτω, 2 plur. βᾶτε; inf. βῆναι, ep. βήμεναι, Dor. βᾶμεν; ptc. βάς βᾶσα βάν; aor. pass. -εβάθην in compos.; perf. intrans. βέβηκα, Dor. βέβᾱκα, poët. 3 plur. βεβάασι en βεβᾶσι, inf. βεβηκέναι, poët. βεβάναι, ep. βεβάμεν, ptc. βεβηκώς -κυῖα, βεβαώς, poët. βεβώς βεβαυῖα en βεβῶσα, poet. plur. βεβαῶτες, Att. βεβῶτες, plqperf. intrans. ἐβεβήκειν, poët. en later 3 sing. βεβήκει(ν), plur. βέβασαν; perf. med.-pass. in compos. -βέβα(σ)μαι; fut. intrans. βήσομαι, Dor. βάσομαι en βᾱσεῦμαι, fut. act. causat. -βήσω in compos.
1. abs. of met bep. van richting, plaats of doel
2. stappen, lopen, gaan:; βῆ δ’ ἀκέων παρὰ θῖνα... θαλάσσης zwijgend liep hij langs het strand van de zee Il. 1.34; ὁμαλῶς μετὰ ῥυθμοῦ βαίνοντες gelijk op het ritme marcheren Thuc. 5.70; met acc. van richting; τὸ κοῖλον Ἄργος βάς naar het laaggelegen Argos gegaan Soph. OC 378; Πυθῶνος ἀγλαὰς ἔβας Θήβας van Pytho ging je naar het schitterende Thebe Soph. OT 153; met prep. bepaling; ἡ δὲ ἐς δίφρον ἔβαινε zij stapte in de wagenbak Il. 5.837; ἐς δ’ ὄχεα... ποσὶ βήσετο zij stapte in de wagen Il. 5.745; ἐφ’ ἵππων βάντες op de strijdwagens gesprongen Il. 18.532; προτὶ ἄστυ... ἐβεβήκει hij ging snel naar de stad Il. 22.21; μετ’ ἴχνια βαῖνε θεοῖο hij volgde het spoor van de godin Od. 2.406; met ptc..; βῆ... ἀίξασα zij ging met grote sprongen Il. 22.187; met ptc. fut. om intentie aan te geven; βῆ... ἐξεναρίξων hij ging om te doden Il. 11.101; met adv..; ἁβρὸν βαίνουσα elegant lopend Eur. Med. 1164; ἴσα βαίνων Πυθοκλεῖ net zo lopend als Pythocles Dem. 19.314; overdr.. πᾶς σὸς οἶκος βήσεται δι’ αἵματος heel uw huis zal zwemmen in het bloed Eur. Phoen. 20.
3. weggaan, vertrekken:; ἐν νηυσὶ φίλην ἐς πατρίδ’ ἔβησαν zij vertrokken in de schepen naar hun dierbare vaderland Il. 12.16; met ptc. praes..; βῆ φεύγων hij vluchtte weg Il. 2.665; met inf..; βῆ δ’ ἰέναι hij begaf zich op weg Il. 4.199; βῆ δὲ θέειν hij ging rennen Il. 2.183; overdr., eufem..; βεβᾶσι (alle legeraanvoerders) zijn heengegaan (d.w.z. zijn dood) Aeschl. Pers. 1002; overdr.. πῇ ὅρκια βήσεται; waarop zullen onze eden uitlopen? Il. 2.339.
4. (ergens) heengaan, (aan)komen:; τίπτε βέβηκας; waarom bent u gekomen? Il. 15.90; ὡς ἀκμαῖος, εἰ βαίη, ἂν μόλοι hoe geroepen zou hij komen, als hij hier zou komen Soph. Ai. 921; overdr.. εἰ... ἐς τόδ’ ἂν τόλμης ἔβη als hij tot deze mate van durf was gekomen (als hij zo ver had durven gaan) Soph. OT 125; ἐπ’ ἔσχατα βαίνεις u raakt in een extreme situatie Soph. OC 217.
5. perf. stevig staan, (ergens) gevestigd zijn:; χῶρος... ἐν ᾧ βεβήκαμεν het land waar wij terecht zijn gekomen Soph. OC 52; βεβηκὸς σφόδρα met een vaste basis Plat. Tim. 62c; overdr.. τυραννίδα... εὖ βεβηκυῖαν een stevig gevestigde alleenheerschappij Hdt. 7.164.1; τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι πείσομαι ik zal gehoorzamen aan degenen die aan de macht zijn Soph. Ant. 67; βεβὼς... ἐπὶ ξυροῦ τύχης in een hachelijke situatie terecht gekomen Soph. Ant. 996.
6. met acc.
7. bestijgen:; βήσετο δίφρον (Antenor) besteeg de wagenbak Il. 3.262; ellipt., seks..; τετράποδος νόμον βαίνειν (wat mooi is) bespringen op de wijze van viervoeters Plat. Phaedr. 250e; ook pass..; ἵπποι βαινόμεναι fokmerries Hdt. 1.192.3; overdr. bereiken, overkomen:. τί χρέος ἔβα με μετὰ τὸν Πασίαν; welke schuld kwam op mij neer na Pasias? Aristoph. Nub. 30; μ’ ὀδύνα βαίνει pijn overvalt mij Eur. Hipp. 1371.
8. causat. alleen sigm. aor. doen gaan:. ὄφρ’ ἐπὶ Βουπρασίου... βήσαμεν ἵππους tot wij de paarden naar Buprasium hadden gereden Il. 11.756; ἅ νιν ἔβασεν Ἑλλάδ’ ἐς ἀντίπορον die haar naar het aan de overzijde gelegen Hellas heeft doen gaan Eur. Med. 209.

Frisk Etymology German

βαίνω: nur Präsensstamm,
{baínō}
Forms: Neben dem geläufigen βαίνω gibt es mehrere andere, vereinzelt belegte Präsentia: 1. βάσκω, nur in dem hauptsächlich als Interjektion gebrauchten Ipv. βάσκε, -τε ‘auf!’ (vorw. Il.; zur Bildung vgl. unten); ferner die reduplizierten 2. βιβάσκω (seit Il.), gewöhnl. Kausativ (Schwyzer 707 A. 2; weitere Einzelheiten bei Wackernagel Unt. 18 A. 2); 3. βίβημι (βίβαμι), -άω (zu ἔβην, s. unten) in βιβάς, βιβῶν, βιβᾷ schreiten (ep. dor.; vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 300); daraus erweitert 4. βιβάζω (nachhom.) kausativ bringen; 5. βιβάσθων in μακρὰ β. (Il.), metrische Verlängerung von βιβάς am Versende (Pisani Ist. Lomb. 77, 535ff. m. Lit., außerdem Fraenkel IF 60, 144f., Chantraine Gramm. hom. 1, 327, Shipp Studies 37).
Grammar: v.
Meaning: gehen (seit Il.),
Composita: mit zahlreichen Komposita: ἀνα-, ἀπο-, ἐκ-, ἐμβαίνω usw.
Derivative: Nicht hierher βαμβαίνων (Κ 375); s. d. Als Jotpräsens steht βαίνω zunächst für *βάνι̯ω, weiterhin für *βάμι̯ω (vgl. unten) mit antevokalischer Form der Schwundstufe vor dem Halbvokal neben der antekonsonantischen Form in βάσκω ebenso wie in mehreren nominalen Ableitungen: 1. βάσις Schritt, Gang, Grund, Boden (seit Pi. und A., in Komp. seit Il.) = aind. gáti-, s. unten. Davon βάσιμος gangbar, zugänglich (S., Tim. usw.; vgl. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 46ff.). 2. βατήρ, -ῆρος m. "der Treter" = Schwelle, Basis (Amips., Inschr. usw.). 3. -βάτης, -ου m. zu Komposita: ἀνα-, ἀπο-, ἐμ-, κατα(ι)-, παρα(ι)-βάτης usw. (seit Il.) als Ableitungen von ἀναβαίνω usw., außerdem in Zusammenbildungen mit nominalem Vorderglied, z. B. στυλοβάτης; daneben -βατήριος, ebenfalls zu den komponierten ἀνα-, ἀποβαίνω usw.; das Simplex βατήριον (λέχος) nur Ps.-Phok., außerdem das Fem. βατηρίς (κλῖμαξ) AP. 4. -βατος zu Komposita (ἀναβαίνω usw.): ἀνα- (ἀμ-)βατός usw. (seit Il.); βατός als Simplex (sehr selten) gangbar, zugänglich (X., Arr. u. a.); darüber z. B. Chantraine Formation 302ff. Zu -βάτης und -βατος gehören als Nominalabstrakta Bildungen auf -σία, z. B. ὑπερβασία Übertretung, Frevel (ep. lyr.). Ferner sind als Denominativa davon abgeleitet Verba auf -εύω und -έω, z. B. ἐμβατεύω betreten, einen Besitz antreten (trag., D. usw.); selten Simplex βατέω besteigen (Theok., AP), βατεύω zertreten (Pap.); 5. -βάς, -άδος f. in ἐμβάς; s. d. 6. βάθρον ‘Grund(lage), Stufe, Sitz, Fußgestell' (ion. att.), auch βάθρα (Ar. u. a.), mit βαθρικόν, βάθρωσις (Inschr.) und anderen seltenen Ableitungen. 7. βαθμός und βασμός m. Stufe, Ehrenstufe, Schwelle (hell.; βαθμίς f. Stufe, Schwelle, Fußgestell schon Pi.); davon βαθμώδης und βαθμηδόν (spät).
Etymology: Die außerpräsentischen Tempora von βαίνω, βάσκω werden von einer anderen Wz. βη- (βα-) gebildet: ἔβην (das auch als Aorist zu εἶμι und ἔρχομαι dienen kann, Bloch Suppl. Verba 63ff.), βήσομαι (faktitive Neubildungen ἔβησα, βήσω nach ἔστησα, στήσω), βέβηκα (seit Il.). Davon die Ableitungen βῆμα, βα̃μα n. Fußtritt, Stufe, Rednerbühne (h. Merc. usw.; = aw. gāman- n. Schritt) mit βηματίζομαι ausschreiten (hell.) und βηματιστής m. (Olympia IVa, Ath.); ferner βηλός (βαλός) m. Schwelle (Il., A. u. a.), βηλά n. pl. = πέδιλα (Panyas.); zum Suffix Chantraine Formation 240. Außerdem -βήτης, -ου m. in Zusammenbildungen wie ἐμπυριβήτης (τρίπους) über dem Feuer stehend (Ψ 702); auch in διαβήτης m. Zirkel, Bleiwaage (Ar., Pl. u. a.; von διαβῆναι) usw., s. Fraenkel Nom. ag. 1, 33f.; vgl. noch ἀμφισβητέω. Das Jotpräsens βαίνω ist mit lat. venio identisch (zur Bedeutung gehen und kommen vgl. Porzig Satzinhalte 330f.); ebenso entsprechen einander die sḱ-Präsentia βάσκε und aind. gácchati er geht (wozu noch lit. gìmstu geboren werden, falls mit Leumann IF 58, 120 -stu aus idg. -sḱō; zur Bed. unten; unsicher dagegen toch. A kumsam ich komme, 3. pl. kumseñc; wegen 3. sg. kumnäṣ usw. wohl aus -na-sḱ- mit Wegfall des n zwischen m und s; vgl. Pedersen Tocharisch 170). In beiden Fällen liegt Tiefstufe der Wz. gem- vor mit sekundärem Übergang von -m in -n; darüber Schwyzer 309. Die Hochstufe erscheint z. B. in got. qiman kommen, aind. á-gam-am ich ging (Aor.), wahrscheinlich auch in lit. gemù geboren werden, falls eig. ‘(zur Welt) kommen’; zur Bed. außer Leumann a. a. O. noch Porzig Gliederung 209; hierher somit auch ἐβάθη· ἐγεννήθη H.? — Unter den hierhergehörigen Nomina ist alt βάσις = aind. gáti-, beide vorwiegend in Komposita gebraucht wie die entsprechenden Bildungen im Lat. (z. B. con-ventio) und Germ. (z. B. got. ga-qumþs). Alt ebenfalls -βατος = aind. (-)gata-, lat. -ventus. Das reduplizierte βίβημι hat ein genaues Gegenstück in aind. jígāti er geht; ebenso stimmt der Aor. ἔβην völlig zu aind. á--m ich ging; das Nomen βῆμα zu aw. -man- n. Schritt. — Wie sich die idg. Wurzelformen gem- und gā- zueinander verhalten, ist unklar; wahrscheinlich liegen uralte Kreuzungen vor. An gā- erinnert, gewiß nicht zufällig, die bedeutungsverwandten drā- (s. ἀποδιδράσκω) und sthā- (s. ἴστημι); vgl. dazu WP. 1, 678. Näheres über diese sehr weitverzweigte Wortsippe WP. l. c., Pok. 463ff., außerdem Ernout-Meillet und W.-Hofmann s. veniō. Vgl. noch βέβαιος, βέβηλος, βωμός, βαστάζω, βητάρμων.
Page 1,209-210

Mantoulidis Etymological

(=προχωρῶ). Ἡ ἀρχική ρίζα βαμ + προσφ. j → βαμ-j-ω → βαν-j-ω → βαίνω. Θέμα βακαί μέ μετάπτωση βηκαί βω-.
Παράγωγα: βακτηρία (=μπαστούνι), βάκτρον, βάσις, διάβασις, ἀνάβασις, κατάβασις, ἀπόβασις, βάσιμος, βαθμίς, βαθμός, βάθρον, βάδην, βάδος, βαδίζω, βαθμηδόν, ἀποβάθρα, βατός, διαβατός, καταβατός, ἄβατος, πρόβατον, διαβατέος, διαβατήρια (=θυσίες πρίν ἀπό τήν ἀναχώρηση), βατήρ, βάτης, διαβάτης, ἐμβάτης, ὀρειβάτης, ἐπιβάτης, βέβαιος (=στερεός), βεβαιῶ, βηλός (=κατώφλι), βέβηλος (=ὅπου ἐπιτρέπεται νά πατήσει κανείς), βεβηλόω -ῶ, βῆμα, διάβημα, βωμός, βωμολόχος (=αὐτός πού στέκεται γύρω ἀπό τό βωμό γιά ν' ἁρπάξει κανένα κομμάτι κρέας, ἀναίσχυντος), ἐμβάς (=παπούτσι), ἐμβατήριον, κιλλίβας (=ὑπόβαθρο), ναυβάτης, παραβάτης, παράβασις, σχοινοβάτης, ὑπερβασία, ὑπόβαθρον, διαβήτης.

Lexicon Thucydideum

gradi, to walk, step, 5.70.1.