πόλεμος
κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
English (LSJ)
and Ep. πτόλεμος, ὁ, A war, Il.1.61, etc. (the usual meaning in post-Homeric Greek); also, battle, fight, ib.226, etc.; even of single combat, 7.174; πόλεμοί τε μάχαι τε 1.177, 5.891; φυλόπιδος . . καὶ πολέμοιο 18.242; ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε 1.492, cf. 14.37,96; π. καὶ δηϊοτῆτος 5.348, etc.: periphr., νεῖκος, φύλοπις, ἔρις πολέμοιο, 13.271, 635, 17.253; π. ἄγριος, αἱματόεις, ἀργαλέος, ἀλίαστος, δακρυόεις, δήϊος, δυσηλεγής, δυσηχής, κακός, λευγαλέος, ὀϊζυρός, ὀκρυόεις, ὀλοός, ὁμοίιος, πευκεδανός, πολυᾶϊξ, πολύδακρυς, στυγερός, φθισήνωρ, ib.737, 19.313, Od.24.531, Il.2.797, 5.737, 7.119, 20.154, 2.686, 1.284, 13.97, 3.112, 9.64 (leg. κρυόεντος), 3.133, 9.440, 10.8, 1.165, 3.165, 4.240, 9.604; π. Ἀχαιῶν, ἀνδρῶν, i.e. brought by them, 3.165, 24.8 (pl.), etc.; ὁ τῶν βαρβάρων π. Th.1.24; Ἑλλήνων π. X.HG3.2.22; ὁ παρὼν π. Κορινθίων Th.1.32; ὁ μέλλων καὶ ὅσον οὐ παρὼν π. ib.36; ὁ πρὸς Δαρεῖον π. Hdt. 6.2; ἀσχημοσύνῃ καὶ Ἔρωτι πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ π. Pl.Smp.196a; Δωριακὸς π. Orac. ap. Th.2.54; ὁ Ἰωνικὸς π. Id.8.11; ὁ Φωκικὸς π. Aeschin. 3.148; π. Δεκελεικός Isoc.8.37, 14.31; π. ξενικός Arist.Pol.1272b20; δουλικοὶ π. Ath.6.272f; ἱερὸς π. Ar.Av.556, etc.; πόλεμον ἄρασθαι levy war, A.Supp.342, cf. Ar.Ach.913, etc.: c. dat., ἢ τοῖσιν ἢ τοῖς π. αἴρεσθαι μέγαν A.Supp.439; π. ἄρασθαι πρός τινας X.Cyr.1.6.45; π. θέσθαι τινί E.Or.13; π. ἀναιρέεσθαι Hdt.5.36, cf. D.1.7, etc.; π. κινεῖν, ἐγεῖραι, Th.6.34, Hdn.3.5.3; π. τοῖς ἔργοις ἐξενήνοχε D.11.20, cf. Plu. 2.829e; ἐς π. καθίστασθαί τισι E.HF1168; π. ἐπαγαγεῖν Aeschin.3.140; ἀγαγεῖν ἐπί τινας D.5.19; π. ποιεῖν make war, Id.8.7; π. ποιεῖσθαι carry it on, X.An.5.5.24; π. καταλύεσθαι put an end to it, And.3.17, Th.6.36; ὁ π. ἀναπέπαυται X.Cyr.7.5.47: prov., οὐ πόλεμον ἐπαγγέλλεις, i.e. that is good news, Pl.Lg.702d, Phdr.242b: in plural, Democr. 250, etc.; διὰ τὴν τῶν χρημάτων κτῆσιν πάντες οἱ π. ἡμῖν γίγνονται Pl. Phd.66c, cf. R.460a, al. II personified, War, Battle, Ἀλαλὰ Πολέμου θύγατερ Pi.Fr.78, cf. Ar.Pax205; Π. πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς Heraclit.53; ὁ π. τῆς γενέσεως Dam.Pr.423. 2 metaph. of womankind, πολυτελὴς π. Secund.Sent.8.
German (Pape)
[Seite 654] ὁ (πέλομαι, verwandt ist pello, bellum, eigtl. Getümmel), Kriegsgetümmel, Schlacht, übh. Krieg, Kampf; oft bei Hom., der auch die Form πτόλεμος braucht; bei ihm herrscht, wie bei Hes. die Bdtg Schlacht, bei den Spätern, bes. bei den Att., die Bdtg Krieg im vollen Sinne des Wortes vor; Hom. vrbdt αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη, πόλεμοί τε μάχαι τε, Il. 1, 177, wie ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε, 492 u. öfter; auch καὶ φύλοπις, 18, 242; στείχειν εἰς πόλεμον φθισήνορα, 2, 833; οὐ πολέμοιο δυσηχέος ἐμνώοντο, 686, wie ἐξῆγεν πολέμοιο δυσηχέος 13, 535; πολύδακρυς Ἀχαιῶν, 3, 165, Krieg mit den Achäern, wie ἀνδρῶν, mit Männern, 24, 8 Od. 13, 91; εἶκε πολέμου καὶ δηϊοτῆτος, Il. 5, 348, u. öfter; τεύχεσιν ἐς πόλεμον θωρήσσετο δακρυόεντα, 8, 388, u. oft ὁμοίιος; ἐπί τε πτόλεμος τέτατό σφιν ἄγριος, 17, 736; τόσση γὰρ ἔρις πολέμοιο δέδηεν, ib. 253; auch ὁπότε νεῖκος ὀρώρηται πολέμοιο, 13, 271; πολέμοιο γέφυρα, s. dieses; Pind. vrbdt μάχαις πολέμου, Ol. 2, 44; πολέμοιο νέφος, N. 10, 9 (wie Il. 17, 243 u. öfter); auch νιφὰς πολέμοιο, I. 3, 35; χαλκοχάρμας, 5, 26, u. öfter; Tragg.: πόλεμον αἴρεσθαι νέον, Aesch. Suppl. 337. 928; πολέμου στῖφος παρέχοντες, Pers. 20; Soph. Ant. 150; Streit, σᾷ δυσθύμῳ τίκτουσ' αἰεὶ ψυχᾷ πολέμους, El. 212; πόλεμον συγγόνῳ θέσθαι, Eur. Or. 13; συνῆψέ μοι ὅσῳ πολέμου κρεῖσσον εἰρήνη, Suppl. 488, u. öfter; Ar. u. in Prosa: πρός τινα, Her. 6, 2; ἐπί τινος, Xen. Hell. 3, 2, 22; ἀσχημοσύνῃ καὶ Ἔρωτι πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ πόλεμος, Plat. Conv. 196 a; καὶ στάσις, Rep. V, 470 b; πόλεμοι καὶ στάσεις καὶ μάχαι vrbdn, Phaed. 66 c; πόλεμος θεῶν ist das göttliche Strafgericht, Xen. An. 2, 3, 7 u. Folgde; πόλεμον πολεμεῖν, ποιεῖσθαι, ἄρασθαι, ἐκφέρειν, ἐπαγγέλλειν u. ä. S. die Verba.
Greek (Liddell-Scott)
πόλεμος: καὶ Ἐπικ. (χάριν τοῦ μέτρου) πτόλεμος, ὁ, μάχη, καὶ καθόλου, πόλεμος, ὡς καὶ νῦν, Ὅμ.· πολλάκις συνάπτεται μετ’ ἄλλων συνωνύμων, πόλεμοί τε μάχαι τε Ἰλ. Α. 177, κτλ.· φυλόπιδος… καὶ πολέμοιο Σ. 242, κτλ.· ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε Α. 492, κτλ.· π. καὶ δηιοτῆτος Ε. 348, κτλ.· ὡσαύτως ἐν περιφράσ., νεῖκος, φύλοπις, ἔρις πολέμοιο Ἰλ. Ν. 271, 635, Ρ, 253, πρβλ. γέφυρα, νέφος, στόμα· ― τὰ Ὁμηρικὰ ἐπίθετα εἶναι: ἄγριος, αἱματόεις, ἀργαλέος, ἀλίαστος, δακρυόεις, δήιος, δυσηλεγής, δυσηχής, κακός, λευγαλέος, ὀϊζυρός, ὀκριόεις, ὀλοός, ὁμοίιος, πευκεδανός, πολυᾶϊξ, πολύδακρυς, στυγερός, φθισήνωρ, ἴδε τὰς λέξ.· π. Ἀχαιῶν, ἀνδρῶν, δηλ, κινηθεὶς ὑπ’ αὐτῶν, Γ. 165, Ω. 8, κτλ.· οὕτως, ὁ τῶν βαρβάρων π. Θουκ. 1. 24· ὁ παρών, ὁ μέλλων π. αὐτόθι 32, 36· π. πρός τινα Ἡρόδ. 6. 2· ἐπί τινος Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 22· πόλεμός ἐστί τισι πρὸς ἀλλήλους Πλάτ. Συμπ. 196Α· ― ἐπὶ ἀξιομνημονεύτων πολέμων, Δωριακὸς π. Χρησμ. παρὰ Θουκ. 2. 54· ὁ Ἰωνικὸς π. 8. 11· ὁ Φωκικὸς π. Αἰσχίν. 74. 37· π. ξενικὸς Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 10, 16, κτλ.· ― παρ’ Ἀττ. ἔχομεν πολλὰς φράσεις, οἷον, πόλεμον αἴρεσθαί τινι, παρασκευάζειν πόλεμον, στρατολογεῖν, κινεῖν πόλεμον ἐναντίον τινός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 341, Ἀριστοφ. Ἀχ. 913, κτλ.· π. θέσθαι τινὶ Εὐρ. Ὀρ. 13· π. ἀναιρεῖσθαι, κινεῖν, ἐγείρειν, ἐκφέρειν, καθιστάναι, ἐπάγειν, ποιεῖν ἀρχὴν τοῦ πολέμου: πόλεμον ποιῶ, κάμνω πόλεμον, ἀλλὰ πόλεμον ποιοῦμαι, ἐξακολουθῶ τὸν πόλεμον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ π. ἀναπαύειν, καταλύεσθαι, φέρειν εἰς πέρας τὸν πόλεμον, εἰρηνεύειν, ἴδε τὰς λέξ.· ἴδε ὡσαύτως ἀκήρυκτος, ἄσπονδος· ― μεταφορ., οὐ πόλεμον ἐπαγγέλλεις, δηλ. οἱ λόγοι σου εἶναι εἰρηνικοί, Πλάτ. Νόμ. 702D· ― ἐν τῷ πληθ., διὰ τὴν τῶν χρημάτων κτῆσιν πάντες οἱ π. ἡμῖν γίγνονται Πλάτ. Φαίδων 68C, πρβλ. Πολ. 460Α, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς προσωποποίησις, ὁ Πόλεμος, ἡ Μάχη, Πινδ. Ἀποσπ. 225, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 203. (Ἐκ τῆς √ΠΕΛ, πελεμίζω, ἧς πιθανῶς ἕτερος τύπος εἶναι ἡ √ΠΛΑΓ, πλήσσω, σχηματισθεῖσα κατ’ ἐπέκτασιν, ἴδε Κουρτ. ἀριθμ. 367.)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
propr. choc ; tumulte de combat ; d’où
1 en poésie combat, bataille ; même en parl. d’un combat singulier;
2 la guerre ; avec le gén. du peuple auquel on fait la guerre : ὁ τῶν βαρβάρων πόλεμος THC la guerre contre les barbares ; ou le gén. de celui qui fait la guerre : ὁ θεῶν πόλεμος XÉN la guerre des dieux, càd le châtiment divin;
3 ὁ Πόλεμος la Guerre personnifiée.
Étymologie: R. Πελ, agiter, bouleverser ; cf. πελεμίζω et παλαμή, lat. pello ; aucune parenté avec bellum, pour duellum, de duo ; v. πτόλεμος.
English (Autenrieth)
fighting, war, battle.—π(τ)όλεμόνδε, into the fight, to the war.
English (Slater)
πόλεμος (-ου, -οιο, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι.)
1 war Ὀλυμπιάδα ἀκρόθινα πολέμου (O. 2.4) ἐν μάχαις τε πολέμου τιμώμενος (O. 2.44) ὀρνυμένων πολέμων (O. 8.34) ἔα πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν χωρὶς ἀθανάτων (O. 9.40) τὰν πολέμοιο δόσιν ἀκρόθινα διελὼν ἔθυε (O. 10.56) λαιψηροὶ πόλεμοι κἀγοραὶ βουλαφόροι (O. 12.4) οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις (πολέμοιο coni. Bergk, cf. (O. 2.44) ) (P. 1.47) νεότατι μὲν ἀρήγει θράσος δεινῶν πολέμων (P. 2.64) ἐν πολέμῳ (P. 3.101) Ἡσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαϊδας ὑπερτάτας (P. 8.3) ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον (N. 1.16) εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται (N. 5.19) ἐν πολέμῳ (N. 9.36) μάντιν Οἰκλείδαν, πολέμοιο νέφος (N. 10.9) φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ (N. 10.59) τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν (I. 4.17) χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον (I. 6.27) προμάχων ἀν' ὅμιλον ἔνθ ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος (I. 7.36) “υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳ” (I. 8.36) τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμ[ενοι] χθόνα (Pae. 2.59) στ[ρατὸν] πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις (Pae. 2.105) πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός; (Pae. 9.13) πολέμου[ Πα. 13. a. 23. γλυκὺ δὲ πόλεμος ἀπείροσιν fr. 110. ]πολεμοι[ P. Oxy. 2442, fr. 17a. c. gen., “τρέω τοι πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε βαρύκτυπον” i. e. war with Zeus (Pae. 4.41) met., warspirit μῆτίν τε γαρύων παλαιγόνων πόλεμόν τ (O. 13.51) pro pers., κλῦθ' Ἀλαλά, Πολέμου θύγατερ fr. 78. 1.
English (Strong)
from pelomai (to bustle); warfare (literally or figuratively; a single encounter or a series): battle, fight, war.
English (Thayer)
πολέμου, ὁ (from ΠΑΛΩ, πολέω, to turn, to range about, whence Latin pello, bellum; (but cf. Fick 1:671; Vanicek, 513)) (from Homer down), the Sept. for מִלְחָמָה;
1. properly,
a. war: מִלְחָמָה עָשָׂה followed by אֵת or עִם (πόλεμον ποιεῖν μετά τίνος, L omits; WH Tr marginal reading brackets the clause); μετά, I:2d.).
b. a fight, a battle (more precisely μάχη; "in Homer (where Iliad 7,174it is used even of single combat) and Hesiod the sense of battle prevails; in Attic that of tear" (Liddell and Scott, under the word); cf. Trench, § 86:and (in partial modification) Schmidt, chapter 138,5,6): a dispute, strife, quarrel: πόλεμοι καί μάχαι, Sophocles El. 219; Plato, Phaedo, p. 66c.).
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, επικ. τ. πτόλεμος, Α
1. ένοπλη σύγκρουση μεταξύ μεγάλων ανθρώπινων ομάδων, οι οποίες κατά κανόνα αντιπροσωπεύουν κράτη ή έθνη (α. «αμυντικός πόλεμος» — ο πόλεμος που διεξάγεται με σκοπό την περιφρούρηση της εδαφικής και εθνικής ακεραιότητας
β. «επιθετικός πόλεμος» — ο πόλεμος με τον οποίο επιδιώκεται η συντριβή και η καθυπόταξη του αντιπάλου
γ) «κατακτητικός πόλεμος» η ένοπλη σύρραξη κατά την οποία ο επιτιθέμενος δεν περιορίζεται στη συντριβή του αντιπάλου αλλά επιδιώκει τη μόνιμη κατοχή και απόσπαση εδαφών του
δ. «νέοις ἀέθλοις ἐν μάχαις τε πολέμου τιμώμενος», Πίνδ.)
2. ένοπλη συμπλοκή, μάχη
3. αγώνας για επικράτηση, ανταγωνισμός («ἀσχημοσύνῃ γὰρ καὶ Ἔρωτι πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ πόλεμος», Πλάτ.)
4. έντονη προσπάθεια για την καταπολέμηση ενός κακού ή για την εξουδετέρωση κάποιου («πόλεμος κατά της τρομοκρατίας»)
5. φρ. α) «Τρωικός Πόλεμος» — η εκστρατεία τών ενωμένων Αχαιών και Αιολέων κατά της Τροίας, η πολιορκία και η άλωση της Τροίας, η οποία κατά την επικρατέστερη άποψη άρχισε το 1.100 π.Χ. και διήρκεσε δέκα έτη
β) «Μεσσηνιακοί Πόλεμοι» — τρεις συγκρούσεις μεταξύ Μεσσηνίων και Λακεδαιμονίων, η πρώτη κατά τα μέσα του 8ου π.Χ. αιώνα, η δεύτερη κατά τα τέλη του 7ου με αρχές του βου π.Χ. αιώνα και η τρίτη κατά τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, οι οποίες έληξαν με την επικράτηση της Σπάρτης και την υποδούλωση ή τον εκπατρισμό τών Μεσσηνίων
γ) «Περσικοί Πόλεμοι» ή «Μηδικοί Πόλεμοι» — οι πόλεμοι που διεξήχθησαν κατά το διάστημα 492 έως 466 π.Χ. ανάμεσα στους Έλληνες και τους Πέρσες
δ) «Πελοποννησιακός Πόλεμος» — η μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών σύρραξη, η οποία άρχισε το 431 π.Χ. και τελείωσε το 404 π.Χ.
ε) «ιεροί πόλεμοι» — οι πόλεμοι που ξέσπασαν ανάμεσα στις Αμφικτιονίες, τις συμμαχίες πόλεων-κρατών και φυλών, οι οποίοι είχαν σκοπό την επέκταση της ηγεμονίας μιας πόλης ή φυλής σε όλο τον αρχαίο κόσμο
νεοελλ.-μσν.
φρ. α) «ιδιωτικοί πόλεμοι» — πόλεμοι που έγιναν μεταξύ τών αρχόντων τών μεγάλων φέουδων για ικανοποίηση τών συμφερόντων, της φιλαυτίας και τών βίαιων ενστίκτων τους κατά τον 10ο, 11ο, 12ο και 13ο αιώνα
β) «Εκατονταετής Πόλεμος» — οι συγκρούσεις μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας κατά τον 14ο και 15ο αιώνα
νεοελλ.
1. η χρονική διάρκεια της εμπόλεμης κατάστασης
2. φρ. α) «εμφύλιος πόλεμος» — ένοπλος αγώνας στο εσωτερικό μιας χώρας ανάμεσα σε δύο οργανωμένες δυνάμεις, ειδικότερα ανάμεσα σε δύο κόμματα ή δύο ευρύτερες πολιτικές παρατάξεις
β) «απελευθερωτικός πόλεμος» — ο πόλεμος με τον οποίο ο επιτιθέμενος επιδιώκει την ανάκτηση εδαφών του και την επανενσωμάτωση ομοεθνών του στην επικράτειά του ή στον εθνικό κορμό
γ) «θρησκευτικός πόλεμος» — ο πόλεμος με τον οποίο επιδιώκεται η βίαιη επιβολή ενός θρησκευτικού δόγματος σε αλλόπιστους ή αιρετικούς
δ) «επαναστατικός πόλεμος» — ο πόλεμος που αποσκοπεί στην πρόκληση, υπόθαλψη, έλεγχο και εκμετάλλευση μαζικών κινημάτων, κοινωνικού ή εθνικού χαρακτήρα, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της εξουσίας και προοδευτικά τον φυσικό και ψυχολογικό έλεγχο τών πληθυσμών
ε) «αποικιακός πόλεμος» — ο πόλεμος με τον οποίο επιδιώκεται προσάρτηση εδαφών για στρατιωτικούς ή οικονομικούς λόγους
στ) «τοπικός πόλεμος» — ο πόλεμος που διεξάγεται σε περιορισμένη έκταση χώρου από δύο ή ελάχιστα περισσότερους αντιπάλους
ζ) «παγκόσμιος πόλεμος» ο πόλεμος που διεξάγεται σε μεγάλη εδαφική έκταση ή και σε όλη σχεδόν την υδρόγειο από συνασπισμούς κρατών και συμπαρασύρει στη δίνη του, με τον ένα ή άλλο τρόπο, ολόκληρη την ανθρωπότητα
η) «περιφερειακός πόλεμος» — ο πόλεμος που δεν διεξάγεται στα κλασικά πεδία μάχης τών μεγάλων δυνάμεων ή στο έδαφός τους αλλά έξω από αυτά και στον οποίο εμπλέκονται συνήθως μικρές στρατιωτικές δυνάμεις
θ) «ψυχρός πόλεμος» — η κατάσταση διεθνών σχέσεων που χαρακτηρίζεται από συστηματικές εχθρικές πράξεις, χωρίς όμως να παίρνει μορφή ένοπλης ρήξης
ι) «αστραπιαίος πόλεμος» — ονομασία που δόθηκε από τους ηγέτες της χιτλερικής Γερμανίας στη στρατηγική την οποία εφάρμοσαν κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και που βασιζόταν στην ταχύτατη δράση ισχυρών δυνάμεων με σκοπό την άμεση σχεδόν κάμψη του αντιπάλου, αλλ. μπλιτς κρηγκ
ια) «πόλεμος νεύρων»
i) περίοδος ισχυρής πολιτικής έντασης μεταξύ αντίπαλων εθνών ή συνασπισμών
ii) η προσπάθεια καταπτόησης του αντιπάλου με ενέργειες που αποσκοπούν στην ψυχολογική εξουδετέρωσή του
ιβ) «ατομικός πόλεμος» — μορφή πολέμου κατά την οποία χρησιμοποιούνται και πυρηνικά όπλα
ιγ) «βιολογικός πόλεμος» ή «χημικός πόλεμος» — μορφή πολέμου κατά την οποία γίνεται χρήση βιολογικών ή χημικών όπλων
ιδ) «ηλεκτρονικός πόλεμος» χαρακτηρισμός του συνόλου τών μεθόδων που εφαρμόζουν οι ένοπλες δυνάμεις για εξουδετέρωση ή περιορισμό της αποτελεσματικότητας του ραδιοηλεκτρικού εξοπλισμού του αντιπάλου
ιε) «πόλεμος τών κυμάτων» — η υπό κλίμα ψυχρού πολέμου, ανταγωνισμών ή διεθνούς έντασης, συστηματική χρήση από τα αντίπαλα μέρη τών ραδιοφωνικών εκπομπών και της τηλεόρασης ως μέσων προπαγάνδας για κάμψη του ηθικού ενός λαού
ιστ) «οικονομικός πόλεμος» — η χρησιμοποίηση από μία κυβέρνηση οικονομικών μέτρων σε διεθνή διαμάχη
ιζ) «ψυχολογικός πόλεμος» — συστηματική χρήση διαφόρων μέτρων και μέσων που αποσκοπούν στον επηρεασμό της γνώμης ή συμπεριφοράς του πληθυσμού ή στρατού της αντίπαλης χώρας με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασθενίσει ή να παραλύσει ή να συντριβεί το μαχητικό του φρόνημα
ιη) «ιερός πόλεμος» — πόλεμος που διεξάγεται για θρησκευτικούς λόγους
ιθ) «υπονομευτικός πόλεμος» ή «ανατρεπτικός πόλεμος» — προμελετημένη ενέργεια που κατευθύνεται εναντίον τών αρχών μιας χώρας από μυστικές οργανώσεις με σκοπό την εξάρθρωση και ανατροπή τους
κ) «ολοκληρωτικός πόλεμος» — μορφή πολέμου που επινοήθηκε από τους Γερμανούς, έχει τις ρίζες της στις αντιλήψεις του στρατηγού Κλάουζεβιτς και αποσκοπεί στην ολοκληρωτική εξόντωση του αντιπάλου
κα) «υλικό πολέμου» — ο εξοπλισμός και τα κάθε είδους εφόδια που χρησιμοποιεί ο στρατός καθώς και τα υλικά και τα εργαλεία που απαιτούνται για τη συντήρηση και επισκευή τους
κβ) «Ανώτερη Σχολή Πολέμου» (ΑΣΠ)
ανώτερη στρατιωτική σχολή στην οποία μετεκπαιδεύονται αξιωματικοί του στρατού ξηράς
κγ) «Θρησκευτικοί Πόλεμοι» — πολυαίμακτες συγκρούσεις ανάμεσα στους Καθολικούς και στους Καλβινιστές στη Γαλλία από το 1562 ώς το 1598, που τερματίστηκαν με το διάταγμα της Νάντης, 13 Απριλίου 1598, και τη συνθήκη ειρήνης της Βερβέν, 2 Μαΐου 1598
κδ) «Επταετής Πόλεμος» — ευρωπαϊκή σύγκρουση η οποία από το 1756 ώς το 1763 έφερε σε αντιπαράθεση την Αγγλία και την Πρωσία από τη μια πλευρά και τη Γαλλία, την Αυστρία, τη Ρωσία, τη Σουηδία, την Ισπανία και τους Γερμανούς πρίγκιπες από την άλλη
κε) «Βαλκανικοί Πόλεμοι» — δύο πόλεμοι που διεξήχθησαν στα Βαλκάνια κατά την περίοδο 1912-1913, ο πρώτος μεταξύ της Ελλάδας και τών συμμάχων της Σερβίας, Βουλγαρίας και Μαυροβουνίου, αφ’ ενός, και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφ' ετέρου, από τις 30 Σεπτεμβρίου 1912 ώς τις 17 Μαΐου 1913, και ο δεύτερος μεταξύ Ελλάδας και τών συμμάχων της Σερβίας, Μαυροβουνίου και, αργότερα, Ρουμανίας, αφ' ενός, και της Βουλγαρίας, αφ’ ετέρου, από τις 16 Ιουνίου 1913 ώς τις 10 Αυγούστου 1913, πόλεμοι μετά τους οποίους το μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής Τουρκίας περιήλθε στα βαλκανικά κράτη και τα σύνορα της Ελλάδας επεκτάθηκαν ώς τον ποταμό Νέστο, ενώ ο πληθυσμός της υπερδιπλασιάστηκε και έφτασε τα 5,5 εκατομμύρια
κστ) «Α' Παγκόσμιος Πόλεμος» — η πρώτη από τις δύο μεγάλες παγκόσμιες συρράξεις, που έγινε στο διάστημα 1914-1918 και κατά την οποία αντιπαρατάχθηκαν η Γερμανία, η Αυστρο-Ουγγαρία και η Τουρκία, αφ' ενός, προς τη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Ρωσία, τις ΗΠΑ την Κίνα και πλήθος άλλα μικρότερα κράτη, μεταξύ τών οποίων και την Ελλάδα, αφ' ετέρου, και η οποία έληξε με τη συντριβή της Γερμανίας και τών συμμάχων της, με την πτώση τών τεσσάρων μεγάλων αυτοκρατορικών δυναστειών, δηλαδή της Γερμανίας, της Αυστρο-Ουγγαρίας, της Ρωσίας και της Τουρκίας, καθώς και με την κήρυξη της Οκτωβριανής Επανάστασης τών Μπολσεβίκων στη Ρωσία
κζ) «Β' Παγκόσμιος Πόλεμος» — η μεγαλύτερη ώς τα σήμερα και στην κυριολεξία παγκόσμια σύρραξη στον πλανήτη μας, που άρχισε το 1939, έληξε το 1945 και αντιπαρέταξε τις δυνάμεις του «Άξονα», δηλαδή τη χιτλερική Γερμανία, τη φασιστική Ιταλία, τη στρατοκρατούμενη Ιαπωνία και τους μικρότερους δορυφόρους του, αφ' ενός, και τις δυνάμεις τών Συμμάχων, δηλαδή της Γαλλίας, της Μεγάλης, Βρετανίας, τών ΗΠΑ, της Σοβιετικής Ένωσης, και πολλών άλλων κρατών, μεταξύ τών οποίων και της Ελλάδας, σύρραξη που έληξε με τη συντριβή του Άξονα και την άνευ όρων παράδοση τών δυνάμεών του και οδήγησε στη διαμόρφωση τών πραγμάτων στον σημερινό κόσμο
κη) «Ελληνοϊταλικός Πόλεμος» — ο πόλεμος που κήρυξε στις 28 Οκτωβρίου 1940 η μουσολινική Ιταλία εναντίον της Ελλάδας από την Αλβανία και που εντάσσεται ως ένα από τα σημαντικά επεισόδια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, γιατί η ελληνική αντίσταση, που εξελίχθηκε σε αντεπίθεση η οποία έφθασε ώς την απελευθέρωση της Βόρειας Ηπείρου, απασχόλησε σοβαρές δυνάμεις του Άξονα και κάμφθηκε μόνον ύστερα και από την επίθεση της χιτλερικής Γερμανίας στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας τον Απρίλιο του 1941 και την κατάληψη της χώρας από τις γερμανικές, ιταλικές και βουλγαρικές δυνάμεις
κθ) «Πόλεμος και Ειρήνη» — τίτλος περίφημου και πασίγνωστου μυθιστορήματος του Λέοντος Τολστόι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πόλεμος, κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας του πελεμίζω με αρχική σημ. «κραδαίνω το δόρυ» υπό την έννοια της διέγερσης, της κίνησης, της ταραχής, της ετοιμασίας για επίθεση, απ' όπου και η σημ. της λ. πόλεμος «ένοπλη σύγκρουση, συμπλοκή». Προβλήματα ωστόσο γεννά η παρουσία αρκτικού συμφωνικού συμπλέγματος πτ- (πρβλ. πόλις / πτόλις) στον επικ. τ. πτόλεμος, στα παράγωγα πτολεμίζω, πτολεμιστής και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. potoremata = Πτολεμᾱτᾱς). Η Μυκηναϊκή πρέπει να διέθετε συλλαβόγραμμα pte, το οποίο αναγόταν πιθ. σε φώνημα του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Παρ' όλα αυτά, ούτε η λ. πόλεμος / πτόλεμος ούτε, πολύ περισσότερο, η λ. πόλις / πτόλις (βλ. λ. πόλη) πρέπει να θεωρηθούν δάνεια του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος και μάλλον οι τ. με αρκτικό πτ- οφείλονται σε διαφορετική προφορά του π- υπό την επίδραση φωνήματος του γλωσσικού υποστρώματος.
ΠΑΡ. πολεμικός, πολέμιος, πολεμώ
αρχ.
πολεμήιος, πολεμόνδε, πολεμώ (-όω), πολεμώδης
αρχ.-μσν.
πολεμίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πολεμάρχης, πολέμαρχος
αρχ.
πολέμαιγις, πολεμαίνετος, πολεμηδόκος, πολεμητόκος, πολεμογράφος, πολεμο-κέλαδος, πολεμόκλονος, πολεμόκραντος, πολεμοποιός, πολεμοτρόφος, πολεμοφθόρος, πολεμοφόνευτος, πολεμόφρων
μσν.
πολεμοστόλιστος
μσν.- νεοελλ.
πολεμοχαρής
νεοελλ.
πολεμοκάπηλος, πολεμολογία, πολεμοπαθής, πολεμότρυπα, πολεμεφόδια και πολεμοφόδια, πολεμόχαρος. (Β' συνθετικό) απειροπόλεμος, απ(τ)όλεμος, εμπειροπόλεμος, εμπόλεμος, φιλοπ(τ)όλεμος
αρχ.
αρτιπόλεμος, βαθυπόλεμος, δυσπόλεμος, ευπ(τ)όλεμος, θρασυπτόλεμος, λιποπτόλεμος, λυσιπόλεμος, μακροπτόλεμος, μεγαλοπόλεμος, μενεπτόλεμος, μισοπόλεμος, φερεπτόλεμος, φυγοπτόλεμος
νεοελλ.
ανεμοπόλεμος, ανθοπόλεμος, ανταρτοπόλεμος, γραφιδοπόλεμος, ετοιμοπόλεμος, κλεφτοπόλεμος, μαξιλαροπόλεμος, μεσοπόλεμος, ναρκοπόλεμος, πετροπόλεμος, σοκολατοπόλεμος, συμμοριτοπόλεμος, χαρτοπόλεμος, χιονοπόλεμος, ψευτοπόλεμος].
Greek Monotonic
πόλεμος: Επικ. πτόλεμος, ὁ, μάχη, αγώνας, πόλεμος, σε Όμηρ. κ.λπ.· πόλεμον αἴρεσθαί τινι, επιβάλλω πόλεμο ενάντια σε άλλον, σε Αισχύλ.· πόλεμον θέσθαι τινί, σε Ευρ.· πόλεμον ἀναιρεῖσθαι, κινεῖν, ἐγείρειν, καθιστάναι, ἐπάγειν, ξεκινώ πόλεμο· πόλεμον ποιεῖσθαι, κάνω πόλεμο· αντίθ. προς τα πόλεμον ἀναπαύειν, καταλύεσθαι, βάζω τέλος σ' αυτόν, κάνω ειρήνη, τον τερματίζω, όλα σε Αττ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόλεμος -ου, ὁ, ep. en poët. πτόλεμος [~ πελεμίζω] oorlog:; π. Κορινθίων oorlog tegen de Korinthiërs Thuc. 1.32.4; πόλεμον ἄρασθαι een oorlog ontketenen Aeschl. Suppl. 342 = πόλεμον ἀναιρέεσθαι Hdt. 5.36.2 = πόλεμον θέσθαι Eur. Or. 13; πόλεμον καταλύεσθαι de oorlog beëindigen And. 3.17; spreekw..; οὐ πόλεμον ἐπαγγέλλεις jij kondigt (bepaald) geen oorlog aan (d.w.z. dat is goed nieuws) Plat. Phaedr. 242b; Hom. meestal strijd, gevecht:; πῶς μέμονας πόλεμον καταπαυσέμεν ἀνδρῶν; hoe ben je van plan de strijd der mannen te stoppen? Il. 7.36; personif. Πόλεμος Oorlog:; Πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι Oorlog is de vader van alles Heraclit. B 53; voor god van de oorlog. Aristoph. Pax 223.
Russian (Dvoretsky)
πόλεμος: эп. тж. πτόλεμος ὁ
1) сражение, битва (πόλεμοί τε μάχαι τε Hom.);
2) война: πόλεμον πολεμεῖν Xen. вести войну; ὁ τῶν βαρβάρων π. Thuc. война против варваров;
3) спор, вражда (πρὸς ἀλλήλους π. Plat.);
4) кара, возмездие (ὁ π. θεῶν Xen.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: battle, war (Il.).
Other forms: ep. also πτόλεμος.
Dialectal forms: Myc. euru-potoremojo \/Ευρυ-πτολεμοιο\/.
Compounds: Some compp., e.g. πολέμ-αρχος m. "warlord", name of an official (IA., Dor.), φιλο-π(τ)όλεμος friend of battles, warlike (Il.).
Derivatives: A. Several adj.: 1. πολέμ-ιος militant, hostile, also subst. enemy (Pi., IA.); 2. -ήϊος belonging to battle, war (ep. Il.); metr. condit., prob. after Ἀρήϊος (Trümpy Fachausdrücke 134 w. lit.); 3. -ικός belonging to war, militant, hostile (Hdt. 3, 4 as v. l., Att.; Chantraine Études 123 etc.); 4. -ώδης id. (Olymp. in Grg.). B. Verbs: 1. πολεμ-έω, often w. prefix, e.g. δια-, κατα-, ἐκ-, to battle, to fight a war (IA.) with -ήτωρ (Antioch. Astr.), -ητής (Gytheion IIIp) m. fighter, warrior, -ητήριον n. military base, operation base, headquarters (Plb.); διαπολέμ-ησις f. ending of the war (Th.). 2. πολεμ-ίζω (πτολ-) to fight (ep. Il.; metr. for -έω, Chantraine Gramm. hom. 1, 95) with -ιστής m. fighter, warrior (ep. Il.), f. -ίστρια (Heraclit. Ep.), -ιστρίς (Tz.), -ιστήριος belonging to warriors (IA.). 3. πολεμ-όομαι, -όω, also w. ἐκ- a.o., to become enemies (Hdt., Th., X.) with ἐκπολέμ-ωσις f. the becoming enemies (Plu.). 4. Desid. πολεμ-ησείω to wish for war (Th., D. C.). -- PN, e.g. Πολέμων, from where the plantname πολεμώνιον (Dsc.), s. Strömberg Pfl. 135; Πτολεμαῖος.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Orig. meaning battle (beside μάχομαι fight), from which (already in Homer) continuing conflict, war (beside μάχη fight); on this and on other synonyms Trümpy Fachausdr. 122 ff., Porzig Satzinhalte 78 f. On the variation of initial πτ- : π- s. Schwyzer 325 w. lit., also Trümpy 131 ff., Ruijgh L'élém. ach. 75f., Merlingen Μνήμης χάριν 2, 55 f. (cf. also on πόλις); it certainly goes back on a Pre-Greek phenomenon. -- Formally connection is recommended with πελεμίζω shake, tremble (Curtius 268 w. older lit.); attempt for a factual argumentation in Kretschmer Glotta 12, 54 ff. (πόλεμος prop. exertion, labour from πελεμίζω to exert oneself, take trouble[ ?]; serious objections by Trümpy l.c.); πόλεμος orig. from throwing the lance? Both the noun to be assumed for πελεμίζω and πόλεμος contain a primary μ-suffix and go back on a verbal form cognate with πάλλω. [An idea for which I see no arguments.] -- More on the notion πόλεμος in D. Loenen Polemos. Een studie over oorlog in de griekse oudheid (MAc.Wet.Neth. N. R. 16:3; Amsterdam 1953). -- Pre-Greek origin, then, is obvious (Furnée 317).
Middle Liddell
πόλεμος, επιξ πτόλεμος, ὁ,
battle, fight, war, Hom., etc.; πόλεμον αἴρεσθαί τινι to levy war against another, Aesch.; π. θέσθαι τινί Eur.; π. ἀναιρεῖσθαι, κινεῖν, ἐγείρειν, καθιστάναι, ἐπάγειν to begin a war; π. ποιεῖσθαι to make war, — opp. to π. ἀναπαύειν, καταλύεσθαι to put an end to it, make peace, all in attic
Frisk Etymology German
πόλεμος: {pólemos}
Forms: ep. auch πτόλεμος
Grammar: m.
Meaning: Kampf, Krieg (seit Il.).
Composita : Einige Kompp., z.B. πολέμαρχος m. "Kriegsoberster", Ben. eines Beamten (ion. att., dor. usw.), φιλοπ(τ)όλεμος Freund des Kampfes, kriegslustig (Il. usw.); myk. -po-to-re-mo-jo?
Derivative: Davon A. mehrere Adj.: 1. πολέμιος kriegerisch, feindlich, auch Subst. Feind (Pi., ion. att.); 2. -ήϊος zum Kampf, zum Krieg gehörig (ep. lyr. seit Il.); metr. bedingt, wohl nach Ἀρήϊος (Trümpy Fachausdrücke 134 m. Lit.); 3. -ικός zum Krieg gehörig, kriegerisch, feindlich (Hdt. 3, 4 als v. l., att.; Chantraine Études 123 usw.); 4. -ώδης ib. (Olymp. in Grg.). B. Verba: 1. πολεμέω, oft m. Präfix, z.B. δια-, κατα-, ἐκ-, kämpfen, Krieg führen (ion. att.) mit -ήτωρ (Antioch. Astr.), -ητής (Gytheion IIIp) m. Kämpfer, Krieger, -ητήριον n. kriegerischer Stützpunkt, Operationsbasis, Hauptquartier (Plb.); διαπολέμησις f. das Beendigen des Krieges (Th.). 2. πολεμίζω (πτολ-) kämpfen (ep. poet. seit Il.; metr. für -έω, Chantraine Gramm. hom. 1, 95) mit -ιστής m. Kämpfer, Krieger (ep. poet. seit Il., sp. Prosa), f. -ίστρια (Heraklit. Ep.), -ιστρίς (Tz.), -ιστήριος zum Krieger gehörig (ion. att.). 3. πολεμόομαι, -όω, auch m. ἐκ- u.a., verfeindet werden, verfeinden (Hdt., Th., X. u. a.) mit ἐκπολέμωσις f. Verfeindung (Plu.). 4. Desid. πολεμησείω den Krieg wünschen (Th., D. C.). — PN, z.B. Πολέμων, wovon der Pfl.name πολεμώνιον (Dsk.), s. Strömberg Pfl. 135; Πτολεμαῖος.
Etymology : Urspr. Bed. Kampf (neben μάχομαι kämpfen), daraus (schon Hom.) andauernder Kampf, Krieg (neben μάχη Kampf); darüber und über andere Synonyme Trümpy Fachausdr. 122 ff., Porzig Satzinhalte 78 f. Zum ungelösten Problem des Anlauts πτ- : π- s. außer Schwyzer 325 m. Lit. noch Trümpy 131 ff., Ruijgh L’éIém. ach. 75f., Merlingen Μνήμης χάριν 2, 55 f. (vgl. noch zu πόλις). — Formal empfiehlt sich Anschluß an πελεμίζω schwingen, erschüttern (Curtius 268 m. älterer Lit.); Versuch einer sachlichen Begründung bei Kretschmer Glotta 12, 54 ff. (πόλεμος eig. Anstrengung, Mühe von πελεμίζω ‘sich heftig anstrengen, bemühen[ ?]’; ernste Bedenken bei Trümpy a. O.); πόλεμος urspr. vom Schwingen der Lanze? Sowohl das für πελεμίζω vorauszusetzende Nomen wie πόλεμος enthalten ein primäres μ-Suffix und gehen auf eine mit πάλλω verwandte Verbalform zurück. — Näheres über den Begriff πόλεμος bei D. Loenen Polemos. Een studie over oorlog in de griekse oudheid (VAWNied. N. R. 16:3; Amsterdam 1953).
Page 2,574-575
Chinese
原文音譯:pÒlemoj 坡累摩士
詞類次數:名詞(18)
原文字根:爭戰 相當於: (מִלְחָמָה)
字義溯源:爭戰,交戰,攻擊,打仗,仗,戰,戰爭;源自(πελεκίζω)X*=匆忙)。參讀 (ἀντιλογία)同義字
出現次數:總共(18);太(2);可(2);路(2);林前(1);來(1);雅(1);啓(9)
譯字彙編:
1) 爭戰(5) 雅4:1; 啓12:7; 啓16:14; 啓19:19; 啓20:8;
2) 戰(3) 啓11:7; 啓12:17; 啓13:7;
3) 打仗(3) 太24:6; 可13:7; 路21:9;
4) 戰的(2) 啓9:7; 啓9:9;
5) 仗(2) 路14:31; 林前14:8;
6) 打仗的(2) 太24:6; 可13:7;
7) 戰爭(1) 來11:34