φῶς
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
contr. for φάος, light (q.v.). φῴς, ἡ, pl. φῷδες, contr. from φωΐς (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1323] τό, gen. φωτός, zsgz. aus φάος, τὰ φῶτα hat Strab., u. E. M. auch dat. sing. φῷ für φωτί, – das Licht; das Tageslicht, das Lebenslicht, εἰς φῶς ἔρχεσθαι, an's Licht, an's Licht der Welt kommen, εἰς φῶς ἄγειν, an's Licht bringen; πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς Aesch. Pers. 622; vgl. Soph. πεισθήσομαι γὰρ κἀξ Ἅιδου θανὼν πρὸς φῶς ἀνελθεῖν, Phil. 621; u. in anderer Übertragung, δεῖ δ' αὐτὸν λέγειν εἰς φῶς ὃ λέξει 577 (s. φάος); φῶς γίγνεται, es wird Tag, Plat. Prot. 311 a; Aesch. Ag. 270; Soph. O. R. 1183; ἕως ἔτι φῶς ἐστιν Plat. Phaed. 89 c; ἐκ φωτὸς εἰς σκότος μεθισταμένων Rep. VIII 518 a; ὡς φῶς οὐ δέον ὁρᾶν αὐτά Phil. 66 a; φῶς ποιεῖν Xen. Hell. 6, 2,17; κατὰ φῶς, bei Tage, Cyr. 3, 3,25.
French (Bailly abrégé)
φωτός (τό) :
gén. pl. φώτων;
lumière :
I. au propre ; particul.
1 lumière du soleil;
2 lumière du jour : ἔτι φωτὸς ὄντος PLAT comme il faisait encore jour ; κατὰ φῶς XÉN dans le jour ; εἰς φῶς παριέναι PLUT, φαίνεσθαι SOPH paraître à la lumière du jour ; εἰς φῶς λέγειν SOPH dire ouvertement ; τὸ φῶς ὁρᾶν SOPH, βλέπειν EUR voir la lumière du jour, càd vivre;
3 lumière des étoiles et de la lune;
4 lumière du feu ; feu;
5 lumière des flambeaux, des torches ; lumière, torches;
II. au pl. τὰ φῶτα jours d'une maison, fenêtres;
III. fig.
1 publicité, vie publique;
2 lumière (de la vérité, etc.);
3 bonheur, joie, salut;
4 gloire, parure.
Étymologie: contr. de φάος.
English (Autenrieth)
see φάος.
Spanish
English (Strong)
from an obsolete phao (to shine or make manifest, especially by rays; compare φαίνω, φημί); luminousness (in the widest application, natural or artificial, abstract or concrete, literal or figurative): fire, light.
English (Thayer)
φωτός, τό (contracted from φάος, from φάω to shine), from Homer (who (as well as Pindar) uses the form φάος) down, Hebrew אור, light (opposed to τό σκότος, ἡ σκοτία);
1. properly,
a. universally: ὁ Θεός ὁ εἰπών ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, λευκά ὡς τό φῶς, νεφέλη φωτός (Griesbach text) i. e. consisting of light, equivalent to φωτεινεη in R L T Tr WH, τό φῶς τοῦ κόσμου, of the sun, τό φῶς οὐκ ἐστιν ἐν αὐτῷ, the light (i. e. illumining power) is not in him, consequently he does not see or distinguish the filings about him, L Tr text WH). a heavenly light, such as surrounds angels when they appear on earth: hence, ἄγγελος φωτός, Winer's Grammar, 371 (348)); with the addition of οὐρανόθεν, ἀπό (or ἐκ) τοῦ οὐρανοῦ, anything emitting light: a heavenly luminary (or star), plural πατήρ, 3a.); fire, because it is light and gives light: θερμαίνεσθαι πρός τό φῶς, Xenophon, Hell. 6,2, 29; Cyril 7,5, 27); a lamp or torch: plural φῶτα, φῶς ἔχειν, Xenophon, Hell. 5,1, 8; in plural often in Plutarch).
c. light i. e. brightness (Latin splendor) (see a. above), ἡλίου, λύχνου, δόξα, III:1), φῶς is often used in poetic discourse, in metaphor, and in parable;
a. The extremely delicate, subtile, pure, brilliant quality of light has led to the use of φῶς as an appellation of God, i. e. as by nature incorporeal, spotless, holy (cf. Westcott, Epistles of St. John, p. 15ff): εἶναι ἐν τῷ φωτί, in a state of supreme sanctity, φῶς οἴκων ἀπρόσιτον, a figure describing his nature as alike of consummate majesty and inaccessible to human comprehension, the kingdom of light, τῆς ἀληθείας τό φῶς, Euripides, L T. 1046 etc.; see Liddell and Scott, under the word, II:2), φῶς is used to denote truth and its knowledge, together with the spiritual purity congruous with it (opposed to τό σκότος b., ἡ σκοτία, which see): ἡ ζωή ἦν τό φῶς τῶν ἀνθρώπων, had the nature of light in men, i. e. became the source of human Wisdom of Solomon, the saving truth embodied in Christ and by his love and effort imparted to mankind, τό φῶς τό ἀληθινόν, τό θαυμαστόν τοῦ Θεοῦ φῶς, Clement of Rome, 1 Corinthians 36,2 [ET] cf. 59,2 [ET]); τό φῶς ὑμῶν, the divine truth with which ye are imbued, ἔχειν τό φῶς τῆς ζωῆς, the light by which the true life is gained, τά ὅπλα (Lachmann marginal reading ἔργα) τοῦ φωτός, καρπός τοῦ φωτός, G L T Tr WH; ἐν τῷ φωτί περιπατεῖν, to live agreeably to saving Wisdom of Solomon, ἐν τῷ φωτί εἶναι, to be imbued with saving Wisdom of Solomon, μένειν, to continue devoted to it, to persevere in keeping it, οἱ υἱοί τοῦ φωτός (see υἱός, 2, p. 635{a}), τέκνα φωτός (see τέκνον, c. β., p. 618^a), φῶς; is used of one in whom wisdom and spiritual purity shine forth, and who imparts the same to others: φῶς τῶν ἐν σκότει, φῶς ἐθνῶν, φῶς and τό φῶς: τό φῶς τοῦ κόσμου, τό φῶς τοῦ κόσμου τό δοθέν ἐν ὑμῖν εἰς φωτισμόν παντός ἀνθρώπου, Test xii. Patr. test. Levi § 14); τό φῶς τό ἀληθινόν, φῶς ἐν κυρίῳ, having obtained saving wisdom in communion with Christ, πᾶν τό φανερούμενον φῶς ἐστιν, everything made manifest by the aid of Christian truth has taken on the nature of light, so that its true character and quality are no longer hidden, φῶς here in an outward or physical sense, and regard the statement as a general truth confirmatory of the assertion made respecting spiritual 'φωτός just before (cf. above)).
c. By a figure borrowed from daylight φῶς is used of that which is exposed to the view of all: ἐν τῷ φωτί (opposed to ἐν τῇ σκοτία), openly, publicly (ἐν φαει, Pindar Nem. 4,63), reason, mind; the power of understanding especially moral and spiritual truth: τό φῶς τό ἐν σοι, φέγγος, at the end.)
Greek Monotonic
φῶς: τό, συνηρ. από φάος, φως, βλ. ίδ.
Russian (Dvoretsky)
φῶς: φωτός τό [стяж. к φάος тж. pl.
1 свет, сияние, блеск (τοῦ ἡλίου, τῶν ἄστρων τε καὶ σελήνης Plat.; πυρός Eur.; τοῦ λύχνου Plut.): τὸ ἡμερινὸν φ. Plat. дневной свет; τὸ φ. παρέχειν τινί Xen. придать блеск чему-л.;
2 дневной свет, день: ἔτι φωτὸς ὄντος Plat. пока еще день, т. е. засветло; ἕως ἂν φ. γένηται Plat. прежде чем рассветет; κατὰ φ. Xen. в течение дня, днем; ἅμα τῷ φωτί Polyb. с рассветом; εἰς φ. φαίνεσθαι (ἔρχεσθαι) Soph. или παριέναι Plut. появляться на свет или обнаруживаться; φ. ὁρᾶν Soph. или βλέπειν Eur. видеть дневной свет, т. е. быть в живых; ἐς φ. λέγειν Soph. говорить ясно, напрямик;
3 солнце: αἱ τοῦ φωτὸς δύσεις Plut. закат солнца или запад;
4 огонь (τοῦ στρατεύματος Xen.);
5 глаз (τὸ φ. Κύκλωπος Eur.);
6 окно (φῶτα καὶ θύραι Plut.).
Greek Monolingual
-ωτός, το / φῶς, ΝΜΑ, και ασυναίρ. αιολ. τ. φάος, φάεος και επικ. τ. φόως και παμφυλιακός τ. φάFος Α
1. το αίτιο που διεγείρει το αισθητήριο της όρασης, η φωτεινή ακτινοβολία που καθιστά ορατά τα αντικείμενα (α. «στο φως της ημέρας φαίνεται καλύτερα το χρώμα των μαλλιών της» β. «Μυρμιδόνων τὸν ἄριστον ἄτι ζώοντος ἐμεῖο χερσὶν ὑπὸ Τρῴων λείψειν φάος ἠελίοιο», Ομ. Ιλ.)
2. το σύνολο των φωτεινών ακτινών που εκπέμπονται από μια φωτεινή πηγή (α. «διάβαζε τη νύχτα στο φως του λυχναριού» β. «λύχνον ἔχουσα φάος περικαλλὲς ἐποίει», Ομ. Οδ.)
3. προσφώνηση αγαπημένου προσώπου (α. «παιδί μου, φως μου!» β. «ἦλθες Τηλέμαχε, γλυκερὸν φάος», Ομ. Οδ.)
4. εκκλ. α) ο Θεός ως η κατ' εξοχήν πηγή φωτεινής ακτινοβολίας («φῶς ἐκ φωτός, θεὸν ἀληθινόν, ἐκ θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα», Σύμβολο της Πίστεως)
β) ο Ιησούς Χριστός
γ) η Αγία Τριάδα
δ) οι άγγελοι, οι απόστολοι και, τέλος, οι εκκλησιαστικοί ηγέτες
5. μτφ. λάμψη (α. «τα μάτια της ήταν γεμάτα φως» β. «λέγεται φῶς τῷ Κύρῳ και τῷ στρατεύματι ἐκ τοῦ ουρανοῦ προφανὲς γενέσθαι», Ξεν.)
6. ως κύριο όν. Φως
μυθ. τέκνο του Γένους, αδελφός του Πυρός και της Φλογός
7. φρ. «φως ιλαρόν»
εκκλ. αρχαιότατος ύμνος που ψάλλεται από τους ιερείς τη στιγμή που εισοδεύουν στο Ιερό Βήμα κατά την Ακολουθία του Εσπερινού
νεοελλ.
1. φυσ. περιληπτική ονομασία των ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών που εκπέμπονται από σώματα τα οποία φέρονται σε υψηλές θερμοκρασίες ερυθροπύρωσης και λευκοπύρωσης ή διεγείρονται ως αποτέλεσμα της απορρόφησης διαφόρων μορφών ενέργειας, όπως συμβαίνει στη φωταύγεια, ακτινοβολιών που αποτελούνται από ηλεκτρομαγνητικά κύματα με μήκος από 400 έως 780 περίπου νανόμετρα, διαδίδονται στο κενό με ταχύτητα 300.000 περίπου χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο και αποτελούν πηγή ενέργειας απαραίτητη για τη ζωή τόσο των ζώων όσο και των φυτών στον πλανήτη μας
2. συνεκδ. ο φωτισμός («χαμήλωσε το φως σέ παρακαλώ»)
3. ζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων
4. μτφ. α) η όραση («μετά από το ατύχημα έχασε το φως της»)
β) χρήμα («από τη δουλειά αυτή δεν πρόκειται να δούμε φως»)
5. στον πληθ. τα φώτα
μτφ. γνώσεις, σοφία (α. «η Αθήνα, η πόλη των φώτων» β. «εδώ χρειάζονται οπωσδήποτε τα φώτα σου»)
6. (στον πληθ. ως κύριο όν.) τα Φώτα
εκκλ. η εορτή των Θεοφανίων
7. φρ. α) «άγιο φως»
εκκλ. το αναστάσιμο φως που λαμβάνεται από τον Πανάγιο Τάφο του Χριστού το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου και διανέμεται στους πιστούς από τον Ορθόδοξο Έλληνα Πατριάρχη Ιεροσολύμων
β) «άκτιστο φως»
εκκλ. ονομασία της φωτοειδούς ενέργειας της θείας δόξας, η οποία πηγάζει από τη θεία ουσία και βιώνεται ως πνευματική εμπειρία με την νοερή αίσθηση των αφιερωμένων στην αδιάλειπτη προσευχή ασκητών
γ) «αόρατο φως»
φυσ. η υπέρυθρη και η υπεριώδης ακτινοβολία, οι οποίες δεν είναι ορατές από το αισθητήριο της όρασης
δ) «έγχρωμο φως»
φυσ. φως το οποίο λαμβάνεται με τον διαχωρισμό των επιμέρους ακτινοβολιών με τη βοήθεια ειδικών οπτικών διατάξεων, που επιτρέπουν τη διέλευση, μέσω αυτών, μόνον των έγχρωμων ακτινοβολιών
ε) «έτος φωτός»
(αστρον.-μετρολ.) μονάδα μήκους, που χρησιμοποιείται κυρίως στην αστρονομία για τη μέτρηση πολύ μεγάλων αποστάσεων, η οποία ορίζεται ως η απόσταση την οποία διανύει το φως στο κενό, σε χρονικό διάστημα ενός έτους
στ) «καμπύλη φωτός»
αστρον. διάγραμμα το οποίο εμφανίζει τις μεταβολές της λαμπρότητας ενός μεταβλητού, κυρίως, αστέρα με την πάροδο του χρόνου
ζ) «λευκό φως»
φυσ. το φως που προέρχεται από τον Ήλιο ή εκπέμπεται από ένα σώμα το οποίο έχει θερμανθεί σε θερμοκρασία 6.500 κέλβιν
η) «ψυχρό φως»
(βιολ.-βιοχ.) ο βιοφωσφορισμός, η εκπομπή φωτός που παρατηρείται σε μια σειρά ζώντες οργανισμούς, κυρίως βακτήρια, μύκητες, έντομα, θαλάσσια ασπόνδυλα και ψάρια και που οφείλεται σε χημικές αντιδράσεις κατά τις οποίες η χημική ενέργεια μετατρέπεται άμεσα σε ακτινοβολία σχεδόν 100%, δηλαδή με την παραγωγή ελάχιστης θερμότητας
θ) «τελετή αγίου φωτός»
εκκλ. τελετή που γίνεται στον Πανάγιο Τάφο από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου και η οποία συνίσταται στη μετάδοση του αναστάσιμου φωτός στους πιστούς με λαμπάδες
ι) «είδε το φως» — έλαβε ύπαρξη, γεννήθηκε
ια) «είδε το φως της δημοσιότητας» — δημοσιεύθηκε
ιβ) «ήλθε στο [ή σε] φως»
i) ανακαλύφθηκε
ii) αποκαλύφθηκε
ιγ) «(είναι) φως φανάρι»
(είναι) προφανές, ολοφάνερο
ιδ) «είδα φως και ημέρα» — απαλλάχθηκα από τις δυσχέρειες που είχα
ιε) «μάς άλλαξε τα φώτα» — μάς ταλαιπώρησε πολύ, μάς βασάνισε
αρχ.
1. η ανατολή
2. το χρονικό διάστημα της ημέρας («κατὰ φάος καὶ νύκτας», Ευρ.)
3. η ημέρα («ἀέλπτως νόστιμον βλέπω φάος», Αισχύλ.)
4. φωτιά («φῶς ὁ Θεὸς ἀνῆψεν», Πλάτ.)
5. (ιδίως στον πληθ.) τὰ φάεα
τα μάτια
6. οπή μέσω της οποίας φωτίζεται ένας χώρος, παράθυρο
7. η περιοχή γύρω από τη θηλή του μαστού η οποία έχει σκούρο χρώμα
8. (στους Πυθαγορείους) μία από τις κοσμογονικές αρχές
9. αρχέγονη θεότητα
10. μτφ. α) i) χαρά, ευτυχία
ii) σωτηρία
iii) νίκη, δόξα
β) έκλαμψη νου, πνευματική διαύγεια
γ) βίος, ζωή
11. στον πληθ. φωταψία, φωταγωγία
12. φρ. α) «φάος [ή φῶς] βλέπω [ή ὁρῶ ή εἰσορῶ ή προσβλέπω ή λεύσσω]»
i) βλέπω το φως της ημέρας
ii) μτφ. ζω
β) «εἰς φῶς ἰέναι» — γίνομαι γνωστός (Σοφ.)
γ) «πέμπω τινὰ εἰς φῶς» και «ἀνάγω εἰς φῶς» — φέρνω κάποιον στη ζωή, τόν γεννώ (Αισχύλ.-Αριστοφ.)
δ) «εἰμὶ ἐν φάει» — ζω
ε) «λείπω [ή ἐκλείπω] φάος» — πεθαίνω
στ) «εἰς φάος [ή πρὸς τὸ φῶς] ἀνέρχομαι [ή ἔρχομαι ή ἥκω]» — γεννιέμαι (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φῶς / φάος (< φάFος) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας bhā- / bh(e)ә2-, η οποία έχει διπλή σημ. «λάμπω, φωτίζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. bha-ti «λάμπει, φωτίζει», bhā-ti «φως», bhas-a- «φως», bhas-ati «λάμπει», βλ. και φαίνω) και «μιλώ, εξηγώ» (βλ. λ. φημί). Ο τ. φῶς, όπως και όλη αυτή η οικογένεια, έχουν σχηματιστεί από ρίζα bhә2-w- με επίθημα w / F (πρβλ. πιθ. αρχ. ινδ. vi-bhava- «φωτεινός»), η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται από τον παμφυλιακό τ. φάβος, το ρ. πι-φαύ-σκω και το ανθρωπωνύμιο Φάβεννος. Ο αττ. τ. φῶς, που είναι και ο πιο συνηθισμένος, έχει προέλθει, με συναίρεση, από τον τ. φάος (< θ. φαF-, κατά τα σιγμόληκτα σε -εσ-), εμφανίζει, όμως, στην κλίση του το υστερογενές θ. φωτ-, πιθ. κατ' αναλογία προς τα χρώς, -ωτός, ἔρως, -ωτος κ.ά. Εκτός από τους τ. αυτούς, απαντά και επικ. τ. φόως, ο οποίος οφείλεται σε διέκταση, δηλ. στην παρεμβολή πριν από το φωνήεν -ω- (το προϊόν της συναίρεσης) του ταυτόφωνου, αλλά διαφορετικού χρόνου, φωνήεντος -ο- (πρβλ. ὁρόω: ὁρῶ). Αρχικός τ. όλης αυτής της οικογένειας είναι πιθανότατα ένας ρηματικός τ., ο οποίος απαντά στον τ. φάε του γ' εν. προσώπου ενός θεματικού αορ. όπως και σε τ. μτχ. σε -φάων / -φῶν (πρβλ. ἀμφι-φάων / ἀμφι-φῶν, καθώς και κύρια όν., λ.χ. Ξενοφῶν, Τηλε-φῶν) και σε -φάεσσα / -φᾶσσα / -φῶσσα / -φάασσα (πρβλ. Εὐρυ-φάεσσα, Τηλε-φᾶσσα, Ἰο-φῶσσα, Τηλε-φάασσα) και στους απλούς τ. φάουσαι και στον τ. του Ησύχ. φῶντα- λάμποντα, ο οποίος πιθ. πρέπει να γραφεί φάντα, οπότε θα πρέπει να αναχθεί στην απαθή βαθμίδα -φᾱ- της ρίζας (πρβλ. πε-φή-σεταί, βλ. λ. φαίνω) μέσω ενός αμάρτυρου ενεστ. φᾱ-μι. Η λ. φάος / φῶς απαντά ως α' συνθετικό λ. με τις μορφές φαεσ- / φωσ- (πρβλ. φαεσφόρος / φωσφόρος) και, κυρίως, φωτ(ο)σε μεγάλο αριθμό λ. όλων των περιόδων της Ελληνικής (βλ. λ. φωτο-) και ως β' συνθετικό με τις μορφές -φαής, -φως και -φωτος.
ΠΑΡ. φωτεινός, φωτίζω
αρχ.
φωτικόν, φωτώδης
νεοελλ.
φωτάκι, φωτερός, φωτιά, φωτίκια, φωτόνιο.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) φωσφόρος
νεοελλ.
φωσγένιο, φωσφαίνιο (για σύνθ. με Α' συνθετικό φωτο-, βλ. λ. φωτο-)
(Β' συνθετικό) α) σε -φαής. αρχ. ακροφαής, αμφαής, αμφιφαής, αρτιφαής, αστροφαής, αυξιφαής, αυτοφαής, δυσφαής, εγερσιφαής, επταφαής, ετεροφαής, ευφαής, ηδυφαής, ηλεκτροφαής, ημεροφαής, ημιφαής, κελαινοφαής, κεραυνοφαής, λαμπροφαής, λειψιφαής, λεπτοφαής, λευκοφαής, μελαμφαής, μισοφαής, νυκτι(νυκτο-)φαής, ξανθοφαής, ολιγοφαής, οξυφαής, παμφαής, πασιφαής, περιφαής, πλησιφαής, πρωτοφαής, τηλεφαής, τρισσοφαής, τριφαής, υπερφαής, υψιφαής, φοινικοφαής, χρυσοφαής, ψευδοφαής
β) σε -φως: λυκόφως, σεληνόφως, σκιόφως
αρχ.
αυξησίφως, αυτόφως, άφως, δαμασίφως, εκδικόφως, καλλίφως, λειψίφως, πλησίφως, πνευματόφως, πυρισχησίφως
νεοελλ.
αεριόφως, ηλιόφως, ημίφως
γ) σε -φωτος: αρχ. αυξίφωτος, λειψίφωτος, ληξίφωτος, πλησίφωτος, τρισσόφωτος
νεοελλ.
αλλόφωτος, αμυδρόφωτος, αστερόφωτος, αυτόφωτος, άφωτος, αχνόφωτος, διάφωτος, εξάφωτος, επτάφωτος, ετερόφωτος, ηλιόφωτος, κατάφωτος, ξέφωτος, ολόφωτος, πάμφωτος, πεντάφωτος, πολύφωτος, σεληνόφωτος, σταθερόφωτος, τετράφωτος, τρεμόφωτος, τρίφωτος, φεγγαρόφωτος].
Frisk Etymology German
φῶς: {phō̃s}
Meaning: Licht
Derivative: mit φωτεινός, φωτίζω usw.
See also: s. φάος.
Page 2,1060
Chinese
原文音譯:fîj 賀士
詞類次數:名詞(70)
原文字根:光 相當於: (אֹור)
字義溯源:光,光源,一道光,火光,亮光,燈,明,光明;源自(φαῦλος)X*=照耀,顯示)。比較: (φαίνω)=發光, (φημί)=說明
出現次數:總共(73);太(7);可(1);路(7);約(23);徒(10);羅(2);林後(3);弗(5);西(1);帖前(1);提前(1);雅(1);彼前(1);約壹(6);啓(4)
譯字彙編:
1) 光(57) 太4:16; 太4:16; 太5:14; 太5:16; 太6:23; 太10:27; 太17:2; 路2:32; 路11:33; 路11:35; 路22:56; 約1:4; 約1:5; 約1:7; 約1:8; 約1:8; 約1:9; 約3:19; 約3:19; 約3:20; 約3:20; 約3:21; 約5:35; 約8:12; 約8:12; 約9:5; 約11:9; 約11:10; 約12:35; 約12:35; 約12:36; 約12:36; 約12:46; 徒9:3; 徒12:7; 徒13:47; 徒22:6; 徒22:9; 徒22:11; 徒26:23; 羅2:19; 林後4:6; 弗5:13; 弗5:13; 西1:12; 提前6:16; 雅1:17; 約壹1:5; 約壹1:7; 約壹1:7; 約壹2:8; 約壹2:9; 約壹2:10; 啓18:23; 啓21:24; 啓22:5; 啓22:5;
2) 光明(6) 路16:8; 徒26:18; 羅13:12; 林後6:14; 弗5:9; 彼前2:9;
3) 光明的(3) 林後11:14; 弗5:8; 弗5:8;
4) 光明之(2) 約12:36; 帖前5:5;
5) 明(1) 路12:3;
6) 一道光(1) 徒26:13;
7) 燈(1) 徒16:29;
8) 亮光(1) 路8:16;
9) 火光(1) 可14:54
English (Woodhouse)
beam, darling, light, boast of, pride of, the glory of
Léxico de magia
τό 1 luz con sentido genérico, en condiciones rituales εἰς φῶς ἐπιλέγων τὸ ὄνομα τῆς Ἑκάτης pronunciando hacia la luz el nombre de Hécate P LXX 23 ἐν οἴκῳ ἐπιπέδῳ χωρὶς φωτὸς ... δίωκε τὸν λόγον τοῦτον en una habitación de planta baja, sin luz, recita esta fórmula P VII 727 2 luz asociada a la divinidad en general ἔμβηθι αὐτοῦ εἰς τὴν ψυχήν, ἵνα τυπώσηται τὴν ἀθάνατον μορφὴν ἐν φωτὶ κραταιῷ καὶ ἀφθάρτῳ entra en su alma, para que reciba la impronta de la forma inmortal en una luz poderosa e incorruptible P VII 563 ὅτι σὲ ἐπικαλοῦμαι ... τὸν τὸ φῶς κατασπῶντα porque te invoco a ti, el que atrae la luz SM 57 37 asociada a Helios σὺ γὰρ εἶ ὁ ἐπὶ τοῦ ἁγίου στηρίγματος σεαυτὸν ἱδρύσας ἀοράτῳ φάει pues tú eres el que te has sentado sobre el sagrado firmamento con una luz invisible P VII 509 δέομαι ὑμῶν ... φανῆναι τῷ παιδὶ τούτῳ τὸ φῶς καὶ τὸν ἥλιον os pido que se manifiesten a este muchacho la luz y el sol P VII 547 asociada a Afrodita-Selene χαῖρε, ἱερὸν φῶς, ταρταροῦχε, φωτοπλήξ te saludo, sagrada luz, tú que gobiernas el Tártaro, tú que golpeas con tu luz P IV 2242 P IV 3221 καλῶ σε, τριπρόσωπον θεάν, Μήνην, ἐράσμιον φῶς a ti te invoco, diosa de tres caras, Mene, luz deseada P IV 2609 ἐνεύχομαί σοι τήνδε νύκτα κυρίαν, ἐν ᾗ τὸ σὸν φῶς ὕστατον χωρίζεται te invoco en esta poderosa noche, en la que tu luz se aleja la última P IV 2259 ἄξον μοι φῶς καὶ τὸ καλόν σου πρόσωπον καὶ ἀληθῆ τὴν φι<α>λομαντείαν, ... ἑκηστασίχθων tráeme luz, tu hermoso rostro y una verdadera fialomancia, tú que conmueves la tierra desde lejos P IV 3242 asociada a Dios, en pap. crist. ὦ φῶς ἐκ φωτός, θεὸς ἀληθινός oh Luz de Luz, Dios verdadero C 9 28 3 Luz personif. en una licnomancia ὁρκίζω σέ, ἱερὸν φῶς, ἱερὰ αὐγή te conjuro a ti, sagrada luz, sagrado brillo P IV 978 P IV 1068 P III 394 P LXII 30 con sentido cosmogónico κακχάζοντος πρῶτον αὐτοῦ ἐφάνη Φῶς-Αὐγή cuando se rió por primera vez apareció Luz-Brillo P XIII 165 P XIII 476
Lexicon Thucydideum
Translations
light
Abkhaz: алашара; Adyghe: нэфын, нэфы, нэфнэ; Afar: ifu; Afrikaans: lig; Akkadian: 𒂟; Albanian: dritë; Amharic: ብርሃን; Arabic: نُور, ضَوْء; Egyptian Arabic: نور; Gulf Arabic: ليت; Hijazi Arabic: نور; Moroccan Arabic: ضو; South Levantine Arabic: ضوّ; Aragonese: luz; Archi: аккон; Argobba: ብርሃን; Armenian: լույս; Aromanian: lunjinã, fanã, fexi; Assamese: পোহৰ; Asturian: lluz; Atikamekw: waskorenitamakan; Avar: нур; Aymara: qhana; Azerbaijani: işıq; Bambara: kɛnɛ, yeelen; Bashkir: яҡты, яҡтылыҡ; Basque: argi; Belarusian: святло; Bengali: আলো, রৌশনী, নূর; Breton: gouloù, luc'h, sklêrijenn; Brunei Malay: cahaya; Bulgarian: светлина; Burmese: မီး, အလင်း; Buryat: гэрэл; Catalan: llum; Chechen: серло, дуьне; Cherokee: ᎠᏨᏍᏙᏗ; Chickasaw: shoppala'; Chinese Cantonese: 光; Dungan: гуонлён; Hakka: 光; Mandarin: 光, 光亮; Min Dong: 光; Min Nan: 光; Wu: 光; Chuukese: saram; Chuvash: ҫутӑ; Classical Syriac: ܢܘܗܪܐ; Coptic: ⲟⲩⲱⲓⲛⲓ; Cornish: golow; Corsican: lumu, lume; Crimean Tatar: yarıq; Czech: světlo; Dalmatian: loic; Danish: lys; Dongxiang: gieren; Dutch: licht; Eastern Mari: волгыдо; Elfdalian: liuos; Erzya: валдо; Esperanto: lumo; Estonian: valgus; Even: ҥэрин; Evenki: ңэри; Ewe: kekeli; Extremaduran: lus; Farefare: peelem 14; Faroese: ljós; Finnish: valo; French: lumière, clarté; Friulian: lûs; Galician: luz; Ge'ez: ብርሃን; Georgian: შუქი, სინათლე, ნათება; German: Licht; Alemannic German: Liecht; Pennsylvania German: Licht; Gothic: 𐌻𐌹𐌿𐌷𐌰𐌸; Greek: φως; Ancient Greek: φῶς, φέγγος, φάος; Greenlandic: qaammaqqut, qaamaneq; Guaraní: tesape; Gujarati: પ્રકાશ; Haitian Creole: limyè; Hawaiian: lama, ao; Hebrew: אוֹרָה, אוֹר; Hindi: प्रकाश, रौशनी; Hungarian: fény, világosság; Hunsrik: licht; Icelandic: ljós; Ido: foto, lumo; Igbo: ihe, ife; Ilocano: silaw; Indonesian: cahaya; Ingush: сердал; Interlingua: lumine; Irish: solas; Istriot: loûme; Italian: luce; Japanese: 光, 明かり; Javanese: sunar; Kabardian: нэху; Kaingang: jẽngrẽ; Kannada: ಬೆಳಕು; Kapampangan: sulu; Karachay-Balkar: жарыкъ, джарыкъ; Karakalpak: jarıq; Kazakh: жарық, нұр, сәуле; Khakas: чарых; Khmer: ពន្លឺ; Korean: 빛, 광; Koyraboro Senni: gaay; Kumyk: ярыкъ; Kurdish Northern Kurdish: ronî, ronahî; Kyrgyz: жарык; Ladin: lum; Lak: ишигь, экв; Lao: ແສງ; Latgalian: gaisma, gaišums; Latin: lux, lumen; Latvian: gaisma, guns; Lezgi: экв; Ligurian: lüxe; Limburgish: leech; Lingala: mwinda; Lithuanian: šviesa; Lombard: lus, lüs; Low German: Licht; Luhya: obulafu; Luxembourgish: Liicht; Macedonian: светлина; Malagasy: zava; Malay: cahaya, nur; Malayalam: വെളിച്ചം, പ്രകാശം; Maltese: dawl; Manchu: ᡝᠯᡩᡝᠨ; Manx: sollys; Maori: rama; Mapudungun: anci; Maranao: siga, solo'; Marathi: प्रकाश; Mirandese: luç; Mizo: êng; Moksha: валда; Mongolian: гэрэл; Mymensinghiya: পসৰ/পসর; Nanai: нгэгден, пудэн; Navajo: adinídíín; Nepali: प्रकाश; Newar: जः; Ngazidja Comorian: nuru, mwendje; Nogai: ярык; Norman: leunmiéthe, lumyire, lümyir; Northern Sami: čuovga; Norwegian: lys; Nyunga: ben; Occitan: lutz, lum; Okinawan: ふぃかり, ふぃちゃい; Old Church Slavonic Cyrillic: свѣтъ; Glagolitic: ⱄⰲⱑⱅⱏ; Old English: lēoht; Old Irish: solus; Old Prussian: swāikstan; Old Saxon: lioht; Omaha-Ponca: ugóⁿba; Oriya: ଆଲୋକ; Oromo: ifaa; Ossetian: рухс; Ottoman Turkish: ایشق; Pali: obhāsa; Papiamentu: lus; Parthian: rwšn; Pashto: ضيا, روښنايي, روڼايي; Persian: نور, فروغ, شید, رخش, روشنایی; Polish: światło; Portuguese: luz; Pumpokol: hixem; Punjabi: ਪਰਕਾਸ਼; Quechua: k'ancha, acki, azki, k'anchay; Romagnol: luš, luș; Romani: dud; Romanian: lumină; Romansch: glisch, gleisch, glüsch, glüm; Russian: свет; Rusyn: світло; S'gaw Karen: ကပီၤ; Saho: ifo; Samogitian: švėisa; Sango: zigä; Sanskrit: प्रकाश, भाम; Santali: ᱢᱟᱨᱥᱟᱞ; Sardinian: lughe; Scots: licht; Scottish Gaelic: solas, soillse; Serbo-Croatian Cyrillic: светло, свјетло, свјетлост; Roman: svetlo, svjetlo, svjetlost; Shona: chiedza Shor: чарық; Sicilian: luci; Sinhalese: ආලෝකය; Slovak: svetlo; Slovene: svetlôba; Sorbian Lower Sorbian: swětło; Sotho: lesedi; Southern Altai: јарык; Spanish: luz; Sumerian: nuru, immaru; Sundanese: ᮎᮠᮚ; Swahili: mwanga, nuru; Swedish: ljus; Sylheti: ꠙꠅꠞ; Tabasaran: акв, нур; Tagalog: ilaw; Tajik: нӯр, фуруғ; Tamil: ஒளி; Tatar: якты, яктылык; Telugu: కాంతి, వెలుతురు, విద్యుత్ అయస్కాంత క్షేత్రము; Tetum: naroman; Thai: แสง; Tibetan: འོད; Tocharian B: lyūke, lalaukar; Tok Pisin: lait; Tourangeau: luminouére; Tsonga: lesedi; Turkish: ışık; Turkmen: yşyk, ýagtylyk; Tuvan: чырык; Tuyuca: bóere; Ukrainian: світло; Urdu: روشنی, پرکاش, نور; Uyghur: يورۇقلۇق, نۇر; Uzbek: yorugʻlik, nur, yogʻdu; Venetian: łuxe; Vietnamese: ánh sáng, ánh; Vilamovian: łicht; Volapük: lit; Walloon: loumire; Waray-Waray: lamrag, suga; Welsh: golau, goleuni; West Frisian: ljocht; Xhosa: isibane; Yiddish: ליכט, אור; Yine: katalu; Yoruba: ìmọ́lẹ̀; Yucatec Maya: sáasil; Yámana: šola; Zazaki: zerq; Zulu: ukukhanya, isibane; ǃXóõ: ǁga̰e