ποικίλος

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐ́λος Medium diacritics: ποικίλος Low diacritics: ποικίλος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΣ
Transliteration A: poikílos Transliteration B: poikilos Transliteration C: poikilos Beta Code: poiki/los

English (LSJ)

[ῐ], η, ον,
A many-coloured, spotted, pied, dappled, παρδαλέη Il.10.30; ὄφις Hes.Th.300 codd. (αἰόλον Sch.); δράκων Pi.P.8.46; ἴυγξ ib.4.214; νεβρίδες E.Ba.249; ὄρνιθες Plot.4.4.29; also of cattle, PCair.Preis.37.9 (iii B.C.), etc.; ποικιλώτερον ταὧ Alex.110.14, cf. Ath.9.397c; opp. ὁμόχρους, Arist.HA543a25; κιθῶνες Hdt.7.61; λίθος Αἰθιοπικὸς ποικίλος, of the red granite of Syene, Id.2.127, cf. IG42(1).106i96, 113(Epid., iv B.C.); σφαῖρα Pl.Phd.110b; in X.An.5.4.32, tattooed.
II wrought in various colours, of woven or embroidered stuffs, in Hom. as epithet of πέπλος, Il.5.735, al.; ἱμάς 14.215; φᾶρος S.Fr.586; ἐν ποικίλοις… κάλλεσιν βαίνειν, of a rich carpet, A.Ag.923; ποικίλα, τά, ib.926, 936, Theoc.15.78; ποικίλον, τό, a broidered robe, Cratin. 38; ἐπίβλημα ποικίλον IG12.387.28; of Cyprian, Carthaginian, and Sicilian stuffs, Ar.Fr.611, Hermipp.63.23, Philem.76.4. Adv. ποικίλως, ὑφασμένον Antiph.99(dub.); στρωμναὶ π. διηνθισμέναι LXX Es.1.6.
2 of metal work, τεύχεα ποικίλα χαλκῷ cunningly wrought in bronze, Hes.Sc.[423]; θώρηξ Il.16.134; τεύχεα, ἔντεα, σάκος, δίφρος, κλισμός, etc., 4.432, 10.75, 149,501, Od.1.132, etc.; but δεσμὸς ποικίλος = intricate, 8.448.
3 ἡ στοὰ ἡ ποικίλη = Poecile, the Painted Hall at Athens, Aeschin.3.186; ἡ ποικίλη στοά D.45.17, 59.94, cf. Paus.1.15.1; also Ποικίλη alone, Id.5.11.6, Luc.DMeretr.10.2; or ἡ Ποικίλη, Id.Pisc.13, 16, etc.; also ποικίλη στοά, at Olympia, Paus.5.21.17; λέσχη ποικίλη, at Sparta, Id.3.15.8; θρᾶνος ποικίλος PCair.Zen.445.5 (iii B.C.).
4 of drugs, complicated, Aret.CD1.4.
III metaph., changeful, diversified, manifold, εὐμορφία A.Pr.495; π. κακῶν ταμιεῖον Democr.149; ποικιλώτερος αὐτοῦ Πρωτέως Luc.Sacr.5; ποικίλα ἀντὶ ἁπλοῦ Pl.Tht.146d; ποικιλώτερα ποιεῖν τὰ νοσήματα Id.R.426a; παντοδαπὰς ἡδονὰς καὶ ποικίλας καὶ παντοίως ἐχούσας ib.559d; οὕτω δὲ π. τί ἐστι τὸ ἀγαθὸν καὶ παντοδαπόν Id.Prt.334b; πηδήσεις ὡς ἔνι ποικιλωτάτας ποιεῖσθαι Arr. Tact.43.3; ποικίλοι μῆνες the changing months, Pi.I.4(3).18 (nisi leg. ποικίλα [χθών]); ποικίλη εὐεργεσία IG5(2).268.22 (Mantinea, i B.C.). Adv. ποικίλως = in various ways, Hp.Art.33, Gal.13.91: Comp. ποικιλωτέρως, θρεπτέον Herod.Med.in Rh.Mus.58.85; but ποικιλώτερον Sor.Vit.Hp.4.
2 of Art, ποικίλος ὕμνος a song of changeful strain or full of diverse art, Pi.O.6.87; ποικίλον κιθαρίζων Id.N.4.14; δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις μῦθοι Id.O.1.29; of style, λέξις ποιητικωτέρα καὶ π. Isoc.15.47 (Comp.); σχηματισμοί D.H.Is.3.
3 intricate, complex, εἱλιγμοὶ ποικιλώτατοι, of a labyrinth, Hdt.2.148; of an oracle, Id.7.111 (Comp.); ὁ θεὸς ἔφυ τι π. E.Hel.711; ποικίλος νόμος, opp. νοῆσαι ῥᾴδιος, Pl.Smp.182b; ποικίλον μηχάνημα, ποικίλοι λόγοι, S.OC762, Ar.Th.438; opp. ἁπλούστερος, Arist. Rh.1416b25; οὐδὲν π. οὐδὲ σοφόν D.9.37. Adv. ποικίλως, αὐδώμενος speaking in double sense, S.Ph.130; π. ᾐνιγμένος Ar.Eq.196.
b of abstruse knowledge, intricate, subtle, εἰδέναι τι ποικίλον E.Med.300; οὐδὲν ποικίλον = nothing abstruse or difficult, Pl.Men.75e, Grg.491d, etc.
c of persons and things, subtle, artful, wily, of Prometheus, Hes.Th. 511, A.Pr.310; of Odysseus, E.IA526; ποικίλος γὰρ ἁνήρ Ar.Eq.758; φύσει π. Plb.8.18.4; ἀλώπηξ κερδαλέα καὶ ποικίλα Pl.R.365c; ποικίλα λαλήματα, of the Sirens, E.Andr.937; ποικίλον τόξον B.9.43; βουλεύματα Pi. N.5.28. Adv. ποικίλως = subtly, artfully, E.Ba.888(lyr.); σοφῶς… καὶ ποικίλως Alex. 110.20; ποικίλως χρώμενοι τοῖς πράγμασιν Plb.4.30.7.
4 changeable, unstable, ὁ εὐδαίμων οὐ ποικίλος καὶ εὐμετάβολος Arist.EN1101a8; ποικίλαι ἐλπίδες doubtful hopes, Plb.14.1.5; ποικίλαι περιστάσεις OGI194.5 (Egypt, i B.C.). Adv. ποικίλως ἔχειν = to be different, X.Mem.2.6.21; δέος ποικίλον περιαμύττον τὸν νοῦν Pl.Ax.365c: Comp. ποικιλωτέρως dub. in Epicur.Nat.5G. (Cf. Skt. pimśáti 'dress (meat)', 'adorn', péśas 'shape', 'colour', 'embroidery', Lith. piẽšti 'draw', 'write', Slav. pǐsati 'write'.)

German (Pape)

[Seite 650] bunt, buntfarbig, gesprenkelt; παρδαλέη, Il. 10, 30; κιθῶνες, Her. 7, 61; λίθος, 2, 127; ἐν ποικίλαισι νεβρίσι, Eur. Bacch. 249; bei Xen. An. 5, 4, 32, dem ἀνθέμιον ἐστιγμένος entsprechend, tätowiert; bes. bunt, mannichfach verziert, mit kunstreicher Arbeit, sowohl von Erzarbeit als von Stickerei, πέπλος, Il. 5, 735. 8, 386; θώρηξ, 16, 134, τεύχεα, 3, 327 u. öfter, σάκος 10, 149, κλισμός, Od. 1, 132, θρόνοι, Il. 22, 441; Pind. auch von kunstvollem Gesange, ὕμνοι, Ol. 6, 87 N. 5, 42; so ποικίλον κιθαρίζων, N. 4, 14; ποικίλα ὲσθήματα, Aesch. Pers. 836; τὰ ποικίλα, bunte Teppiche, Ag. 900. 910; vgl. ποικίλα ἐνδύς, bunte Kleider, Luc. Tim. 27; ζυγά, ἁρμόσματα, Eur. Bacch. 1054 Hel. 418; auch λαλήματα, Andr. 938; ἱμάτιον, Plat. Rep. VIII, 557 c; ποικίλη, χρώμασι διειλημμένη, Phaed. 110 b; ἡ ποικίλη, mit u. ohne στοά, die von Polygnotus mit Wandgemälden geschmückte Halle, z. B. Dem. 45, 17. – Mannichfaltig, verschiedenartig; ποικίλον τί ἐστι τὸ ἀγαθὸν καὶ παντοδαπόν, Plat. Prot. 334 b, vgl. Rep. VIII, 559 d; καὶ παναρμόνιοι λόγοι, Phaedr. 277 c; Gegensatz ἁπλοῦν, Theaet. 146 d; dah. auch = schwer einzusehen, verwickelt, schwierig, von Orakeln, Her. 7, 111; νόμος, im Gegensatz von νοῆσαι ῥᾴδιος, Plat. Conv. 182 b; vgl. noch οὐ γάρ τι φαύλης μέτοχόν ἐστι τέχνης τὸ νῦν ζητούμενον, ἀλλ' εὖ μάλα ποικίλης, Soph. 223 c; auch εἰπεῖν παρὰ τὴν ἐκείνου σοφίαν ἕτερόν τι ποικιλώτερον, Phaedr. 236 b; vgl. Xen. Mem. 2, 3, 10. – Übertr. auf den Geist, verschiedene Gestalten annehmend, gewandt, listig; Prometheus, Hes. Th. 511, wie Aesch. Prom. 308; βουλεύματα, Pind. N. 5, 28; auch ψεύδεα, Ol. 1, 29; vgl. Soph. O. C. 766 Trach. 411; εἰδέναι τι ποικίλον, Eur. Med. 300; vgl. ποικίλος ἀνήρ Ar. Equ. 755; auch λόγοι, εὖ διεζητημένοι, Th. 439; u. so verbindet Plat. ἀλώπεκα κερδαλέαν καὶ ποικίλην, Rep. II, 365 c; Dem. οὐδὲν ποικίλον οὐδὲ σοφόν, 9, 37; Sp., ἀνήρ, Pol. 8, 18, 4, gew. im schlimmen Sinne. Auch = veränderlich, καὶ εὐμετάβολος, Arist. eth. 1, 10; sprichw. ποικιλώτερος Πρωτέως, Luc. sacrif. 5. – Daher καιροὶ ἐπισφαλεῖς καὶ ποικίλοι, Pol. 18, 36, 6, zweifelhaft, schwierig; ἐλπίδες, 14, 1, 5 u. öfter. – Adv., ποικίλως καὶ ἀγεννῶς χρῆσθαι τοῖς πράγμασιν, Pol. 4, 30, 7; ποικίλως ἔχειν, verschieden sein, Xen. Mem. 2, 6, 21.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
varié, divers :
I. au propre;
1 peint de couleurs variées, particul. bigarré, tacheté, moucheté;
2 couvert de peintures, de tableaux : ἡ ποικίλη στοά ESCHN ou simpl.Ποικίλη le Pœcile ou portique couvert de peintures de Polygnote, à Athènes;
3 brodé ; τὰ ποικίλα, tapis brodé ou vêtements brodés;
4 damasquiné, couvert d'arabesques, de ciselures;
5 travaillé ou entrelacé avec un art subtil;
II. fig. 1 varié;
2 variable, changeant;
3 souple, artificieux, fertile en ruses;
4 équivoque, obscur, difficile à comprendre en parl. d'oracles, de lois, etc.
Cp. ποικιλώτερος, Sp. ποικιλώτατος.
Étymologie: R. Πικ, peindre ; cf. lat. pingo, pictus.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικίλος -η -ον bont, veelkleurig (van nature):; παρδαλέῃ... μετάφρενον εὐρὺ κάλυψε ποικιλῇ hij bedekte zijn brede rug met een gevlekt pantervel Il. 10.30; λίθος ποικίλος veelkleurige steen Hdt. 2.127.3; van pers.. ποικίλους δὲ τὰ νῶτα met bont gekleurde ruggen Xen. An. 5.4.32; ὁ κατὰ νώτου ποικίλος de man met zijn bont en blauwe rug Luc. 46.9. bont bewerkt:; πέπλον, ποικίλον een gewaad, bont bewerkt Od. 18.293; ἀμφὶ δὲ πᾶσι τεύχεα ποικίλ’ ἔλαμπε op elke man blonk de bont bewerkte wapenrusting Il. 4.432; subst. plur. τὰ ποικίλα bonte tapijten, Aeschl. Ag. 936, borduursel. Men. Peric. 756; ἡ (στοὰ) ποικίλη de Beschilderde Zuilengalerij (in Athene). overdr. afwisselend, gevarieerd:; ποικίλα ἀντὶ ἁπλοῦ gevarieerd in plaats van eenvoudig Plat. Tht. 146d; ψεύδεα ποικίλα een bonte verzameling leugens Pind. O. 1.29; adv. ποικίλως op verschillende manieren. Hp. Art. 33. veranderlijk:. ὁ εὐδαίμων οὐ ποικίλος καὶ εὐμετάβολος een gelukkig mens zal niet onstandvastig of wispelturig zijn Aristot. EN 1101a8. ingewikkeld:; εἱλιγμοὶ... ἐόντες ποικιλώτατοι kronkelpaden, die zeer ingewikkeld zijn Hdt. 2.148.6; ἐκεῖνος δὲ ποικίλος καὶ οὐ λιτός maar dat (betoog) is ingewikkeld en niet eenvoudig Aristot. Rh. 1416b25; adv.. ἔχει... ποικίλως πως ταῦτα dat is een beetje ingewikkeld Xen. Mem. 2.6.21. slim, subtiel:; εἰδέναι τι ποικίλον gewiekst zijn Eur. Med. 300; ποικίλος ἀεὶ πέφυκε hij (Odysseus) is altijd leep Eur. IA 526; ποικίλους λόγους ἀνηῦρεν zij heeft subtiele argumenten bedacht Aristoph. Th. 438; ἀλώπηξ κερδαλέα καὶ ποικίλη een listige en slimme vos Plat. Resp. 365c; adv. op een handige manier. ὡς εὖ τὸν ἄνδρα ποικίλως τ’ ἐπῆλθες hoe goed en slim heb je de man aangevallen Aristoph. Eq. 459.

Russian (Dvoretsky)

ποικίλος: (ῐ)
1 пестрый, пятнистый (παρδαλέη Hom.; δράκων Pind.; νεβρίς Eur.);
2 разноцветный, расшитый или узорчатый (πέπλος Hom.; κιθών Her.);
3 покрытый резьбой, резной, разукрашенный (θώρηξ, δίφρος Hom.): ποικίλοι τὰ νῶτα Xen. с татуировкой на спинах;
4 раскрашенный, расписной (στοά Dem.);
5 разнообразный, различный (νοσήματα, ἡδοναί Plat.; ἐπιθυμίαι NT);
6 сменяющийся (μῆνες Pind.);
7 изменчивый: ποικιλώτερος αὐτοῦ Πρωτέως Luc. переменчивее самого Протея;
8 запутанный, сложный, мудреный, замысловатый (ἑλιγμοί Her.; νόμος Plat.; λόγος Arph.);
9 хитроумный, изворотливый, лукавый (Προμηθεύς Hes.; ἀλώπηξ Plat.; βουλεύματα Pind.);
10 искусно сделанный, искусный (δεσμός Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ποικίλος: [ῐ], -η, -ον, (ἴδε ἐν τέλ.) πολύχρωμος, πεποικιλμένος, διάστικτος, «παρδαλός», Ὅμ., Ἡσ., κλπ.· παρδαλέη Ἰλ. Κ. 30· δράκων Πινδ. Π. 8. 65· ἶυγξ αὐτόθι 4. 381· νεβρὶς Εὐρ. Βάκχ. 249· ποικιλώτερον ταὧ Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 14, πρβλ. Ἀθήν. 397C· ἀντίθετ. τῷ ὁμόχρους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 3· π. κιθὼν Ἡρόδ. 7. 61· π. λίθος, πιθ. μάρμαρόν τι ποικιλόχρωμον, ὁ αὐτ. 2. 127· σφαῖρα Πλάτ. Φαίδων 110Β ἐν Ξεν. Ἀν. 5. 4, 32, ὁ ἔχων ἐστιγμένον τὸ σῶμα πρὸς κόσμον, ποικίλους δὲ τὰ νῶτα καὶ τὰ ἔμπροσθεν πάντα ἐστι, μένους ἀνθέμια. ΙΙ. εἰργασμένος μὲ ποικίλα χρώματα, ἐπὶ ὑφασμάτων ἐχόντων ἐνυφασμένα ἢ κεντημένα ποικίλματα πλουσίας καὶ σπανίας ἐργασίας, συχν. παρ’ Ὁμήρῳ ὡς ἐπίθ. τοῦ πέπλος, Ἰλ., Ε. 735, κτλ.· ἱμὰς Ξ. 215· φᾶρος Σοφ. Ἀποσπ. 525· ἐν ποικίλοις... κάλλεσιν βαίνειν, ἐπὶ πολυτελοῦς τάπητος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 923 οὕτω, τὰ ποικίλα αὐτόθι 926, 936, Θεόκρ. 15. 78· τὸ π., στολὴ πεποικιλμένη διὰ κεντημάτων, Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 1· ἐπὶ ὑφασμάτων, Κυπρίων, Καρχηδονίων καὶ Σικελικῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 513, Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 1. 23, Φιλήμ. ἐν «Σικελικῷ» 2. 2) ἐπὶ ἐργασίας ἐπὶ μετάλλου, τεύχεα π. χαλκῷ, ἐνειργασμένα διὰ χαλκοῦ, Ἰλ. Δ. 432· θώρηξ 11. 134· ἔντεα, σάκος, δίφρος, θρόνος, κλισμός, κτλ., Κ. 75, 149, 501, κτλ., ἀλλά, π. δεσμός, περίπλοκος, Ὀδ. Θ. 448. 3) ἡ στοὰ ἡ ποικίλη, μεγάλη ἐν Ἀθήναις στοὰ κεκοσμημένη διὰ τῆς γραφῆς τοῦ Πολυγνώτου τῆς παριστανούσης τὴν ἐν Μαραθῶνι μάχην, Αἰσχίν. 80. 26· ἡ π. στοὰ Δημ. 1106. 16., 1377. 8, πρβλ. Παυσ. 1. 15, 1· καλεῖται ὡσαύτως καὶ ἁπλῶς Ποικίλη, Παυσ. 5. 11, 6, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10· ἢ ἡ Π., Λουκ. Ἁλιεὺς 13, 16, κτλ.· ἴδε Müller Archäol. d. Kunst § 135 2. ΙΙΙ. μεταφορ., εὐμετάβλητος, εὔστροφος, ἄστατος, ποικίλος, πολύτροπος, Αἰσχύλ. Πρ. 495, Πλάτ., κτλ.· ποικιλώτερος αὐτοῦ Πρωτέως Λουκ. π. Θυσιῶν. 5· ποικίλα ἀνθ’ ἁπλοῦ Πλάτ. Θεαίτ. 146D· ποικιλώτερα ποιεῖν τὰ νοσήματα Πλάτ. Πολ. 426Α· παντοδαπὰς ἡδονὰς καὶ ποικίλας καὶ παντοίως ἐχούσας αὐτόθι 559D· οὕτω δὲ π. τί ἐστι τὸ ἀγαθὸν καὶ παντοδαπὸν ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 334Β. ― π. μῆνες, οἱ μεταβαλλόμενοι μῆνες, Πινδ. Ι. 4. 30 (3. 37). 2) ἐπὶ τέχνης, π. ὕμνος, ἔχων ποικίλην, ποικιλόροπον μελῳδίαν, πλήρης τέχνης ποικίλης, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 6. 148. οὕτω, ποικίλον κιθαρίζων ὁ αὐτ. ἐν Ν. 4. 23· οὕτω καὶ ἡ ποίησις λέγεται: ποικίλοις ψεύδεσι δεδαιδαλμένη ὁ αὐτ. ἐν Ν. Ι. 46, πρβλ. Donalds. εἰς Ο. 3. 8. (12)· οὕτως ἐπὶ ὕφους, λέξις ποιητικωτέρα καὶ π. Ἰσοκρ. 319D· σχηματισμοὶ Διονυσ. Ἁλ. π. Ἰσαίου 3· πρβλ. ποικίλλω ΙΙ. 3) περίπλοκος, πολύπλοκος, ποικιλώτατοι ἑλιγμοί, ἐπὶ λαβυρίνθου, Ἡρόδ. 2. 148· ἐπὶ χρησμοῦ, 7. 711· ὁ θεὸς ἔφυ τι ποικίλον Εὐρ. Ἑλλ. 711· π. νόμος, ἀντίθετον τῷ νοῆσαι ῥᾴδιος, Πλάτ. Συμπ. 182Β· π. μηχάνημα, λόγος Σοφ. Ο. Κ. 762, Ἀριστοφ. Θεσμ. 438· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἁπλοῦς Ἀριστ. Ρητ. 3. 16, 2, κ. ἀλλ.· οὐδὲν ποικίλον οὐδὲ σοφὸν Δημ. 120. 21· οὕτω καὶ ποικίλως αὐδωμένου, πανούργως, ἀπατηλῶς λαλοῦντος Σοφ. Φιλ. 130, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 888, Ἀριστοφ. Ἱππ. 196. β) ποικίλον τι εἰδέναι, σοφόν, βαθύ, Εὐρ. Μήδ. 301· οὐδὲν π., οὐδὲν πολύπλοκον ἢ δύσκολον, Πλάτ. Μένων 75Ε, Γοργ. 491D, κτλ.· ― οὕτως ἐπὶ προσώπων, ποικιλότροπος, (πανοῦργος ὡς τὸ πολυμήχανος, παρὰ Σαλλουστίῳ, ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, Ἡσ. Θ. 511, Αἰσχύλ. Πρ. 308· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Εὐρ. Ι. Α. 526 (πρβλ. ποικιλόβουλος), π. γὰρ ἀνὴρ Ἀριστοφ. Ἱππ. 758· οὕτως, ἀλώπηξ κερδαλέα καὶ π. Πλάτ. Πολ. 365C π. λαλήματα, ἐπὶ ἀνθρώπων, Εὐρ. Ἀνδρ. 937· βουλεύματα Πινδ. Ν. 5. 52. ― Ἐπίρρ., σοφῶς... καὶ ποικίλως Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 20. 4) ἀσταθής, ὁ εὐδαίμων οὐ π. καὶ εὐμετάβολος Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 10, 14. πρβλ. Πολύβ. 14. 1, 5· ― ποικίλως ἔχω, εἶμαι ποικίλος, διάφορος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 21 πρβλ. Πλάτ. Ἀξίοχ. 365C. ― Κατὰ τὸν τονισμὸν εἶναι παροξύτονον ὡς τὸ αἰόλος· πρβλ. τὸ αἰόλος ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους. Ἐντεῦθεν καὶ τὸ ποικίλλω· ἐκ τῆς √ΠΙΚ, πρβλ. Σανσκρ. pi←, pi←-âmi (figuro), pi← (ornatus)· Λατ. pic-tus (pingo), pic-tura· Σλαυ. pis-tru (variegatus).

English (Autenrieth)

variegated, motley, spotted, as the leopard or a fawn, Il. 10.30, Od. 19.228; also of stuffs embroidered in various colors, and of metal or wood artistically wrought, Il. 5.735, Od. 18.293, Il. 22.441, Il. 4.226, Il. 10.501.

English (Slater)

ποικῐλος (-ον, -ων; -α, -αν; -ον nom., acc., -ων, -οις.)
   a lit.
   I spotted, dappled ποικίλον ἴυγγα (P. 4.214) “δράκοντα ποικίλον” (P. 8.46) νῦν δ' αὖ μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (Hartung: ποικίλων codd.) (I. 4.18) add. dat., καὶ ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισιν ἤλυθε νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων (P. 10.46)
   II embroidered μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν (Pae. 20.11) ποι]κίλ[ων ἐ]κ λεχέω[ν ἀπέ]διλ[ος (supp. Lobel) fr. 169. 36.
   b met.
   I ever changing, crafty ψεύδεσι ποικίλοις (O. 1.29) πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν (N. 5.28)
   II varied, many faceted ποικίλον ὕμνον (O. 6.87) ποικίλων ἔψαυσας ὕμνων (N. 5.42) ὑφαίνω δ' Ἀμυθαονίδαισιν ποικίλον ἄνδημα (i. e. ὕμνον) fr. 179. εἶα τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον αὐδάεντα λόγων fr. 194. 2. n. s. acc. pro adv., in varied tones, ποικίλον κιθαρίζων (N. 4.14) frag. ]ειμοι τοτε ποικίλον (Pae. 22.2)

Spanish

moteado

English (Strong)

of uncertain derivation; motley, i.e. various in character: divers, manifold.

English (Thayer)

ποικίλη, ποικίλον, from Homer down, various, i. e.
a. of divers colors, variegated: the Sept. b. equivalent to of divers sorts: A. V. in the last two examples manifold)).

Greek Monolingual

-η, -ο / ποικίλος, -η, -ον, ΝΜΑ
αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος
2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα ποικίλον καὶ ασθενέστερον, ὁ δὲ σμύρος ὁμόχρους», Αριστοτ.)
3. (ιδίως για υφάσματα) αυτός που φέρει πολλά διακοσμητικά στοιχεία, ποικίλματα, πλούσια διακοσμημένος, πλουμιστόςἱμάτιον ποικίλον πᾶσιν ἄνθεσιν πεποικιλμένον», Πλάτ.)
4. φρ. «Ποικίλη Στοά» — ένα από τα πιο φημισμένα οικοδομήματα της αρχαίας αθηναϊκής Αγοράς, η πρώτη από τις μεγάλες στοές που οικοδομήθηκαν στην Αγορά, γύρω στο 460 π.Χ., που ονομάστηκε έτσι χάρη στην πλούσια ζωγραφική της διακόσμηση από μεγάλους ζωγράφους της εποχής, όπως του Πολυγνώτου, του Μίκωνος, ίσως και του Παναίνου, αδελφού του Φειδία, και η οποία ονομαζόταν και Πεισιανάκτειος, από το ὁνομα του Πεισιάνακτος, ενός πλούσιου Αθηναίου που τήν είχε ιδρύσει
νεοελλ.
φρ. «ποικίλη καλλιέργεια»
(γεωπ.) καλλιεργητική πρακτική κατά την οποία στο ίδιο αγρόκτημα καλλιεργούνται συγχρόνως περισσότερα από ένα φυτικά είδη, σε αντιδιαστολή προς την τακτική της μονοκαλλιέργειας, κατά την οποία καλλιεργείται ένα μόνο είδος
αρχ.
1. αυτός που έχει κάνει δερματοστιξία («ποικίλους δὲ τὰ νῶτα καὶ τὰ ἔμπροσθεν πάντα ἐστιγμένους ἀνθέμια», Ξεν.)
2. (για μεταλλικές κατασκευές) ο έντεχνα κατεργασμένος, επεξεργασμένος («ἀμφὶ δὲ πᾶσιν τεύχεα ποικίλ' ἔλαμπε», Ομ. Ιλ.)
3. περίπλοκος («ἐπὶ δεσμὸν ἴηλεν ποικίλον», Ομ. Οδ.)
4. (για φάρμακα) πολυσύνθετος
5. (κυρίως για τον λαβύρινθο) πολύπλοκος («οἱ εἱλιγμοὶ διὰ τῶν αὐλέων ἐόντες ποικιλώτατοι», Ηρόδ.)
6. (κυρίως για χρησμό) δυσνόητος, ασαφής, ακατάληπτος
7. ευμετάβλητος, ασταθής («ὁ εὐδαίμων οὐ ποικίλος καὶ εὐμετάβολος», Αριστοτ.)
8. αμφίβολοςποικίλος ἔχων ἐλπίδας ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος», Πολ.)
9. (για μουσικό ή για λογοτεχνικό είδος) αυτός που έχει συντεθεί έντεχνα («ἀνδράσιν αἰχματαῖσι πλέκων ποικίλον ὕμνον», Πίνδ.)
10. μτφ. (κυρίως για τον Προμηθέα, τον Οδυσσέα και τις Σειρήνες) εύστροφος, πανούργος, πολυμήχανος
11. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ ποικίλον και τὰ ποικίλα
α) χαρακτηρισμός τών κυπριακών, καρχηδονιακών και σικελικών υφασμάτων
β) ενδύματα διακοσμημένα με χρώματα ή με κεντήματα
γ) πολύχρωμα, πολυτελή στρώματα, τάπητες κ.ά. υφαντά είδη.
επίρρ...
ποικίλως ΝΜΑ
με πολλούς, εναλλακτικούς, διαφορετικούς τρόπους, ποικιλοτρόπως
αρχ.
1. με ποικιλία χρωμάτων ή κεντημάτων
2. με διφορούμενο ή ασαφή τρόπο
3. με πανούργο τρόπο, δολίως
4. φρ. «ποικίλως έχω»
(για πράγμα) είμαι διαφορετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ποικ-ίλος (πρβλ. ναυτίλος, οργίλος) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα poik- της ΙΕ ρίζας peik- με σημ. «σημειώνω, χαράζω, χρωματίζω, μαρκάρω» αλλά και «κεντώ, τρυπώ, κατατρώγω, ερεθίζω» (βλ. λ. πικ-ρός) και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. pimšati «διασκευάζω, στολίζω», λιθουαν. piĕšti «ζωγραφίζω, σημειώνω», αρχ. σλαβ. pisati «γράφω». Το επίθ. ποικ-ίλος έχει παραχθεί από ένα αμάρτυρο στην Ελληνική τ. ποῖκος (πρβλ. αρχ. ινδ. peśa- «στολίδι, κόσμημα», αβεστ. paēsa-, λιθουαν. paĭšas, αρχ. άνω γερμ. fēh). Στην ίδια ρίζα εκτός από το επίθ. πικρός ανάγεται και ο τ. πίγγαλος «είδος σαύρας» με ηχηρό ουρανικό σύμφωνο (πρβλ. λατ. pingo «ζωγραφίζω»). Στη Μυκηναϊκή, τέλος, μαρτυρείται από τη μια το ανθρωπωνύμιο pokiroqo = Ποικίλοψ ή Ποικίλοπος και από την άλλη το επίθ. pokironuka = ποικιλόνυχα.
ΠΑΡ. ποικιλία, ποικίλλω, ποικιλότης (-ητα)
αρχ.
ποικιλεύομαι, ποικιλεύς, ποικιλίας, ποικιλίς
μσν.
ποικιλάτος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ποικιλανθής, ποικιλόγραμμος, ποικιλογράφος, ποικιλόμορφος, ποικιλόπτερος, ποικιλόστικτος, ποικιλότροπος, ποικιλόφωνος, ποικιλόχρωμος
αρχ.
ποικιλάνιος, ποικιλοερυθρόμελας, ποικιλόβαπτος, ποικιλόβουλος, ποικιλογενής, ποικιλόγηρυς, ποικιλόδειρος, ποικιλοδέρμων, ποικιλοδίνης, ποικιλόδιφρος, ποικιλοειδής, ποικιλόθριξ, ποικιλόθρονος, ποικιλόθρους, ποικιλόκαυλος, ποικιλομήτυς, ποικιλόμητις, ποικιλομήχανος, ποικιλόμουσος, ποικιλόμυθος, ποικιλόνους, ποικιλόνωτος, ποικιλοπράγμων, ποικιλόπρυμνος, ποικιλόπωλος, ποικιλόρραχος, ποικιλόστερνος, ποικιλόστολος, ποικιλοτερπής, ποικιλότευκτος, ποικιλοτέχνης, ποικιλότραυλος, ποικιλουργός, ποικιλοφόρμιγξ, ποικιλόφρων, ποικιλόφυλος, ποικιλόχειρος, ποικιλόχρως, ποικιλωδός
αρχ.-μσν.
ποικιλείμων, ποικιλόβοτρυς, ποικιλόδακρυς, ποικιλόδωρος, ποικιλόχρους
μσν.
ποικιλοανθισμένος, ποικιλόδερμος, ποικιλοεργός, ποικιλοσύνθετος, ποικιλοφαγώ, ποικιλύφαντος
νεοελλ.
ποικιλανδρία, ποικιλοβαφής, ποικιλογυνία, ποικιλοδερμία, ποικιλόθερμος, ποικιλόργανο, ποικιλόσχημος, ποικιλόχροια, ποικιλόυδρος, ποικιλοχλώρωση, ποικιλόχρωση, ποικιλωδία. (Β' συνθετικό) πολυποίκιλος
αρχ.
ανθηροποίκιλος, αποίκιλος, γραμμοποίκιλος, διαποίκιλος, ερυθροποίκιλος, ευποίκιλος, λευκοποίκιλος, νεοποίκιλος, παμποίκιλος, περιποίκιλος, πτεροποίκιλος, πτερυγοποίκιλος, πυρροποίκιλος, σιδηροποίκιλος, υποποίκιλος, χρυσοποίκιλος.

Greek Monotonic

ποικίλος: [ῐ], -η, -ον,
I. πολύχρωμος, πιτσιλωτός, διάστικτος, παρδαλός, κατάστικτος, λέγεται για λεοπαρδάλεις ή για ελαφάκια, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. 1. λέγεται για ενδύματα, δουλεμένος με ποικίλα, διάφορα χρώματα, κεντημένος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἐν ποικίλοις κάλλεσιν, λέγεται για ένα πλούσιο κάλυμμα, σε Αισχύλ.· ομοίως, τὰ ποικίλα, στον ίδ.
2. χρησιμοποιείται για την εργασία του μεταλλουργού, τεύχεα ποικίλα χαλκῷ, δουλεμένα με χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· αλλά, ποικίλος δεσμός, πολύπλοκος, σε Ομήρ. Οδ.
3. ἡ στοὰ ἡ ποικίλη, μεγάλη στοά στην Αθήνα η οποία κοσμούνταν από την γραφή του Πολύγνωστου από τη μάχη του Μαραθώνα, σε Αισχίν. κ.λπ.
III. 1. μεταφ., διαφορετικός, ποικίλος, παρηλλαγμένος, πολλαπλός, πολυμερής, σε Αισχύλ., Πλάτ.· ποικίλοι μῆνες, οι μήνες που εναλλάσσονται, σε Πίνδ.
2. λέγεται για την τέχνη, ποικίλος ὕμνος, τραγούδι που έχει ποικίλη μελωδία ή είναι γεμάτο από ανομοιόμορφη σύνθεση, στον ίδ.· ομοίως, ποικίλον κιθαρίζων, στον ίδ. 3. α) πολύπλοκος, περίπλοκος, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· επίρρ., ποικίλως αὐδώμενος, μιλώ με διπλή σημασία, διφορούμενα, σε Σοφ. β) λέγεται για την ασαφή γνώση, πολύπλοκη, περίπλοκη, ποικίλον τι εἰδέναι, σε Ευρ.· οὐδὲν ποικίλον, τίποτα ασαφές ή δύσκολο, σε Πλάτ.· ομοίως, λέγεται για πρόσωπα, ποικιλότροπος, πανούργος, σε Αισχύλ.· ποικίλος γὰρ ἀνήρ, σε Αριστοφ.
4. ευμετάβλητος, μεταβλητός, ασταθής, σε Αριστ.· ποικίλως ἔχειν, είμαι διαφορετικός, σε Ξεν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: varicoloured, wrought in many colours (stitched, knitted, woven), manifold, versatile, cunning (Il.).
Dialectal forms: Myc. pokironuka n. pl. with many coloured onukes.
Compounds: Many compp., e.g. ποικιλό-θρονος (s. θρόνα and Bolling AmJPh 79, 275ff.), πολυ-ποίκιλος much variegated (E.; cf. below).
Derivatives: 1. ποικιλ-ία f. variegation, diversity, embroidering (IA.); 2. -ίας m. fishname (Paus.; Strömberg Fischn. 25, Thompson Fishes s. v.), -ίς f. name of a bird that eats the lark's eggs (Arist.; Thompson Birds s. v.); 3. -εύς m. broiderer, stitcher (Alex. Com.). 4. Denominat.: a. -ίλλω, also w. δια-, κατα- a.o., to make varicoloured, to work artfully etc. with -ιλμα n. varicoloured work, stitching, weave (Il.; Wace AmJArch 1948, 51 f., 452; Porzig Satzinhalte 188), -ιλμός m. elaboration, decoration (Epicur., Plu.), -ιλσις f. id. (Pl.); -ιλτής m. broiderer, stitcher (Aeschin., Arist.), f. -ίλτρια (Str.), -ιλτικός belonging to stitching (LXX etc.); b. -ιλόω to stitch (A. Fr. 304 = 609 Mette); c. -ιλεύομαι to be artful, versatile (Vett. Val.).
Origin: IE [Indo-European] [794] *peiḱ- stitch, paint
Etymology: Formation like κό-ϊλος (: κόοι), ναυτ-ίλος (:ναύτης), ὀργ-ίλος (: ὀργή) etc.; like the two lastmentioned with secondary paroxytonesis (Schwyzer 379 a. 484f.); so from a noun of unknown stem (cf. Schwyzer 484 n. 5, also Specht Ursprung 121). To a basic word *ποῖκος agree several words of other languages: Skt. péśa- m. ornament (with peśalá- ornamented, beautiful: ποικίλος), Av. paēsa- m. leprosy, also ornament in zaranyō-paēsa-'with golden ornament' a.o., Lith. paĩšas m. smut, dustspot. With this formally identical a Germ. adj. for motley, e.g. OHG OS fēh, Goth. filu-faihs πολυποίκιλος; prob. through secondary adjectivising like Av. paēsa- which also means leprous. The morphological identity of Goth. filu-faihs and Skt. puru-péśa- is accidental; the supposition (Porzig Gliederung 136), πολυ-ποίκιλος would be a cross of ποικίλος and *πολύ-ποικος (= puru-péśa-), is to be rejected, as the relatively late Gr. word may have been built after πολυ-δαίδαλος, which, orig. prob. a bahuvrihi, was reinterpreted as very artfull (s. δαίδαλος). -- IE *póiḱos m. belongs as nomen actionis to a verb cut, stitch, scratch in, paint etc. in Skt. piṃśáti carve, cut, ornament, Slav., e.g. OCS pьsati write a. o.; IE *piḱ-; besides with final voiced cons. a.o. Lat. pingō stitch with a needle, paint. An old r-deriv. of the same verb is πικρός prop. cutting in, stitching (s. v.). Quite uncertain is the H.-gloss πεικόν πικρόν, πευκεδανόν; if correct, in formation comparable with λευκός. -- Further forms w. lit. in Bq (esp. on the meaning), WP. 2, 9f., Pok. 794f., W.-Hofmann s. pingō (very rich), Fraenkel s. paĩšas and piẽšti, Vasmer s. pisátь, Mayrhofer s. péśaḥ. -- (Quite uncertain πίγγαλος.)

Middle Liddell

ποῐκίλος, η, ον
I. many-coloured, spotted, mottled, pied, dappled, of leopards, fawns, Hom., etc.
II. of robes, wrought in various colours, broidered, Il., etc.; ἐν ποικίλοις κάλλεσιν, of a rich carpet, Aesch.; so, τὰ ποικίλα Aesch.
2. of metal work, τεύχεα π. χαλκῷ in-wrought with brass, Il., etc.: but, π. δεσμός intricate, Od.
3. ἡ στοὰ ἡ ποικίλη, the Poecile or great hall at Athens adorned with paintings of the battle of Marathon by Polygnotus, Aeschin., etc.
III. metaph. changeful, various, diversified, manifold, Aesch., Plat.;— π. μῆνες the changing months, Pind.
2. of Art, π. ὕμνος a song of changeful strain or full of diverse art, Pind.; so, ποικίλον κιθαρίζων Pind.
3. intricate, complex, Hdt., Soph., etc.: —adv., ποικίλως αὐδώμενος speaking in double sense, Soph.
b. of abstruse knowledge, intricate, subtle, ποικίλον τι εἰδέναι Eur.; οὐδὲν π. nothing abstruse or difficult, Plat.:—so, of persons, subtle, wily, Aesch.; π. γὰρ ἁνήρ Ar.
4. changeable, changeful, unstable, Arist.:— ποικίλως ἔχειν to be different, Xen.

Frisk Etymology German

ποικίλος: {poikílos}
Meaning: ‘bunt (farbig), bunt gearbeitet (gestickt, gewirkt, gewebt), mannigfaltig, gewandt, listig’ (seit Il.).
Composita: Viele Kompp., z.B. ποικιλόθρονος (s. θρόνα und Bolling AmJPh 79, 275ff.), πολυποίκιλος sehr bunt (E. usw.; vgl. unten).
Derivative: Davon 1. ποικιλία f. Buntheit, Mannigfaltigkeit, bunte Arbeit (ion. att.); 2. -ίας m. Fischname (Paus. u.a.; Strömberg Fischn. 25, Thompson Fishes s. v.), -ίς f. Vogelname, "Buntfink" (Arist.; Thompson Birds s. v.); 3. -εύς m. Buntwirker, Sticker (Alex. Kom.). 4. Denominativa: a. -ίλλω, auch m. δια-, κατα- u.a., bunt machen, kunstreich arbeiten mit -ιλμα n. bunte Arbeit, Stickerei, Weberei (seit Il.; Wace AmJAreh 1948, 51 f., 452; Porzig Satzinhalte 188), -ιλμός m. Ausarbeitung, Verzierung (Epikur., Plu.), -ιλσις f. ib. (Pl.); -ιλτής m. Buntwirker, Sticker (Aeschin., Arist. usw.), f. -ίλτρια (Str.), -ιλτικός ‘zur Stickerei usw. gehörig’ (LXX usw.); b. -ιλόω sticken (A. Fr. 304 = 609 Mette); c. -ιλεύομαι kunstvoll, gewandt sein (Vett. Val.).
Etymology: Bildung wie κόϊλος (:κόοι), ναυτίλος (:ναύτης), ὀργίλος (: ὀργή) usw.; wie die beiden letztgenannten mit sekundärer Paroxytonese (Schwyzer 379 u. 484f.); somit von einem Nomen unbekannten Stammes (vgl. Schwyzer 484 A. 5, auch Specht Ursprung 121). Zu einem Grundwort *ποῖκος stimmen mehrere Wörter aus anderen Sprachen: aind. péśa- m. Schmuck, Zierat (mit peśalá- verziert, schön: ποικίλος), aw. paēsa- m. Aussatz, auch Schmuck in zaranyō-paēsa-’mit goldenem Schmuck’ u.a., lit. paĩšas m. ‘Ruß-, Schmutzfleck’. Damit formal identisch ein germ. Adj. für bunt, z.B. ahd. asächs. fēh, got. filu-faihs πολυποίκιλος; wohl durch sekundäre Adjektivierung wie aw. paēsa- auch aussätzig, Die morphologische Identität von got. filu-faihs und aind. puru-péśa- vielgestaltig ist zufällig; die Annahme (Porzig Gliederung 136), πολυποίκιλος wäre eine Kreuzung von ποικίλος und *πολύποικος (= puru-péśa-), ist abzulehnen, da das verhältnismäßig späte gr. Wort nach πολυδαίδαλος gebildet sein dürfte, das, urspr. wahrscheinlich Bahuvrihi, als sehr kunstvoll umgedeutet wurde (s. δαίδαλος). — Idg. *póiḱos m. gehört als Nomen actionis zu einem Verb schneiden, stechen, mit einer Sticknadel stechen, sticken, einritzen, malen in aind. piṃśáti aushauen, zurechtschneiden, schmücken, slav., z.B. aksl. pьsati schreiben u. a. m.; idg. piḱ-; daneben mit auslaut. Media u.a. lat. pingō mit der Nadel sticken, malen. Eine alte r-Ableitung desselben Verbs ist πικρός eig. einschneidend, stechend (s. d.). Ganz unsicher ist die H.-glosse πεικόν· πικρόν, πευκεδανόν; wenn richtig, der Bildung nach mit λευκός vergleichbar. — Weitere Formen m. Lit. bei Bq (bes. zur Bed.), WP. 2, 9f., Pok. 794f., W.-Hofmann s. pingō (sehr reichhaltig), Fraenkel s. paĩšas und piẽšti, Vasmer s. pisátь, Mayrhofer s. péśaḥ. — S. auch πίγγαλος.
Page 2,572-573

Chinese

原文音譯:poik⋯loj 拍企羅士
詞類次數:形容詞(10)
原文字根:各樣的 相當於: (בָּרֹד‎) (נָקֹד‎) (רִקְמָה‎)
字義溯源:混雜的*,各樣顏色,各樣的,百般的,諸般的,各種,多種的。比較: (πολυποίκιλος)=很多種類的
出現次數:總共(10);太(1);可(1);路(1);提後(1);多(1);來(2);雅(1);彼前(2)
譯字彙編
1) 各樣(4) 太4:24; 可1:34; 路4:40; 提後3:6;
2) 百般的(2) 雅1:2; 彼前1:6;
3) 各種(1) 彼前4:10;
4) 諸般(1) 來2:4;
5) 各樣的(1) 多3:3;
6) 被諸般的(1) 來13:9

English (Woodhouse)

abstruse, clever, complicated, cunning, dappled, deceitful, intricate, varied, variegated, adorned with, carven, coloured, curiously made, dotted with, full of variety, glowing with, hard to understand, of workmanship, well wrought

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

-ον moteado de la piel de una cabra λαβὼν ὄνου μέλανος στέαρ καὶ αἰγὸς ποικίλης στέαρ toma grasa de un asno negro y grasa de una cabra moteada P IV 1332 καρκίνον ποτάμιον καὶ στῆρ ποικίλης αἰγὸς παρθένου καὶ κυνοκεφάλου κόπρον, ... ταῦτα βάλε εἰς ὅλμον un cangrejo de río, grasa de una cabra virgen de piel moteada y excremento de papión, echa todo esto en un mortero P IV 2459 αἰγός τε ποικίλης στέαρ καὶ αἷμα καὶ μύσαγμα grasa, sangre y suciedad de una cabra moteada (para dar cuenta a la divinidad de la ofrenda espantosa que alguien ha llevado a cabo) P IV 2576 P IV 2644 P IV 2686 P IV 2709 ἐπὶ δὲ τῶν κακοποιῶν (ἐπίθυε) οὐσίαν κυνὸς καὶ αἰγὸς ποικίλης para los ritos maléficos quema entidad mágica de un perro y de una cabra moteada P IV 2876 πρόσβαλε αἰγὸς ποικίλης αἷμα καὶ πλάσον κυρίαν Σελήνην añádele sangre de una cabra moteada y modela una figura de la soberana Selene P VII 868

Translations

complex

Armenian: խճճված, բարդ; Bulgarian: сложен, съставен; Catalan: complex; Chinese Cantonese: 繁複, 繁复; Mandarin: 繁複, 繁复; Dutch: complex, ingewikkeld; Finnish: monimutkainen, monitahoinen, kompleksinen; French: complexe; Galician: complexo; Georgian: რთული, კომპლექსური, ჩახლართული; German: kompliziert; Greek: πολύπλοκος, περίπλοκος; Ancient Greek: πολύπλοκος; Haitian Creole: konplèks; Hebrew: מורכב‎; Italian: complesso; Japanese: 入り込んだ, 難解な; Kurdish Northern Kurdish: aloz; Latin: complicatus, involutus; Manx: cramp; Maori: matatini, pīroiroi, whīwhiwhi; Occitan: complèx; Old English: maniġfeald; Polish: skomplikowany, złożony; Portuguese: complexo; Romanian: complex; Russian: сложный, составной; Scottish Gaelic: co-thoinnte, eadar-fhighte, eadar-fhillte; Spanish: complicado, complejo; Swedish: komplex; Tagalog: mahugnay; Telugu: సంక్లిష్టమైన; Thai: ซับซ้อน; Ukrainian: складний

manifold

Arabic: مُتَنَوِّع‎; Bulgarian: разнороден, разнообразен; Danish: mangfoldig; Dutch: veelvuldig, talrijk, veelvoudig, divers; Finnish: moninainen; German: vielfältig, mannigfaltig, verschieden, divers, unterschiedlich; Gothic: 𐌼𐌰𐌽𐌰𐌲𐍆𐌰𐌻𐌸𐍃, 𐍆𐌹𐌻𐌿𐍆𐌰𐌹𐌷𐍃; Greek: ποικιλόπτυχος, πολλαπλός, πολυειδής, πολύπτυχος; Ancient Greek: παντοδαπός, ποικίλος; Hungarian: sokféle, sokfajta; Italian: molteplice, multiforme; Latin: multiplex; Portuguese: múltiplos, variados; Russian: разнообразный; Spanish: múltiple; Swedish: mångfaldig; Tagalog: damihan

multicolored

Armenian: բազմերանգ, բազմագույն, գույնզգույն; Bulgarian: многоцветен; Chinese Mandarin: 斑斕/斑斓, 五顏六色/五颜六色, 多色, 五彩; Danish: flerfarvet; Dutch: bont, bonte, veelkleurig, veelkleurige, meerkleurig; English: many-colored, many-coloured, multicolored, multi-colored, multicoloured, multi-coloured; Esperanto: multkolora, bunta; Finnish: monivärinen; French: multicolore; Galician: multicolor, pégaro; Georgian: ჭრელი, ფერადი; German: bunt, vielfarbig, mehrfarbig; Greek: πολύχρωμος; Ancient Greek: εὐποίκιλος, παναίολος, ποικίλος, ποικιλόχροος, ποικιλόχρους, πολύχροον, πολύχροος, πολύχρους, πολυχρώματος, πολύχρωμος, πουλύχροος; Hindi: बहुरंगी; Hungarian: tarka, sokszínű; Irish: dathannach, ildathach; Italian: multicolore; Japanese: 多色の, 多彩な; Latin: multicolor; Malay: pancawarna; Manx: yl-daahagh; Maori: kanorau; Norwegian Bokmål: flerfarget, flerfarga; Nynorsk: fleirfarga; Plautdietsch: bunt; Polish: różnobarwny, wielokolorowy, wielobarwny, różnokolorowy; Portuguese: multicor, multicolor, multicolorido; Quechua: ñawra, pillqu; Romanian: multicolor; Russian: многоцветный, многокрасочный, разноцветный, пёстрый; Scottish Gaelic: iol-ghnèitheach; Spanish: multicolor, variopinto; Swedish: flerfärgad, mångfärgad; Tagalog: tulik; Turkish: ala; Zazaki: rengareng