ὀφθαλμός

Revision as of 15:40, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, (ὄπωπα, ὀφθῆναι,
A v. ὄψ B) eye, used by Hom. and Hes. mostly in plural; ὀφθαλμοὶ δ' ὡς εἰ κέρα ἕστασαν.. ἀτρέμας ἐν βλεφάροισι Od.19.211: sg., παίειν τινὰ ἐς τὸν ὀ. Hdt.9.22: the pl. continued most common, but the dual also occurs, as in Ar.Nu.362: pl. is used in many phrases, ἐλθέμεν ἐς ὀφθαλμούς τινος before one's eyes, Il.24.204; οὐδ' Ἀχιλῆος ὀφθαλμοὺς εἴσειμι ib.463; ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν, ὁρᾶσθαι, etc., 10.275, Od.4.47, etc.; but ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὁρᾶν, νοεῖν, to see before one's eyes, 8.459, Il.24.312; ἔχειν ἐν ὀφθαλμοίς = to have before one's eyes, X.An.4.5.29; τὰ ἐν ὀφθαλμοίς = what is before one's eyes, Pl.Tht.174c; τὸ ἐν τοῖς ὀφθαλμοίς δὴ γελοῖον what was ridiculous to the eye, Id.R.452d; ἐπίπροσθε τῶν ὀφθαλμῶν Id.Smp.213a; πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν προφαίνεσθαι Aeschin.2.148; ἐπ' ὀφθαλμῶν Luc. Tox.20; γενέσθαι τινὶ ἐξ ὀφθαλμῶν to get out of any one's sight, Hdt.5.106; ἐξ ὀ. ἀποπέμψασθαι Id.1.120; ἐξ ὀ. ποιεῖν Alciphr. 3.20; κατ' ὀφθαλμοὺς λέγειν τινί to tell one to one's face, opp. εἰς οὖς, Ar.Ra.626; τυράννου κατ' ὀφθαλμούς κατηγορεῖν to accuse him to his face, X. Hier.1.14: sg. in the phrase πρὸς ὀφθαλμὸν ἐπιχεῖν, μίσγειν, by eye, PHolm.7.23, PLeid.X.62; eyes were painted on the bows of vessels, βλοσυροῖς κατὰ πρῷραν ὀφθαλμοῖς οἷον βλέπει Philostr.Im.1.19, cf. IG22.1607.24, Poll.1.86; whence the joke in Ar.Ach.97.
2 στέρησις ὀφθαλμῶν = temporary loss of sight, Gal.17(1).400.
II in sg., the eye of a master or ruler, πάντα ἰδὼν Διὸς ὀφθαλμός Hes.Op.267; Δίκης ὀφθαλμὸς ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ Men.Mon.179; δεσπότου ὀφθαλμός X.Oec.12.20; ἀκοίμητος ὀφθαλμός, of God, Secund.Sent.3; so a king is called ὀφθαλμὸς οἴκων A.Ch.934 (so ὄμμα Pers. 169); and in Persia ὀφθαλμὸς βασιλέως the king's eye was a confidential officer, through whom he beheld his kingdom and subjects, A.Pers.979(lyr.), Hdt.1.114, Ar.Ach.92, X.Cyr.8.2.10 sq., Arist.Pol. 1287b29, Ph.1.642; cf. οὖς.
III the eye of heaven, ἑσπέρας ὀφθαλμός, νυκτὸς ὀφθαλμός, of the moon, Pi.O.3.20, A.Th.390; also οὐράνιος ὀφθαλμός, of the sun, Secund.Sent.5.
IV the dearest, the best, as the eye is the most precious part of the body, hence of men, ὀφθαλμὸς Σικελίας, ὀφθαλμὸς στρατιᾶς, Pi.O.2.10, 6.16; also, light, cheer, comfort, μέγας <γ'> ὀ. οἱ πατρὸς τάφοι S.OT 987, cf. E.Andr.406.
V eye or bud of a plant or tree, Alcm.43, Ion Eleg.1.6, Hp.Nat.Puer.26, X.Oec. 19.10, Thphr. HP 1.8.5, etc.
VI a surgical bandage covering one or both eyes, Hp.Off.7, Heliod. ap. Orib. 48.29,30.
VII Archit., in dual, the disks forming the centres of the volutes of an Ionic capital, IG12.374.291.

German (Pape)

[Seite 425] ὁ (οπ, ὤφθην, nicht zusammengesetzt), das Auge, Hom. u. Folgde überall; ὃν ὀφθαλμοῦ ἀλάωσεν, Od. 1, 69; κατὰ δ' ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς, Il. 16, 344; ὀφθαλμοὶ δ' ὡςεὶ κέρα ἕστασαν ἠὲ σίδηρος, Od. 19, 211; auch ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν, u. ἐν ὀφθαλμοῖς, Hom.; ἀνδρὸς ἐς ὀφθαλμοὺς ἐλθέμεν, Il. 24, 520, wie auch wir sagen: vor die Augen kommen, vor sein Angesicht; ὄφρ' ἤτοι τοῦτον ἐπιφλέγῃ ἀκάματον πῦρ θᾶσσον ἀπ' ὀφθαλμῶν, 23, 53; u. so ἀπ' ὀφθαλμῶν γενέσθαι, aus den Augen kommen, wie γίγνεσθαί τινι ἐξ ὀφθαλμῶν, Her. 5, 106, Xen. Hier. 6, 13; τὠφθαλμὼ παραβάλλων, Plat. Conv. 221 b; τὸ δὲ δεῖξαι λέγω εἰς τὴν τῶν ὀφθαλμῶν αἴσθησιν καταστῆσαι, Crat. 430 e; er verbindet τὰ παρὰ ποδὸς καὶ τὰ ἐν ὀφθαλμοῖς, das was vor Augen offen daliegt, Theaet. 174 c; κατ' ὀφθαλμοὺς λέγειν τινί, Einem ins Gesicht Etwas sagen, Ar. Ran. 626, wie τυράννου κατ' ὀφθαλμοὺς κατηγορεῖν, Xen. Hier. 1, 14; ἐν ὀφθαλμοῖς ἔχειν τινά, Jem. in den Augen behalten, nicht aus den Augen lassen, An. 4, 5, 29; πρὸ ὀφθαλμῶν λαμβάνειν τι, τιθέναι τί τινι, Pol. 2, 35, 8. 3, 108, 1. – Übertr., αἰθέρος ὀφθαλμός, von der Sonne u. dem Monde, poet. bei Suid.; ὅλον ἑσπέρας ὀφθαλμόν, Pind. Ol. 3, 21; νυκτός, Aesch. Spt. 372; auch ὀφθαλμὸν οἴκων, Ch. 922; auch übh. das Köstlichste, Beste, Σικελίας, Pind. Ol. 2, 11; στρατιᾶς, 6, 16; καὶ μὴν μέγας γ' ὀφθαλμός οἱ πατρὸς τάφος, Soph. O. R. 987; εἷς παῖς ὅδ' ἦν μοι λοιπὸς ὀφθαλμὸς βίου, Eur. Andr. 407; sp. D. – Bei den Persern heißen βασιλέως ὀφθαλμοί des Königs Räthe, durch welche er seine Unterthanen sah, Aesch. Pers. 941; vgl. Schol. Ar. Ach. 92; Xen. Cyr. 8, 2, 12; Plut. Artax. 12. – Beim Schiffe ist es nach Schol. Ar. a. a. O. κώπης τρῆμα, Ruderpforte; nach Poll. 1, 86 u. Att. Seew. II, 68. 75 ein runder Schild mit dem Namen des Schiffes am Vordertheile angebracht. – Auch die Knospen und Augen der Bäume und Pflanzen, Theophr. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. œil : ὀφθαλμοῖσιν ou ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν IL voir de ses yeux, avoir sous les yeux ; τινος ἐς ὀφθαλμοὺς ἔρχεσθαι IL venir ou se mettre sous les yeux de qqn ; γενέσθαι τινὶ ἐξ ὀφθαλμῶν HDT s'éloigner de la vue de qqn ; fig. en parl. d'une personne chère, d'une chose précieuse δεσπότου ὀφθαλμός XÉN l'œil du maître ; βασιλέως ὀφθαλμός HDT, ESCHL, οἱ ὀφθαλμοί XÉN l'œil du grand-roi, les yeux du grand-roi en parl. des inspecteurs qu'il envoyait dans les provinces ; cf. οὖς;
II. p. anal. 1 en parl. de la lune;
2 œil ou bourgeon de certaines plantes.
Étymologie: R. Ὀπ, voir ; cf. ὄψομαι, ὄσσε, lat. oculus.

Russian (Dvoretsky)

ὀφθαλμός:
1 глаз: (ἐν) ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν Hom. видеть (собственными) глазами; τινὰ ἐν ὀφθαλμοῖσ(ιν) ὁρᾶν Hom., Soph. устремить на кого-л. взор; τινὸς ἐς ὀφθαλμοὺς ἐλθέμεν Hom. предстать пред чьи-л. очи; τινὶ ἐξ ὀφθαλμῶν γενέσθαι Her. удалиться прочь с чьих-л. глаз; κατ᾽ ὀφθαλμοὺς λέγειν Arph. говорить (прямо) в глаза; τὼ ὀφθαλμὼ παραβάλλειν Arph. поглядывать по сторонам; ἐν ὀφθαλμοῖς ἔχειν τινά Xen. не спускать глаз с кого-л., бдительно следить за кем-л.; τὰ ἐν ὀφθαλμοῖς Plat. то, что находится перед глазами; δεσπότου ὀ. Xen. хозяйский глаз; ἑσπέρας ὀ. Pind. в νυκτὸς ὀ. Aesch. вечернее (ночное) око, т. е. луна;
2 бот. глазок или почка Xen.;
3 краса, гордость (στρατιᾶς, Σικελίας Pind.);
4 радость, утешение, сокровище (βίου Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμός: -οῦ, ὁ, (√ΟΠ, ὅπωπα, ὀφθῆναι, ἴδε ἐν λ. ὄψ Β)· - ὁ ὀφθαλμὸς ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «μάτι», ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ.· ὀφθαλμοὶ δ’ ὡσεὶ κέρα ἕστασαν... ἀτρέμας ἐν βλεφάροισι Ὀδ. Τ. 211· παίειν τινὰ ἐς τὸν ὀφθ. Ἡρόδ. 9. 22· - ὁ πληθ. ἐξηκολούθησε νὰ εἶναι συνηθέστατος, ἀλλ’ ἀπαντᾷ καὶ ὁ δυϊκ., οἷον ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 363. - Ὁ πληθ. εἶναι ἐν χρήσει ἐν πολλαῖς φράσεσιν, οἷον, ἐλθεῖν ἐς ὀφθαλμούς τινος, ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τινος, Ἰλ. Ω. 204· ὀφθαλμούς τινος εἰσιέναι αὐτόθι 463· - ὀφθαλμοῖσι ἰδεῖν, ὁρᾶν, κτλ., συχν. παρ’ Ὁμ. κτλ.· ἀλλά, ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶ, νοῶ, βλέπω ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μου, ὡς τὸ Λατ. in oculis, θαύμαζεν δ’ Ὀδυσῆα ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶσα Ὀδ. Θ. 459· ὄφρα μιν αὐτὸς ἐν ὀφθαλμοῖσι νοήσας Ἰλ. Ω. 312, κτλ.· ἔχω ἐν ὀφθ., ἔχω ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μου, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 29· τὰ ἐν ὀφθ., ὅ,τι εἶναι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τινος, Πλάτ. Θεαίτ. 174C· τὸ ἐν τοῖς ὀφθ. δὴ γελοῖον, τὸ προφανῶς γελοῖον, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 452D οὕτω, ἐπίπροσθεν τῶν ὀφθ. ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 213Α· πρὸ τῶν ὀφθ. Αἰσχίν. 47. 41· ἐπ’ ὀφθαλμῶν Λουκ. Τόξ. 20· - γίνεσθαί τινι ἐξ ὀφθαλμῶν, ἀπέρχεσθαι ἀπ’ ἔμπροσθέν τινος, Ἡρόδ. 5. 106· ἐξ ὀφθ. ἀποπέμπειν ὁ αὐτ. 1. 120· ἐξ ὀφθ. ποιεῖν Ἀλκίφρων 3. 20· - κατ’ ὀφθαλμοὺς λέγειν τινί, κατὰ πρόσωπον, ἀντίθετον τῷ εἰς οὖς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 626· κατ’ ὀφθαλμοὺς κατηγορεῖν τινος, κατηγορεῖν κατὰ πρόσωπον, φανερῶς, Ξεν. Ἱέρ. 1. 14· - ἧτο σύνηθες ὡς καὶ νῦν ἔτι ἐν τῇ Μεσογείῳ νὰ ζωγραφῶσιν ὀφθαλμοὺς εἰς τὰς πρῴρας τῶν πλοίων, βλοσυροῖς κατὰ πρῷραν ὀφθαλμοῖς οἷον βλέπει Φιλόστρ. 792, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 86· ὅθεν τὸ σκῶμα ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 95· - πρβλ. ἐκκόπτω. ΙΙ. καθ’ ἑνικ., ὁ ὀφθαλμός, ἐπὶ τοῦ κυριαρχοῦντος ἢ κυβερνῶντος ἢ ἐπὶ τοῦ δεσπότου, πάντα ταῦτα Διὸς ὀφθ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 265· ἔστιν Δίκης ὀφθ. ὃς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ Μενάνδ. Μονόστιχα 179· δεσπότου ὀφθ. Ξεν. Οἰκ. 12, 20 - οὕτως ὁ βασιλεὺς καλεῖται, ὀθφ. οἴκων, Αἰσχύλ Χο. 934, πρβλ. Πέρσ. 169· καὶ ἐν Περσίᾳ ὀφθαλμοὶ βασιλέως, ἦσαν ἔμπιστοι κατάσκοποι τοῦ βασιλέως, δι’ ὧν ἔβλεπε τὰ γινόμενα ἀνὰ πᾶσαν τὴν χώραν ἧς ἦρχεν, Ἡρόδ. 1. 114, 100, Ἀριστοφ. Ἀχ. 92, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 10 κέξ., Ἀριστ. Πολιτ. 3. 16, 12, ἴδε Stanl. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 980, Φίλων 1. 642, πρβλ. οὗς ἐν τῇ ἐφημερίδι τῆς Σινικῆς Κυβερνήσεως τοῦ 1834 ὁ ἐκεῖ ἀπεσταλμένος ἐπόπτης τῆς Μ. Βρεττανίας ἐκαλεῖτο: «βάρβαρος ὀφθαλμός». ΙΙΙ. ἑσπέρας ὀφθ., νυκτὸς ὀφθ., ἐπὶ τῆς σελήνης, Πινδ. Ο. 3. 36, Αἰσχύλ. Θήβ. 390· πρβλ. Blomf. ἐν τόπῳ (386), καὶ ἴδε ὄμμα ΙΙΙ. ΙV. τὸ ἀγαπητότατον καὶ ἄριστον πρᾶγμα, ὡς ὁ ὀφθαλμὸς εἶναι τὸ πολυτιμότατον μέρος τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος· ἐντεῦθεν ἐπὶ ἀνθρώπων, ὀφθαλμὸς Σικελίας, στρατιᾶς (ὡς παρὰ Κατούλλῳ, insularum ocellus), Πινδ. Ο. 2. 18., 6. 27· ὡσαύτως, φῶς, χαρά, παρηγορία, μέγας γ’ ὀφθαλμὸς οἱ πατρὸς τάφοι Σοφ. Ο. Τ. 987, πρβλ. Εὐριπ. Ἀνδρ. 406, καὶ ἴδε ὄμμα IV, 2. V. ὁ ὀφθαλμός, «’μμάτι», «μπουμποῦκι» δένδρου ἢ φυτοῦ. Ἴων 1. 6, Ξεν. Οἰκ. 19, 10, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 5, κτλ. VI εἶδος ἰχθύος, Ὀρειβάσ. σ. 42 Mai. VII. χειρουργικός τις ἐπίδεσμος οὕτω καλούμενος ἐκ τοῦ σχήματος αὐτοῦ, Λατ. monoculus, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 742. VIII. πηγὴ ὕδατος, Βυζ. - Περὶ τῶν ἐκ τοῦ ὀφθαλμὸς συνθέτων ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 494 κἑξ.

English (Autenrieth)

(root ὀπ, cf. oculus): eye; freq., (ἐν) ὀφθαλμοῖσιν ὁρᾶσθαι, ‘see with one's eyes'; ἐς ὀφθαλμοὺς ἐλθεῖν, ‘into one's sight,’ Il. 24.204.

English (Slater)

ὀφθαλμός (ός, -όν, -οί.)
   1 eye cf. ὄμμα.
   a lit. τὸν μὲν ἐσελθόντ' ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός (P. 4.120) ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος (N. 10.90)
   b met., orb, circle ὅλον ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα (O. 3.20)
   c met., pride, crown Σικελίας τ' ἔσαν ὀφθαλμός (O. 2.10) “ποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς” (= Ἀμφιτρύωνα) (O. 6.16) μεγαλᾶν πολίων ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τλτ;γτ;ᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενί (sic interpungit Rose, C. Q., 1939, 69 sqq., probante nunc Snell: post πολίων codd., edd. plerique, def. Burton, 139—42: locus obscurus) (P. 5.18)

Spanish

ojo

English (Abbott-Smith)

ὀφθαλμός, -οῦ, ὁ, [in LXX chiefly for עַיִן;]
the eye (as in cl., chiefly pl.): Mt 5:38, Mk 9:47, Lk 6:41, Jo 9:6, al.; τοὺς ὀ. ἐξορύθσσειν (fig.), Ga 4:15; ἐπᾶραι, Lk 6:20, Jo 6:5; ἀνοῖξα, Ac 9:40; id., of restoring sight, Mt 20:33, Jo 9:10, al.; ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ, I Co 15:52; by anthropom., ofGod, He 4:13, I Pe 3:12; pleonastically (cf. Thackeray, Gr., 42f.), εἶδον οἱ ὀ. μοθ, Lk 2:30 (similarly, ib. 4:20 10:23, Jo 12:40, I Co 2:9, I Jo 1:1, Re 1:7). Metaph. (as otherwise in cl.; v. LS, s.v.);
(a)of ethical qualities: ὀ. πονηρός (meton., for envy; cf. Heb. עַיִן רַע, Pr 28:22; cf. Si 14:10 34:13), Mt 6:22, 23 Mk 7:22, Lk 11:34; ἁπλοῦς, Mt 6:22, Lk 11:34; ἐπιθυμία (q.v.) ὀφθαλμῶν (cf. Ec 4:8, Si 14:9), I Jo 2:16; ὀ. μεστοὶ μοιχαλἰδος, II Pe 2:14;
(b)of mental vision: Mt 13:15, Mk 8:18, Lk 19:42, Jo 12:40, Ro 11:8, Ga 3:1, Eph 1:18, al.; ἐν ὀφθαλμοῖς seq. gen. (on the absence of the art., v.Bl, §46, 9II; M, Pr., 81), Mt 21:42, Mk 12:11.

English (Strong)

from ὀπτάνομαι; the eye (literally or figuratively); by implication, vision; figuratively, envy (from the jealous side-glance): eye, sight.

English (Thayer)

ὀφθαλμοῦ, ὁ (from the root, ὀπ, to see; allied to ὄψις, ὄψομαι, etc.; Curtius, § 627), the Sept. for עַיִן (from Homer down), the eye: ῤιπῇ ὀφθαλμοῦ, οἱ ὀφθαλμοί μου εἶδον (see the remark in γλῶσσα, 1), ἀνέβλεψαν οἱ ὀφθαλμοί R G); ἰδεῖν τοῖς ὀφθαλμοῖς, ὁρᾶν τοῖς ὀφθαλμοῖς (see ὁράω, 1), ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν, desire excited by seeing, ὀφθαλμός σου πονηρός ἐστιν, i. e. thou art envious, ὀφθαλμός πονηρός, envy, עַיִן רַע, an envious Prayer of Manasseh, בְּאָחִיך עֵינֲך רָעָה, thine eye is evil toward thy brother, i. e. thou enviest (grudgest) thy brother, ὀφθαλμός πονηρός φθονερός ἐπ' ἄρτῳ, μή φθονεσάτω σουὀφθαλμός, ἀγαθός ὀφθαλμός, is used of a willing mind, ὀφθαλμός πονηρός in diseased, disordered eye, just as we say a bad eye, a bad finger (see πονηρός, 2a. (where κρατεῖν τούς ὀφθαλμούς τοῦ μή κτλ. (A. V. to hold the eyes i. e.) to prevent one from recognizing another, ὑπολαμβάνω τινα ἀπό τῶν ὀφθαλμῶν τίνος, by receiving one to withdraw him from another's sight (A. V. received him out of their sight), the eyes of the mind, the faculty of knowing: ἐκρύβη ἀπό τῶν ὀφθαλμῶν σου, hidden from thine eyes, i. e. concealed from thee (cf. Buttmann, 320 (274)), διδόναι τίνι ὀφθαλμούς τοῦ μή βλέπειν, to crease one to be slow to understand, Buttmann, 267 (230)); τυφλουν τούς ὀφθαλμούς τίνος, σκοτιζονται οἱ ὀφθαλμοί πεφωτίσμενοι ὀφθαλμοί τῆς διανοίας (cf. Buttmann, § 145,6), τῆς καρδίας (as in Clement of Rome, 1 Corinthians 36,2 [ET]), ibid. G L T Tr WH; ἐν ὀφθαλμοῖς τίνος (פּ בְּעֵינֵי (cf. Buttmann, § 146,1at the end)), in the judgment (cf. our view) of one, οὐκ ἐστι τί ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν τίνος, to neglect a thing (cf. our leave, put, out of sight), γυμνόν ἐστι τί τοῖς ὀφθαλμοῖς τίνος (see γυμνός, 2a.), οἱ ὀφθαλμοί τοῦ κυρίου ἐπί δικαίους (namely, επι((or απο() βλέπουσιν, which is added in ὀφθαλμός occurs may be found under ἀνοίγω, p. 48{b}, ἁπλοῦς, διανοίγω 1, ἐξορύσσω 1, ἐπαίρω, p. 228^a, καμμύω, μοιχαλίς a., προγράφω2

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀφθαλμός)
1. το όργανο της όρασης, το μάτι
2. μικρό φύμα του φυτικού βλαστού το οποίο αναπτύσσεται σε νέο βλαστό ή άνθος («πλείονες ἂν οἱ ὀφθαλμοὶ κατὰ γῆς εἶεν», Ξεν.)
3. αρχιτ. καθένα από τα μικρά σφαιρώματα στα οποία καταλήγουν οι έλικες του ιωνικού κιονοκράνου
4. παροιμ. φρ. α) «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος» — λέγεται για αντεκδίκηση με ανταπόδοση ακριβώς τών ίσων
β) «ἔστι Δίκης ὀφθαλμὸς ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ» — κανένα αδίκημα δεν παραμένει ατιμώρητο
νεοελλ.
1. (τυπογρ.) το άνω μέρος του ανάγλυφου τμήματος ενός τυπογραφικού στοιχείου, δηλ. το μέρος εκείνο του τυπογραφικού στοιχείου το οποίο μελανώνεται και τυπώνει στο χαρτί
2. συν. στον πληθ. οι οφθαλμοί
ναυτ. άλλη ονομασία για τα όκια του πλοίου
3. φρ. α) «γυμνός οφθαλμός» — ο οφθαλμός μόνος του, χωρίς τη βοήθεια κάποιου οπτικού οργάνου
β) «τεχνητός οφθαλμός» — όργανο που χρησιμοποιείται για αντικατάσταση του οφθαλμού
γ) «έχω προ τών οφθαλμών μου» ή «έχω υπό τους οφθαλμούς μου» — έχω μπροστά μου, κάτω από τα μάτια μου
δ) «εν ριπή οφθαλμού» — αμέσως, στη στιγμή
ε) «αποστρέφω τους οφθαλμούς» — δεν θέλω ή δεν μπορώ να ατενίσω κάποιον κατά πρόσωπο
αρχ.
1. αυτός που κυριαρχεί ή που κυβερνά ή ο δεσπότης
2. καθετί το πολυτιμότατο και άριστο («ποθέω στρατιᾱς ὀφθαλμὸν ἐμᾱς», Πίνδ.)
3. φως, αποκάλυψημέγας γ' ὀφθαλμὸς οἱ πατρὸς τάφοι», Σοφ.)
4. χειρουργικός επίδεσμος που κάλυπτε το ένα ή και τα δύο μάτια
5. το σημείο από το οποίο αναβλύζει το νερό της πηγής
6. φρ. α) «ἐν ὀφθαλμοῖς» ή «κατ' ὀφθαλμούς» ή «ε(ἰ)ς ὀφθαλμούς» — ενώπιον κάποιου, κατά πρόσωπο
β) «ὀφθαλμὸς οἴκων» — ο βασιλέας
γ) «ὀφθαλμὸς βασιλέως» — κατάσκοπος του βασιλέως
δ) «ἑσπέρας ὀφθαλμός» ή «νυκτὸς ὀφθαλμός» — η σελήνη
ε) «ουράνιος οφθαλμός» — ο ήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. λ. όπωπα.
ΠΑΡ. οφθαλμία, οφθαλμίδιο(ν), οφθαλμικός, οφθαλμίτις(-ιδα.)
αρχ.
οφθαλμηδόν, οφθαλμίας, οφθάλμιος
αρχ.-μσν.
οφθαλμίζω
μσν.
οφθαλμιαίος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οφθαλμοειδής, οφθαλμοφανής
αρχ.
οφθαλμοβόλος, οφθαλμοβόρος, οφθαλμοδουλεία, οφθαλμόδουλος, οφθαλμοπλανία, οφθαλμοπόνος, οφθαλμορρεπής, οφθαλμόσοφος, οφθαλμοστατήρ, οφθαλμότεγκτος, οφθαλμωρύχος
μσν.
οφθαλμοκλέπτης
νεοελλ.
οφθαλμαλγία, οφθαλμαντίδραση, οφθαλμαπάτη, οφθαλμεκτομία, οφθαλμιατρείο, οφθαλμίατρος, οφθαλμοβλεφαρικός, οφθαλμοβολή, οφθαλμογραφία, οφθαλμοδυναμόμετρο, οφθαλμόζωο, οφθαλμοκαρδιακός, οφθαλμοκήλη, οφθαλμοκονίαση, οφθαλμόλιθοι, οφθαλμολογία, οφθαλμολόγος, οφθαλμομαλακία, οφθαλμομετρία, οφθαλμόμετρο, οφθαλμοπάθεια, οφθαλμοπληγία, οφθαλμοπορνεία, οφθαλμοπόρνος, οφθαλμορραγία, οφθαλμόσαυρος, οφθαλμοσκοπία, οφθαλμοσκόπιο, οφθαλμοστάτης, οφθαλμοστρόφος, οφθαλμοτομία, οφθαλμοτονόμετρο, οφθαλμοτρόπιο, οφθαλμωδυνία. (Β' συνθετικό) γλαυκόφθαλμος, εξόφθαλμος, ετερόφθαλμος, λαγώφθαλμος, λοξόφθαλμος, μεγαλόφθαλμος, μελανόφθαλμος, μικρόφθαλμος, μονόφθαλμος, πολυόφθαλμος
αρχ.
αιγόφθαλμος, αιλουρόφθαλμος, αιωνόφθαλμος, αραιόφθαλμος, γερανόφθαλμος, γοργόφθαλμος, ενόφθαλμος, ηδυόφθαλμος, κοιλόφθαλμος, λαγ(ω)όφθαλμος, λαμπρόφθαλμος, λευκόφθαλμος, λυκόφθαλμος, μαλακόφθαλμος, μεσόφθαλμος, μυριόφθαλμος, πλατυόφθαλμος, πονηρόφθαλμος, πυκνόφθαλμος, ριψόφθαλμος, σκληρόφθαλμος, στερνόφθαλμος, ταυρόφθαλμος, τετρόφθαλμος, τριόφθαλμος, τρυφερόφθαλμος, υγρόφθαλμος, υψηλόφθαλμος, υψόφθαλμος, φοβερόφθαλμος, χαρωπόφθαλμος, ψωρόφθαλμος, ωραιόφθαλμος
νεοελλ.
αγριόφθαλμος, γαλανόφθαλμος, διόφθαλμος, καστανόφθαλμος, κοντόφθαλμος, κυανόφθαλμος, μακρόφθαλμος, φαιόφθαλμος, φλογόφθαλμος].

Greek Monotonic

ὀφθαλμός: -οῦ, ὁ (από √ΟΠ, ρίζα των ὄψ-ομαι, ὀφ-θῆναι),
I. οφθαλμός, μάτι, κυρίως στον πληθ., σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐλθεῖν ἐς ὀφθαλμούς τινος, έρχομαι ενώπιον κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐνὀφθαλμοῖσίν τινος, μπροστά στα μάτια κάποιου, Λατ. in oculis, σε Όμηρ., Αττ.· πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν, σε Αισχίν.· ἐξ ὀφθαλμῶν, εκτός του οπτικού πεδίου κάποιου, σε Ηρόδ.· κατ'ὀφθαλμούς, κατά πρόσωπο με κάποιον, σε Αριστοφ.
II. στον ενικ., το μάτι του κυβερνήτη ή του ηγεμόνα· πάντα ἰδὼν Διὸς ὀφθαλμός, σε Ησίοδ.· ομοίως, ο βασιλιάς αποκαλείται ὀφθαλμὸς οἴκων, σε Αισχύλ.· και στην Περσία, ὀφθαλμὸς βασιλέως, το μάτι του βασιλιά, λεγόταν ένας έμπιστος αξιωματούχος, μέσω του οποίου επέβλεπε τους υπηκόους του, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
III. ἑσπέρας ὀφθαλμός, νυκτὸς ὀφθαλμός, λέγεται για το φεγγάρι, σε Πίνδ.
IV.ο πιο προσφιλής, ο πιο αγαπητός, ο καλύτερος, καθώς τα μάτια είναι το πολυτιμότερο όργανο του σώματος· ὀφθαλμὸς Σικελίας, σε Πίνδ.· μέγας ὀφθαλμός, μεγάλη ευμάρεια, σε Σοφ.
V. οφθαλμός, μπόλι, μπουμπούκι ή ανθός ενός φυτού ή ενός δέντρου, σε Ξεν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: eye (Il.).
Other forms: Boeot. ὄκταλλος, Epid. Lac. ὀπτίλ(λ)ος.
Compounds: Often as 2. member, e.g. μον-όφθαλμος (μουν-) with a single eye, one-eyed (Hdt., Plb., Str.), ἑτερ-όφθαλμος bereft of one eye (D., Arist.); also as 1. member, e.g. ὀφθαλμ-ωρύχος digging out the eyes (A.).
Derivatives: 1. ὀφθαλμ-ίδιον n. dimin. (Ar.); 2. -ία, Ion. -ίη f. eye-disease (s. Scheller Oxytonierung 42f.) with -ιάω suffering from an eye-disease (IA.), with -ίασις f. (Plu., H.); 3. -ίας m. name of a kind of eagle (Lyc.), also of a fish (Plaut.; because of the fixed glance, Strömberg Fischnamen 42); 4. -ικός belonging to the eyes, m. eye-doctor (Gal., Dsc.); 5. -ηδόν like eyes (gloss.). -- 6. Verbs ὀφθαλμίζομαι to be inoculated (Thphr.), to suffer from ὀ-ία (Plu.); with prep. ἐν-ὀφθαλμ-ίζω to inoculate (Thphr.), -ίζομαι pass. (Delos) with -ισμός (Thphr.); also -ιάζομαι (Plu.); ἐξ-οφθαλμ-ιάζω to disregard, to disparage (pap. IVp); ἐπ-οφθαλμ-ίζω (Pherecyd., Plu.), -ιάω (Plu., pap. IIIp), -έω (pap. IVp) to ogle, to peep at.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Understandably the word has been derived from the root ὀπ- see. Variants are Boeot. ὄκταλλος, Epid. Lac. ὀπτίλ(λ)ος. The group κτ : πτ : φθ ("mit altem κτ [but see below], analogischem πτ und expressivem φθ" (Frisk) [Schwyzer 299 bzw. Benveniste Origines 48]?) has been connected with the group kṣ in Skt. ákṣi eye Schwyzer 317 w. lit.). With the suppletive n-stem e.g. in gen. akṣ-ṇ-ás the l-stem in ὀφθ-αλ-μός would correspond (Specht 351n.1). "Die lautlichen Einzelheiten sind indessen nicht endgültig und eindeutig aufgeklärt" (Frisk). An IE laibo-velar before consonat became a labial, Lejeune Phonét. $ 42, so Frisks "mit altem κτ" is wrong. The rise of -αλ(λ)- cannot be explained from IE. The repeated attempts, to explain ὀφθαλμός as a compound, are all wrong (to θάλαμος Brugmann, s. Bq and WP. 1, 864). The variation cannot well be explained as IE, nor can the formation of ὀφθαλμός. ὄκταλλος has a Pre-Greek suffix, Beekes FS Kortlandt.; already Devel. 193); it continues a palatalized l (i.e. *ly, which was represented as a geminate). This leads to a PGr. reconstruction *akʷt-aly-(m)- (with *a- = (ο) before the labiovelar). Here the labiovelar could become a labial, but the labial element could also be ignored, which gave ὀκτ-. Aspiration was not phonemic in Pre-Greek, hence the variant ὀφθ- is unproblematic. In ὀπτίλ(λ)ος apparently the (second) *a became i through the following labialized consonant. The fact that PGr. *akʷ- strongly resembles IE *h₃ekʷ- is a mere coincidence, an accident that may be expected to occur here and there. -- Note the expressive geminate in ὄκκον ὀφθαλμόν H. (to Arm. akn? Meillet BSL 26, 15f.; s. also Lejeune Traité de phon. 72 n. 1); this word may well be of IE origin. -- For words derived from the IE root ὀπ- see, s. ὄμμα, ὄσσε, ὄπωπα; cf. WP. 1, 169ff., Pok. 775ff., W.-Hofmann s. oculus etc.

Middle Liddell

ὀφθαλμός, οῦ, ὁ, [from !οπ, Root of ὄψομαι, ὀφθῆναι
I. the eye, mostly in plural, Hom., etc.; ἐλθεῖν ἐς ὀφθαλμούς τινος to come before one's eyes, Il.; ἐν ὀφθαλμοῖσιν before one's eyes, Lat. in oculis, Hom., Attic; πρὸ τῶν ὀφθ. Aeschin.; ἐξ ὀφθαλμῶν out of one's sight, Hdt.; κατ' ὀφθαλμούς to one's face, Ar.
II. in sg. the eye of a master or ruler, πάντα ἰδὼν Διὸς ὀφθ. Hes.; so a king is called ὀφθ. οἴκων Aesch.; and in Persia ὀφθαλμὸς βασιλέως, the king's eye, was a confidential officer, through whom he beheld his subjects, Hdt., Ar., etc.
III. ἑσπέρας ὀφθ., νυκτὸς ὀφθ., of the moon, Pind.
IV. the dearest, best, as the eye is the most precious part of the body, ὀφθαλμὸς Σικελίας Pind.; μέγας ὀφθαλμός a great comfort, Soph.
V. the eye or bud of a plant or tree, Xen.

Frisk Etymology German

ὀφθαλμός: {ophthalmós}
Grammar: m.
Meaning: Auge (seit Il.).
Composita : Oft als Hinterglied, z.B. μονόφθαλμος (μουν-) mit einem einzigen Auge, einäugig (Hdt., Plb., Str. usw.), ἑτερόφθαλμος des einen Auges beraubt (D., Arist. u.a.); auch als Vorderglied, z.B. ὀφθαλμωρύχος die Augen ausgrabend (A.).
Derivative: Davon 1. ὀφθαλμίδιον n. Demin. (Ar.); 2. -ία, ion. -ίη f. Augenkrankheit (s. Scheller Oxytonierung 42f.) mit -ιάω ‘an einer A. leiden’ (ion. att.), wovon -ίασις f. (Plu., H.); 3. -ίας m. N. einer Adlerart (Lyk.), auch eines Fisches (Plaut.; wegen des starren Blickes, Strömberg Fischnamen 42); 4. -ικός zu den Augen gehörend, m. Augenarzt (Gal., Dsk. u.a.); 5. -ηδόν augenweise (Gloss.). —6. Verba. ὀφθαλμίζομαι okuliert werden (Thphr.), an ὀία leiden (Plu.); mit Präp. ἐνὀφθαλμίζω okulieren (Thphr. u.a.), -ίζομαι Pass. (Delos) mit -ισμός (Thphr. u.a.); auch -ιάζομαι (Plu.); ἐξοφθαλμιάζω außer acht lassen, geringschätzen (Pap.IVp); ἐποφθαλμίζω (Pherekyd., Plu.), -ιάω (Plu., Pap. IIIp u.a.), -έω (Pap.IVp u.a.) beäugeln, anschielen.
Etymology : Wegen der Bildung ist ὀφθαλμός als ein primäres Verbalnomen *’das Blicken, das Sehen’ (vgl. ὄμμα) aufzufassen, sofern es nicht seinen Ausgang von einem anderen Nomen bezogen hat (vgl. Schwyzer 492 A. 7; noch anders Specht KZ 62, 210ff.). Über *ὀφθάλλομαι (vgl. ἰνδαλμός, ἴνδαλμα : ἰνδάλλομαι; s.d.) gelangt man zu einem Nomen *ὄφθαλ(λ)ος, das sich als eine lautliche Variante zu böot. ὄκταλλος, epid.lak. ὀπτίλ(λ)ος bietet. Die Gruppe κτ : πτ : φθ (mit altem κτ, analogischem πτ und expressivem φθ [Schwyzer 299 bzw. Benveniste Origines 48]?) wurde schon längst mit der Gruppe kṣ in aind. ákṣi Auge in Verbindung gebracht Schwyzer 317 m. Lit.); anders, wenig glaubhaft, Specht Ursprung 240 (s ~ t alter Wechsel), 254 (θ = idg. th). Mit dem suppletivischen n-Stamm z.B. im Gen. akṣ--ás, Plur. akṣ-ā́ṇ-i kann der l-Stamm in ὀφθαλμός usw. korrespondieren (Specht 351A.1). Die lautlichen Einzelheiten sind indessen nicht endgültig und eindeutig aufgeklärt; zu bemerken noch die expressive Geminata in ὄκκον· ὀφθαλμόν H. (zu arm. akn? Meillet BSL 26, 15f.; s. auch Lejeune Traité de phon. 72 A. 1). Laryngalbetrachtungen von Hamp Word 9, 139, Deroy Ant. class. 23, 314. Die wiederholten Versuche, ὀφθαλμός als Kompositum zu erklären, sind alle verfehlt (zu θάλαμος Brugmann, s. Bq und WP. 1, 864; zu θάλλω blühen Strömberg Wortstud. 56). — Weitere Vertreter des alten Wortes für Auge, sehen s. ὄμμα, ὄσσε, ὄπωπα; dazu WP. 1, 169ff., Pok. 775ff., W.-Hofmann s. oculus usw. usw.
Page 2,452-453

Chinese

原文音譯:ÑfqalmÒj 哦弗他而摩士
詞類次數:名詞(102)
原文字根:觀看(者) 相當於: (עֹונָה‎ / עַיִן‎)
字義溯源:眼睛,眼,目,眼目,眼中,眼前;源自(ὀπτάνομαι)*=注視)。眼睛是審判的象徵,就如:以眼還眼( 太5:38);自己眼中有梁木,怎能對你弟兄說,容我去掉你眼中的刺呢( 太7:4)。眼睛也是引誘人犯罪的媒介,因此主耶穌說,若是你的右眼叫你跌倒,就剜出來丟掉;寧可失去百體中的一體,不叫全身丟在地獄裏( 太5:29)。眼睛就是全身的燈,你眼睛若瞭亮,全身就光明( 太6:22)
同源字:1) (μονόφθαλμος)一只眼的 2) (ὀφθαλμοδουλία)眼前事奉 3) (ὀφθαλμός)眼睛比較: (ὄμμα)=眼界
出現次數:總共(101);太(25);可(7);路(17);約(18);徒(7);羅(3);林前(5);加(2);弗(1);來(1);彼前(1);彼後(1);約壹(3);啓(10)
譯字彙編
1) 眼睛(54) 太6:22; 太6:22; 太6:23; 太9:29; 太9:30; 太13:15; 太13:15; 太13:16; 太17:8; 太18:9; 太20:33; 太20:34; 太26:43; 可8:18; 可8:25; 可14:40; 路2:30; 路4:20; 路6:20; 路10:23; 路11:34; 路11:34; 路24:16; 路24:31; 約4:35; 約9:10; 約9:11; 約9:14; 約9:15; 約9:17; 約9:21; 約9:26; 約9:30; 約9:32; 約10:21; 約11:37; 約12:40; 約12:40; 約17:1; 徒9:8; 徒9:18; 徒9:40; 徒26:18; 徒28:27; 徒28:27; 羅11:8; 羅11:10; 加4:15; 弗1:18; 約壹2:11; 啓3:18; 啓4:6; 啓4:8; 啓19:12;
2) 眼(36) 太5:29; 太5:38; 太5:38; 太7:3; 太7:3; 太7:4; 太7:4; 太7:5; 太7:5; 太18:9; 太20:15; 太21:42; 可7:22; 可9:47; 可9:47; 可12:11; 路6:41; 路6:41; 路6:42; 路6:42; 路6:42; 路19:42; 約9:6; 徒1:9; 羅3:18; 林前2:9; 林前12:16; 林前12:17; 林前12:21; 林前15:52; 加3:1; 彼前3:12; 約壹1:1; 啓5:6; 啓7:17; 啓21:4;
3) 目(5) 路16:23; 路18:13; 約6:5; 約11:41; 啓1:7;
4) 眼目(3) 約壹2:16; 啓1:14; 啓2:18;
5) 那些眼睛(1) 彼後2:14;
6) 眼前(1) 來4:13;
7) 眼中(1) 路6:42

English (Woodhouse)

eye, face

Mantoulidis Etymological

(=μάτι). Ἀπό θέμα οπ- τοῦ ὁράω -ῶ + θαλμός (θάλαμος). Ἀρχικά ἦταν ὀπθαλμός → ὀφθαλμός. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ὁράω -ῶ. Παράγωγα τοῦ ὀφθαλμός: ὀφθαλμία (=πονόματος), ὀφθαλμίας (ὀξυδερκής), ὀφθαλμιάω (=πάσχω ἀπό πονόματο, βλέπω μέ φθόνο), ὀφθαλμικός, ὀφθαλμοφανής, ὀφθαλμωρύχος (=αὐτός πού βγάζει τά μάτια), ὀφθαλμότεγκτος (τέγγω) (=αὐτός πού βρέχει τά μάτια).

Léxico de magia

ojo usado en las prácticas de búho λαβὼν στέαρ ἢ ὀφθαλμὸν νυκτίβαυ καὶ κύλισμα κανθάρου ... λειοτριβήσας πάντα toma grasa o el ojo de un búho y la pelota de un escarabajo y machácalo todo P I 223 de mono λαβὼν πιθήκου ὀφθαλμὸν ἢ νέκυος βιοθανάτου καὶ βοτὰνην ἀγλαοφωτίδος toma el ojo de un mono o de un muerto de forma violenta y una planta de peonia P I 248 de lobo ἔστιν δὲ τὸ ἐπίθυμα λύκου ὀ., στύραξ, κιννάμωμον, βδέλλα καὶ ὅτι ἔντιμον ἐν τοῖς ἀρώμασι la ofrenda consiste en ojo de lobo (prob. una planta) estoraque, cinamomo, bálsamo y lo que hay más apreciado de entre las plantas aromáticas P I 285 de murciélago λαβὼν νυκτερίδος ὀφθαλμοὺς ζῶσαν αὐτὴν ἀπόλυσον toma los ojos de un murciélago hembra y déjalo ir con vida P IV 2944 de un perro modelado λαβὼν βελόνην διείρων τὴν οὐσίαν εἰς αὐτὴν τὴν βελόνην, διεῖρον διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ κυναρίου toma una aguja, pasa por ella la entidad y métela por los ojos del perrito P IV 2950 como símbolo de dioses σου τὰ ἄνθη ἐστὶν ὁ ὀ. τοῦ Ὥρου tus flores son el ojo de Horus (ref. a una planta) P IV 2995 P IV 2984 σίναπι, οὐκ εἶ σίναπι, ἀλλὰ <ὁ> ὀφθαλμὸς τοῦ Aἰῶνος, τὰ ἔντερα τοῦ ταύρου mostaza, no eres mostaza sino el ojo del Eón, los intestinos de un toro SM 95re 17 como nombre secreto αἷμα ὀφθαλμοῦ· ἀκακαλλίδα sangre de ojo: agalla de tamarisco P XII 421

Lexicon Thucydideum

oculus, eye, 2.49.2, 2.49.8.

Translations

Aasax: ila-t; Abau: nene; Abkhaz: а-ла; Adyghe: нэ; Afrikaans: oog; Aguaruna: hii; Ainu: シㇰ; Aiton: တႃ; Akan: ani; Akkadian: 𒅆; Albanian: sy; Aleut: dax̂; Alviri-Vidari Vidari: چیشم‎; Amharic: ዐይን; Apache Western Apache: bidáá; Apalaí: onu; Arabic: عَيْن‎; Egyptian Arabic: عين‎, عنيين‎ du, no proper plural; Gulf Arabic:‎; Hijazi Arabic: عين‎; Iraqi Arabic: عين‎; Lebanese Arabic: عين‎; Moroccan Arabic: عين‎; Aragonese: güello, uello; Aramaic Classical Syriac: ܥܝܢܐ‎; Jewish Babylonian Aramaic: עֵינָא‎; Archi: лур; Armenian: աչք; Old Armenian: ակն, աչք; Aromanian: oclju; Assamese: চকু, আঁখি; Asturian: güeyu; Avar: бер; Aymara: naira; Azerbaijani: göz; Bahnar: măt; Bakhtiari: تی‎, تە‎; Balinese: mata, aksa; Baluchi: چم‎, چھم‎, تیلگ‎; Bambara: ɲɛ̀; Bashkir: күҙ; Basque: begi; Bats: ბჵარკ, ბωარკ; Bau Bidayuh: boton; Belarusian: вока; Bengali: চোখ, নয়ন, আঁখি; Bonan: nedong; Borôro: joku; Bouyei: dal, fusdal, legdal, ndanldal; Breton: lagad, daoulagad; Bulgarian: око; Burmese: မျက်စိ; Buryat: нюдэн; Catalan: ull; Cebuano: mata; Central Dusun: mato; Central Melanau: mata; Chamicuro: ojki; Chechen: бӏаьрг; Chepang: मीक्‌; Cherokee: ᎠᎦᏙᎵ; Chichewa: diso; Chinese Cantonese: 眼, 眼睛; Dungan: нянҗин; Hakka: 目珠; Jin: 眼睛; Literary Chinese: 目; Mandarin: 眼睛, 眼; Min Dong: 目, 目睭; Min Nan: 目, 目睭; Wu: 眼睛, 眼; Chut: mə̆àt⁸; Chuvash: куҫ; Classical Nahuatl: īxtli; Coptic Bohairic: ⲃⲁⲗ, ⲓⲉⲣ, ⲓⲁⲧ; Sahidic: ⲃⲁⲗ, ⲉⲓⲉⲣ, ⲉⲓⲁⲧ; Cornish: lagas; Crimean Tatar: köz; Czech: oko; Dalmatian: uaclo, vaclo; Danish: øje; Darkinjung: mikkang; Dhivehi: ލޮަ‎; Dolgan: карак; Dongxiang: nudung; Drung: meq; Dutch: oog, kijker, gezichtsorgaan, oculus; Dzongkha: མིག་ཏོ; Eastern Eastern Cham: ꨟꨓꨩ; Eblaite: 𒀀𒈾𒈾; Erzya: сельме; Esperanto: okulo; Estonian: silm; Evenki: эса; Ewe: ŋku; Extremaduran: ohu; Fala: ollu; Faroese: eyga; Fijian: mata; Finnish: silmä; Franco-Provençal: uey; French: œil; Friulian: voli; Fula: yitere; Gagauz: göz; Galibi Carib: onu; Galician: ollo; Gamilaraay: mil; Georgian: თვალი; German: Auge; Alemannic German: Aug; Geser-Gorom: mata; Gilbertese: mata; Gothic: 𐌰𐌿𐌲𐍉; Greek: μάτι, οφθαλμός, όμμα, ομμάτιον; Ancient Greek: ὀφθαλμός, ὄμμα, ὤψ, ὄσσε; Greenlandic: isi; Guaraní: resa, tesa; Gujarati: આંખ, નેણ; Gutnish: auga; Guugu Yimidhirr: miil, walgul; Haitian Creole: je; Hausa: idṑ, ijiya; Hawaiian: maka; Hebrew: עַיִן‎; Herero: eho; Hindi: आँख, नैन, नेत्र, नयन, लोचन, चक्षु, अक्षि, नैना, चश्म, ऐन; Hungarian: szem; Iban: mata; Icelandic: auga; Ido: okulo; Igbo: anya; Ilocano: mata; Inari Sami: čalme; Indonesian: mata; Ingrian: silmä; Ingush: бӏарг; Interlingua: oculo; Inuktitut: ᐃᔨ; Inupiaq: iri; Irish: súil; Old Irish: súil; Istriot: uocio; Italian: occhio; Iu Mien:'zing; Japanese: 目, 眼; Jarai: mơta; Javanese: mripat, ꦩꦠ; Old Javanese: mata; Jingpho: myi; Kabuverdianu: odju; Kabyle: tiṭ; Kala Lagaw Kalenjin: konyak; Kalmyk: нүдн; Kannada: ಕಣ್ಣು; Kanuri: shim; Kapampangan: mata; Kaqchikel: aq'awach; Karachay-Balkar: кёз; Karakalpak: ko'z; Karelian: silmä; Karok: yúup; Kashmiri: أچھ‎, چٔشِم‎, نیٔتھٕر‎; Kashubian: òkò; Kaurna: miina; Kavalan: mata; Kazakh: көз; Khakas: харах; Khasi: khmat; Khmer: ភ្នែក; Khoekhoe: mûs; Kikuyu: riitho, maitho; Komi-Permyak: син; Kongo: disu; Konkani: दोळो; Korean: 눈; Koryak: лылалӈын; Kumyk: гёз; Kurdish Central Kurdish: چاو‎; Laki: چەم‎; Northern Kurdish: çav; Southern Kurdish: چاو‎, چەو‎; Kyrgyz: көз; Ladin: uedl; Lakota: ištá; Laboya: mata; Lao: ຕາ; Latgalian: acs; Latin: oculus; Latvian: acs; Laz: toli, თოლი; Lezgi: вил; Ligurian: éuggio; Lingala: liso; Lithuanian: akis; Livonian: sīlma; Livvi: silmy; Lombard: occ, öcc; Low German: Oog; Luganda: liiso; Luhya: chimoni, emoni; Luiseño: tíiwilash; Lun Bawang: mateh; Luo: wang'; Luxembourgish: A; Lü: ᦎᦱ; Maasai: enkong'u; Macedonian: око; Malagasy: maso; Malay Jawi: مات‎, عين‎; Rumi: mata, ain; Malayalam: കണ്ണ്, നേത്രം; Maltese: għajn; Manchu: ᠶᠠᠰᠠ; Mandinka: ñaa; Mang: mat⁷; Manx: sooill; Maori: mata, karu, kaikamo; Marathi: डोळा, नयन, चक्षु; Mari Eastern Mari: шинча; Martuthunira: paniya, thurla; Mingrelian: თოლი; Mirandese: uolho; Mogholi: nodun, nüdün; Moksha: сельме; Mon: မတ်; Old Mon: mɔt; Mongolian: нүд; Muong: mặt; Mwani: riso; Nahuatl: ixtli, ixtelolohtli; Nanai: исал, насал, нисала, ӈасар; Nauruan: eme; Navajo: anááʼ; Neapolitan: uocchio; Nepali: आँखा; Newar: mi khā; Niuean: mata; Nobiin Fadicca: مانج; Kenzi: مسي; Nogai: коьз; Norman: yi; North Frisian: uug; Northern Amami-Oshima: 目; Northern Thai: ᨲᩣ; Norwegian Bokmål: øye; Nynorsk: auge, auga; Nuer: waŋ; Occitan: uèlh; Ojibwe: nishkiinzhig; Okinawan: 目; Old Church Slavonic Cyrillic: око; Glagolitic: ⱁⰽⱁ; Old East Slavic: око; Old English: ēage; Old Norse: øgha, auga; Old Occitan: olh; Old Prussian: ackis; Oriya: ଆଖି; Oromo: ija; Ossetian: цӕст; Ottoman Turkish: عین‎, چشم‎, عیون‎, چشمان‎, گوز‎; Pa'o Karen: မဲ့; Pacoh: mát; Palauan: mad; Pali: akkhi; Pashto: سترګه‎; Pennsylvania German: Aag; Persian: چشم‎; Phoenician: 𐤏𐤍‎, 𐤏𐤉𐤍‎; Piedmontese: euj; Pipil: -ish, -ix; Pitjantjatjara: kuṟu; Plautdietsch: Uag; Polabian: våťü; Polish: oko; Portuguese: olho; Powhatan: meskinsek; neskinsek; keskinsek; Punjabi: ਅੱਖ; Quechua: ñawi; Rajasthani: आंखड़ल्यां; Rapa Nui: mata; Rawang: ne; Rohingya: suk; Romani: jakh; Romanian: ochi; Romansch: egl, îgl, îl, ögl; Russian: глаз, око; Rusyn: око; Rutul: ул; Rwanda-Rundi: jisho, ijisho; S'gaw Karen: မဲာ်; Sami Inari: čalme; Kildin: чалльм; Lule: tjalmme; Northern: čalbmi; Skolt: čâʹlmm; Southern: tjelmie, tjälmie; Samoan: mata; Samogitian: akis; Sanskrit: नेत्र, नयन, लोचन, चक्षुष्, अक्षि; Santali: ᱢᱮᱫ; Sardinian: ociu, oclu, ocru, ogiu, oglu; Campidanese: ogu; Scottish Gaelic: sùil; Sebop: aten; Serbo-Croatian: glaz; Cyrillic: о̏ко; Roman: ȍko; Shan: တႃ; Shona: ziso; Shor: қарақ; Sichuan Yi: ꑓ; Sicilian: occhiu; Silesian: uoko; Sindhi: اک‎, अख; Sinhalese: ඇස; Slovak: oko; Slovene: oko; Slovincian: vʉ̀ɵ̯kɵ; Somali: indo, il; Sorbian Lower Sorbian: woko; Upper Sorbian: woko; Sotho: leihlo; Southern Altai: кӧс; Southern Amami-Oshima: 目; Southern Spanish: ojo; Sranan Tongo: ai; Sumerian: 𒅆; Sundanese: panon, soca; Svan: თე; Swahili: jicho; Swazi: lî-só; Swedish: öga; Sylheti: ꠌꠃꠈ; Tagal Murut: mato; Tagalog: mata; Tahitian: mata; Tai Dam: ꪔꪱ; Tajik: чашм; Talysh: چم‎; Tamil: கண்; Tangut: 𗑉; Taos: cínemą; Tat: çüş; Tatar: күз; Telugu: కన్ను, నేత్రము; Tetum: matan; Thai: ตา; Tibetan: མིག, སྤྱན; Tigrinya: ዓይኒ; Timugon Murut: mato; Tiwi: -akirli-; Tocharian A: ak; Tocharian B: ek; Tofa: карак; Tok Pisin: ai; Tokelauan: mata; Toku-No-Shima: 目; Tol: nan; Tongan: mata; Tourangeau: gieuil; Tswana: leitlhô; Tupinambá: esá; Turkish: göz; Turkmen: göz; Tutelo: tasui; Tuvan: карак; Tzotzil: satil; Udi: пул; Udmurt: синь; Ugaritic: 𐎓𐎊𐎐; Ukrainian: око; Urdu: آنکھ‎, نین‎, نیتر‎; Uyghur: كۆز‎; Uzbek: koʻz; Venda: iṱo; Venetian: òcio; Vietnamese: mắt; Vilamovian: aojg; Volapük: log; Votic: silmä; Wallisian: mata; Walloon: ouy, iy; Wambaya: murlu; Waray-Waray: matá; Warlpiri: milpa; Welsh: llygad; West Coast Bajau: moto; West Frisian: each; White Hmong: muag; Winnebago: hišjasu; Wolof: bët; Xhosa: iliso; Yagara: mil; Yakut: харах; Yami: mata; Yiddish: אויג‎; Yoruba: ojú; Yucatec Maya: ich; Yup'ik: ii; Yámana: tala; Zazaki: çım, çim; Zealandic: oôge; Zhuang: da, ha, ra; Zulu: iso, ihlo; ǃXóõ: !ʻûĩ