ἡμι-
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
insep. Prefix, used in compos., half-. (Cf. Skt. sāmi-, Lat. semi-.)
Greek (Liddell-Scott)
ἡμῐ-: ἀχώριστον πρῶτον συνθετ. σημαῖνον τὸ ἥμισυ. (Ἡ ῥίζα τοῦ ἥμισυς· πρβλ. Σανσκρ. sâmi, Λατ. semi-, semis, Ἀρχ. Γερμ. sâmi. Ὁ Curt. σχετίζει τὸν τύπον μετὰ τοῦ Σανσκρ. sâma (ἴδε ἅμα), ἴσος, εἰς δύο ἴσα μέρη). - Πρβλ. Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατ. σ. 285.
Greek Monolingual
(AM ἡμι-)
αχώριστο πρόθημα ως α' συνθετικό λέξεων της αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο)
β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο, ανολοκλήρωτο (πρβλ. ημίεφθος, ημιθανής)
γ) ελαφρώς, λίγο (υποκορ. σημ.) (πρβλ. ημιάγριος, ημιδουλεία).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. λ. με βασική τη σημ. «μισό», που μαρτυρείται ήδη στον 'Ομηρο και διατηρείται μέχρι σήμερα. Το ημι-εμφανίζεται μόνο εν συνθέσει ως α' συνθετικό και αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. sāmi-, λατ. sēmi-, αρχ. άνω γερμ. sāmi-. Στις ίδιες γλώσσες μαρτυρούνται σύνθετα: αρχ. ινδ. sāmi-jiva = λατ. sēmi-vivus = αρχ. άνω γερμ. sāmi-queck με τη σημασία ημί-βιος. Υποστηρίζεται βάσιμα η ετυμολ. σχέση της ρίζας sēm- του ήμ(ι)- με τη ρίζα sēm- στην οποία ανάγεται το εἷς (βλ. λ. ένας). Στην περίπτωση αυτή το sēm- θα είναι η εκτεταμένη μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας sem-. To α' συνθετικό ἡμι- χρησιμοποιήθηκε πολύ στη νεώτερη επιστημονική ορολογία, ξένη (hemi-) και ελληνική.
ΣΥΝΘ. ημίαμβος, ημίανδρος, ημιβάρβαρος, ημίβραχυς, ημιγένειος, ημίγυμνος, ημιθανής, ημίθεος, ημίθραυστος, ημιθωράκιον, ημίκαυστος, ημίκλαστος, ημίκλειστος, ημικρανία, ημικρανικός, ημικυκλικός, ημικύκλιος, ημικυκλοειδής, ημικυκλοειδώς, ημίλευκος, ημιμαθής, ημιμέδιμνος, ημίμετρον, ημιμοίριον, ημιμόριον, ημίξηρος, ημιόδιος, ημιόλιος, ημιονηγός, ημιονικός, ημίονος, ημιπαίδευτος, ημιπηχυαίος, ημιπληγία, ημίπτωτος, ημιπύργιον, ημιρραγής, ημιρρόμβιον, ημιστίχιον, ημισφαίριον, ημιτελής, ημιτελώς, ημίτμητος, ημίτομος, ημιτονιαίος, ημιτόνιον, ημιτριβής, ημίφλεκτος, ημιφωνία, ημίφωνον, ημίφωνος, ημιχόριον, ημίχρυσος, ημίχωστος, ημίψυκτος, ημιωβόλιον, ημιώριον, ημίωρον, ημίωρος
αρχ.
ημιάγιος, ημιάγρυπνος, ημιάλφα, ημιαμβικός, ημιαμφόριον, ημιάνθρωπος, ημιάνωρ, ημιαρείζω, ημιάρειος, ημιαρούριον, ημιάρρην, ημιαρτάβιον, ημιάρταβος, ημιάρτιον, ημιασσάριον, ημιάστατον, ημιαστραγάλιον, ημιβαφής, ημίβιος, ημιβραχής, ημιβρεχής, ημίβροτος, ημίβροχος, ημιβρώς, ημίγαμος, ημιγενής, ημιγέρων, ημίγραφος, ημιγύναιξ, ημιγύναιος, ημίγυνος, ημιδαής, ημιδάικτος, ημιδακτυλιαίος, ημιδακτύλιον, ημιδαμής, ημιδανάκη, ημιδανάκιον, ημιδαπής, ημιδαρεικός, ημιδεής, ημίδελτα, ημιδέξιον, ημίδιμνον, ημιδιπλοΐδιον, ημιδουλεία, ημίδουλος, ημιδράκων, ημιδραχμιαίος, ημίδραχμον, ημιδωδέκατον, ημίειλος, ημιεκταΐδιον, ημιέκτειον, ημιέκτεων, ημιεκφανής, ημιέλλην, ημιεμκέφαλος, ημιεπής, ημιέργαστος, ημιεργής, ημίεργος, ημιέτης, ημίεφθος, ημιζύγιος, ημιζώνιον, ημίζωνον, ημίζωος, ημίζως, ημίηλος, ημιθαλής, ημίθαλπτος, ημιθέα, ημιθέαινα, ημιθήρ, ημιθήτα, ημιθνής, ημίθνητος, ημιιουδαίος, ημίιππος, ημικάδιον, ημίκακος, ημικάκως, ημικαλάθιον, ημίκενος, ημίκεντρος, ημικεραμία, ημικεραύνιος, ημικεφάλαιον, ημικέφαλον, ημικίριον, ημικλάδευτος, ημικλήριον, ημικλίβανος, ημίκλινον, ημικόγγιον, ημικοίπη, ημικόλλιον, ημίκοπος, ημίκοπτος, ημικόριον, ημίκορος, ημικοτύλη, ημικοτυλιαίος, ημικοτυλίειος, ημικοτύλιον, ημίκουρος, ημίκραιρα, ημικράνιος, ημίκρανον, ημικρής, ημικύαθος, ημικυκλιώδης, ημίκυκλος, ημικυκλώδης, ημικυλίνδριον, ημικύλινδρος, ημίκυνες, ημίκυπρον, ημικώνιον, ημίκῳον, ημιλάβιον, ημίλαγος, ημιλάμιον, ημίλαμπρος, ημιλάσταυρος, ημιλέπιστος, ημιλιτριαίος, ημιλίτριον, ημίλιτρον, ημίλουτος, ημιλοχία, ημιλόχιον, ημιλοχίτης, ημιμανής, ημιμάραντος, ημιμάσητος, ημιμέγιστον, ημιμεθής, ημιμέθυσος, ημιμείλιον, ημιμέριστος, ημίμεστος, ημίμηδος, ημιμηνιαίος, ημίμιτρον, ημιμναίον, ημιμοιριαίος, ημιμόχθηρος, ημίμυ, ημίνα, ημίναυλον, ημίναυον, ημινεοτελής, ημίνηρος, ημιξέστιον, ημιξύρητος, ημιοβόλιον, ημιόγδοον, ημιόδελος, ημιολιασμός, ημιολίζω, ημιολίς, ημιολίως, ημιόλκιον, ημιονάγριον, ημιόνειος, ημιόνιον, ημιονίς, ημιονίτης, ημιονόκουρος, ημίοπλος, ημίοπος, ημίοπτος, ημιουγκιαίος, ημιούγκιον, ημιπαγής, ημιπαθής, ημιπαχής, ημιπέλεκκον, ημιπέπανος, ημιπέπειρος, ημίπεπτος, ημιπέπων, ημιπέρσης, ημιπήχειον, ημιπήχυς, ημίπλαστος, ημίπλεθρον, ημίπλεκτος, ημίπλευρος, ημίπλεως, ημιπληγής, ημίπληξ, ημιπλήρης, ημιπλήρωτος, ημιπλίνθιον, ημίπλινθος, ημίπνικτος, ημίπνους, ημιποδιαίος, ημιπόδιον, ημιποίητος, ημίπολον, ημιπόνηρος, ημίπους, ημίπυρος, ημιπύρωτος, ημιρρηνιαία, ημιρρήνιον, ημιρρομβιαίος, ημιρρόπως, ημίρρυπος, ημισάκιον, ημισάλευτος, ημισαπής, ημισελήνιον, ημισίκλιον, ημίσικλον, ημίσκουτον, ημίσοφος, ημισπάθιον, ημισπάρακτος, ημισπιθαμιαίος, ημισπίθαμος, ημίσπονδος, ημισταδιαίος, ημιστάδιον, ημιστατήρ, ημιστάτηρον, ημίστομον, ημιστρατιώτης, ημιστρόγγυλος, ημιστροφείον, ημισφήκιον, ημίσχετος, ημισχέτως, ημίσχοινον, ημισωλήνιον, ημιταινίδιον, ημιταλαντιαίος, ημιτάλαντον, ημιτάριχος, ημιτέλεια, ημιτέλειος, ημιτελώ, ημιτεσσέριον, ημιτέταρτον, ημιτετράγωνος, ημιτέχνιον, ημιτίμιον, ημίτμηξ, ημιτμής, ημιτομίας, ημιτόμιον, ημίτραυλος, ημιτρής, ημιτρίγλυφος, ημιτρίγωνος, ημιτριταϊκός, ημιτριταίος, ημίτριτον, ημίτριψις, ημίτρωτος, ημιτύβιον, ημιτύλιον, ημιτύμβιον, ημιτυμπάνιστος, ημίυπνος, ημιύφαντος, ημιυφής, ημιφαής, ημιφάλακρος, ημιφανής, ημιφανώς, ημιφάριον, ημίφατος, ημίφαυλος, ημίφαυστος, ημίφι, ημιφόριον, ημιφόρμιον, ημίφρακτος, ημιφυής, ημιφωσώνιον, ημίχα, ημιχανής, ημίχιον, ημιχίτων, ημίχλωρος, ημιχοαίος, ημιχοείος, ημιχοινίκιον, ημιχοίνικος, ημιχοίνιξ, ημίχοιρον, ημοχολώδης, ημίχους, ημίχρηστος, ημίχρυσους, ημιχώνη, ημιχώριον, ημιψίλιον, ημίψυχος, ημιωβέλιον, ημιωβολιαίος, ημιώβολον, ημιώβολος, ημιωδέλιον, ημιωρία, ημιωριαίος
αρχ.-μσν.
ημιαμβείον, ημίθηλυς, ημίλεπτος, ημίξεστον, ημισφαγής, ημιτέλεστος, ημιψυγής
μσν.
ημιάνδριον, ημίγραμμον, ημιεκατοστή, ημιεκατοστιαίος, ημίζαρον, ημικατάλυτος, ημίκερκος, ημικλείς, ημικραίπαλος, ημίλεκτος, ημιμερής, ημιμόδιον, ημίνεκρος, ημίξενος, ημιτριβακός, ημίχριστος
μσν.- νεοελλ.
ημιπληξία, ημιπόδιος, ημίτραγος
νεοελλ.
ημιάγριος, ημιάζυγος, ημιαθέτωση, ημιακανθώδης, ημιακέφαλος, ημιαναισθησία, ημιαναίσθητος, ημιανατροφή, ημιανάταση, ημιανοίγω, ημιάνοικτος, ημιανοσμία, ημιανοψία, ημιαοψία, ημίαργο, ημιάργυρος, ημιαρειανοί, ημιάρθρωση, ημιατροφία, ημιαυτοματικός, ημιαυτόματος, ημιβασίδιοι, ημιβατικός, ημιγαλή, ημιγαμία, ημιγλήνια, ημιγονυπετής, ημίγοργο, ημίδεσμος, ημιδιάμετρος, ημιδιαφάνεια, ημιδιαφανής, ημιδιώροφος, ημιεδρία, ημιεδρικός, ημιέκταση, ημιελλειπτική, ημιέλυτρο, ημιεξάρτηση, ημιεπίσημος, ημίθαμνος, ημίθλαση, ημιθώρακας, ημικαντόνιο, ημίκαρπος, ημικατάκλιση, ημικελλουλόζαι, ημικίων, ημίκομβο, ημίκοσμος, ημικράτηση, ημικυριαρχία, ημικυρίαρχος, ημικυτταρίνη, ημιλαρχία, ημίλεμβος, ημιλεπιδωτός, ημίλουτρο, ημιμάθεια, ημιμάχιμος, ημιμελής, ημιμελία, ημιμελικός, ημιμετάβολος, ημιμέταλλα, ημιμόνιμος, ημιμορφία, ημιμορφίτης, ημιοικότροφος, ημιόκλαση, ημιονοστάσιο, ημιοψία, ημιπαράλυτος, ημιπαρασιτισμός, ημιπαράσιτο, ημιπαράφρων, ημιπάρθενος, ημίπαυση, ημιπελαγιανισμός, ημιπεριβολή, ημιπεριστροφικός, ημιπίθηκος, ημιπληγικός, ημίπληκτος, ημιπρηνής, ημιπρομαχώνας, ημίπτυχος, ημιπύροφις, ημίρραμφος, ημίσβεστος, ημισεληνοειδής, ημισέληνος, ημισκιά, ημισπασμός, ημίσπαστος, ημίσταυρος, ημιστερνίδιον ημίστερνον, ημιστηθαίον, ημιστήριξη, ημιστίχιο, ημιστρόφιον, ημίστροφος, ημιστύλιο, ημισφαιρικός, ημισφαιροειδής, ημίταγμα, ημιταξιαρχία, ημιταχώς, ημιτενοντώδης, ημιτοιχαρχία, ημιτονισμός, ημιτονοειδής, ημίτονο, ημίτονος, ημιτριώροφος, ημίτρομος, ημιτροπία, ημίτροπος, ημιυμενώδης, ημίφθορον, ημιφλεγής, ημίφως, ημιχορεία, ημιχρόνιο, ημίχρονο, ημιχώνιο, ημιωπία].
{{FriskDe
|ftr=ἡμι-: {hēmi-}
Meaning: ‘halb-’ (seit Il.).
Derivative: Davon 1. ἥμισυς (-τυς), eig. Subst. m. Hälfte (ὁ ἥμισυς τοῦ ἀριθμοῦ; pl. ἡμίσεις Φ 7), τὸ ἥμισυ (seit Il.; nach τὸ ὅλον), (Adj.) f. ἡμίσεια, epid., ther. ἡμίτεια (Brugmann Grundr.2 2, 1, 447). Auch in Kompp., z. B. ἡμισύτριτον n. drittehalb (Archil. 167), ἡμιτυεκτου (Gen.) [[ein halber ἑκτεύς (kret.). Durch regressive Assimilation ἥμυσυς (Erythrae Va usw.). Zu lesb. αἴμι(συς) Schwyzer 185 und 274. Durch Überführung in die ο-Stämme (Schwyzer 472) ἥμισσον n. Hälfte (aus -τϝον; dor. ark.). Denominative Verba ἡμισεύω halbieren mit ἡμίσευμα Hälfte (LXX u. a.), mit Aphärese μίσευμα ib. (Perga; Wilhelm Glotta 14, 75ff.); ἡμισιάζω ib. (Hero u. a.; vgl. die Verba auf -ιάζω Schwyzer 735). — 2. ἡμί̄να f. Hälfte (kret. kypr.; Bechtel Dial. 1, 448), auch als Maß (Sizilien; daraus lat. LW hēmīna); zur Bildung vgl. δωτί̄νη und Chantraine Formation 205, Schwyzer 491. — 3. ἡμίχα· ἡμιστατῆρα H.; vgl. δίχα. — Vgl. noch Schwyzer 434 und 599.
Etymology : Alter Ausdruck für ‘halb-’, auch in aind. sāmi-, lat. sēmi-, germ., z. B. ahd. sāmi- ib. erhalten. Die funktionelle Identität tritt in parallelen (nicht altererbten) Kompp. zutage: aind. sāmi-jīva- = lat. sēmi-vīvus, vgl. ἡμίβιος und ahd. sāmi-queck "halb-lebend", halbtot. Für den von Persson Beitr. 1, 144 vermuteten Zusammenhang mit *sem- eins (s. εἷς) hat Gonda Reflexions on the numerals one and two 35ff. neue Gründe beigebracht.
Page 1,636
}}