νοῦς: Difference between revisions
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νοῦς:''' ὁ, Αττ. συνηρ. αντί [[νόος]]. | |lsmtext='''νοῦς:''' ὁ, Αττ. συνηρ. αντί [[νόος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νοῦς:''' ὁ стяж. = [[νόος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A v. νόος.
Greek (Liddell-Scott)
νοῦς: ὁ, ἴδε ἐν λέξ νόος.
French (Bailly abrégé)
v. νόος.
English (Autenrieth)
see νόος.
English (Strong)
probably from the base of γινώσκω; the intellect, i.e. mind (divine or human; in thought, feeling, or will); by implication, meaning: mind, understanding. Compare ψυχή.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος)
1. η ικανότητα του νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών του ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ' ὦτα τον τε νοῡν τά τ' ὄμματ' εἶ», Σοφ.)
2. μεγάλη διανοητική ικανότητα, οξυδέρκεια, ευφυΐα
3. το αποτέλεσμα του νοεῑν, διανόημα, σκέψη (α. «άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος» — λέγεται στην περίπτωση που κάποιος κοπιάζει μάταια επειδή ενεργεί απερίσκεπτα, παροιμ.
β. «ο νους του πάει πάντα στο κακό»)
4. η αξιοποίηση της ικανότητας στη σκέψη με αποτελεσματικό και επιτυχημένο τρόπο, σύνεση, σωφροσύνη
5. φρ. α) «έχω τον νου μου σε κάτι ή σε κάποιον» ή «ἔχω νοῡν» — έχω στραμμένη την προσοχή μου σε κάτι ή σε κάποιον, προσέχω ή φροντίζω κάτι ή κάποιον (α. «έχε τον νου σου στα παιδιά μέχρι να γυρίσω από τα ψώνια» β. «ὅπως μὴ oἱ Ἀθηναῑοι πρὸς τὰς ὁλκάδας μᾱλλον, ἢ πρὸς τὰς τριήρεις, νοῡν ἔχωσιν», Θουκ.)
β) «έχω νου» ή «κέκτημαι νοῡν» — είμαι συνετός, σκέπτομαι σωστά και λογικά
γ) «έχω κατά νου» ή «έχω στον νου» ή «ἐν νόῳ ἔχω» — σκέπτομαι να κάνω κάτι, έχω σκοπό να κάνω κάτι («έν νόῳ ἔχουσα τείσεσθαι τὸν Κανδαύλεα», Ηρόδ.)
6. (σχετικά με λέξη ή φράση) σημασία, νόημα (α. «ποιος είναι ο νους του αρχαίου κειμένου;» β. «οὗτος ὁ νόος τοῡ ῥήματος», Ηρόδ.)
7. παροιμ. «νους υγιής εν σώματι υγιεί» — η διανοητική και σωματική ευεξία είναι αλληλένδετες
νεοελλ.
1. (φιλοσ.-ψυχολ.) το πλέγμα τών ικανοτήτων του ανθρώπου που συνδέονται με ενεργήματα όπως είναι η αντίληψη, η ανάμνηση, η μελέτη, η αξιολόγηση και η απόφαση και που ανακλώνται σε «γεγονότα» όπως είναι οι αισθήσεις, οι αντιλήψεις, οι συγκινήσεις, η μνήμη, οι επιθυμίες, διάφοροι τύποι συλλογισμού, κινήτρων, επιλογών, χαρακτηριστικών της προσωπικότητας καθώς και στο ασυνείδητο
2. άτομο με μεγάλη ικανότητα στη σκέψη, βαθυστόχαστος, έξυπνος
3. η διανοητική ενέργεια, ο τρόπος με τον οποίο ένα σύνολο ατόμων με ειδική παιδεία ή απασχόληση αντιλαμβάνεται και κρίνει τα πράγματα («πολιτικός νους»)
4. προαίσθηση
5. φαντασία
6. φρ. α) «κοινός νούς» — η ικανότητα του να σκέπτεται κανείς ορθά σύμφωνα με την κοινή αντίληψη
β) «λέω με τον νου μου» — σκέπτομαι, λογαριάζω
γ) «τον νου σου!» — πρόσεχε
δ) «νά 'χουμε τον νου μας» — να είμαστε προσεκτικοί
ε) «έχει νου και ανανού» — είναι ευφυέστατος, είναι τετραπέρατος
στ) «κοντά στον νου κι η γνώση» — είναι ευνόητο και συνετό
ζ) «κάνω όξω νου» — είμαι αμέριμνος
η) «όξω νου και πέρα βρέχει» — είμαι εντελώς αδιάφορος
θ) «δεν είσαι με τον νου σου» — δεν έχεις τα λογικά σου
ι) «βγάλ'το από τον νου σου» — πάψε να το συζητάς, δεν γίνεται («δεν πρόκειται να πάμε σινεμά σήμερα, βγαλ' το απ' τον νου σου»)
ια) «αποβγαίνω αχ' τον νου μου» — χάνω τα λογικά μου
ιβ) «βάζω με τον νου μου» ή «βάνω στον νου μου» — προτίθεμαι να κάνω κάτι, σκοπεύω να κάνω κάτι
ιγ) «βάνει ο νους μου πόθο σε κάποιον» — έχω ερωτευθεί, ποθώ κάποιον
ιδ) «κομπώνω τον νου μου» — αυταπατώμαι, ξεγελιέμαι
ιε) «σηκώνει ο νους μου» — τρελαίνομαι, χάνω τα λογικά μου
ιστ) «σηκώνω τον νου κάποιου»
i) καθιστώ κάποιον παράφρονα
ii) αφαιρώ από κάποιον τη δυνατότητα να σκεφθεί λογικά
iii) ξελογιάζω, ξεμυαλίζω κάποιον ερωτικά
ιζ) «σκορπίζω τον νού μου» ή «έχω τον νου μου σκορπιστό» — μέ απασχολούν ταυτόχρονα πολλές σκέψεις
ιη) «σκορπίζω (ή διασκορπίζω) τον νου κάποιου» — αφαιρώ τη φρόνηση και τη λογική από κάποιον
ιθ) «υπολαμβάνω τον νου μου» — σκέπτομαι, εξετάζω κάτι
κ) «έχω στον νου κάποιον (ή κάτι)» ή «φέρει ο νους μου κάποιον (ή κάτι)» — μού έρχεται κάτι στο μυαλό, ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι
κα) «φέρνει ο λογισμός στο (κατά) νου(ν)» — περνά μια σκέψη από το μυαλό μου
κβ) «χάνω τον νου μου»
i) ταράζομαι, αναστατώνομαι, σαστίζω, τά χάνω
ii) χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ
κγ) «ψηλώνει ο νους μου» — έχω μεγάλες φιλοδοξίες, στοχεύω πολύ ψηλά
κδ) «βάζω στον νου κάποιου κάτι» — υπενθυμίζω σε κάποιον κάτι
νεοελλ.-μσν.
1. γνώμη, απόφαση
2. τρόπος σκέψης, νοοτροπία
3. φρ. α) «ανοίγω τον νου κάποιου» — διαφωτίζω κάποιον
β) «βάνει (ή βάλλει) ο νους μου»
i) νοιάζομαι, σκέπτομαι
ii) φαντάζομαι, αναλογίζομαι
iii) υπολογίζω
iv) υποπτεύομαι
γ) «βάνω στον νου» — συνειδητοποιώ, κατανοώ
δ) «δίδει ο νους μου» — κάνω τη σκέψη
ε) «παίρνω τον νου κάποιου» — κάνω κάποιον να παραφρονήσει
στ) «χάνω τον νου μου» — παραφρονώ
ζ) «φέρνω στο (κατά) νου(ν)» — θυμάμαι, αναλογίζομαι
η) «εις (τον) νου(ν) μου» ή «στον νου(ν) μου», ή «με τον νου(ν) μου» ή «μέσα στον νου(ν) μου»
i) στο μυαλό μου, ενδόμυχα
ii) με τη φαντασία μου
μσν.
1. πρόνοια
2. ψυχική διάθεση
3. συνείδηση
4. φιλοδοξία
5. (κατά τη χριστιανική αντίληψη) ο θεός
6. στον πληθ. οἱ Νόες
οι αγγελικές δυνάμεις
7. φρ. α) «ἀναβιβάζει ὁ νοῡς μου» — κρίνω
β) «ἀπαφήνω νοῡν» — λιποθυμώ
γ) «βάνει μὲ ὁ νοῡς» — παίρνω την απόφαση
δ) «βάνω ἄλλον νοῡ» — αναθεωρώ τις απόψεις μου, αλλάζω γνώμη
ε) «βάνω νοῡν» — αποφασίζω
στ) «βαρῶ τὸν νοῡν κάποιου» — προκαλώ αίσθημα ανίας, κουράζω
ζ) «γεμίζω στὸ νοῡ μου» — κάνω τη σκέψη, εξετάζω το ενδεχόμενο
η) «δὲν μὲ χωρεῑ ὁ νοῡς μου» — δεν αρκούμαι σε κάτι, είμαι ανήσυχος, έχω ανικανοποίητο χαρακτήρα
θ) «δίδει ὁ νοῡς μου» — χαίρομαι, ξεδίνω
ι) «εἶναι ὁ νοῡς μου εἰς...»
i) σκέπτομαι κάτι
ii) συμφωνώ, συγκατατίθεμαι
iii) αποφασίζω κάτι
ια) «εμβάζω κάτι εἰς νοῡν» — επιδιώκω κάτι
ιβ) «ἔρχομαι εἰς (τὸν) (ή κατά) νοῡν»
i) συνέρχομαι ύστερα από λιποθυμία
ii) συνέρχομαι ύστερα από ξαφνικό και δυσάρεστο γεγονός
ιγ) «ἔχω εἰς τὸν νοῡν μου»
i) έχω υπ' όψιν μου
ii) γνωρίζω
ιδ) «κατερωτῶ τὸν νοῡν» — απορώ, θαυμάζω
ιε) «κεῑται ὁ νοῡς μου σὲ κάτι» — σκοπεύω, σχεδιάζω κάτι
ιστ) «κρατῶ στὸν νοῡ μου» — θυμάμαι
ιζ) «ὀρθώνω τὸν νοῡν» — εντείνω την προσοχή μου σε κάτι
ιη) «ορμᾱ (μου) ὁ νοῡς (πρὸς) κάτι» — αισθάνομαι την επιθυμία ή την ανάγκη για κάτι
ιθ) «ἔχω τὴν ὁρμή τοῡ νοός πρὸς κάτι»
i) στρέφω την προσοχή μου σε κάτι
ii) αναλαμβάνω πολεμική επιχείρηση
κ) «παίρνεται ὁ νοῡς μου» — αναστατώνομαι, τά χάνω
κα) «παρέρχεται ὁ νοῡς μου» — ταράζομαι, αναστατώνομαι
κβ) «ρίπτω ἐκ τὸν νοῡν μου κάτι» — ξεχνώ, λησμονώ
κγ) «στήνω τὸν νοῡν μου» — δίδω μεγάλη προσοχή, συγκεντρώνομαι
κδ) «συμφέρω τὸν νοῡν μου»
i) ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι
ii) εξετάζω κάτι πιο λογικά
κε) «φεύγει ὁ νοῡς μου» — χάνω τις αισθήσεις μου
μσν.-αρχ.
σκοπός, επιδίωξη («ἡμῑν... ἐν νόῳ ἐγένετο εἰπεῑν ταῡτα» Ηρόδ.)
αρχ.
1. η καρδιά, ως έδρα των αισθήσεων («έν στήθεσσιν ἀτάρβητος νόος ἐστί», Ομ. Ιλ.)
2. (φιλοσ.) α) ο λογισμός, η λογική ως η δρώσα αρχή του σύμπαντος
β) (στον Αναξαγόρα) η δύναμη η οποία επενήργησε στα πρώτα στοιχειώδη μόρια της ύλης
γ) (κατά τον Πυθαγόρα) ονομασία της μονάδας
3. σχέδιο («σὺ δὲ oἱ νόον οὐκ ἐτέλεσσας», Ομ. Ιλ.)
4. φρ. α) «ἐν νόῳ λαμβάνω τι» — αντιλαμβάνομαι κάτι, κατανοώ
β) «νοῡν κέκτημαι» — είμαι συνετός
γ) «ἔχει νοῡν»
(ως απρόσ.) έχει λογική, έχει νόημα
δ) «κατὰ νοῡν» — σύμφωνα με τις διαθέσεις κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε θ. με -F- voF- και συνδέεται με γοτθ. snutrs «φρόνιμος, έξυπνος», παρά τις μορφολογικές δυσχέρειες που παρουσιάζει η σύνδεση αυτή. Η μαρτυρία όμως στη Μυκηναϊκή ορισμένων ανθρωπωνυμίων, πρβλ. wipinoo = Fιφίνοος, aikinoo που δεν εμφανίζουν -F- (το F δηλώνεται κανονικώς στη μυκην. γραμμ. γραφή Β), αν συνδεθούν με το νόος, αποκλείουν την άποψη ότι η λ. ανάγεται σε θ. με -F- (στο ανθρωπωνύμιο ΠoλυνόFa το -F- οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους). Εκτός αν, όπως υποστηρίζεται, τα μυκηναϊκά ανθρωπωνύμια σε -νοος συνδέονται με το ρ. νέομαι «επιστρέφω, γυρίζω» — όπως και το ρ. νοώ συνδέεται, κατ' άλλους, με το γοτθ. nasjan «σώζω», οπότε πρέπει να δεχθούμε εξέλιξη από τη σημ. «σώζω» στη σημ. «παρατηρώ», ανάλογη με εκείνην του λατ. servo «διαφυλάσσω, διασώζω» και «παρατηρώ, θεωρώ». Έχουν διατυπωθεί και άλλες απόψεις, εξίσου αβέβαιες, όπως η σύνδεση της λ. με το ρ. νεύω «κουνώ το κεφάλι με ιδιαίτερο νόημα, με ιδιαίτερη σημασία», με τη λ. πινυτός «έξυπνος», το κρητικό νύναμαι «μπορώ» και το ρ. νέω (Ι) «κολυμπώ». Τέλος, η λ. έχει αναχθεί σε θ. voy-, πρβλ. αρχ. ινδ. naya- «οδηγία». Η λ. νόος / νοῦς με σημ. «εξυπνάδα, πνεύμα» ενέχει και μια συναισθηματική χροιά «ψυχική διάθεση, τάση», κατά την οποία καλύπτει κατά ένα μέρος τη σημ. της λ. θυμός. Στους μτγν. χρόνους η λ. νοῦς χρησιμοποιήθηκε ως φιλοσοφικός όρος για να δηλώσει την υπέρτατη δύναμη. Η λ., τέλος, εμφανίζεται ως β' συνθετικό στα ανθρωπωνύμια Ἀλκίνοος, Ἀρσίνοος, Ἀριστόνους, Εὔνοος, Πραξινόη κ.λπ.
ΠΑΡ. νοερός, νοώ (Ι)
αρχ.
νοηρός, νοήρης, νοΐδιον
μσν.
νοϊκός, νοώ (ΙΙ).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νουθετώ, νουνεχής
αρχ.
νοοβλαβής, νοοειδής, νοόπλαγκτος, νοοπλανής, νοόπληκτος, νοοπλήξ, νοοποιός, νοοσύνθετος, νοοσφαλής, νουβυστικός
μσν.
νοογάστωρ
νεοελλ.
νοολογία, νοομαντεία, νοομάντης. (Β' συνθετικό -νους) κουφόνους, κρυψίνους, οξύνους, σύννους, υψίνους
αρχ.
αυτόνους, βλαιτόνους, γλυκύνους, δοκησίνους, εμβαθύνους, εύνους, θελξίνους, θερμόνους, θηλύνους, ιμερόνους, κακόνους, καχυπόνους, κρυφόνους, ποικιλόνους, σοφόνους, στερρόνους, τελεσίνους, υγρόνους, υπέρνους, υψηλόνους, φαιδρόνους φαυλόνους
νεοελλ.
αγχίνους, αμβλύνους, άνους, βαθύνους, βραδύνους, ελαφρόνους, ευρύνους, μεγαλόνους, μικρόνους, παχύνους, περίνους, ταχύνους. (Β' συνθετικό -νοος) αρχ. αγριόνοος, αγχίνοος, αεξίνοος, αερσίνοος, αθελξίνοος, αλιτρόνοος, αμαρτίνοος, αμερσίνοος, αμφίνοος, ανθρωπόνοος, άνοος, αντίνοος, αριστόνοος, αρτίνοος, ασύννοος, αυτόνοος, βαθύνοος, βραδύνοος, βριθύνοος, διχόνοος, δύσνοος, εγερσίνοος, έκνοος, ελαφρόνοος, έννοος, εύνοος, ευρύνοος, θελξίνοος, θηλύνοος, ιθύνοος, κακόνοος, καχυπόνοος, κλεψίνοος, κλυτόνοος, κουφόνοος, κρυψίνοος, μεγαλόνοος, μυχόνοος, ομόνοος, οψίνοος, παράνοος, παχύνοος, περίνοος, περισσόνοος, πολύνοος, πραΰνοος, πρόνοος, ρηξίνοος, σοφόνοος, σύννοος, τερψίνοος, υγρόνοος, υψηλόνοος, υψίνοος, ωκύνοος].
Greek Monotonic
νοῦς: ὁ, Αττ. συνηρ. αντί νόος.
Russian (Dvoretsky)
νοῦς: ὁ стяж. = νόος.