πρό
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
English (LSJ)
A before, forth:
A PREP. WITH GENIT.:
I of place, before, in front of, ἠγερέθοντο πρὸ ἄστεος Od.24.468, cf. Il.15.351, etc.; πρὸ πτόλιος δεδαϊγμένον 19.292; κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων 10.126, cf. 6.80, etc.; φύλοπις αἰνὴ ἕστηκε πρὸ νεῶν 18.172; πυρὰ φαίνετο Ἰλιόθι πρὸ 8.561, cf. 10.12, Od.8.581, etc.; κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρὸ Il.3.3; πρὸ τειχέων Pi.O.13.56; ἔμπροσθε πρό (v.l.) τῆς ἀκροπόλιος, ὄπισθε δὲ τῶν πυλέων Hdt.8.53, cf. 9.52; πρὸ δόμων, πρὸ δωμάτων, in front of, i.e. outside the house, Pi.P.2.18, 5.96, etc.; πρὸ θυρῶν S.El.109 (anap.), etc.; τὴν πρὸ τοῦ Ἡραίου νῆσον before or off the Heraeum, Th.3.75, cf. 7.22; πρὸ ποδός, v. πούς 1.4a; πρὸ χειρῶν = at hand, S.Ant.1279, E. Rh.274, dub. in Tr.1207; πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν προφαίνεσθαι Aeschin. 2.148.
2 with Vbs. of motion, πρὸ δ' ἄρ' αὐτῶν κύνες ἤϊσαν Od. 19.435, cf. Il.23.115; πρὸ Ἀχαιῶν ἄγγελος ᾔει 10.286, cf. 13.693; πρὸ ἕθεν κλονέοντα φάλαγγας 5.96.
3 before, in front of, for the purpose of shielding or guarding, πρὸ Τρώων ἑσταότ' Il.24.215: hence, in defence of, μάχεσθαι . . πρὸ τε παίδων καὶ πρὸ γυναικῶν 8.57, cf. 4.156, 373, Hdt.8.74, etc.; ὀλέσθαι πρὸ πόληος, die for the fatherland, die for one's country, Lat. pro patria mori, Il.22.110; πρὸ τῆς Σπάρτης ἀποθνῄσκειν Hdt.7.134, cf. 172,9.72, E.Alc.18, 645, etc.; πρὸ τοῦ θανόντος . . ἔθεσθ' ἐπιστροφήν S.OT134; διακινδυνεῦσαι πρὸ βασιλέως X.Cyr.8.8.4; βουλεύεσθαι, πράττειν πρὸ τινός, ib.1.6.42, 4.5.44, cf. Mem.2.4.7; πρὸ τοξευμάτων as a defence against arrows, Id.An.7.8.18: hence also, for, on behalf of, instead of, ἀγρυπνῆσαι πρὸ τινῶν ib.7.6.36, cf. Leg.Gort.1.43; of an advocate, πρὸ τῶνδε φωνεῖν S.OT10, cf. OC811; ὄτι δέ κ' αὐτὸς πρὸ Ειαυτοῦ [ἀμάρτῃ] whatever offence he commits of his own volition, Kohler-Ziebarth Stadtrecht von Gortyn p.34.
4 πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο further on the road, i.e. forwards, onward, Il.4.382, cf. Ael.NA3.16,7.29 (v. φροῦδος): also to denote distance, πρὸ πολλοῦ τῆς πόλεως D.H.9.35; πρὸ τριάκοντα σταδίων at a distance of 30 stades, Str.8.6.24.
5 πρὸ ἠοῦς, πρὸ ἑσπέρης τοῦ βωμοῦ, eastwards, westwards of. ., IG7.235.45 (Orop., iv B.C.).
II of time, before, πρὸ γάμοιο Od.15.524; ἠῶθι πρὸ 5.469; πρὸ ὃ τοῦ ἐνόησεν one before the other, Il.10.224; more freq. in later writers, πρὸ τῶν Τρωικῶν Th.1.3, cf. 1.1; πρὸ τοῦ θανεῖν S.Ant.883; πρὸ τοῦ θανάτου Pl.Phd.57a; πρὸ τοῦ λοιμοῦ Id.Smp.201d; πρὸ δείπνου X.Cyr. 5.5.39; πρὸ ἡμέρας ib.4.5.14; πρὸ τοῦ χρῆσθαι before one uses it, Id.Mem.2.6.6; πρὸ μοίρας τῆς ἐμῆς before my doom, A.Ag.1266; πρὸ τῆς εἱμαρμένης Antipho 1.21; πρὸ τοῦ καθήκοντος χρόνου Aeschin.3.126, cf. 124; πρὸ πολλοῦ long before, Hdt.7.130, etc.; πρὸ μικροῦ, πρὸ ὀλίγου, Plu.Pomp.73, App.BC2.116; ὀλίγον πρὸ τούτων Th.2.8; τὸ πρὸ τοῦ (v.l. τούτου) ib.15; πρὸ τοῦ (sts. written προτοῦ) A.Ag.1204, Hdt.1.122, 5.83, Ar.Th.418, Pl.Smp.173a; ὁ πρὸ τοῦ χρόνος A.Eu.462, Th.2.58, etc.; πρὸ τοῦ ἤ, = πρὶν ἤ, IG7.2225.22 (Thisbe); οἱ πρὸ ἡμῶν γενόμενοι Isoc.13.19; οἱ πρὸ ἐμοῦ Th.1.97.
2 in later writers freq. with Numerals, πρὸ τριάκοντα ἡμερῶν thirty days before, Ael.NA5.52; πρὸ μιᾶς ἡμέρας Plu.Caes.63; πρὸ ἐνιαυτοῦ Id.2.147e; πρὸ δυεῖν ἡμερῶν ἢ ἐτελεύτα Id.Sull.37: freq. c. dupl. gen., πρὸ δύο ἐτῶν τοῦ σεισμοῦ, πρὸ δύο ὡρῶν τῆς ἐπιβολῆς, LXX Am.1.1, Dsc.1.64; πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα, πρὸ μιᾶς ἡμέρας τῶν γενεθλίων, Ev.Jo.12.1, Plu. 2.717d; πρὸ πολλοῦ τῆς ἑορτῆς Luc.Sat.14.
b in rendering Roman dates, τῇ πρὸ μιᾶς Νωνῶν Ὀκτωβρίων, = pridie Non. Oct., Plu.2.203a, etc.
III in other relations:
1 of Preference, before, rather than, κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας to praise sleight before right, Pi.P.4.140, cf. Pl.R.361e; πᾶν δὴ βουλόμενοι σφίσι εἶναι πρὸ τῆς παρεούσης λύπης anything before, rather than, their actual trouble, Hdt.7.152 (so, in order to avoid, πρὸ τοῦ δεινοτάτου D.54.19); πᾶν πρὸ τοῦ δουλεῦσαι ἐπεξελθεῖν Th.5.100, cf.4.59; ἑλέσθαι, αἱρεῖσθαι, or κρῖναί τι πρὸ τινός to choose one before another, Id.5.36, Pl.R.366b, Phlb.57e; πρὸ πολλοῦ ποιήσασθαι to esteem above much, i.e. very highly, Isoc.5.138; πρὸ πολλῶν χρημάτων τιμήσασθαί τι Th.1.33, cf.6.10; πρὸ ἄλλων more than others, Pl.Mx.249e (v.l.), cf. A. Th.1002; δυσδαίμων . . πρὸ πασᾶν γυναικῶν ib.927 (codd., lyr.); πρὸ πάντων θεῶν τῇ Ἑστίᾳ πρώτῃ προθύειν Pl.Cra. 401d: after a Comp. it is redundant, ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἀσπαστότερον Hdt.1.62, cf.6.12, Pl.Ap.28d, Cri.54b, Phd.99a; for ἤ after ἄλλος, οὐδεὶς ἄλλος πρὸ σεῦ Hdt.3.85, cf.7.3.
2 of Cause or Motive, for, from, πρὸ φόβοιο = for fear, Il.17.667; ἀθλεύων πρὸ ἄνακτος toiling before the face of, i.e. in his service, 24.734; πρὸ τῶνδε therefore, S.El.495 (lyr.).
B POSITION: words may be put between π. and its case, Il.23.115; but it does not follow its case, exc. after Ep.forms in -θι, Ἰλιόθι πρό, οὐρανόθι πρό, ἠῶθι πρό (v. supr.).
C πρό, abs. as ADV.:
I of place, before, opp. ἐπί (after), Il. 13.799, 800; before, in front, 15.360; forth, forward, ἐκ δ' ἄγαγε πρὸ φόωσδε 19.118; χωρεῖν πρὸ δόμων to come forth from, S.Tr.960 (lyr.); ἄγειν τινὰ πρὸ δόμων E.Hec.59 (anap.); γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνομαι I am driven on from one land to another, A.Pr.682; διώκειν γῆν πρὸ γῆς Ar.Ach.235.
II of time, before, πρό οἱ εἴπομεν Od.1.37; earlier, τά τ' ἐσσόμενα πρὸ τ' ἐόντα Hes. Th.32,38.
III when joined with other Preps., ἀποπρό, διαπρό, ἐπιπρό, περιπρό, προπρό, it strengthens the first Prep., or adds to it the notion of forward, forth.
D πρό IN COMPOS.
I with Substs., to denote
1 position before or in front, πρόδομος, προάστιον, πρόθυρον, προπύλαια, etc.
2 priority of rank, πρόεδρος, προεδρία, etc.: also priority of order, προάγων, πρόλογος, προοίμιον, προπάτωρ, etc.
3 standing in another's place, πρόμαντις, πρόξενος.
II with Adjs., to denote
1 proximity, πρόχειρος; and readiness, πρόθυμος, πρόφρων.
2 away (cf. ΙΙΙ.3 infr.), προθέλυμνος, πρόρριζος.
3 prematureness, πρόμοιρος, πρόωρος.
4 intensity, πρόπας, πρόπαρ, προπάροιθε; so also πρόκακος, πρόπαλαι.
III with Verbs,
1 of place, before, forwards, προβαίνω, προβάλλω, προτίθημι, etc.: also, before, in defence, προκινδυνεύω, προμάχομαι, etc.
2 forth, προέλκω, προφέρω.
b publicly, προγράφω, προειπεῖν, πρόκειμαι.
3 away, προδίδωμι, προϊάλλω, προϊάπτω, προΐημι, προλείπω, προρέω, προτέμνω, προτρέπομαι, προφεύγω, προχέω.
4 in preference, προαιροῦμαι, προτιμάω, etc.
5 before, beforehand, προαισθάνομαι, προγίγνομαι, προκαταλαμβάνω, etc.; of foresight, προνοέω, προοράω.
E Etymology: cf. Lat. προ-, Slav. pro-, Skt. pra-, etc., in compounds.
German (Pape)
[Seite 703] vor. – I. Als adv. – a) des Orts, vorn, als Gegensatz von ἐπί, Il. 13, 799. 800; Hes. sc. 303; voran, οἵ γε προχέοντο φαλαγγηδόν, πρὸ δ' Ἀπόλλων, Il. 15, 360; auch bei Verbis der Bewegung, hervor, ἐκ δ' ἄγαγε πρὸ φόωσδε, 19, 118. – b) der Zeit, vorher, voraus, zuvor, πρό οἱ εἴπομεν, Od. 1, 37, was auch als Tmesis erklärt werden kann, wir sagten es ihm vorher; früher, Hes. Th. 32. 38. – Die Zusammensetzungen mit Präpositionen, ἀποπρό, διαπρό, ἐπιπρό, περιπρό, προπρό, sind einzeln aufgeführt; πρό behält in allen dendenselben seine ursprüngliche Bdtg, vorwärts, fort. – Die Vrbdgn mit den Ortsadverbien auf -θι sind unter II. aufgeführt.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
A. • adv.
I. avec idée de lieu;
1 devant : ἐν δέ τε πολλὰ κύματα, πρὸ μέν τ' ἄλλ’, αὐτὰρ ἐπ' ἄλλα IL et alors il y a beaucoup de vagues, les unes avant, puis d'autres à la suite;
2 en s'avançant, en avant sans mouv.
3 en avant, càd au dehors avec mouv.
II. avec idée de temps;
1 auparavant, d'abord;
2 prématurément;
B. • prép. avec le gén.
I. avec idée de lieu devant : πρὸ ἄστεος IL, OD devant la ville ; πρὸ βασιλέως XÉN devant le grand-roi ; πρὸ ποδῶν XÉN, πρὸ τῶν ποδῶν ÉL à portée, tout près (propr. devant les pieds) ; πρὸ χειρῶν SOPH à portée, sous la main (propr. devant les mains) ; Ἰλιόθι πρό IL, OD en avant d'Ilion, devant Ilion ; οὐρανόθι πρό IL en avant du ciel, jusqu'au ciel ; πρὸ ὁδοῦ en avant sur le chemin;
À ce sens se rattachent les sens figurés suiv. :
1 pour la défense de, pour (propr. en se plaçant devant, en protégeant) : στῆναι πρὸ Τρώων IL se poster devant les Troyens, les protéger ; μάχεσθαι πρό τινος IL combattre pour ; πρὸ τῆς Ἑλλάδος ἀποθνῄσκειν HDT mourir pour la Grèce;
2 de préférence à (propr. en mettant une personne ou une chose devant une autre) : πρὸ πολλοῦ ποιεῖσθαι ISOCR faire grand cas de ; αἱρεῖσθαί τι πρό τινος THC préférer une chose à une autre ; βασιλεὺς οὐδεὶς ἄλλος πρὸ σεῦ ἔσται HDT aucun autre que toi ne deviendra roi;
3 au lieu de, à la place de, en échange de, pour : πρὸ ἑωυτοῦ HDT à sa propre place ; avec idée de succession γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνεσθαι ESCHL échanger une terre pour une autre, aller de l'une dans l'autre;
4 pour, à cause de, par suite de : πρὸ φόβοιο IL par suite de leur épouvante;
II. avec idée de temps avant : ἠῶθι πρό OD avant l'aube ; πρὸ ἡμέρας XÉN avant le jour ; adv. • πρὸ πολλοῦ HDT avant un long temps, il y a longtemps ; • πρὸ μικροῦ PLUT avant peu, il y a peu de temps ; ὁ πρὸ τοῦ χρόνος ESCHL le temps d'avant ; abs. πρὸ τοῦ ou • προτοῦ HDT auparavant, avant ; οἱ πρὸ ἡμῶν γενόμενοι ISOCR, abs. οἱ πρὸ ἡμῶν PLUT nos prédécesseurs ; πρὸ πολλοῦ τῆς ἑορτῆς LUC longtemps avant la fête ; πρὸ ἐνιαυτοῦ PLUT une année avant ; πρὸ μιᾶς ἡμερᾶς PLUT un jour avant, la veille;
Rem. Εn composition, πρό signifie;
en avant (προάστειον, προάγω, προβαίνω, etc.);
vers, en inclinant vers (πρόθυμος, πρόφρων, etc.);
au dehors (προαιρέω, etc.);
pour la défense de, en faveur de (προκινδυνεύω, προμάχομαι);
de préférence à, plutôt que (προαιρέομαι, προτιμάω);
auparavant, avant (προπάτωρ, προειπεῖν);
d'avance (προαγγέλλω, πρόμαντις);
tout à fait, avec un adj. ou un adv. (πρόπαρ, προπάροιθε).
Étymologie: cf. lat. pro, prae.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρό voor adv. of in tmesis van plaats voor, voorop, van voren, naar voren:; πρὸ μὲν ἄλλοι ἀρηρότες, αὐτὰρ ἐπ’ ἄλλοι voorop ging aaneengesloten de ene groep, en erachter de rest Il. 13.800; τόν... Εἰλείθυια ἐξάγαγε πρὸ φόωσδε hem bracht Eileithuia tevoorschijn naar het licht Il. 16.188; met gen. partit.. πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο zij waren onderweg Il. 4.382. van tijd voorheen, ervoor, van tevoren:. τά τ’ ἐόντα τά τ’ ἐσσόμενα πρό τ’ ἐόντα wat is, wat zal zijn en wat voorheen was Il. 1.70; πρό οἱ εἴπομεν ἡμεῖς van tevoren hadden wij het hem gezegd Od. 1.37. in composita van plaats voor (ook ter bescherming), vooruit: bijv. προβαίνω, προμάχομαι. van tijd eerder, van tevoren, vooruit: bijv. προαγγέλλω, προγίγνομαι, προνοέω. van voorkeur liever, boven: bijv. προαιρέω, προτιμάω. prep. met gen. van plaats voor:; κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων wij zullen hen voor de poort aantreffen Il. 10.126; εἶδον πρὸ πτόλιος δεδαϊγμένον ik zag hem verminkt liggen voor de stad Il. 19.292; πρὸ τοῦ στόματος τοῦ μεγάλου λιμένος voor de ingang van de grote haven Thuc. 7.22.2; ter bescherming. πρὸ αὐτοῦ βασιλέως τεταγμένοι ἦσαν zij waren opgesteld voor de persoon van de koning Xen. An. 1.7.11. van tijd voor, voorafgaand aan:; ἠῶθι πρό voor de dageraad Il. 11.50; πρὸ γάμοιο voor het huwelijk Od. 15.524; πρὸ μοίρας τῆς ἐμῆς voor mijn dood Aeschl. Ag. 1266; τὰ πρὸ αὐτῶν de gebeurtenissen hiervoor Thuc. 1.1.3; πρὸ ἡμέρας voor het begin van de dag Xen. Cyr. 4.5.14; als adv. uitdr.:; πρὸ τοῦ voorheen Aeschl. Ag. 1204; πρὸ πολλοῦ lang tevoren Hdt. 7.130.2; ὁ πρὸ τοῦ χρόνος de voorafgaande tijd Thuc. 2.58.2; later met getallen:. πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα zes dagen voor Pasen NT Io. 12.1; πρὸ μιᾶς ἡμέρας de vorige dag Plut. Caes. 63.7. overdr. voor, ter bescherming van:; μάχεσθαι... πρό τε παίδων καὶ πρὸ γυναικῶν vechten voor vrouwen en kinderen Il. 8.57; πρὸ τῆς Σπάρτης ἀποθνῄσκειν voor Sparta sterven Hdt. 7.134.2; uitbr. voor, uit naam van, in plaats van:. πρὸ Ἀχαιῶν ἄγγελος ᾔει een bode kwam uit naam van de Grieken Il. 10.286; πρέπων ἔφυς πρὸ τῶνδε φωνεῖν u bent de aangewezen persoon om uit hun naam te spreken Soph. OT 10. van voorkeur voor, boven, eerder dan, liever:; πᾶν δὴ βουλόμενοι σφίσι εἶναι πρὸ τῆς παρεούσης λύπης omdat zij alles liever wilden dan de huidige vernedering Hdt. 7.152.3; δικαιοσύνην ἂν πρὸ μεγίστης ἀδικίας αἱροίμεθ’ ἄν; zouden wij gerechtigheid verkiezen boven het grootste onrecht? Plat. Resp. 366b; μηδὲν ὑπολογιζόμενον μήτε θάνατον... πρὸ τοῦ αἰσχροῦ met niets, zelfs niet de dood, meer rekening houdend dan met de schande Plat. Ap. 28d; πρὸ πολλοῦ ποιήσασθαι zeer hoog achten Isocr. 5.138; in vergel.:; τοῖσι ἡ τύραννις πρὸ ἐλευθερίης ἦν ἀσπαστότερον voor wie de tirannie aantrekkelijker was dan vrijheid Hdt. 1.62.1; βασιλεὺς οὐδεὶς ἄλλος πρὸ σεῦ ἔσται niemand anders zal koning worden dan u Hdt. 3.85.2; in plaats van:; ἄλλον τινὰ τὸ γέρας ἔχειν πρὸ ἑωυτοῦ dat een ander de hoge waardigheid zou hebben in plaats van hijzelf Hdt. 7.3.3; met idee van afwisseling (vgl. 'stap voor stap'):. γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνεσθαι van het ene land naar het andere trekken Aeschl. PV 682. zelden ten gevolge van, vanwege:. πρὸ φόβοιο ten gevolge van de vlucht Il. 17.667; πρὸ τῶνδε daardoor Soph. El. 495.
Russian (Dvoretsky)
πρό:
I adv.
1 спереди, впереди (πρὸ μὲν ἄλλοι, αὐτὰρ ἐπ᾽ ἄλλοι Hom.): Ἰλιόθι πρό Hom. перед Илионом;
2 вперед: ἐξάγειν πρὸ φόωσδε Hom. произвести на свет; οὐρανόθι πρό Hom. вперед к небу;
3 прежде, ранее: ἠῶθι πρό Hom. перед зарей; πρό οἱ εἴπομεν Hom. мы ему предсказали;
4 раньше времени, преждевременно (πρό - v.l. πρῴ - γε στενάζεις Aesch.).
II praep. cum gen.
1 впереди, перед (πτόλιος Hom., τειχέων Aesch.): πρὸ βασιλέως τεταγμένοι ἦσαν Xen. (всадники) были выстроены перед царем; τὰ πρὸ ποδῶν Xen. ближайшее пространство (досл. находящееся перед ногами); τὰ πρὸ χειρῶν καὶ τὰ ἐν δόμοις Soph. то, что (ты видишь) перед собой, и то, что (увидишь) дома;
2 вперед: πρὸ ὁδοῦ γίγνεσθαι Hom. пройти вперед; πρὸ αὐτῶν κύνες ἤϊσαν Hom. впереди их побежали собаки;
3 за, в защиту, в интересах (μάχεσθαι πρό τινος Hom.; πρὸ τῆς Ἑλλάδος ἀποθνῄσκειν Her.): βεβουλεῦσθαι πρό τινος Xen. послужить чьим-л. интересам;
4 от имени (ἐρῶ πρὸ τῶνδε Soph.): π. ἄλλων πολλὴν χάριν ἔχειν τινί Plat. от лица других выразить горячую благодарность кому-л.;
5 предпочтительно, преимущественно перед: τὶ πρό τινος αἰνῆσαι Pind., ποιεῖσθαι Isocr., κρίνειν и αἱρεῖσθαι Thuc., Plat. предпочитать что-л. чему-л.; πρὸ πολλοῦ ποιεῖσθαι Isocr. высоко ставить (ср. 7); τὶ πρό τινος τιμᾶσθαι Thuc. ценить что-л. выше чего-л.;
6 вместо, взамен (πρό τινος τὸ γέρας ἔχειν Her.): οὐδεὶς ἄλλος πρὸ σεῦ Her. никто помимо тебя; διώκειν γῆν πρὸ γῆς Arph. преследовать из страны в страну;
7 ранее, перед, до: πρὸ τοῦ (или προτοῦ) Her. и πρὸ τούτων Thuc. до этого, раньше; πρὸ ἡμέρας Xen. до наступления дня; πρὸ τῶν Τρωϊκῶν Thuc. до Троянской войны; πρὸ τοῦ θανάτου Plat. и πρὸ τοῦ θανεῖν Soph. перед смертью; πρὸ πολλοῦ Her. задолго (до этого), давно (ср. 5); πρὸ μικροῦ Plut. недавно; οἱ πρὸ ἐμοῦ Thuc. мои предшественники; πρὸ ἐνιαυτοῦ Plut. за год до этого, годом раньше;
8 из-за, вследствие: πρὸ φόβοιο Hom. из страха; πρὸ τῶνδε Soph. вследствие этих обстоятельств.
English (Autenrieth)
before, forward, forth.—I. adv., (κύματα) πρὸ μέν τ' ἄλλ, αὐτὰρ ἐπ ἄλλα, some ‘before,’ others after, Il. 13.799, cf. 800; πρὸ γὰρ ἧκε, sent ‘forth,’ Il. 1.195; Ἰλιόθι πρό, οὐρανόθι πρό, ‘before Ilium,’ ‘athwart the sky’ (at Ilium, in the sky, ‘in front’), Il. 3.3; of time, ἠῶθι πρό, in the morning ‘early’; πρό τ' ἐόντα, ‘things past’; πρό οἱ εἴπομεν, ‘beforehand,’ Il. 1.70, Od. 1.37; a subst. in the gen. may specify the relation of the adv., πρὸ δ' ἀῤ οὐρῆες κίον αὐτῶν (gen. of comparison), Il. 23.115.—II. prep. w. gen., (1) of space, πρὸ πυλάων, πρὸ ἄνακτος, before the gates, in the presence of the master, Il. 24.734; πρὸ ὁδοῦ, well forward on the way, Il. 4.382.—(2) of time, Od. 15.524, Il. 10.224.—(3) fig., in behalf of, for; μάχεσθαι, ὀλέσθαι πρὸ πόληος (pro patria mori), Il. 22.110; causal, πρὸ φόβοιο, for, Il. 17.667.
English (Slater)
πρό prep. c. gen.
a in front of ἐν ἀλκᾷ πρὸ Δαρδάνου τειχέων (O. 13.56) ναυσίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας (P. 1.72) τᾶν πρὸ Κιθαιρῶνος μαχᾶν (P. 1.77) πρὸ δόμων Λοκρὶς παρθένος ἀπύει (P. 2.18) ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων βασιλέες ἱεροί ἐντι (P. 5.96) ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς Ὀγχηστὸν οἰκέων καὶ γέφυραν ποντιάδα πρὸ Κορίνθου τειχέων (I. 4.20) τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν (I. 8.12)
b before, in defence of ὅστις ἐν ταύτᾳ νεφέλᾳ χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται (Er. Schmid: πρὸς codd.) (I. 7.27)
c before, above ἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος (O. 10.23) “ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας δόλιον” (P. 4.140)
d ? before of time πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν (?“eh es zu großen Mühen kam,” Radt) (Pae. 6.89)
English (Strong)
a primary preposition; "fore", i.e. in front of, prior (figuratively, superior) to: above, ago, before, or ever. In the comparative, it retains the same significations.
English (Thayer)
a preposition followed by the genitive (Latin pro) (from Homer down), the Sept. chiefly for לִפְנֵי, before; used a. of place: πρό τῶν θυρῶν, τῆς θύρας, etc., R G; πρό προσώπου with the genitive of a person before (the face of) one (who is following) (Buttmann, 319 (274)): πρό τούτων τῶν ἡμερῶν, πρό τοῦ πάσχα, πρό ἕξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα, properly, before six days reckoning from the Passover, which is equivalent to ἕξ ἡμέρας πρό τοῦ πάσχα, on the sixth day before the Passover, πρό δύο ἐτῶν τοῦ σεισμοῦ, πρό μιᾶς ἡμέρας τῆς Μαρδοχαϊκῆς ἡμέρας, Winer's Grammar, 557 (518); (cf. Buttmann, § 131,11); from ecclesiastical writings by Hilgenfeld, Die Evangelien etc., pp. 298,302; also his Paschastreit der alten Kirche, p. 221 f; (cf. Sophocles' Lexicon, under the word πρό, 1,2)); (πρό τῆς ἑορτῆς, πρό καιροῦ, τῶν αἰώνων, παντός τοῦ αἰῶνος, L T Tr WH; ἐτῶν δεκατεσσάρων, (fourteen years ago), τοῦ ἀρίστου, κατακλυσμοῦ, πρό τῆς μεταθέσεως, πρό καταβολῆς κόσμου, πρό πάντων, prior to all created things, πρό τούτων πάντων (Rev. ἁπάντων), πρό προσώπου with the genitive of a thing is used of time for the simple πρό (Winer's Grammar, § 65,4b.; (Buttmann, 319 (274))), before the face of his entering in)). πρό with the genitive of a person: Tdf.); οἱ πρό τίνος, those that existed before one, πρό with the genitive of an infinitive that has the article, Latin ante quam (before, before that) followed by a finite verb (Buttmann, § 140,11; Winer's Grammar, 329 (309)): Winer's Grammar, 372 (349)): πρό πάντων, above all things, πρό marks α. place: προαύλιον; motion forward (Latin porro), προβαίνω, προβάλλω, etc.; before another who follows, in advance, προάγω, πρόδρομος, προπέρμπω, προτρέχω, etc.; in public view, openly, πρόδηλος, πρόκειμαι. β. time: before this, previously, προαμαρτάνω; in reference to the time of an occurrence, beforehand, in advance, προβλέπω, προγινώσκω, προθέσμιος, πρωρίζω, etc. γ. superiority or preference: προαιρέομαι. (Cf. Herm. ad Vig., p. 658.)
Greek Monotonic
πρό: πριν, Λατ. prae·
Α.ΠΡΟΘ. με γεν.:
I. 1. λέγεται για τόπο, μπροστά, μπροστά από, πρὸ ἄστεος, πρὸ πυλάων, σε Όμηρ.· οὐρανόθι πρό, σε Ομήρ. Ιλ.· χωρεῖν πρὸ δόμων, έρχομαι μπροστά, δηλ. έξω από αυτά, σε Σοφ.
2. μπροστά, μπροστά από, λέγεται για υπεράσπιση ή φύλαξη, στῆναι πρὸ Τρώων, σε Ομήρ. Ιλ.· σε υπεράσπιση, μάχεσθαι πρὸ γυναικῶν, στο ίδ.· ὀλέσθαι πρὸ πόληος, Λατ. pro patria mori, στο ίδ.
3. πρὸ ὁδοῦ, μπροστά στο δρόμο, δηλ. μπροστά, προς τα εμπρός, σε Ομήρ. Ιλ., (απ' όπου φροῦδος).
II. λέγεται για χρόνο, πριν, πρὸ γάμοιο, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸ ὁ τοῦ (= ὁ πρὸ τοῦ) ἐνόησεν, ο ένας πριν από τον άλλο, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸτοῦ θανάτου, σε Πλάτ. κ.λπ.· πρὸ πολλοῦ, πριν από πολύ καιρό, σε Ηρόδ.· τὸ πρὸ τούτου, πριν από αυτό, προτού, σε Θουκ.· πρὸ τοῦ (συχνά γράφεται προτοῦ), πριν, προτού, σε Ηρόδ., Αττ.
III. για άλλες σχέσεις:
1. λέγεται για προτίμηση· πριν, μπροστά ή καλύτερα από, κέρδος πρὸ δίκας αἰνῆσαι, επαινείς την πανουργία περισσότερο παρά τη δικαιοσύνη, σε Πίνδ.· πᾶν πρὸ τῆς παρεούσης λύπης, οτιδήποτε άλλο παρά την παρούσα δυστυχία τους, σε Ηρόδ.· πρὸ πολλοῦ ποιεῖσθαι, εκτιμώ πολύ παραπάνω, δηλ. έχω σε υψηλή εκτίμηση, σε Ισοκρ.· ομοίως, πρὸ πολλῶν χρημάτων τιμᾶσθαι, σε Θουκ.· πλεονάζει μετά από συγκρ., ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἀσπαστότερον, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για αιτία ή κίνηση, Λατ. prae, εξαιτίας, για να, από, πρὸ φόβοιο, εξαιτίας του φόβου, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸ τῶνδε, εξαιτίας αυτών, σε Σοφ. Β. ΘΕΣΗ: ποτέ μετά από την πτώση (γεν.), εκτός από την Επικ. γεν., Ἰλιόθι πρό, οὐρανόθι πρό, ἠῶθι πρό. Γ. πρό, απόλ. ως ΕΠΙΡΡ.,
I. λέγεται για τόπο, μπροστά, μπροστά από, εμπρός, προς τα εμπρός, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λέγεται για χρόνο, πριν, προτού, εκ των προτέρων, σε Ομήρ. Οδ.· πριν, προηγουμένως, νωρίτερα, σε Ησίοδ.· πρόωρα, σε Αισχύλ.
III. με άλλες προθ., ἀποπρό, διαπρό, ἐπιπρό, περιπρό, προπρό, επιτατ. της πρώτης πρόθεσης. Δ. πρό, σε ΣΥΝΘ.,
I. με ουσ., λέγεται για να δηλώσει:
1. θέση εμπρός ή ενώπιον, πρόθυρον, προπύλαια.
2. τα πρωτεία σε βαθμό, πρόεδρος ή προτεραιότητα, προοίμιον.
3. αυτόν που στέκεται, που βρίσκεται στη θέση άλλου, πρόμαντις, πρόξενος.
II. με επίθ., λέγεται για να δηλώσει:
1. εγγύτητα, ετοιμότητα, πρόχειρος, πρόθυμος.
2. μπροστά από, το μαζί, προθέλυμνος, πρόρριζος.
3. το πρόωρο, πρόμοιρος, πρόωρος.
III. με ρήματα,
1. λέγεται για τόπο, μπροστά, προς τα εμπρός, προβαίνω, προβάλλω· επίσης, χρησιμ. για υπεράσπιση, προκινδυνεύω.
2. εμπρός, λέγεται για κίνηση, προέλκω, προφέρω· επίσης, δημοσίως, προειπεῖν.
3. κινώ προς τα εμπρός, ενδίδω, προδίδωμι. 4. πρό, λέγεται για προτίμηση, προαιροῦμαι, προτιμάω.
5. προτού, εκ των προτέρων, προαισθάνομαι, προνοέω, προοράω.
Greek (Liddell-Scott)
πρό: Α. Πρόθεσις μετά γενικής. Ι. ἐπὶ τόπου, ἔμπροσθεν, ἐμπρός, ἐνώπιον, ἀντίθετος τῇ μετὰ μετ’ αἰτ. (= ὄπισθεν, ὀπίσω), ἠγερέθοντο πρὸ ἄστεος Ὀδ. Ο. 468, πρβλ. Ἰλ. Ο. 351, κτλ.· πρὸ πόλιος δεδαῑγμένον Ἰλ. Τ. 292· κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων Κ. 126, κτλ.· φύλοπις αἰνὴ ἕστηκε πρὸ νεῶν Σ. 172· πυρὰ φαίνετο Ἰλιόθι πρὸ Θ. 561, πρβλ. Κ. 12, Ὀδ. Θ. 581, κτλ.· κλαγγὴ γεράνων πέλετ’ οὐρανόθι πρὸ Ἰλ. Γ. 3· οὕτω παρὰ πᾶσι τοῖς μετέπειτα, πρὸ τειχέων Πινδ. Ο. Ν. 78· ἔμπροσθε πρὸ τῆς ἀκροπόλιος, ὄπισθε δὲ τῶν πυλέων Ἡρόδ. 8. 53, πρβλ. Ι. 52· ὡσαύτως κατά τινα βαθμὸν ἀντίθ. τῇ προθ. ἐν μάλιστα ἐν ταῖς φράσεσι πρὸ δόμων, πρὸ δωμάτων, ἔμπροσθεν, δηλ. ἢ ἔξω τῶν δωμάτων, Πινδ. Π. 2. 35., 5. 129, κτλ. πρὸ θυρῶν Σοφ. Ἀποσπ. 109, κτλ.· τὴν πρὸ τοῦ Ἡραίου νῆσον Θουκ. 3. 75, πρβλ. 7. 22· πρὸ ποδός, ἴδε ἐν λ. ποὺς Ι. 4. α· οὕτω, πρὸ χειρῶν, ἴδε χεὶρ ΙΙ. 6. λ· πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν προφαίνεσθαι Αἰσχίν. 47. 42. 2) μετὰ ῥημάτων κινήσεως, πρὸ δ’ ἄρ’ αὐτῶν κύνες ἤισαν Ὀδ. Τ. 435, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 115. πρὸ Ἀχαιῶν ἄγγελος ᾔει Ἰλ. Κ. 286, πρβλ. Ν. 693· πρὸ ἕθεν κλονέοντα φάλαγγας Ε. 96· οὕτω, χωρεῖν πρὸ δόμων Σοφ. Τρ. 960· ἄγειν τινὰ πρὸ δόμων Εὐρ. Ἑκ. 59· ― ἐντεῦθεν ἐν τῇ φράσει, γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνεσθαι, ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, Αἰσχύλ. Πρ. 682· διώκειν τινὰ γῆν πρὸ γῆς Ἀριστοφ. Ἀχ. 235. 3) ἔμπροσθέν τινος πρὸς ὑπεράσπισιν καὶ φυλακήν, στῆναι πρὸ Τρώων Ἰλ. Ω. 215· ― ἐντεῦθεν ὡς τὸ ὑπέρ, μάχεσθαι… πρὸ τε παίδων καὶ πρὸ γυναικῶν Ἰλ. Θ. 57, πρβλ. Δ. 156, 373, Ἡρόδ. 8. 74, κτλ.· ὀλέσθαι πρὸ πόληος, Λατ. pro partria mori, Ἰλ. Χ. 110· πρὸ τῆς Σπάρτης ἀποθνήσκειν Ἡρόδ. 7. 134, πρβλ. 172., 9. 72, Εὐρ. Ἄλκ. 18, 645, κτλ. ἐπιστροφὴν θέσθαι πρό τινος Σοφ. Ο. Τ. 134· διακινδυνεύειν πρό τινος Ξεν. Κύρ. 8. 8, 4· βουλεύεσθαι, πράττειν πρό τινος αὐτόθι 1. 6, 42., 4. 5, 44, πρβλ. Ἀπομν. 2. 4, 7 ― τὰ ὅπλα ἔχειν πρὸ τῶν τοξευμάτων, δηλ. ὡς ἀμυντήρια, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 8, 18· ― ἐντεῦθεν, ἀγρυπνεῖν πρό τινος, ὑπέρ τινος, αὐτόθι 7. 6, 36· ― ἐπὶ συνηγόρου, πρὸ τῶνδε φωνεῖν Σοφ. Ο. Τ. 10. πρβλ. Ο. Κ. 811. 4) πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο, προεχώρησαν ἐμπρός, Ἰλ. Δ. 382· πρὸ ὁδοῦ γίγνεσθαι, εἶναι Αἰλ. π. Ζ. 3. 16., 7. 29· (ἐντεῦθεν τὸ Ἀττ. ἐπίθετ. φροῦδος)· ― οὕτω καὶ πρὸς δήλωσιν ἀποστάσεως, πρὸ πολλοῦ τῆς πόλεως Διον. Ἁλ. 9. 35· πρὸ λ΄ σταδίων, εἰς ἀπόστασιν τριάκοντα σταδίων, Στράβ. 382. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν πρόθεσιν μετὰ μετ’ αἰτ., πρὸ γάμοιο Ὀδ. Ο. 524· ἠῶθι πρὸ Ε. 469· πρὸ ὃ τοῦ ἐνόησεν, «ὁ ἕτερος πρὸ τοῦ ἑτέρου ἐπενόησε» (Σχολ.), Ἰλ. Κ. 224· συνηθέστερον παρὰ τοῖς μεθ’ Ὅμηρον, πρὸ τῶν Τρωικῶν Θουκ. 1. 3, πρβλ. 1. 1· πρὸ τοῦ θανεῖν Σοφ. Ἀντ. 882· πρὸ τοῦ θανάτου Πλάτ. Φαίδων 57Α· πρὸ τοῦ λοιμοῦ ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 201D πρὸ δείπνου Ξεν. Κύρ. 5. 5, 39· πρὸ ἡμέρας αὐτόθι 4. 5, 14· πῶς οὖν ἂν ταῦτα δοκιμάσαιμεν, ὦ Σώκρατες, πρὸ τοῦ χρῆσθαι, πρὶν κάμωμεν χρῆσιν αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 6, 6· πρὸ μοίρας τῆς ἐμῆς, πρὸ τῆς ἰδικῆς μου τύχης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1266· οὕτω, πρὸ τῆς εἰμαρμένης Ἀντιφῶν 113. 38· πρὸ τοῦ καθήκοντος χρόνου Αἰσχίν. 71. 29, πρβλ. 12· ὡσαύτως, πρὸ πολλοῦ, δηλ. χρόνου, Ἡρόδ. 7. 130, κτλ.· πρὸ μικροῦ, πρὸ ὀλίγου Πλουτ. Πομπ. 73, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 116· ― τὸ πρὸ τούτου, πρὸ τούτου, πρότερον, Θουκ. 2. 15· ὀλίγον πρὸ τούτων αὐτόθι 8· οὕτω, πρὸ τοῦ, ὅπερ ἐνίοτε φέρεται ὑφ’ ἓν προτοῦ, Ἡρόδ. 1. 122., 5. 83, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1203, Ἀριστοφ. Θεσμ. 418, Πλάτ. Συμπ. 172C, κτλ.· οὕτως, ὁ πρὸ τοῦ χρόνος, ὡς τὸ ὁ πρὶν χρόνος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 462, κτλ.· ὡσαύτως, οἱ πρὸ ἡμῶν γενόμενοι Ἰσοκρ. 295Α· οἱ πρὸ ἐμοῦ Θουκ. 1. 97. 2) παρὰ μεταγενεστ. ὡσαύτως μετ’ ἀριθμητικῶν, πρὸ τριάκοντα ἡμερῶν, ante triginta dies, Αἰλ. π. Ζ. 5. 52· πρὸ μιᾶς ἡμέρας Πλουτ. Καῖσ. 63· πρὸ ἐνιαυτοῦ ὁ αὐτ. 2. 147F· ― ὡσαύτως ὡς συγκρ., πρὸ δυοῖν ἡμερῶν ἢ ἐτελεύτα ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 37· τῇ πρὸ μιᾶς Νωνῶν Ὀκτωβρίων, ante diem Nonas Oct., ὁ αὐτ. 2. 203Α, πρβλ. 319Β· πρὸ πολλοῦ τῆς ἑορτῆς Λουκ. Κρον. 14. ― Αἱ φράσεις αὗται ἐσχηματίσθησαν κατὰ μίμησιν τῶν Λατινικῶν, ἂν καὶ τὸ πρὸ πολλοῦ (ἀπολ.) ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδότ., ἴδε ἀνωτ. ΙΙΙ. ἐπὶ ἄλλων σχέσεων: 1) ἐπὶ προτιμήσεως, μᾶλλον ἤ..., κέρδος πρὸ δίκας αἰνῆσαι, ἐπαινέσαι τὴν πανουργίαν μᾶλλον τῆς δικαιοσύνης, Πινδ. Π. 4. 248, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 361Ε· πᾶν δὴ βουλόμενοί σφι εἶναι πρὸ τῆς παρεούσης λύπης, καὶ προέκρινον πᾶν ἄλλο κακὸν ἢ τὴν παροῦσαν δυστυχίαν των, Ἡρόδ. 7. 152· πᾶν πρὸ τοῦ δουλεῦσαι ἐπεξελθεῖν Θουκ. 5. 100, πρβλ. 4. 59· αἱρεῖσθαι ἢ κρίνειν τι πρό τινος ὁ αὐτ. 5. 36, Πλάτ. Πολ. 366Β, Φίληβ. 57Ε· πρὸ πολλοῦ ποιεῖσθαι, περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, Ἰσοκρ. 110Β, πρβλ. Θουκ. 6. 10· πρὸ πολλῶν χρημάτων τιμᾶσθαί τι Θουκ. 1. 33· πρὸ ἄλλων, πλέον τῶν ἄλλων, Πλάτ. Μενέξ. 249Ε, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 996· δυσδαίμων... πρὸ πασῶν γυναικῶν αὐτόθι 928· πρὸ πάντων θεῶν τῇ Ἑστίᾳ πρώτῃ προθύειν Πλάτ. Κρατ. 401D· ὡσαύτως μετὰ συγκριτικόν, ὅτε καὶ πλεονάζει, οἷον ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἀσπαστότερον Ἡρόδ. 1. 62, πρβλ. 6. 12, Stallb. εἰς Πλάτ. Ἀπολ. 28D, Κρίτωνα 54Β, Φαίδωνα 99Α· οὕτως ἀντὶ τοῦ ἢ μετὰ τὸ ἄλλος· οὐδεὶς ἄλλος πρὸ σοῦ Ἡρόδ. 3. 85, πρβλ. 7. 3. 2) ἐπὶ αἰτίας ἢ ἐλατηρίου, Λατ. prae, διά, ἕνεκα, ἐκ..., πρὸ φόβοιο, ἐκ φόβου, Ἰλ. Ρ. 667· ἐνταῦθα ὡσαύτως ὑπάγονται τά: ἀθλεύων πρὸ ἄνακτος, μοχθῶν ἐν τῇ ὑπηρεσίᾳ τοῦ ἄνακτος, Ω. 734· πρὸ τῶνδε, ἕνεκα τούτων, διὰ ταῦτα, Σοφ. Ἠλ. 495· πρβλ. κατωτ. Ε. Ι. Β. ΘΕΣΙΣ: μεταξὺ τῆς πρὸ καὶ τῆς ἐξ αὐτῆς ἐξαρτωμένης πρώσεως δύνανται νὰ τεθῶσι λέξεις, ὡς π. χ. πρὸ δ’ ἄρ’ οὐρῆες κίον αὐτῶν Ἰλ. Ψ. 115· ἀλλ’ οὐδέποτε τίθεται μετὰ τὴν οἰκείαν πτῶσιν, εἰ μὴ μετὰ τὴν Ἐπικ. γεν. τὴν λήγουσαν εἰς -θι, Ἰλιόθι πρό, οὐρανόθι πρό, ἠῶθι πρό, ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 1., ΙΙ. 1. Γ. πρὸ ΑΠΟΛ., ΩΣ ΕΠΙΡΡ.· Ι. ἐπὶ τόπου, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὴν ἐπί, πρὸ μέν τ’ ἄλλ’, αὐτὰρ ἐπ’... Ἰλ. Ν. 799, 800· ἐμπρός, Ο. 360· ἐμπρός, πρός τι ἐκ δ’ ἄγαγε πρὸ φόωσδε Ο. 118. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, πρότερον, πρὸ οἱ εἴπομεν Ὀδ. Α. 37· πρότερον, ἐνωρίτερον, Ἡσ. Θ. 32. 38· πρό γε στενάζεις, προώρως, Αἰσχύλ. Πρ. 696. ΙΙΙ. ὅταν συνάπτηται μετ’ ἄλλων προθέσεων, οἷον ἀποπρό, διαπρό, ἐπιπρό, προπρό, ἐπιτείνει τὴν σημασίαν τῆς πρώτης προθέσεως, ἢ προστίθησιν εἰς αὐτὴν τὴν ἔννοιαν τοῦ ἐμπρός, πρὸς τὰ ἐμπρός· ἴδε τὰς λέξεις ταύτας μετὰ τῶν ἐπιρρηματικῶν αὐτῶν τύπων, ἀπόπροθεν, ἀπόπροθι. Δ. πρὸ ΕΝ ΣΥΝΘΕΣΕΙ. Ι. μετ’ οὐσιαστικοῦ, ὅτε δηλοῖ, 1) τὴν θέσιν ἐμπρὸς ἢ ἐνώπιον, πρόδομος, προάστειον, πρόθυρον, προπύλαια, κτλ. 2) πρωτεῖον, πρόεδρος, προεδρία, κτλ.· ὡσαύτως προτεραιότητα, προάγων, πρόλογος, προοίμιον, προπάτωρ, κτλ. 3) τὸν ἱστάμενον εἰς τὸν τόπον ἢ τὴν θέσιν ἄλλου, πρόμαντις, πρόξενος. ΙΙ. μετ’ ἐπιθέτ. συντιθεμένη δηλοῖ, 1) ἐγγύτητα, τὸ πλησίον, πρόχειρος· καὶ ἑτοιμότητα, πρόθυμος, πρόφρων, 2) τὸ ὁμοῦ, προθέλυμνος, πρόρριζος. 3) τὸ πρόωρον, πρόμοιρος, πρόωρος. 4) ἐπίτασιν, πρόπας, πρόπαρ, προπάροιθε· οὕτω καὶ πρόκακος, πρόπαλαι· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 47, Δινδ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1124. ΙΙΙ. μετὰ ῥημάτων δηλοῖ, 1) ἐπὶ τόπου, ἐμπρός, πρὸς τὰ ἐμπρός, προβαίνω, προβάλλω, προτίθημι, κτλ.· ὡσαύτως, τὸ ποιεῖν τι ὑπέρ τινος, προκινδυνεύω, προμάχομαι, κτλ. 2) τὸ ἐμπρὸς ἐπὶ κινήσεως, προέλκω, προφέρω· ― ὡσαύτως τὸ δημοσίᾳ, προγράφω, προειπεῖν, πρόκειμαι. 3) ἔξω καὶ μακράν, προΐημι, κτλ. 4) προτίμησιν, προαιροῦμαι, προτιμάω, κτλ. 5) τὸ πρότερον, τὸ ἐκ τῶν προτέρων, προαισθάνομαι, προγίγνομαι, προκαταλαμβάνω, κτλ.· ― ὡσαύτως πρόβλεψιν, προνοέω, προοράω. Ε. ΕΤΥΜΟΛ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ. Ἐκ τῆς √ΠΡΟ, κατὰ μεταβολὴν τοῦ φωνήεντος παράγονται πολλοὶ τύποι πάντες ἔχοντες τὴν κοινὴν ἔννοιαν τοῦ ἐνώπιον ἢ ἐμπρὸς ἐν ἀναφορᾷ τὸ μὲν πρὸς τὸν τύπον τὸ δὲ πρὸς τὸν χρόνον. Ι. ἀμέσως ἐκ τοῦ τύπου πρό, Λατ. pro, παράγονται αἱ λέξεις πρότερος, πρῶτος (δηλ. πρόατος, Δωρ. πρᾶτος), πρωὶ (πρῴ), πρῴην, πρώιος (πρῷος), πρώιμος (πρῷμος), πρώιζος (πρῷζος)· ὡσαύτως πρητήν, ἐπι-πρητήν· καὶ πρόμος, πρύτανις (Αἰολ. πρότανις), οἱ τύποι δὲ οὗτοι σχεδὸν ἀείποτε ἀναφέρονται εἰς τὸ εἶναι πρότερον ὑπὸ ἔποψιν χρόνου, ἐνίοτε δὲ ὑπὸ ἔποψιν ἀριθμοῦ ἢ βαθμοῦ· ἡ προτέρησις αὕτη ὑπὸ ἔποψιν βαθμοῦ ἢ ἡ προτίμησις ἐκφέρεται ἐν τῇ Λατ. διὰ τῆς προθέσ. prae, ἥτις ὡσαύτως περικλείει τὴν ἔννοιαν αἰτίας καὶ «ἐλατηρίου», Λατ. prae gaudio, prae timore, ἕνεκα χαρᾶς, ἕνεκα λύπης. ΙΙ. Ἡ ἔννοια τοῦ πρότερον ὑπὸ ἔποψιν τόπου ἢ διαστήματος μεταβαίνει διὰ τοῦ Δωρ. τύπου προτὶ εἰς τὰς λ. πρός, πρόσω, πόρσω, πόρρω, κτλ., καὶ ἀναφαίνεται ἐν τοῖς συγγενέσιν ὀνόμασι πρών, πρηών, πρεών, πρώων, μέρος γῆς ἐξέχον, ἀκρωτήριον, κρημνός· πρῷρα: ὡσαύτως τὸ ἐπίθ. πρηνής, πρᾶνής, προπρηνής, Λατ. pro-nus, κλίνων πρὸς τὰ ἐμπρός. ΙΙΙ. διὰ τροπῆς τοῦ ο εἰς ι λαμβάνομεν ἄλλην σειρὰν λέξεων ἐν σχέσει πρὸς τὸν χρόνον, πρίν, Λατιν. pris-cus (πρβλ. πρέσβυς), pris-tinus, pridie, pri-dem, prior, priimus (primus), princeps. IV. πρβλ. τὸ Σανσκρ. pra- (ὡς προτακτικὸν μόριον), pra-thamas (primus), prâ-tar (mane)· Λατ. prae, pra-ndium· Σλαυ. pra-, pro-, pru-vuj (primus)· Λιθ. pra-, pir-mas (primus)· ― Γοτθ. fru-ma (πρότερος), frumist· Ἀρχ. Γερμαν. fur-iro, fur-isto (prior, primus), fru-o (früh). ― Πρβλ. καὶ τὰ παρά, πάρος. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκη Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 517.
Middle Liddell
before, Lat. prae:
A. PREP. WITH GENIT.:
I. of place, before, in front of, πρὸ ἄστεος, πρὸ πυλάων Hom.; οὐρανόθι πρό Il.; χωρεῖν πρὸ δόμων to come out in front of, Soph.
2. before, in front of, for the purpose of shielding or guarding, στῆναι πρὸ Τρώων Il.:— in defence of, for, μάχεσθαι πρὸ γυναικῶν Il.; ὀλέσθαι πρὸ πόληος, Lat. pro patria mori, Il.
3. πρὸ ὁδοῦ further on the road, i. e. forwards, onward, Il.: (hence φροῦδοσ).
II. of time, before, πρὸ γάμοιο Od.; πρὸ ὁ τοῦ (= ὁ πρὸ τοῦ) ἐνόησεν one before the other, Il.; πρὸ τοῦ θανάτου Plat., etc.; πρὸ πολλοῦ long before, Hdt.; τὸ πρὸ τούτου before this, before, Thuc.; πρὸ τοῦ (often written προτοῦ) before, Hdt., Attic
III. in other relations:
1. of Preference, before, sooner or rather than, κέρδος πρὸ δίκας αἰνῆσαι to praise sleight before right, Pind.; πᾶν πρὸ τῆς παρεούσης λύπης anything before, rather than their actual grievance, Hdt.; πρὸ πολλοῦ ποιεῖσθαι to esteem above much, i. e. very highly, Isocr.; so, πρὸ πολλῶν χρημάτων τιμᾶσθαι Thuc.: redundant, after a comp., ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἀσπαστότερον Hdt.
2. of Cause or Motive, Lat. prae, for, out of, from, πρὸ φόβοιο for fear, Il.; πρὸ τῶνδε there fore, Soph.
B. POSITION: never after its case, except after the epic gen. Ἰλιόθι πρό, οὐρανόθι πρό, ἠῶθι πρό.
C. πρό, absol. as adv.:
I. of place, before, in front, forth, forward, Il.
II. of time, before, beforehand, Od.: before, earlier, Hes.: prematurely, Aesch.
III. with other Preps. ἀποπρό, διαπρό, ἐπιπρό, περιπρό, προπρό, it strengthens the first prep.
D. πρό IN COMPOS.
I. with Substs., to denote
1. position before or in front, πρόθυρον, προπύλαια.
2. priority of rank, πρόεδρος; or of order, προοίμιον.
3. standing in another's place, πρόμαντις, πρόξενος.
II. with Adjs., to denote
1. proximity, readiness, πρόχειρος, πρόθυμος.
2. forth from, προθέλυμνος, πρόρριζος.
3. prematureness, πρόμοιρος, πρόωρος.
III. with Verbs,
1. of place, before, forwards, προβαίνω, προβάλλω; also before, in defence, προκινδυνεύω.
2. forth, προέλκω, προφέρω:—also publicly, προειπεῖν.
3. giving away, προδίδωμι.
4. before, in preference, προαιροῦμαι, προτιμάω.
5. before, beforehand, προαισθάνομαι, προνοέω, προοράω.
Frisk Etymology German
πρό: {pró}
Forms: myk. po-ro-.
Grammar: Adv., Präfix und Präp. (m. Gen.)
Meaning: voran, vorwärts, vorher, vor (seit Il.);
Etymology: Ausgang wie in ἀπό, ὑπό. Altererbt und in den meisten idg. Sprachen, vorwiegend als Präfix, erhalten: aind. prá, aw. apers. fra-, lat. prŏ-, kelt., z.B. air. ro-, germ., z.B. got. fra- ‘ver-’, balt., z.B. lit. pra-, slav., z.B. aksl. pro-, russ. pro, idg. *pro. Daneben mit Vokaldehnung *prō in πρωΐ (s.d.) usw., mit unbek. Quantität heth. pa-ra-a vorwärts, hervor. — Zu πρόκα, πρόμος, πρότερος s. bes. Hierher noch πρίν, πρός, auch πρυ- in πρύτανις u.a.? Entfernter verwandt sind πάρα, πάρος, πέρα(ν), πέρι usw.; s. die betreffenden Wörter. Ausführlich über πρό Schwyzer-Debrunner 505ff. m. Lit.
Page 2,596-597
Chinese
原文音譯:prÒ 普羅
詞類次數:介詞(49)
原文字根:以前
字義溯源:前*,先,以先,在⋯以先,以前,在⋯以前,從⋯以前,在⋯前,在⋯先,在⋯外,比⋯先,還未到,前面,先前,先於,高於,最,優於。這介詞“前,先”有三方面的用法:
1)在時間上:以前,以先
2)在位置上:前面,前方
3)在情況上:最重要,最優越。同源字(約180同源字,省略)
出現次數:總共(47);太(5);可(1);路(7);約(9);徒(7);羅(1);林前(2);林後(1);加(3);弗(1);西(1);提後(2);多(1);來(1);雅(2);彼前(2);猶(1)
譯字彙編:
1) 以前(10) 太24:38; 路2:21; 路21:12; 約1:48; 約17:5; 約17:24; 徒5:36; 徒21:38; 徒23:15; 林前4:5;
2) 在⋯前(8) 太11:10; 可1:2; 路7:27; 路9:52; 路10:1; 約11:55; 徒12:6; 雅5:9;
3) 在⋯以前(7) 約10:8; 羅16:7; 林前2:7; 弗1:4; 提後4:21; 多1:2; 彼前1:20;
4) 前(5) 路11:38; 約12:1; 約13:1; 約13:19; 林後12:2;
5) 以先(4) 路22:15; 徒13:24; 加3:23; 來11:5;
6) 最(2) 雅5:12; 彼前4:8;
7) 在⋯外(1) 徒12:14;
8) 比⋯先(1) 加1:17;
9) 是在⋯以前(1) 提後1:9;
10) 從⋯以前(1) 猶1:25;
11) 在⋯之先(1) 西1:17;
12) 在⋯以前的(1) 太5:12;
13) 先(1) 約5:7;
14) 前面(1) 徒14:13;
15) 之前(1) 加2:12;
16) 還未到(1) 太8:29;
17) 在⋯以先(1) 太6:8
English (Woodhouse)
before, antecedent to, anterior to, at the head of, for the sake of, in advance of, in front of, in preference to, on behalf of