μετά

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετά Medium diacritics: μετά Low diacritics: μετά Capitals: ΜΕΤΑ
Transliteration A: metá Transliteration B: meta Transliteration C: meta Beta Code: meta/

English (LSJ)

[ᾰ, but ᾱ in S.Ph.184 (s. v. l., lyr.)], poet. μεταί, dub., only in μεταιβολία; Aeol., Dor., Arc. πεδά (q.v.): Prep. with gen., dat., and acc. (Cf. Goth. A mip, OHG. miti, mit 'with'.) A WITH GEN. (in which use μ. gradually superseded σύν, q.v.), I in the midst of, among, between, with pl. Nouns, μετ' ἄλλων λέξο ἑταίρων Od.10.320; μ. δμώων πῖνε καὶ ἦσθε 16.140; τῶν μέτα παλλόμενος Il.24.400; πολλῶν μ. δούλων A.Ag.1037; μ. ζώντων εἶναι S.Ph.1312; ὅτων οἰκεῖς μέτα Id.OT414; μ. τῶν θεῶν διάγουσα Pl.Phd.81a (but κεῖσθαι μ. τινός with one, S.Ant.73): sts. the pl. is implied, μετ' οὐδενὸς ἀνδρῶν ναίειν, i.e. among no men, Id.Ph.1103 (lyr.), etc. II in common, along with, by aid of (implying a closer union than σύν), μ. Βοιωτῶν ἐμάχοντο Il.13.700, cf. 21.458; συνδιεπολέμησαν τὸν πόλεμον μ. Ἀθηναίων IG12.108.7; μ. ξυμμάχων ξυγκινδυνεύσειν Th.8.24, cf. 6.79, etc.; μ. τῆς βουλῆς in co-operation with the council, IG12.91.10: in this sense freq. (not in ll., Od., Pi., rare in early Gr.) with sg., μετ' Ἀθηναίης with, i.e. by aid of, Athena, h.Hom. 20.2; μ. εἷο Hes.Th.392; μ. τινὸς πάσχειν, δρᾶν τι, A.Pr.1067 (anap.), S.Ant.70; μ. τινὸς εἶναι to be on one's side, Th.3.56; μ. τοῦ ἠδικημένου ἔσεσθαι X.Cyr.2.4.7; μ. τοῦ νόμου καὶ τοῦ δικαίου Pl.Ap.32b: generally, with, together with, with Subst. in sg. first in Hdt. (in whom it is rare exc. in the phrase οἱ μ. τινός, v. infr.), as κοιμᾶσθαι μ. τινός 3.68, Timocl.22.2; εὕδειν μ. τινός Hdt.3.84; οἱ μ. τινός his companions, Id.1.86, al., Pl.Prt.315b: freq. with Prons., μετ' αὐτοῦ S. Ant.73; μετ' ἐμοῦ Ar.Ach.661 (anap.), etc.: less freq. of things, στέγη πυρὸς μ. S.Ph.298; μ. κιθάρας E.IA1037 (lyr.); μ. τυροῦ Ar.Eq.771, etc.; τὴν δίαιταν μεθ' ὅπλων ἐποιήσαντο Th.1.6, cf. E.Or.573; ὄχλος μ. μαχαιρῶν καὶ ξύλων Ev.Matt.26.47: indicating community of action and serving to join two subjects, Κλεομένης μετὰ Ἀθηναίων C. and the Athenians, Th.1.126: with pl. Verb, Δημοσθένης μ. τῶν ξυστρατήγων σπένδονται Id.3.109, etc.; of things, in conjunction with, ἰσχύν τε καὶ κάλλος μετὰ ὑγιείας Pl.R.591b; γῆρας μ. πενίας ib.330a. III later, in one's dealings with, ὅσα ἐποίησεν ὁ θεὸς μετ' αὐτῶν Act.Ap. 14.27; ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ' αὐτοῦ Ev.Luc.10.36; τί ἡμῖν συνέβη μ. τῶν ἀρχόντων PAmh.2.135.15 (ii A.D.): even of hostile action, σὺ ποιεῖς μετ' ἐμοῦ πονηρίαν LXX Jd.11.27, cf. 15.3; πολεμῆσαι μ. τινός Apoc.12.7, cf. Apollod.Poliorc.190.4 codd. (but μ. may be a gloss), Wilcken Chr.23.10 (v A.D.), OGI201.3 (Nubia, vi A. D.): to denote the union of persons with qualities or circumstances, and so to denote manner, τὸ ἄπραγμον… μὴ μ. τοῦ δραστηρίου τεταγμένον Th.2.63, etc.; ἱκετεῦσαι μ. δακρύων Pl.Ap.34c; οἴκτου μέτα S.OC1636; μετ' ἀσφαλείας μὲν δοξάζομεν, μετὰ δέους δὲ… ἐλλείπομεν Th.1.120, cf. IG22.791.12; μ. ῥυθμοῦ βαίνοντες Th.5.70; ὅσα μετ' ἐλπίδων λυμαίνεται ib.103, etc.; ψυχὴν ὁσίως βεβιωκυῖαν καὶ μετ' ἀληθείας Pl.Grg.526c, cf. Phdr.249a, 253d; also, by means of, μετ' ἀρετῆς πρωτεύειν X.Mem. 3.5.8; γράφε μ. μέλανος PMag.Lond.121.226. 2 serving to join two predicates, γενόμενος μ. τοῦ δυνατοῦ καὶ ξυνετός, i.e. δυνατός τε καὶ ξυνετός, Th.2.15; ὅταν πλησιάζῃ μ. τοῦ ἅπτεσθαι Pl.Phdr. 255b. IV rarely of Time, μ. τοῦ γυμνάζεσθαι ἠλείψαντο, for ἅμα, Th.1.6; μετ' ἀνοκωχῆς during... Id.5.25. B WITH DAT., only poet., mostly Ep.: I between, among others, but without the close union which belongs to the genitive, and so nearly = ἐν, which is sts. exchanged with it, μ. πρώτοισι… ἐν πυμάτοισι Il.11.64: 1 of persons, among, in company with, μετ' ἀθανάτοισι Il.1.525; μετ' ἀνθρώποις B.5.30; μ. κόραισι Νηρῆος Pi.O.2.29; μ. τριτάτοισιν ἄνασσεν in the third generation (not μ. τριτάτων belonging to it), Il.1.252; of haranguing an assembly, μετ' Ἀργείοις ἀγορεύεις 10.250, etc.; between, of two parties, φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν 4.16. 2 of things, μ. νηυσίν, ἀστράσι, κύμασιν, 13.668, 22.28, Od.3.91; δεινὸν δ' ἐστὶ θανεῖν μ. κύμασιν Hes. Op.687; χαῖται δ' ἐρρώοντο μ. πνοιῇς ἀνέμοιο Il.23.367; αἰετὼ… ἐπέτοντο μ. π. ἀ. Od.2.148. 3 of separate parts of persons, between, μ. χερσὶν ἔχειν to hold between, i.e. in, the hands, Il.11.4, 184, S. Ph.1110 (lyr.), etc.; τὸν μ. χ. ἐρύσατο Il.5.344; ὅς κεν… πέσῃ μ. ποσσὶ γυναικός, of a child being born, 'to fall between her feet', 19.110; so μ. γένυσσιν, γαμφηλῇσιν, 11.416, 13.200; μ. φρεσί 4.245, etc. II to complete a number, besides, over and above, αὐτὰρ ἐγὼ πέμπτος μ. τοῖσιν ἐλέγμην I reckoned myself to be with them a fifth, Od.9.335, cf. Il.3.188; Οὖτιν… πύματον ἔδομαι μ. οἷς ἑτάροισι last to complete the number, i.e. after, Od.9.369, cf. A.Pers.613, Theoc.1.39, 17.84. III c. dat. sg., only of collect. Nouns (or the equivalent of such, μεθ' αἵματι καὶ κονίῃσιν Il.15.118), μ. στροφάλιγγι κονίης 21.503; στρατῷ 22.49; μ. πρώτῃ ἀγορῇ 19.50, etc.; μετ' ἀνδρῶν… ἀριθμῷ Od.11.449; μετ' ἄλλῳ λαῷ A.Ch.365 (lyr.). C WITH ACCUS., I of motion, into the middle of, coming into or among, esp. where a number of persons is implied, ἵκοντο μ. Τρῶας καὶ Ἀχαιούς Il.3.264; μ. φῦλα θεῶν 15.54, cf. Od.3.366, al.; μ. μῶλον Ἄρηος Il.16.245; μ. λαὸν Ἀχαιών 5.573, al.; μ. στρατόν, μεθ' ὅμιλον, μεθ' ὁμήγυριν, 5.589, 14.21, 20.142: so of birds, ὥς τ' αἰγυπιὸς μ. χῆνας (though this may be referred to signf. 2), 17.460; of things, εἴ τινα φεύγοντα σαώσειαν μ. νῆας 12.123; με μ.… ἔριδας καὶ νείκεα βάλλει plunges me into them, 2.376; of place, μ. τ' ἤθεα καὶ νομὸν ἵππων 6.511; δράγματα μετ' ὄγμον πῖπτον into the midst of the furrow, 18.552. 2 in pursuit or quest of, of persons, sts. in friendlysense, βῆ ῥ' ἰέναι μ. Νέστορα went to seek Nestor, Il.10.73, cf. 15.221: sts. in hostile sense, βῆναι μ. τινά to go after, pursue him, 5.152, 6.21, al.; also of things, πλεῖν μ. χαλκόν to sail in quest of it, Od.1.184; ἵκηαι μ. πατρὸς ἀκουήν in search of news of thy father, 2.308, cf. 13.415; οἴχονται μ. δεῖπνον Il.19.346; πόλεμον μέτα θωρήσσοντο they armed for the battle, 20.329; ὡπλίζοντο μεθ' ὕλην prepared to seek after wood, 7.418, cf. 420; μ. δούρατος ᾤχετ' ἐρωήν 11.357; μ. γὰρ δόρυ ᾔει οἰσόμενος 13.247. II of sequence or succession, 1 of Place, after, behind, λαοὶ ἕπονθ', ὡς εἴ τε μ. κτίλον ἕσπετο μῆλα like sheep after the bell-wether, Il.13.492, cf. Od.6.260, 21.190, h.Ven.69; ἔσχατοι μ. Κύνητας οἰκέουσι Hdt.4.49; μ. τὴν θάλασσαν beyond, on the far side of the sea, Theo Sm.p.122 H. 2 of Time, after, next to, μ. δαῖτας Od.22.352; μεθ' Ἕκτορα πότμος ἑτοῖμος after Hector thy death is at the door, Il.18.96; μ. Πάτροκλόν γε θανόντα 24.575, cf. Hdt. 1.34; μετ' εὐχάν A.Ag.231 (lyr.), etc.; μ. ταῦτα thereupon, there-after, h.Merc.126, etc.; τὸ μ. ταῦτα Pl.Phlb.34c; τὸ μ. τοῦτο Id.Criti. 120a; μετ' ὀλίγον ὕστερον shortly after, Id.Lg.646c; μ. μικρόν Luc. Demon.8; μ. ἡμέρας τρεῖς μ. τὴν ἄφεδρον Dsc.2.19; μ. ἔτη δύο J.BJ 1.13.1; μ. τρίτον ἔτος Thphr.HP4.2.8; μ. χρυσόθρονον ἠῶ after daybreak, h.Merc.326: but μετ' ἡμέρην by day, opp. νυκτός, Hdt.2.150, cf. Pl.Phdr.251e, etc.; μεθ' ἡμέραν, opp. νύκτωρ, E.Ba.485; μ. νύκτας Pi.N.6.6; μ. τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν after the boy or girl has attained the age of six years, Pl.Lg.794c. 3 in order of Worth, Rank, etc., next after, following Sup., κάλλιστος ἀνὴρ… τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ' ἀμύμονα Πηλεΐωνα Il.2.674, cf. 7.228, 12.104, Od.2.350, Hdt.4.53, X.Cyr.7.2.11, etc.; κοῦροι οἳ… ἀριστεύουσι μεθ' ἡμέας Od.4.652, cf. Isoc.9.18: where Sup. is implied, ὃς πᾶσι μετέπρεπε… μ. Πηλεΐωνος ἑταῖρον Il.16.195, cf. 17.280, 351; μ. μάκαρας next to the gods, A.Th. 1080 (anap.); also μάχεσθαι μ. πολλοὺς τῶν Ἑλλήνων to be inferior in fighting to many... Philostr.Her.6. III after, according to, μ. σὸν καὶ ἐμὸν κῆρ as you and I wish, Il.15.52; μετ' ἀνέρος ἴχνι' ἐρευνῶν 18.321; μετ' ἴχνια βαῖνε Od.2.406. IV generally, among, between, as with dat. (B.I), μ. πάντας ὁμήλικας ἄριστος best among all, Il.9.54, cf. Od.16.419; μ. πληθύν Il.2.143; μ. τοὺς τετελευτηκότας including those who have died, PLond.2.260.87 (i A.D.); μ. χεῖρας ἔχειν Hdt.7.16. β', Th.1.138, POxy.901.9 (iv A.D.), cf. X.Ages.2.14, etc. D μετά with all cases can be put after its Subst., and is then by anastrophe μέτα, Il.13.301, but not when the ult. is elided, 17.258, Od.15.147. E abs. as ADV., among them, with them, Il.2.446,477, etc.; with him, οὐκ οἶον, μ. καὶ Γανυμήδεα A.R.3.115. II and then, next afterwards, opp. πρόσθε, Il.23.133. III thereafter, 15.67, Hdt.1.88, 128,150, A.Ag.759 (lyr.), etc.; μ. γάρ τε καὶ ἄλγεσι τέρπεται ἀνήρ one feels pleasure even in troubles, when past, Od.15.400; μ. δέ, for ἔπειτα δέ, Hdt.1.19, Luc.DMort.9.2, etc. F μέτα, -μέτεστι, Od.21.93, Parm.9.4, Hdt.1.88,171, S.Ant. 48,etc. G IN COMPOS.: I of community or participation, as in μεταδίδωμι, μετέχω, usu. c. gen. rei. 2 of action in common with another, as in μεταδαίνυμαι, μεταμέλπομαι, etc., c. dat. pers. II in the midst of, of space or time, as in μεταδήμιος, μεταδόρπιος 1; between, as in μεταίχμιον, μεταπύργιον. III of succession of time, as in μεταδόρπιος 2, μετακλαίω, μεταυτίκα. IV of pursuit, as in μεταδιώκω, μετέρχομαι. V of letting go, as in μεθίημι, μεθήμων. VI after, behind, as in μετάφρενον, opp. πρόσθε. VII reversely, as in μετατρέπω, μεταστρέφω. VIII most freq. of change of place, condition, plan, etc., as in μεταβαίνω, μεταβάλλω, μεταβουλεύω, μεταγιγνώσκω, etc.

German (Pape)

[Seite 141] (mit μέσος verwandt, wie mit u. mitten, vgl. μέτασσαι, μεταξύ), poet. auch μεταί, äol. u. dor. πεδά, Adverbium und Präposition.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
A. adv.
I. au milieu, parmi : μετὰ δὲ γλαυκῶπις Ἀθήνη IL au milieu (d’eux) est Athénè aux yeux brillants ; μετὰ δὲ κρείων Ἀγαμέμνων IL au milieu (d’eux) est le puissant Agamemnon;
II. par derrière;
1 avec idée de lieu par derrière, à la suite : μετὰ Τυδέος υἱὸν ἔπουσαν IL (Athénè) qui accompagne en le suivant le fils de Tydée ; μετὰ νῶτα βαλών IL (où fuis-tu) le dos tourné (à l’ennemi) ? πρῶτος ἐγώ, μετὰ δ’ ὔμμες OD moi le premier, vous ensuite ; πρόσθε μὲν ἱππῆες, μετὰ δὲ νέφος εἵπετο πεζῶν IL en avant marchent les guerriers montés sur des chars, par derrière suivait la nuée des guerriers à pied;
2 avec idée de temps ensuite : ἕζετ’ ἔπειτ’ ἀπάνευθε νεῶν, μετὰ δ’ ἰὸν ἕηκεν IL ensuite il s’assit à l’écart loin des vaisseaux, puis lança un trait ; suivi de δέ : μετὰ δέ, et ensuite;
3 en faisant se succéder, en remplaçant : μετὰ δὴ βουλεύαι ; HDT reviens-tu sur ta résolution ? litt. prends-tu une résolution qui succède à celle que tu avais prise ?;
B. prép. avec le gén., le dat. et l’acc. :;
• GÉN. « avec », càd :
1 au milieu de, parmi : μετὰ δμώων πῖνε καὶ ἦσθε OD il buvait et mangeait au milieu de ses serviteurs ; καθήμενον μετὰ τῶν ἄλλων PLAT assis au milieu des autres;
2 en communauté avec;
3 d’accord avec : μετὰ καιροῦ THC selon l’occasion ; μετὰ τοῦ ἀδικουμένου ἔσεσθαι XÉN on sera du côté de celui à qui on ferait du mal;
4 avec accompagnement de : γῆρας μετὰ πενίας PLAT la vieillesse avec la pauvreté ; outre : γενόμενος μετὰ τοῦ ξυνετοῦ καὶ δυνατός THC (ce prince) qui joignit à la sagesse la puissance;
• DAT. poét.
1 au milieu de, parmi, entre, dans : ἔχειν μετὰ χερσί ou ἴσχειν SOPH avoir ou tenir entre les mains ; μετὰ γαμφηλῇσιν IL ou μετὰ γένυσσιν IL (aiguisant ses défenses) dans litt. entre ses mâchoires ; avec un sg. collectif : μετὰ στρατῷ IL au milieu de l’armée ; μεθ’ αἵματι καὶ κονίῃσι IL au milieu du sang et de la poussière;
2 avec : μετ’ ἄλλῶ λαῷ ESCHL avec le reste du peuple ; μετὰ καὶ τοῖσι OD que cela s’ajoute à tous ces maux;
3 d’accord avec, selon : μετὰ πνοιῇσ’ ἀνέμοιο IL, OD au gré du vent litt. selon le souffle du vent;
4 pour : μετ’ ἀθανάτοισι IL pour les immortels ; μετ’ ἀμφοτέροισι IL (afin qu’il arrive pour le mieux) pour les deux partis;
• ACC.
1 après, à la suite de : ποταμὸς μέγιστος μετὰ Ἴστρον HDT le fleuve le plus grand après l’Ister ; avec idée de temps μετὰ τοῦτον τὸν χρόνον PLAT après ce temps;
2 entre, parmi : μετὰ χεῖρας ἔχειν HDT avoir entre les mains ; μεθ’ ὁμήλικας OD entre ceux de ton âge ; μετ’ Aἰθιοπῆας IL parmi ou chez les Éthiopiens ; fig. τινα μετ’ ἔριδας καὶ νείκεα βάλλειν, jeter qqn au milieu des querelles et des disputes;
3 vers : σφαῖραν ἔρριψε μετ’ ἀμφίπολον OD elle lança la balle vers une suivante;
4 avec idée de temps pendant : μεθ’ ἡμέραν HDT pendant le jour;
Rem. I. μετά se place qqf en poésie, après son rég. et s’accentue alors μέτα;
II. il s’emploie poét. p. μέτεστι, et s’accentue également μέτα : avec un dat. : τί δ’ Ἑλένης παρθένῳ τῇ σῇ μέτα ; EUR quoi de commun entre Hélène et la vierge qui est ta fille ? cf. πάρα p. πάρεστι;
En composition μετά marque;
1 (μετά, avec) la communauté ou la participation : μεταδίδωμι, μετέχω, etc. ; l’action en commun avec qqn : μεταδαίνυμαι, μεταίτιος, etc.
2 (μετά, entre) : μεταίχμιον, μεταπύργιον, etc.
3 (μετά, après) la succession : μετάφρενον, etc. ; la poursuite : μεταδιώκω, μετέρχομαι, etc. ; la succession dans le temps : μεταυτίκα, μετέπειτα, etc. ; l’action de laisser aller : μεθίημι, etc. ; l’idée de à rebours : μεταστρέφω, μετατρέπω ; le changement de lieu ou de condition : μεταβαίνω, μεταβάλλω, μεταβουλεύω, etc.
Étymologie: cf. skr. mithu « ensemble ».

English (Autenrieth)

amid, among, after.—I. adv. (here belong all instances of ‘tmesis’), μετὰ δ' ἰὸν ἕηκεν, let fly an arrow among them (the ships), Il. 1.48, Od. 18.2; πρῶτος ἐγώ, μετὰ δ' ὔμμες, afterward, Od. 21.231, and so of time, Od. 15.400: denoting change of position, μετὰ δ' ἄστρα βεβήκει, ‘had passed over the meridian’; μετὰ δ' ἐτράπετ, ‘turned around’; μετὰ νῶτα βαλών, Od. 12.312, Α 1, Il. 8.94. The relation of the adv. may be specified by a case of a subst., thus showing the transition to the true prepositional use, μετὰ καὶ τόδε τοῖσι γενέσθω, ‘let this be added to those and be among them,’ Od. 5.224.—II. prep., (1) w. gen., along with; μετ' ἄλλων λέξο ἑταίρων, μάχεσθαι μετά τινος, ‘in league with,’ Od. 10.320, Il. 13.700.—(2) w. dat., amid, among, between, in; μετὰ χερσὶν ἔχειν, ‘in the hands,’ Il. 11.184, Od. 3.281; μετὰ γένυσσι, ποσσί, ‘between,’ Il. 11.416, Il. 19.110; μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο πέτεσθαι, i. e. as fast as the winds, Od. 2.148; Οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι μετὰ οἷς ἑτάροισιν, the lastamong’ his mates, the position of honor in being eaten, Od. 9.369.—(3) w. acc., denoting motion, among, towards, to, after, μετ' Αἰθιοπῆας ἔβη, μετὰ μῶλον Ἄρηος, σφαῖραν ἔρριψε μετ ἀμφίπολον, βῆναι μετά τινα, Il. 1.423, Il. 7.147, ζ 11, Il. 5.152, and sometimes of course in a hostile sense; so fig., βάλλειν τινὰ μετ' ἔριδας, ‘plunge in,’ ‘involve in,’ Il. 2.376; sometimes only position, without motion, is denoted, Il. 2.143; of succession, after, next to, whether locally or of rank and worth, μετὰ κτίλον ἕσπετο μῆλα, Il. 13.492; κάλλιστος ἀνὴρ μετὰ Πηλείωνα, Il. 2.674; then of time, purpose, conformity, or adaptation, μετὰ Πάτροκλόν γε θανόντα, ‘after the death of P.’; πλεῖν μετὰ χαλκόν, ‘after,’ i. e. to get bronze; μετὰ σὸν κῆρ, ‘after,’ i. e. to suit thy heart, Il. 24.575, Od. 1.184, Ο 52, Il. 18.552, Od. 2.406, Il. 11.227 .—μέτα = μέτεστι, Od. 21.93.

English (Slater)

μετά (
   1 μέτα (O. 2.34), (P. 5.94), (Pae. 9.21) )
  &nnbsp;1 prep.,
   a c. acc.
   I to, among προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοί οἱ πάλιν μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος (O. 1.66) ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν Ζηνός (I. 7.46) λάμπει δὲ χρόνῳ ἔργα μετ' αἰθέῤ ἀερθέντα fr. 227. 3.
   II of purpose, after, in pursuit of ἔειπεν Ὑψιπυλείᾳ μετὰ στέφανον ἰών (O. 4.23) μετὰ γὰρ κεῖνο πλευσάντων Μινυᾶν (P. 4.68) Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν, Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν (P. 9.106) καί ποτε χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετ' ἀλκὰν ἕπετό οἱ (N. 3.38) τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων fr. 74. καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν fr. 172. 5.
   III of time, after μετὰ χειμέριον ὄμβρον (P. 5.10) [μετὰ μέγαν κάματον (v. l. πεδὰ) (P. 5.47) ] νῦν δ' αὖ μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (I. 4.18) γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον (I. 8.8)
   IV of time, during καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν (N. 6.6)
   b c. gen., along with μετὰ τριῶν τέταρτον πόνον (O. 1.60) ῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων ἐς ἄνδρας ἔβαν (O. 2.34) τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν (O. 10.49) μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν (P. 5.94) οὔτε δείπνων μεθ' ἑταιρᾶν τέρψιας (P. 9.19) ὀλοφύρομαι οὐδὲν ὅτι πάντων μέτα πείσομαι (Pae. 9.21)
   c c. dat., among λέγοντι μετὰ κόραισι Νηρῆος ἁλίαις βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι (O. 2.29) εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης μετὰ πενταέθλοις (N. 7.8)
   2 adv., afterwardsμάλα δὴ μετὰ καὶ νῦν παισὶ τούτοις ὄγδοον θάλλει μέρος Ἀρκεσίλας afterwards, even at this moment (P. 4.64)

English (Abbott-Smith)

μετά (before vowel μετ’; on the neglect of elision in certain cases, V. WH, App., 146 b), prep. c. gen., acc. (in poet, also c. dat.), [in LXX for אַחַד ,עִם ,אֵת, etc.].
I.C. gen.,
1.among, amid: Mk 1:13, Lk 22:37 (LXX, ἐν) 24:5, Jo 18:5, al.; διωγμῶν, Mk 10:30.
2.Of association and companionship, with (in which sense it gradually superseded σύν, than which it is much more freq. in NT; cf. Bl., §42, 3): c. gen. pers., Mt 8:11 20:20 Mk 1:29 3:7 Lk 5:30, Jo 3:22, Ga 2:1, al. mult.; εἶναι μετά, Mt 5:25, Mk 3:14, al.; metaph., of divine help and guidance, Jo 3:2, Ac 7:9, Phl 4:9, al.; opp. to εἶναι κατά, Mt 12:30, Lk 11:23; in Hellenistic usage (but v. M, Pr., 106, 246f.), πολεμεῖν μετά = cl. π., c. dat., to wage war against (so LXX for נִלְחַם עִם, I Ki 17:33), Re 2:16, al.; c. gen. rei, χαρᾶς, Mt 13:20, Mk 4:16, al.; ὀργῆς, Mk 3:5, al.
II.C. acc,
1.of place, behind, after: He 9:3.
2.Of time, after: Mt 17:1, Mk 14:1, Lk 1:24, Ac 1:5, Ga 1:18, al.; μετὰ τοῦτο, Jo 2:12, al.; ταῦτα, Mk 16:[12], Lk 5:27, Jo 3:22, al; c. inf. artic. (BL, §71, 5; 72, 3), Mt 26:32, Mk 1:14, al.
III.In composition,
1.of association or community: μεταδίδωμι, μετέχω, etc.
2.Exchange or transference: μεταλλάσσω, μετοικίζω, etc.
3.after: μεταμέλομαι.

English (Thayer)

μετά (on its neglect of elision before proper names beginning with a vowel, and before sundry other words (at least in Tdf.s text) see Tdf. Proleg., p. 95; cf. WH. Introduction, p. 146b; Winers Grammar, § 5, 1 a.; Buttmann, p. 10), a preposition, akin to μέσος (as German mit to Mitte, mitten) and hence, properly, in the midst of, amid, denoting association, union, accompaniment; (but some recent etymologists doubt its kinship to μέσος; some connect it rather with ἅμα, German sammt, cf. Curtius, § 212; Vanicek, p. 972). It takes the genitive and accusative (in the Greek poets also the dative). (On the distinction between μετά and σύν, see σύν, at the beginning) I. with the genitive; (the Sept. for אֵת, עִם, אַחַר, etc.), among, with (cf. Winer's Grammar, 376f (352f));

1. amid, among;

a. properly: μετά τῶν νεκρῶν, among the dead, Luke 24:5 (μετά νεκρῶν κείσομαι, Euripides, Hec. 209; θάψετε με μετά τῶν πατέρων μου, Genesis 49:29, the Sept.; μετά ζώντων εἶναι, to be among the living, Sophocles Phil. 1312); λογίζεσθαι μετά ἀνόμων, to be reckoned, numbered, among transgressor's, Mark 15:28 (G T WH omit; Tr brackets the verse) and Luke 22:37, from Isaiah 53:12 (where the Sept. ἐν ἀνόμοις); μετά τῶν θηρίων εἶναι, Mark 1:13; γογγύζειν μετ' ἀλλήλων, John 6:43; σκηνή τοῦ Θεοῦ μετά τῶν ἀνθρώπων, Revelation 21:3; add, Matthew 24:51; Matthew 26:58; Mark 14:54; Luke 12:46; John 18:5, 1S; Acts 1:26, etc.

b. tropically: μετά διωγμῶν, amid persecutions, Mark 10:30 (μετά κινδύνων, amid perils, Thucydides 1, 18); ἡ ἀγάπη μεθ' ἡμῶν, love among us, mutual love, 1 John 4:17 (others understand μεθ' ἡμῶν here of the sphere or abode, and connect it with the verb; cf. DeWette, or Huther, or Westcott, in the place cited). Hence, used,

2. of association and companionship, with (Latincum; German mit, often alsobei);

a. after verbs of going, coming, departing, remaining, etc., with the genitive of the associate or companion: Matthew 20:20; Matthew 26:36; Mark 1:29; Mark 3:7; Mark 11:11; Mark 14:1; Luke 6:17; Luke 14:31; John 3:22; John 11:54; Galatians 2:1; Jesus the Messiah it is said will come hereafter μετά τῶν ἀγγέλων, Matthew 16:27; Mark 8:38; 1 Thessalonians 3:13; 2 Timothy 1:7; on the other band, with the genitive of the person to whom one joins himself as a companion: Matthew 5:41; Mark 5:24.; Luke 2:51; Revelation 22:12; ἄγγελοι μετ' αὐτοῦ, Matthew 25:31; μετά τίνος, contextually equivalent to with one as leader, Matthew 25:10; Matthew 26:47; Mark 14:43; Acts 7:45. περιπατεῖν μετά τίνος, to associate with one as his follower and adherent, John 6:66; γίνομαι μετά τίνος, to come into fellowship and contact with, become associated with, one: Mark 16:10; Acts 7:38; Acts 9:19; Acts 20:18. παραλαμβάνειν τινα μεθ' ἑαυτοῦ, to take with or to oneself as an attendant or companion: Matthew 12:45; Matthew 18:16; Mark 14:33; ἄγειν, 2 Timothy 4:11; ἔχειν μεθ' ἑαυτοῦ, to have with oneself: τινα, Matthew 15:30; Matthew 26:11; Mark 2:19; Mark 14:7; John 12:8; τί, Mark 8:14; λαμβάνειν, Matthew 25:3; ἀκολουθεῖν μετά τίνος, see ἀκολουθέω, 1 and 2 (cf. Winers Grammar, 233f (219)).

b. εἶναι μετά τίνος is used in various senses, α. properly, of those who associate with one and accompany him wherever he goes: in which sense the disciples of Jesus are said to be (or to have been) with him, Mark 3:14; Matthew 26:69, 71; Luke 22:59, cf. Mark 5:18; with ἀπ' ἀρχῆς added, John 15:27; of those who at a particular time associate with one or accompany him anywhere, Matthew 5:25; John 3:26; John 9:40; John 12:17; John 20:24, 26; 2 Timothy 4:11; sometimes the participle ὤν, ὄντα, etc., must be added mentally: Matthew 26:51; Mark 9:8; John 18:26; οἱ (ὄντες) μετά τίνος, his attendants or companions, Matthew 12:4; Mark 2:25; Luke 6:3; Acts 20:34; namely, ὄντες, Titus 3:15. Jesus says that he is or has been with his disciples, John 13:33; John 14:9; and that, to advise and help them, John 16:4; Matthew 17:17 (Mark 9:19 and Luke 9:41 πρός ὑμᾶς), even as one whom they could be said to have with them, Matthew 9:15; Luke 5:34; just as he in turn desires that his disciples may hereafter be with himself, John 17:24. ships also are said to be with one who is travelling by vessel, i. e. to attend him, Mark 4:36. β. tropically, the phrase (to be with, see b.) is used of God, if he is present to guide and help one: John 3:2; John 8:29; John 16:32; Acts 7:9; Acts 10:38; 2 Corinthians 13:11; Philippians 4:9; with εἶναι omitted, Matthew 1:23; Luke 1:28; Romans 15:33; here belongs ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεός μετ' αὐτῶν namely, ὤν, by being present with them by his divine assistance (cf. Winers Grammar, 376 (353); Green, p. 218), Acts 14:27; Acts 15:4 (cf.

b. below); and conversely, πληρώσεις με εὐφροσύνης μετά τοῦ προσώπου σου namely, ὄντα, i. e. being in thy presence (yet cf. Winer's Grammar, 376 (352) note), Acts 2:28 from Psalm 15:11 (); ἡ χείρ κυρίου is used as a substitute for God himself (by a Hebraism (see χείρ, under the end)) in Luke 1:66; Acts 11:21; of Christ, who is to be present with his followers by his divine power and aid: Matthew 28:20; Acts 18:10 (μένειν μετά is used of the Holy Spirit as a perpetual helper, John 14:16 R G); at the close of the Epistles, the writers pray that there may be with the readers (i. e., always present to help them) — ὁ Θεός, 2 Corinthians 13:11; — ὁ κύριος, 2 Thessalonians 3:16; 2 Timothy 4:22; — ἡ χάρις τοῦ κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ (where ἔστω must be supplied (cf. Winers Grammar, § 64, 2 b.; Buttmann, § 129, 22)), Romans 16:20, 24 (B G); 1 Corinthians 16:23; 2 Corinthians 13:13 (14); Galatians 6:18; Philippians 4:23; 1 Thessalonians 5:28; 2 Thessalonians 3:18; Philemon 1:25; Revelation 22:21; — ἡ χάρις simply, Ephesians 6:24; Colossians 4:18; 1 Timothy 6:21(22); Titus 3:15; Hebrews 13:25; 2 John 1:3; — ἡ ἀγάπη μου, 1 Corinthians 16:24; the same phrase is used also of truth, compared to a guide, 2 John 1:2. γ. opposed to εἶναι κατά τίνος, to be with one i. e. on one's side: Matthew 12:30; Luke 11:23, (and often in classical Greek); similarly μένειν μετά τίνος, to side with one steadfastly, 1 John 2:19.

c. with the genitive of the person who is another's associate either in acting or in his experiences; so after verbs of eating, drinking, supping, etc.: Matthew 8:11; Matthew 9:11; Matthew 24:49; Matthew 26:18, 23, 29; Mark 14:18, 20; Luke 5:30; Luke 7:36; Luke 22:11, 15; Luke 24:30; John 13:18; Galatians 2:12; Revelation 3:20, etc.; γρηγορεῖν, Matthew 26:38, 40; χαίρειν, κλαίειν, Romans 12:15; εὐφραίνεσθαι, Romans 15:10; παροικεῖν, Hebrews 11:9; δουλεύειν, Galatians 4:25; βασιλεύειν, Revelation 20:4, 6; ζῆν, Luke 2:36; ἀποθνῄσκειν, John 11:16; βάλλεσθαι εἰς τήν γῆν, Revelation 12:9; κληρονομεῖν, Galatians 4:30; συνάγειν, Matthew 12:30; Luke 11:23, and other examples d. with a genitive of the person with whom one (of two) does anything mutually or by turns: so after συναίρειν λόγον, to make a reckoning, settle accounts, Matthew 18:23; Matthew 25:19; συνάγεσθαι, Matthew 28:12; John 18:2; συμβούλιον ποιεῖν, Mark 3:6; λαλεῖν (see λαλέω, 5); συλλαλεῖν, Matthew 17:3; Acts 25:12; μοιχεύειν, Revelation 2:22; μολύνεσθαι, Revelation 14:4; πορνεύειν, Revelation 17:2; Revelation 18:3, 9; μερίζομαι, Luke 12:13; after verbs of disputing, waging war, contending at law: πολεμεῖν, Revelation 2:16; Revelation 12:7 (where Rec. κατά); (so for פ עִם גִּלְחַם, 1 Samuel 17:33; 1 Kings 12:24, a usage foreign to the native Greeks, who say πολεμεῖν τίνι, also πρός τινα, ἐπί τινα, to wage war against one; but πολεμεῖν μετά τίνος, to wage ware with one as an ally, in conjunction with, Thucydides 1, 18; Xenophon, Hell. 7,1,27; (cf. Buttmann, § 133, 8; Winer's Grammar, § 28, 1; 214 (201); 406 (379) note)); πόλεμον ποιεῖν, Revelation 11:7; Revelation 12:17; Revelation 13:7; Revelation 19:19 (so in Latinbellare cum etc. Cicero, Verr. 2, 4, 33;bellum gerere, Cicero, de divinat. 1, 46); ζήτησις ἐγένετο, John 3:25; ζητεῖν, John 16:19; κρίνεσθαι, κρίματα ἔχειν, 1 Corinthians 6:6f; after verbs and phrases which indicate mutual inclinations and pursuits, the entering into agreement or relations with, etc.; as εἰρηνεύειν, εἰρήνην διώκειν, Romans 12:18; 2 Timothy 2:22; Hebrews 12:14; φίλος,; συμφώνειν, Matthew 20:2; μερίς μετά τίνος, 2 Corinthians 6:15; ἔχειν μέρος, John 13:8; συγκατάθεσις, 2 Corinthians 6:16; κοινωνίαν ἔχεινv, 1 John 1:3, 6f; αἰτία (see the word, 3), Matthew 19:10.

e. of divers other associations of persons or things; — where the action or condition expressed by the verb refers to persons or things besides those specified by the dative or accusative (somewhat rare in Greek authors, as ἰσχύν τέ καί κάλλος μετά ὑγιείας λαμβάνειν, Plato, rep. 9, p. 591 b. (cf. Winer's Grammar, § 47, h.)): εἶδον (Rec. εὗρον) τό παιδίον μετά Μαρίας, Matthew 2:11; ἀνταποδοῦναι ... ὑμῖν ... μεθ' ἡμῶν, 2 Thessalonians 1:6f; after ἐκδέχεσθαι, 1 Corinthians 16:11; after verbs of sending, Matthew 22:16; 2 Corinthians 8:18. ἀγάπη μετά πίστεως, Ephesians 6:23; ἐν πίστει ... μετά σωφροσύνης, 1 Timothy 2:15; ἡ εὐσέβεια μετά αὐταρκείας, 1 Timothy 6:6; in this way the term which follows is associated as secondary with its predecessor as primary; but when καί stands between them they are coordinated. Colossians 1:11; 1 Timothy 1:14. of mingling one thing with another, μίγνυμι τί μετά τίνος (in classical authors τί τίνι (cf. Buttmann, § 133, 8)): Luke 13:1; passive Matthew 27:34.

f. with the genitive of mental feelings desires and emotions, of bodily movements, and of other acts which are so to speak the attendants of what is done or occurs; so that in this way the characteristic of the action or occurrence is described — which in most cases can be expressed by a cognate adverb or participle (cf. Winer's Grammar, as above): μετά αἰδοῦς, 1 Timothy 2:9; Hebrews 12:28 (Rec.); αἰσχύνης, Luke 14:9; ἡσυχίας, 2 Thessalonians 3:12; χαρᾶς, Matthew 13:20; Mark 4:16; Luke 8:13; Luke 10:17; Luke 24:52; Philippians 2:29; 1 Thessalonians 1:6; Hebrews 10:34; προθυμίας, Acts 17:11; φοβοῦ καί τρόμου, 2 Corinthians 7:15; Ephesians 6:5; Philippians 2:12; φοβοῦ καί χαρᾶς, Matthew 28:8 πραΰτητος καί φοβοῦ, 1 Peter 3:16 (15); παρρησίας, Acts 2:29; Acts 4:29, 31; Acts 28:31; Hebrews 4:16; εὐχαριστίας, Acts 24:3; Philippians 4:6; 1 Timothy 4:3f; ἀληθινῆς καρδίας, Hebrews 10:22; ταπεινοφροσύνης κτλ., Ephesians 4:2: Acts 20:19; ὀργῆς, Mark 3:5; εὐνοίας, Ephesians 6:7; βίας, Acts 5:26; Acts 24:7 Rec.; μετά διακρυων, with tears, Mark 9:24 (R G WH (rejected) marginal reading); Hebrews 5:7; Hebrews 12:17 (Plato, Apology, p. 34 c.); εἰρήνης, Acts 15:33; Hebrews 11:31; ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν, 1 Timothy 4:14 (Winer's Grammar, as above); φωνῆς μεγάλης, Luke 17:15; νηστειῶν, Acts 14:23; ὅρκου or ὁρκωμοσίας, Matthew 14:7; Matthew 26:72; Hebrews 7:21; θορύβου, Acts 24:18; παρακλήσεως, 2 Corinthians 8:4; παρατηρήσεως, Luke 17:20; σπουδῆς, Mark 6:25; Luke 1:39; ὕβρεως καί ζημίας, Acts 27:10; φαντασίας,; ἀφροῦ, Luke 9:39; to this head may be referred μετά κουστωδίας, posting the guard, Matthew 27:66 (so Winers Grammar (at the passage cited), et al. (cf. Meyer at the passage); others 'in company with the guard'; cf. James Morison at the passage; Green, p. 218).

g. after verbs of coining, departing, sending, with the genitive of the thing with which one is furnished or equipped: μετά δόξης καί δυνάμεως, Matthew 24:30; Mark 13:26; Luke 21:27; ἐξουσίας καί ἐπιτροπῆς, Acts 26:12; μαχαιρῶν καί ξύλων, Matthew 26:47, 55; Mark 14:43, 48; Luke 22:52; φανῶν καί ὅπλων, John 18:3; μετά σάλπιγγος, Matthew 24:31 (cf. Buttmann, § 132, 10); where an instrumental dative might have been used (cf. Winer's Grammar, § 31, 8 d.), μετά βραχίονος ὑψηλοῦ ἐξάγειν τινα, Acts 13:17. h. in imitation of the Hebrew: ἔλεος ποιεῖν μετά τίνος, to show mercy toward one, and μεγαλύνειν ἐλ. μετά τ'., to magnify, show great, mercy toward one; see τό ἔλεος, 1. To this head many refer ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεός μετ' αὐτῶν, Acts 14:27; Acts 15:4, but see above, 2 b. β.

II. with the accusative (Winer's Grammar, § 49, f.);

1. properly, into the middle of, into the midst of, among, after verbs of coming, bringing, moving; so especially in Homer

2. it denotes (following accompaniment), sequence, i. e. the order in which one tiring follows another;

a. in order of place; after, behind, (so from Homer down); once in the N. T. (Winer's Grammar, as above): Hebrews 9:3 (Judith 2:4).

b. in order of Time; after (the Sept. for אַחַר, אַחֲרֵי, מִקֵּץ, etc.): μεθ' ἡμέρας ἕξ, after six days (had passed) Matthew 17:1; Mark 9:2; add, Matthew 26:2; Mark 14:1; Luke 1:24; Luke 2:46, etc., cf. Fritzsche, Commentary on Matthew, p. 22f; μετ' οὐ πολλάς ἡμέρας, Luke 15:13; μετά ... τινας ἡμέρας, Acts 15:36; Acts 24:24; οὐ μετά πολλάς ταύτας ἡμέρας, not long after these days (A. V. not many days hence), Acts 1:5, cf. DeWette at the passage and Winers Grammar, 161 (152); (Buttmann, § 127, 4); μετά τρεῖς μῆνας, Acts 28:11; μετά ἔτη τρία, Galatians 1:18, etc.; μετά χρόνον πολύν, Matthew 25:19; μετά τοσοῦτον χρόνον, Hebrews 4:7. added to the names of events or achievements, and of festivals: μετά τήν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος, Matthew 1:12; μετά τήν θλῖψιν, Matthew 24:29; Mark 13:24; add, Matthew 27:53; Acts 10:37; Acts 20:29; 2 Peter 1:15; μετά τήν ἀνάγνωσιν, Acts 13:15; μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν, Titus 3:10; μετά τό πάσχα, Acts 12:4 cf. Acts 20:6; with the names of persons or things having the notion of time associated with them: μετά τοῦτον, αὐτόν, etc., Acts 5:37; Acts 7:5; Acts 13:25; Acts 19:4; μετά τόν νόμον, Hebrews 7:28; μετά τό ψωμίον, after the morsel was taken, John 13:27 (cf. Buttmann, § 147, 26); followed by the neuter demonstrative pronoun (cf. Winer's Grammar, 540 (503)): μετά τοῦτο. John 2:12; John 11:7, 11; John 19:28; Hebrews 9:27; (Revelation 7:1 L T Tr WH); μετά ταῦτα (cf. Winer's Grammar, 162 (153)), Mark 16:12; Luke 5:27; Luke 10:1; Luke 12:4 (Winer's Grammar, as above);; Acts 7:7; Acts 13:20; Acts 15:16; Acts 18:1; John 3:22; John 5:1, 14; John 6:1; John 7:1; John 13:7; John 19:38; John 21:1; Hebrews 4:8; 1 Peter 1:11; Revelation 1:19; Revelation 4:1; Revelation 7:1 (Rec.),; , and very often in Greek writings it stands before the neuter of adjectives of quantity, measure, and time: μετ' οὐ πολύ, not long after (R. V. after no long time), Acts 27:14; μετά μικρόν, shortly after (A. V. after a little while), Matthew 26:73; Mark 14:70; μετά βραχύ, Luke 22:58; also before infinitives with the neuter article (Latinpostquam with a finite verb (cf. Buttmann, § 140, 11; Winer's Grammar, § 44, 6)); — the aorist infinitive: Matthew 26:32; Mark 1:14; Mark 14:28; Mark 16:19; Luke 12:5; Luke 22:20 (WH reject the passage); Acts 1:3; Acts 7:4; Acts 10:41; Acts 15:13; Acts 20:1; 1 Corinthians 11:25; Hebrews 10:26.

III. In Composition, μετά denotes

1. association, fellowship, participation, with: as in μεταδιδόναι, μεταλαμβάνειν, μετέχειν, μετοχή.

2. exchange, transfer, transmutation; (Latintrans, German um): μεταλλάσσω, μεταμέλομαι (Prof. Grimm probably means here μετανοέω; see 3 and in μεταμέλομαι), μετοικίζω, μεταμορφόω, etc.

3. after: μεταμέλομαι. Cf. Viger. edition Herm., p. 639.

English (Strong)

a primary preposition (often used adverbially); properly, denoting accompaniment; "amid" (local or causal); modified variously according to the case (genitive association, or accusative succession) with which it is joined; occupying an intermediate position between ἀπό or ἐκ and εἰς or πρός; less intimate than ἐν and less close than σύν): after(-ward), X that he again, against, among, X and, + follow, hence, hereafter, in, of, (up-)on, + our, X and setting, since, (un-)to, + together, when, with (+ -out). Often used in composition, in substantially the same relations of participation or proximity, and transfer or sequence.

Greek Monolingual

(ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί)
(πρόθεση)
1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ' ἐμοῡ, κατ' ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ)
β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε μετά παρρησίας» β. «μετά φόβου θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε» γ. «καὶ σώφρονες μετὰ ἀνδρείας καὶ ἀνδρεῑοι μετὰ σωφροσύνης», Αριστοτ.)
2. όταν συντάσσεται με αιτ. δηλώνει: α) ακολουθία τοπική, ύστερα, έπειτα από (α. «το φαρμακείο είναι μετά τον δεύτερο δρόμο αριστερά» β. «μετὰ δὲ τὸν Χάραδρον ἐρείπια... πόλεώς ἐστιν Ἀργυρᾱς», Παυσ.)
β) ακολουθία χρονική, κατόπιν, έπειτα, ὕστερα από (α. «μετά Χριστόν» β. «μετ' ολίγον» γ. «μετά μεσημβρίαν» δ. «μετά τρίτον ἔτος», Θεοφρ.)
γ) ακολουθία κατά τάξη κάλλους, μεγέθους, δύναμης, αξιώματος κ.λπ. (α. «ο Γερμανός δρομέας ήλθε πρώτος μετά τον Έλληνα στον αγώνα τών 100 μέτρων» β. «κάλλιστος ἀνὴρ... τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ' ἀμύμονα Πηλεΐωνα», Ομ. Ιλ.)
δ) σχέση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος («μετά από τόσες και τόσες απουσίες επόμενο ήταν να απορριφθεί»)
3. (απολύτως ως επίρρ.) κατόπιν, ύστερα, έπειτα (α. «θα τά πούμε μετά» β. «πρόσθε μὲν ἱππῆες, μετὰ δὲ νέφος εἵπετο πεζῶν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. (με αιτ.) δηλώνει διαδοχή σε αξίωμα, ασχολία κ.λπ. («μετά την πτώση της δικτατορίας επανήλθε η δημοκρατία»)
2. φρ. α) «μετά μένα», «μετά σένα» κ.λπ.
μαζί μου, μαζί σου κ.λπ.
β) «μόλις και μετά βίας» — με δυσκολία
γ) «μετά τιμής», «μεθ' υπολήψεως», «μετ' αγάπης» — τιμητική έκφραση σε επιστολές και έγγραφα
μσν.-αρχ.
(με αιτ.) με τη βοήθεια ή με τη συναίνεση κάποιου
αρχ.
1. (με γεν. και δοτ.) στο μέσο, μεταξύ (α. «μετὰ τῶν θεῶν διάγουσα», Πλάτ.
β. «Ἕκτωρ ὃτὲ μέν τε μετὰ πρώτοισι φάνεσκεν, ἄλλοτε δ' ἐν πυμάτοισι κελεύων», Ομ. Ιλ.)
2. (με δοτ.) α) ενώπιον
β) προσέτι, εκτός από («αὐτὰρ ἐγὼ πέμπτος μετὰ τοῑσιν ἐλέγμην», Ομ. Οδ.)
3. (με αιτ.) α) στο μέσο πλήθους («ἵκοντο μετὰ Τρῶας καὶ Ἀχαιούς», Ομ. Ιλ.)
β) σε αναζήτηση κάποιου προσώπου («ἔρχεο... μεθ' Ἕκτορα», Ομ. Ιλ.)
γ) για κάποιο σκοπό («μετὰ στέφανον ἰών», Πίνδ.)
4. φρ. α) «μετὰ τοῦ χρόνου» — με την πάροδο του χρόνου
β) «μεθ' ἡμέραν», «μετὰ νύκτας» — κατά τη διάρκεια της ημέρας, κατά τη διάρκεια της νύχτας
γ) «εἰμὶ μετά τινος» — είμαι με το μέρος κάποιου, είμαι υπερασπιστής κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα me- «στο μέσο», ενώ το ta οφείλεται πιθ. σε αναλογία κατά το κατά και συνδέεται πιθ. με αντίστοιχα στοιχεία της Γερμανικής (πρβλ. αρχ. ισλδ. med, γοτθ. mip, αγγλοσαξ. mid(i), αρχ. άνω γερμ. mit(i). Συνδέεται επίσης με κύρια ονόματα της Ιλλυρικής (πρβλ. Metu-barbis «ανάμεσα στους βάλτους», Met-apa, Μετ-άπιοι) και πιθ. με τα μέχρι και μέσος. Η λ. μετά μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή meta και πιθ. στις σύνθετες λ. metakekumena (πρβλ. χέω) και metakitita (πρβλ. κτίζω). Η λ. μετά χρησιμοποιείται ως επίρρημα, ως πρόθεση (συντασσόμενη με γενική, δοτική και αιτιατ.) και ευρέως εν συνθέσει (βλ. μετα). Ως πρόθεση η μετά απαντά με τις μορφές μετ' πριν από ψιλούμενη (μετ' ἀρετῆς) και μεθ' πριν από δασυνόμενη λ. (μεθ' ἡμῶν). Ο ποιητικός τ. μεταί απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. μεται-βολία) και αποτελεί αναλογικό σχηματισμό κατά τα καταί, παραί. Η αρχική σημ. της πρόθεσης μετά είναι «μεταξύ», ενώ η σημ. «μαζί» (της πρόθεσης μετά + γενική) είναι μεταγενέστερη και χρησιμοποιείται παράλληλα με την πρόθεση συν, ενώ υστερογενής είναι και η χρονική σημ. (πρβλ. μετά ταύτα). Ο τ. μέτα ως επίρρημα έχει τη σημ. «μεταξύ, πίσω». Σε ορισμένες διαλέκτους (πρβλ. αιολ., δωρ. αρκαδ.), παράλληλα με την πρόθεση μετά χρησιμοποιείται η πρόθεση πεδά. Τέλος, η πρόθεση μετά εμφανίζεται και με τις μορφές με και ματά].

Greek Monotonic

μετά: ποιητ. μεταί, Αιολ. και Δωρ. πεδά (βλ. αυτ.) — Παθ. με γεν., δοτ. και αιτ.
Α. ΜΕ ΓΕΝ.,
I. στο μέσον, ανάμεσα σ' ένα πλήθος, μετ' ἄλλων ἑταίρων, σε Ομήρ. Οδ.· πολλῶν μετὰ δούλων, σε Αισχύλ.
II. από κοινού, μαζί, μετὰ Βοιωτῶν ἐμάχοντο, σε Ομήρ. Ιλ.· μετὰ ξυμμάχων κινδυνεύειν, σε Θουκ.· μετά τινος πάσχειν, στῆναι, σε Αισχύλ., Σοφ.
III. μαζί, με τη χρήση, ἱκετεύειν μετὰ δακρύων, σε Πλάτ.· μετ' ἀρετῆς πρωτεύειν, σε Ξεν.· ως, περίφρ. αντί επιρρ., ὁσίως καὶ μετ' ἀληθείας, σε Πλάτ. Β. ΜΕ ΔΟΤ.,
I. μόνο ποιητ., κυρίως Επικ.,
1. κανονικά, λέγεται για πρόσωπα, ανάμεσα, με τη συνοδεία, μετὰ τριτάτοισιν ἄνασσεν, ο Νέστωρ βασίλευσε ανάμεσα στην τρίτη γενιά, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για πράγματα, μετὰ νηυσί, ἀστράσι, μεταξύ, ανάμεσα σε, σε Όμηρ.· μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο, με τη συνοδεία των ανέμων, τόσο γρήγοροι όσο αυτοί, στον ίδ.
3. μεταξύ, μετὰ χερσὶν ἔχειν, κρατώ ανάμεσα, δηλ. μέσα στα χέρια, σε Ομήρ. Ιλ.· μετὰ φρεσίν, στο ίδ.
II. συμπληρώνω έναν αριθμό με, στο πλάι, πέμπτος μετὰ τοῖσιν, πέμπτος μαζί μ' αυτούς, σε Όμηρ.· σημ., το μετά δεν χρησιμ. ποτέ με δοτ. ενικ., με την εξαίρεση των περιληπτικών ονομάτων, μετὰ στρατῷ, σε Ομήρ. Ιλ. Γ. ΜΕ ΑΙΤ.,
I. λέγεται για κίνηση, στη μέση, το να έρχεται κάποιος ανάμεσα σε ένα πλήθος, μετὰ φῦλα θεῶν, σε Όμηρ.· μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν, σε Ομήρ. Ιλ.
II. σε επιδίωξη ή αναζήτηση κάποιου, βῆναι μετὰ Νέστορα, στο ίδ.· με εχθρική έννοια, βῆναι μετά τινα, τον καταζητώ, τον καταδιώκω, στο ίδ.· επίσης, βῆναιμετὰ πατρὸς ἀκουήν, πηγαίνω να αναζητήσω νέα για τον πατέρα σου, σε Ομήρ. Οδ.· πόλεμον μέτα θωρήσσοντο, ήταν οπλισμένοι για τη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.
III. λέγεται για απλή ακολουθία ή διαδοχή:
1. λέγεται για τόπο, μετά, αμέσως μετά, πίσω, λαοὶ ἕπονθ', ὡσεὶ μετὰ κτίλον ἕσπετο μῆλα, όπως τα πρόβατα ακολουθούν τον βοσκό, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για χρόνο, μετά, ακολούθως, αργότερα, μεθ' Ἕκτορα πότμος ἑτοῖμος, μετά τον Έκτορα, ο θάνατός σου πλησιάζει, σε Ομήρ. Ιλ.· μετὰ ταῦτα, κατόπιν, ύστερα, στους Αττ.· μεθ' ἡμέραν, κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε Ηρόδ.
3. λέγεται για αξία, κοινωνική ιεραρχία, μετά από, πιο κάτω από, που ακολουθ. από υπερθ., κάλλιστος ἀνὴρ μετ' ἀμύμονα Πηλεΐωνα, σε Ομήρ. Ιλ.
IV. σε συμφωνία, σύμφωνα με, μετὰ σὸν καὶ ἐμὸν κῆρ, όπως εσύ και εγώ εύχομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· μετ'ὄγμον, σύμφωνα με τη γραμμή του αυλακιού, στο ίδ.
V.γενικά, ανάμεσα, μεταξύ, όπως η σύνταξη με δοτ., μετὰ πάντας ἄριστος, ο καλύτερος ανάμεσα σε όλους, σε Ομήρ. Ιλ.· μετὰχεῖρας ἔχειν, σε Ηρόδ. Δ. ΑΠΟΛ.,
I. ως επίρρ., μεταξύ αυτών, μαζί με αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.
II. και κατόπιν, αμέσως μετά, ύστερα, σε Όμηρ., Ηρόδ. Ε. μέτα αντί μέτεστι, σε Ομήρ. Οδ. ΣΤ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.,
I. λέγεται για κοινωνία,
1. συμμετοχή, όπως μεταδίδωμι, μετέχω, με γεν. πράγμ.
2. λέγεται για ενέργεια, πράξη από κοινού με κάποιον άλλο, όπως μεταδαίνυμαι, με δοτ. προσ.
II. λέγεται για διάστημα, όπως μεταίχμιον.
III. λέγεται για διαδοχή, όπως μεταδόρπιος.
IV. χρησιμ. για επιδίωξη, όπως μετέρχομαι.
V. λέγεται για να δηλώσουμε ότι αφήνουμε κάτι, όπως μεθίημι.
VI. κατόπιν, πίσω, όπως μετάφρενον.
VII. πίσω ξανά, διαφορετικά, τροποποιημένα, όπως μετατρέπω, μεταστρέφω.
VIII. πολύ συχνά λέγεται για αλλαγή τόπου, κατάστασης, σχεδίου, κ.λπ., όπως μεταβαίνω, μεταβουλεύω κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μετά:
II (возможна анастрофа, напр.: ὅπλων μέτα = μετὰ ὅπλων)
1) praep. cum gen.; 1.1) между, среди, в числе, вместе с (μ. ἄλλων ἑταίρων Hom.): τῶν μέτα παλλόμενος Hom. когда (я) совместно с ними тянул жребий; τὸν μ. ἄστρων Ζῆνα! Eur. клянусь живущим среди звезд Зевсом!; μ. Βοιωτῶν μάχεσθαι Hom. сражаться совместно с беотийцами; μ. ἄλλων ὄντες Xen. находясь среди других; μ. οὐδενὸς ἀνδρῶν ναίων Soph. ни с кем (вместе) не обитая, т. е. вдали от людей; μ. τινος εἶναι или στῆναι Thuc., Xen.; быть с кем-л., т. е. быть чьим-л. сторонником, приверженцем; οἱ μ. Κύρου Xen. приверженцы Кира; οἱ μεθ᾽ ἑαυτοῦ στρατιῶται Xen. его солдаты; οἱ μ. αὐτοῦ Plat. его спутники; 1.2) посредством, путем, с помощью (μ. λόγου τε καὶ ἐπιστήμης Plat.): μ. τοῦ σώματος γνῶναι Plat. познать через посредство тела, т. е. посредством ощущений; μ. πλείστων πόνων καὶ ἀγώνων Lys. долгими усилиями и долгой борьбой; μεθ᾽ ὅπλων Eur. (с) оружием, т. е. силою оружия; μ. θεῶν Plat. с помощью богов; 1.3) при, в сопровождении (μ. κιθάρας Eur.): ἀρετὴ μ. φρονήσεως Plat. просвещенная добродетель; μ. κακῆς ἐλπίδος Plat. с дурными предчувствиями; μ. μέθης Plat. в состоянии опьянения; μ. παιδιᾶς καὶ οἴνου Thuc. под влиянием шаловливости и вина; μ. τέχνης Plat. с (большим) искусством, искусно; μ. τοῦ δικαίου Plat. по справедливости; δικαιοσύνη μ. φρονήσεως Plat. справедливость в сочетании с рассудительностью; 1.4) сообразно, в соответствии: μ. καιροῦ Thuc. в соответствии с обстоятельствами;
2) praep. cum dat. (только поэт); 2.1) среди, между, в числе, у (ἢ μ. Τρώεσσι ὁμιλέοι ἢ μ. Ἀχαιοῖς Hom.): μ. ἄλλων λαῷ Aesch. вместе с другими; ὃς θεὸς ἔσκε μ. ἀνδράσιν Hom. (Гектор) был как бог среди мужей; ἀλλά τοι ἔντεα μ. Τρώεσσιν ἔχονται Hom. но твои доспехи у троянцев; μ. Ἀχαιῶν νηυσίν Hom. среди (у, вблизи) ахейских кораблей; τοῦτο μ. ἀθανάτοισι τέκμωρ Hom. это - порука для (у) богов; 2.2) среди, в (μ. φρεσί Hom.): μ. πνοιῇς ἀνέμοιο Hom. с дыханием ветра, по ветру; μεθ᾽ αἵματι καὶ κονίῃσι Hom. в крови и в прахе; μ. κύμασι Hes. в волнах; μ. γένυσσιν и μ. γαμφηλῇσιν Hom. в челюстях; μ. χερσί Hes., Soph.; в руках;
3) praep. cum acc.; 3.1) вслед за, после (μεθ᾽ ἅμαξαν ἔρχεσθαι Hom.): κάλλιστος μ. Πηλείωνα Hom. самый красивый после Пелиона; ποταμὸς μέγιστος μ. Ἴστρον Her. самая длинная после Истра река; ἔπειτα μεθ᾽ Ἓκτορα Hom. тотчас же после Гектора; μ. τοῦτον τὸν χρόνον, μ. τοῦτο и μ. ταῦτα Thuc., Xen. etc. после этого, вслед за этим; μ. μικρόν Luc. немного спустя; μ. τὸν ἑξέτη Plat. когда он достигнет шестилетнего возраста; κατὰ τὰς μ. τὸν Μῆδον σπονδάς Thuc. на основании договора, (заключенного) после Мидийской войны; μεθ᾽ ἡμέραν Eur. после рассвета, т. е. днем; 3.2) (на вопрос «куда?») по направлению к, в (σφαῖραν ῥίπτειν μ. τινα Hom.): βάλλειν τινὰ μ. ἔριδας καὶ νείκεα Hom. вовлекать кого-л. в раздоры и вражду; βῆναι μ. τινα Hom. пойти к кому-л. или (напасть) на кого-л.; 3.3) (на вопрос «зачем?») за, для: μεθ᾽ ὕλην Hom. за дровами; πλεῖν μ. χαλκόν Hom. плыть за медью; μ. πατρὸς ἀκουήν Hom. с целью услышать (что-л.) об отце; πευσόμενος μ. σὸν κλέος Hom. чтобы разузнать о тебе; πόλεμον μέτα θωρήσσεσθαι Hom. снаряжаться для боя; 3.4) между, среди: μ. χεῖρας Her. в руках; πᾶσι μ. πληθύν Hom. среди (во) всех собравшихся; μ. ὁμήλικας Hom. среди сверстников.
μετά:
I (ᾰ) adv.
1) в том числе, посреди, вместе, заодно (μ. δ᾽ υἱὸν ἐμόν Hom.): μ. δὲ Ἀθήνη Hom. и среди них Афина; μ. δ᾽ ἀνέρες, οὓς ἔχε γῆρας Hom. а также мужи, достигшие старости;
2) вслед затем, потом (πρῶτος ἐγὼ μ. δ᾽ ὔμμες Hom.): μ. δὲ ὥπλισε τοὺς ὑπολειφθέντας τῶν Μήδων Her. затем (Астиаг) вооружил оставшихся мидян.

Middle Liddell


Perseus. in the midst of, among with gen., dat., and acc.
I. Prep. with gen., dat., and acc.
A. WITH GEN. in the midst of, among a number, μετ' ἄλλων ἑταίρων Od.; πολλῶν μετὰ δούλων Aesch.
II. in common, along with, μετὰ Βοιωτῶν ἐμάχοντο Il.; μ. ξυμμάχων κινδυνεύειν Thuc.; μετά τινος πάσχειν, στῆναι Aesch., Soph.
III. with, by means of, ἱκετεύειν μετὰ δακρύων Plat.; μετ' ἀρετῆς πρωτεύειν Xen.:—as a periphr. for Adverbs, ὁσίως καὶ μετ' ἀληθείας Plat.
B. WITH DAT., only poet., mostly epic,
1. properly of persons, among, in company with, μετὰ τριτάτοισιν ἄνασσεν in or among the third generation Nestor reigned, Il.
2. of things, μετὰ νηυσί, ἀστράσι among, in the midst of, Hom.; μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο in company with the winds, as swift as they, Hom.
3. between, μετὰ χερσὶν ἔχειν to hold between, i. e. in, the hands, Il.; μετὰ φρεσίν Il.
II. to complete a number, with, besides, πέμπτος μετὰ τοῖσιν a fifth with them, Hom.;—N. B., μετά is never used with dat. sg., unless of collective Nouns, μετὰ στρατῷ Il.
C. WITH ACCUS.,
I. of motion, into the middle of coming among a number, μετὰ φῦλα θεῶν Hom.; μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν Il.
II. in pursuit or quest of, βῆναι μετὰ Νέστορα Il.; in hostile sense. βῆναι μετά τινα to go after, pursue him, Il.;—also, βῆναι μετὰ πατρὸς ἀκουήν to go in search of news of thy father, Od.; πόλεμον μέτα θωρήσσοντο they were arming for the battle, Il.
III. of mere sequence or succession,
1. of Place, after, next after, behind, λαοὶ ἕπονθ' ὡσεὶ μετὰ κτίλον ἕσπετο μῆλα as sheep follow after the bell-wether, Il.
2. of Time, after, next to, μεθ' Ἕκτορα πότμος ἑτοῖμος after Hector thy death is at the door, Il.; μετὰ ταῦτα thereupon, thereafter, attic; μεθ' ἡμέραν in the course of the day, Hdt.
3. of Worth, Rank, next to, next after, following a Sup., κάλλιστος ἀνὴρ μετ' ἀμύμονα Πηλείωνα Il.
IV. after, according to, μετὰ σὸν καὶ ἐμὸν κῆρ as you and I wish, Il.; μετ' ὔλμον by the line of the furrow, Il.
V. generally, among, between, as with dat., μετὰ πάντας ἄριστος best among all, Il.; μετὰ χεῖρας ἔχειν Hdt.
D. absol. as ADV. among them, with them, Il.
II. and then, next afterwards, thereafter, Hom., Hdt.
E. μέτα for μέτεστι, Od., etc.
F. IN COMPOS:
I. of community or participation, as μεταδίδωμι, μετέχω, c. gen. rei.
2. of action in common with another, as μεταδαίνυμαι, c. dat. pers.
II. of an interval, as μεταίχμιον.
III. of succession, as μεταδόρπιος.
IV. of pursuit, as μετέρχομαι.
V. of letting go, as μεθίημι.
VI. after, behind, as μετάφρενον.
VII. back again, reversely, as μετατρέπω, μεταστρέφω.
VIII. most often of change of place, condition, plan, etc., as μεταβαίνω, μεταβουλεύω, etc.

Chinese

原文音譯:met£ 姆他
詞類次數:介詞(473)
原文字根:同著(或 以後)
字義溯源:一同*,同,和,與,並,及,後,用,對,當,駕,在,領,拿,蒙,有,為,向,著,放,過,移,流,披,下,中,中間,過了,之後,以後,此後,其後,後來,後面,其間,同時,同去,同行,同在,在⋯中,與⋯同,與⋯同在,和⋯同在,和⋯一同,與⋯一同,一起,連同,也都,加上,相合,帶著,同著,跟隨,轉變;此介詞意義,因其所用的'格'而異:所有格:在其中,一同,同時,和。直接受格:往後,以後,移,轉變。同源字(略)
出現次數:總共(469);太(68);可(54);路(64);約(56);徒(67);羅(7);林前(9);林後(7);加(7);弗(7);腓(7);西(2);帖前(3);帖後(5);提前(9);提後(6);多(4);門(1);來(23);彼前(2);彼後(1);約壹(7);約貳(2);啓(51)
譯字彙編
1) 同(58) 太5:25; 太12:30; 太17:3; 太20:20; 太22:16; 太25:10; 太26:23; 太26:29; 太26:40; 可3:6; 可8:10; 可8:38; 可14:18; 路2:51; 路6:3; 路11:7; 路11:23; 路11:31; 路11:32; 路12:58; 路22:53; 路23:43; 路24:29; 約3:26; 約6:66; 約9:40; 約11:16; 約11:31; 約18:5; 約18:18; 約18:26; 徒7:45; 徒9:19; 徒9:28; 徒10:38; 徒15:4; 徒24:1; 徒25:12; 林前7:12; 林前7:13; 林前16:11; 林前16:12; 林後6:15; 加2:1; 加4:25; 帖前3:13; 帖後1:7; 提後2:22; 來11:9; 來13:23; 啓3:4; 啓3:21; 啓3:21; 啓11:7; 啓14:1; 啓17:12; 啓17:14; 啓18:9;
2) 以後(46) 太26:32; 太27:53; 可1:14; 可13:24; 可14:28; 可16:12; 路1:24; 路5:27; 路9:28; 路10:1; 路12:4; 路12:5; 約2:12; 約3:22; 約5:1; 約5:14; 約6:1; 約7:1; 約19:28; 約19:38; 約21:1; 徒7:4; 徒7:7; 徒10:37; 徒10:41; 徒13:15; 徒13:25; 徒15:13; 徒15:16; 徒18:1; 徒19:4; 徒19:21; 來8:10; 來9:27; 來10:16; 來10:26; 彼後1:15; 啓4:1; 啓4:1; 啓7:1; 啓7:9; 啓9:12; 啓11:11; 啓15:5; 啓18:1; 啓19:1;
3) 與(36) 太17:17; 太26:18; 可5:37; 可6:50; 可14:14; 可14:43; 路2:36; 路22:11; 約3:2; 約12:17; 約13:8; 徒9:39; 徒20:34; 羅12:18; 林前6:6; 林後6:16; 弗4:2; 弗4:25; 提前3:4; 來12:14; 約壹1:3; 約壹1:3; 約壹1:3; 約壹1:6; 啓1:12; 啓2:22; 啓3:20; 啓4:1; 啓12:17; 啓13:4; 啓13:7; 啓17:2; 啓18:3; 啓19:19; 啓19:19; 啓19:20;
4) 和(30) 太2:11; 太18:23; 太20:2; 太24:49; 太25:19; 太26:20; 太27:41; 太28:12; 可3:7; 可14:17; 可14:54; 可15:1; 可15:31; 路6:17; 路7:36; 路12:13; 路15:30; 路22:15; 路22:28; 路22:33; 路24:30; 約3:22; 約3:25; 約4:27; 約4:27; 約9:37; 約14:30; 約18:2; 腓4:3; 提後2:10;
5) 用(29) 太24:31; 太27:34; 路17:15; 路17:20; 徒2:28; 徒2:29; 徒13:17; 徒17:11; 徒20:19; 徒24:3; 徒24:7; 徒25:23; 林後7:15; 弗6:7; 腓2:12; 腓2:29; 腓4:6; 西1:11; 帖前1:6; 提前4:3; 多2:15; 來5:7; 來9:19; 來10:22; 來10:34; 來11:31; 來12:17; 來12:28; 彼前3:15;
6) 同在(26) 太28:20; 路1:66; 徒7:38; 徒9:39; 徒11:21; 徒20:18; 羅15:33; 羅16:20; 羅16:24; 林前16:23; 林前16:24; 林後13:11; 林後13:14; 加6:18; 腓4:9; 腓4:23; 提前6:21; 提後4:11; 提後4:22; 提後4:22; 多3:15; 來13:25; 約壹2:19; 約貳1:2; 約貳1:3; 啓21:3;
7) 過了(19) 太17:1; 太25:19; 太26:73; 可14:70; 路2:46; 路15:13; 路22:58; 約4:43; 約20:26; 徒15:36; 徒20:6; 徒21:15; 徒24:1; 徒24:24; 徒25:1; 徒28:11; 徒28:17; 加1:18; 來4:7;
8) 與⋯同在(19) 太1:23; 可1:13; 約8:29; 約13:33; 約14:9; 約14:16; 約15:27; 約16:4; 約16:32; 約17:12; 徒7:9; 徒18:10; 弗6:24; 西4:18; 帖前5:28; 帖後3:16; 帖後3:18; 門1:25; 啓22:21;
9) 之後(12) 太1:12; 約5:4; 約11:7; 約13:27; 徒1:3; 徒1:5; 徒14:23; 徒20:1; 徒20:29; 多3:10; 來4:8; 來7:28;
10) 和⋯同在(12) 太9:15; 太26:11; 可2:19; 可2:19; 可3:14; 可14:7; 路5:34; 路15:31; 約7:33; 約12:8; 約20:24; 約20:26;
11) 後(12) 太27:62; 太27:63; 可8:31; 路18:4; 路22:20; 約11:11; 徒7:5; 徒12:4; 徒13:20; 林前11:25; 加3:17; 啓20:3;
12) 一同(11) 太26:38; 約6:3; 約6:43; 徒15:35; 徒27:24; 加2:12; 加4:30; 提後4:11; 啓12:9; 啓20:4; 啓20:6;
13) 帶著(11) 太26:47; 太26:55; 可14:43; 可14:48; 路10:17; 路14:9; 路21:27; 路22:52; 路24:52; 腓1:4; 來13:17;
14) 對(9) 太12:41; 太12:42; 約11:56; 啓2:16; 啓10:8; 啓12:7; 啓17:1; 啓21:9; 啓21:15;
15) 和⋯一同(9) 太9:11; 可2:16; 可2:16; 可5:24; 可15:7; 路5:30; 路15:29; 路22:21; 約11:54;
16) 過(8) 太26:2; 可9:2; 可9:31; 可10:34; 可14:1; 徒27:14; 徒28:13; 來10:15;
17) 同著(8) 太16:27; 太21:2; 太25:31; 太26:36; 可1:29; 可9:8; 路6:4; 啓17:14;
18) 與⋯一同(6) 太8:11; 太27:54; 路5:29; 路9:49; 羅15:10; 啓3:20;
19) 著(5) 太13:20; 可6:25; 路1:39; 帖後3:12; 啓6:8;
20) 向(3) 路1:58; 路1:72; 路10:37;
21) 和⋯同(3) 太26:58; 可5:18; 徒1:26;
22) 有(3) 太24:30; 可13:26; 提前1:14;
23) 與⋯同(3) 羅12:15; 羅12:15; 帖後1:7;
24) 後來(3) 可16:19; 約13:7; 彼前1:11;
25) 為(3) 太25:3; 太25:4; 路12:46;
26) 在⋯中(3) 路13:1; 路24:5; 徒15:33;
27) 彼(2) 路23:12; 林前6:7;
28) 流(2) 路9:39; 徒20:31;
29) 跟從⋯的人(2) 太12:4; 可2:25;
30) 及(2) 弗6:23; 提前2:15;
31) 要(2) 弗6:5; 啓14:13;
32) 加上(2) 約19:40; 提前6:6;
33) 就(2) 可4:16; 約壹1:7;
34) 同去(2) 太18:16; 林後8:18;
35) 在⋯中間(2) 約壹4:17; 啓21:3;
36) 跟隨(2) 太26:51; 可16:10;
37) 在⋯之中(2) 可15:28; 路22:37;
38) 同⋯一起(1) 約19:18;
39) 同⋯在一處(1) 多3:15;
40) 和⋯在一處(1) 約20:7;
41) 隨同(1) 啓22:12;
42) 駕(1) 啓1:7;
43) 是用(1) 來7:21;
44) 只管(1) 來4:16;
45) 在⋯間(1) 啓21:3;
46) 在⋯之後(1) 啓1:19;
47) 後面的(1) 來9:3;
48) 從(1) 啓14:4;
49) 與⋯同來(1) 太26:47;
50) 連同(1) 提前4:14;
51) 和⋯同行(1) 可4:36;
52) 同著⋯的人(1) 可5:40;
53) 與⋯同在了(1) 路1:28;
54) 同⋯去(1) 可14:33;
55) 與⋯同在的人(1) 可1:36;
56) 帶著⋯同(1) 太27:66;
57) 與⋯相合(1) 路11:23;
58) 與⋯同夥的(1) 可14:67;
59) 同⋯一起的(1) 太26:69;
60) 和⋯一起的(1) 太26:71;
61) 與⋯同行的(1) 路8:45;
62) 同⋯在那裏(1) 約17:24;
63) 使用(1) 徒5:26;
64) 隨(1) 可8:14;
65) 含(1) 可3:5;
66) 既(1) 太28:8;
67) 還有(1) 可10:30;
68) 就和(1) 可11:11;
69) 便(1) 路8:13;
70) 駕著(1) 可14:62;
71) 如同(1) 太24:51;
72) 過去(1) 太24:29;
73) 跟從(1) 太12:3;
74) 就同(1) 太5:41;
75) 也都(1) 太2:3;
76) 相合的(1) 太12:30;
77) 來就(1) 太12:45;
78) 中間(1) 太15:30;
79) 起(1) 太14:7;
80) 領(1) 路14:31;
81) 完畢後(1) 路17:8;
82) 受(1) 徒27:10;
83) 領了(1) 徒26:12;
84) 作(1) 徒24:18;
85) 有著(1) 徒28:31;
86) 又(1) 林後8:4;
87) 以(1) 提前2:9;
88) 要用(1) 弗4:2;
89) 聚(1) 徒24:18;
90) 藉著(1) 徒14:27;
91) 相(1) 約16:19;
92) 一起的(1) 路22:59;
93) 拿著(1) 約18:3;
94) 予(1) 徒4:29;
95) 此後(1) 徒5:37;
96) 放(1) 徒4:31;
97) 若用(1) 提前4:4