ἀνέχω
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
impf. ἀνεῖχον: also ἀνίσχω, impf. ἀνῖσχον: fut. A ἀνέξω Archil. 82, Luc.Hist.Conscr.4(s. v l.), also ἀνασχήσω Hdt.5.106,7.14, E.IA 732: aor. ἀνέσχον 11.17.310, etc.; poet. ἀνέσχεθον ib.10.461, E. Med.1027, Ep. inf. ἀνσχεθέειν Od.5.320: pf. ἀνέσχηκα S.E.M.7.190, Phalar.Ep.105:—Med. ἀνέχομαι: impf. ἠνειχόμην (with double augm.) A.Ag.905, S.Ph.411, Th.1.77, etc.: fut. ἀνέξομαι 11.5.895, S.El.1028, D.18.160, etc.; also ἀνασχήσομαι A.Th.252, Ar.Ach.299, Ep. inf. ἀνσχήσεσθαι 11.5.104: aor. ἀνεσχόμην 18.430, A.Ch.747 codd., E.Hipp.687 (where ἠνέσχου is contra metr.); more freq. with double augm. ἠνεσχόμην Hdt.5.48, A.Ag.1274; and Att., as Ar.Nu. 1363, Th.3.28, Lys.3.3, etc.; sync. ἠνσχόμην S.Ant.467; 2sg. imper. ἄνσχεο (v. infr. c. ΙΙ):—Pass., D.H.3.55, LXX 4 Ma.1.35. A trans., hold up, lift up, χεῖρας ἀνέσχον held up their hands in fight (v. infr. c.1), Od.18.89 (later of pugilists, hold up the hands in token of defeat, Theoc.22.129):—freq. lift up the hands in prayer, θεοῖσι δὲ χεῖρας ἀνέσχον 11.3.318, cf. 1.450, Archil.82, etc.; so ἄνακτι εὐχὰς ἀ. offer prayers, perhaps with uplifted hands, S.El.636; ἄνεχε χέρας, ἄνεχε λόγον E.El.592; also ἀ. τὴν χεῖρα offer the hand (to shake), Theopomp.Com.82 (dub.). 2 lift up as an offering, τάγ' Ἀθηναίῃ ληΐτιδι . . ὑψόσ' ἀνέσχεθε χειρί 11.10.461; as a testimony, σκῆπτρον ἀ. πᾶσι θεοῖσι 7.412; μαζὸν ἀ., of Hecuba entreating her son Hector, 22.80; κενεὰς . . ἀνέσχε γλήνας A.R.2.254; ἄκουε δ' ἀν' οὖς ἔχων A.Fr.126. 3 ἀ. φλόγα hold up a torch, esp. at weddings, E.IA732: hence the phrase ἄνεχε, πάρεχε sc. τὸ φῶς) hold up, pass on the light in procession, Id.Tr.308, Cyc.203, cf. Ar.V.1326; also ἀ. φάος σωτήριον E.Med.482; τὸ σημεῖον τοῦ πυρός Th.4.111. 4 lift up, exalt, τὰ κείνων Pi.P.2.89. 5 hold up, prop, sustain, οὐρανὸν καὶ γῆν, of Atlas, Paus.5.11.5; κίων ἀ. τὴν στέγην Oenom. ap. Eus.PE 5.34:—Pass., γέφυρα σκάφαις ἀνεχομένη D.H.3.55:—but more freq., b metaph., uphold, maintain, εὐδικίας Od.19.111; πολέμους Th.1.141; ὄργια ἀ. keep up the revels, Ar.Th.948; Βάκχης ἀνέχων λέκτρ' Ἀγαμέμνων remaining constant to, E.Hec.121 (v. infr. B. 3); οἰνῶπ' ἀνέχουσα κισσόν keeping constant to, haunting the ivy, S. OC674 (s.v.l.); βαρὺν ἀνὰ θυμὸν ἔχοισα keeping up his anger, Theoc. 1.96. 6 put forth, δάφνα ἀ. πτόρθους E.Hec.459 (lyr.). II hold back, check, ἄνεχ' ἵππους 11.23.426; ἀ. τὰ ὅπλα διὰ τῶν ἀνακλητικῶν D.H.9.21; ἀ. Σικελίαν μὴ ὑπ' αὐτοὺς εἶναι keep it from being... Th.6.86; ἑαυτὸν ἀπό τινος Plu.2.514a:—Pass., ἀνέχεται τὰ πάθη ὑπὸ τοῦ λογισμοῦ LXX4 Ma.1.35. B intr., rise up, emerge, ἀνσχεθέειν . . ὑπὸ κύματος ὁρμῆς Od.5.320; of a diver, Hdt.8.8; σκόπελοι ἐν τῷ Νείλῳ ὀξέες ἀ. Id.2.29; ἀ. ἐς ἀέρα A.R.3.1383. b especially in form ἀνίσχω, of the sun, πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα Hdt.3.98, etc.; so λαμπὰς ἀνίσχει A.Ag.93 (lyr.); ἅμ' ἡλίῳ ἀνίσχοντι X.Cyn.6.13, cf. Eub.119.9. c of events, arise, happen, Hdt.5.106,7.14. d appear, show oneself, ἄελπτον ὄμμα . . φήμης ἀνασχόν S.Tr.204; turn out, prove to be, μελοποιὸς ἢ τραγῳδὸς ἄριστος Eun.Hist.p.209D. e stand up, κίονες περὶ τοίχοις A.R. 3.217. 2 come forth, αἰχμὴ παρὰ . . ὦμον ἀνέσχεν 11.17.310, cf. Plu. Caes.44; of a headland, jut out into the sea, Hdt.7.123, Th.1.46, etc.; ἀ. πρὸς τὸ Σικελικὸν πέλαγος Id.4.53, cf. D.23.166; ἐς τὸν πόντον [τὴν ἄκρην] ἀνέχοντα jutting out with its headland into the sea, Hdt. 4.99 (dub. l.); reversely, κοιλάδες ἐς μεσόγαιαν ἐκ θαλάσσης ἀ. Str. 3.2.4. 3 hold on, keep doing, c. part., ἀ. διασκοπῶν Th.7.48; σε . . στέρξας ἀνέχει is constant in his love for thee, S.Aj.212 (lyr., cf. supr. A.1.5b): c. dat., τελεταῖς practise regularly, Eun.Hist.p.249 D.: abs., wait, ταύτῃ ἀνέχειν Th.8.94, cf. 2.18. 4 hold up, cease, Ζεὺς οὔθ' ὕων πάντεσσ' ἁνδάνει οὔτ' ἀνέχων Thgn.26, cf. X.HG1.6.28; dub. l. in Hp.Epid.5.20. 5 c. gen., cease from, οὐδὲ . . καμάτων ἀνέχουσι γυναῖκες S.OT174; τοῦ πολέμου App.Pun.75; τοῦ φονεύειν Plu.Alex. 33.—Hom. uses no tense intr. exc. aor. C Med., hold up what is one's own, ὁ δ' ἀνέσχετο μείλινον ἔγχος 11.5.655; δούρατ' ἀνασχόμενοι 11.594, etc.: hence ἀνασχόμενος is often used abs. (sc. ἔγχος, ξίφος, etc.), πλῆξεν ἀ. 3.362; κόψε δ' ἀ. Od.14.425; πὺξ μάλ' ἀνασχομένω πεπληγέμεν 11.23.660; also ἄντα δ' ἀνασχομένω χερσί ib.686. II hold oneself up, bear up, οὐδέ σ' ὀΐω δηρὸν ἔτ' ἀνσχήσεσθαι ib.5.285, cf.Od.11.375: aor. imper. ἀνάσχεο, = τέτλαθι, be of good courage, 11.1.586; ἄνσχεο be patient, 23.587; ἀνὰ δ' ἔχευ is prob. l. for ἀνὰ δ' εὖ in Archil.6.2: in pres. part., ἀνεχόμενοι φέρουσι τὸν χειμῶνα they bear with patience, Hdt.4.28; Stoic motto ἀνέχου καὶ ἀπέχου Gell.17.19. 2 c. acc., τοσσάδ' ἐνὶ φρεσὶν ᾗσιν ἀνέσχετο κήδεα 11.18.430; ἦ δὴ πολλὰ κάκ' ἄνσχεο σὸν κατὰ θυμόν 24.518; τὴν δουλοσύνην οὐκ ἀ. Hdt.1.169; τὰ πρὶν κακὰ ἠνειχόμεσθα A.Ag.905, etc.; χαλκὸν ἀνασχέσθαι 11.4.511, etc.: c. acc.pers., οὐ γὰρ ξείνους . . ἀνέχονται they do not suffer or bear with strangers, Od.7.32, cf. 17.13; τῶν ἵππων οὔτι ἀνεχομένων τὰς καμήλους Hdt.7.87; τούτους ἀνάσχου δεσπότας E.Alc.304, cf. Eup.6 D.: c. acc. rei et gen. pers., οὐδεὶς ἂν αὐτοῦ ἀγελαστὶ ἠνέσχετο ταῦτα τὰ ἔπη Ath.5.188c, cf. Ar.Lys.507. 3 c. gen., dub. in Hom., δουλοσύνης ἀνέχεσθαι v.l. in Od.22.423; so ἅπαντος ἀνδρὸς ἀ. Pl.Prt.323a, cf. D.19.16; to be content with, τοῦ ἐν σώματι κάλλους Plot.5.9.2. 4 the dependent clause is mostly (always in Hom.) in part., οὐ μάν σε . . ἀνέξομαι ἄλγε' ἔχοντα I will not suffer thee to have... 11.5.895; οὐ γὰρ ἀεργὸν [ὄντα] ἀνέξομαι I will not suffer one [to be]... Od.19.27; εἰ τὸν . . θανόντ' ἄθαπτον ἠνσχόμην νέκυν S.Ant.467; οὐκ ἀνέξεται τίκτοντας ἄλλους E.Andr.712; καὶ γάρ κ' . . ἀνεχοιμην ἥμενος for I would be content to sit... Od.4.595; σοῦ κλύων ἀνέξεται A.Pers.838, cf. S. El.1028, Ph.411; ἀνάσχεσθε σιγῶσαι Id.Fr.679; also οὐ σῖγ' ἀνέξει; Id.Aj.75: freq. in Prose, Hdt.1.80,206, 5.19, al., Th.2.74, etc.; ἄποτος ἀ. Arist.HA596a2; also ἀ. τοῦ ἄλλα λέγοντος Pl.R.564d; ἀ. τῶν οἰκείων ἀμελουμένων Id.Ap.31b; οὐδ' ἂν ἠνέσχεσθε εἴ τις . . D. 21.170:—also in Act., ἀνέσχηκα Phalar.Ep.105. 5 rarely c. inf., suffer, οὐκ ἀνέξομαι τὸ μὴ οὐ . . A.Eu.914; κοκκύζειν τὸν ἀλεκτρυόν' οὐκ ἀνέχονται Cratin.311; ἀνακεκλίσθαι οὐκ ἀ. Aret.SA1.9; ἀ. πάντα ὑπομένειν Alciphr.3.34; σὺν ἄλλοις βιοῦν οὐκ ἀ. Ael.NA6.30. b dare to do, ἀνέσχοντο τὸν ἐπιόντα δέξασθαι Hdt.7.139. c οὐκ ἀ., c. inf., refuse to do... POxy.903.36,al. III rarely, hold on by one another, hang together, ἀνά τ' ἀλλήλησιν ἔχονται Od.24.8.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. subj. ἀνέχῃσι Od.19.111, impf. med. ἠνειχόμην A.A.905, S.Ph.411; fut. ind. act. ἀνασχήσω E.IA 732, med. ἀνασχήσομαι A.Th.252, Ar.Ach.299, inf. ἀνσχήσεσθαι Il.5.104; aor. ind. med. ἠνεσχόμην A.A.1274, ἀνεσχόμην Il.18.430, A.Ch.747, E.Hipp.687, ἠνσχόμην S.Ant.467, imperat. ἄνσχεο Il.23.587, 24.518]
A tr. y c. régimen
I c. mov. hacia arriba
1 de pers. elevar como símbolo de oración θεοῖσι δὲ χεῖρας ἀνέσχον Il.3.318, cf. 1.450, Hes.Sc.246.7, Archil.223, E.El.592, para boxear τὼ δ' ἄμφω χεῖρας ἀνέσχον Od.18.89, en una ceremonia nupcial ἀ. φλόγα elevar en alto una antorcha E.IA 732, de ahí ἄνεχε· πάρεχε levántala, preséntala E.Tr.308, Cyc.203, Ar.V.1326, τὸ σημεῖόν τε τοῦ πυρός Th.4.111
•en v. med. mismo sent. ἀ. μείλινον ἔγχος Il.5.655, cf. 11.594, Od.19.448
•dirigir hacia arriba γλήνας A.R.2.254
•aplicar οὖς Thgn.887, A.Fr.99.
2 fig. elevar εὐχὰς ἀ. elevar plegarias S.El.636, ἀνέσχον σοὶ φάος σωτήριον E.Med.482, λόγον E.El.592
•exaltar τὰ κείνων Pi.P.2.89.
3 de plantas echar πτόρθους E.Hec.459.
II sin mov.
1 sostener οὐρανὸν καὶ γῆν de Atlas, Paus.5.11.5, πόδες ... τὸ ζῷον ἀνέχοντες Aret.SD 2.13.5
•en v. pas. γέφυρα ... σκάφαις ἀνεχομένη D.H.3.55
•fig. mantener, apoyar, sostener εὐδικίας Od.19.111, πολέμους Th.1.141, ὄργια ἀ. celebrar los ritos Ar.Th.948, Βάκχης ἀνέχων λέκτρ' Ἀγαμέμνων manteniendo Agamenón su unión con la Bacante E.Hec.121, βαρὺν δ' ἀνὰ θυμὸν ἔχοισα embargada de tremenda angustia Theoc.1.96.
2 en v. med., c. valoración neg. soportar c. ac. χαλκόν Il.4.511, κήδεα Il.18.430, πολλὰ κάκ' ἄνσχεο Il.24.518, τὴν δουλοσύνην Hdt.1.169, τὰ πρὶν κακὰ ἠνειχόμεσθα A.A.905, cf. 2Ep.Cor.11.4, τὰς νουμηνίας ὑμῶν καὶ τὰ σάββατα καὶ ἡμέραν μεγάλην οὐκ ἀνέχομαι LXX Is.1.13
•c. gen. ἅπαντος ἀνδρός Pl.Prt.323a, cf. R.564d, Ap.31b, D.19.16, Teles p.18.6, M.Ant.5.33, Ath.188c, ἀλλήλων Ep.Eph.4.2, τοῦ ἐν σώματι κάλλους Plot.5.9.2, tb. en act. οὔτε τόκοισιν ἰηίων καμάτων ἀνέχουσι γυναῖκες ni las mujeres soportan dolores fecundos en sus partos S.OT 174
•c. gen. y ac. ἠνεσχόμεθ' <ὑμῶν> ... τῶν ἀνδρῶν ἅττ' ἐποεῖτε Ar.Lys.507
•c. part. pred. del compl. οὐ μάν σ' ... ἀνέξομαι ἄλγε' ἔχοντα no soportaré que tengas sufrimientos, Il.5.895, οὐκ ἀνέξεται τίκτοντας ἄλλους E.Andr.711, del suj. μόνης ... σοῦ κλύων ἀνέξεται a tí sola soportará escucharte A.Pers.838, cf. S.El.1028, τίς κεν ταῦτ' ἀνέχοιτ' ἐσορῶν; Thgn.58, cf. S.Ph.411, κἀνάσχεσθε σιγῶσαι S.Fr.679, οὐκ ἀνέξομαι ζῶσ' E.Hipp.354, κάμηλον ἵππος φοβέεται καὶ οὐκ ἀνέχεται οὔτε τὴν ἰδέην αὐτῆς ὁρέων Hdt.1.80, cf. 206, 5.19, Th.2.74, κακῶς πάσχοντες ἀνέχεσθε soportáis malos tratos Lys.30.30, ὁ γὰρ Ἀγαμέμνων κακῶς μὲν ἀκούων ἠνείχετο ἐν ταῖς ἐκκλησίαις Arist.Pol.1285a11, ὁ θεὸς ἀνέχεται ... λαμβάνων τὰς θυσίας Arist.EE 1243b13
•c. inf. κοκκύζειν τὸν ἀλεκτρυόν' οὐκ ἀνέχονται Cratin.311, ἀνακεκλίσθαι Aret.SA 1.9.6, πάντα ὑπομένειν Alciphr.2.32.3, del merlango σὺν ἄλλοις βιοῦν οὐκ ἀνέχεται Ael.NA 6.30
•c. εἰ: οὐδ' ἂν ἠνέσχεσθε εἰ ... ni habríais tolerado que ... D.21.170.
3 sin valoración neg., c. part. pred. del suj. mantenerse, continuar en v. med. καὶ γάρ κ' εἰς ἐνιαυτὸν ἐγώ παρὰ σοί γ' ἀνεχοίμην ἥμενος pues yo permanecería un año sentado junto a tí, Od.4.595
•en v. act. διασκοπῶν ἀνεῖχε Th.7.48, σε ... στέρξας ἀνέχει S.Ai.212.
4 en v. med., c. inf. atreverse ἀνέσχοντο τὸν ἐπιόντα ... δέξασθαι Hdt.7.139, οὐκ ἀνέχεται ζευγηλάτης χωρὶς αὐτοῦ ἐλθῖν PGen.76.14 (III/IV d.C.).
III c. mov. hacia atrás refrenar, contener ἵππους Il.23.426, σαυτόν Ar.Fr.621, cf. Plu.2.514a, τὰ ὅπλα D.H.9.21
•c. ac. e inf. ἀνέχοντας τὴν Σικελίαν ... μὴ ὑπ' αὐτοὺς εἶναι (los) que han estorbado que Sicilia ... caiga en sus manos Th.6.86
•en v. pas. ἀνέχεται γὰρ τὰ τῶν ὀρέξεων πάθη ὑπὸ τοῦ σῶφρονος νοός LXX 4Ma.1.35
•hacer cesar (la lluvia) ὁ Ζεὺς οὔθ' ὕων πάντεσσ' ἁνδάνει οὔτ' ἀνέχων Thgn.26.
B intr. y usos abs.
I c. mov. hacia arriba
1 elevarse, surgir σκόπελοι ... ἐν τῷ Νείλῳ ὀξέες ἀνέχουσι Hdt.2.29, cf. 8.8, κίονας οἳ περὶ τοίχους ... ἄνεχον A.R.3.217, cf. 1383, τῇ μὲν ὁ ἥλιος ἀνέχει, τῇ δὲ σκιάζῃ Arist.Mete.374b2
•sobresalir αἰχμὴ ... παρὰ ... ὦμον Il.17.310, de un cabo, Hdt.7.123, Th.1.46
•inversamente κοιλάδες εἰς τὴν μεσόγαιαν ἐκ τῆς θαλάττης Str.3.2.4
•fig. τοὺς δ' ἐπὶ τῶν λόγων ἀνέχοντας a los que sobresalen en los discursos Aristid.2.2.
2 fig. de sucesos surgir, suceder πρῆγμα Hdt.5.106, cf. 7.14
•c. gen. de procedencia ἄελπτον ὄμμ' ἐμοὶ φήμης ἀνασχόν S.Tr.204
•c. adj. pred. mostrarse μελοποιὸς ... ἢ τραγῳδὸς ἄριστος Eun.Hist.209.
II sin mov.
1 esperar, detenerse ταύτῃ ἀνέχειν Th.8.94, οὕτως ἄνειχον X.HG 1.6.20.
2 en v. med. aguantar οὐδέ σ' ὀΐω δηρὸν ἔτ' ἀνσχήσεσθαι Il.5.285, ἀνάσχεο, ἄνσχεο aguanta, ten paciencia, Il.1.586, 5.382, 23.587, ἵπποι δὲ ἀνεχόμενοι φέρουσι τὸν χειμῶνα los caballos llevan el invierno con paciencia Hdt.4.28, οὐ σῖγ' ἀνέξῃ ...; S.Ai.75, ἵνα μᾶλλον ἀνέχηται θερμαινόμενος Hp.Haem.6, lema estoico ἀνέχου καὶ ἀπέχου soporta y abstente Gell.17.19.6.
3 cesar ἐπεὶ δὲ ἀνέσχεν cuando cesó (la lluvia), X.HG 1.6.28.
4 c. dat. practicar τελεταῖς Eun.Hist.249.
German (Pape)
[Seite 227] (s. ἔχω), 1) in die Höhe halten, emporstrecken, ἂν δὲ κύων κεφαλὴν ἔσχεν Od. 17, 291; δάφνα πτόρθους Eur. Hec. 459; oft χεῖρας θεοῖς, die Hände zu den Göttern flehend emporstrecken, z. B. Il. 3, 818; Διί 5, 174; aber Od. 18, 89 zum Faustkampfe, wie sonst med., s. unten; καὶ τά γ' Ἀθηναίῃ ληίτιδι δῖος Ὀδυσσεὺς ὑψόσ' ἀνέσχεθε χειρί, nämlich κυνέην, λυκέην, τόξα, δόρυ, um es ihr zuweihen, Iliad. 10, 461; τὸ σκῆπτρον ἀνέσχεθε πᾶσι θεοῖσιν, um sie zu Zeugen zu machen, 7, 412. Aehnl. εὐχάς Soph. El. 626; ὄργια, feiern, Ar. Th. 948; τίς φλόγα ἀνασχήσει; wer wird die Fackel hochhalten? Eur. I. A. 732, womit wohl ἄνεχε, πάρεχε Troad. 308 Cycl. 202 (parodirt von Ar. Vesp. 1326) zusammenhängt; ἀνέχειν τὸ σημεῖον τοῦ πυρός, das Feuersignal aufpflanzen, Thuc. 4, 111. Hierher gehören μαζὸν ἀνέσχεν, Hekabe zeigte dem Hektor die Brust, die ihn gesäugt, um ihn zu rühren, Il. 22, 80; ἀηδὼν κισσὸν ἀνέχουσα, den Epheu hochhaltend, sich unter seinen Blättern verbergend, Soph. O. C. 680. Dah. aufrecht erhalten, εὐδικίας ἀνέχῃσι Od. 19, 111; θεὸς τὰ κείνων Pind. Ol. 2, 89; ähnlich σὲ λέχος δουριάλωτονστέρξας ἀνέχει Αἴας, erehrt dich, Soph. Ai. 211, wie λέκτρα βάκχης Eur. Hec. 123. – 2) zurück-, aufhalten, ἵππους ἄνεχε, halte die Rosse an, Il. 23, 426; ἀνέχοντες τὴν Σικελίαν μὴ ὑπ' αὐτοὺς εἶναι Thuc. 6, 86, von B. A. 400 angeführt und κωλύειν erkl., wie aus Ar. οὐκ ἀνεῖχες αὐτόν. So τοῦ φονεύειν, dem Morden Einhalt thun (eigtl. sc. τοὺς στρατιώτας), Plut. Alex. 33; ἑαυτόν τινος, sich einer Sache enthalten, Luc. – 3) intrans., hervorragen, ἀνέσχεν αἰχμή Il. 17, 310; hervorkommen, ὁ ἥλιος ἀνέσχεν Plat. Conv. 220 d, die Sonne ging auf; Xen. ἅμ' ἡλίῳ ἀνέχοντι Cyn. 6, 13; s. ἀνίσχω; hervortauchen, οὐδ' ἐδυνάσθη ἀνσχεθέειν ὑπὸ κύματος ὁρμῆς Od. 5, 320; Her. 8, 8; καμάτων, φήμης, sich aus dem Drangsal hervorarbeiten, es überstehen, Soph. O. R. 174 Trach. 203 u. Sp.; μάχης, πολέμου, hervorgehen, aus etwas entspringen, als Folge, Her. 5, 106. 7, 14. Von einem Lande, sich erstrecken, z. B. das Vorgebirge erstreckt sich ins Meer, Her. 7, 123; πᾶσα γῆ ἀνέχει πρὸς τὸ Σικελικὸν πέλαγος Thuc. 4, 53 u. Sp. Sich zurückhalten, Xen. Hell. 1, 6, 14; aufhören, ἐπεὶ δὲ ἀνέσχεν (vorher ging ὕδωρ καὶ βρονταὶ διεκώλυσαν) 1, 6, 20, wie Theogn. 26 Ζεὺς οὔθ' ὕων, οὔτ' ἀνέχων πάντας ἁνδάνει. Beharren, Thuc. διασκοπῶν ἀνεῖχε (sc. γνώμην) Thuc. 7, 28; vgl. Xen. Hell. 2, 2, 10 περὶ τῶν τειχῶν, in beiden Stellen dem ἀντέχω nahestehend. – Med., ἀνέχομαι (impf. ἠνειχόμην, aor. ἠνεσχόμην im Att.), 1) sich aufrecht erhalten, von einem Verwundeten, οὐδέ σ' ὀίω δηρὸν ἔτ' ἀνσχήσεσθαι Il. 5, 285; sich wach erhalten, Od. 11, 375, wo es in die gew. Bdtg übergeht: aushalten, ertragen: – a) absol., Tragg. u. Prosa, bes. sich zurückhalten, sich mäßigen, neben περιμείναντες Xen. Mem. 4, 5, 9; vgl. Thuc. 5, 45; οὐκέτι Xen. An. 1, 8, 26. – b) c. acc., κήδεα Il. 18, 430; ξείνους, Fremdlinge unter sich leiden, ihre Anwesenheit gestatten, Od. 7, 32; ἀεργόν 19, 27; gastlich aufnehmen, 17, 13; κακά, πῆμα, Aesch. Ag. 879 Ch. 736; δουλοσύνην, πλεονεξίαν, Her. 1, 169. 7, 149; μεταβολάς, ἑτέρους νόμους, Plat. Polit. 270 c Legg. IV, 708 c u. Folgd. – c) c. gen., δουλοσύνης Od. 22, 423 (Bekk. δουλοσύνην); ἅπαντος ἀνδρός Plat. Prot. 323 a; Eur. Andr. 981, ξυμφοραῖς δ' ἠνειχόμην, ist ἀνέχομαι absol. zu fassen, wegen meines Unglücks blieb ich standhaft. Tritt ein Verbum dazu, so steht dies im inf. nur bei der Bdtg wagen, wie τλῆναι, z. B. τὸν ἐπιόντα δέξασθαι Her. 7, 139; sonst im partic., u. zwar – a) aufs Object bezogen, mit dem acc., οὐκ ἀνέξομαί σε ἄλγε' ἔχοντα, ich werde es nicht zugeben, daß du duldest, Il. 5, 895; οὐκ ἀνέξεται τίκτοντας ἄλλους Eur. Andr. 712; χώραν πορθουμένην, das Land verwüsten lassen, Isocr. 4, 118; σὲ ὀλίγα λέγοντα Luc. Tim. 37; od. gew. mit dem gen., μεταβαλλομένου δαίμονος, den Wechsel des Geschicks. Eur. Troad. 101; τῶν οἰκείων ἀμελουμένων, die Vernachlässigung, Plat. Apol. 31 b; τοῦ ἄλλα λέγοντος Rep. VIII, 564 d; τινῶν λεγόντων Dem. 9, 6; αὐτοῦ βασιλεύοντος Xen. An. 2, 2, 1; τῶν ταῦτα ἀποφαινομένων Pol. 3, 82 u. öfter. – b) aufs subj. bezogen, παρὰ σοί γ' ἀνεχοίμην ἥμενος, ich könnte bei dir zu sitzen aushalten, Od. 4, 595; σὺ δ' εἰσορόων ἀνέχεσθαι 16, 277; Iliad. 1, 586. 5, 382 ἀνάσχεο κηδομένη περ; οὐ σιγῶσα – ἀνασχήσῃ, du wirst nicht schweigen können, Aesch. Spt. 234; σοῦ κλύων ἀνέξεται Pers. 824; ἠνέσχετο τοῦτο ὁρῶν, er konnte es ansehen, Soph. Phil. 409; κακῶς πάσχουσα Eur. Med. 38; ἀνέσχοντο ἀκούσαντες Her. 3, 89 (wie Lys. 13, 8) u. öfter; ἢ καὶ ἀνέξει– ἐλεγχόμενον ὁρῶν, wirst du es ertragen zu sehen, wie er überführt wird, Plat. Theaet. 161 a; vgl. Xen. Cyr. 5, 1, 25 u. sonst häufig. Bei Plat. Rep. V, 479 a folgt auch ἄν τις φῇ. – 2) aneinanderhalten, zusammenhangen, Od. 24, 8. – 3) wie das act., emporhalten; so bei Hom. δόρυ, μελίην, χεῖρας, die Händeerheben, auch ohne χεῖρας, ἀνασχόμενος, nachdem er ausgeholt hatte, schlug er zu, Od. 14, 425. 18, 95.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀνεῖχον, f. ἀνέξω ou ἀνασχήσω, ao.2 ἀνέσχον, pf. ἀνέσχηκα, etc.
A. tr. I. (ἀνά en haut);
1 lever : λαμπάδας ἀνασχεθεῖν EUR porter litt. lever un flambeau ; χεῖρας lever les mains (pour combattre, prier, etc.) ; τινι εὐχὰς ἀν. SOPH élever ses mains avec ses prières vers qqn ; lever pour offrir ou pour montrer : θεῷ τι ἀν. IL lever une offrande vers un dieu ; σκῆπτρον ἀν. θεοῖσι IL lever son sceptre vers les dieux (pour les prendre à témoin) ; σημεῖον πυρὸς ἀν. THC lever un signal de feu ; δάφνα ἀνέχει πτόρθους EUR le laurier élève, càd pousse ses rameaux;
2 tenir droit, tenir ferme, soutenir : οὐρανὸν καὶ γῆν PAUS le ciel et la terre en parl. d'Atlas ; fig. ἀν. εὐδικίας OD soutenir ou maintenir le bon droit ; ἀν. Σικελίαν μὴ ὑπό τινα εἶναι THC défendre la Sicile et la préserver d'être conquise ; s'attacher à : ἀηδὼν ἀνέχουσα κισσόν SOPH le rossignol qui s'attache au lierre;
II. (ἀνά en arrière) retenir, arrêter : ἀν. ἵππους IL retenir les chevaux ; ἑαυτὸν ἀν. ἀπό τινος PLUT se retenir de qch;
B. intr. I. (ἀνά en haut);
1 s'élever, surgir : αἰχμὴ παρὰ ὦμον ἀνέσχεν IL la javeline sortit par l'épaule ; p. anal. se montrer, apparaître ; fig. se produire, arriver;
2 faire saillie, s'avancer;
3 se maintenir ferme ; persévérer : στέρξας ἀνέχει SOPH il est constant dans son affection ; affirmer avec persistance;
II. (ἀνά de nouveau) se relever : καμάτων SOPH se relever, càd être allégé de ses souffrances;
III. (ἀνά en arrière);
1 se retenir, s'arrêter, cesser : ἀν. τοῦ φονεύειν PLUT cesser d'égorger;
2 se tenir en repos;
Moy. ἀνέχομαι (impf. ἠνειχόμην ; f. ἀνέξομαι, rar. ἀνασχήσομαι ; ao.2 ἠνεσχόμην, rar. ἀνεσχόμην);
I. tr. 1 lever (qch à soi) ; ἔγχος IL lever sa javeline ; χεῖρας OD lever les mains ; abs. ἀνασχόμενος IL, OD ayant levé les mains, les bras;
2 tenir droit, tenir ferme ; soutenir, supporter avec constance ; abs., impér. ἀνάσχεο IL ou ἄνσχεο IL prends courage ; ἀν. κήδεα IL, κακά IL supporter courageusement des malheurs, des maux ; τὴν δουλοσύνην HDT, rar. δουλοσύνης OD se résigner à la servitude ; ἀν. ξείνους OD supporter des étrangers ; οὐκ ἀνέξομαί σε ἄλγε’ ἔχοντα IL je ne supporterai pas que tu aies à souffrir ; ἀνάσχου δεσπότας ὄντας EUR souffre qu’ils soient les maîtres ; ἀνέχομαι κλύων ESCHL, κλύουσα SOPH je supporte d'entendre, j’entends volontiers ; rar. avec l'inf. σὺν ἄλλοις βιοῦν οὐκ ἀν. ÉL ne pouvoir supporter de vivre avec d'autres;
II. intr. se tenir droit, se tenir ferme, se soutenir.
Étymologie: ἀνά, ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέχω: и ἀνίσχω (impf. ἀνεῖχον - med. ἠνειχόμην, fut. ἀνέξω и ἀνασχήσω, aor. 2 ἀνέσχον - med. ἠνεσχόμην, эп. ἠνσχόμην, pf. ἀνέσχηκα) тж. med.
1) держать поднятым, высоко поднимать (χεῖρας Hom.; λαμπάδας Eur.; ἱερὰν φιάλην Plut.): κόψε ἀνασχόμενος (sc. χεῖρας) σχίζῃ Hom. он с размаху ударил обрубком;
2) простирать, протягивать (σκῆπτρον θεοῖσι Hom.; ἱεροὺς πτόρθους Λατοῖ Eur.; δῶρ᾽ ἀθανάτοις Pind.);
3) показывать, зажигать (τὸ σημεῖον τοῦ πυρός Thuc.; φάος σωτήριόν τινι Eur.);
4) воссылать, возносить, обращать (εὐχὰς ἄνακτι Soph.; λόγον Eur.);
5) возвеличивать, прославлять (τι и τινά Pind.);
6) нести на себе, подпирать, перен. поддерживать (τοὺς πολέμους Thuc.); охранять, блюсти (εὐδικίας Hom.); хранить, защищать (Σικελίαν Thuc.);
7) соблюдать, справлять (ὄργια Arph.);
8) преимущ. med. переносить, терпеть (κήδεα Hom.; κακά Aesch., Arph.; ψύχη καὶ θάλπη Xen.): ἀνέχεσθαι δουλοσύνης Hom. и δουλοσύνην Her. переносить рабство, быть рабом; οὐκ ἀ. καμάτων Soph. не выдерживать страданий; τέτλαθι καὶ ἀνάσχεο Hom. терпи и крепись;
9) med. допускать к себе, терпеть у себя (ξείνους Hom.; δεσπότας τινάς Eur.; ἑτέρους νόμους Plut.): ἀνέξομαι κλύων Aesch., Soph. я охотно послушаю; οὐκ ἀ. τινος ἄλλα λέγοντος Plat. не допускать, чтобы кто-л. говорил по-иному; ἀνέξομαί σε ὀλίγα λέγοντα Luc. я готов выслушать от тебя несколько слов;
10) med. отваживаться, решаться (τὸν ἐπιόντα ἐπὶ τὴν χώρην δέξασθαι Her.);
11) сдерживать, удерживать (ἵππους Hom.): ἀ. ἑαυτόν τινος Luc. и ἀπό τινος Plut. воздерживаться от чего-л.; μικρὸν ἀνασχὼν εἶπεν Plut. после короткой паузы он сказал; οὐκ ἠνέσχετο, ἀλλ᾽ εἰπών Xen. он не удержался, чтобы не сказать;
12) подниматься восходить (ὁ ἥλιος ἀνέσχεν Plat.): πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα Her. на восток;
13) воздерживаться, прекращать (τοῦ φονεύειν Plut.): ἐπεὶ ἀνέσχεν Xen. когда (все) кончилось;
14) высовываться, выступать: οὐκ ἐδυνάσθη ἀνσχεθέειν Hom. он не мог вынырнуть (из воды); αἰχμὴ παρὰ ὦμον ἀνέσχεν Hom. острие пронзило насквозь (досл. вышло сквозь) плечо; τὸ Καναστραῖον ἀνέχει μάλιστα Her. Канастрейский мыс выдается дальше всего (в море); ἀ. πρὸς τὸ πέλαγος Thuc. простираться до моря;
15) (по)являться возникать: πρῆγμα, ἐκ τοῦ σοί τι ἔμελλε λυπηρὸν ἀνασχήσειν Her. дело, из которого получится для тебя неприятность; τάδε ἐξ αὐτῶν ἀνασχήσει Her. вот что из этого выйдет;
16) упорно продолжать, не переставать: σὲ στέρξας ἀνέχει Αἴας Soph. тебя по-прежнему любит Эант; ἀνεῖχεν διασκοπῶν Thuc. он не переставал обдумывать;
17) med. держаться, цепляться (ἀλλήλῃσιν Hom. in tmesi);
18) останавливаться, задерживаться (ταύτῃ Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέχω: Ἐπ. γ΄. ἑν. ὑποτ. ἀνέχῃσι (πρβλ. παμφαίνῃσι, προφέρῃσι) Ὀδ. Τ. 111: παρατ. ἀνεῖχον: ὡσαύτως ἀνίσχω: παρατ. ἀνί[ἢ ῖ]σχον: μέλλ. ἀνέξω Ἀρχίλ. 76, Λουκ., ὡσαύτως ἀνασχήσω Ἡρόδ. 5. 106, 7. 14, Εὐρ. Ι. Α. 732: - ἀόρ. ἀνέσχον Ἰλ. Ρ. 310, Ἀττ. ποιητ. ἐπεκτεταμ. ἀνέσχεθον Ὅμ., Εὐρ. Μήδ. 1027, Ἐπ. ἀπαρ. ἀνσχεθέειν Ὀδ. Ε. 320 (ἴδε ἐν λέξ. ἀμυνάθω): - πρκμ. ἀνέσχηκα Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 7. 190, Φάλαρ. 52: - Μέσ., ἀνέχομαι: παρατ. ἠνειχόμην (μετὰ διπλῆς αὐξήσ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 905, Σοφ. Φ. 401, Θουκ., κτλ.: μέλλ. ἀνέξομαι Ὅμ., Ἀττ.˙ ὡσαύτως ἀνασχήσομαι Αἰσχύλ. Θ. 252, Ἀριστοφ. Ἀχ. 299, Ἐπ. ἀπαρ. ἀνασχήσεσθαι Ἰλ. Ε. 104: ἀόρ. ἀνεσχόμην Σ. 430, Αἰσχύλ. Χο. 747, Εὐρ. Ἱππ. 687 (ἔνθα τὸ ἠνέσχου εἶναι ἐναντίον τοῦ μέτρου)˙ ἀλλὰ συχνότερον μετὰ διπλῆς αὐξήσεως ἠνεσχόμην Ἡρόδ. 5. 48, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1274, κτλ.˙ συγκεκομμ. ἠνσχόμην Σοφ. Ἀντ. 467 (ἔνθα ἴδε Δινδόρφ.), β΄ ἑν. προστ. ἄνσχεο (ἴδ. κατωτ. Γ. ΙΙ.). Α. μεταβ., κρατῶ τι ὑψηλά, ἀνυψῶ, ἀνατείνω, χεῖρας ἀνέσχον, ὕψωσαν τὰς ἑαυτῶν χεῖρας ἐν μάχῃ (ἴδε κατωτέρ. Γ. Ι.), Ὀδ. Σ. 89˙ (μεταγεν. ἐπὶ πυκτῶν, ἀνατείνω τὰς χεῖρας μου, ὡς σημεῖον ὅτι ἡττήθην, Λατ. dare manus, Θεόκρ. 22. 129): - συχνάκις, ἀνατείνω τὰς χεῖρας ἐν προσευχῇ, θεοῖσι δὲ χεῖρας ἀνέσχον Ἰλ. Γ. 318, πρβλ. Α. 450, κτλ.˙ οὕτως, ἄνακτι τῷδ’ ὅπως λυτηρίους εὐχὰς ἀνάσχω, ἀναπέμψω εὐχὰς (ἴσως δηλοῖ ἐνταῦθα, μετὰ χειρῶν τεταμένων πρὸς τὰ ἄνω, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ) Σοφ. Ἠλ. 636˙ ἄνεχε χέρας, ἄνεχε λόγον Εὐρ. Ἠλ. 592˙ ὡσαύτως, ἀν. τὴν χεῖρα, προσφέρω τὴν χεῖρα (εἰς χαιρετισμὸν) Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 24. 2) ἀνυψῶ τι καὶ κρατῶ αὐτὸ ὑψηλά, καὶ τά γ’ [τὰ λάφυρα] Ἀθηναίῃ ληΐτιδι δῖος Ὀδυσσεὺς ὑψόσ’ ἀνέσχεθε χειρὶ καὶ εὐχόμενος ἔπος ηὔδα Ἰλ. Κ. 460˙ ὡσαύτως, ἀνατείνω τι πρὸς τὸν οὐρανὸν ἐπικαλούμενος τοὺς θεοὺς εἰς μαρτυρίαν, ὣς εἰπὼν τὸ σκῆπτρον ἀνέσχεθε πᾶσι θεοῖσιν Η. 412˙ ἑτέρηφι δὲ μαζὸν ἀνέσχεν, περὶ τῆς Ἑκάβης ἱκετευούσης τὸν υἱὸν αὐτῆς Ἕκτορα, Χ. 80˙ κενεὰς ... ἀνέσχεν γλήνας Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 254˙ οὕτως, ἄκουε δ’ ἀν’ οὖς ἔχων, «ἀντὶ τοῦ ἄνω τὸ οὖς ἔχων» (Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 674), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 124. 3) ἐπὶ γάμου, κρατῶ ὑψηλὰ ἀνημμένας λαμπάδας, τίς δ’ ἀνασχήσῃ φλόγα; Εὐρ. Ι. Α. 732˙ ἐντεῦθεν ἡ φράσις ἄνεχε, πάρεχε (δηλ. τὸ φῶς), κράτει ὑψηλὰ τὸ φῶς διὰ τὴν πομπήν, προπορεύου, φέγγε, ὁ αὐτ. Τρῳ. 308, Κύκλ. 203, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1326˙ ὡσαύτως, ἀν. φῶς σωτήριον Εὐρ. Μήδ. 482˙ τὸ σημεῖον τοῦ πυρὸς Θουκ. 4. 111. 4) ἀνυψῶ, μεγαλύνω, τινά Πινδ. Π. 2. 163. 5) ὑποβαστάζω τι ἵνα μὴ πέσῃ, οὐρανὸν καὶ γῆν, ἐπὶ τοῦ Ἄτλαντος, Παυσ. 5. 11, 5˙ κίων ἀν. τὴν στέγην Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγ. Πρ. 230D: - Παθ., γέφυρα ξυλόφρακτος σκάφαις ἀνεχομένη καὶ σχεδίαις, ὑποβασταζομένη ὑπὸ πλοίων καὶ σχεδιῶν, Διον. Ἁλ. 3. 55: - ἀλλὰ συχνότερον β) μεταφ., ὑποστηρίζω, ὑπερασπίζω, ἔχω ἐν τιμῇ, ὅς τε ... εὐδικίας ἀνέχῃσι, Ὀδ. Τ. 111˙ πολέμοις Θουκ. 1. 141˙ ὄργια ἀν., τηρῶ τὰ ὄργια, Ἀριστοφ. Θεσμ. 948: - Βάκχης ἀνέχων λέκτρ’ Ἀγαμέμνων, διαμένων σταθερὸς εἰς..., Εὐρ. Ἑκ. 123˙ (ἴδε κατωτέρ. Β. 3)˙ οὕτω καὶ τὸ παρὰ Σοφ. Ο. Κ. 674 οἰνῶπ’ ἀνέχουσα κισσὸν (ἂν ἡ γραφ. ὀρθὴ) δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ, οὖσα πιστὴ εἰς τὸν κισσόν, θαμίζουσα ἐν αὐτῷ, ἴδε κατωτ. Β. 3˙ ὁ Jebb ἔχει τὸν οἰνωπὸν ἔχουσα κισσὸν καὶ ἑρμηνεύει ἔχουσα ὡς κατοικίαν τὸν οἰνόχρουν κισσόν, ἴδε σημ. αὐτοῦ ἐν τόπῳ. 6) ἀναφύω, δάφνα θ’ ἱεροὺς ἀνέσχε πτόρθους Εὐρ. Ἑκ. 458. 7) παραχωρῶ, δωροῦμαί τι, τι Πινδ. Ν. 7. 131. ΙΙ. ἀνακόπτω, ἀναχαιτίζω, κρατῶ ὀπίσω, ἀλλ’ ἄνεχ’ ἵππους Ἰλ. Ψ. 426˙ ἀνίσχον ἐμεωυτόν˙ ἀλλὰ νῦν πᾶσαι αἱ ἄρισται ἐκδόσεις ἔχουσιν ἂν ἴσχον Ἡρόδ. 1. 42˙ ἀν. τὰ ὅπλα διὰ τῶν ἀνακλητικῶν Διον. Ἁλ. 9. 21˙ ἀνέχοντας τὴν Σικελίαν ... μὴ ὑπ’ αὐτοὺς εἶναι, προφυλάττοντας αὐτὴν νὰ μὴ ὑποπέσῃ εἰς τὴν δουλείαν αὐτῶν, Θουκ. 6. 86˙ ἑαυτὸν ἀπό τινος Πλούτ. 2. 514Α: πρβλ. ἀνοχή, ἀνοκωχή. Β. ἀναβαίνω, ἀνέρχομαι, ἀναδύομαι, ἀνσχεθέειν μεγάλου ὑπὸ κύματος ὁρμῆς, «ἀνσχεθέειν ἀντὶ τοῦ ἀνασχεῖν ἤτοι ἀναδῦναι, ἀνελθεῖν» (Εὐστ.), Ὀδ. Ε. 320˙ ἐπὶ δύτου, Ἡρόδ. 8. 8˙ σκόπελοι ἐν τῷ Νείλῳ ὀξέες ἀνέχουσι ὁ αὐτ. 2. 29˙ ἡμίσεας ἀνέχοντας ἐς ἠέρα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1383. β) ἰδίως ἐν τῷ τύπῳ ἀνίσχω, ἐπὶ τοῦ ἀνατέλλοντος ἡλίου, πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα Ἡρόδ. 3. 98, κτλ.˙ οὕτω, λαμπὰς ἀνίσχει Αἰσχύλ. Ἀγ. 92˙ ἅμ’ ἡλίῳ ἀνέχοντι Ξεν. Κυν. 6. 13, πρβλ. Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 1. γ) ἐπὶ συμβάντων, συμβαίνω, γίνομαι, Ἡρόδ. 5. 106, 7. 14. δ) ἐπιφαίνομαι, ἀνατέλλω, ὡς ἄελπτον ὄμμ’ ἐμοὶ φήμης ἀνασχόν, ἀνατεῖλαν, ἐπιφανέν, Σοφ. Τρ. 204. ε) ἐγείρομαι, ἵσταμαι, κίονας ... περὶ τοίχους ἄνεχον Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 217. 2) ἐξέρχομαι, αἰχμὴ χαλκείη παρὰ ... ὧμον ἀνέσχεν Ἰλ. Ρ. 310, πρβλ. Πλουτ. Καίσαρα 44: - ἐπὶ ἀποκρήμνου ἄκρας γῆς, προεξέχω εἰς τὴν θάλασσαν, Ἡρόδ. 7. 123, Θουκ. 1. 46, κτλ., ἀν. πρὸς τὸ Σικελικὸν πέλαγος ὁ αὐτ. 4. 53, πρβλ. Δημ. 675. 26˙ εἰς τὸν πόντον τὴν ἄκρην ἀνέχοντα, περὶ τοῦ Σουνιακοῦ ὑψώματος τοῦ ἀπολήγοντος εἰς ἀπόκρημνον ἀκρωτήριον, Ἡρόδ. 4. 99, πρβλ. 2. 29˙ καὶ τἀνάπαλιν, πολλαχοῦ κοιλάδες ἐς τὴν μεσόγαιαν ἐκ τῆς θαλάττης ἀνέχουσι Στράβ. 142. 3) ἐξακολουθῶ, μετὰ μετοχ., τῷ μὲν ἔργῳ ἔτι ἐπ’ ἀμφότερα ἔχων καὶ διασκοπῶν ἀνεῖχε Θουκ. 7. 48˙ οὕτως, ἐπεί σε λέχος δουριάλωτον στέρξας ἀνέχει θούριος Αἴας, διότι ὁ Αἴας ἀγαπήσας σε ἅπαξ εἶναι σταθερὸς εἰς τὴν ἀγάπην του, Σοφ. Αἴ. 212 (ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 4)˙ μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., λόγος ἐσαιὲν ἀνέχει (ὁ Γ. Δινδόρφ. καὶ ὁ Jebb ἀκολουθοῦντες τῷ Τρικλίνῳ ἔχουσι: λόγος αἰὲν ἔχει), φήμη ἐξακολουθεῖ ἐπικρατοῦσα περὶ σοῦ, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1573: - ὡσαύτως ἀπολ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 10˙ ταύτῃ ἀνέχειν Θουκ. 8. 94. 4) παύομαι, Ζεὺς οὔθ’ ὕων πάντεσσ’ ἁνδάνει οὔτ’ ἀνέχων Θέογν. 26. πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 28: - ἐν γένει, περιμένω, βραδύνω, ἀναβάλλω, Θουκ. 2. 18, πρβλ. 7. 48. 5) μετὰ γεν., παύομαι ὑποφέρων, εὑρίσκω ἄνεσιν, οὔτε τόκοισιν ἰηίων καμάτων ἀνέχουσι γυναῖκες Σοφ. Ο. Τ. 174˙ τοῦ πολέμου Ἀππ. Καρχ. 75˙ τοῦ φονεύειν Πλουτ. Ἀλέξ. 33. - Ὁ Ὅμηρος οὐδένα τύπον μεταχειρίζεται ἀμεταβάτως πλὴν τοῦ ἀορίστου. Γ. Μέσ., κρατῶ ὑψηλὰ πρᾶγμά τι ἰδικόν μου, ὁ δ’ ἀνέσχετο μείλινον ἔγχος, «ἀνέτεινεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 655˙ δούρατ’ ἀνασχόμενοι Λ. 594, κτλ.˙ ἐντεῦθεν τὸ ἀνασχόμενος συχνάκις τίθεται ἀπολύτως (ἴδε ἐν λ. ἔγχος, ξίφος, κτλ.), πλῆξεν ἀνασχόμενος Γ. 362˙ κόψε δ’ ἀνασχ. Ὀδ. Ξ. 425˙ πὺξ μάλ’ ἀνασχομένω πεπληγέμεν Ἰλ. Ψ. 660˙ ὡσαύτως, ἄντα δ’ ἀνασχομένω χερσὶ αὐτόθι 686, πρβλ. 34. ΙΙ. κρατοῦμαι ὀρθός, οὐδέ σ’ ὀΐω δηρὸν ἔτ’ ἀνσχήσεσθαι, «ἀνασχέσθαι, ὑπομεῖναι» (Σχόλ.) Ἰλ. Ε. 285, πρβλ. Ὀδ. Λ. 375˙ προστακτ. ἀόρ. ἀνάσχεο = τέτλαθι, ἔχε θάρρος, Ἰλ. Α. 586˙ ἄνσχεο, ἔχε ὑπομονήν, Ψ. 587˙ οὕτω παρ’ Ἀρχιλ. 60 ἀντὶ τοῦ ἀνὰ δ’ εὖ πρέπει νὰ διορθωθῇ ἀνὰ δ’ ἔχευ: - κατὰ μετοχ., ἀνεχόμενοι φέρουσι, φέρουσι μετ’ ἀνοχῆς, ὑπομονῆς. Ἡρόδ. 4. 28. 2) μετ’ αἰτ., τοσσάδ’ ἐνὶ φρεσὶν ᾗσιν ἀνέσχετο κήδεα Ἰλ. Σ. 430˙ ᾖ δὴ πολλὰ κάκ’ ἄνσχεο σὸν κατὰ θυμὸν Ω. 518˙ τὴν δουλοσύνην οὐκ ἀνεχόμενοι Ἡρόδ. 1. 169˙ τὰ πρὶν κακὰ ἠνειχόμεσθα Αἰσχύλ. Ἀγ. 905, κτλ., χαλκὸν ἀνασχέσθαι Ἰλ. Δ. 511, κτλ.˙ μετ’ αἰτ. προσ., οὐ γὰρ ξείνους... ἀνέχονται, δὲν ἀνέχονται, δὲν ὑποφέρουσι τοὺς ξένους, Ὀδ. Η. 32, πρβλ. Ρ. 13˙ οὕτως, ἵπποι οὐκ ἀν. τὰς καμήλους Η. 87˙ τούτους ἀνάσχου δεσπότας Εὐρ. Ἄλκ. 304, κτλ. 3) μετὰ γεν., ἅπαξ παρ’ Ὁμήρῳ, δουλοσύνης ἀνέχεσθαι Ὀδ. Χ. 423· οὕτως, ἅπαντος ἀνδρὸς ἀν. Πλάτ. Πρωτ. 323Α, ἴδε κατωτ. 4˙ οὕτω Δημ. 345. 24. 4) ἡ ἐξηρτημένη πρότασις ἀκολουθεῖ κατὰ τὸ πλεῖστον (παρ’ Ὁμήρῳ ἀείποτε) κατὰ μετοχήν, οὐ μάν σ’ ἔτι δηρὸν ἀνέξομαι ἄλγε’ ἔχοντα, δὲν θὰ ἀνεχθῶ πλέον νὰ ἔχῃς..., Ἰ. Ε. 895˙ οὐ γὰρ ἀεργὸν (ὄντα) ἀνέξομαι, δὲν θὰ ἀνεχθῶ τινα [νὰ εἶναι] ..., Ὀδ. Τ. 27˙ εἰ τον .., θανόντ’ ἄθαπτον ἠσχόμην νέκυν Σοφ. Ἀντ. 467˙ οὐκ ἀνέξεται τίκτοντας ἄλλους Εὐρ. Ἀνδρ. 712˙ καὶ ἐν σχέσει πρὸς τὸ ὑποκεὶμενον, καὶ γὰρ κ’ ... ἀνενοίμην ἥμενος, διότι θὰ ἤμην εὐχαριστημένος νὰ κὰθημαι ..., Ὀδ. Δ. 595˙ σοῦ κλύων ἀνέξεται Αἰσχύλ. Πέρσ. 838, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1028, Φ. 411˙ ἀνάσχεσθε σιγῶσαι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 609˙ οὐ σῖγ’ ἀνέξει (ἐνν. ὤν) ὁ αὐτ. Αἴ. 75˙ καὶ αὕτη εἶναι ἡ συνήθης σύνταξις παρὰ πεζοῖς, π.χ. Ἡρόδ. 1. 80. 206., 5. 19 καὶ ἀλλ., Θουκ. 2. 74, κτλ., ἄποτος ἀν. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 8, 2: - παρὰ πεζοῖς ὡσαύτως, ἀν. τινὸς λέγοντος Πλάτ. Πολ. 564D, πρβλ. Ἀπολ. 31Β, Δημ. 345. 28. 5) σπανίως μετ’ ἀπαρ., ὑποφέρω, ὑπομένω, οὐκ ἀνέξομαι τὸ μὴ οὐ… Αἰσχύλ. Εὐμ. 914˙ κοκκύζειν τὸν ἀλεκτρυόν’ οὐκ ἀνέχονται Κρατῖνος ἐν Ἀδηλ. 31˙ ἀνακεκλίσθαι οὐκ ἀν. Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 9˙ ἀν. ὑπομένειν. Ἀλκίφρων 3. 34˙ σὺν ἄλλοις βιοῦν οὐκ ἀν. Αἰλ. π. Ζ. 6. 30: - ὡσαύτως, β) τολμῶ νὰ πράξω τι, ἀνέσχοντο τὸν ἐπιόντα δέξασθαι Ἡρόδ. 7. 139˙ ὡσαύτως, οὐδ’ ἂν ἠνέσχεσθε, εἴ τις... Δημ. 569. 24. ΙΙΙ. σπανίως, κρατοῦμαι ἀπό τινος ἄλλου, ἐπὶ νυκτερίδων αἵτινες πολλάκις κρέμανται ἡ μία ἀπὸ τῆς ἄλλης ἐν εἴδει ορμαθοῦ, ἀνὰ τ’ ἀλλήλῃσιν ἔχονται Ὀδ. Ω. 8. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 452.
English (Autenrieth)
aor. 2 ἀνέσχον (inf. ἀνασχέμεν) and ἀνάσχεθον (inf. ἀνασχεθέειν), mid. fut. ἀνέξομαι (inf. ἀνσχήσεσθαι), aor. ἀνεσχόμην, imp. ἀνάσχεο, ἄνσχεο: I. act., hold up or back (Il. 23.426), as the hands in prayer (χεῖρας ἀνασχών), or in boxing, Od. 18.89; met., εὐδικίᾶς ἀνέχῃσι, ‘upholds,’ Od. 19.111; intr., rise (from under water), Od. 5.320; ‘press up through,’ αἰχμή, Il. 17.310.—II. mid., hold up oneself or something belonging to one, keep up; χεῖρας ἀνασχόμενοι γέλῳ ἔκθανον, Od. 18.100, and freq. ἀνασχόμενος, of ‘drawing up’ to strike, Il. 3.362, Od. 14.425; of a wounded man, οὐδέ σ' ὀίω | δηρὸν ἔτ' ἀνσχήσεσθαι, Il. 5.285; met., endure, bear, tolerate; abs., τέτλαθι καὶ ἀνάσχεο, Il. 1.586; w. acc., τί or τινά, and w. part. belonging to either subj. or obj., εἰς ἐνιαυτὸν ἐγὼ παρὰ σοί γ' ἀνεχοίμην | ἥμενος, Od. 4.595.
English (Slater)
ἀνέχω
a uphold, support θεὸν ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων (P. 2.89) εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι (Thiersch: ἂν ἔχοι codd.: sc. the law of neighbourliness) (N. 7.89)
b offer up πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες sc. the people of Akragas fr. 119. 3.
English (Thayer)
in the N. T. only in the middle ἀνέχομαι; future ἀνέξομαι (Winer's Grammar, 83 (79)); imperfect ἠνειχόμην Rec.) (Rec.elz) (G T Tr WH marginal reading ἀνειχομην (cf. Moeris, Piers. edition, p. 176; (but L WH text in ἀνέχεσθε); cf. WH s Appendix, p. 162; Winer's Grammar, 72 (70); Buttmann, 35 (31))); 2nd aorist ἠνεσχόμην L T Tr WH ἀνεσχόμην, references as above); to hold up (e. g. κεφαλήν, χεῖρας, Homer and others); hence, in middle to hold oneself erect and firm (against any person or thing), to sustain, to bear (with equanimity), to bear with, endure, with a genitive of the person (in Greek writings the accusative is more common, both of the person and of the thing), of his opinions, actions, etc.: WH marginal reading ἐνέχεσθε) (αἷς by attraction for ὧν, unless ἅς be preferred (Buttmann, 161 (140); cf. Winer's Grammar, 202 (190))). followed by μικρόν τί with the genitive of both person and thing, μου μικρόν τί ἀφροσύνης (Rbez Relz L T Tr WH); cf. Meyer at the passage). without a case, εἰ τίς, to listen: with the genitive of the person, προσανέχω.)
Greek Monolingual
ἀνέχω (AM) ανέχομαι (AM ἀνέχομαι)
Ι. ενεργ. υποβαστάζω, συγκρατώ
αρχ.
1. σηκώνω, ανασηκώνω, κρατώ κάτι ψηλά
2. υποστηρίζω, διατηρώ, συντηρώ
3. αναχαιτίζω, ανακόπτω
4. ανεβαίνω, αναδύομαι, εμφανίζομαι
5. (για γεγονότα) συμβαίνω
6. βγάζω βλαστούς, βλαστάνω
7. καταλήγω, γίνομαι, αποδεικνύομαι κάτι
8. (για τμήμα ξηράς μέσα σε θάλασσα) εξέχω, προεξέχω
9. εξακολουθώ
10. καθυστερώ, αναβάλλω, σταματώ
11. εντείνω, τεντώνω (το αφτί)
12. παρέχω, παραχωρώ
13. ανατέλλω, προβάλλω
14. παύω να υποφέρω, ανακουφίζομαι
15. «εὐχὰς ἀνέχω» — εύχομαι, ικετεύω
Greek Monotonic
ἀνέχω: Επικ. γʹ ενικ. υποτ. ἀνέχῃσι· παρατ. ἀνεῖχον· επίσης ἀνίσχω, παρατ. ἀνίσχον, μέλ. ἀνέξω ή ἀνασχήσω, αόρ. βʹ ἀνέσχον, ποιητ. ἀνέσχεθον, Επικ. απαρ. ἀνεχεθέειν· παρακ. ἀνέσχηκα — Μέσ., ἀνέχομαι, παρατ. ἠνειχόμην (με διπλή αύξηση), μέλ. ἀνέξομαι ή ἀνασχήσομαι· Επικ. απαρ. ἀνσχήσεσθαι· αόρ. βʹ ἀνεσχόμην, με διπλή αύξ. ἠνεσχόμην, συγκεκ. ἠνεχόμην, ποιητ. απρόσ., ἄνσχεο.
Α. μτβ.,
I. 1. κρατώ ψηλά τα χέρια μου στη μάχη, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης ως ένδειξη ήττας, σε Θεόκρ.· ανασηκώνω τα χέρια σε προσευχή, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
2. ἀν. φλόγα, κρατώ πυρσό σε γάμο, σε Ευρ.· απ' οπου ἄνεχε, πάρεχε (ενν. τὸ φῶς), δηλ. ετοίμασε, προπορεύσου, φέξε, στον ίδ.· επίσης, ἀν. φῶς σωτήριον, κρατώ φωτιά ως σινιάλο, σε Θουκ.
3. ανυψώνω, ανεβάζω, εκθειάζω, τινά, σε Πίνδ.
4. μεταφ., υποστηρίζω, υπερασπίζω, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.· ἀνέχων λέκτρα, διαμένοντας σταθερός στο κρεβάτι, σε Ευρ.· ομοίως, ἀν. κισσόν, σε Σοφ.
5. αναφύω, πτόρθους, σε Ευρ.
II. ανακόπτω, αναχαιτίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀν. Σικελίαν μὴ ὑπό τινα εἶναι, αποτρέποντας το να υποδουλωθεί, σε Θουκ. Β. αμτβ.,
1. αναδύομαι, σηκώνομαι, εμφανίζομαι από το νερό, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· ιδίως στον τύπο ἀνίσχω, λέγεται για τον ήλιο, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. λέγεται για καταστάσεις, συμβαίνω, προκύπτω, σε Ηρόδ.
3. εμφανίζομαι, σε Σοφ.
4. εξέρχομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για κομμάτι ξηράς, προεξέχω, σε Ηρόδ., Θουκ.
5. εξακολουθώ, διατηρώ, συνεχίζω, με μτχ., σε Θουκ.· στέρξας ἀνέχει, είναι σταθερός στον έρωτά του, σε Σοφ.· με αιτ. και απαρ., διαβεβαιώνω κατηγορηματικά ότι..., στον ίδ.
6. ανακόπτομαι, επιβραδύνω, σε Θέογν.· γενικά, περιμένω, καθυστερώ, σε Θουκ.
7. με γεν., παύω από τα βάσανα, ξεκουράζω από τον πόνο, σε Σοφ. Γ. Μέσ.,
I. κρατώ ψηλά ό,τι μου ανήκει, ἔγχοςχεῖρας, σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου, ἀνασχόμενος, απόλ. (ενν. ἔγχος κ.λπ.), στο ίδ.
II. 1. κρατιέμαι όρθιος, αντέχω, υπομένω, σε Ομήρ. Ιλ.· αόρ. βʹ προστ. ἀνάσχεο, Επικ. ἄνσχεο, έχε υπομονή, στο ίδ.· σε μτχ. ἀνεχόμενοι, με υπομονή, σε Ηρόδ.
2. με αιτ., αντέχω ενάντια σε, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· ομοίως με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.
3. η εξαρτημένη πρόταση προστίθεται στη μετοχή, οὔ σε ἀνέξομαι ἄλγε' ἔχοντα, δεν θα υποφέρω εσύ να έχεις..., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· οὐ σῖγ' ἀνέξει (ενν. ὤν), σε Σοφ.
4. με απαρ., υποφέρω, υπομένω, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
A. trans. to hold up one's hands in fight, Od.; also in token of defeat, Theocr.:— to lift up the hands in prayer, Il., etc.
2. ἀν. φλόγα to hold up a torch at weddings, Eur.; hence ἄνεχε, πάρεχε (sc. τὸ φῶς), i. e. make ready, go on, Eur.; also, ἀν. φῶς σωτήριον to hold up a signal fire, Thuc.
3. to lift up, exalt, τινά Pind.
4. metaph. to uphold, maintain, Od., Thuc.; ἀνέχων λέκτρα remaining constant to the bed, Eur.; so, ἀν. κισσόν Soph.
5. to put forth, πτόρθους Eur.
II. to hold back, Il.; ἀν. Σικελίαν μὴ ὑπό τινα εἶναι to keep it from being subject, Thuc.
B. intr. to rise up, rise, emerge from water, Od., Hdt.:—esp. in form ἀνίσχω, of the sun, Hdt., Xen.
2. of events, to arise, happen, Hdt.
3. to appear, show oneself, Soph.
4. to project, Il.; of a headland, to jut out, Hdt., Thuc.
5. to hold on, keep doing, c. part., Thuc.; στέρξας ἀνέχει is constant in his love, Soph.; c. acc. et inf. to aver constantly that . ., Soph.
6. to hold up, cease, Theogn.:—generally, to wait, delay, Thuc.
7. c. gen. to cease from suffering, get rest from pain, Soph.
C. Mid. to hold up what is one's own, ἔγχος, χεῖρας Il.; hence ἀνασχόμενος absol. (sub. ἔγχος etc.), Il.
II. to hold oneself up, bear up, hold out, Il.; aor2 imperat. ἀνάσχεο, epic ἄνσχεο, be of good courage, Il.:—in part., ἀνεχόμενοι with patience, Hdt.
2. c. acc. to bear up against, Il., Hdt., attic:— so, c. gen., Od., Plat.
3. the dependent clause is added in part., οὔ σε ἀνέξομαι ἄλγε' ἔχοντα I will not suffer thee to have . ., Il., etc.; οὐ σῖγ' ἀνέχει (sc. ὤν); Soph.
4. c. inf. to suffer, Aesch.