ξηρός
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
ξηρά, ξηρόν,
A dry, opp. ὑγρός, of a dried-up river, Hdt.5.45; χειμάρρους ξηροὺς ὕδατος Arr.An.4.3.2; ἠὴρ ξηρός Hdt.2.26; ξηρὸς ἄνεμος Ar. Nu.404; ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν A.Th.696; ὀμμάτων ξ. κόραι E.Or. 389; μέτρα ξ. τε καὶ ὑγρά dry and liquid measures, Pl.Lg.746d; ὕλη αὔη καὶ ξ. ib.761d; ξηρὸν γάλα, i.e. ripe cheese, Eust.1001.51 (cf. περίξηρος); so τυρὸς ξηρός, opp. τυρὸς χλωρός, Antiph.133.7, cf. Philox.3.8; ἐν ξηροῖσιν ἐκτρέφειν on solid food, i.e. cereals, E.Ba.277; καρπὸς ξηρός, i.e. cereal, opp. καρπὸς ξύλινος, produce of trees, i.e. fruit, wine, or oil, Pl. Criti.115b; ξηρὸς χόρτος = hay, PPetr.3p.181 (iii B.C.); φοῖνιξ ξηρός dried dates, PSI1.33.14 (ii A.D.); ξηροὶ καρποί, opp. οἶνος, ἔλαιον, Arr.Epict.2.23.5; ξ. πυρίαι applications of dry heat, Hp.Acut.21, Archig. ap. Gal. 12.621; cf. ξηροπυρία. Adv. ξηρῶς = by the use of dry powder, Hp.Epid. 6.3.13 (s.v.l.).
2 of bodily condition, withered, lean, δέμας E.El. 239; ξηρὸς ὑπαὶ δείους Theoc.24.61; ξ. κοιλίη costive, Hp.Aph.2.20.
3 of the voice, cf. ξηρόφωνος.
II fasting: hence, generally, austere, τρόποι Ar.V.1452 (lyr.); of persons, Antiph.16; harsh, opp. ἡδύς, E.Andr.784 (lyr.).
2 metaph., of style, πραγματεία ἀτερπὴς καὶ ξηρά Epicur.Fr.505 (p.358 U.); τὸ ξηρόν = aridity, Demetr. Eloc.238; of critics, ξηροὶ Καλλιμάχου πρόκυνες AP11.322 (Antiphan.).
III as substantive ἡ ξηρά (sc. γῆ), dry land, opp. ὑγρά, X.Oec.19.7 (also Comp. ξηροτέρα γῆ ib.6), cf. Ev.Matt.23.15, etc.; τὸ ξηρόν Hdt.2.68; ναῦς ἐπὶ τοῦ ξηροῦ ποιεῖν to leave the ships aground, Th.1.109; ναῦς ἐς τὸ ξηρὸν ἐξωθεῖν Id.8.105; τὸ ξηρὸν τοῦ ποταμοῦ the part of its bed left dry, X.Cyr. 7.5.18: for Theoc.1.51 v. ἀκράτιστος.
2 ξηρά, ἡ, in a bath-house, room for dry heat, POxy.2145.12 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 279] (vgl. ξερός, σχερός, χέρσος), trocken, dürr; γαῖα, Eur. Phoen. 1159, u. so oft vom Lande; ξηροῖς ἀκλαύστοις ὄμμασι, Aesch. Spt. 678; κομίζων ξηρὸν ἐκ πόντου πόδα, Eur. Andr. 1260; ἄνεμος, Ar. Nubb. 403 (vgl. Her. 2, 26); übertr., τρόποι, Vesp. 1452; von einem ausgetrockneten Flusse, Her. 5, 45; τὸ ξηρὸν τοῦ ποταμοῦ, eine trockne Stelle im Flusse, Xen. Cyr. 7, 5, 18; ἐξέωσαν εἰς τὸ ξηρὸν τὰς ναῦς, Thuc. 8, 105; Gegensatz ὑγρός, Plat. Phaed. 86 b u. öfter; ὕλη αὔη καὶ ξηρά, Legg. VI, 761 c; ξηρότερον, Phil. 25 c; Folgde; ἡ ξηρά, sc. γῆ, das trockne, feste Land, Xen. Oec. 19, 7; N.T. u. a. Sp. – Von der Stimme, rauh, heiser, Sp. – Übh. leer, nichtig, trocken; πικροὶ καὶ ξηροὶ πρόκυνες heißen die Grammatiker Antiphan. 5 (XI, 322); ἐπὶ ξηροῖς καθίζειν τινά, aufs Trockne setzen, ihn um alles das Seinige bringen, Theocr. 1, 51; erschöpft, 24, 60.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
sec :
1 non liquide, non humide : ὄμματα ESCHL yeux secs, sans larmes ; ἡ ξηρά (γῆ), τὸ ξηρόν la terre ferme;
2 desséché : τὸ ξηρὸν ποταμοῦ XÉN partie desséchée d'un fleuve;
3 sec, décharné, maigre;
Cp. ξηρότερος, Sp. ξηρότατος.
Étymologie: ξέω.
Russian (Dvoretsky)
ξηρός:
1 сухой (γαῖα Eur.; ὄμματα Aesch.; ἄνεμος Arph.; ὕλη Plat.): ξ. ἱδρώς Plat. сухой пот (вызванный физической работой, а не баней); ξηρὴ δίψα Anth. жгучая жажда; μέτρα ξηρά Plat. меры сыпучих тел;
2 иссохший, изможденный (δέμας Eur.; πλῆθος ξηρῶν NT);
3 суровый, простой (τρόποι Arph.);
4 скудный, бедный: πράγματα ξηρά Plut. скудость, бедность, нужда.
Greek (Liddell-Scott)
ξηρός: -ά, -όν, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ξερός», Λατ. siccus, ἀντίθετ. τῷ ὑγρός, ἐπὶ ποταμοῦ ἀπεξηραμμένου, Ἡρόδ. 5. 45· ἐπὶ τοῦ ἀέρος, ὁ αὐτ. 2. 26· ξ. ἄνεμος Ἀριστοφ. Νεφ. 404· ξηροῖς ὄμμασι, τὸ τοῦ Ὁρατίου siccis oculis, Αἰσχύλ. Θήβ. 696· μέτρα ξηρὰ καὶ ὑγρά, τῶν ξηρῶν καὶ τῶν ὑγρῶν πραγμάτων, Πλάτ. Νόμ. 746D· ξ. γάλα, δηλ. τυρός, Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 3. 640· ξ. καρποὶ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2.23, 5. 2) ἐπὶ σωματικῆς καταστάσεως, ξηρός, ἰσχνός, κατεσκληκώς, δέμας Εὐρ. Ἠλ. 239, πρβλ. Ὀρ. 389· ξηρὸς ὑπαὶ δείους Θεόκρ. 24.60, Ἀνθ. ΙΙ. 11. 322· ξ. κοιλίη, ἐπὶ δυσκοιλιότητος, Ἱππ. Ἀφ. 1245. 3) ἐπὶ τῆς φωνῆς, πρβλ. ξηρόφωνος. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. siccus, νηστεύων, μὴ ἐσθίων μηδὲ πίνων, καθόλου, αὐστηρός, τρόποι Ἀρι- Σφ. 1452· τραχύς, σκληρός, ἀντίθετον τῷ ἡδύς, Εὐρ. Ἀνδρ. 784· ἐν ξηροῖσιν ἐκτρέφειν ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 278· - ἐπὶ ὕφους, τὸ ξηρὸν Δημήτρ. Φαληρ. 238. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἡ ξηρὰ (ἐξυπακ. γῆ), ξηρά, ἄνυδρος γῆ, ὡς τὸ τραφερά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑγρά, Ξεν. Οἰκ. 19, 7· οὕτω, τὸ ξηρὸν Ἡρόδ. 2. 68· ναῦς ἐπὶ τοῦ ξηροῦ ποιεῖν, ῥίπτειν αὐτὰς εἰς τὴν ξηράν, Θουκ. 1. 109· ναῦς ἐς τὸ ξ. ἐξωθεῖν ὁ αὐτ. 8. 105· τὸ ξ. τοῦ ποταμοῦ, τὸ μέρος τῆς κοίτης τοῦ ποταμοῦ, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 18· - περὶ τοῦ ἐν Θεοκρ. 1. 51, ἴδε ἐν λ. ἀκράτιστος. (Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν βραχὺν τύπον ξερός· πιθ. συγγενῆ εἶναι τὰ σχερός, Σχερίη, καὶ ἴσως χέρσος, χέρρος· - ὁ Αufrecht παραβάλλει τὸ Σανσκρ. kshâ (φθείρω, μαραίνω).)
English (Strong)
from the base of ξέστης (through the idea of scorching); arid; by implication, shrunken, earth (as opposed to water): dry land, withered.
English (Thayer)
ξηρά, ξηρόν, from Herodotus down, dry: τό ξύλον, Song of Solomon, what will be done to the wicked?' cf. shrunk, wasted, withered: as χείρ, L T Tr WH; ξηροι, withered, ἡ ξηρά namely, γῆ (the Sept. for יַבָּשָׁה, Winer's Grammar, 18; 592 (550))): L T Tr WH add γῆς.
Greek Monolingual
και ξερός, -ή, -ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, -ά, -όν, Α θηλ. και ξηρή)
1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.)
2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του, μαραμένος
3. (για πρόσ.) α) ισχνός, λιπόσαρκος
β) ακίνητος, αναίσθητος («έμεινε για πολλή ώρα ξερός»)
4. ανιαρός, μονότονος, πληκτικός, βαρετός
5. (για εδαφική έκταση) αυτός που δεν έχει βλάστηση, γυμνός
6. (για πρόσ.) μτφ. τυπικός, ολιγόλογος
7. το θηλ. ως ουσ. η ξηρά
η στεριά, σε αντιδιαστολή με τη θάλασσα
νεοελλ.
1. (για λόγο) απότομος, ψυχρός («το μόνο που λέει, όταν έρχεται, είναι μια ξερή καλημέρα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ξερή
α) είδος χαρτοπαιγνίου
β) το ανδρικό μόριο
γ) (με ειρωνική σημ.) το κεφάλι
3. το ουδ. ως ουσ. το ξερό
α) (με ειρωνική σημ.) το κεφάλι («βάλε το ξερό σου να σκεφθεί»)
β) (υποτιμητικά) το χέρι και το πόδι («πάρε το ξερό σου από πάνω μας»)
4. το αρσ. ως ουσ. ο ξηρός και ο ξερός
ζωολ. γένος εδαφόβιων σκίουρων της Αφρικής, τρωκτικών θηλαστικών της οικογένειας σκιουρίδες
5. φρ. α) «ξηρά υπόψυξη»
(μετεωρ.) η ψύξη της επιφάνειας του εδάφους και τών αντικειμένων που βρίσκονται πάνω σ' αυτό σε θερμοκρασίες κατώτερες του μηδενός αλλά χωρίς τον σχηματισμό πάχνης
β) «ξερό κορμί» — άνθρωπος που ζει μόνος, χωρίς οικογένεια
γ) «ξερό κεφάλι» — επίμονος, πεισματάρης
δ) «ξερό ψωμί» — ψωμί που δεν συνοδεύεται από τίποτε άλλο
ε) «ξηρός κρότος» — κρότος που παράγεται όταν σπάει ένα ξερό ξύλο
στ) «έμεινε ξερός»
i) έμεινε κατάπληκτος, αποσβολωμένος
ii) πέθανε
ζ) «ξηρό στοιχείο»
(ηλεκτρολ.) είδος συσσωρευτή, μπαταρίας, μιας χρήσης που περιέχει ηλεκτρολύτη σε πολτώδη μορφή απορροφημένον σε φύλλα πορώδους υλικού και ο οποίος χρησιμοποιείται κυρίως για την ηλεκτροδότηση μικρών ηλεκτρικών συσκευών
η) «ξηροί καρποί» — καρποί από τους οποίους έχουν αφαιρεθεί οι χυμοί με φυσικές μεθόδους και οι οποίοι είναι μεγάλης θρεπτικής αξίας και διατηρούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να αλλοιωθούν
θ) «ξηρός πάγος»
χημ. ονομασία της στερεάς μορφής του διοξειδίου του άνθρακα που παράγεται κατά την απότομη εκτόνωση της υγροποιημένης μορφής του διοξειδίου αυτού και που, όταν ανέλθει η θερμοκρασία, εξαερώνεται χωρίς να περάσει από την υγρά φάση
ι) «ξηρός παγετός»
(μετεωρ. -βιολ.) οι συνθήκες που δημιουργούνται από θερμοκρασίες κατώτερες του μηδενός μιας ξηρής αέριας μάζας, λόγω της ξηρότητας της οποίας δεν σχηματίζεται μεν πάχνη πάνω στη βλάστηση, αλλά τα φυτά καταστρέφονται και αποκτούν φαιά όψη
ια) «ξηρά οδός»
χημ. δοκιμασία ή μέθοδος κατά την οποία δεν γίνεται χρήση υγρών αντιδραστηρίων
ιβ) «ξηρός οίνος» — είδος κρασιού με ελάχιστη ή μηδενική περιεκτικότητα σε σάκχαρα
ιγ) «ξηρός βήχας» — ο ξερόβηχας
ιδ) «ο κατά ξηράν στρατός» ή «στρατός ξηράς» — συμβατικός χαρακτηρισμός για τα όπλα εκείνα τών ενόπλων δυνάμεων που αντιδιαστέλλονται από το ναυτικό, αλλά και την αεροπορία, και ιδίως για το πεζικό
ιε) «διά ξηράς» — από τη στεριά
ιστ) «οι κατά ξηράν πολεμικές επιχειρήσεις» — πολεμικές επιχειρήσεις που διεξάγονται στη στεριά
ιζ) «κατά ξηράν και κατά θάλασσαν» — στη στεριά και στη θάλασσα
6. παροιμ. «κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά» — λέγεται στις περιπτώσεις που υφίστανται αρνητικές συνέπειες και οι αθώοι μαζί με τους ενόχους
αρχ.
1. (για χαρακτήρα) τραχύς, σκληρός, αυστηρός («ξηρῶν τρόπων καὶ βιοτῆς», Αριστοφ.)
2. (για τη φωνή) βραχνός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξηρόν
α) η έλλειψη γλαφυρότητας στον λόγο
β) η στεριά
4. το θηλ. ως ουσ. ο επίγειος κόσμος, σε αντιδιαστολή με τον Παράδεισο
5. φρ. «ξηρὸς καρπός» — τα δημητριακά.
επίρρ...
ξηρώς και -ά (ΑΜ ξηρῶς)
1. με ξηρό τρόπο, χωρίς νερό, στεγνά
2. ανιαρά, μονότονα, βαρετά
νεοελλ.
απότομα, ψυχρά
αρχ.
με τη χρήση ξηρής σκόνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του επιθ. με τα αρχ. ινδ. ksāra- «ξηρός» και ksāyati «καίω, ξηραίνω» θεωρείται ελάχιστα πιθανή. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η προέλευση της λ. από τα επίθ. σχερός και χέρσος. Το επίθ. ξηρός, τέλος, συνδέεται συχνά με το λατ. serēnus «καθαρός, διαυγής» (για ατμόσφαιρα), η αρχική σημ. του οποίου είναι «ξηρός» (πρβλ. λατ. seresco «ξηραίνομαι», αρχ. άνω γερμ. serawēn «γίνομαι ξηρός»). Το πρόβλημα στη σύνδεση αυτή είναι η μακρότητα του φωνήεντος του ξηρός, που δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί αυθεντική, αφού ο τ. ξερός—εξαιρετικά σπάνιος—το πιθανότερο είναι να οφείλεται σε μετρική βράχυνση, αν δεν έχει εντελώς διαφορετική προέλευση (βλ. λ. ξερόν). Το επίθ. ξηρός καλύπτει κατά ένα μέρος τη σημ. τών αὖος, αὐαίνω (η λ. αὖος χρησιμοποιήθηκε περισσότερο με τη σημ. «εξαντλημένος, ψυχρός, αναίσθητος») αλλά έλαβε και την ειδικότερη σημ. του «τραχύς, σκληρός, στερεός». Ο νεοελλ. τ. ξερός < ξηρός με τροπή του / i / σε / e / προ του -ρ- (πρβλ. σίδηρος > σίδερο, κηρίον > κερί)].
ΠΑΡ. ξηραίνω, ξηρότητα
αρχ.
ξηρώδης
αρχ.-μσν.
ξηράφιον νεοελλ. ξέρα, ξεράδι, ξεραΐλα, ξέρακας, ξεριάς, ξερικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ξηροβατικός, ξηροστομία
αρχ.
ξηραλοιφώ, ξηραμπέλινος, ξηρένυδρος, ξηροβάτραχος, ξηρόδηξ, ξηροδιωτικός, ξηρόδερμος, ξηροκακοζηλία, ξηρόκαρπος, ξηροκέφαλος, ξηρόκολλα, ξηροκολλούριον, ξηρολογία, ξηρολουσία, ξηρολουτρώ, ξηρόμυρον, ξηρονομικός, ξηροπυρία, ξηροπυρίτης, ξηρόσαρκος, ξηροσμύρνη, ξηροτήγανον, ξηροτριδώ, ξηροτροφικός, ξηρόφθαλμος, ξηρόφορτον, ξηροφορώ, ξηρόφρυκτον, ξηρόφωνος, ξηροχειμάρρους
αρχ.-μσν.
ξηροποιός, ξηροφαγώ
μσν.
ξηροάμυλον, ξηρόκηπος, ξηροκοιτώ, ξηρόλιθος, ξηροπόταμος, ξηροσιτώ, ξηρόχειρ, ξήροψις
μσν.- νεοελλ.
ξηρόφλοιος
νεοελλ.
ξερόβηχας, ξεροβήχω, ξεροβόρι, ξεροβούνι, ξεροβράχια, ξερόδρυση, ξερόγελα, ξερόκαμπος, ξεροκαταπίνω, ξεροκέφαλος, ξεροκοκκινίζω, ξεροκόμματο, ξερολίβαδο, ξερολίθι, ξερόμαντρα, ξερομασώ, ξερονήσι, ξεροπήγαδο, ξεροπίομα, ξεροπόταμο, ξεροπόταμος, ξεροσταλιάζω, ξεροσφύρι, ξεροτηγανίζω, ξεροτήγανο, ξερότοπος, ξερότριμμα, ξεροτρόχαλος, ξερόφυλλο, ξεροχόρταρο, ξεροψήνω, ξερόψωμο, ξηράνθεμο, ξηροακτινογραφία, ξηρογραφία, ξηροδερμία, ξηροκαλλιέργεία, ξηροκλειστογαμία, ξηροκλίβανος, ξηρολιθοδομή, ξηρόπισσα, ξηρόφιλος, ξηρόφυτος, ξηρόχορτο. (Β' συνθετικό) ημίξηρος, κατάξηρος, ολόξηρος, υπόξηρος
αρχ.
διάξηρος, εγκατάξηρος, επίξηρος, λιμόξηρος, παράξηρος, περίξηρος, πολύξηρος, υπέρξηρος
νεοελλ.
απόξερος, κατάξερος, μισόξερος, ολόξερος].
Greek Monotonic
ξηρός: -ά, -όν,
I. 1. ξερός, ξηρός, στεγνός (ό,τι και στη Ν.Ε.), Λατ. siccus, αντίθ. προς το ὑγρός, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· ξηροῖς ὄμμασι, το siccis oculis του Ορατ., σε Αισχύλ.
2. λέγεται για την κατάσταση του σώματος, μαραμένος, λιπόσαρκος, ισχνός· ξηρὸν δέμας, σε Ευρ., Θεόκρ.
II. όπως το Λατ. siccus, αυτός που νηστεύει, εγκρατής, τραχύς, σε Ευρ., Αριστοφ.· ἐν ξηροῖσιν ἐκτρέφειν, σε Ευρ.
III. ως ουσ., ἡ ξηρά (ενν. γῆ), ξεραμένη, άνυδρη γη, σε Ξεν.· με την ίδια σημασία, τὸ ξηρόν, σε Ηρόδ.· ναῦς ἐπὶ τοῦ ξηροῦ ποιεῖν, αφήνω τα πλοία στη στεριά, σε Θουκ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: dry, arid (IA.; on the meaning Hesseling Sertum Nabericum [Leiden 1908] 145ff.).
Compounds: Many compp., e.g. ξηρ-αλοιφέω rub dry with oil (Lex Solonis ap. Plu. Sol. 1), comp. of ξηρὸν ἀλείφειν (: *ξηρ-αλοιφός); cf. Schwyzer 726; ξηρό-βηξ, -χος m. dry cough (medic.; opposite ὑγρό-βηξ; Strömberg Wortstudien 100); κατά-, ἐπί-ξηρος a.o. (Hp., Arist.) beside κατα-, ἐπι-ξηραίνω; on the shades of meaning Strömherg Prefix Studies 153 f. a. 97 f.
Derivatives: 1. ξηρότης, -ητος f. dryness (Att., Arist.); 2. ξηρίον n., ξηράφιον n. desiccative powder (medic., pap.); 3. ξηρώδης dryish (EM beside πυρώδης). 4. ξηραίνω, -ομαι, fut. -ανῶ, -ανοῦμαι (IA.), aor. ξηρᾶναι (-ῆναι), -ανθῆναι (Il.), perf. midd. ἐξήρασμαι (IA.), -αμμαι (hell.), often w. prefix as ἀνα-, ἀπο-, ἐπι-, κατα-, become, make dry with (ἀνα-)ξήρανσις f. (Thphr., Gal.), (ἀνα-, ἐπι-, ὑπερ-)ξηρασία, -ίη f. (Hp., Arist., Thphr.; on the formation Chantraine Form. 85), (ἀνα-)ξηρασμός m. (medic.) getting dry; (ἀνα-)ξηραντικός getting dry (Hp., Thphr.).
Origin: IE [Indo-European] [625] *ksero- dry.
Etymology: From ξηρός can hardly be separated ξερόν (s. v.); if this belongs with Lat. serēnus bright, clear, hell, dry (from *kseres-no-s), serescō get dry, OHG serawēn id. etc. (WP. 1,503, Pok. 625 with Prellwitz BB 21, 92), ξηρός must contain a matching lengthened grade, an only theoretically convincing [if do] assumption. The question rises then, whether the more rare and formalized ποτὶ (ἐπὶ) ξερόν goes back on a metrical shortening (Chantraine Gramm. hom. 1, 107). But the old equation with Skt. kṣārá- burning, biting, sharp (: kṣā́-yati burn) is very suspect; s. Mayrhofer s. v. w. lit. -- Farther off remain (against Specht KZ 66, 201 ff. and Heubeck Würzb. Jb. 4, 201) σχερός and χέρσος (s. vv.). Maar e: e ongewoon in IE. Mayrhofer KEWA 1, 288 doubts connection with the Sanskrit word.
Middle Liddell
ξηρός, ή, όν
I. dry, Lat. siccus, opp. to ὑγρός, Hdt., Ar.; ξηροῖς ὄμμασι, Hor.'s siccis oculis, Aesch.
2. of bodily condition, withered, lean, haggard, δέμας Eur., Theocr.
II. like Lat. siccus, fasting, austere, harsh, Eur., Ar.; ἐν ξηροῖσιν ἐκτρέφειν Eur.
III. as substantive, ἡ ξηρά (sc. γῆ), dry land, Xen.; so, τὸ ξηρόν Hdt.; ναῦς ἐπὶ τοῦ ξηροῦ ποιεῖν to leave the ships aground, Thuc.
Frisk Etymology German
ξηρός: {ksērós}
Meaning: trocken, dürr, saftlos (ion. att.; zur Bed.geschichte Hesseling Sertum Nabericum [Leiden 1908] 145ff.).
Composita: Zahlreiche Kompp., z.B. ξηραλοιφέω trocken salben (Lex Solonis ap. Plu. Sol. 1 u.a.), Zusammenbildung aus ξηρὸν ἀλείφειν (: *ξηραλοιφός); vgl. Schwyzer 726; ξηρόβηξ, -χος m. trockner Husten (Mediz.; Gegensatz ὑγρόβηξ; Strömberg Wortstudien 100); κατά-, ἐπίξηρος u.a. (Hp., Arist. u.a.) neben κατα-, ἐπιξηραίνω; zu den Bed.nuancen Strömherg Prefix Studies 153 f. u. 97 f.
Derivative: Ableitungen. 1. ξηρότης, -ητος f. Trockenheit (att., Arist. usw.); 2. ξηρίον n., ξηράφιον n. Trockenpulver (Mediz., Pap.); 3. ξηρώδης von trockener Beschaffenheit (EM neben πυρώδης). 4. ξηραίνω, -ομαι, Fut. -ανῶ, -ανοῦμαι (ion. att.), Aor. ξηρᾶναι (-ῆναι), -ανθῆναι (seit Il.), Perf. Med. ἐξήρασμαι (ion. att.), -αμμαι (hell. u. sp.), oft m. Präfix wie ἀνα-, ἀπο-, ἐπι-, κατα-, ‘austrocknen, trocken machen bzw. werden’ mit (ἀνα-)ξήρανσις f. (Thphr., Gal. u.a.), (ἀνα-, ἐπι-, ὑπερ-)ξηρασία, -ίη f. (Hp., Arist., Thphr. u.a.; zur Bildung Chantraine Form. 85), (ἀνα-)ξηρασμός m. (Mediz.) das Austrocknen; (ἀνα-)ξηραντικός austrocknend (Hp., Thphr. u.a.).
Etymology: Von ξηρός läßt sich ξερόν (s. d.) schwerlich trennen; wenn dies zu lat. serēnus heiter, klar, hell, trocken (aus *kseres-no-s), serescō trocken werden, ahd. serawēn trocken werden u.a.m. gehört (WP. 1,503, Pok. 625 mit Prellwitz BB 21, 92), muß ξηρός eine entsprechende Dehnstufe enthalten, eine nur theoretisch befriedigende Annahme. Es erhebt sich somit die Frage, ob nicht das seltene und formelhafte ποτὶ (ἐπὶ) ξερόν vielmehr auf metrischer Kürzung beruht (Chantraine Gramm. hom. 1, 107). Aber die alte Gleichsetzung mit aind. kṣārá- brennend, beißend, scharf (: kṣā́-yati brennen) ist sehr verdächtig; s. zuletzt Mayrhofer s. v. mit weiterer Lit. — Ferner bleiben ebenfalls (gegen Specht KZ 66, 201 ff. und Heubeck Würzb. Jb. 4, 201) σχερός und χέρσος (s. dd.).
Page 2,336
Chinese
原文音譯:xhrÒj 克些羅士
詞類次數:形容詞(7)
原文字根:乾 相當於: (חָרָבָה) (יָבֵשׁ) (יַבָּשָׁה)
字義溯源:枯乾的,乾的,枯萎的,陸地;源自(ξέστης)=容器,罐,灼熱);而 (ξέστης)又出自(ξέστης)X*=光滑)
出現次數:總共(7);太(2);路(3);約(1);來(1)
譯字彙編:
1) 枯乾的(3) 路6:6; 路23:31; 約5:3;
2) 乾(1) 來11:29;
3) 枯乾(1) 路6:8;
4) 枯乾了(1) 太12:10;
5) 陸地(1) 太23:15
English (Woodhouse)
dry, tearless, thin, wasted, withered, of wood
Mantoulidis Etymological
Πρωτότυπη λέξη.
Παράγωγα: ξηραίνω (=στεγνώνω), ξήρανσις, ξηραντέον, ξηραντικός, ἀποξηραντικά (ἔργα), ξηρασία, ξηρότης.
Translations
dry
Aasax: rakaš; Afrikaans: dor; Albanian: i thatë; Andi: бекъуб; Arabic: جَاف; Egyptian Arabic: ناشف; Armenian: չոր; Aromanian: uscat, sicat, sec; Assamese: শুকান; Asturian: secu; Avar: бакъвараб; Azerbaijani: quru; Balinese: garing; Bashkir: ҡоро; Basque: lehor; Belarusian: сухі́; Bikol Central: mamara; Bouyei: raangx; Breton: sec'h; Brunei Malay: karing; Bulgarian: сух; Burmese: ခြောက်; Buryat: хуурай; Catalan: eixut, sec; Cebuano: uga, maa; Chamicuro: poshewa; Chechen: декъа; Chickasaw: shila; Chinese Cantonese: 乾/干; Mandarin: 乾/干, 乾燥/干燥; Cornish: segh; Czech: suchý; Dalmatian: sot; Danish: tør; Dutch: droog; Esperanto: seka; Estonian: kuiv; Evenki: олгокин; Farefare: kɛ'ɛŋa; Faroese: turrur; Finnish: kuiva; French: sec; Friulian: sut, sec; Galician: enxoito, seco; Georgian: გამშრალი, მშრალი; German: trocken; Gothic: 𐌸𐌰𐌿𐍂𐍃𐌿𐍃; Greek: στεγνός, ξηρός; Ancient Greek: ξηρός, αὖος, χέρσος, χέρρος; Haitian Creole: sèk, chèch; Hebrew: יָבֵשׁ; Higaonon: gango; Hindi: सूखा; Hungarian: száraz; Hunsrik: drock; Icelandic: þurr; Ido: sika; Indonesian: kering; Ingush: дакъа; Irish: tirim; Isnag: maxa; Italian: secco, asciutto; Japanese: 乾いた; Javanese: garing; Kabuverdianu: kran; Kalmyk: хүүрә; Kapampangan: malangi; Kashubian: sëchi; Khmer: ស្ងួត, ក្រៀម; Korean: 마른, 건; Kumyk: къуру; Kurdish Central Kurdish: وشک; Laki: ھوِشک; Northern Kurdish: hişk; Southern Kurdish: وِشک; Kyrgyz: кур; Ladakhi: སྐམ་པོ; Lao: ແຫ້ງ; Latgalian: sauss, trosks; Latin: siccus, aridus; Latvian: sauss; Lithuanian: sausas; Low German: dröög, drög; Luxembourgish: dréchen; Lü: ᦶᦠᧂᧉ, ᦃᦱᧃᧈ; Macedonian: сув; Maguindanao: nagangu; Malay: kering; Malayalam: ഉണങ്ങിയ; Manchu: ᠣᠯᡥᠣᠨ; Manx: çhirrym; Maore Comorian: -kavu; Maranao: kamara, mara, mamara, gango, magango; Minangkabau: karieng, tuhua; Mongolian: хуурай; Moore: koɛɛnga; Nanai: холгокто; Navajo: yíłtseii; Nepali: सुक्खा, सुख्खा; Norman: sé; Northern Norwegian: tørr; Occitan: sec; Old English: dryġe; Old Norse: þurr; Oriya: ଶୁଷ୍କ; Oromo: gogaa; Ossetian: хус; Papiamentu: seku; Persian: خشک; Piedmontese: sech, sùit; Plautdietsch: drieech; Polish: suchy; Portuguese: seco; Quechua: ch'aki; Rapa Nui: paka; Rohingya: fúaná; Romagnol: sec; Romanian: uscat, sec; Romansch: sitg, setg, shetg, sec, sech; Russian: сухой; Rusyn: сухый; Sanskrit: शुष्क; Sardinian Campidanese: asuttu; Logudorese: assuttu; Sassarese: asciùttu; Scottish Gaelic: tioram; Serbo-Croatian Cyrillic: су̑х; Roman: sȗh; Shan: ႁႅင်ႈ, ႁွင်; Sidamo: moola; Slovak: suchý; Slovene: súh; Somali: qalayl; Sorbian Lower Sorbian: suchy; Upper Sorbian: suchi; Spanish: seco; Sundanese: garing; Swahili: -kavu; Swedish: torr; Sylheti: ꠢꠥꠇꠂꠘ; Tagalog: tuyo; Tarantino: secche; Tausug: tahay; Telugu: పొడి; Tetum: maran; Thai: แห้ง; Tibetan: སྐམ་པོ; Tok Pisin: drai; Turkish: kuru; Udi: къари; Ukrainian: сухий; Urdu: سوکھا; Uzbek: қуруқ; Venetian: séco, sech, suto, sut; Vietnamese: khô; Volapük: sägik; Walloon: saiwe; Welsh: sych; West Frisian: droech, drûch; White Hmong: qhuav; Yakan: toho'; Yakut: кураанах; Yiddish: טרוקן, פֿאַרטריקנט; Zealandic: droôg; Zhuang: rengx